π. Θεόκτιστος Δοχειαρίτης
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ 1821
ΠΡΟΣΦΟΡΑ Ή ΠΡΟΔΟΣΙΑ;
Εποφειλομένη ευχαριστία, απότιση χρέους ιερού και της αληθείας αποκατάσταση αποτελούν οι πενιχρές γραμμές που ακολουθούν. Τιμή και μνήμη σε όλους αυτούς που επειγόντως χρειάστηκε να πάρουν αποφάσεις δύσκολες και επικίνδυνες, σε αυτούς που έπεσαν στα πεδία της μάχης, σε αυτούς που πέθαναν στις φυλακές, που εκτελέσθηκαν απάνθρωπα, που βάσταξαν το βάρος και τον καύσωνα της ημέρας και τον παγετό της νύχτας, που για μια ολόκληρη δεκαετία υπέμειναν τα πάντα καθ’ ημέραν αποθνήσκοντες, ταλαιπωρούμενοι, βασανιζόμενοι, εκβιαζόμενοι. Σε αυτούς που πεινώντες, διψώντες, γυμνητεύοντες πάλαιψαν έως θανάτου με δικέφαλο θηρίο, εγκαταλελειμμένοι από όλους. Σε αυτούς τους Αγιορείτες που έμειναν ασάλευτοι στον Ιερό Τόπο και διατήρησαν αναμμένο το καντήλι των ναών και διέσωσαν και διατήρησαν το Όρος σε μία από τις δυσκολότερες στιγμές της υπερχιλιετούς πορείας του.
Σαν να μην έφθαναν δε τα ανύποιστα και ανείπωτα δεινά που παρατάθηκαν περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή των επαναστατημένων Ελλήνων, έχουμε και τους ιστορικούς και ιστοριογράφους που καταφέρονται εναντίον του Αγίου Όρους, άλλος δριμύτερα και άλλος ηπιώτερα. Κατηγορούν για φιλοτουρκισμό(1), φιλαυτία, φιλαργυρία, αδράνειά, απραξία, εθνική μειοδοσία, χωρίς να έχουν προσωπική αντίληψη του τόπου, του τρόπου διακυβερνήσεώς του, των οικονομικών του στοιχείων, των εδαφολογικών συνθηκών, του πληθυσμιακού όγκου.
Στην συνέχεια θα αναφέρουμε περιληπτικά κάποια από τα σκώμματα και τις κατηγορίες, αλλά δεν θα ασχοληθούμε κάνοντας προσπάθεια να τα αναιρέσουμε λεπτομερώς, γιατί θεωρούμε ότι είναι μάταιος κόπος. Απλά θα προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα, όσο είναι δυνατόν, στην πραγματική τους διάσταση.
Παπαρρηγόπουλος: «Ο νέος της Θεσσαλονίκης (πασάς)… κατέπεισε τας οχυράς του αγιωνύμου όρους Άθω μονάς … να παραιτηθώσι. Αι Μοναί αύται ούτε προθυμίαν ούτε καρτερίαν ικανήν έδειξαν και ετιμωρήθησαν πικρώς τούτου ένεκα(2), διότι ου μόνον ομήρους ηναγκάσθησαν να δώσωσι και 2 και ήμισυ εκατομμύρια γροσίων να καταβάλωσι, αλλά τη 15η Δεκεμβρίου(3) εδέχθησαν προσέτι φρουράν τουρκικήν 3000 ανδρών.. .»(4).
Φιλήμων: «.. Επί των θυσιών του Εμμ. Παππά ουδόλως ή μικρόν ανταπεκρίνοντο τα μεγάλα μοναστήρια, ει και ηδύναντο φέρειν σχεδόν όλον το βάρος του εκεί πολέμου … Εάν ήθελεν ο Εμμ. Παππάς ελάμβανε δια της βίας τον χρυσόν και τον άργυρον τούτων… Πλην η εν τη Μακεδονία Επανάστασις καταδεδικασμένη ήτο πλέον,… αφού εξερράγη εν τισι μόνον τμήμασι του μεγάλου αυτού νομού(5) … Αλλ’ αφίνοντες εν μέρει τον Διάκον Ολύμπιον προδόσαντα την αποστολήν αυτού, ερωτώμεν, τίνες λόγοι εδικαίουν την επί τοσούτον επίμεμπτον διαγωγήν ηγουμένων τινών μοναστηρίων; Όταν θυσία τις υλική και αυτή εκ του περισσεύματος γινομένη μάλιστα, προελάμβανε πάντα κίνδυνον, έστω και προσωρινώς, τις υπήρχεν η ανάγκη τοσούτου φόβου και τοσαύτης απονοίας;(6)…
Αλλ’ η ασθένεια των μακεδονικών πραγμάτων προίετο οξυτέρα καθ’ εκάστην, και μόνα ηδύναντο την θεραπείαν ταύτης άμεσα και ισχυρά μέσα. Τοιαύτα ήσαν πρώτον η στρατιωτική βοήθεια του Ολύμπου… και δεύτερον η διαμονή των Ψαριανών πλοίων, ης την χρηματικήν υποστήριξιν απέκρουσαν οι ισχυροί των ηγουμένων των μοναστηρίων(7)…
Δια τοσούτων εξηγόρασαν θυσιών την αβελτηρίαν αυτών, πικρώς μεν, αλλ’ ανωφελώς μεταμεληθέντες ύστερον. Εάν εκουσίως εθυσίαζον μέρος, όσων ακουσίως εδαπάνησαν, βεβαίως εσώζοντο και έσωζαν τον τόπον(8)… Ούτε οχυρότητος και τηλεβόλων τινών ούτε όπλων και πολεμοφοδίων ικανών εστερούντο τα μοναστήρια… Δεκασχίλιοι μοναχοί ισαρίθμους άλλους οπλοφόρους έχοντες και οχυρούμενοι επί του ισθμού … ηδύναντο ου μόνον κατά των εν Μακεδονία βαρβάρων, αλλά και κατά πολυαριθμοτέρου εξωτερικού στρατού(9)… Η απώλεια της θέσεως ταύτης (Αγ. Όρους) εγένετο λίαν επαισθητή τοις Έλλησιν, οίτινες ευλογούσι μεν ιδίως τας Μονάς των Ιβήρων και του Εσφιγμένου, και μάλιστα τον αρχιμανδρίτην Κύριλλον, τον Νικηφόρον Χαρτοφύλακα, τον διδάσκαλον Ονούφριον … καταρώνται(10) δε εκ μεν της Μονής του Βατοπεδίου τον προεστόν Δαμασκηνόν και τον ιατρόν Κοσμάν, εκ δε της του Κουτλουμουσίου τον προηγούμενον Κύριλλον, εκ δε της του Φιλοθέου τους προεστούς Γαλάτσιον (;) και Ιγνάτιον, και εκ της Χιλινταρίου τον πρώτον προηγούμενον Συνέσιον και τον αρχιμανδρίτην Παντελεήμονα»(11).
Τρικούπης: «Η χερσόνησος αύτη (του Αγίου Όρους) … περιέχει μοναστήρια οχυρά, και δεν εστερείτο επί της Επαναστάσεως πυροβολικού, ψιλών όπλων ή πολεμοφοδίων(12)… αλλ’ οι ηγούμενοι και προηγούμενοι διεφώνουν, και οι πλείστοι εζήτουν ασφάλειαν όπου δεν ηδύναντο να εύρωσι ειμή αφανισμόν, εν τη υποταγή(13). Τους εφόβισε δε και η καταστροφή της Κασσάνδρας … τους ηπάτησε και η υπουλότης του πασά… Αφού δε υπερίσχυσεν η περί υποταγής γνώμη, πολλοί των πατέρων απέπλευσαν, συνεπιφέροντες και τα ιερά σκεύη … Μετά δε επροσκύνησαν οι εν τω Αγίω Όρει, αφοπλισθέντες … και δεχθέντες τουρκικήν φρουράν … (η οποία) και έφερε δι’ ων έπραξεν εις πικράν μεταμέλησιν(14) τους προτιμήσαντας της αντιστάσεως την υποταγήν Αγιορείτας»(15).
POUQUEVILLE: «Η φυλή αύτη των τραχέων και πολεμικών ανδρών (Μαντεμοχωρίται) υπήρξεν η προφυλακή των μοναχών του Άθω, μεταξύ των οποίων ευρίσκοντο πλήθος δοκίμων, οίτινες εχρημάτισαν επί πολύ πειραταί η λησταί πριν η περιβληθώσι το κιλίκιον (ράσον) προς εξαγνισμόν των αμαρτημάτων του βίου των(16). Οι Έλληνες υπελόγιζον επί της συνεργασίας ταύτης, χωρίς να σκεφθώσιν ότι οι πατέρες του αγίου Όρους, διηρημένοι μεταξύ των δι’ ατελευτήτων θεολογικών ερίδων … κατηναλίσκοντο εις σχολαστικός λεπτομέρειας(17)… Τα κελλία του μοναστηριού εις τα ορνιθοτροφεία του οποίου ούτε όρνις είναι δεκτή -το τόσον ασθενές σαρκίον των κοινοβιατών τούτων φοβείται τον πειρασμόν- απετέλουν δι’ αυτούς το σύμπαν(18)… μικρός αριθμός πυροβόλων εκ των επάλξεων της Αγίας Λαύρας αφαιρούμενος θα παρείχε μεγάλας υπηρεσίας εις το Πανελλήνιον(19), όπερ η Ελληνική ναυτιλία έσπευσε να συνδράμη άμα ιδών τον κίνδυνον αυτού»(20)
Καρμίτσης: Αφού παραθέτει την επιστολήν της Ι.Κοινότητος προς την Εσφιγμένου περί συλλήψεως του Παππά και του Νικηφόρου (από τον Φιλήμονα βεβαίως), ούτω σκαιώς καταφέρεται κατά των Αγιορειτών: «…Ω ρύπος! Ω αίσχη του Χριστιανισμού, δυσειδέστατοι ερινύες τας οποίας τα φρικτά εξήμεσαν Τάρταρα δια ν’ απορροφήσητε επί της γης και των τίγρεων αιμοχαρέστερον το αίμα των αθώων! Ω σεις οι κάπηλοι των θείων, πως υμάς ονομάσω; και ζώντες και θανόντες αποκρίθητε! Τις νόμος χριστιανικός η ηθικός η πολιτικός η φυσικός υπηγόρευσεν ημίν την σατανικήν και παμμίαρον αυτήν διαταγήν (αναφέρεται στο έγγραφο της Κοινότητος)… ποιον γραμματείς και Φαρισαίοι σεις ζητείτε αφεύκτως να συλλάβωσι; τον Χριστόν της πατρίδος! τον Εμμανουήλ εκείνον οι Ιούδαι εις τας χείρας αγωνίζονται να παραδώσωσι του Ασιανού Πιλάτου!(21) Τον άλλον εκείνον υιόν της αγίας παρθένου της πίστεως, όστις αρνησάμενος και εαυτόν και πάντα, ανερρίφθη εις τον ιερόν εκείνον και θεοφιλή αγώνα δια να σώση και τους ασεβείς αυτούς υβριστάς της πίστεως από των φοβερών της Ασίας Αρπυιών…»(22).
Σμυρνάκης: Αντιγράφων και αυτός τον Φιλήμονα, αναφέρεται ως ακολούθως: «Λυπηρόν ότι πλείστοι των προϊσταμένων και καθηγουμένων του Αγίου Όρους, καθ’ ον χρόνον ο Εμ. Παππάς ενεκρίθη να μεταβή προσωπικώς εις Ύδραν, όπως κατορθώση ταχύτερον την αποστολήν πλοίων και πολεμοφοδίων, είχον αναγνωρίσει την κυριαρχίαν του Σουλτάνου(23), ου ένεκεν ο Τούρκος διοικητής ήτο πλέον ελεύθερος εν ταις ενεργείαις αυτού. Ευθύς δε ως επληροφορήθη ούτος ότι ο Εμ. Παππάς διήλθε τας Καρυάς τη 9η Νοεμβρίου και ότι διευθύνετο εις την Μονήν του Εσφιγμένου, διέταξεν αυστηρώς την σύλληψιν αυτού και του συνοδοιπόρου αυτού Νικηφόρου Ιβηρίτου Χαρτοφύλακος(24). Έτι δε λυπηρότερον ήτο τούτο, ότι 19 των Αντιπροσώπων (του 20ού ανήκοντος εις την Εσφιγμένου Μονήν) πτοηθέντες, δι’ εγκυκλίου διέταξαν ταυτοχρόνως, ίνα πάντες οι ακολουθήσαντες τον Εμ. Παππάν να εγκαταλείψωσιν αυτόν»(25).
Κόκκινος: Αυτός που πλέον λαύρος επιτίθεται κατά των Αγιορειτών είναι ο Δ. Κόκκινος. Ας παρακολουθήσουμε μερικά αποσπάσματα από τον πρώτο τόμο της βραβευμένης από την Ακαδημία Αθηνών Ιστορίας του: «Εις τον Άθω υπήρχαν κατ’ εκείνην την εποχήν είκοσι μοναστήρια, πεντακόσιοι Σκήται και δέκα χιλιάδες(26) μοναχοί (σ. 591)… Οι μοναχοί του Αγίου Όρους απαιτούσαν επίσης βοήθειαν, δια την οποίαν έπρεπε να καταβάλλουν άλλοι τας δαπάνας. Αι μοναί, πλην των ακινήτων περιουσιών των, κατείχαν όχι μόνον χρήματα, αλλά και θησαυρούς ανεκτιμήτους από αφιερώματα χρυσά και αργυρά, και κοσμήματα με πολυτίμους λίθους συσσωρευμένα εκεί από αιώνων. Επρόκειτο περί ανυπολογίστου πλούτου … Κατά την εποχήν που εξερράγη η Επανάστασις δεν εσκέπτοντο ότι έπρεπε να δαπανήσουν και δια τον αγώνα(27)… τουναντίον δεν άφησαν ευκαιρίαν που να μη ζητήσουν βοήθειαν από όλους με έγγραφα πομπώδους εκκλησιαστικού ύφους και με εκκλήσεις προς τα ευσεβή αισθήματα των «αδελφών ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών» δια την υπεράσπισιν των «θείων και σεβαστών μοναστηρίων του αγιωνύμου τούτου Όρους». Αλλ’ η βοήθεια αυτή προϋποθέτει χρηματικήν δαπάνην των άλλων» (σ. 515).
«Αλλ’ οι καλόγηροι δεν εννοούσαν να θίξουν ούτε τα χρήματα των μονών, ούτε τα εκ χρυσού και αργύρου νεώτερα αφιερώματα, που δεν είχον την σημασίαν ιστορικών κειμηλίων και τα οποία αποτελούσαν ολόκληρον θησαυρόν(28), ικανόν να αποβή πηγή ενισχύσεως σοβαράς όχι μόνον του μακεδονικού, αλλά και του όλου αγώνος…» (σ. 596).
«Η δε Ύδρα δικαίως εις απάντησιν προς κάθε έκκλησιν εκείθεν εξακολουθούσε να απαιτή παρά του Αγίου Όρους, του οποίου ο πλούτος ήτο γνωστός, την δαπάνην μιας τοιαύτης εκστρατείας. Οι καλόγηροι όμως δεν αντελαμβάνοντο αυτήν την υποχρέωσιν, θεωρούντες ως ιερά και απαραβίαστα τα πλούτη των μονών και αχρηστεύοντες επομένως την μεγάλην δύναμιν που κατείχαν δια την επιτυχίαν της ιδίας υποθέσεως και του αγώνος της Μακεδονίας» (σ. 597).
«Η φιλοχρηματία, με την στενήν αντίληψιν ότι τα χρήματα και οι θησαυροί του Αγ. Όρους ήσαν παρακαταθήκη ιερά που δεν έπρεπε να θιγή δια κανένα λόγον, εστερούσε την επανάστασιν της βορείου Ελλάδος των φυσικών πόρων της. Και τούτο εις εποχήν κατά την οποίαν μόνον άμεσος, ταχεία και γενναία ενίσχυσις θα ήτο δυνατόν να συγκρατήση πλέον τον αγώνα της Ανατολικής Μακεδονίας(29)…» (σ. 603).
«Οι καλόγηροι… συνηθισμένοι πάντοτε να δέχωνται προσφοράς και από τους πτωχοτέρους πιστούς, χωρίς αυτοί να προσφέρουν ποτέ τίποτε… ο πατριωτισμός των είχε σταματήσει προ της θυσίας των χρημάτων των μονών, τα οποία επί τέλους παρέμεναν νεκρά εις τα χρηματοκιβώτια και άχρηστα εις την κοινωνικήν οικονομίαν(30)… Ενθύμιζον με την στάσιν των -μόνον αυτοί εις ολόκληρον τον ελληνικόν αγώνα- τα πλήθη των κληρικών της Κωνσταντινουπόλεως κατά τας τελευταίας ημέρας της πολιορκίας της(31)… Με τόσον πεσμένον το ηθικόν ευρήκε τους Αγιορείτας η πτώσις της Κασσάνδρας. Ημπορούσαν εν τούτοις να αμυνθούν εις την χερσόνησόν των. Πολλοί από αυτούς πριν γίνουν μοναχοί είχαν συμμετάσχει εις πολέμους… Άλλοι προήρχοντο από τα άτακτα στοιχεία της υπαίθρου της Μακεδονίας(32), που είχαν καταφύγει εις τας μονάς, δια να αποφύγουν την καταδίωξιν των τουρκικών αρχών» (σ. 606).
«Οι Έλληνες ιστορικοί προσπάθησαν οι περισσότεροι να δικαιολογήσουν την υποταγήν των και να ευρούν έντιμον εξήγησιν της στάσεως των … υπήρξαν απέναντί των επιεικείς, πιθανόν εκ σεβασμού προς το σχήμα των … αλλ’ η αλήθεια δια την διαγωγήν των καλογήρων εκείνων είναι πολύ θλιβερά. Ανίκανοι να αισθανθούν κατ’ αρχάς την ανάγκην γενναίας προσφοράς δια τον αγώνα, που τον ήθελαν, αλλά με θυσίας των άλλων, έφθασαν εις την ατολμίαν, εκύλισαν εις την ανανδρίαν και κατήντησαν ικανοί δια την χειροτέραν προδοσίαν. Εδέχθησαν να παραδώσουν εις τον εχθρόν ως πρωταίτιον της επαναστάσεως τον Εμμ. Παππάν … της στυγεράς αυτής πράξεως και της πραγματικής διαθέσεως των καλογήρων υπάρχουν αναμφισβήτητοι αποδείξεις» (σ. 607).
«Η πράξις αυτή δεν έχει δικαιολογίαν και όλα τα καθηγιασμένα ύδατα του Αγίου Όρους δεν είναι δυνατόν ν’ αποπλύνουν από αυτό το αίσχος τους δεκαεννέα ηγουμένους που υπέγραψαν την ως άνω επιστολήν(33)…» (σ. 608).
«Ο Σπηλιάδης γράφει, εκ πληροφοριών του Αγίου Όρους προφανώς, ότι μόλις εκηρύχθη εκεί η επανάστασις, οι ηγούμενοι επροθυμοποιήθησαν να νομισματοποιήσουν με τα μηχανήματα και τους ειδικούς τεχνίτας που είχαν εκεί, όλον τον χρυσόν και τον άργυρον των μονών, αλλ’ ό Παππάς τους ημπόδισεν(34)… Η αποτυχία εκείνη της Μακεδονίας βαρύνει εξ ολοκλήρου επί των Αγιορειτών(35). Και την επλήρωσαν τέλος και αυτοί οι ίδιοι, παρά τας ελπίδας και τας προσπάθειας των να εξευμενίσουν τον νικητήν»(36).
Βασδραβέλλης: «Ο Παππάς, μη θεωρών τερματισθέντα τον αγώνα της Χαλκιδικής δια της υποταγής της Κασσάνδρας, απεφάσισε να συνεχίση αυτόν και συνεκάλεσε πολεμικόν συμβούλιον εις το Αγ. Όρος(37)… Οι Αγιορείται, εν τω συνόλω σκεπτόμενοι πατριωτικώς, άμα τη εκρήξει της επαναστάσεως εις την Χαλκιδικήν, ετάχθησαν ενθουσιωδώς υπέρ του αγώνος … Μετά τα επελθόντα όμως ατυχήματα ήρχισαν να κάμπτωνται, και ηρνήθησαν εν πολλοίς την συμμετοχήν εις τα οικονομικά βάρη του αγώνος … Και τα τιμαλφέστερα ακόμη εκκλησιαστικά σκεύη έπρεπε να μεταβληθούν εις όπλα και πυρίτιδα δια την συντήρησιν του στρατοπέδου του Αγ. Όρους … Εάν επρόκειτο ν’ αποθάνη η Ελλάς, ποιος λόγος της διασώσεως των μοναστηρίων; Δεν υπήρχον μήπως αλλά μνημεία της αρχαίας δόξης;(38) Καθ’ ην δε εποχήν ο αρχιστράτηγος … κατέβαλλε πάσαν δυνατήν προσπάθειαν να ενισχύση και διατηρήση την εν Αγίω Όρει επανάστασιν … οι ηγούμενοι των περισσοτέρων μοναστηρίων, επιλαθόμενοι των βαρέων προς την πατρίδα καθηκόντων, υπέκυψαν εις την ψυχικήν αδυναμίαν, εδειλίασαν και εδέχθησαν να έλθουν εις κρύφιας διαπραγματεύσεις με τους απεσταλμένους του Εμπού Λουμπούτ πασά(39)… Έλληνες και ξένοι ιστορικοί κατηγόρησαν δριμύτατα την πράξιν ταύτην των Αγιορειτών, δια την οποίαν ματαίως ηρευνήσαμεν να εύρωμεν δικαιολογητικά τινά, ίνα ελαφρυνθή πως η δικαία αύτη κατηγορία(40)…»(41).
Ο ίδιος συγγραφέας και σε νεώτερο βιβλίο του, και παρά το ότι είχε φέρει στο φως νέα στοιχεία ο Μαμαλάκης, επαναλαμβάνει τις ίδιες θέσεις του. Θα σταθούμε μόνον σε μία αναφορά του σε ενδιαφέρον θέμα:
«Ο Παππάς παρ’ όλα τα ατυχήματα, δεν θεώρησε τον αγώνα τελειωμένο και αποφάσισε να εξακολουθήση τον πόλεμο στην χερσόνησο του Αγίου Όρους.
Εκεί η τοποθεσία είναι φυσικά οχυρή. Η παλαιά διώρυγα του Ξέρξη από το σημερινό χωριό Νέα Ρόδα έως την Τρυπητή, είχε καταχωσθή από χώματα, μα με μια ολιγοήμερη συστηματική εργασία μπορούσε να ανασκαφή(42) και τα νερά από την θάλασσα εισερχόμενα θα αποτελούσαν σοβαρό εμπόδιο για τους Τούρκους»(43).
Μπαμπάτσης: Αυτός γράφει μυθιστορηματικά την βιογραφία του Εμμ. Παππά, αλλά δεν μπορεί να αποφύγη ευκαίρως – ακαίρως τις επικρίσεις εναντίον των Αγιορειτών. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα, για να φανή ότι ο διασυρμός των μοναχών δεν αποτελεί παρελθόν, αλλά διαιωνίζεται από γενεάς εις γενεάν.
«…Δεν μπορώ άλλο να εμπιστεύομαι τους μοναχούς των άλλων μοναστηριών. Είναι πάντα πολύ απησχολημένοι κάνοντας πως σώζουν τον κόσμον» (σ. 154).
«Αρκετά μακριά σε ένα μοναστήρι του Αγ. Όρους αρκετοί φωτισμένοι πατέρες έδιναν εκείνη την ώρα στον Ρήγα Μάνθο(44) την εξουσιοδότηση να κινηθή ελεύθερα, χωρίς να δίνη λογαριασμό στον Εμμ. Παππά… Ήταν η πρώτη κίνηση ανυπακοής του Ρήγα… και η πρώτη των μοναχών επίδειξη αποστασίας» (σ. 165).
«Η είδηση πως ο αιμοσταγής Μεχμέτ Εμίν ξεκίνησε με τον στρατό του για την Χαλκιδική έκαμε τον άμαχο πληθυσμό να πανικοβληθή … Ο πανικός των πολιτών επηρέασε τους μοναχούς και τους ώθησε να διαπραγματεύωνται με τον πασά. Ταυτόχρονα εκδήλωσαν μια ανήκουστη αδιαφορία για τον αγώνα του Γένους, ενώ θα έπρεπε να πάρουν τα όπλα και να τρέξουν προς βοήθεια στην Κασσάνδρα(45) και στους υπερασπιστές της» (σ. 221).
«Ο Νικηφόρος έσφιξε τα χείλη και χαμήλωσε το βλέμμα. Δεν είχε τι να απαντήσει στον φίλο του. Μα πιο πολύ αισθανόταν ντροπή για τους μοναχούς του Αγίου Όρους… Αισθανόταν τέλος ντροπή για την αδυναμία που είχε να ορθώση το ανάστημά του, να κουρέψη τα μαλλιά του και τα γένια του μπροστά τους, φωνάζοντας γεμάτος αγανάκτηση: «Όταν συνηγορήτε με τον διάβολο και επιβάλλετε σε όλους τους μοναχούς το ίδιο, τι να τα κάνω τα ράσα και τον μοναχισμό!(46) Αφού τον σατανά υπηρετούμε και όχι τον Χριστό» (σ. 233)(47).
Αυτά επιλεκτικά για τις εκ κακοβουλίας ή αγνοίας κρίσεις για το Άγιον Όρος και τις ενέργειές του στην συγκεκριμένη κοσμογονική εποχή για την ανεξαρτησία και ανάσταση του Γένους.
Όμως οι εκ του μακρόθεν επικριτές αγνοούν τα εξής:
α. Το Άγιον Όρος δεν είναι μονοπρόσωπο, αλλά πολυπρόσωπο. Είναι μία ομόσπονδη κοινοπολιτεία, αποτελούμενη από είκοσι αυτοτελείς μονάδες, και οι οποιεσδήποτε αποφάσεις προέρχονται από την πλειοψηφία, χωρίς να υπάρχη τρόπος επιβολής, εκτός από την τυραννία. Είναι δε επόμενο να υπάρχουν διιστάμενες απόψεις και γι’ αυτά ακόμη τα ζωτικά θέματα, όπως αυτό της κηρύξεως της ελληνικής επαναστάσεως(48).
β. Δεν προηγήθηκε κάποια προετοιμασία των πνευμάτων, ούτε στους μοναχούς ούτε στους περίοικους. Η Φιλική Εταιρεία φαίνεται δεν ασχολήθηκε με τους εντός του Όρους μοναχούς. Κάποιοι που πιθανόν να είχαν μυηθή παρέμεναν στην Πόλη, στις παραδουνάβειες περιοχές, στην Ρωσσία και αλλού στο εξωτερικό. Και αν ακόμα επεχειρείτο μύηση, θα προσέκρουε στην ευαισθησία των μοναχών, οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν να ανεχθούν μία τελετουργία μυήσεως τεκτονικού τύπου, όπως αυτή καθωρίσθηκε από την Εταιρεία(49).
γ. Δεν υπήρχε κοινό ταμείο επαρκές για να σηκώση τα οικονομικά βάρη ενός πολέμου(50). Τα οικονομικά της Κοινότητας στηρίζονταν σε δύο μετόχια-μοναστήρια στην Βλαχία και Μολδαβία και στις καθορισμένες εισφορές των Μονών. Με την έκρηξη όμως της επαναστάσεως στην Μολδαβία-Βλαχία, τα μετόχια και τα εισοδήματά τους παρακρατήθηκαν από τους εντοπίους. Αλλά και στα μοναστήρια η κατάσταση δεν ήταν καλή. Τα περισσότερα ήταν ιδιόρρυθμα και τα χρήματα βρίσκονταν κυρίως στα θυλάκια των μοναχών και όχι στα ταμεία των Μονών. Τα έσοδα των Μονών προέρχονταν από μετόχια-μοναστήρια στις περιοχές της σημερινής Ρουμανίας, από τους ταξιδιώτες μοναχούς, από προσκυνητές, από γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες στα εκτός και εγγύς του Όρους μετόχια. Από αυτά, τα πρώτα είχαν την τύχη που είδαμε παραπάνω. Ο ταξιδιωτισμός και οι προσκυνητές, λόγω των γεγονότων, είχαν εκλείψει. Τα μετόχια πυρπολήθηκαν και δημεύθηκαν, οι δε παραγωγές τους διηρπάγησαν. Το μόνο που απέμενε ήταν ο δια ενεχυριασμού δανεισμός με υπέρογκα επιτόκια. Εκτός αυτού, μετά τις πρώτες αποτυχίες (Ρεντίνα, Βασιλικά), πολλοί μοναχοί, κελλιώτες και μοναστηριακοί, εγκατέλειψαν τον Άθωνα, παίρνοντας μαζί κειμήλια και τα όποια χρήματα.
δ. Ο οπλισμός του Όρους ήταν μικρής κλίμακος και ελλιπής, και χρησίμευε κυρίως για την θήρα άγριων ζώων, η δε πολεμική εμπειρία των κελλιωτών και σερδαρέων περιορίζονταν κυρίως σε αυτό το άθλημα. Τα μεγάλα κανόνια στους προμαχώνες και τους πύργους είχαν διακοσμητικό περισσότερο παρά πολεμικό χαρακτήρα(51).
Από αυτά φαίνεται ότι η επιλογή του Αγίου Όρους ως σημείου και τόπου ενάρξεως του αγώνα στην Μακεδονία δεν ήταν η κατάλληλη. Το Όρος δεν ήταν και δεν είναι αυτοσυντήρητο. Περίμενε από τα μετόχια την εισαγωγή των βασικών χρειωδών. Να θυμηθούμε ότι ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης, τρία χρόνια πριν ξεκινήση την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδος, προετοίμαζε το πέρασμά του από τις διάφορες περιοχές. Έφτιαχνε γέφυρες, άνοιγε δρόμους, δημιουργούσε διώρυγες, εξασφάλιζε το νερό, συγκέντρωνε σε αποθήκες τα πρώτης ανάγκης είδη διατροφής.
Στην περίπτωσή μας, όχι μόνον δεν προηγήθηκε κάποια προετοιμασία, έστω και με ένα προϊδεασμό των μοναχών, αλλά για να πειθαναγκασθούν να συμμετάσχουν στην εξέγερση, αποκλείσθηκαν πανταχόθεν από τα υδραιοσπετσιώτικα πειρατικά-πολεμικά (κατά περίπτωση) πλοία. Το γεγονός αναφέρει συνεσκιασμένα ο Διονύσιος Πύρρος: «…Οι Υδριωπετζιώται παραπλέοντες τα νερά του Άθωνος … εβίασαν τους καλογήρους, όσον τάχος να οπλισθώσι…»(52). Εναργέστερα όμως το αναφέρουν οι μοναχοί στην αίτησή τους προς τον Σουλτάνο για εκζήτηση χάριτος: «…έξαφνα έπεσε και εις ημάς τους άθλιους η απαραδειγμάτιστος κακία των ομογενών μας αποστατών, οι οποίοι περικλείοντές μας με τα πολεμικά τους άρμενα, δια θαλάσσης και δια ξηράς, μας εβίαζαν δυναστικώς δια να φανώμεν με εκείνους ομόφρονες…»(53).
Ένας ακόμη ηθικός εκβιασμός των Αγιορειτών για να συμμετάσχουν στην επανάσταση είναι η χάλκευση και κυκλοφορία πλαστού γράμματος του τσάρου προς τους μοναχούς, σύμφωνα με το οποίο στέλνει καράβια και στρατό για την προάσπιση του Άθωνος. Το γράμμα διαβάστηκε ενώπιον των μοναχών στις πύλες των Μονών υπό κωδωνοκρουσίαν και με τις ιαχές των ακουόντων «Ζήτω η ελευθερία», «Ζήτω ο βασιλεύς»(54). Αλλά και αυτή η ανεξέλεγκτη φήμη πως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προχωρεί νικηφόρος προς την βασιλεύουσα, θέρμανε τις διαθέσεις και εξήψε τα πνεύματα για ένα αποφασιστικό ξεκίνημα της επαναστάσεως στην Χαλκιδική(55). «…Αι φήμαι τότε του Υψηλάντου έτρεχον παντού, ως νικητού και τροπαιούχου …», όπως βεβαιώνει και ό Πύρρος(56).
Στην συνέχεια θα δούμε συνοπτικά δι’ ολίγων την συνεισφορά του Όρους στον αγώνα, τουλάχιστον στην πρώτη του φάση. Ο οπλισμός και τα πολεμοφόδια που έφερε, εάν έφερε, ο Παππάς ήταν ολίγα και ανεπαρκή(57). Οι μοναχοί, κυρίως κελλιώτες, και λαϊκοί εργαζόμενοι στον Τόπο είχαν προς χρήση τουφέκια και σπαθιά σκουριασμένα.
Η ρωσσική εσφιγμενίτικη διήγηση έτσι περιγράφει την κατάσταση: «…κάθε μοναστήρι έστελνε από 5,10 η 15 μοναχούς οπλισμένους με σκουριασμένα τουφέκια και μαχαίρια και εφοδιασμένους με λάβαρα αντί για πολεμικές σημαίες … από τα μοναστήρια εστάλησαν εκεί τα άσφαιρα κανόνια. Μπαρούτι και βλήματα δεν υπήρχαν και αντί για σιδερένια τέτοια πήραν από την θάλασσα στρογγυλές πέτρες και τις έστησαν σε σωρό … στο μοναστήρι μας (την Εσφιγμένου) έφτιαχναν φυσίγγια …»(58).
Στην συνέχεια παρατίθεται μία μικρή απογραφή εισφοράς μιας επιμέρους Μονής στο στρατόπεδο: «…Όσον τζεπχανέν (πολεμοφόδια) εδώσαμεν εις το ορδί (στρατόπεδο). 6 σεντούκια πλήρη φυσιγγίων ανά χίλια φυσίγγια έκαστον. Και δια της μοναστηριακής γαλέτας εις την Κασσάνδραν 1300 οκάδες μολύβι από χυτές πλάκες της εκκλησίας και άχυτον, δύο βαρέλια μπαρούτι από ογδοήκοντα οκάδες, δύο τόπια (κανόνια) του μοναστηριού μας οπού εστείλαμεν εις τον πόλεμον της Κασσάνδρας, δέκα τουφέκια εις το καράβι του καπετάν Αθανάση οπού εφύλαττε το Άγιον Όρος και δύο σπαθιά τω ιδίω δια την αυτήν υπόθεσιν…»(59).
Μεγάλο πρόβλημα δημιουργεί η έλλειψη πυρίτιδας. Προσπαθούν να κατασκευάσουν στις Καρυές με την βοήθεια του Πύρρου, αλλά υπάρχει έλλειψη της πρώτης ύλης (νίτρου, θείου). Στην επαναστατημένη νότια Ελλάδα λειτουργούν στην Δημητσάνα μπαρουτόμυλοι. Εξοικονομούν από λάφυρα εκπορθουμένων στρατοπέδων και πόλεων- κυρίως όμως από την συστηματική πειρατεία σε βάρος ευρωπαϊκών πλοίων η και από αγορές προπαντός από την Μάλτα. Στην Χαλκιδική δεν υπάρχουν παρόμοιες συνθήκες και μετά ο αγώνας έχει καταντήσει αμυντικός και οι δύο χερσόνησοι τελούν υπό καθεστώς πολιορκίας. Και η Κοινότητα και ο Παππάς προσπαθούν με αποστολές στα νησιά να αγοράσουν, αλλά όχι πάντοτε επιτυχώς.
Γίνεται ακόμη προσπάθεια για κατασκευή ξύλινων κανονιών(60). Ζητούνται και αποστέλλονται μοναχοί τοπτσίδες (γνώστες χειρισμού κανονιών)(61). Διατρέφουν τους κατά χιλιάδες καταφυγόντες στο Όρος επί πεντάμηνο! Μέχρι την Ζάκυνθο έφθασαν μικρά αγιορείτικα πλοία, ζητιανεύοντας βοήθεια για τους πεινασμένους περίοικους(62). Σε επιστολή της Κοινότητας προς τους Υδραίους αναφέρονται: «… κατέφυγον ενταυθοί άνδρες και γυναίκες και παιδία υπομάζια και έφθασαν και έως τους πρόποδας του κυρίου και δυσβάτου Άθωνος, ζητούντες με παθητικός φωνάς και ελεεινοτάτην κατάστασιν άρτους…»(63).
Μισθώνει η Κοινότης πλοία ψαριανά, υδραίικα, σκοπελίτικα, λήμνια, επί ρητώ μηνιαίω μισθώ και τροφοδοσία για προφύλαξη του Όρους και της Κασσάνδρας και από αποβάσεις και από χερσαίες εφοδούς. Συντηρούν το στρατόπεδο του Αγίου Όρους στον Πρόβλακα και στις Βίγλες (μισθοδοσία, τροφοδοσία, πολεμοφόδια). Αναζητείται και αποστέλλεται στον χώρο αμύνης μοναχός Αγιαννανίτης, που είχε διατελέσει στην υπηρεσία του Αλή πασά, και είχε γνώση διανοίξεως χαντακίων (ντάπιες)(64). Μοναχοί μετέχουν στις μάχες Ρεντίνας-Εγρί Μποζάκι- και μάλιστα πολλοί φονεύονται. Μεταξύ αυτών και ο αρχηγός των στρατευμένων μοναχών Ευθύμιος. Μοναχοί φονεύονται και στην άμυνα της Κασσάνδρας. Σώμα μοναχών (κελλιωτών) παραμένει έως τέλους στην φύλαξη των χερσαίων ορίων του Όρους. Ένας ακόμη «φόρος αίματος» που πλήρωσε ο Τόπος είναι η σύλληψη και εν συνεχεία η καρατόμηση 80 οικονόμων και διακονητών των μετοχίων με την κήρυξη της επανάστασης από τον διοικητή Θεσσαλονίκης Γιουσούφ μπέη.
Μία ακόμη, από απόγνωση, δραστηριότητα των μοναχών αποτελεί η προσπάθεια να στήσουν νομισματοκοπείο(65). Τούτο αναφέρεται στην εσφιγμενίτικη διήγηση, στην ιστορία του Σπηλιάδη και σε επιστολή του Νικηφόρου Ιβηρίτη προς τον Παππά: «…ο τουφεκτσής (τεχνίτης κατασκευής και επιδιορθώσεως όπλων) Γεώργιος Κουγιώκος (τον οποίον αποστέλλει) είναι επιτήδειος, ως επληροφορήθην και δια σκάλισμα καλουπίων περί μονέδων (διαφόρων νομισμάτων), όπου ενταύθα (εις το Όρος) καταγίνονται εις το να προφθασθούν εις τας ανάγκας των από χύσιμον ασημικών…»(66).
Ας δούμε όμως και το τέλος των επαναστατικών ενεργειών και τις τελευταίες σχέσεις Παππά και Αγίου Όρους, που αποτελούν και την αιχμή του δόρατος και το «σκάνδαλο» για τους διαφόρους ιστορικούς. Είναι αποδεκτό ότι «…δύο αντιβοηθούμενα στρατόπεδα συνεκρότησεν αφ’ εαυτής η Μακεδονική Ελλάς κατά τους ισθμούς του Άθωνος και της Κασσάνδρας…»(67). Είναι δε φυσικό ότι το Όρος έρριξε το βάρος βοήθειας και συμπαραστάσεως στο δικό του στρατόπεδο, χωρίς βέβαια να αρνήται την παροχή βοήθειας προς τον Παππά στην Κασσάνδρα, στο μέτρο και υπέρ το μέτρο του δυνατού(68).
Φαίνεται όμως πως το τελευταίο διάστημα ο αρχών Εμμανουήλ είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται από τους δικούς του παράγοντες. Ο Κασσανδρείας Ιγνάτιος είχε καταφύγει στην Μονή Ξενοφώντος και δια της βίας τον επανέφερε ο Παππάς στην επαρχία του. Ο Μαρωνείας Κωνστάντιος, πρωτεργάτης της επαναστάσεως και στήριγμα στην άμυνα της Κασσάνδρας, στις 12-10-1821 καταφεύγει στην Μονή Ξηροποτάμου. Ο Αινείτης πλοίαρχος καπετάν Βισβίζης, που μετέφερε τον Παππά στο Όρος και παρέμενε μαζί του όλο το διάστημα του αγώνα, απέπλευσε προς την νότια Ελλάδα.
Το κακό όμως προχώρησε ακόμη περισσότερο: «…Οι εντός της χερσονήσου (Κασσάνδρας) Έλληνες διηρέθησαν, διότι ο επάρατος αυτοχθονισμός είχε προχωρήσει επί τοσούτον, ώστε φθονήσαντες την υπεροχήν του τα πάντα θυσιάσαντος Εμμανουήλ Παππά, αφήρεσαν απ’ αυτού την αρχηγίαν και την παρεχώρησαν εις τινα εντόπιον, Γιαννιόν ονόματι· εκ τούτου δυσάρεστηθέντες οι ξένοι στρατιώται, οι και μάλλον εμπειροπόλεμοι, απεσύρθησαν…»(69).
Με το παράθεμα του ως άνω ιστορικού συμφωνεί και η βουλγαρική διήγηση: «…όλος ο απλός λαός μαζεύτηκε, πήγαν στον άρχοντά τους (Παππά) και του είπαν: «Κύριε Μανωλάκη, θέλουμε να παραδοθούμε στους Τούρκους και εσύ να πας στον τόπο σου, αν δεν θέλης να χάσης το κεφάλι σου». Ο άρχοντας ακούγοντας τέτοια λόγια απ’ αυτούς και βλέποντας ότι του μιλούν με εμπάθεια και κακία, αμέσως επιβιβάσθηκε σε τέσσερα πλοία και έφυγε στο Άγιον Όρος…»(70).
Από τα γεγονότα αυτά προκλήθηκε και ένα «έγγραφο αφοσιώσεως» προς τον Παππά των υπεροχικών προσώπων της χερσονήσου, που επικυρώνει ο Κασσανδρείας Ιγνάτιος στις 25-10-1821(71).
Η πτώση, αιχμαλωσία και καταστροφή της Κασσάνδρας είχε φοβερή απήχηση στο Άγιον Όρος, κατά το «ολολυζέτω πίτυς ότι πέπτωκε δρύς». Η βουλγαρική διήγηση έτσι περιγράφει την κατάσταση που επεκράτησε στο Όρος: «…Όταν οι μοναχοί έμαθαν τα συμβάντα, άρχισαν να θρηνούν και να οδύρωνται πικρά, κάποιοι πέθαναν από φόβο, άλλοι από την πείνα και άλλοι έθαψαν γρήγορα τους θησαυρούς των μοναστηριών στην γη, άλλοι άφησαν τα μοναστήρια τους έρημα και διέφυγαν με πλοία στον Μωριά. Τότε η σύγχυση και ο φόβος ήσαν τόσο μεγάλοι που είναι αδύνατον να περιγραφούν…»(72).
Στο κλίμα αυτό της αλλοφροσύνης και της θανάσιμης αγωνίας, έπρεπε να ληφθούν αποφάσεις σε μηδενικό χρόνο, και αποφάσεις που είχαν ζωτική σχέση με το άμεσο μέλλον του Άγιου Όρους(73). Ο Παππάς πιθανόν έφθασε στις Καρυές πριν την πτώση της Κασσάνδρας(74). Τουλάχιστον στις 7 Νοεμβρίου μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως ευρίσκετο στις Καρυές(75). Στις 9 Νοεμβρίου έφυγε από τις Καρυές, αδιακρίβωτο για που(76). Στις 11 Νοεμβρίου εξαπολύεται Εγκύκλιος της Συνάξεως για να συλληφθή ο Άρχοντας και προτροπή στους οπαδούς του να τον εγκαταλείψουν.
Επ’ αυτών έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Με τον Άρχοντα είχαν κάποιους λόγους να είναι πικραμένοι οι Αγιορείτες.
Διότι τους παρέσυρε με την βία και υποκλοπή της θελήσεως (ψευδεπίγραφη επιστολή τσάρου) σε έναν άνισο αγώνα, τον οποίο δεν μπορούσε και δεν μπόρεσε να φέρη σε αίσιο πέρας, με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή της Χαλκιδικής.
Διότι εξουδετέρωσε και εξετέλεσε τον «στρατηγό» της αγιορειτικής άμυνας στον Πρόβλακα Ρήγα.
Διότι κατά ένα μέρος κατέλυσε την αυτοτέλεια της κοινής Συνάξεως (Κοινότητας) με τον ορισμό του Νικηφόρου Ιβηρίτου ως εκπροσώπου του, με τον οποιον ώφειλε να συνεργάζεται και να αποφασίζη η Σύναξη(77).
Διότι δέσμευσε την παραγωγή των αγιορειτικών μετοχίων της Κασσάνδρας (στις υπόλοιπες περιοχές είχαν καεί και καταστραφεί) και έδιδε εν μέτρω σίτον και εν πολλοίς επί πληρωμή. Βεβαίως, εάν ήταν στις προθέσεις της Κοινότητας η σύλληψή του, θα μπορούσε να τον συλλάβη, αν και διεφαίνετο ο κίνδυνος μιας εμφύλιας σύρραξης, για τούτο και καλεί όσους τον ακολουθούν να τον εγκαταλείψουν, ώστε να αποδυναμωθή η αντιπαράθεση. Σκοπός της Κοινότητας είναι να αποδείξη την νομιμοφροσύνη της στις τουρκικές αρχές και κατά δεύτερο λόγο να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν γρηγορώτερα οι πρωταίτιοι της επαναστάσεως από το Όρος. Αυτό γίνεται φανερό από την επιστολή της Κοινότητος προς τον σουλτάνο: «…απεδιώξαμεν με οργήν μας μεγάλην και αγανάκτησιν τους διατρίβοντας εις τον τόπον εισέτι ολίγους εκ των κακούργων εκείνων αποστατών…»(78).
Μετά από τα εντεθέντα προκύπτουν κάποια ερωτήματα: Αφού στις 9 Νοεμβρίου ελήφθη η απόφαση υποταγής και ελευθερώθηκε ο Χασεκής, και την ημέρα αυτή και ο Άρχοντας και ο Νικηφόρος ευρίσκοντο στις Καρυές, γιατί δεν συνελήφθησαν επί τόπου, αλλά περίμεναν πρώτα να φύγουν και μετά να δοθή η εντολή συλλήψεώς τους; Είναι γνωστό ότι ο Νικηφόρος δεν έφυγε μαζί με τον Παππά, ούτε συνταξιδέυσαν προς την νότια Ελλάδα. Προς τι τότε η εντολή συλλήψεώς του μαζί με τον Παππά; Είναι γνωστό, όπως τεκμαίρεται από τα στοιχεία που παραθέτει ο Παχώμιος, ότι ο ηγούμενος της Εσφιγμένου Ευθύμιος ευρίσκετο όχι στην Μονή, αλλά στην νότια επαναστατημένη Ελλάδα. Τότε ποιόν θα συνελάμβαναν οι μοναχοί της Εσφιγμένου; Από αυτά προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι αυτή η αλληλογραφία αποτελεί ένα φιάσκο εξαπατήσεως του Χασεκή(79).
Έπειτα, η απόφαση υποταγής (9-11) δεν θεωρήθηκε οριστική, αφού και μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου είχε η Κοινότητα στην υπηρεσία της για άμυνα ένα πλοίο στην θαλάσσια περιοχή της Κομίτσας(80). Οι δε Μονές μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου ακόμη δίσταζαν για την «προσκύνηση»(81).
Ας αφήσουμε όμως την «μακράν του λόγου ερεσχελίαν». Σε μία έκρυθμη κατάσταση, όπως ο πόλεμος, είναι δυνατόν τα πάντα να συμβούν και τα γεγονότα κρίνονται μέσα από το πρίσμα και το πνεύμα της ταραγμένης εποχής και όχι με την νηφαλιότητα που προσφέρει η απόσταση από τα διαδραματισθέντα. Η οποιαδήποτε προσφορά του Όρους υπήρξε ανιδιοτελής. Στην επαναστατημένη Ελλάδα, και κατά την διάρκεια του ένοπλου αγώνα αλλά και μετά, δόθηκαν αποζημιώσεις και υλικές (χρήματα, παραχώρηση εθνικών γαιών, συντάξεις, βοηθήματα) και ηθικές (παραχώρηση πολιτικών αξιωμάτων). Το Όρος όμως σε ένα δεκαετή ανελέητο αγώνα επιβίωσης δεν είχε σχεδόν κανένα συμπαραστάτη. Ενώ η «πολεμική» αποζημίωση που αναγκάσθηκε να καταβάλη «…εκ του προχείρου εξικνείται εις τριάκοντα και τεσσαράκοντα μιλλιούνια (30-40.000.000), εκτός της όσης άλλης διαρπαγής, απογυμνώσεώς τε και καταδρομής επέφερον εις τον ιερόν τούτον τόπον οι εκ του Γένους λησταί, οίτινες το υστέρημα των οθωμανικών στρατευμάτων αυτοί ανεπλήρωσαν αφθονέστατα, επενεγκόντες την εσχάτην καταστροφήν τοις ιεροίς τούτοις μοναστηρίοις, γενόμενοι μάλιστα αίτιοι και της άχρι ταύτης διαμονής των στρατευμάτων…»(82).
Για μας τους επιγενομένους, η μεγαλύτερη προσφορά των τότε πατέρων είναι όχι η διάθεση υλικών μέσων προς υποστήριξη της επαναστάσεως, που και αυτό έγινε με το παραπάνω, αλλά το κατόρθωμα της διατηρήσεως των ιερών Μονών, με όσα εκ των κειμηλίων μπόρεσαν να διασωθούν. Βέβαια, οι οπαδοί της «Νομαρχίας»(83) θα προτιμούσαν οι Μονές του Αγίου Όρους να είχαν την κατάληξη του Αρκαδίου και του Κουγκίου, για να είχαν τελειώσει μια για πάντα με τους ενοχλητικούς καλογήρους.
Αν, ωστόσο, τα με συντομία προεκτεθέντα θεωρούνται ανεπαρκή για να τεκμηριώσουν την προσφορά του Όρους, ας θέσουν στην πλάστιγγα της προσφοράς οι αντιρρησίες το γεγονός της ολοκληρωτικής προσφοράς, εκατό χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, προς την εμπερίστατη και πάλι πατρίδα των εκτός της χερσονήσου μετοχίων των Μονών, ανερχομένων σε 1.000.000 περίπου στρέμματα, και, αφού υπολογίσουν, εάν μπορέσουν, την σημερινή τους αξία, ας υποδείξουν κάποιον άλλο φορέα η πρόσωπο που προσέφερε περισσότερα από το Άγιον Όρος στην γλυκειά μας πατρίδα.
(1) Συνηθισμένη κατηγορία στα επαναστατικά χρόνια για ηθική εξόντωση αντιπάλων.
(2) Έχει κάποιο δίκαιο ο εθνικός ιστορικός, γιατί τότε ακόμη δέν είχαν δει τό φως της δημοσιότητας
αρκετά για τήν περίπτωση στοιχεία. Ή θεοδικία όμως τήν οποία επικαλείται δείχνει μάλλον διάθεση χαιρεκακίας και όχι αμεροληψίας, πράγμα πού πρέπει νά διακατέχη ένα πού γράφει ιστορία.
(3) Η τουρκική φρουρά-στρατός κατοχής εισήλθε στο Άγιον Όρος τήν 25η Δεκεμβρίου σύμφωνα μέ ενθύμηση σέ χειρόγραφο της Μ.Δοχειαρίου.
(4) Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους, τόμ. Πέμπτος, έν Αθήναις 1887, σσ. 258-259.
(5) Σέ μία επανάσταση πού ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη για τον λόγο πού αναφέρει ο ιστορικός, τί νόημα έχουν οι υπερβολικές θυσίες σέ έμψυχο και άψυχο υλικό; Ή μήπως εκ των προτέρων υπήρξε κάποια συμφωνία να φέρη το Όρος τό βάρος τού πολέμου όλης της Χαλκιδικής και μετά ταύτα αθετήθηκε;
(6) Όταν ο Μπίνος μέ τούς πεντακοσίους Ολυμπίτες πολεμιστές εγκατέλειψε, στην πιο κρίσιμη στιγμή, το μέτωπο τής Κασσάνδρας, διενήργησε προδοσία, συγχωρητέα όμως· άλλ’ οι καλόγηροι δεν είχαν καμμία δικαιολογία να μη χρηματοδοτούν την άμυνα τής Κασσάνδρας, γιατί τού Όρους την χρηματοδοτούσαν το κατά δύναμιν και εκ τού περισσεύματος και έκ τού υστερήματος.
(7) Με τα στοιχεία πού δημοσιεύουν οι Αλέξανδρος και Μαμαλάκης προκύπτει ή μίσθωση πλοίων υπό τής Ι.Κοινότητος και με αδρή μάλιστα δαπάνη.
(8) Μετεμελήθησαν, ναί, και πικρώς μάλιστα. Όχι όμως διότι δέν εθυσίασαν τά πάντα γιά έναν αγώνα καταδικασμένο εκ των πραγμάτων και των προτέρων σέ αποτυχία, άλλα διότι ανεμείχθησαν σέ μία ιστορία πού δεν τούς ανήκε.
(9) Ή αναβίβαση του αριθμού των μοναχών σέ τέτοιο ύψος και των κοσμικών δεν προέρχεται εξ αδαημοσύνης, αλλ’ εκ διαθέσεως συκοφαντήσεως των μοναχών. Τέτοια στρατιά εξ εικοσακισχιλίων πολεμιστών δεν συγκροτήθηκε σέ κανένα σημείο τής επαναστατημένης Ελλάδος· μόνον το Άγιον Όρος θα μπορούσε και έπρεπε να την συγκροτήση!
(10) Το Όρος ούτε ευλογεί ούτε καταράται, αλλά εξίσου μακαρίζει και αυτούς πού συνέβαλαν στήν αποκατάσταση τής ελευθερίας τού Γένους και αυτούς πού δαπανήθηκαν για την διάσωση τής ιδιαίτερης πατρίδας τους, τού Αγίου δηλονότι Όρους.
(11) Ιωάννου Φιλήμονος, Δοκίμιον ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 186061, τόμ. Γ’ και Δ’).
(12) Ο Μικρορώσσος Μπάρσκι πού επισκέφθηκε τα μοναστήρια τού Αγίου Όρους το 1745 αυτά γράφει για τα πολυθρύλητα κανόνια τής Λαύρας: «.. Στους δύο αυτούς πύργους υπάρχουν μικρά κανόνια, πού ιταλικά ονομάζονται πριέρι, τα οποία πρέπει να υπάρχουν σέ όλα τα αγιορείτικα μοναστήρια από τότε πού δημιουργήθηκαν από τούς κτίτορες… Τώρα δεν χρησιμοποιούν αυτά τα όπλα οι μοναχοί, παρά μόνον όταν αποδίδουν τιμές σέ κάποιο επιφανές πρόσωπο· επίσης όταν φιλοξενούν κάποιον διάσημο ευγενή ξένο ή προσκυνητή, είτε όταν γίνεται τελετή υποδοχής ενός απεσταλμένου από την Σύναξη μοναχού πού επιστρέφει με ελεημοσύνες (όπως π.χ. τα σημερινά κανόνια στον Λυκαβηττό τής Αθήνας)…»(Β.Μπάρσκι, Τα ταξίδια του στο Άγιον Όρος, Αγιορείτική Εστία, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 224-225).
(13) Γιά τον διπλής προελεύσεως «αφανισμόν» θα αναφερθούμε πιο κάτω.
(14) Μεταμελήθηκαν οί τότε Αγιορείτες, αλλά δεν είναι δυνατόν νά διευκρινισθή εάν μεταμελή- θηκαν για την υποταγή ή για την άκαιρη και άκαρπη συμμετοχή.
(15) Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Β’, έν Λονδίνω 1861, σσ. 170-171.
(16) Εάν αυτά τα «κακοποιά στοιχεία» μετενόησαν, είναι πράγμα καλό και ευάρεστο στον Θεό. Θα κρίνη όμως τοιουτοτρόπως ενθυμούμενος προφανώς τούς δυτικούς μοναχούς των σταυροφοριών και των Ιερών Εξετάσεων.
(17) Στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν υπήρχε καμμία θεολογική έριδα στο Άγιον Όρος. Αυτή ή περί των κολλύβων είχε πλέον αποσοβηθή.
(18) Πικρή ειρωνεία του συγγραφέα για το άβατο τού Αγίου Όρους, το οποίο παρ’ όλα αυτά φιλοξένησε 5000 γυναικόπαιδα επί όσο χρόνο διατηρήθηκε ή επανάσταση στην Χαλκιδική (Ιούνιος-Νοέμβριος).
(19) Στην υποσημείωση 12 είδαμε για τί ήταν κατάλληλα τα πυροβόλα τής Λαύρας. Αλλ’ ο σκοπός είναι ή συκοφάντηση των μοναχών.
(20) F.G.H.POUQUEVILLE, Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως … μεταφρασθείσα υπό Ι.Ν. Ζαφειροπούλου, εν Αθήναις 1890, τόμ. Τρίτος, σσ. 40-41.
(21) Αυτός ο δυστυχής πραγματικά διερράγη και πού ακόμη να είχαν συλλάβει τον Παππά. Για αυτήν όμως την υπόθεση θα μιλήσουμε πιο κάτω.
(22) Χαραλάμπους Καρμίτση Αχριδηνού, Μακεδονικά, εν «Χρυσσαλίς», τόμ. Δ’, 30 Σεπτεμβρίου 1866, Φυλλάδιον 90, σσ. 429-431.
(23) Δεν προκύπτει από πουθενά ότι ο Παππας, μετά την «αναχώρησή» του από το μέτωπο τής Κασσάνδρας (πριν αυτή καταληφθή) μετέβαινε στα νησιά και την νότια Ελλάδα για εκζήτηση βοήθειας για να συνέχιση τον αγώνα. Αυτές οι ιστορίες αποτελούν μυθοπλασίες των ιστοριογράφων.
(24) Για το θέμα τής συλλήψεως του Παππά και του Νικηφόρου θα αναφερθούμε πιο κάτω.
(25) Γερασίμου Σμυρνάκη, Τό Άγιον Όρος, εν Αθήναις 1903, σ. 179, Επανέκδοση «Πανσέληνος», Καρυές Αγίου Όρους 1988.
(26) Αυτό το νούμερο του πλήθους των μοναχών το παραθέτει αυθαίρετα πρώτος ο Φιλήμων και άκριτα το επαναλαμβάνει και ο Κόκκινος. Μια μικρή ιδέα, άλλ’ όχι και απόλυτα ακριβή, δίνει κατάστιχο τής Κοινότητος του 1821, πού αναβιβάζει τον αριθμό των μοναχών (μοναστηριακών, Σκητιωτών, κελλιωτών και ασκητών) σέ 2980, χωρίς να υπολογίζονται αυτοί πού σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών και αυτοί πού είχαν ήδη αναχωρήσει για την νησιωτική και νότια Ελλάδα (βλ. Αλεξάνδρου Λαυριώτου, Έγγραφα τής Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως 1821-1832, Αθήναι 1966, σ. 58).
(27) Για να λάβει ο αμερόληπτος αναγνώστης μιά εικόνα περί του συσσωρευμένου χρυσού και αργύρου, παραθέτουμε απόσπασμα από μία ενθύμηση σέ χειρόγραφο «.. αναγκάσθημεν από τούς αδελφούς του μοναστηριού από τον ολοτελή αφανισμόν όπου μάς επανέβη από τούς αγαρηνούς παλαίοντας νύκτα και ημέρα εις τα ανυπόφορα εκείνα έξοδα και μεγάλα δοσίματα των εξωτερικών φορολόγων, να ευγούμεν εις τον κόσμον να συνάξωμεν ολίγον ή πολύ, ό,τι φωτίσει ο Θεός τούς χριστιανούς… Όθεν βλέποντας και εγώ την ελεεινήν εκείνην φθοράν του μοναστηριού… όπου εκατέβαζαν τα ευμορφώτατα εκείνα κανδήλια και τα αναλυούσαν με δάκρυα αναρίθμητα, επόνεσεν η ψυχή μου… Αυξέντιος Κεφαλληνιαίος 1777» (βλ. αρχικό παράφυλλο 197 χργφ. Κωδικός Ι.Μ.Δοχειαρίου). Δεν αρνούμεθα ότι ελάχιστα μοναστήρια είχαν κάποιον πλούτο σέ κειμήλια και κάποια χρηματική άνεση, τα περισσότερα όμως είχαν δυσκολίες.
(28) Μεγάλη ή προσπάθεια του βραβευμένου συγγραφέα να απόδειξη την ύπαρξη θησαυρών και πλούτου και την υποχρέωση των Μονών να τον διαθέσουν υπέρ του αγώνα. Αλλά αναρωτιόμαστε· σέ όλη την Μακεδονία και την Χαλκιδική όλοι ήταν «υπέρου γυμνώτεροι» και μόνον οι μοναχοί ήταν κάτοχοι τοσούτου πλούτου;
(29) Είναι γνωστό και πανθομολογούμενο ότι ή επανάσταση στην Χαλκιδική, υπό τις συνθήκες πού εκδηλώθηκε και εξελίχθηκε, ήταν καταδικασμένη σέ αποτυχία και κυρίως από έλλειψη πολεμικού αρχηγού.
(30) Βέβαια ή περίθαλψη του άμαχου πληθυσμού τής Χαλκιδικής επί πεντάμηνο, η φιλοξενία, η διατροφή του στρατοπέδου στον Πρόβλακα και πόσα άλλα, δεν θεωρούνται προσφορά από τον συγγραφέα!
(31) Αλλοίμονο στους δυστυχείς Αγιορείτες καλογήρους από τον αμείλικτο κριτή, διότι μόνον αυτοί από ολόκληρο τό Γένος φάνηκαν ριψάσπιδες! .
(32) Εκτός από τον ρωμαιοκαθολικό POUQUEVILL, από πού αλλού αρύεται τα στοιχεία ο συγγραφέας, ότι πολλοί από τούς μοναχούς υπήρξαν φυγόδικοι και πρώην ληστές;
(33) Στο σημείο αυτό είναι προφανές ότι εξέχεε και εξήμεσε όλο τον ιό πού είχε μέσα του εναντίον των Αγιορειτών καλογήρων.
(34) Η πληροφορία του Σπηλιάδη (βλ. Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τόμ. Α’, Αθήνησιν 1851, σ. 158) περί προσπάθειας συστάσεως νομισματοκοπείου (για παραχάραξη προφανώς του κυκλοφορούντος νομίσματος) ελέγχεται ακριβής και από μία διήγηση του μοναχού Βενιαμίν Εσφιγμενίτου, πού την διασώζει ο Ουσπένσκι (βλ. Πορφυρίου Ουσπένσκι, Η πρώτη περιήγηση στις Μονές και Σκήτες του Άθω το έτος 1846. Τμήμα δεύτερο, μέρος πρώτο, Κίεβο 1877, σσ. 498-502. Το κείμενο στα ρωσσικά).
(35) Βαρεία κατηγορία και αναπόδεικτη. Τα εκδοθέντα στοιχεία διαφορετικά παριστάνουν την υπόθεση. Από άλλους λόγους χάθηκε και έσβησε η επανάσταση τής Μακεδονίας, πού έχουν επισημανθεί ήδη, αλλά δεν προβάλλονται γιατί θίγουν ολίγον το «μακεδονικόν γόητρον».
(36) Διονυσίου Α. Κοκκίνου, Η ελληνική επανάστασις, έκτη έκδοσις, τόμος πρώτος, σσ. 589-609.
(37) Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δημοσιευθέντα στοιχεία, δεν προκύπτει από πουθενά ή σύγκληση συμβουλίου και η απόφαση συνεχίσεως τού αγώνα.
(38) Λησμόνησε μάλλον ο συγγραφέας ότι οι Μονές του Όρους υπήρχαν αιώνες πριν την έκρηξη τής ελληνικής επαναστάσεως και θα συνεχίσουν να υπάρχουν παράλληλα με τα άλλα μνημεία, οποιαδήποτε και εάν είναι ή μελλοντική τύχη τής Ελλάδος.
(39) Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν φανερές μετά την πτώση τής Κασσάνδρας και μετά το σβήσιμο κάθε ελπίδας για την ευόδωση του αγώνα.
(40) Είναι επόμενο να μη βρίσκη δικαιολογία, αφού διέπεται από το ίδιο πνεύμα.
(41) Ι.Κ.Βασδραβέλλη, Οι Μακεδόνες εις τούς υπέρ τής Ανεξαρτησίας αγώνας 1796-1832, Έκδοσις Δευτέρα, Θεσσαλονίκη 1950, σσ. 94-98.
(42) Είναι να απορή και να θαυμάζη κανείς με την προκατάληψη του κατά τα άλλα αξιόλογου ιστορικού τής Μακεδονίας. Μα δεν διάβασε ποτέ τον Ηρόδοτο, να ιδή πώς σκάφθηκε η διώρυγα από τον Ξέρξη (480 π.Χ.); Επί τρία χρόνια δούλευαν ακαταπαύστως, υπό το μαστίγιον, εναλλασ- σόμενοι Πέρσες στρατιώτες και περίοικοι υπό εξειδικευμένους στις εργασίες αυτές Φοίνικες, με επόπτη – επιστάτη τον Αρταχαίη, και οι καλόγηροι θα έπρεπε μέσα σέ λίγες μέρες να σκάψουν την διώρυγα και να εισέλθει μέσα η θάλασσα, ώστε να γίνη εμπόδιο στην προέλαση των Τούρκων! (βλ. Ηροδότου, βιβλίον 2, Πολύμνια, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 117-121, ω 223).
(43) Ι.Κ.Βασδραβέλλη, Ο αγώνας του 1821 στην Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 65.
(44) Ή υπόθεση «Ρήγα» αποτελεί μια θλιβερή και μαύρη σελίδα στην ιστορία τής επαναστάσεως, η οποία βαρύνει το πολεμικό μητρώο του Παππά. Κάποιοι ιστορικοί προσπάθησαν να απαλύνουν το γεγονός, άλλ’ ή αλήθεια είναι πώς ένας αρκετά εμπειροπόλεμος στρατιωτικός χάθηκε χωρίς σπουδαίο λόγο.
(45) Θα αγνοή προφανώς ο μυθιστοριογράφος ότι ταυτόχρονα με την Κασσάνδρα υπήρχαν και στο μέτωπο του Αγίου Όρους συμπλοκές. Οι Τούρκοι ως «λύκοι ωρυόμενοι», σύμφωνα με έγγραφο τής Κοινότητος, επετίθεντο στην αμυντική γραμμή του Πρόβλακα, για να μπορέσουν να εισέλθουν στο Όρος. Ποιος λοιπόν αφήνει τον δικό του νεκρό, προκειμένου να κλάψη του γείτονα;
(46) Ακραία έκφραση αγανάκτησης από τον κατά τα άλλα συμπαθή και φιλαγιορείτη συγγραφέα. Οι λέξεις πού βάζει στο στόμα του Νικηφόρου είναι πολύ βαρειές. Δεν καταρρακώνουμε τούς άλλους, για να αναδείξουμε τον δικό μας σκιαγραφούμενο ηρώα. Τις δύσκολες στιγμές τις αντι- παρερχόμαστε με περίσκεψη και σεβασμό.
(47) Στέλιου Πετ. Μπαμπάτση, Ο άρχοντας Εμμανουήλ, χωρίς χρονολογία και τόπο εκδόσεως, αλλά πάντως τής τελευταίας εικοσαετίας.
(48) Ακόμη και σημαίνοντες παράγοντες τής πολιτικής και στρατιωτικής σφαίρας δεν συμφωνούσαν με το χρονικό σημείο κηρύξεως τής επαναστάσεως (π.χ. Κοραής, Καποδίστριας κ.ά.). Ο Κοραής αυτοβιογραφούμενος αναφέρει: «…ότι συνέβη παρά καιρόν (ή επανάσταση) εφάνη από την … αφρονεστάτην πολλών πολιτευομένων εις τήν Ελλάδα διαγωγήν, ήτις έδωκεν αφορμήν εις τόσην αίματος αθώου χύσιν … Αν το γένος είχε και κυβερνήτας στολισμένους με παιδείαν (και ήθελε τούς έχειν εξάπαντος, αν η επανάστασις συνέβαινε τριάκοντα χρόνους αργότερα) έμελλε και την επανάστασιν να κάμη με πλειοτέραν πρόνοιαν, και εις τούς αλλογενείς να εμπνεύση σέβας …» (βλ. Αδαμάντιου Κοραή, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, Αθήνα 1984, σ. κθ).
(49) «.. Η Φιλική Εταιρεία, συνδεομένη με τις αρχές του τεκτονισμού, ως μυστική συνωμοτική οργάνωση ανέλαβε την ιδεολογική προπαρασκευή τής επανάστασης και την στράτευση και την συσπείρωση μελών γύρω από αυτόν τον στόχο…» (Σοφία Καρύμπαλη-Κυριαζή, Τα έσοδα από τούς εξωγενείς παράγοντες ως πηγές ενδυνάμωσης του Αγώνα τής Ανεξαρτησίας. Τα οικονομικά του Αγώνα και η επίτευξη και η αναγνώριση τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας, Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, Πρακτικά Θ’ Συνεδρίου, Αθήνα 2021, σ. 133).
(50) Τα βάρη του πολέμου συνίσταντο σέ έξοδα-αγορά οπλισμού, πολεμοφοδίων, σίτιση στρατευμάτων και μισθοδοσία αυτού, περίθαλψη πληγέντων από τα πολεμικά γεγονότα. Για να λάβη κανείς μια μικρή ιδέα της μισθοδοσίας (λουφέδες) στην επαναστατημένη νότια Ελλάδα, αναφέρουμε: «…Μηνιαίως οι στρατιωτικοί μισθοί είχαν ως εξής: στρατιώτης 20 γρόσια, δέκαρχος 25, εικοσιπένταρχος 30, σημαιοφόρος 50, πεντηκόνταρχος 55, εκατόνταρχος 100, ταξίαρχος 150,… και ούτω καθεξής» (βλ. Ν. Τόμπρος-Ν. Κανελλόπουλος, Σιτίζοντας και μισθοδοτώντας τα ένοπλα σώματα, Τα οικονομικά του Αγώνα, ένθ’ άνωτ., σ. 52). Τέλος, σέ ένα προϋπολογισμό τής προσωρινής κυβερνήσεως του 1823 για 51.000 στρατιώτες, για σίτιση-μισθοδοσία προϋπελογίζετο δαπάνη 2.044.000 και άλλες 400.000 ο πολεμικός εξοπλισμός (Ν. Τόμπρος-Ν. Κανελλόπουλος, ένθ’ άνωτ. σ. 63).
(51) Ο Νικηφόρος Ιβηρίτης, επιτετραμμένος του Παππά στο Άγιον Όρος, σέ αναφορά του προς αυτόν στις 10-9-1821 αναφέρει για την οικτρή κατάσταση των κανονιών της Λαύρας και του Βατοπεδίου, τα οποία είναι σπασμένα, κολλημένα και άχρηστα. Μόνον στην Διονυσίου βρήκε δύο καλά, από τα οποία όμως μόνον το ένα μπόρεσε να κατεβάση και να αποστείλει στο στρατόπεδο τής Κασσάνδρας (βλ. Αποστ. Βακαλοπούλου, Εμμανουήλ Παππάς· αρχηγός και υπερασπιστής τής Μακεδονίας. Η ιστορία και το αρχείο τής οικογένειας του, Θεσσαλονίκη 1981, No 56, σ. 144). Βλ. και ύποσημ. 12 του παρόντος.
(52) Περιήγησις ιστορική και βιογραφία, Διονυσίου Πύρρου, εν Αθήναις 1848, σ. 100.
(53) Ιωάννου Π. Μαμαλάκη. Νέα στοιχεία σχετικά με την επανάστασιν της Χαλκιδικής το 1821 (Δ.Ι.Ε.Ε., τόμ 14ος, σ. 539). Μία απλοϊκή και αφελής διήγηση του γεγονότος αυτού περιλαμβάνεται σέ μία βουλγαρική διήγηση για τα γεγονότα του 1821 στο Άγιον Όρος των μοναχών Νικηφόρου και Ιεροθέου: «..Οι Έλληνες μαθαίνοντας την δολοφονία του πατριάρχη, θύμωσαν… και κατάκτησαν με τα πλοία τους όλη την θάλασσα της Ελλάδας… Έφθασαν και μέχρι το Άγιον Όρος με πλοία διά θαλάσσης περικυκλώνοντας το Όρος. Οι δε ανυποψίαστοι μοναχοί δεν ήξεραν τίποτα για το πράγμα αυτό. Αλλά οι Έλληνες πού ήσαν στα πλοία έστειλαν μία επιστολή στη μοναστική Σύναξη τής Κοινότητας, γράφοντας τα εξής: «Άγιοι Πατέρες, σάς παρακαλούμε, εξεγερθείτε και εσείς εις βοήθειάν μας, επειδή εμείς έχουμε γραπτή άδεια από τον τσάρο Αλέξανδρο Πάβλοβιτς να συγκεντρώσουμε στρατό και μέχρι σήμερα έχουμε καταλάβει όλα τα νησιά και ολόκληρη η θάλασσα είναι δική μας». Η μοναχική Σύναξη τούς απάντησε γραπτώς τα εξής: «Δεν μπορούμε να επαναστατήσουμε εναντίον των Αγαρηνών, επειδή είμαστε αδύναμοι και ούτε έχουμε τέτοιο στρατό πού θα μπορούσε να αντισταθή και να πάρη μέρος σέ μάχη…» (βλ. Τ. KRASTANOV, From the History of the Athonite Monasteries in 1821, Bulgarian Historical Review 22,2 (1994) 90-100). To κείμενο παρατίθεται μεταφρασμένο από τα βουλγαρικά και ετοιμάζεται έκδοσή του στην νεοελληνική.
(54) Βλ. Διήγηση μοναχού Βενιαμίν Εσφιγμενίτου, ουκρανικής καταγωγής από την πόλη Χάρκοβο, πού εγκαταβίωνε στην Μονή από το 1812 και έζησε τα γεγονότα του 1821 ως αυτόπτης μάρτυρας. Την διήγηση διασώζει και εκδίδει ο Ουσπένσκι (Πορφυρίου Ουσπένσκι, Η πρώτη περιήγηση στις Μονές και στις Σκήτες του Άθω το έτος 1846, Κίεβο 1887, Τμήμα δεύτερον, Μέρος πρώτο, σσ. 498-502).
(55) Το Χρονικό τής Ορμύλιας αναφέρεται ως εξής:«.. με το να μας έλεγον ότι έρχεται ο Μόσκο- βος, κατά πρώτην φοράν, εφοβήθησαν οι Τούρκοι και ενεδυναμώθημεν ημείς αφ’ ου δε είδαμεν ότι όσα μάς έλεγον ήταν ψεύματα, εφοβηθήκαμε και εδειλιάσαμε…» (Χαράλ. Κ. Παπαστάθης, Το Χρονικό τής Ορμύλιας, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 31).
(56) Διονυσίου Πύρρου, Περιήγησις…, σ. 100.
(57) Διατηρούμε μία αμφιβολία για την ποσότητα των πολεμοφοδίων, επειδή πριν καλά αρχίσουν οι εχθροπραξίες, και πριν την μάχη τής Ρεντίνας, ζητούν επειγόντως οι εκστρατεύοντες από την Ιερά Κοινότητα την αποστολή τουλάχιστον εκατόν οκάδων πυρίτιδας «.. .Ο Μακεδονικός στρατός προβαίνει νικητής … αναχαιτίζεται όμως η γενναία του ορμή … εκ της ελλείψεως τού μπαρουτιού…» (βλ. Γερασίμου Σμυρνάκη, Το Άγιον Όρος, εκδόσεις Πανσέληνος, Άγιον Όρος 1903, επανέκδοση 1988, σ. 174).
(58) Πορφυρίου Ουσπένσκι, ένθ’ άνωτ., σ. 499.
(59) Γέροντος Παχωμίου Εσφιγμενίτου, Αι προς το δούλον Ελληνικόν Έθνος υπηρεσίαι τής εν Αγίω Όρει Μονής τού Εσφιγμένου κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν…, χειρόγραφο σέ φωτοτυπική παραγωγή δημοσιευόμενο στο βιβλίο, Ο Άρχοντας Εμμανουήλ, υπό τού Στέλιου Πετ. Μπαμπάτση, χωρίς χρονολογία.
(60) Ένα ξύλινο με σιδερένια στεφάνια κανόνι είδε και ο Κασιμούλης στην άμυνα της Κασσάνδρας, με χειριστή ένα μοναχό (βλ. Νικολάου Κασιμούλη, Ενθυμήματα στρατιωτικά, Αθήναι 1940, σ. 149).
(61) Τοπτσίδες μοναχοί αποστέλλονται στην Κασσάνδρα από τις Μονές Αγίου Παύλου και Παντοκράτορας, μαζί με το μεγάλο κανόνι από την Διονυσίου. Με το πλοίο πού μεταφέρει το κανόνι (10-9-1821) αποστέλλονται και 5021 οκάδες μολύβι (βλ. Επιστολή Νικηφόρου Ιβηρίτου προς Παππά, στο Βακαλοπούλου, Εμμανουήλ Παππάς…, No 56, σ. 144).
(62) «… Προ ενός μηνός (αρχές Αυγούστου 1821) είχε φθάσει εις την Ζάκυνθον μικρόν πλοίον … προερχόμενον από το Άγιον Όρος, με πλήρωμα ολίγους μοναχούς. Ήρχοντο εις την Επτάνησον διά αν επικαλεσθούν την βοήθειαν των ομογενών των … υπέρ των πληθυσμών πού είχαν καταφύγει εις το Άγιον Όρος διά να σωθούν από την αγριότητα τών Τούρκων. Μόλις απεβιβάσθησαν, ωδη- γήθησαν αμέσως προ των Αγγλικών Αρχών τού λιμένος και ερωτήθησαν διατί ήλθον. -Πενήντα χιλιάδες χριστιανοί, απάντησαν οι μοναχοί, έχουν καταφύγει εις τα μοναστήριά μας. Έχουν μείνει χωρίς τρόφιμα, χωρίς ψωμί… θα χαθούν αν δεν τούς βοηθήση κανείς … Οι Άγγλοι εχλεύασαν τον πόνον τους και τούς έδιωξαν…»(Διον. Κοκκίνου, Ιστορία τής επαναστάσεως, τόμ. 2, σ. 246).
(63) Άποστ. Βακαλοπούλου, ένθ’ άνωτ., No 32, σ. 95.
(64) Βλ. επιστολή Κοινότητος προς Λαύραν, έν Αλεξάνδρου Λαυριώτου, Έγγραφα τού Αγίου Όρους της μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως 1821-1832, τόμ. Δ’, Αθήναι 1966, σ. 49.
(65) Βλ. και υποσημ. 42 του παρόντος.
(66) Αποστ. Βακαλοπούλου, ’Εμμανουήλ Παππάς…, No 53, σ. 150.
(67) Βλ. Γράμμα πληρεξουσίων Μακεδονίας προς Κυβερνήτην διά συμπερίληψιν και αυτής εις τον εθνικόν κορμόν, στο Δ. Κοκκίνου, Η ελληνική επανάστασις, τόμ. 6, σ. 563.
(68) Οι επίτροποι τής Κασσάνδρας αναγνωρίζουν δι’ επιστολής των προς την Κοινότητα την προς αυτούς βοήθεια του Όρους: «…Να μάς προφθάσετε ζαχερέν με το αζημίωτόν σας το ελάχιστον έως πεντακόσια μουτζούρια (μονάδα μετρήσεως σιτηρών πού ισοδυναμούσε με 50 οκάδες), καθώς πολλάκις εβοηθήσατε ημίν εν λόγω και έργοις και εις άλλα χρειώδη και επάναγκες πράγματα. .. 14-10-21» (βλ. Ί. Μαμαλάκη, Νέα στοιχεία…, σ. 524).
(69) Λάμπρου Κουτσονίκα, Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2002, τόμ. 1, σ. 152.
(70) KRASTANOV, ένθ’ άνωτ.
(71) Βλ. Μαμαλάκη, Νέα στοιχεία…, σ. 527.
(72) KRASTANOV, ένθ’ άνωτ.
(73) Η ολοσφράγιστη απόφαση αναγνωρίσεως και πάλιν τής οθωμανικής κυριαρχίας ελήφθη την 9-11 -1821 και την υπογράφουν και σφραγίζουν όλα τα μοναστήρια (βλ. Αλεξάνδρου Λαυριώτου, Έγγραφα Αγίου Όρους τής Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως 1821-1832, Αθήναι 1966, σσ. 53-54).
(74) Επικρατεί ασυμφωνία και σύγχυση για την ημερομηνία τής πτώσεως. Σέ ενθύμηση χειρογράφου τής Λαύρας αναφέρεται: «.. .Νοεμβρίου 29 παρεδόθη η Κασσάνδρα. Δεκεμβρίου 11 πήγαν οι Αγιορείται εις προσκύνησιν του Πασά εις ένα χωρίον λεγόμενον Άγιος Μάμας…»(Άλεξ. Λαυριώτου, ένθ’ άνωτ. σ. 55). Ή βουλγαρική διήγηση λέγει: «…Τότε οι Τούρκοι μπήκαν στο νησί τής Κασσάνδρας τήν όγδοη ημέρα του Νοεμβρίου…»(KRASTANOV, ένθ’ άνωτ.). Ο Βασδραβέλλης υποστηρίζει ότι η άλωση της Κασσάνδρας συνετελέσθη τήν 14η Νοεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, στηριζόμενος σέ επιστολή του Εμίν Λουμπούτ Πασά (βλ. Ι.Κ.Βασδραβέλλη, Οι Μακεδόνες εις τούς υπέρ Ανεξαρτησίας αγώνας 1796-1832, Θεσσαλονίκη 1950, σ. 92). Ο Μαμαλάκης βάσιμα υποστηρίζει ότι η έφοδος των Τούρκων και η εκπόρθηση έγιναν την 31-10-1821 (βλ. Ιωάννου Π. Μαμαλάκη, Η επανάσταση στην Χαλκιδική το 1821. Ή συμμετοχή των Αγιορειτών και ο ρόλος του Εμμ. Παππά, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 94, ύποσημ. 307).
(75) Απαντητική επιστολή Ιακώβου Βατοπεδινού προς Παππά (8-11-1821). Ο Ιάκωβος είναι ιατρός και προφανώς για ιατρικούς λόγους τον καλούσε ο Παππάς στις Καρυές, άλλ’ αυτός για λόγους υγείας αδυνατεί να ανέλθη (βλ. Αποστόλου Βακαλοπούλου, Εμμανουήλ Παππάς, Αρχηγός και υπερασπιστής τής Μακεδονίας. Η ιστορία και το αρχείο τής οικογένειας του, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 179).
(76) Την ημερομηνία αυτή, 9 Νοεμβρίου, ελήφθη η απόφαση υποταγής. Ελευθερώνεται ο Χασεκής, ο οποίος και γράφει επιστολή στην Εσφιγμένου για παράδοση του Παππά και του Νικηφόρου Ιβηρίτου.
(77) «.. αφίνομεν τον ημέτερον κυρ Νικηφόρον αν παρευρίσκεται αυτόσε διά πάντα, ώστε να δι- ενεργώνται αι του κοινού υποθέσεις διά τής πανοσιολογιότητός του, ως επέχοντος τον ημέτερον τόπον … Όθεν και υμείς άπαντες κοινώς κατά χρέος να τον υπακούητε, και να διενεργήτε πάν ό,τι κοινοφελές και συμφέρον τη αποφάσει τής πανοσιολογιότητός του, χωρίς να δύνασθε να αποφασίζητε το παρά μικρόν άνευ τής γνώμης του…»(Επιστολή Παππά προς Κοινότητα 29-8-1821, σέ Ί. Μαμαλάκη, Νέα στοιχεία…, σ. 497).
(78) Ι. Μαμαλάκη, Νέα στοιχεία…, σ. 540. Εάν εσκόπευαν να τούς συλλάβουν, δεν θα παρέλειπαν να αναφέρουν στην αίτησή τους τα εξής περίπου: «τούς οποίους και προσεπαθήσαμεν νά βάλω μεν εις χείρας και παραδώσωμεν τη εξουσία προς παραδειγματικήν τιμωρίαν των».
(79) Τα δύο επίμαχα γράμματα πού υπήρξε και η κυρία αιτία κατηγορίας των Αγιορειτών δεν υπάρχουν στον φάκελλο του Παππά. Τα παραθέτει ο Φιλήμων. Για την γνησιότητά τους όμως διατηρούμε μία μικρή επιφύλαξη. Και τούτο γιατί ο Φίνλεϋ, στην ιστορία του για την επανάσταση, προσάπτει σ’ αυτόν την κατηγορία πλαστογραφήσεως εγγράφων (βλ. Φίνλεϋ, Ιστορία τής ελληνικής επαναστάσεως, τόμ. Α’, 1861). Κατηγορία πού δεν προσπάθησε να ανασκευάσει ο Φιλήμων, παρ’ όλο πού έλαβε γνώση αυτής.«.. Γνωστόν δε είναι ότι ο Φίνλεϋ ουδένα των μετασχόντων του ελληνικού αγώνος άφησεν άψεκτον … προσβάλλει ως πλαστά και πολλά των επισήμων έγγραφων των δημοσιευθέντων υπό του Φιλήμονος· απορούμεν δε πώς ούτος (ο Φιλήμων) έχων ανά χείρας τα πρωτότυπα, ηνέχθη άχρι τούδε την ύβριν ταύτην…»(Γούδα Αναστασίου, Βίοι παράλληλοι των επί τής Αναγεννήσεως τής Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Αθήναι 1870, τόμ. Β’, σ. 374).
(80) Βλ. Μαμαλάκη, Νέα στοιχεία…, σ. 534.
(81) Βλ. Μαμαλάκη, Νέα στοιχεία…, σ. 532.
(82) Στεφάνου Παπαδοπούλου, Έγγραφα του Αρχείου Καποδίστρια, αναφερόμενα στην ιστορία του Αγίου Όρους κατά την επανάσταση του 1821, Μακεδονικά 10 (1970), σ. 178 (πρόκειται για απόσπασμα επιστολής τής Μονής του Αγίου Παύλου προς τον Κυβερνήτη).
(83) Ελληνική Νομαρχία, ήτοι λόγος περί ελευθερίας. Συντεθείς και εκδοθείς ιδίοις αναλώμασι προς ωφέλειαν των Ελλήνων, παρά ανωνύμου Έλληνος. Εν Ιταλία 1806. Είναι βιβλίο πού διέπεται από τις αρχές της γαλλικής επαναστάσεως και του διαφωτισμού, με έντονο αντικληρικό πνεύμα. Απευθυνόμενος ο συγγραφέας στον πατριάρχη, λέγει:«.. κατεδάφισαν όλα τα μοναστήρια διά να ολιγοστεύσης τα βάρη του λαού … ή τέλος πάντων αν παντάπασι δεν ημπορέσης να τα εξαλείψης, σμίκρυνε καν το αριθμόν των, και την αναίσχυντον και βάρβαρον κατάχρησιν όπου οι καλόγηροι των μοναστηρίων έκαμαν…»(Τα αποσπάσματα από την κατ’ εκλογήν δημοσίευση του κειμένου στο Κωνσταντίνου Ν. Σάθα, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήνησι 1809, σ. 649).
Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Χαλκιδικής
Η ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Επετειακός τόμος για τα 200 χρόνια
από την Ελληνική Επανάσταση 1821-2021
Θεσσαλονίκη 2022
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ