ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
ΑΓΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου
Σε ορισμένους μεγάλους ασκητές η Εκκλησία μας έδωσε τον τίτλο του μεγάλου, διότι, με την ξεχωριστή βιωτή τους, έγιναν τα πρότυπα του μοναχισμού. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Ευθύμιος ο Μέγας, αληθινά μεγάλος ασκητής και άγιος της Εκκλησίας μας.
Καταγόταν από την Μελιτηνή της Αρμενίας και γεννήθηκε στα 377, στα χρόνια του αυτοκράτορα Γρατιανού (375-383) από ευσεβείς γονείς, τον Παύλο και την Διονυσία. Ήταν άτεκνοι και απέκτησαν παιδί, ύστερα από θερμές προσευχές, το οποίο αφιέρωσαν στο Θεό. Το ονόμασαν Ευθύμιο, από την ευθυμία, που ένοιωσαν με τη γέννησή του. Εμβολίασαν το νεαρό βλαστάρι τους με την πίστη στο Θεό και του δίδαξαν την ενάρετη ζωή. Αλλά και ο ίδιος υπήρξε κυριολεκτικά από κοιλίας μητρός αγιασμένος και καλεσμένος από το Θεό να Τον δοξάσει με την αγία ζωή του. Από μικρό παιδί σύχναζε στην εκκλησία, άκουγε με προσοχή τα ιερά γράμματα και δοξολογούσε ασταμάτητα το Θεό. Αυτό έκανε και σε όλη τη ζωή του, ανέπεμπε αέναη δοξολογία στο Θεό.
Σε ηλικία τριών ετών πέθανε ο πατέρας του και η χήρα μητέρα του τον παρέδωσε στον ευσεβή επίσκοπο Μελιτηνής Ευτρώιο για να τον αναθρέψει και να τον μεγαλώσει. Μαζί με τους αναγνώστες Ακάκιο και Συνόδιο, που έγιναν αργότερα Επίσκοποι Μελιτηνής, τον εκπαίδευσε, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και τον κατέστησε έξαρχο των Ιερών Μονών της περιοχής του.
Στα 406, όντας 29 ετών αποφάσισε να πάει στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τους αγίους Τόπους, που πάτησε και έζησε ο Σωτήρας Χριστός. Παράλληλα θέλησε να γνωρίσει τους φημισμένους αγίους ασκητές της Παλαιστίνης και να ωφεληθεί πνευματικά από αυτούς. Αφού περιπλανήθηκε αρκετά κατέληξε σε ένα σπήλαιο της Λαύρας Φαράν, όπου εγκαταστάθηκε με έναν άλλο φημισμένο ασκητή, τον Θεόκτιστο. Εκεί έζησε πέντε χρόνια, με τέλεια ακτημοσύνη, ασκούμενος στην αρετή και στην αγιότητα και εργαζόμενος, πλέκοντας ψάθες για την συντήρησή του.
Κατόπιν φύγανε οι δύο ασκητές και εγκαταστάθηκαν κοντά σε ένα ξεροπόταμο, στην περιοχή, που σήμερα ονομάζεται Ουάντι Δαμπόρ, σε απόκρημνο σπήλαιο. Εκεί, με συνεχή προσευχή, νηστεία, αγρυπνία και ποταμούς δακρύων, ο Ευθύμιος καθάρθηκε και έφτασε σε μεγάλη ύψη αγιότητας. Η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη την ευρύτερη περιοχή και έτσι πλήθος ανθρώπων έτρεχαν να πάρουν την ευλογία του και να τον συμβουλευτούν. Πολλοί έμειναν μαζί του και αποτέλεσαν μια ευλογημένη αδελφότητα, σε ένα πρότυπο κοινόβιο, το πρώτο που ιδρύθηκε στην Παλαιστίνη, με ηγούμενο τον Ευθύμιο, ο οποίος σύνταξε αυστηρούς κανόνες, ζητώντας από τους μοναχούς να τους εφαρμόσουν αν ήθελαν να προκόψουν πνευματικά. Όμως κάποιοι από τους μοναχούς, αδυνατούσαν να εφαρμόσουν αυτή την αυστηρότητα και αποφάσισαν να φύγουν, προς μεγάλη λύπη του ηγουμένου και των άλλων μοναχών.
Όσοι έμειναν μαζί του γεύονταν τους πνευματικούς καρπούς από την καθοδήγηση του Ευθυμίου. Με πατρικό φρόνημα τους νουθετούσε και τους καθοδηγούσε στον προσωπικό τους αγώνα. Αλλά ευτύχησαν να γίνουν μάρτυρες άπειρων θαυμάτων, που επιτελούσε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Κάποτε με ελάχιστους άρτους χόρτασε περισσότερους από τετρακόσιους ανθρώπους, οι οποίοι έτυχε να τον επισκεφτούν στη Μονή του. Συχνά προσευχόταν και αποκτούσαν παιδιά στείρες γυναίκες. Άνοιγε συχνά τις πύλες του ουρανού και έβρεχε, σε καιρούς ανομβρίας και έτσι η γη έδινε πλούσιους τους καρπούς της σε ανθρώπους και ζώα.
Ένα από τα μεγαλύτερα θαύματά του ήταν η ίαση ενός παράλυτου παιδιού κάποιου Άραβα φύλαρχου, το οποίο ονομαζόταν Τερέβωνας. Ο πατέρας του
Ασπέβετος είχε ξοδέψει ολόκληρη την περιουσία του στους ονομαστούς γιατρούς της περιοχής, αλλά το παιδί του δεν έβρισκε γιατρειά. Ένα βράδυ το άρρωστο παιδί είδε στον ύπνο του έναν μοναχό, ο οποίος του είπε: «Εγώ είμαι ο Ευθύμιος, που κάθομαι στην έρημο, δέκα μίλια ανατολικά της Ιερουσαλήμ, μέσα στο ξεροπόταμο που είναι νότια από το δρόμο που πηγαίνει στην Ιεριχώ. Αν θέλεις να θεραπευθείς, έλα σε μένα κι ὁ Θεός θα σε γιατρέψει». Το παιδί διηγήθηκε το όνειρο στον πατέρα του και εκείνος το πήγε, με την πολυπληθή συνοδεία του, στη Μονή του αγίου. Με θερμή προσευχή ο Ευθύμιος κατόρθωσε να θεραπεύσει το παιδί. Ο άραβας φύλαρχος και η συνοδεία του, ζήτησαν να κατηχηθούν και να βαπτιστούν επί τόπου, μεγάλο γεγονός για τον εκχριστιανισμό της αραβικής χερσονήσου.
Κάποτε ένα ευλαβής μοναχός, ονόματι Δομετιανός, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, είδε να κατεβαίνει από τον ουρανό εκτυφλωτικό φως και να σκεπάζει τον άγιο Ευθύμιο, ο οποίος ιερουργούσε στο Ιερό Θυσιαστήριο, φανερώνοντας με αυτόν τον θαυμαστό τρόπο την αγιότητά του ο Θεός.
Η αγιότητα του Ευθυμίου συνετέλεσε τα μέγιστα για την μεταστροφή πολλών αιρετικών στη σώζουσα αληθινή ορθόδοξη πίστη, καθ’ ότι, στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν κοινότητες αιρετικών Μανιχαίων, Νεστοριανών και Ευτυχιανών, οι οποίοι απέρριπταν την Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικές Συνόδους. Ακούγοντας τα κηρύγματα του αγίου Ευθυμίου και αισθανόμενοι την αγιότητά του, εγκατέλειπαν τις πλάνες τους και επέστρεφαν στην Ορθοδοξία. Μάλιστα η φήμη του Ευθυμίου έφτασε και ως τα αυτοκρατορικά ανάκτορα. Κατόρθωσε να συναντήσει την αυτοκράτειρα Ευδοκία, η οποία είχε παρασυρθεί στην αίρεση του μονοφυσιτισμού. Μετά από μακρό και πειστικό διάλογο μαζί της, και χάρις στην αγιότητά του, την μετέστρεψε και αυτή στην ορθόδοξη πίστη.
Γράφηκαν πάρα πολλά για τον όσιο βίο του. Η φήμη του έφτασε σε όλο τον κόσμο και μάλιστα του προσδόθηκε ο χαρακτηρισμός: «μέγας φωστήρας και ήλιος της ερήμου». Η Εκκλησία του προσέδωσε τον τίτλο του Μεγάλου, διότι όντως υπήρξε μια μεγάλη ασκητική και αγία προσωπικότητα. Έφυγε από τα εγκόσμια, σε ηλικία 97 ετών, στις 20 Ιανουαρίου του 473, ημέρα Σάββατο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου και λογίζεται ως ένας από τους κορυφαίους δασκάλους και καθοδηγητές του ορθοδόξου μοναχικού ιδεώδους.
Ο άγιος Ευθύμιος και η θαυμαστή χειρουργία
Στην πόλη των Βηταγαβααίων (δώδεκα μίλια από τη Γάζα) ζούσε κάποιος που λεγόταν Ρωμανός και είχε αδελφό έναν ευλαβέστατο ιερέα στη μονή του αγίου Ευθυμίου, τον Αχθάβιο. Ο Ρωμανός όμως ζούσε με μαλθακότητα και χαλαρότητα, εντελώς αντίθετα από τον αδελφό του.
Κάποιος φθόνησε τον Ρωμανό για την περιουσία του και παραμόνευε με κακουργία και προσπαθούσε να την αρπάξει. Επειδή όμως δεν πέτυχε τον σκοπό του, το κεντρί του φθόνου κέντησε σφοδρότερα την καρδιά του. Πήγε λοιπόν στην Ελευθερούπολη και ζήτησε τη βοήθεια ενός μάγου, δίνοντάς του πολλά χρήματα ο άθλιος για να βλάψει τον συνάνθρωπό του, και εκείνος έκανε τα μαγικά που ήξερε.
Ο Ρωμανός, καθώς δεν γνώριζε τίποτε από όσα γίνονταν, βρισκόταν στο χωράφι, χωρίς διόλου να φυλάγεται από τις εναντίον του κακουργίες. Το σώμα του λοιπόν καταλήφθηκε από νάρκη, επειδή ο Θεός, για να κόψει την πολλή του ραθυμία και να επαναφέρει την ψυχή του στη φιλοπονία, επέτρεψε να τον καταβάλουν για λίγο τα τεχνάσματα του πονηρού. Τον μετέφεραν τότε στο σπίτι του, όπου στη συνέχεια το κακό επιδεινώθηκε και αυτός κείτονταν πάσχοντας από υδρωπικία· οι γιατροί τον απέλπισαν εντελώς, και οι συγγενείς και οι φίλοι κάθονταν γύρω του κλαίγοντας για το τέλος του και τον αποχωρισμό.
Σε τέτοια λοιπόν βαρύτατη κατάσταση όντας εκείνος και περιμένοντας πλέον τον θάνατο, σήκωσε μετά βίας το βλέμμα του, όσο μόνο για να δει αμυδρά, και ζήτησε από τους παρόντες να φύγουν για λίγο. Όταν τον άφησαν μόνο στην ησυχία, στράφηκε προς τον τοίχο, όπως κάποτε ο μέγας Εζεκίας (Δ’ Βασ. 20:2), και προσευχήθηκε στον Θεό με συντριβή καρδιάς λέγοντας τα εξής: «Θεέ των δυνάμεων, εσύ που είπες· “Όταν μετανοήσεις και στενάξεις, τότε θα σωθείς” (Ησ. 30:15), εσύ ρίξε το βλέμμα σου σ’ εμένα και λύτρωσέ με από αυτή την ανάγκη και τη συμφορά που με έχει κυριεύσει». Στο μεταξύ του ήρθε στον νου να επικαλεστεί για το πάθος του και τον μέγα Ευθύμιο, και του ζητούσε να μεσιτεύσει προς τον Θεό και ευχόταν μέσω αυτού να γίνει καλά.
Στη συνέχεια ήρθε σαν σε έκσταση και είδε να παρουσιάζεται κάποιος ασπρομάλλης με στολή μοναχού και να του λέει: «Τι θέλεις να σου κάνω;» Αυτός, νιώθοντας και φόβο και χαρά, τον ρώτησε: «Ποιος είσαι εσύ, δέσποτα;» «Ο Ευθύμιος», απάντησε εκείνος, «που εσύ ο ίδιος με κάλεσες πριν από λίγο. Καθόλου μη δειλιάσεις από την παρουσία μου. Ας δω όμως από τι πάσχεις και ποιο μέρος του σώματός σου υποφέρει».
Ο άρρωστος έδειξε την κοιλιά του, και ο άγιος ένωσε τα δάχτυλά του ίσια και με αυτά σαν με μαχαίρι έκοψε την εξογκωμένη εκείνη κοιλιά ώστε να βγει και να χυθεί το υγρό της αρρώστιας. Έβγαλε κατόπιν από την κοιλιά κάτι σαν πέταλο φτιαγμένο από κασσίτερο που είχε μερικά σημάδια και το έβαλε σε ένα τραπέζι για να το δει ο άρρωστος. Έπειτα ένωσε με το χέρι του την τομή, την εξαφάνισε κάνοντας το μέρος ακέραιο και υγιές, και του είπε όλα όσα συνέβησαν, ότι δηλαδή κάποιος του φθόνησε την περιουσία και πλήρωσε μάγο, ο οποίος κάλεσε τους δαίμονες. Και πρόσθεσε: «Οι πανουργίες του εχθρού δεν θα σε είχαν καταβάλει έτσι, αν εσύ ο ίδιος δεν του έδινες τις λαβές. Βλέπεις δηλαδή πόσος καιρός πέρασε που ούτε στην εκκλησία σκέφτηκες να πας, ούτε να προσέλθεις στα άχραντα μυστήρια, αλλά ζούσες με αμέλεια χωρίς να φροντίζεις για την ψυχή σου. Καθώς λοιπόν ο Θεός σού έδειξε το έλεός του, πρόσεχε από εδώ και πέρα τον εαυτό σου και καθόλου πλέον να μην αμελείς τη σωτηρία σου».
Ο Ρωμανός, όταν τα άκουσε αυτά, σηκώθηκε αμέσως υγιής, καθώς ο όγκος της κοιλιάς του είχε πλέον εξαφανιστεί. Κάλεσε τότε τους δικούς του και τους διηγήθηκε την επίσκεψη του αγίου και την παράδοξη εκείνη τομή με τα δάχτυλα, και όλη γενικά την οπτασία. Και από τότε και στο εξής, την ημέρα της θαυματουργίας, έκανε κάθε χρόνο μεγάλη γιορτή ως απόδοση ευγνωμοσύνης στον άγιο.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Δ’, Υπόθεση ΛΔ’ (34). Εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 322.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Εὐφραίνου ἔρημος ἡ σὺ τίκτουσα, εὐθύμησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι ἐπλήθυνέ σοι τέκνα, ἀνήρ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος, εὐσεβείᾳ φυτεύσας, ἐγκρατείᾳ ἐκθρέψας, εἰς ἀρετῶν τελειότητα. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, εἰρήνευσον τήν ζωήν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Ἐν τῇ σεπτῇ γεννήσει σου, χαράν ἡ κτίσις εὕρατο· καί ἐν τῇ θείᾳ μνήμῃ σου Ὅσιε, τήν εὐθυμίαν ἔλαβε τῶν πολλῶν σου θαυμάτων· ἐξ ὧν παράσχου πλουσίως ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, καί ἀποκάθαρον ἁμαρτημάτων κηλίδας, ὅπως ψάλλωμεν, Ἀλληλούϊα.