Μητρ. Ναυπάκτου Ιερόθεος Σ. Βλάχος
ΑΓΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΔΕΣΣΗΣ
Το χρονικό της ασθένειάς του
Στην προσπάθεια να καταγράψω τα γεγονότα της ασθενείας του θα προσπαθήσω να είμαι κατά το δυνατόν σύντομος για να επεκταθώ περισσότερο στο δεύτερο μέρος αυτών των σημειώσεων.
Από πολύ καιρό αισθανόταν ο αοίδιμος μια σωματική αδυναμία, μια κατάπτωση δυνάμεων. Τόσο από εκείνον όσο και από μας αποδόθηκε στην υπερβολική εργασία την οποία εξασκούσε. Δεν επιθυμούσε πολύ να κάνη γενικές εξετάσεις, αλλά και μια φορά που έγιναν δεν αποδείχθηκε τίποτε. Δυο – τρεις φορές είχε λιποθυμικές τάσεις, μια κατά την διάρκεια Όρθρου, οπότε δεν συνέχισε την θεία Λειτουργία, μια άλλη κατά την διάρκεια του Εσπερινού και μια τρίτη μέσα στο δωμάτιό του. Ο ίδιος δεν έδινε μεγάλη σημασία σ’ αυτές, αλλά όπως εκ των υστέρων φάνηκε οφειλόταν στην ανάπτυξη του όγκου στην κεφαλή του.
Μερικές μέρες πριν από τα Χριστούγεννα είχαμε τις πρώτες οργανικές εμφανείς εκδηλώσεις. Το αριστερό του χέρι έχασε την δύναμη. Αυτό το καταλάβαινε όταν προσπαθούσε να σηκώση κάτι. Στην αρχή δεν ανησύχησε πολύ. Αλλά όσο περνούσε ο καιρός τόσο και του δημιουργούσε διάφορες υποψίες. Πέρασε τις εορτές των Χριστουγέννων σ’ αυτήν την κατάσταση. Μάλιστα κατά την θεία Λειτουργία της Πρώτης του έτους με δυσκολία κρατούσε την πατερίτσα. Διασώζεται φωτογραφία από την Λιτανεία προς το Κιουπρί, την ημέρα των Θεοφανείων για την κατάδυση του Τιμίου Σταυρού, στην οποία φαίνεται καθαρά ότι το χέρι του πονούσε. Τα γράφω όλα αυτά για να υπογραμμίσω το γεγονός ότι δεν είχε ανησυχήσει πολύ. Τα αντιμετώπιζε όλα με χριστιανική ηρεμία.
Μετά τις εορτές συμβουλεύθηκε ιατρό ο οποίος εξέφρασε υποψίες για ψύξη. Έκανε μια εβδομάδα σχετική θεραπεία χωρίς αποτέλεσμα, οπότε τον έστειλε σε νευρολόγο για να εξετασθή. Ο τελευταίος σχεδόν κατάλαβε περί τίνος πρόκειται και συνεβούλευσε να γίνη αξονική τομογραφία.
Την Παρασκευή 20 Ιανουαρίου μεταβήκαμε στην Θεσσαλονίκη για την εξέταση. Εκείνος με τον π. Δαμιανό Μυλωνάκη (Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο) ανέβηκε στο ιατρείο, ενώ ο γράφων μαζί με τον οδηγό του αυτοκινήτου της Ιεράς Μητροπόλεως κ. Δημοσθένη Παπαντωνίου πήγαμε για διάφορες υποθέσεις. Όταν επιστρέψαμε τους είδαμε να περιμένουν έξω από το ιατρείο, κάτω στο πεζοδρόμιο. Μόλις εισήλθαμε στο αυτοκίνητο ο π. Δαμιανός έγραψε σε μια εφημερίδα την οποία κρατούσε την λέξη όγκος. Αμέσως σχεδόν κατάλαβα όλη την περιπέτεια η οποία θα ακολουθούσε. Ο π. Δαμιανός μου διηγήθηκε αργότερα ότι τον ρωτούσε συνέχεια ο Σεβασμιώτατος:
—Πάτερ Δαμιανέ τι κατάλαβες εσύ; Αν κατάλαβες κάτι να μου το πης γιατί εμείς οι Κληρικοί πρέπει να ξέρουμε την κατάσταση για να προετοιμαζώμαστε.
—Σεβασμιώτατε, απάντησε, κι’ αν ακόμη συμβαίνη τίποτε πιστεύω ότι εσείς είσθε έτοιμος.
—Άλλο έτοιμος, άλλο πανέτοιμος.
Μόλις φθάσαμε στην Έδεσσα δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. Πήγα στο δωμάτιό μου και ξέσπασα σε κλάμα, γιατί, όπως προανέφερα, κατάλαβα σχεδόν εκείνη την ώρα την συνέχεια της υποθέσεως.
Το βράδυ χωρίς εκείνος να αντιληφθή τίποτε τηλεφωνήσαμε στον αδελφό του, τον Αρεοπαγίτη στην Αθήνα κ. Αθανάσιο Πούλο, καθώς επίσης και στον Αρχιμ. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, στενό του φίλο και συνεννοηθήκαμε για το πως θα τον πείσουμε να κατεβή στην Αθήνα και εν συνεχεία στο Λονδίνο για την επέμβαση.
Το Σάββατο το πρωί λειτούργησα στην ιερά Μονή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού Μεσημεριού Εδέσσης βουτηγμένος στους λυγμούς και στο κλάμα.
Μετά την θεία Λειτουργία βγάλαμε εισιτήριο για την μετάβασή του στην Αθήνα κατόπιν επιμονής του αδελφού του. Ο ίδιος ήθελε να αργοπορήση γιατί έπρεπε την Δευτέρα να λύση διάφορες υπηρεσιακές υποθέσεις. Φυσικά νόμιζε ότι θα μεταβή στην Αθήνα για γενικές εξετάσεις και τίποτε περισσότερο. Προσπάθησα να τον πείσω ότι έπρεπε να μεταβούμε στο Λονδίνο και ότι έπρεπε να μου αφήση μια εξουσιοδότηση να βγάλω το διαβατήριό του. Υπέκυψε προ της επιμονής μου.
Την Κυριακή το πρωί λειτούργησε στην Κερασιά Εδέσσης σύμφωνα με το πρόγραμμά του. Πήγα μαζί του μήπως συμβεί τίποτε και έτσι αξιώθηκα να συλλειτουργήσω μαζί του, για τελευταία φορά, όπως τελικά αποδείχθηκε. Θυμάμαι πως κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας τον παρακολουθούσα για να δω πως είναι με τα άμφιά του για τελευταία φορά. Φυσικά δεν χρησιμοποίησε πατερίτσα και με μεγάλη δυσκολία μπόρεσε να χρησιμοποιήση δικεροτρίκερα. Το κήρυγμα εκείνη την ημέρα ήταν προφητικό, αποκαλυπτικό. Γιατί μίλησε περί τυφλώσεως πνευματικής. Μεταξύ των άλλων είπε ότι δεν ενδιαφέρει να έχουμε το φως των οφθαλμών, αλλά το φως της ψυχής και πως, ας είμαστε τυφλοί στο σώμα αρκεί να έχουμε το φως του Θεού μέσα στην ψυχή μας, να έχουμε μάτια πνευματικά.
Μετά την θεία Λειτουργία κατεβήκαμε στην Έδεσσα. Με κάλεσε στο δωμάτιό του για να ετοιμάσουμε την βαλίτσα. Περιττόν να λεχθή ότι εγώ ήμουν συντετριμμένος, με την βία μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Πιστεύω από διάφορα περιστατικά ότι και ο ίδιος συνέλαβε την κρισιμότητα της καταστάσεώς του και μου έλεγε ότι πιθανόν να μη ξαναγυρίση στην Έδεσσα. Μας άφησε τις 50.000 δρχ., που είχε επάνω του, τμήμα του μισθού του μηνός Ιανουαρίου που είχε πάρει πριν από ημέρες και που ήταν η μοναδική του περιουσία! Με σχετικό σημείωμα άφηνε εντολή πως αν πεθάνη να κατατεθούν στο Γενικό φιλόπτωχο ταμείο της Ιεράς Μητροπόλεως.
Το Μεσημέρι της Κυριακής 22 Ιανουαρίου ταξιδεύαμε για την Θεσσαλονίκη προκειμένου να επιβιβασθή στο αεροπλάνο και να μεταβή στην Αθήνα. Στο δρόμο, περίπου στο Ριζάρι, έλεγα εσωτερικά: «Σεβασμιώτατε, βλέπετε για τελευταία φορά την Μητρόπολή Σας». Δεν ξέρω πως, αλλά ήμουν βέβαιος για την έκβαση της υποθέσεως. Και εκείνος από την ώρα εκείνη είχε στηριγμένο το πρόσωπό του προς το μαρτύριό του. Πιστεύω ότι συνέβαινε ό,τι με τον Κύριο ο Οποίος «εστήριξε το πρόσωπον αυτού του πορεύεσθαι εις Ιερουσαλήμ» (Λουκ. θ’ 51). Αυτό θα φανή πιο κάτω ακόμη καλύτερα. Μέσα στο αυτοκίνητο του υπενθύμισα τον χωρισμό του Αποστόλου Παύλου από το Ποίμνιό του και εκείνος επανέλαβε την συνέχεια του περιστατικού «ησυχάσαμεν ειπόντες· το θέλημα του Κυρίου γινέσθω» (Πράξ. κα’ 14).
Την Δευτέρα το πρωί έγιναν οι γενικές και ειδικές εξετάσεις. Επιβεβαιώθηκαν οι ίδιες διαπιστώσεις της Θεσσαλονίκης. Τώρα όμως μάθαινε καθαρά και ο ίδιος ακριβώς τι έχει και ότι χρειάζεται να μεταβή προς θεραπείαν στο Λονδίνο. Εγώ φρόντισα να εκδοθή το διαβατήριό του και το συνάλλαγμα των 50.000 δρχ., τα μοναδικά χρήματα που είχε. Σημειωτέον ότι το τουριστικό συνάλλαγμα ήταν αξίας 52.000 δρχ. Δεν είχε άλλα χρήματα και τα έξοδα ανέλαβεν ο αδελφός του ο Αρεοπαγίτης.
Με τα όσα του είπαν οι γιατροί των Αθηνών κατάλαβε και ο ίδιος πλήρως την κρισιμότητα της καταστάσεως. Γι’ αυτό την Δευτέρα το απόγευμα την 23ην Ιανουάριου υπαγόρευσε την Διαθήκη του σε Συμβολαιογράφο των Αθηνών. Σημειωτέον ότι είχε πάντοτε κατά νουν να συντάξη την διαθήκη του και ήξερε καλά τι ήθελε να περιλαμβάνη.
Την Τρίτη το πρωί εξομολογήθηκε σε γνωστό του Αρχιμανδρίτη αφού ο πνευματικός του είχε κοιμηθή. Την ίδια μέρα κατέβηκα στην Αθήνα για να τον συνοδεύσω στην Αγγλία για την χειρουργική επέμβαση. Όταν ανέβηκα στο σπίτι της αδελφής του, όπου έμενε, με περίμενε στην εξωτερική θύρα του διαμερίσματος και η πρώτη σχεδόν φράση που μου είπε ήταν: «Σήμερα έκανα ένα μπάνιο». Εννοούσε την γενική εξομολόγηση της ζωής του που έκανε το πρωί εκείνης της ημέρας. Έτσι ήταν έτοιμος για να πορευθή στο μαρτύριο.
Την Τετάρτη το πρωί με παρεκάλεσε να κάνουμε μαζί προσευχή. Πράγματι κάναμε μέρος της ακολουθίας του Όρθρου. Εν συνεχεία με παρεκάλεσε να κάνουμε μαζί αγιογραφική μελέτη. Άνοιξα την Καινή Διαθήκη και η προσοχή μου έπεσε στην προς Φιλιππησίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου στο πρώτο κεφάλαιο στίχος 21-24. Έλεγε ο Απόστολος: «Εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος, ει δε το ζην εν σαρκί τούτο μοι καρπός έργου, και τι αιρήσομαι ου γνωρίζω, συνέχομαι δε εκ των δύο, την επιθυμίαν έχων εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι πολλώ γαρ μάλλον κρείσσον το δε επιμένειν εν τη σαρκί αναγκαιότερον δι’ υμάς».
Μετά την ανάγνωση μεταξύ άλλων είπε: «Αυτό το λέγει ο Απόστολος. Δεν είναι για μας. Μας υπερβαίνει. Ας γίνη όμως το θέλημα του Θεού».
Όλη την ημέρα ήμουν μαζί του. Τηλεφώνησε σε πολλούς για να τους αναγγείλη ότι θα φύγη για το Λονδίνο και ζητούσε τις ευχές τους. Μάλιστα ενώ είχε άδεια από την Σύνοδο για την μετάβασή του στο Λονδίνο για προσωπικούς λόγους εν τούτοις μου είπε: «Δεν είναι καλό να μη ξέρη ο Αρχιεπίσκοπος τον πραγματικό λόγο της μεταβάσεώς μου. Πρέπει να του τηλεφωνήσω και να τον ενημερώσω». Του τηλεφώνησε αμέσως και ζήτησε τις ευχές του για την καλή έκβαση της υγείας του. Αυτό και μόνο το περιστατικό δείχνει το εκκλησιαστικό του φρόνημα και τον σεβασμό που είχε στην κανονική τάξη. Ας λεχθή και το ότι όταν φθάσαμε στο Λονδίνο το πρώτο που έκανε ήταν να τηλεφωνήση στον Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων και Μ. Βρεταννίας για να τον ενημερώση ότι βρίσκεται στο Λονδίνο και ότι πρόκειται να χειρουργηθή την επομένη ημέρα. Ήταν ευαίσθητος σε όλα τα θέματα. Ενεργούσε σαν Ιεράρχης της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Την Πέμπτη 26 Ιανουάριου ταξιδεύαμε για την Αγγλία. Ήταν η ημέρα των γενεθλίων του. Έκλεινε τα 65 του χρόνια.
Στο αεροπλάνο άλλοτε συζητούσαμε πολύ και άλλοτε σιωπούσαμε πολύ. Θυμάμαι πως τρεις φορές κατά την διάρκεια της πτήσεως έκλαψε.
Την μια φορά με την θύμηση: «Εμείς πάμε με τις καλύτερες συνθήκες στο εξωτερικό. Πως όμως πηγαίνει ο λαός του Θεού; Πόσο ταλαιπωρείται;».
Την δεύτερη φορά έκλαψε όταν μου είπε: «Παιδί μου είμαι αμαρτωλός Επίσκοπος, αλλά φοβάμαι τον Θεό και αγαπώ την Εκκλησία και την δόξα της. Αυτό να το πης όταν θα πεθάνω».
Την τρίτη φορά όταν θυμήθηκε ότι έγραψε την διαθήκη του. Πρώτη φορά μου το έλεγε τότε: «Έγραψα την διαθήκη μου. Είπα να μη στο πω για να μη στενοχωρηθής. Σε έβαλα στην εκτελεστική επιτροπή. Δεν μπορούσα να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου και την αγάπη μου στους συνεργάτας μου. Ο Θεός με ευλόγησε πολύ. Μου έδωσε καλούς συγγενείς και καλούς συνεργάτας. Εσύ να πάρης την μίτρα του αειμνήστου Ιεροθέου». Αυτά μου τα έλεγε διακοπτόμενος από λυγμούς και δάκρυα. Έλεγε ο αοίδιμος: «Δεν ήμουν άξιος να με ευεργετήση τόσο πολύ ο Θεός και να μου στείλη καλούς και τίμιους συνεργάτας». Όλα αυτά δείχνουν την ευγένεια του χαρακτήρος του, γι’ αυτό και τα αναφέρω.
Φθάσαμε στο Λονδίνο και αμέσως κατευθυνθήκαμε στο Νοσοκομείο. Του έδωσαν να υπογράψη ένα χαρτί στο οποίο έλεγε ότι θέλει να χειρουργηθή. Έγιναν αμέσως οι πρώτες εξετάσεις και ο γιατρός μας είπε ότι μάλλον θα πάμε καλά. Τον ρώτησαν αν παίρνη ηρεμιστικά φάρμακα και αν θέλη να πάρη για να κοιμηθή καλά το βράδυ εκείνο. Απάντησε ότι «ποτέ δεν χρησιμοποίησα τέτοια φάρμακα και δεν θα χρειασθή να πάρω και απόψε». Τελικά αυτοί έχοντας υπ’ όψη τους άλλους ασθενείς του έδωσαν χωρίς να του πουν τι φάρμακο ακριβώς ήταν αυτό. Εκείνος ήταν ήρεμος και περίμενε να φανερωθή το θέλημα του Θεού.
Παρασκευή 27 Ιανουαρίου. Το πρωί 8 η ώρα βρισκόμουν και πάλιν στο Νοσοκομείο. Ήταν η ημέρα κατά την οποία θα υποβαλλόταν σε χειρουργική επέμβαση. Στις 9.30′ ήλθαν να τον πάρουν για την νάρκωση. Μας κοίταξε όλους προσεκτικά. Ήταν πολύ ήρεμος, όπως σε όλα τα θέματα της ζωής του, ακόμη και όταν δεν πήγαιναν καλά. Έκανε ήρεμα το σημείο του σταυρού και χάθηκε από μπροστά μας.
Περιμέναμε την ώρα που θα τον οδηγήσουν από το χειρουργείο στον θάλαμο εντατικής παρακολουθήσεως. Αυτό έγινε περίπου το μεσημέρι. Μόλις τελείωσε η επέμβαση συναντήσαμε τους γιατρούς (με άλλους αδελφούς από το Λονδίνο) και ρωτήσαμε πως πήγε η εγχείρηση. Μας είπαν ότι έγινε η εγχείρηση, αλλά δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι από το είδος του όγκου. Είναι κακοηθέστατος κακοήθης. Λέγεται γλοίωμα. Επίσης μας είπαν ότι προσπάθησαν να βγάλουν το κεντρικό, αλλά είναι διάχυτος σε όλο τον εγκέφαλο και ότι, καθώς πιστεύουν, σε λίγο διάστημα θα μεγαλώση και πάλι και θα επέλθη ο θάνατος. Μάλιστα μας είπαν ότι κατά την γνώμη τους δεν θα έπρεπε να υποβληθή στην ταλαιπωρία των ακτινοβολιών γιατί δεν θα προέλθη καμμιά ωφέλεια. Αυτό μας στενοχώρεσε πάρα πολύ.
Πήγα στο θάλαμο της εντατικής παρακολουθήσεως. Μόλις είχε ξυπνήσει. Εδώ θα ήθελα να αναφέρω ό,τι ακριβώς έλεγε μόλις ξύπνησε (τα είχα σημειώσει όλα) αν και έχω σκοπό να γράψω τα δέοντα στο δεύτερο μέρος αυτών των γραπτών. Φαίνεται σ’ αυτά η καθαρότητα της ψυχής αυτού του ανθρώπου.
Ξύπνησε λέγοντας το «Δόξα τω Θεώ». Το έλεγε συνέχεια ενώ είχε την μάσκα του οξυγόνου, κάνοντας το σημείο του Σταυρού συγχρόνως. Άλλοτε έλεγε «Δόξα τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι». Και συνέχεια έκανε το σημείο του Σταυρού. Μετά είπε: «Ξόλαφρα το περάσαμε. Δεν πονάω καθόλου. Δόξα τω Θεώ. Βέβαια, τι κουμπάρο έχουμε εμείς τον Θεό; Γιατί εμείς να περνάμε όλο καλά;». Μια άλλη στιγμή είπε: «Ο Χριστός τόσο υπέφερε για μας επάνω στον Σταυρό».
Έκανε πολύ εντύπωση σε όσους παρευρίσκοντο εκείνες τις στιγμές τις ευλογημένες ότι θυμόταν συνεχώς χωρία από την Αγία Γραφή και τα έλεγε δυνατά εις επήκοον πάντων. Όπως:
«Ο Παύλος όταν πήγε στην Ρώμη και τον υποδέχθηκαν οι αδελφοί ευχαριστήσας τω Θεώ έλαβε θάρσος (Πράξ. κη’ 15). Έτσι και εγώ λαμβάνω θάρρος από σας».
Επίσης θυμήθηκε τον λόγο του Χριστού: «Ότε απέστειλα υμάς άτερ βαλαντίου και πήρας και υποδημάτων, μη τίνος υστερήσατε; οι δε είπον ουδενός (Λουκ. κβ’ 35). Έτσι και εγώ δεν στερήθηκα τίποτε». Πράγματι είναι πολύ σπουδαίο να λέγη κανείς τέτοια λόγια στην μεγαλύτερη δοκιμασία του.
Συνέχεια επαναλάμβανε το «Δόξα τω Θεώ. Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων;».
Κάθε φορά που άκουγα τέτοιες φράσεις από εκείνον εκείνη την στιγμή αισθανόμουν μεγάλη συγκίνηση. Δεν μπορώ να εκφράσω αυτήν την συγκίνηση σ’ αυτά τα γραπτά. Και όταν ακόμη τα διαβάζη κανείς δεν μπορεί να καταλάβη την αξία τους, αλλά μόνον αν ενταχθή νοερά σε εκείνη την ιερή και ευλογημένη ατμόσφαιρα. Συχνά του έλεγα να μη μιλάη, αλλά εκείνος συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό γι’ αυτήν την δοκιμασία. Αυτή η δοξολογία θα φανή και λίγο πιο κάτω όταν θα προσπαθήσω να περιγράφω τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε την ασθένειά του.
Σε ένα πρόσωπο που ήταν εκεί είπε: «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Να είσαι ευλογημένη. Πως πάει η πνευματική ζωή;».
Δεν παρέλειψε να ρωτήση για το τι είπαν οι γιατροί. «Να τους ρωτήσης για να μας πουν τι είδος όγκου ήταν αυτός». Τον καθησύχασα ότι θα τον ελέγξουν, θα τον στείλουν για εξέταση και θα μας πουν θετικά πράγματα. Πρέπει να σημειώσω ότι έκτοτε δεν ξαναρώτησε καθ’ όλη την διάρκεια της ασθένειάς του για το τι λέγουν οι γιατροί. Αυτό καθώς και άλλα γεγονότα με κάνουν να υποθέσω ότι ο ίδιος είχε καταλάβει πλήρως την κατάστασή του και προετοιμαζόταν για όλα.
Την Παρασκευή το βράδυ ήταν τρομερά ανήσυχος. Ζητούσε να σηκωθή. Του έδωσαν ηρεμιστικό και έτσι ησύχασε.
Σάββατο 28 Ιανουαρίου. Όλη την ημέρα κοιμόταν πολύ βαθειά. Το φαινόμενο αυτό δεν ήταν ανησυχητικό. Παρηκολουθείτο συχνά. Δεν καταλάβαινε τίποτε δηλ. δεν ξυπνούσε με τίποτε. Συνεχώς όμως έκλαιγε. Τα μάτια του είχαν γίνει πηγές δακρύων.
Την Κυριακή ώρα 3 πρωινή, επειδή διαπιστώθηκε ότι υπήρχε εσωτερική αιμορραγία μεταφέρθηκε σε άλλο Νοσοκομείο, στον αγ. Βαρθολομαίο, γιατί διέθετε αξονικό τομογράφο και έτοιμο χειρουργικό προσωπικό. Έγινε δεύτερη επέμβαση για να καθαρισθή το αίμα που βγήκε με την αιμορραγία. Στον χειρούργο γιατρό εκείνον είχε να συμβή τέτοιο περιστατικό πριν 5 χρόνια ενώ σχεδόν καθημερινά έκανε επεμβάσεις. Μας είπε ότι δεν ξέρει την αιτία της αιμορραγίας. Όταν τον ρώτησα τι κακό έχει προκαλέσει το αίμα μου είπε ότι δεν το γνωρίζουμε ακόμη. Όταν και αν ξυπνήση τότε από τις αντιδράσεις θα δούμε ποια κέντρα έχει βλάψει. Μάλιστα μου μιλούσε ότι είναι ενδεχόμενο να πεθάνη ή κι αν ακόμη ζήση είναι ενδεχόμενο να παραμείνη στην κατάσταση του φυτού. Ζήτησα να τον δώ. Μου είπαν ότι πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για να μη πάθης σόκ. Πράγματι ήταν σε άσχημη κατάσταση. Ανέπνεε με τεχνητό πνεύμονα, ήταν γεμάτος με καλώδια διαφόρων μηχανημάτων, κοιμόταν βαθειά και συνεχώς έκλαιγε. Μου είπαν ότι πρέπει να επιδιώξω να του ομιλώ. Το έκανα μερικές φορές, αλλά δεν μπορούσα να συνεχίσω. Πέρασα τραγικές ώρες στο Νοσοκομείο.
Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι την Τετάρτη το πρωί. Ο γιατρός έλεγε ότι έχουμε μια μικρή βελτίωση, αλλά όλα εξαρτώνται από την αντίδραση του οργανισμού. Θυμάμαι ότι τότε παρακαλούσα τον Θεό: «Ας ζήσει τώρα κι ας πεθάνει στην Ελλάδα». Τόσο τραγική ήταν η κατάσταση. Βρήκα ένα μικρό γραφείο των γιατρών και πήγα να κάνω λίγη προσευχή. Ενώ προσπαθούσα να κάνω την ευχή το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον δούλον σου» ο νους μου πήγαινε στο σχηματισμό άλλης ευχής στο «Κύριε Ιησού Χριστέ ανάπαυσον τον δούλον σου». Αυτές τις δύσκολες και τραγικές για μένα ώρες εύρισκα ανάπαυση στους αδελφούς που μου συμπαραστέκονταν και ιδιαίτερα στο Μοναστήρι του ESSEX, στον Γέροντα και στους αδελφούς, οι οποίοι διαρκώς προσεύχονταν για τον Σεβασμιώτατο και για μένα.
Τετάρτη 1 Φεβρουάριου. Ο Σεβασμιώτατος άρχισε να αντιλαμβάνεται. Μάλιστα μου ζήτησε μολύβι και χαρτί για να γράψη κάτι, επειδή στο στόμα είχε τον σωλήνα που διοχέτευε αέρα από τον τεχνητό πνεύμονα για να διευκολύνεται στις αναπνοές. Όταν του έδωσα χαρτί και μολύβι έγραψε: «Τόσο καιρό μιλούσα για υπομονή τώρα πρέπει να την εφαρμόσω». Σε άλλο σημείο έγραψε: «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ». Μετά «σας ευχαριστώ όλους σας». Του είπα να κάνη το σημείο του σταυρού για να δω αν αντιλαμβάνεται και αμέσως τον έκανε. Του είπα ακόμη ότι οι γιατροί είπαν ότι γρήγορα θα γίνη καλά γιατί πηγαίνει όλο προς το καλύτερο και αμέσως έκανε το σημείο του σταυρού. Μου έσφιξε το χέρι όταν του το είπα για να δω αν αντιλαμβάνεται.
Σιγά-σιγά ξυπνούσε περισσότερο. Μάλιστα όταν ξύπνησε καλά μου είπε κλαίγοντας αποκαλυπτικά πράγματα. Είδε την ψυχή του έξω από το σώμα και ότι ο ίδιος έκανε τρισάγιο στον εαυτό του. Έφθασε στα πρόθυρα του θανάτου και ότι ο Θεός τον επανάφερε στην ζωή γιατί «ην εκτενής προσευχή της Εκκλησίας γινομένη υπέρ αυτού». Και σώθηκε όπως ο Απόστολος Πέτρος από την φυλακή.
Για να γίνη περισσότερο συγκροτημένη αυτή η αναφορά στην ασθένεια του κρίνω φρόνιμο τα όσα μου είπε τότε στο Νοσοκομείο στο Λονδίνο και μετά στην Αθήνα να τα κατανείμω σε μικρά κεφάλαια στο δεύτερο μέρος των γραπτών αυτών.
22 Φεβρουάριου. Με ασθενοφόρο πήγαμε στο αεροδρόμιο και από εκεί στην Αθήνα. Εισήχθη στο Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» όπου έγιναν οι ακτινοβολίες στον Εγκέφαλο χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πολύς κόσμος τον επισκέπτονταν. Είχε τελείως αποκατασταθή η μνήμη του, θυμόταν τα πάντα, μιλούσε με όλους τους επισκέπτας του, μόνον που ήταν καταβεβλημένος και παράλυτος στην αριστερά πλευρά.
Τετάρτη 2 Μαΐου μεταφερθήκαμε στο Νοσοκομείο της Εκκλησίας της Ελλάδος για να συνεχισθή η θεραπεία. Ήδη ήμουν βεβαιότατος ότι, παρά την επιθυμία του, δεν θα επανέλθη εν ζωή στην Μητρόπολή του. Ήξερα ότι στο Νοσοκομείο αυτό θα παραδώση την ψυχή του στον Θεό. Κατά την διάρκεια της ασθενείας του ήλθε μερικές φορές μέχρι τα πρόθυρα του θανάτου, μια δε φορά από αφυδάτωση. Χειροτέρευε μέρα με την μέρα. Τελικά ο θάνατός του η καλύτερα ουσιαστικά και τυπικά η κοίμησή του έγινε την Τρίτη 7 Αύγούστου 1984 ώρα 9.47′ βραδυνή κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες.
Περίπου είκοσι μέρες πριν από τον θάνατο, κατά τις γνώμες των γιατρών, είχε προσβληθή το κέντρο του λόγου. Και προηγουμένως δεν μπορούσε να μιλάη καλά, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου. Προσπαθούσε να μιλήση και όταν έβλεπε πως ήταν αδύνατο έκλαιγε. Οι γιατροί μας είπαν ότι μάλλον καταλαβαίνει. Δυο-τρεις μέρες πριν την κοίμησή του έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να βαραίνη.
Την 6ην Αυγούστου, εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, είχε σπασμούς και από αυτό ήταν φανερό ότι εξασκείτο πίεση στον εγκέφαλο από τον όγκο που είχε εν τω μεταξύ μεγαλώσει. Ώρα με την ώρα η κατάσταση ήταν πιο βαρειά. Μετά από λίγο άρχισε ρόγχος που διήρκησε σχεδόν μέχρι το μεσημέρι της άλλης ημέρας 7ης Αυγούστου. Από το μεσημέρι και μετά ανέπνεε αργά και ήρεμα. Η πίεσή του είχε αυξομειώσεις. Όλη την ημέρα από τις 4.30 πρωινή μέχρι την 10ην βραδυνή ήμουν κοντά του. Θυμήθηκα πως κάποτε μου είχε πη: «Παιδί μου εσύ θα μου κλείσης τα μάτια». Γι’ αυτό όλη την ημέρα απέφευγα να βγαίνω από το δωμάτιο.
Εν τω μεταξύ είχα μάθει πως να μετρώ την πίεση και το έκανα συχνά. Κατά τις 10 παρά τέταρτο ενώ είχε κλειστά τα μάτια και ανέπνεε αργά και ήρεμα μέτρησα την πίεση και την βρήκα 2 και μισό. Αμέσως μετά από ένα- δυο λεπτά θέλησα πάλι να την μετρήσω και δεν μπορούσα να την ακούσω. Έρριξα μια ματιά για να δώ αν αναπνέη. Δεν κατάλαβα απολύτως τίποτα. Έπιασα την φλέβα και το λαιμό του για να διαπιστώσω αν αναπνέη και πάλιν δεν κατάλαβα. Τότε μπήκε μέσα μου η υποψία μήπως απέθανε. Και πραγματικά αυτό είχε συμβή. Εκείνη την ώρα πολύ ήρεμα, χωρίς να το αντιληφθή κανείς, χωρίς να ανοίξη τα μάτια του, χωρίς να κάμη καμμιά σύσπαση στο πρόσωπό του παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο της ζωής και του θανάτου. Τόσο ήρεμα όσο έζησε. Τόσο απλά όσο απλός ήταν.
Εκοιμήθη εν Κυρίω εν μέσω της Εκκλησίας. Αφού εν τω μεταξύ είχε εξομολογηθή, είχε επανειλημμένως κοινωνήση των αχράντων Μυστηρίων, αφού είχε καθαρισθή τελείως, αφού είχε δείξη αξιοθαύμαστη υπομονή και πίστη στον Θεό. Εκεί βρίσκονταν την ώρα εκείνη Επίσκοποι, Ιερείς, τα πνευματικά του παιδιά, οι συγγενείς του. Τον αξίωσεν ο Θεός να κοιμηθή χωρίς πόνους, να έχη ανεπαίσχυντα και ανώδυνα τέλη. Είχε πολλές δοκιμασίες κυρίως από την επτάμηνη παραμονή του στο κρεββάτι, αλλά όμως δεν είχε πόνους στο κεφάλι του.
Μας άφησε ο Γέροντας και πορεύθηκε προς τους Ουρανούς, στον τόπο των Πατέρων του για να συναντηθή με όλα του τα αγαπητά πρόσωπα και να πρεσβεύη από εκεί για μας τα πνευματικά του παιδιά. Κλάψαμε πολύ, όχι γι’ αυτόν, γιατί αυτός αναπαύθηκε από πολλές απόψεις, αλλά για τον εαυτό μας που τον θεωρούμε ορφανό, που χάσαμε ένα τέτοιο μεγάλο, ευλογημένο και άγιο Πατέρα, που ήξερε να πονάη μαρτυρικά, να σιωπά μαρτυρικά και να μιλά μαρτυρικά, που εξέφραζε το βίωμα του μαρτυρίου, την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Εκδόθηκε σε πρώτη έκδοση το 1985 COPYRIGHT: Αρχιμ. Ιερόθεος Σ. Βλάχος
Για παραγγελία απευθύνεστε στον συγγραφέα ή στην Ιερά Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ