π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
Εγχειρίδιον
Αλληλογραφία
π. Ι. Ρωμανίδη και Π. Τρεμπέλα
1. Γενική Κριτική του Γ. Μ. Βαρδαβά
2. Αποσπασματα από το βιβλίο:
Α. Εισαγωγή σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου
Β. Ειδική Εισαγωγή π. Γ. Δ. Μεταλληνού
Γ. Πρόλογος Ι. Ρωμανίδη
1. Βιβλιοπαρουσίαση τού Βαρδαβά Γεωργίου
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός το βιβλίο του αειμνήστου π. Ι. Ρωμανίδη με τίτλο Εγχειρίδιον (καταγραφή ενός θεολογικού διαλόγου) Η αλληλογραφία π. Ι. Ρωμανίδη με τον καθηγ. Π. Τρεμπέλα Αναδημοσίευση από: http://theologoi-kritis.sch.gr
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός το βιβλίο του αειμνήστου π. Ι. Ρωμανίδου με τίτλο Εγχειρίδιον. Πρόκειται για την «άτυπη» αλληλογραφία του Ρωμανίδη με τον Τρεμπέλα με αφορμή τις αντιρρήσεις του τελευταίου για τη διδακτορική διατριβή (Το προπατορικόν αμάρτημα), που υπέβαλε στη Θεολογική Αθηνών ο Ρωμανίδης. Με τη διατριβή αυτή φύσηξε νέος αέρας στη θεολογική σκέψη στην Ελλάδα, σε σημείο που ορισμένοι μίλησαν για «εποχή προ και μετά Ρωμανίδη». Την έκδοση επιμελήθηκε ο Ομοτ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός, που έγραψε και ειδική εισαγωγή, ενώ γενική εισαγωγή συνέγραψε ο σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος.
Την εποχή που κατατέθηκε η εν λόγω διατριβή (1957) στη Θεολογική Σχολή επικρατούσε ένα έντονο δυτικότροπο και σχολαστικό πνεύμα. Την κατάσταση περιγράφει αναλυτικότατα ο Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα (εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, βλ. ιδιαίτ. σελ. 303 κ. ε.). Ο Ρωμανίδης έχοντας δάσκαλο τον μεγαλύτερο θεολόγο του αιώνα μας (τον π. Γεώργιο Φλορόφσκυ) και μεταφέροντας περγαμηνές από το πανεπιστήμια του Yale (όπου έμαθε τι εστί προτεσταντισμός), τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού και τη Θεολογική Σχολή του Αγίου Σεργίου των Παρισίων δεν φανταζόταν επ’ ουδενί ότι στην Ελλάδα θα εθεωρείτο ορθόδοξη η ανσέλμειος διδασκαλία και ότι ο «θωμισμός» θα είχε την τιμητική του. Είναι η εποχή της «βαβυλωνίου αιχμαλωσίας» της ορθοδόξου θεολογίας και ο εξ Αμερικής ορμώμενος νεαρός και πολλά υποσχόμενος θεολόγος ουσιαστικά «ανακαλύπτει την Αμερική» στην Αθήνα του ακαδημαϊκού σχολαστικισμού και του μαξιμαλιστικού βερμπαλισμού της εγχώριας δυτικόπληκτης θεολογίας.
Ωστόσο, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, σωστά παρατηρεί στην εισαγωγή ο μητρ. Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος τα εξής: «Τα κείμενα της αλληλογραφίας θα πρέπη να μελετηθούν χωρίς να κρίνουμε τα πρόσωπα, αλλά να δούμε την προσπάθεια που έκαναν για την επαναφορά της ορθοδόξου θεολογίας στις πηγές της. Και κυρίως να δούμε την ορθόδοξη θεολογία του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, όπως φάνηκε στη διατριβή του, που αργότερα συμπλήρωσε με νεώτερες παρατηρήσεις, όπως και την μαχητικότητα του νέου αυτού θεολόγου που δεν γνώριζε την ελληνική πραγματικότητα και εξεπλάγη που την συνάντησε, και δεν υπεχώρησε από τις απόψεις του, αλλά συγχρόνως να δούμε και τη μαχητικότητα του Παναγιώτη Τρεμπέλα, σε μια, νομιζόμενη από αυτόν, διαφοροποίηση διαφόρων θεολογικών θέσεων. Και τελικά πρέπει να εκτιμήσουμε πως και οι δύο συναντήθηκαν ακριβώς γιατί είχαν αγαθή πρόθεση» (Εγχειρίδιον, σελ. 35, η υπογράμμιση δική μας).
Σε κάθε περίπτωση το «παρασκήνιο» γύρω από τη διατριβή του Ρωμανίδη έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, ιδία εξ επόψεως θεολογικής. Σταχυολογώ ελάχιστες χαρακτηριστικές όψεις της αντιπαράθεσης Ρωμανίδη- Τρεμπέλα, με τη «φωνή» του Ρωμανίδη, για να πάρει ο αναγνώστης μια πρώτη γεύση:
- 1. «Ο κ. Τρεμπέλας είχε την απαίτησιν να αρνηθώ το Ορθόδοξον δόγμα ότι η σωστική χάρις και ενέργεια του Θεού είναι άκτιστος και να δεχθώ την παπικήν πλάνην ότι είναι κτιστή» (ό. π. , σελ. 91).
- 2. «Ακολουθών του Δυτικούς (ενν. ο Τρεμπέλας) ενόμιζεν ότι εν τω Θεώ ενέργεια και ουσία είναι ταυτόν και δια τούτο επέμενεν εις την Παπικήν αίρεσιν ότι η θεία ουσία είναι νους και εν γένει καθαρά ενέργεια. Όταν λοιπόν εδιάβασε δια πρώτην φοράν ότι η νοητική ενέργεια του Θεού δεν είναι η θεία ουσία, ήτο φυσικόν να νομίση ότι τούτο σημαίνει στέρησιν νοός εν τω Θεώ» (ό. π., σελ. 98-99).
- 3. «Εάν, ως ισχυρίζεται ο κ. Τρεμπέλας, η λέξις αγέννητος σημαίνει άκτιστος, τότε η λέξις γεννητός σημαίνει κτιστός. Εν τοιαύτη περιπτώσει μόνο ο αγέννητος Πατήρ θα ήτο άκτιστος και ο γεννητός Υιός του Θεού θα ήτο κτιστός. Αγέννητος και άναρχος είναι μόνον ο Πατήρ. Ο Υιός είναι γεννητός και συνάναρχος τω Πατρί» (ό. π. , σελ. 103).
- 4. «Ως ξένος εις την Ελλάδα δεν γνωρίζω πώς να δικαιολογήσω την ετερόδοξον πίστιν του κ. Τρεμπέλα. Έν πράγμα ξεύρω μόνον, ότι δεν ήλθα εις την Ελλάδα, δια να μάθω ότι ο Αυγουστίνος, ο Θωμάς Ακινάτος και ο Άνσελμος είναι κάτοχοι της αληθείας! Εν τοιαύτη περιπτώσει η φοίτησις εις την Ελλάδα δι’ ημάς τους αλλοδαπούς Ορθοδόξους είναι χαμένος χρόνος. Υπάρχουν πλείστοι ετερόδοξοι καθηγηταί εις την Αμερικήν, οι οποίοι κατέχουν και κατά θαυμαστόν τρόπον διδάσκουν τας αιρέσεις του Αυγουστίνου, του Ανσέλμου και του Θωμά Ακινάτου. Θα ήτο ανόητον να ερχώμεθα από τόσον μακρυά, ίνα διδαχθώμεν ότι αι αιρέσεις αυτών είναι Ορθόδοξοι αλήθειαι» (ό. π., σελ. 121).
Το Εγχειρίδιον έχει πολλά ακόμα ενδιαφέροντα στιγμιότυπα της σύγκρουσης Τρεμπέλα-Ρωμανίδη. Η μαχητικότητα και η «σκληρή» γλώσσα του Ρωμανίδη επ’ ουδενί δεν «μειώνει» την αξία ενός «χαλκέντερου» θεολόγου, όπως ήταν ο Τρεμπέλας. Κανείς δεν έχει «σε όλα δίκιο». Η αλληλογραφία δείχνει τη σύγκρουση δυο διαφορετικών «σχολών σκέψης». Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να «αγιοποιηθεί» ο Ρωμανίδης, ούτε βέβαια, από την άλλη να «μηδενιστεί» το τεράστιο έργο και η προσφορά του Τρεμπέλα στη θεολογία και στην εκκλησία.
Κοντολογίς το Εγχειρίδιον είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τον αναγνώστη που θα ήθελε να εμβαθύνει στις ιδιαίτερες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην ελληνική θεολογία λίγο πριν τη «μεγάλη έκρηξη» της θεολογικής γενιάς του ’60. Με μια προϋπόθεση: ο αναγνώστης να μην εστιάζει την προσοχή του στα πρόσωπα και τους πρωταγωνιστές αλλά –το επαναλαμβάνουμε κι ας γινόμαστε κουραστικοί- στις τάσεις και τις ζυμώσεις του θεολογικού γίγνεσθαι εκείνης της περιόδου.
Γ. Μ. Βαρδαβάς
http://vardavas.blogspot.com/2009/12/blog-post_3150.html
Απόσπασμα Α:
Γενική Εισαγωγή Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου
και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Η αλληλογραφία μεταξύ του π. Ιωάννου Ρωμανίδου και του Καθηγητού Παναγιώτου Τρεμπέλα, την οποία δημοσιεύει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, με ειδική εισαγωγή και επιμέλεια, είναι ενδιαφέρουσα από κάθε πλευρά και νομίζω ότι θα πλουτήση την θεολογική επιστήμη. Πρόκειται για την αλληλογραφία που διεξήχθη μεταξύ των δύο μεγάλων ακαδημαϊκών θεολόγων, όταν ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης κατέθεσε την διδακτορική του διατριβή στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, νέος σχετικά στην ηλικία και μεγαλωμένος στην Αμερική, και ο Παναγιώτης Τρεμπέλας μεσουρανούσε ως διακεκριμένος Καθηγητής της Πρακτικής Θεολογίας, στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ήταν ένας από τους κριτές της διδακτορικής αυτής διατριβής.
Όμως, για να κατανοηθή καλύτερα από τον αναγνώστη αυτός ο θεολογικός διάλογος, θα πρέπη να μελετηθή αφ’ ενός μεν μέσα στα πλαίσια, στα οποία διεξήχθηκε, αφ’ ετέρου δε μέσα στις μετέπειτα εξελίξεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα καταθέσω την άποψη μου, βασιζόμενος σε διάφορα στοιχεία που έχω εντοπίσει, όπως το έχει κάνει κυρίως ο π. Γεώργιος Μεταλληνός με εύστοχες επισημάνσεις.
Στα χέρια μου έφθασαν τρία ενδιαφέροντα αποκτήματα, ήτοι δύο ιδιόχειρα τετράδια του π. Ιωάννου Ρωμανίδου και ένα δακτυλογραφημένο αντίτυπο της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο«Το Προπατορικόν αμάρτημα», τα οποία θεωρώ σημαντικά, γιατί φωτίζουν την όλη προσπάθεια που κατέβαλε κατά την σύνταξη της διδακτορικής του διατριβής και δείχνουν τον τρόπο, με τον οποίο εργάσθηκε.
Το πρώτον είναι ένα τετράδιο, στο οποίο έγραψε ο ίδιος ιδιοχείρως διάφορα χωρία από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αλλά και από Πατέρας της Εκκλησίας, τα οποία συνέλεξε και χρησιμοποίησε κατά την διατριβή του. Προφανώς πρόκειται για τον πρώτο σχεδιασμό της μετέπειτα διατριβής του. Μου δίνει την εντύπωση ότι διάβασε ολόκληρη την Αγία Γραφή και σημείωνε τα αγιογραφικά χωρία που θα τον βοηθούσαν στην σύνταξη του θέματός του.
Στο εσωτερικό εσώφυλλο του εξωφύλλου αναφέρει τον τίτλο της μελέτης «Το Προπατορικόν αμάρτημα» και στην συνέχεια καταγράφει την επεξήγηση, που δείχνει τα πλαίσια, μέσα στα οποία θα εκινείτο: «ήτοι αι κοσμολογικαί και ανθρωπολογικαί προϋποθέσεις αυτού εν τη αρχαία Εκκλησία συγκρινόμεναι προς προϋποθέσεις τινάς μεταγενεστέρας Ελληνικής Πατερικής Θεολογίας και της Δυτικής σχολαστικής θεολογίας, κυρίως του Αυγουστίνου, Ανσέλμου και Ακινάτου». Σαφέστατα με την επεξήγηση αυτή ήθελε να μελετήση το προπατορικό αμάρτημα μέσα από τις κοσμολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις που παρατηρεί κανείς κυρίως στην αρχαία Εκκλησία και στην μεταγενέστερη πατερική θεολογία, συγκρινόμενες με την σχολαστική θεολογία του Αυγουστίνου, Ανσέλμου Καντερβουρίας και του Θωμά Ακινάτου. Ο τελικός τίτλος της διατριβής διαμορφώθηκε από τον ίδιο ως εξής: «Το Προπατορικόν αμάρτημα, ήτοι Συμβολαί εις την έρευναν των προϋποθέσεων της διδασκαλίας περί του Προπατορικού Αμαρτήματος εν τη μέχρι του Αγ. Ειρηναίου Αρχαία Εκκλησία εν αντιβολή προς την καθόλου κατεύθυνσιν της Ορθοδόξου και της Δυτικής μέχρι Θωμά του Ακινάτου Θεολογίας».
Έπειτα, παρατηρούμε τα περιεχόμενα του αρχικού σταδίου της διατριβής, όπως «1.Satan 2.Human creating and love of neighbor 3. Δικαιοσύνη 4. Σωτηρία εκ θανάτου και φθοράς 5. Ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως. Index».
Στην συνέχεια παρατίθενται πολλά χωρία από την Αγία Γραφή, τα οποία συνελέγησαν και κατεγράφησαν κατά τα κεφάλαια και τις υποδιαιρέσεις της σχεδιαζόμενης διατριβής, που διαρθρώνουν όλο το αρχικό σχεδίασμά της, ακόμη δε και διάφορα πατερικά χωρία, κυρίως από τους Αποστολικούς Πατέρας της Εκκλησίας.
Στο τέλος του τετραδίου παρατίθενται ονόματα των Καθηγητών της Θεολογικής Σχολής, όπως του Κονιδάρη, του Μπόνη, του Φιλιππίδη και του Αλιβιζάτου, με τις διευθύνσεις των οικιών τους, τους αριθμούς τηλεφώνων τους και μερικές προσδιοριστικές ημέρες και ώρες που προφανώς προγραμμάτιζε να τους επισκεφθή.
Το δεύτερο είναι πάλι τετράδιο που και αυτό είναι γραμμένο ιδιοχείρως. Μέσα σε αυτό διαβάζουμε διάφορα χωρία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, κατά θέματα, που αναφέρονται σε κεφάλαια του βιβλίου. Επίσης, συναντούμε χωρία από τις Λειτουργίες του Μ. Βασιλείου και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, χωρία από τους ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, και από Αποστολικούς Πατέρας της Εκκλησίας, καθώς και από τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας. Ακόμη, βρίσκουμε καταγεγραμμένα χωρία από διάφορα βιβλία Καθηγητών, όπως του Παναγιώτου Μπρατσιώτου, του Χρήστου Ανδρούτσου, του Ν. Δαμαλά και διάφορες σημειώσεις του στην αγγλική γλώσσα.
Σε ένα σημείο του τετραδίου αυτού βλέπουμε μια ιδιόχειρη σημείωση του που εκτείνεται σε τρισήμισι σελίδες και είναι κριτικές παρατηρήσεις του σε μια άποψη του Καθηγητού Γερομιχαλού και σε αυτήν την σημείωση φαίνεται η θεολογική ωριμότητα του Ρωμανίδη. Στην αρχή γράφει:
«Ανέγνωσα μετά μεγάλου ενδιαφέροντος το άρθρον του κου Γερομιχαλού «Η περί Θεού Γνώσις» και θα ήθελα, εάν μου επιτρέπεται, να εγείρω ορισμένας αμφιβολίας όσον αφορά ορισμένα συμπεράσματα του συγγραφέως». Από ό,τι φαίνεται, κυρίως από την φράση «εάν μου επιτρέπεται», πρέπει να είναι επιστολή που απεστάλη σε κάποιον από τους επιβλέποντας την διατριβή του Καθηγητάς και αναφέρεται στην διάκριση ουσίας και ενεργείας στον Θεό, η οποία διάκριση δεν γίνεται στην σχολαστική θεολογία. Το συμπέρασμα του σχολίου αυτού έχει ως εξής:
«Από Ορθοδόξου αποφεως η μεθοδολογία των σχολαστικών χωλαίνει σοβαρά, διότι βασίζεται σχεδόν αποκλειστικώς εις την λογικήν τον ανθρώπου. Η περί Αγίας Τριάδος θεία αποκάλυψις δεν έρχεται καθ’ όλου εις συμπλήρωσιν τής δια λόγου εμφύτου άλλης τινός ιδέας περί Θεού. Μάλλον εκτοπίζει… ». Έχει εξαιρετική σημασία το σημείο εκείνο που περιγράφει το πώς «οι Δυτικοί φιλοσοφοθεολόγοι» έφθασαν στο να ταυτίσουν την ουσία του Θεού με την ύπαρξή Του και έτσι κατέληξαν στην αίρεση του filioque. Μετά από αυτήν την παρατήρηση υπάρχει μια παράγραφος, η οποία τελικώς είναι διαγεγραμμένη και φαίνεται ότι δεν συμπεριελήφθηκε στο τελικό κείμενο της επιστολής του, προφανώς για να μη προκαλέση περισσότερο. Σε αυτήν γράφει: «Δυστυχώςεπειδή ώρισμενοι θεολόγοι εν Ορθοδόξοις κύκλοις, αγνοούντες την πραγματικήν αιτίαν της καταδίκης του filioque και ανοήτως νομίζοντες ότι πραγματικά δεν αποτελεί αίρεσιν άλλα μάλλον μόνον αφορμή σχίσματος, χωρίς καμμίαν (κανένα) θυσιαστικόν περιεχόμενον, είναι τελείως αμαθείς ως προς την Ορθόδοξον εκδοχήν περί γνώσεως ουσίας. . ».
Στην παρατήρηση αυτή φαίνεται ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καίτοι νέος στην ηλικία, είχε φθάσει σε μια θεολογική ωριμότητα και ήταν έτοιμος να αντιπαρατεθή με μεγάλους Καθηγητάς που διέπρεπαν στον Πανεπιστημιακό χώρο της Ελλάδος και οι οποίοι είχαν επηρεασθή, κατά διαφόρους βαθμούς, από την δυτική θεολογία.
Το τρίτο είναι η δακτυλογραφημένη διατριβή του και προφανώς πρόκειται για ένα από τα τελικά στάδια της. Ο τίτλος της μελέτης είναι: «Το προπατορικόν Αμάρτημα ήτοι αι κοσμολογικαί και ανθρωπολογικαί προϋποθέσεις αυτού από των χρόνων της Καινής Διαθήκης μέχρι τον Αγίου Ειρηναίου» και στο εσώφυλλο του εξωφύλλου γράφεται: «Συμβολαί εις την διδασκαλίαν περί προπατορικού Αμαρτήματος, ήτοι αι προϋποθέσεις αυτής εν τη μέχρι του Αγίου Ειρηναίου Αρχαία Εκκλησία εν αντιβολή προς την Ορθόδοξον και την Δυτικήν μέχρι Θωμά του Ακινάτου θεολογίαν». Επίσης, κάτω από τον τίτλον καταγράφεται η φράση: «Αίνέσιμος επί διδακτορία διατριβή υποβληθείσα εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών».
Το σημαντικό στο δακτυλογραφημένο αυτό κείμενο είναι ότι παρατηρούνται ιδιόχειρες προσθήκες, διορθώσεις και διαγραφές. Ασφαλώς πρέπει να γίνη αντιπαραβολή με το τελικό κείμενο της διατριβής, που εκδόθηκε αργότερα, για να διαπιστωθή σε ποιο στάδιο της διατριβής ανήκει το αντίτυπο αυτό.
Και τα τρία αυτά κείμενα είναι σημαντικά και μια ενδελεχής έρευνα μπορεί να κατάληξη σε σημαντικά συμπεράσματα, για την κατανόηση όχι μόνον της εξέλιξης της θεολογικής σκέψεως του συγγραφέως, άλλα και της νοοτροπίας που επικρατούσε στην Ελληνική θεολογική σκέψη την εποχή εκείνη, γύρω από τα θέματα αυτά. Στο μέλλον, όταν μου δοθή επαρκής χρόνος, θα ασχοληθώ εκτενέστερα με τα τρία αυτά κείμενα, για να μελετηθή ο τρόπος με τον οποίο συνέταξε την διατριβή του ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, αλλά και η στροφή της Ορθοδόξου θεολογίας στην Ελλάδα, ύστερα από την παρουσία και την εκρηκτική θεολογική παρέμβαση του π. Ιωάννου Ρωμανίδου.
Όταν ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ασχολήθηκε με το θέμα αυτό και κατέθεσε την διατριβή του στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγκρούσθηκαν δύο διαφορετικοί θεολογικοί κόσμοι και δύο διαφορετικές νοοτροπίες.
Όλα σχεδόν τα δογματικά εγχειρίδια που εκδόθηκαν στην Ελλάδα, αλλά και οι θεολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είχαν επηρεασθή αφ’ ενός μεν από την δυτική λατινική σχολαστική θεολογία, που ήλθε στην Ελλάδα κυρίως δια της ρωσικής θεολογίας, αφ’ ετέρου δε από την λογική-ήθικιστική προτεσταντική θεολογία, που πέρασε στην Ελλάδα μέσα από την Γερμανική-Βαυαρική θεολογία. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο τότε Καθηγητής της Δογματικής και της Χριστιανικής Ηθικής Ιωάννης Καρμίρης είχε επηρεασθή στην αρχή της θεολογικής του εξέλιξης από την σχολαστική θεολογία, γι’ αυτό στην εισαγωγή της ελληνικής μεταφράσεως του έργου του Θωμά του Ακινάτη «Σούμμα θεολογική», που έγινε από τον ίδιο, συναντούμε απόψεις που δεν είναι Ορθόδοξες και δεν υποστηρίζονται στις μετέπειτα μελέτες του. Διατηρώ μια σοβαρή υποψία ότι ο Ιωάννης Καρμίρης επηρεάσθηκε από τις θεολογικές απόψεις του νεαρού τότε π. Ιωάννου Ρωμανίδου, υποψηφίου διδάκτορος.
Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας μεγάλωσε σε όλο αυτό το σχολαστικό κλίμα και έκανε μεγάλο αγώνα και αξιόλογη προσπάθεια, για να μετακινηθή προς την πατερική θεολογία. Αυτό ήταν ένα δύσκολο έργο στην εποχή του, διότι αυτό δεν γίνεται με συλλογή πατερικών κειμένων, αλλά με γνώση της όλης πατερικής σκέψεως και εμπειρίας. Όμως ασφαλώς ο ίδιος ήταν από τους πρωτοπόρους στην μεγάλη στροφή της νεοελληνικής θεολογίας προς την διδασκαλία των Πατέρων. Είναι εκείνος που μελέτησε Πατέρας της Εκκλησίας και επί τη βάσει αυτών έγραψε την Δογματική του και ερμήνευσε την Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Δεν ήταν εύκολο έργο την εποχή εκείνη να απομακρυνθή κανείς τελείως από τα πλαίσια και τις προϋποθέσεις της δυτικής θεολογίας. Αυτό το παρατηρούμε και σε άλλους Καθηγητές της περιόδου εκείνης. Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας απετέλεσε μια δυναμική προσωπικότητα, που έκανε την μεγάλη στροφή στην Ελλάδα προς τους Πατέρας της Εκκλησίας.
Αντίθετα, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης είχε μέσα του την μικρασιατική υποδομή, ως γόνος καππαδοκικής οικογένειας, και έζησε σε ένα περιβάλλον με την παράδοση που ζούσαν οι γονείς του που ήλθαν από την Καππαδοκία του Πόντου. Συγχρόνως, στην Αμερική μελέτησε την σχολαστική θεολογία από τις κολλεγιακές του σπουδές, αντέδρασε από έφηβος στις αρχές της θεολογίας του Αυγουστίνου και του Θωμά του Ακινάτη και στην συνέχεια, αντί να στραφή προς τον αθεϊσμό, εστράφη στην θεολογία των Αποστολικών Πατέρων, βοηθούμενος από το οικογενειακό του περιβάλλον, στο οποίο ζούσε, από τις δυνατές καταβολές της προσωπικότητάς του, την οξύνοια και αποφασιστικότητα του, αλλά και την βοήθεια του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Επειδή οι σχολαστικοί θεολόγοι φιλοσοφούσαν γύρω από τα θέματα της πίστεως και οι Προτεστάντες απέρριψαν την πατερική παράδοση, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης στράφηκε στην μελέτη των λεγομένων Αποστολικών Πατέρων, δηλαδή των Πατέρων αυτής της κρίσιμης περιόδου που παρενεβλήθη μεταξύ των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας του Γ’ και Α΄ αιώνος. Οπότε, η μελέτη των Αποστολικών Πατέρων, που αποτελεί τον θεολογικό κρίκο μεταξύ της Αποστολικής και της πατερικής περιόδου, τον βοήθησε να δη τις βασικές θεολογικές αρχές περί της δημιουργίας του ανθρώπου και της πτώσεώς του, οι οποίες, βέβαια, αναπτύχθηκαν εκτενέστερα από μεταγενεστέρους Πατέρας.
Η διατριβή περί του προπατορικού αμαρτήματος εκπονείτο από τον π. Ιωάννη μέσα στην ατμόσφαιρα της πατερικής θεολογίας, αλλά και της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας.
Στις επιστολές του προς τους Κατίγκω και Πανάγο Πατέρα, κυρίως μεταξύ Αυγούστου του 1956 και Ιουνίου του 1957, μπορεί κανείς να βρη διάφορες πληροφορίες σχετικά με την συγγραφή της διατριβής του, αλλά και τις αντιρρήσεις που διετύπωνε ζωηρώς ο Παναγιώτης Τρεμπέλας, αλλά και διάφορες σκέψεις του πάνω στο θέμα αυτό. Τις επιστολές αυτές δημοσίευσε ο Καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός παλαιότερα 1
Ο π. Ιωάννης είχε σαφή γνώση ότι η μελέτη του αυτή περί του προπατορικού αμαρτήματος αποβλέπει «εις την επαναφοράν της συγχρόνου Ορθοδόξου σκέψεως και πράξεως εις την αγνήν παράδοσιν των αγίων Μαρτύρων και Πατέρων της Μόνης αληθινής Ορθοδόξου πίστεώς μας»2. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον αισθάνθηκε έκπληξη που συνάντησε αντιδράσεις από Ορθοδόξους Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Τελικά, η διατριβή του εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 19573.
Το σημαντικό, όμως, είναι ότι ο π. Ιωάννης το χρονικό διάστημα που είχε το θεολογικό πρόβλημα με τον Παναγιώτη Τρεμπέλα, και μάλιστα το Πάσχα του έτους 1957, επισκέφθηκε το άγιον Όρος, για να περάση εκεί τις εορτές και να συζήτηση το θέμα με τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη. Ο π. Θεόκλητος αισθάνθηκε βαθειά έκπληξη από την αντίδραση του Τρεμπέλα, δικαίωσε τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη και του υπέδειξε πώς θα έπρεπε να χειρισθή το θέμα, για να υπερπήδηση αυτήν την δυσκολία.
Σε κείμενο του π. Θεοκλήτου, που γράφηκε και δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1958, έναν σχεδόν χρόνο μετά την έγκριση της διατριβής, παρατίθεται η πρόσφατη τότε επιστολή του π. Ιωάννου προς αυτόν (π. Θεόκλητο) και τα σχετικά σχόλια του τελευταίου πάνω σε αυτήν. Από την επιστολή του π. Ιωάννου μαθαίνουμε ότι το Πάσχα του έτους 1957, κατά την μεγάλη κρίση με την διατριβή του, ευρισκόταν στο άγιον Όρος. Ήδη, όμως, και από άλλη επιστολή του πληροφορούμαστε ότι έκανε μερικές διορθώσεις στην διατριβή του και την κατέθεσε για την τελική κρίση τον Ιούνιο του 1957, δηλαδή μετά την επιστροφή του από το άγιον Όρος 4. Γράφει στην επιστολή του προς τον π. Θεόκλητο:
«Εύχομαι το γράμμα μου να εύρει Σας και τον αγαπητόν μας Γέροντα Γαβριήλ υγιαίνοντα σωματικώς και πνευματικώς και τα του Μοναστηρίου πλήρως εν τάξει. Λυπούμαι πολύ που δεν θα εορτάσωμεν εφέτος το Πάσχα μαζί. Ο νους μου ευρίσκεται πάντοτε εις το άγιον Όρος και με κάθε ευκαιρίαν προσπαθώ να διαφωτίσω τους γνωστούς μου περί αυτού». Στην συνέχεια, κάνει εύστοχες παρατηρήσεις για την κατάσταση που επικρατούσε στην Αμερική και για την αξία του Ορθοδόξου Μοναχισμού5.
Ο π. Θεόκλητος στο άρθρο του, σχολιάζοντας την επιστολή αυτή, μεταξύ των άλλων, γράφει:
«Ο καλός μου φίλος και ευλαβέστατος Πρεσβύτερος Ι.Ρωμανίδης δεν είναι θεολόγος της σειράς. Την Ορθοδοξίαν την έμαθε σε δύο-τρία Πανεπιστήμια και με την βοήθειαν της ασκήσεως που φωτίζει την ψυχή. Κάτοχος 4 γλωσσών με βαθυτάτην επιστημονικήν αρτίωσιν έδωκεν αληθινήν μάχην τελευταίως με Καθηγητάς του Πανεπιστημίου Αθηνών, επί του πεδίου της Ορθοδόξου θεολογίας, δια να λάβη την διδακτορίαν του με το περισπούδαστον θεολογικόν του σύγγραμμα υπό τον τίτλον «Το Προπατορικόν αμάρτημα»6. Σε άλλο σημείο γράφει για τον π. Ιωάννη: «Είναι κυριολεκτικώς καλόγηρος, τρεφόμενος από τους Αγίους Πατέρας και με την αγίαν λειτουργικήν ζωήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υμνών τον Θεόν επτάκις της ημέρας»7. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ετοίμαζε την διατριβή του διαβάζοντας τα κείμενα των Αγίων Πατέρων, συναναστρεφόμενος με ασκητές-ήσυχαστές, είχε επικοινωνία με το άγιον Όρος και προσευχόταν στον Θεό.
Καίτοι η διατριβή του π. Ιωάννη Ρωμανίδη για το«Προπατορικο αμάρτημα» απετέλεσε στροφή στις θεολογικές σπουδές στην Ελλάδα, με την πρόσληψη των Ορθοδόξων προϋποθέσεων για την μελέτη της πατερικής διδασκαλίας περί της γνώσεως του Θεού και της πτώσεως του ανθρώπου, εν τούτοις άφησε μερικά κενά, τα οποία συμπλήρωσε ο ίδιος αργότερα. Κάθε ανθρώπινο έργο, όταν μάλιστα γίνεται σε δύσκολο περιβάλλον, δεν είναι ολοκληρωμένο.
Πολλές φορές, κατά τις συνομιλίες που είχαμε, μου έλεγε ότι το βιβλίο «Το Προπατορικόν Αμάρτημα» έχει δυο-τρία «λάθη», τα οποία δεν είχαν εντοπίσει οι κριτές του, αλλά ο ίδιος τα διέγνωσε αργότερα και τα διόρθωσε σε άλλες μελέτες του.
Σε μια προφορική του ομιλία, όπως την διατηρώ απομαγνητοφωνημένη, έλεγε:
«Έχω γράψει ολόκληρο βιβλίο που λέγεται Προπατορικόν αμάρτημα, και όταν το έγραφα, ιδέαν δεν είχα το πώς κανείς φάνει σ’ αυτήν την ανιδιοτελή αγάπη. Είχα την περιγραφή, ας πούμε αναλυτικά, την βρήκα, ας πούμε την περιγραφή, αλλά η μέθοδος για να φθάσουμε στην ανιδιοτελή αγάπη, ποια είναι; Καθόμαστε και μιλάμε για ανιδιοτελή αγάπη. Και ποιος ημπορεί να γίνη ανιδιοτελής, ποιος έχει φθάσει στην ανιδιοτέλεια, ποιος έχει φθάσει στην αγάπη; Και όταν καθόμαστε και λέμε ότι έχουμε αγάπη, τι είμαστε; Έχουμε πραγματικά την αγάπη, ή υποκρινόμεθα ότι έχουμε την αγάπη; Αυτό είναι το πρόβλημα. Καταλάβατε;
Ωραία είναι τα κηρύγματα, γεμίζουν τον άμβωνα. Ωραία πράγματα. Οι Χριστιανοί κάθονται και ενθουσιάζονται με αυτά τα κηρύγματα. Ακούμε τα κηρύγματα. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω ακούσει το πώς, το τι. Ναι, το ποώ και το πώς».
Ο ίδιος, όπως το συναντούμε στο βιβλίο «Πατερική θεολογία», έλεγε ότι όταν οι Πατέρες έκαναν την διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, δεν το έκαναν στηριζόμενοι στην φιλοσοφία, αλλά στην εμπειρία τους, αφού όταν φθάνη κανείς στην θεοπτία, βλέπει την άκτιστη ενέργεια της θεότητός Του. Λέγει χαρακτηριστικά: «Έτσι η δύναμις αυτής της διακρίσεως (εννοεί μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό) ήταν μεγάλη, και εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Διότι και εγώ χρησιμοποιούσα αυτήν την διάκριση για χρόνια. Το «Προπατορικό Αμάρτημα» στην πρώτη του έκδοση ήταν βασισμένο σ’ αυτήν την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, από την αρχή μέχρι του τέλους του, αλλά στην νέα έκδοση θα τακτοποιηθή το βιβλίο ως προς το σημείο αυτό. Αλλά και πολλούς ετεροδόξους, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν την εμπειρική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, έπεισα για την ανάγκη να γίνεται αυτή η διάκρισις, χρησιμοποιώντας την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Βέβαια, ναι μεν τους επεισα, αλλά τους έπεισα στραβά επάνω στο θέμα αυτό. Διότι μετά ανεκάλυψα ότι οι Πατέρες δεν κάνουν φιλοσοφική διάκριση μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, αλλά κάνουν εμπειρική διάκριση. Δηλαδή Βιβλική διάκριση, που βασίζεται στην εμπειρία της Θεώσεως και όχι στην φιλοσοφία»8.
Νομίζω ότι τα «λάθη» αυτά «ουσιαστικά παραλείψεις» συνίστανται σε μερικά βασικά σημεία, τα οποία αργότερα εντόπισε ο ίδιος, και τα οποία ερμηνεύουν κατά τον καλύτερο τρόπο την διατριβή του, και χωρίς αυτά δεν μπορεί κανείς να κατανόηση τις βασικές θεολογικές θέσεις της διατριβής. Έτσι, συναντούμε τις σημαντικές αυτές διορθώσεις ή μάλλον ερμηνείες στον Πρόλογο της δευτέρας εκδόσεως (εκδόσεις Δόμος) της διατριβής του. Στην αρχή επισημαίνει:
«Η παρούσα μελέτη ανήκει εις την εποχήν, καθ’ ην κατεβάλλοντο προσπάθειαι εξακριβώσεως ετεροδόξων επιδράσεων επί της Ορθοδόξου θεολογίας, ήτο δε αρκούντως αισθητή η παρέκκλισις εκ της πατερικής παραδόσεως. Σήμερον δυνάμεθα να περιγράφωμεν τα πλαίσια, εντός των οποίων εσχεδιάσθησαν και επεχειρήθηκαν αι επεμβάσεις των ετεροδόξων, πλαίσια πολιτικά και θεολογικά, δια την κατάργησιν της Ρωμαιοσύνης και την δυτικοποίησιν της Ορθοδοξίας»9.
Περιγράφοντας τα πολιτικά πλαίσια γράφει: «Ότε εγράφετο η παρούσα μελέτη, δεν ήτο εισέτι αισθητόν ότι εις ξένα κέντρα αποφάσεων εσχεδιάσθη ουχί μόνον η κατάργησις της Ρωμαιοσυνης, αλλά και η αλλοίωσις της Ορθοδοξίας κατά τα πρότυπα των Δυτικών»10. Και αναφέρεται διεξοδικά στον Ναπολέοντα και το επιτελείο του, σε αναφορά με την πλαστογράφηση της Ιστορίας από τους Φραγκολατίνους.
Στα θεολογικά πλαίσια κατεγράφησαν διεξοδικώς διάφορα σημαντικά σημεία, όπως το σχέδιο δυτικοποιήσεως της Ορθοδοξίας από τους Φράγκους, τα θεμέλια της εμπειρικής θεολογίας, με σχετική ερμηνεία χωρίων της Α’ προς Κορινθίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου, η άκτιστη αλήθεια και η έξωθεν παιδεία, η διάκριση ουσίας και ενεργείας στον Θεό, η αλλαγή θρησκείας με τα αυτά δόγματα, όπου εκτίθεται το γεγονός ότι η νεοελληνική πραγματικότητα, παρά την διατήρηση των δογμάτων, αντικατέστησε την κάθαρση της καρδίας με την χρεωκοπημένη φιλοσοφική ηθική, τον φωτισμό της καρδίας με τον ετοιμοθάνατο μεταφυσικό φωτισμό της διανοίας, καθώς επίσης κατήργησε την θεολογία της Θεώσεως11.
Μελετώντας τον Πρόλογο αυτόν μπορούμε να εντοπίσουμε, μεταξύ των άλλων, τρία νέα σημεία που «ανεκάλυψε» μετά την εκπόνηση της διατριβής του και τα οποία βλέπουμε ανεπτυγμένα σε μεταγενέστερα κείμενά του, αλλά και στις προφορικές του παραδόσεις.
Το πρώτον είναι ότι, καίτοι στην διατριβή του ανέλυσε Ορθόδοξα τα περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό, εν τούτοις δεν είχε ακόμη αναπτύξει τα περί Ορθοδόξου ησυχασμού, με τον οποίο μετέχει κανείς των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο διάλογος μεταξύ του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Βαρλαάμ άρχισε από την διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος, συνεχίσθηκε στο περί της διακρίσεως Ακτίστου ουσίας και Ακτίστου ενεργείας στον Θεό και προχώρησε στην νοερά προσευχή και την θέα του Ακτίστου Φωτός. Από αυτό φαίνεται ότι με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, βιώνονται οι άκτιστες ενέργειες του Θεού, αλλιώς η θεολογική ανάλυση των ακτίστων ενεργειών του Θεού είναι λογική-φιλοσοφική. Όταν κανείς έχει πρόβλημα με τον ησυχασμό, τον οποίο μπορεί να θεωρή ως «νεοευσεβισμό», δεν μπορεί να έχη ορθή διδασκαλία στο θέμα της γνώσεως του Θεού, έστω και αν ομιλή για διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Ο ησυχασμός είναι το «πώς», δηλαδή ο τρόπος για την μέθεξη της Ακτίστου Χάριτος του Θεού, την βίωση της ανιδιοτελούς αγάπης.
Το δεύτερον είναι ότι η ουσία του προπατορικού αμαρτήματος των Πρωτοπλάστων είναι ο σκοτασμός του νοός του ανθρώπου και η ταύτισή του με την λογική. Αυτό στην πραγματικότητα συνιστά την πτώση του ανθρώπου. Η ανάλυση που κάνει ο π. Ιωάννης της Α’ προς Κορινθίους επιστολής και τα όσα γράφει περί νοερας προσευχής και προφητείας είναι μια έκφραση του Ορθοδόξου ησυχασμού, που είναι η βάση της Ορθοδόξου θεολογίας. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο σε όλες τις ομιλίες του επέμενε πολύ στα περί της νοεράς προσευχής, στην κάθαρση της καρδίας από τα πάθη, τον φωτισμό του νοός, την κάθοδο του νου στην καρδιά και την θεωρία του Ακτίστου Φωτός. Αυτή η διδασκαλία αποτελεί τον πυρήνα της Ορθοδόξου θεολογίας, όπως φαίνεται στους Πατέρες του Α΄ αιώνος, ιδίως στον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, στον Άγιο Μάξιμο τον ομολογητή και την γνωστή Φιλοκαλία.
Το τρίτο σημείο είναι η διαφορά μεταξύ των Ρωμαίων Πατέρων της Εκκλησίας και των Φραγκολατίνων, όπως το βλέπουμε σε μεταγενέστερα κείμενά του. Και εδώ δεν πρόκειται για έναν εθνικισμό, αλλά για μια θεολογική διαφοροποίηση, αφού οι Φραγκολατίνοι εγκολπώθηκαν τον σχολαστικισμό και πολέμησαν τον ησυχασμό, ενώ οι Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας ομίλησαν Ορθοδόξως, επειδή ζούσαν μέσα στο κλίμα του Ορθοδόξου ησυχασμού.
Αυτό σημαίνει ότι και αυτός ο ίδιος ο Ρωμανίδης συμπλήρωσε τις θεολογικές του θέσεις. Η Ελληνική θεολογία, ύστερα από τον επηρεασμό της από τον δυτικό σχολαστικισμό και ηθικισμό, έπρεπε να κάνη μεγάλη πορεία, για να φθάση στις πηγές της και στο απαραίτητο ησυχαστικό υπόβαθρό της. Και, φυσικά, ακόμη και τώρα πρέπει να προσεχθή, ώστε αυτή η ησυχαστική παράδοση να μη εκληφθή ως ευσεβισμός.
Οι δύο θεολόγοι Καθηγητές, Παναγιώτης Τρεμπέλας και π. Ιωάννης Ρωμανίδης, αποκατέστησαν τις σχέσεις τους στην συνέχεια και ο καθένας εκτιμούσε την θεολογική προσφορά του άλλου. Αυτό είναι δείγμα μεγάλων θεολόγων και μεγάλων ανδρών.
Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας υποστήριξε τον Ρωμανίδη σε μια δύσκολη θεολογική φάση της ζωής του, όταν πλέον ήταν Καθηγητής της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης και εκπροσωπούσε την Εκκλησία της Ελλάδος στον διάλογο με τους Αγγλικανούς. Έχω στο αρχείο μου τον φάκελο ενός Διορθοδόξου Διαλόγου που έγινε στο Σαμπεζύ της Γενεύης την 8-11 Σεπτεμβρίου του έτους 1972 σχετικά με το θέμα «Το λυτρωτικόν έργον του Χριστού εν τω σταυρώ και τη αναστάσει», προκειμένου να ετοιμασθούν τα κείμενα για τον διάλογο με τους Αγγλικανούς. Κατά την διάρκεια των συνεδριάσεων αυτών έγιναν και εγράφησαν πολλά, αλλά εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι αμφισβητήθηκαν από μερικά μέλη της Διορθοδόξου Επιτροπής οι απόψεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, και μάλιστα εθεωρήθησαν ως αιρετικές.
Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης αναφέρθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, της οποίας ήταν εκπρόσωπος, και ζήτησε την γνώμη της για τις απόψεις που κατέθεσε στην Διορθόδοξη Επιτροπή. Η Ιερά Σύνοδος απέστειλε το σχετικό υλικό σε τρεις ειδικούς Καθηγητές, τον Παναγιώτη Τρεμπέλα, τον Ιωάννη Καρμίρη και τον Ιωάννη Καλογήρου, για να διατυπώσουν τις απόψεις τους, πράγμα που έπραξαν.
Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας στην από 18ης Ιανουαρίου 1973 έκθεσή του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος αναλύει το θέμα και γράφει περί του π. Ιωάννου Ρωμανίδου:
«Τον π. Ρωμανίδην θα ηδύνατό τις να καταλέξει μεταξύ των ιδιαιτέρων θαυμαστών τού Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και να παρακολουθήση ως εντρυφώντα εις τα συγγράμματα αυτού, εντόνως δε προσελκυσθέντα από τας θαυμαστάς επιδόσεις των ησυχαστών εν τη πνευματική ζωή».
Σε άλλο σημείο γράφει:
«Ταύτα προς διαλεύκανσιν τού ότι ο π. Ρωμανίδης εις ουδέν το σοβαρόν παρεξέκλινε κακόδοξον κατά την από των σημειώσεών του προφορικήν έκθεσιν εν τη διασκέψει του Ελσίνσκι. Ενδέχεται μεν εις τινας των συνέδρων να παρουσιάσθησαν τα εκτεθέντα δύσληπτα και εις τους αγεύστους της διδασκαλίας του Αγίου Παλαμά σύγχυσιν προκαλούντα ή και μη σχετιζόμενα αμέσως προς το θέμα τής ανατεθειμένης εις τον π. Ρωμανίδην υπό της Θεολογικής Επιτροπής Εκθέσεως, ως ύποπτα όμως κακοδοξίας και οπωσδήποτε απόβλητα δεν δύνανται βασίμως να χαρακτηρισθούν»12.
Και αλλού γράφει:
«Ο π. Ρωμανίδης είναι θιασώτης τής αποφατικής θελογίας, έχει δε υποστή βαθείαν την επίδρασιν από την διδασκαλίαν του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά και της ασκήσεως και ορολογίας των Νηπτικών Πατέρων και μάλιστα των υπό του Αγίου Παλαμά προασπισθέντων ησυχαστών»13.
Αλλά και ο π. Ιωάννης ο Ρωμανίδης έγραψε επαινετικά για τον Παναγιώτη Τρεμπέλα στην εισαγωγή τής Δογματικής του, όταν δίδασκε ως Καθηγητής της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στην εισαγωγή του βιβλίου του με τίτλο «Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», που εξεδόθη το έτος 1973, μόλις δακαπέντε χρόνια μετά την αλληλογραφία μεταξύ τους, για μερικές θέσεις της διατριβής του, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει:
«Επίσης, ο μελετητής των εν προκειμένω θεμάτων οφείλει να έχη υπ’ όψιν και να μελετήση επισταμένως τα περί Δογματικής και Συμβολικής έργα των νεωτέρων κορυφαίων Ορθοδόξων Θεολόγων, των Ελλήνων και μη Ελλήνων, ως και την προσπάθειαν αυτών να επανέλθουν εις τας πατερικάς πηγάς. Μεταξύ των Ελλήνων ηγετών εις την προσπάθειαν αυτήν είναι κατά πρώτον λόγον ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Καρμίρης, όστις παρήγαγε κολοσσιαίον έργον εις την αναδημιουργίαν των ιδικών πλαισίων της Ορθοδόξου Δογματικής και Συμβολικής θεολογίας… .
Εξίσου απαραίτητος είναι η μελέτη της Δογματικής του κορυφαίου Δογματικού και Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Π. Τρεμπέλα, όστις επίσης ηκολούθησε γραμμήν επανόδου της νεωτέρας Ορθοδόξου Θεολογίας εις την Πατερικήν παράδοσιν. Παραλλήλως πρέπει κανείς να κάμνη χρήσιν των ερμηνευτικών Πατερικών κειμένων, τα οποία συνέλεξεν ο κ. Τρεμπέλας εις τα ερμηνευτικά του σχόλια εις την αγίαν Γραφήν και να χρησιμοποιήση ταύτα ως γέφυραν προς τα ερμηνευτικά μνημεία των Πατέρων»14.
Και οι δύο μεγάλοι θεολόγοι και πνευματικοί άνδρες έζησαν μέσα στην Εκκλησία με σεβασμό στην παράδοσή της και τους θεσμούς της, αλλά και εκοιμήθηκαν Ορθοδόξως μέσα στα σπλάχνα της.
Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας προσέφερε πολλά στην Ορθόδοξη Εκκλησία, με τα κείμενα και τις ομιλίες του, μέχρι το βαθύτατο γήρας του. Είναι χαρακτηριστικός ο πρόλογος της εκθέσεώς του προς την Ιερά Σύνοδο, αποσπάσματα της οποίας παρετέθησαν προηγουμένως.
Γράφει ότι διαβάζοντας το έγγραφο της Ιεράς Συνόδου, με το οποίο του ζητούσε να εκφράση την άποψή του για τα όσα έγιναν στο Σαμπεζύ της Γενεύης, αισθάνθηκε τιμή προς το πρόσωπό του, αλλά διατυπώνει και τους δισταγμούς του να αναλάβη το έργο αυτό. Οι δισταγμοί του προέρχονται αφ’ ενός μεν από το γεγονός ότι προσεγγίζει «την ενάτην δεκαετηρίδα της ανθρώπινης ζωής» και διαθέτει «ήδη σφόδρα τα περιωρισμένα όρια της διανοητικής και της άλλης αντοχής», αφ’ ετέρου δε δεν θέλει να προκαλέση κάποια δυσαρέσκεια με τα όσα θα υποστηρίξη στην έκθεσή του. Είναι σημαντικό να δούμε την σκέψη του ως προς το τελευταίο αυτό σημείο:
«Καθ’ ον χρόνον ούτος (ο ίδιος δηλαδή) αναμένει από στιγμής εις στιγμήν τον θάνατον, καλείται, ίνα επιληφθή ζητήματος, εις το οποίον ανάμιξις και η επ’ αυτού κρίσις κατ’ ανάγκην θα προκαλέση δυσαρεσκείας, αίτινες βαρύ μετά των άλλων αυτού αμαρτημάτων θα καταστήσωσι το χώμα του τάφου, του ετοίμου να δεχθή το οσονούπω άψυχον μετά την απότισιν του κοινού χρέους αποβησόμενον σαρκίον αυτού»15.
Όμως, δεν μπορεί και να αρνηθή την Συνοδική «επιταγήν», πράγμα που θα το θεωρούσε ως «φυγομαχίαν» και «προδοσίαν». Ακριβώς για τον λόγο αυτόν προχωρεί στην διατύπωση των σκέψεών του, αφού προηγουμένως ζητά τις ευχές των αρχιερέων που συγκροτούν την Ιερά Σύνοδο. Γράφει:
«Αλλά και η άρνησις εις την επιταγήν της Ανωτάτης εκκλησιαστικής αρχής εξ άλλου παρεστάθη εις αυτόν ως δημιουργούσα ανεπίτρεπτον φυγομαχίαν, αν μη και προδοσίαν, εν ώρα, καθ’ ην ούτος ως μέλος και στρατιώτης της εις ην ανήκει Εκκλησίας, καλείται υπ’ Αυτής εις ομολογίαν πίστεως. Διό κύπτων την κεφαλήν ανεξαρτήτως τού αν θα προφθάση να αποπερατώση την εκζητουμένην έκθεσιν, πείθεται τω εκκλησιαστικώ κελεύσματι εξαιτούμενος τας ευχάς μεν των συγκροτούντων την παρακελεύουσαν και επιτάσσουσαν Ι. Σύνοδον Αγίων Αρχιερέων, όπως αύται και εν φρουρίω απορθήτω κατασφαλίσωσι τούτον από πάσης μεροληπτικής και αδίκου κρίσεως, την συγγνώμην δε προκαταβολικώς δια παν παράπονον, όπερ τυχόν θα προεκαλείτο εις θιγησόμενα άλλως σεβαστά και έντιμα πρόσωπα εξ αίτιας του έργου, εις το οποίον καθ’ υπακοήν εις το υπερκείμενον αυτού Σεπτόν Συνοδικόν πρόσταγμα καλείται»16.
Οι εισαγωγικές αυτές σκέψεις του Παναγιώτου Τρεμπέλα στην έκθεση προς την Ιερά Σύνοδο δείχνουν, με καθαρό τρόπο, το εκκλησιαστικό του φρόνημα, που τον διακατείχε μέχρι την κοίμησή του. Έχω δε υπ’ όψη μου ιδιόχειρο σημείωμα του Παναγιώτη Τρεμπέλα, που έγραψε λίγο πριν την κοίμησή του και είναι δείγμα του εκκλησιαστικού φρονήματός του:
«1). Η επισημοτέρα ώρα του Χριστιανού είναι η ώρα του Βαπτίσματος (καθ’ ην γίνεται υιοθεσία υπό του Θεού). 2). Η ιερωτέρα στιγμή της ζωής του είναι η της θείας Κοινωνίας. 3). Η ευτυχεστέρα ώρα του πιστού αγωνιστού είναι η τού θανάτου, καθ’ ην απολαμβάνει την μακαρίαν αιωνιότητα εν Χριστώ Ιησού»17.
Μάλιστα ο Τρεμπέλας έδειξε ιδιαίτερη αγάπη στον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, όταν ο τελευταίος τον επισκέφθηκε κατά την διάρκεια της ασθενείας του, και, κατά την μαρτυρία του, την οποία διασώζει ο Αθανάσιος Σακαρέλλος, δικηγόρος του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, ο Παναγιώτης Τρεμπέλας αναθεώρησε την στάση του στην παλαιά επιθετική ενέργειά του προς τον υποψήφιο διδάκτορα π. Ιωάννη Ρωμανίδη.
Και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός γράφει σε παλαιότερο βιβλίο του, που μνημονεύσαμε πιο πάνω: «Σε προσωπικό επίπεδο δεν μειώθηκε ποτέ ο σεβασμός του π. Ιωάννη προς τον Π. Τρεμπέλα. Αυξήθηκε μάλλον, όταν περί το τέλος της ζωής του ο υπέργηρος καθηγητής κάλεσε και τον π. Ιωάννη στο Νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν, για να τον ασπασθεί, να του φιλήσει το χέρι και να ειρηνεύσουν. Μεγάλη στιγμή, πραγματικά, για δυο μεγάλους θεολόγους και Ακαδημαϊκούς Διδασκάλους!». Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο π. Ιωάννης, καίτοι είχε ετοιμάσει για έκδοση την αλληλογραφία αυτήν, ανέστειλε την έκδοσή της18.
Αλλά και ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έζησε προς το τέλος της ζωής του ταπεινά και ησυχαστικά, αποσυρμένος ουσιαστικά από όλην την θεολογική και άλλη δραστηριότητα, προσευχόμενος με το κομποσχοίνι, και με τις καθημερινές ακολουθίες, ανάβοντας κεριά στο μικρό μανουάλι που υπήρχε στο δωμάτιό του, όπως μου δόθηκε η ευκαιρία να δω προσωπικά στο δωμάτιό του, λίγες μόλις ημέρες πριν την κοίμησή του. Ζούσε με ταπεινό και προσευχητικό τρόπο, χωρίς να έρχεται σε αντιπαράθεση με όσους τον αδικούσαν και τον συκοφαντούσαν. Χαρακτηριστικά ενθυμούμαι, ότι όταν τον Ιούνιο του 1995 βρεθήκαμε μαζί στο Βαγκούβερ του Καναδά να δίδουμε μια σειρά μαθημάτων σε ένα Ορθόδοξο Σεμινάριο -εκείνος δίδασκε τα ιστορικά πλαίσια της Ορθοδόξου Παραδόσεως και εγώ το ησυχαστικό-νηπτικό περιεχόμενό της- στενοχωρήθηκε πολύ από μια άδικη επίθεση που τού έγινε, αλλά και πάλιν δεν απήντησε προσωπικά στο άδικο και συκοφαντικό εκείνο δημοσίευμα, χάρηκε όμως που το έργο αυτό έκανε ο π. Γεώργιος Μεταλληνός.
Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να δώσω την μαρτυρία μου για το πόσο αγαπούσε και εκτιμούσε τον π. Γεώργιο Μεταλληνό και μάλιστα μια φορά σε συζήτησή μας τον απεκάλεσε «ογκόλιθο» Καθηγητή της Ορθοδόξου Θεολογίας, «φοβερόν», αλλά και «πραγματικό λιοντάρι» στους διάλογους με τους ετεροδόξους.
Μέσα από τα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε την αλληλογραφία μεταξύ των δύο αυτών μεγάλων θεολογικών αναστημάτων. Και τελικά, σύμφωνα με την έκδοση και με το σκεπτικό του π. Γεωργίου Μεταλληνού, δημοσιεύεται εδώ, για να δούμε το κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη.
Τα κείμενα της αλληλογραφίας θα πρέπη να μελετηθούν χωρίς να κρίνουμε τα πρόσωπα, αλλά να δούμε την προσπάθεια που έκαναν για την επαναφορά της Ορθοδόξου θεολογίας στις πηγές της. Και κυρίως να δούμε την Ορθόδοξη θεολογία του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, όπως φάνηκε στην διατριβή του, που αργότερα συμπλήρωσε με νεώτερες παρατηρήσεις, όπως και την μαχητικότητα του νέου αυτού θεολόγου που δεν γνώριζε την Ελληνική πραγματικότητα και εξεπλάγη που την συνάντησε, και δεν υπεχώρησε από τις απόψεις του, αλλά συγχρόνως να δούμε και την μαχητικότητα του Παναγιώτη Τρεμπέλα, σε μια, νομιζόμενη από αυτόν, διαφοροποίηση διαφόρων θεολογικών θέσεων. Και τελικά πρέπει να εκτιμήσουμε πως και οι δύο συναντήθηκαν ακριβώς γιατί είχαν αγαθή πρόθεση.
Οι λόγοι της δημοσιεύσεως της αλληλογραφίας αυτής είναι θεολογικοί, ιστορικοί και επιστημονικοί και όχι προσωπικοί, όπως σημειώνει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, και φανερώνουν την προσπάθεια επαναφοράς της Ελληνικής θεολογικής σκέψης στις πατερικές πηγές, μετά την περιπλάνησή της στην δυτική σχολαστική θεολογία, αλλά και την κάθαρση της από ξένες προσμίξεις. Σε αυτό το έργο έπαιξε πρώτο και σημαντικό ρόλο η διατριβή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου με τίτλο «Το Προπατορικό Αμάρτημα». Έτσι, η παρούσα έκδοση δεν αφορά τον Καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα, αλλά όλη την θεολογική ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα, από την οποία είχε αρχίσει να διαφοροποιήται ο Παναγιώτης Τρεμπέλας, οπότε και η προσφορά του υπήρξε σημαντική.
Γι’ αυτό και συγχαίρω τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, διακεκριμένο ομότιμο Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, γιατί ανέλαβε, με το κύρος και την προσωπικότητά του, την έκδοση αυτής της σπουδαίας από πάσης πλευράς αλληλογραφίας, που, επαναλαμβάνω και πάλι, δεν είναι προσωπική, αλλά αναφέρεται σε όλον τον εκκλησιαστικό και θεολογικό κόσμο της εποχής εκείνης.
Μάιος 2008.
Σημειώσεις:
- Βλέπε Π. Γεωργίου Μεταλληνού,Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης, ο «προφήτης της Ρωμηοσύνης» Προσωπογραφούμενος μέσα από άγνωστα και λίγο γνωστά κείμενα, Αρμός, Αθήνα 2003, σελ. 90 και εξής.
- Ένθ. Ανωτ., σελ. 94.
- Ένθ. Ανωτ., σελ. 104.
- Ένθ. Ανωτ., σελ. 100.
- Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου,Αθωνικά Άνθη, τόμ. Α’, Β΄ εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, σελ. 118.
- Ένθ. Ανωτ., σελ. 119-120.
- Ένθ. Ανωτ., σελ. 120.
- Πρωτοπρ. Ιωάννου Ρωμανίδου,Πατερική Θεολογία, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 261.
- Ιωάννου Ρωμανίδου,Το προπατορικόν Αμάρτημα, Δεύτερη έκδοση, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1989, σελ. ιε΄.
- Ένθ. Ανωτ.
- Ένθ. Ανωτ., κδ’ και εξής.
- Σελ. 19.
- Σελ. 25.
- Πρωτοπρ. Ιωάννου Ρωμανίδου,Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος Α’, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 3-4.
- Σελ. 1.
- Σελ. 1-2.
- ΠεριοδικόΤόλμη, Νοέμβριος 2007, σελ. 23.
- π. Γεωργίου Μεταλληνού,Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης, ένθ. ανωτ. σελ. 102, σημ.
Απόσπασμα Β:
Ειδική Εισαγωγή π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Ο αείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ (1893-1979)1, ο μεγαλύτερος Ορθόδοξος Θεολόγος του 20ού αιώνα, τόλμησε να μιλήσει για την «βαβυλώνιο αιχμαλωσία» της Ρωσικής Θεολογίας2 μέσα στην δίνη του σχολαστικισμού από τον 17ον αιώνα, με τις λατινίζουσες Ακαδημίες του ρωσικού χώρου. Η διερεύνηση αυτού του προβληματισμού πραγματοποιήθηκε με σημαντικές ανακοινώσεις3 Ορθοδόξων ακαδημαϊκών Θεολόγων στο Α’ Συνέδριο των Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών στην Αθήνα το 19364
Τις περιπέτειες της Ρωσικής Θεολογίας έζησε και η Ελληνική5, με τον εκδυτικισμό της, στον χώρο κυρίως της λογιοσύνης, κάτι που έλαβε προοδευτικά ανησυχητικές διαστάσεις από την ίδρυση των πρώτων ελληνικών Θεολογικών Σχολών, στην Ιόνιο Ακαδημία (1824)6 και κυρίως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837)7. Ο σχολαστικός κατήφορος και η ανάπτυξη του θεολογικού ακαδημαϊσμού εντάθηκαν από τον 19ον αιώνα, διότι η ακαδημαϊκή («επιστημονική») θεολόγηση υποτάχθηκε και αυτή, μέσα στο κυρίαρχο ρεύμα του εξευρωπαϊσμού, στα δυτικά πρότυπα. Έτσι, με το πρόσχημα της προόδου, επιχειρήθηκε τυφλή μίμηση της δυτικής θεολογικής μεθόδου και παράλληλη υποτίμηση της παραδοσιακής αγιοπατερικής θεολόγησης, με όλες τις αναπόφευκτες συνέπειες8. Αυτό σήμαινε ότι η Θεολογία, ως δογματική, συμφύρθηκε με την φιλοσοφική θεολόγηση, την μεταφυσική, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται έκτοτε μια Θεολογία «εκ των κάτω», ως λογική διαχείριση του γράμματος της παραδόσεως, με τα δεδομένα του ακαδημαϊσμού και, τελικά, εκφιλοσόφηση της πίστεως. Οι Σχολές μας κατάρτιζαν «ακαδημαϊκούς Θεολόγους», τέρατα ενίοτε eruditionis και επιστημονισμού, άμοιρους όμως εν πολλοίς του πατερικού πνεύματος και της ασκητικο-νηπτικής μεθόδου, που, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας, υποκαταστάθηκε από την ηθικολογία και τον κοινωνικό «καθωσπρεπισμό». Οι Θεολόγοι μας μετεβλήθησαν σε μεταφυσικούς στοχαστές και οι Πνευματικοί μας Πατέρες σε ηθικολόγους καθοδηγητές, όπως συνήθιζε να λέγει συχνά ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης.
Αυτή είναι η δική μας -η ελλαδική βαβυλώνια αιχμαλωσία της Θεολογίας μας, η οποία μπορεί να ερευνηθεί στο πλαίσιο της ιστορικής πορείας των Θεολογικών Σχολών μας, των Αθηνών κυρίως (από το 1837) και λιγότερο της Θεσσαλονίκης (από το 1942/45)9. Η περίοδος όμως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι πολύ δημιουργική, διότι με την «ανακάλυψη» του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά από τους Ρώσους Ορθοδόξους Θεολόγους και μάλιστα «της διασποράς»10, ένας από τους οποίους ήταν και ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, άρχισε η συνειδητοποίηση της φθοράς, που έφερε στην θεολογική μας σκέψη και μέθοδο η σχολαστικοποίηση, δηλαδή η εκφιλοσόφηση και εκνομίκευση της πίστεώς μας και ο ευρύτερος εκδυτικισμός μας11.
Ιδιαίτερα για την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την εποχή της ενασχόλησης με τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά του καθηγητή της Γρηγορίου Παπαμιχαήλ (1874-1956)12, αρχίζει μακρά μεταβατική περίοδος στην ανανέωση των κριτηρίων και την επανασυνάντηση με την αγιοπατερική Θεολογία, με το πνεύμα δηλαδή των Πατέρων και όχι μόνο τα χωρία τους, αποκομμένα από το αυθεντικό πλαίσιο ζωής και εμπειρίας τους.
Στην παρακολούθηση αυτής της πορείας συμβάλλει σημαντικά η θεολογική (επιστημονική, με κάθε δηλαδή αναγκαία τεκμηρίωση) «αλληλογραφία» δύο επιφανών ακαδημαϊκών Θεολόγων, μεγάλης εμβέλειας, του μακαριστού πρωτοπρεσβυτέρου π. Ιωάννου Ρωμανίδη (1927-2001)13 και του αειμνήστου καθηγητού Παναγιώτου Τρεμπέλα (1886-1977)14. Θέμα της «αλληλογραφίας» αυτής υπήρξε η διδακτορική διατριβή του πρώτου, η οποία έμελλε να αποτελέσει σταθμό, από πολλών απόψεων, στην ελλαδική πανεπιστημιακή θεολόγηση, και μάλιστα σε σημείο, που να μπορούμε αστασίαστα να διακρίνουμε την πορεία της πλέον σε εποχή «προ Ρωμανίδη» και εποχή «μετ’ αυτόν».
1 Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης σε όλη την ζωή του υπήρξε -και παραμένει ακόμη και μετά θάνατον- «σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκάς Β΄, 34) και αυτό, διότι προκαλούσε τις εκδυτικισμένες συνειδήσεις η άκαμπτη θεολογική παραδοσιακότητά του και η βαθειά γνώση του στην πατερική παράδοση, που από την νεότητάτου επαρκώς διέθετε, αλλά και η εμμονή του σ’ αυτήν. Οι φίλοι του τον θαύμαζαν γι’ αυτό, αλλ’ οι αντίπαλοί του τον φθονούσαν, πολεμώντας τον με κάθε μέσο μέχρι το τέλος της ζωής του και όχι πάντα με έντιμο τρόπο. Η αδυναμία δε εξουθενώσεώς του με όπλα επιστημονικά άνοιξε τον δρόμο σε άνανδρες συκοφαντικές επιθέσεις15, ακόμη και μετά τον θάνατο του, αφού, ως γνωστόν, «προς τον εχονθ’ ο φθόνος έρπει» (Σοφ. Αίας). Εντάσεις, βέβαια, στις σχέσεις του με τους συναδέλφους του δημιουργούσαν και οι ενδοπανεπιστημιακές συγκυρίες, τις οποίες κανείς, δυστυχώς, δεν μπορεί να αποφύγει. Οι Πανεπιστημιακές Σχολές είναι ο ιδανικότερος χώρος, για να δυσαρεστείς και να δυσαρεστείσαι…
Η επιθετικότητα κατά του π. Ιωάννου, σε συνδυασμό με την απόκρουση της θεολογίας του, και κυρίως της αναγεννητικής επαναστατικότητάς της, ήταν περισσότερο αντιληπτή στους διαχριστιανικούς διαλόγους16, όταν μνημειώδη κείμενα του, που χάραζαν τα ακριβή θεολογικά και ορθοδοξοπατερικά πλαίσια, με διάφορες παρασκηνιακές επεμβάσεις, περιθωριοποιούνταν17, για να μην ακουσθεί μία καθαρά Ορθόδοξη μαρτυρία, η αυθεντική δηλαδή. Η αντίδραση όμως κατά του π. Ιωάννου, κατά την ταπεινή μου εκτίμηση, προερχόταν σχεδόν κατά κανόνα από την πλευρά της Ορθοδόξου εκπροσωπήσεως και κατ’ εξοχήν της ελληνοφώνου. Ο π. Ιωάννης προκαλούσε με την θεολογία του όσους δούλευαν ακόμη στον σχολαστικισμό και την δυτικίζουσα «επιστημονική» θεολόγηση. Αλλά και κάτι σημαντικότερο. Ο π. Ιωάννης κύριο έργο και αποστολή των θεολογικών διαχριστιανικών διαλόγων θεωρούσε, όπως άλλωστε και ο π. Γ. Φλορόφσκυ, την διακρίβωση σε κάθε περίπτωση της Αλήθειας, για μία «εν αληθεία» συνάντηση με την ετεροδοξία, ξένος πάντοτε προς κάθε συμβιβαστική κίνηση.
Κάτι ανάλογο συνέβη σε ένα πρώιμο στάδιο και με την διδακτορική διατριβή του, ένα βιβλίο με τεράστια σημασία18, στο οποίο κατά βάση οφείλεται και στηρίζεται η παραπάνω διάκριση στην νεώτερη θεολογία μας σε εποχή «προ» και «μετά» Ρωμανίδη. Έτος αφετηριακό γι’ αυτό το 1956, όταν ο 29ετής Θεολόγος, προερχόμενος από τον Ελληνισμό των Η. Π. Α., π. Ιωάννης Ρωμανίδης, υπέβαλε στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την «αινέσιμον επί διδακτορία» διατριβή του, με θέμα «Το προπατορικόν αμάρτημα» (1η εκδ. Αθήνα 1957 και β’ εκδ. με διευρυμένο Πρόλογο, Αθήνα, Δόμος, 1989). Έγινε και αγγλική μετάφραση της μελέτης, με ειδική Εισαγωγή, από τον Δρα George Samuel Gabriel, Zephyr 2002, β’ εκδ., Nidgewood N. J.
Ο π. Ιωάννης αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων να αποδυθεί σε έναν πείσμονα θεολογικό αγώνα, για να υπερασπίσει την διατριβή του στην Αθήνα, έναντι εκείνων, που για διαφόρους λόγους αμφισβητούσαν την ορθοδοξία της, εκλαμβάνοντας καθαρά πατερικές θέσεις του συγγραφέα ως αιρετικές, κρίνοντας όμως με καθαρά σχολαστικές-δυτικές προϋποθέσεις, λόγω της συνεχιζόμενης ακόμη σχολαστικής μας αιχμαλωσίας.
Στην υπέρβασή της ακριβώς συνέβαλε ο «αμερικανοθρεμμένος» μεν, αλλά βαθύς γνώστης της πατερικής παραδόσεως π. Ιωάννης, και όχι μόνο με την διατριβή του και τις δημοσιευμένες πριν από αυτήν μελέτες του, αλλά και με τις επιστολιμαίες απαντήσεις του στον αείμνηστο καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα19, τον κύριο επικριτή του. Ο τελευταίος, «μέγας μεγαλωστί» και στην ευφυΐα και παιδεία του, αλλά και στην τεράστια προσφορά του στην κατήχηση του Λαού και την προφύλαξη του από ανατρεπτικές της Ορθοδόξου παραδόσεως ιδεολογίες και προπαγάνδες20, με την γνωστή παγκοίνως ορμητικότητα και μαχητικότητά του, αμφισβήτησε, με αγαθή μάλλον συνείδηση, την ορθοδοξία της διατριβής και την προσφορά της. Μη δεχόμενος δε «εκ του σύνεγγυς» συζήτηση των προβλημάτων με τον π. Ιωάννη, ανέπτυσσε την κριτική του σε γράμματα προς την Σχολή, των οποίων όμως ελάμβανε πλάγια γνώση ο υποψήφιος, ο οποίος και απαντούσε στις εναντίον της διατριβής του κατηγορίες του διαπρεπούς και προς το τέλος της σταδιοδρομίας του πανεπιστημιακού καθηγητού. Έτσι, προέκυψε η χαρακτηριζόμενη εδώ «αλληλογραφία» των δύο ερευνητών, την οποία περιέλαβε ο κρινόμενος π. Ιωάννης σε ένα δακτυλογραφημένο βιβλίο 110 σελίδων, με τον εύγλωττο τίτλο: Εγχειρίδιον21, προσθέτοντας και μία κατατοπιστική Εισαγωγή για τους αναγνώστες του. Διότι σκοπός του συντάκτη δεν ήταν απλά η διάσωση της «αλληλογραφίας» για προσωπική χρήση, αλλά και για την ενημέρωση και άλλων προσώπων, με την διακίνηση της μεταξύ μικρού αριθμού φίλων, συνεργατών και γνωστών του.
Πρέπει όμως ακριβώς στο σημείο αυτό, να λεχθεί, ότι το «Εγχειρίδιον» υπερβαίνει τον καθηγητή Π. Τρεμπέλα και την αντίθεσή του με τον π. Ιωάννη. Όπως άλλωστε, έλεγε ο Μανουήλ Γεδεών (+1943) στην εποχή του, «ουκ έπταιον οι άνθρωποι, αλλ’ οι καιροί»! Το ίδιο συνέβη και στην παρούσα περίπτωση. Δεν ήταν προσωπική αντίθεση δύο ερευνητών κατά κύριο λόγο, αλλ’ αντιπαράθεση δύο θεολογικών παραδόσεων, αχνό απείκασμα της θεολογικής έριδος του 14ου αιώνος. Σε προσωπικό επίπεδο δεν μειώθηκε ποτέ ο σεβασμός του π. Ιωάννου προς τον Π. Τρεμπέλα, όσο σκληρή και αν ήταν η γλώσσα της «αλληλογραφίας», καθοριζόμενη από εκρήξεις της στιγμής. Ο σεβασμός μεταξύ τους αυξανόταν προοδευτικά, ώστε ο μεν π. Ιωάννης στις παραδόσεις του να επαινεί τον πολιό Καθηγητή για το έργο του, ο δε Π. Τρεμπέλας, υπέργηρος πλέον, να καλέσει περί το τέλος της ζωής του και τον π. Ιωάννη στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν, για να ασπασθούν αλλήλους σε πνεύμα ειρήνης και αγάπης. Ήταν πραγματικά μια μεγάλη στιγμή για τους δύο Θεολόγους και ακαδημαϊκούς δασκάλους. Όχι μόνο σε επίπεδο διαπροσωπικό, αλλά και επιστημονικό ο π. Ιωάννης δεν έπαυσε να τιμά την προσφορά του σεβαστού επικριτού του στην Επιστήμη, όπως φαίνεται στα όσα δημοσίευσε στον Πρόλογο της Δογματικής του, που ισχύουν οπωσδήποτε από πλευράς επιστημονικής22.
Εξ άλλου συνεκίνησε τον π. Ιωάννη η στάση του Π. Τρεμπέλα απέναντί του, όταν ζητήθηκε η γνώμη του Καθηγητού για θεολογικές θέσεις του στον Διάλογο με τους Αγγλικανούς (1972). Ο π. Ι. Ρωμανίδης κατηγορήθηκε στην Ιερά Σύνοδο από Έλληνες Θεολόγους -μέλη της Διορθοδόξου Επιτροπής- για αίρεση! Η έκθεση του Καθηγητού Π. Τρεμπέλα (51 δακτυλογραφημένες σελίδες) στις 18. 1. 1973 έχει κατευναστικό και συμφιλιωτικό χαρακτήρα (ήταν, άλλωστε, ήδη 87 ετών). Ο Π. Τρεμπέλας χαρακτηρίζει τον π. Ρωμανίδη «μεταξύ των ιδιαιτέρων θαυμαστών του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά… Εντόνως δε προσελκυσθέντα από τας θαυμαστάς επιδόσεις των ησυχαστών εν τη πνευματική ζωή» (σ. 15), υποστηρίζοντας ότι «η εκδοχή του π. Ρωμανίδου δεν είναι πεπλανημένη και ασύστατος… Αλλά μόνον μονομερής και μονόπλευρος, ουχί δε ασυνάρτητος και αλλότρια της αληθείας». Ο π. Ρωμανίδης «εις ουδέν το σοβαρόν παρεξέκλινε κακόδοξον», αλλά «ενδέχεται εις τινας των συνέδρων να παρουσιάσθησαν τα εκτεθέντα (δηλαδή από τον π. Ρωμανίδη) δύσληπτα και εις τους αγεύστους της διδασκαλίας του Αγίου Παλαμά σύγχυσιν προκαλούντα… ». Ο έμπειρος Καθηγητής όμως μπόρεσε να συλλάβει τον βαθύτερο λόγον της εναντίον του π. Ιωάννου στάσεως: «Τολμώ να είπω -γράφει ο Π. Τρεμπέλας- ότι ο Σεβασμιώτατος Μιλητουπόλεως ( = κύριος κατήγορος του π. Ι. Ρωμανίδου) εξ ενός, και ο αίδεσιμολογιώτατος… π. Ρωμανίδης εξ ετέρου, μοι παρέσχον την εντύπωσιν…. , ότι χωρίζονται απ’ αλλήλων εκ προτέρου εξ αφόρμών, αίτινες προϋκάλεσαν μεταξύ αυτών ψυχρότητα τινα, ήτις και εξεδηλώθη ήδη εν Σαμπεζύ αρκετά εντόνως»! Ας θυμηθούμε όσα ελέχθησαν παραπάνω για το πανεπιστημιακό περιβάλλον! Η έκθεση του Π. Τρεμπέλα κατακλείεται με μία προτροπή προς την Ιερά Σύνοδο: «Λαμβάνουσα υπ’ όψει την λειψανδρίαν, ως φιλόστοργος Μήτηρ να επισυναγάγη εις ομόνοιαν πάντα τα υπάρχοντα στοιχεία και αποκαθιστώσα την μεταξύ αυτών ειρήνην να χρησιμοποίηση ταύτα εις αρμονικήν συνεργασίαν προς δόξαν Χριστού». Αυτό που ικανοποίησε περισσότερο τον π. Ρωμανίδη, ήταν η υπέρβαση από τον Καθηγητή Π. Τρεμπέλα του τόνου και των προθέσεων της παλαιάς «αλληλογραφίας», ως και η απόρριψη της κατηγορίας περί αιρέσεως από τους τρεις εισηγητάς προς την Σύνοδο (Π. Τρεμπέλα, Ιωάννης Καρμίρη και Ιωάννης Καλογήρου).
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι παρά το ότι ο π. Ιωάννης κατέγραψε κριτικά την αντιδικία του με τον επιφανή αντίπαλό του, δεν ετύπωσε το «Εγχειρίδιον», ούτε επεδίωξε την ευρύτερη διάδοσή του, μολονότι το θεωρούσε πάντοτε ιδιαίτερα σημαντικό για την πορεία της Θεολογίας μας, αλλά και της πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας του. Περιορίσθηκε μόνο στο να προσφέρει το βιβλίο του, όπως ελέχθη, σε κάποια φιλικά του πρόσωπα και γνώστες της Θεολογίας, που αυτός εκπροσωπούσε, για την ενημέρωσή τους. Επέμενε, μάλιστα, η δημοσίευσή του να γίνει μετά τον θάνατο του. Αυτή την υπόσχεση του έδωσα και εγώ και με την σύμφωνη γνώμη Φίλων του και Φίλων μου, αναλαμβάνω τώρα, ως ομότιμος μάλιστα καθηγητής της Σχολής, που έκρινε και ενέκρινε την διατριβή του, την έκδοση «τύποις» του «Εγχειριδίου», μετά παρέλευση τριακονταετίας από την κοίμηση του Π. Τρεμπέλα και δεκαετίας (σχεδόν) από την κοίμηση του π. Ιωάννου. Η παρούσα έκδοση είναι, λοιπόν, εκπλήρωση Ιερού χρέους μου προς την ίδια την Σχολή μας, διότι φωτίζει μία περίοδο της ιστορίας της, αλλά και εμπίπτει στα όρια του γνωστικού αντικειμένου, που αυτή μου εμπιστεύθηκε να διακονήσω κατά την διάρκεια της υπεύθυνης διδασκαλίας μου σ’ αυτήν (1982-2007).
Η «αλληλογραφία» είναι σημαντική, διότι όχι μόνον συνιστά συμβολή στην ιστορία της Σχολής, αλλά και αποκαλύπτει το επίπεδο της Θεολογίας της στην δεκαετία του 1950. Γι’ αυτό σήμερα, παρακολουθώντας τα πράγματα με μεγαλύτερη αγάπη προς τα πρόσωπα, αλλά κυρίως με νηφαλιότητα, μόνον ευγνώμονες μπορούμε να είμεθα στους δύο μακαριστούς διδασκάλους, σχετικά με την πνευματική πορεία της Σχολής μας, αλλά και το ποιόν της Θεολογίας μας ευρύτερα. Ακόμη, μας δίδεται η ευκαιρία να διαγνώσουμε, εάν και κατά πόσον ο θεμελιώδης αυτός διάλογος συνέβαλε στην αληθινή πρόοδο, δηλαδή στην δυναμική επιστροφή στην ουσία και το πνεύμα της πατερικής μας παραδόσεως.
2 Ο σκοπός της καταρτίσεως του «Εγχειριδίου» από τον π. Ιωάννη προσδιορίζεται από τον ίδιο τον συντάκτη του, σύμφωνα βέβαια με τις διαθέσεις των στιγμών εκείνων, όταν «το κινδυνευόμενον και προκείμενον» ήταν η διατριβή του ή καλύτερα η έγκριση και αποδοχή της για την απόκτηση απ’ αυτόν του τίτλου του διδάκτορος, βασικού ακαδημαϊκού εφοδίου για έναν εξελισσόμενον επιστήμονα. Γράφει, λοιπόν, ο π. Ιωάννης: «Ο σκοπός του παρόντος Εγχειριδίου δεν είναι η απόδειξις της Ορθοδοξίας μου. Η δογματική ακεραιότης του βιβλίου μου απεδείχθη δια της εγκρίσεως αυτού υπό των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ούτε είναι ο σκοπός αυτού η καταγγελία του κ. Τρεμπέλα επί αιρέσει. Αυτό θα είναι αναγκαίον, εφ’ όσον θα εμμείνη εις τας πλάνας του. Ο σκοπός του παρόντος είναι η δημοσίευσις των εναντίον μου κατηγορητικών επιστολών του κυρίου Τρεμπέλα, ως και των απαντήσεων μου, ίνα καταφανή το γεγονός ότι η διατριβή μου δεν εκαθάρθη από καμμίαν αίρεσιν, απλούστατα, διότι εξ αρχής δεν εμπεριείχεν αιρέσεις, ως ισχυρίσθη ο εν λόγω καθηγητής23. Ούτως ο καθείς θα δυνηθή να σχηματίση ιδίαν γνώμην και παύση η διάδοσις ψευδών ειδήσεων στηριζόμενων εις φήμας» (βλέπε Παρακάτω σ. 81).
Ο π. Ιωάννης δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τις κατηγορίες του επικριτού του για αιρετικές διδασκαλίες, αλλά και την διάδοση της φήμης αυτής εκτός της Σχολής, όπως π.χ. Εις το άγιον Όρος, τις Η. Π. Α. κ.α. 24. Αγωνιζόταν, λοιπόν, για την διασφάλιση του θεολογικού του κύρους και κυρίως της Ορθοδοξίας του φρονήματός του. Πόσο μάλλον που βρισκόταν στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Γι’ αυτό και ο λόγος του είναι ανάμεικτος με ένα συναίσθημα αγανακτήσεως, που σε κάποια οριακή στιγμή θα κορυφωθεί στο ερώτημα: «Μα επί τέλους, ποιος είναι Πατέρας και άγιος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Γρηγόριος Παλαμάς ή ο Θωμάς Ακινάτης;».
3 Μολονότι όμως ο σκοπός του π. Ιωάννου δεν ήταν, αρχικά τουλάχιστον, να λάβει δημοσιότητα το «Εγχειρίδιον», το περιεχόμενό του έγινε ευρύτερα γνωστό, αποσπασματικά βέβαια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και συγκεκριμένα το 1984, ζώντος ακόμη του π. Ιωάννου. Το έτος αυτό διεξήχθη στις στήλες της εφημερίδοςΟρθόδοξος Τύπος μία πολύ ενδιαφέρουσα θεολογική συζήτηση μεταξύ του θεολόγου της Αδελφότητας «Ο Σωτήρ» και έγκριτου λογοτέχνη, μακαριστού (σήμερα) Ευσταθίου Μπάστα και του γνωστού επίσης θεολόγου, δικηγόρου και συγγραφέα κ. Αθανασίου Σακαρέλλου, με τον τίτλο «Διάλογος αληθείας και αγάπης». Το αντικείμενό του ήταν η Ορθοδοξία της τρίτομης Δογματικής του καθηγητού Π. Τρεμπέλα. Ο κ. Σακαρέλλος στην πορεία του Διαλόγου αναγκάσθηκε να κάμει χρήση αποσπασμάτων του «Εγχειριδίου» του π. Ρωμανίδη, που προσέδιδαν μείζονα αποδεικτική δύναμη στα δικά του θεολογικά επιχειρήματα. Ο ίδιος δε εδήλωνε: «Από το σχετικό αντίτυπο της εργασίας αυτής του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, το οποίον βρίσκεται στα χέρια μας και το οποίον αποτελείται από 110 δακτυλογραφημένες σελίδες, αποσπάμε ελάχιστα ενδιαφέροντα στοιχεία»25.
Προς υπεράσπιση του καθηγητού Τρεμπέλα κινήθηκε παράλληλα και ο αείμνηστος διδάσκαλος μας, Καθηγητής της Ιστορίας των Δογμάτων και της Συμβολικής, Ανδρέας Θεοδώρου, σε μια πολυσέλιδη εργασία του, με τίτλο: «Ήταν αιρετικοί οι καθηγηταί Ανδρούτσος και Τρεμπέλας;», σε συνέχειες στον Ο. Τ., από τις 26 Οκτωβρίου μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου 198426. Βέβαια, ο κ. Σακαρέλλος έκανε λόγο για αιρετικές διδασκαλίες και όχι για αιρετικούς. Ήταν η στάση που τήρησε τον 18ο αιώνα ο (και θεολόγος) Βικέντιος Δαμοδός (1700-1754) για τον ιερό Αυγουστίνο, επισημαίνοντας μεν τις αιρετικές διδασκαλίες του περί «Filioque» και «Praedestinatio» (προορισμού), αλλά και καταλήγοντας σε μία σοφή και αγαπητική θέση. Γράφει ο Δαμοδός: «Ας μου συγχώρηση ο μέγας ούτος διδάσκαλος, ότι η δόξα αυτή ου μόνον εστί ψευδής, αλλά και αιρετική» (όμως) «ου δια τούτο ην αιρετικός ο Αυγουστίνος, διότι ουκ είπεν εκείνα αντιμαχόμενος τη Καθολική Εκκλησία, αλλ’ ενόμισεν ότι τούτο εστί το δόγμα της Εκκλησίας, περί του οποίου ου γέγονε πρότερον ζήτημα και φανερά αναίρεσις…»27.
Μετά τον διάλογο αυτόν, που δεν απέφυγε κάποιες οξύτητες και προσπάθειες συγκαλύψεως εξόφθαλμων θεολογικών αστοχιών, για την πάση θυσία «διάσωση» των επίμαχων θέσεων του καθηγητού Π. Τρεμπέλα, ο π. Ιωάννης σε ιδιωτική συζήτησή μας -στην διάρκεια μιας (δεκαήμερης) συναντήσεως μας για τον Διάλογο με την «Παγκόσμια Λουθηρανική ομοσπονδία» στις Η. Π. Α.28 -μου ζήτησε, αν προτίθεμαι να δημοσιεύσω το «Εγχειρίδιον», να γίνει αυτό μετά τον θάνατο του.
Αποσπάσματα εκτενέστερα, μετά τον κ. Σακαρέλλο, δημοσίευσε, σε αγγλική μετάφραση, ο βιογράφος του π. Ιωάννου και συστηματικός ερευνητής της θεολογίας του, Andrew J. Sopko στην διατριβή του: Prophet of Roman Orthodoxy. The Theology of John Romanides, Synaxis Press, Canada 1998, σ. 5-161. Ο A. Sopko αφιερώνει το β’ κεφάλαιο της δακτυλογραφημένης διατριβής του στην «αλληλογραφία» Ρωμανίδη – Τρεμπέλα (σ. 19-45), με τον τίτλο: «II. A debate about God», το οποίο σπονδυλώνεται ως εξής: α) God as actus purus (σ. 21-32), β) Energy versus Essence (σ. 32-36), γ) God as Intellect (σ. 36-38) και d) Analogia entis et fidei (σ. 39-42).
Ο Sopko παρουσιάζει την θεματική του διαλόγου Τρεμπέλα – Ρωμανίδη, βάσει του «Εγχειριδίου», ανατρέχοντας όμως και στα άλλα θεολογικά συγγράμματα του π. Ιωάννου, ιδιαίτερα στην Δογματική του και Το Προπατορικόν Αμάρτημα, την διατριβή του. Τα συμπεράσματα του συγγραφέα για τον διάλογο των δύο Ελλήνων Θεολόγων είναι τα εξής: «Ο π. Ρωμανίδης εξεπλάγη από τις επιθέσεις του Τρεμπέλα στο έργο του, ειδικά αφού βασιζόταν στον Αυγουστίνο, Άνσελμο και τον Ακινάτο. Ποτέ δεν φαντάστηκε, ότι οι απόψεις τους θα εθεωρούντο πεμπτουσία της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα… Η συλλογή αυτή κειμένων προσφέρει μίαν όψη της αιχμαλωσίας της Ορθοδόξου παραδόσεως στο μικρόκοσμο με την παρουσίαση από τον Τρεμπέλα μερικών κλασσικών ψευδομορφώσεων, αλλά επίσης τον δρόμο προς το μέλλον, με την απόρριψή τους από τον π. Ρωμανίδη, που χρησιμοποιούσε παραδοσιακές προοπτικές. Από πολλών απόψεων τα κείμενα παρέχουν μίαν άριστη εισαγωγή στην αναζήτηση του π. Ρωμανίδη για την αυθεντική Χριστιανική παράδοση»29. Και σ’ άλλο σημείο συμπληρώνει: Το «Εγχειρίδιο» θα μπορούσε να παρερμηνευθεί ως διάλογος μεταξύ ενός δυτικού οπαδού του λατινικού σχολαστικισμού και ενός Ορθοδόξου πολεμίου του μάλλον, παρά ως αντιπαράθεση μεταξύ δύο Ορθοδόξων θεολόγων… από πολλών απόψεων επανέφερε στον τύπο διαλόγου, που θα μπορούσε να διεξαχθεί μεταξύ ενός «νομιναλιστού» και ενός «ρεαλιστού» στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων τον δέκατο τέταρτο αιώνα»30.
Με την «αλληλογραφία» και το «Εγχειρίδιον» ασχολήθηκε συνοπτικά και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός στο βιβλίο του για τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, με τον τίτλο: Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης. Ο «προφήτης της Ρωμηοσύνης», προσωπογραφούμενος μέσα από άγνωστα ή λίγο γνωστά κείμενα, Αρμός, Αθήνα 2003.
Συνεπώς, η φύση και ο χαρακτήρας του «Εγχειριδίου», αλλά και μέρος του περιεχομένου του, είναι ήδη γνωστά. Επιβάλλεται όμως η δημοσίευση όλου του κειμένου, για λόγους ερευνητικούς, όπως ήδη ελέχθη, και για την σπουδαιότητά του ως θεολογικού-δογματικού ντοκουμέντου. Την ανάγκη δημοσιεύσεως του, άλλωστε, διείδαν ήδη πανεπιστημιακοί, υπερασπιστές μάλιστα του Π. Τρεμπέλα, όπως ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Δ. Μουρατίδης, ο οποίος μετά τον διάλογο Μπάστα – Σακαρέλλου, συνέταξε μία εγκωμιαστική μελέτη31 για τον καθηγητή, επιτιθέμενος με την γνωστή σφοδρότητά του κατά επικριτών του, και μάλιστα του Αθανασίου Σακαρέλλου, διότι, όπως γράφει, στηρίχθηκε «σε μια αδημοσίευτη αλληλογραφία», προσθέτοντας χαρακτηριστικά: «Σ’ ένα δημόσιο διάλογο είναι ανεπίτρεπτο να επικαλείται (δηλαδή ο κ. Σακαρέλλος) μία άγνωστη και αδημοσίευτη αλληλογραφία»32. Βέβαια, ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου δεν μπορούσε να φαντασθεί το περιεχόμενό της, μένοντας με την εντύπωση ότι ο κ. Σακαρέλλος χρησιμοποίησε τα σημαντικότερα αποσπάσματά της προς εντυπωσιασμό. Την ανάγκη αυτή θέλησε να καλύψει ο Α. Sopko με την μετάφραση ευρύτερων αποσπασμάτων του «Εγχειριδίου», αλλά σε μια διατριβή δακτυλογραφημένη, που κυκλοφορείται σε κύκλους, κυρίως, ειδικών. Δικαιολογείται, λοιπόν, και από αυτή την πλευρά η δημοσίευση ολόκληρης της «αλληλογραφίας» σήμερα ως αίτημα της έρευνας, για να φωτισθεί και συνειδητοποιηθεί το καταθλιπτικό βάρος της σχολαστικής μας αιχμαλωσίας στον χώρο της ακαδημαϊκής μας θεολογίας.
4 Παρ’ όλα αυτά, επειδή ως γνωστόν, τα πάντα στον τόπο μας και ιδιαίτερα στον εκκλησιαστικό χώρο, αντιμετωπίζονται συνήθως παραταξιακά, είναι βέβαιο, ότι δεν θα λείψουν και εκείνοι, που για λόγους συναισθηματικούς και οπωσδήποτε αντιεπιστημονικούς, θα αντιδράσουν στο εγχείρημά μας, «πολύς γαρ της συνήθειας ο παραλογισμός», κατά τον ιερό Χρυσόστομο, για να μη θιγείκατ’ αυτούς- το κύρος του καθηγητού Π. Τρεμπέλα. Στην έρευνα όμως δεν ισχύουν αυτά τα κριτήρια. Οι Μεγάλοι παραμένουν μεγάλοι παρ’ όλες τις τυχόν ελλείψεις σε κάποια περίοδο της ζωής τους ή και τα λάθη τους, τα οποία, όπως ήδη ελέχθη, βάρυναν περισσότερο την εποχή και το περιβάλλον τους, παρά αυτούς τους ίδιους. Στα πρόσωπα των δύο αντιμαχομένων πάλευαν δύο διαφορετικοί κόσμοι, όπως συμβαίνει συνήθως, και δύο διάφορες και ασύμπτωτες μεταξύ τους θεολογικές παραδόσεις. Μόνον έτσι, άλλωστε, εξηγείται, πως ήταν δυνατόν ο μεν Βικέντιος Δαμοδός στην δεκαετία του 1740 να υποστηρίζει έναντι των σχολαστικών, όπως ο Δημήτριος Κυδώνης, την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ως αυθεντική Ορθοδοξία33, ενώ η διδασκαλία αυτή να περιθωριοποιείται ή και απορρίπτεται από πολλούς από τον 19ον αιώνα, και μάλιστα στον πανεπιστημιακό χώρο. Μη λησμονείται, όμως, ότι η διανόηση και ο χώρος της πολιτικής («τα άθεα γράμματα») είναι μόνιμα οι πύλες εισόδου της «Δύσεως» στην Ελληνική πραγματικότητα.
Γιατί όμως να μη δούμε το πράγμα και μέσα από μιαν άλλη προοπτική; Οι όντως μεγάλοι στην επιστήμη βοηθούν περισσότερο την Έρευνα με τα λάθη τους, διότι είναι και αυτά μεγάλα. Γι’ αυτό μεγάλο είναι και το τόλμημα της κριτικής αναθεωρήσεώς τους, για να ανατραπούν και να αποκατασταθεί η αλήθεια, που εξ ίσου με τα πρόσωπα ενδιαφέρει την επιστήμη, και μάλιστα την Θεολογία. Εξ άλλου, δεν είναι η μόνη φορά, που ασκήθηκε κριτική στον Π. Τρεμπέλα34, όπως ασκείται κριτική σε κάθε ερευνητή, λιγότερο ή περισσότερο επιφανή. Αυτό είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στον χώρο των θετικών επιστημών. Οι «άλλοι» έρχονται εκ των υστέρων να δικαιώσουν τον κρίνοντα ή τον κρινόμενο (παράβαλλε περίπτωση Α. Einstein).
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν εδώ να παραλειφθούν. Γράφονται, όμως, για να μη σκανδαλισθούν οι «ελάχιστοι» (Ματθαίος κε΄ 40) και ευσκανδάλιστοι, οι οποίοι συνήθως μεταβάλλουν σε «είδωλα» και «ταμπού» υπεροχικά πρόσωπα της παρατάξεώς τους, μη ανεχόμενοι και την ελάχιστη σ’ αυτά κριτική, καλόπιστη μάλιστα, για χάρη της αλήθειας. Στις περιπτώσεις όμως αυτές οι «δικοί μας» ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο από την αλήθεια. Η κριτική, που ασκήθηκε στις θεολογικές απόψεις του Π. Τρεμπέλα, ο οποίος προσέφερε μάλιστα πάμπολλες αφορμές κριτικής με το τεράστιο σε έκταση έργο του, δεν έχει σχέση με το πρόσωπό του και την ανυπολόγιστη προσφορά του στην Εκκλησία και το έθνος, αλλά με καίρια και θεμελιώδη σημεία της πανεπιστημιακής διδασκαλίας του, που λόγω του κύρους του καταξιώνονταν ευρύτερα ως Ορθοδοξία. Τα σημεία αυτά ήσαν η «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης» θεωρία του σχολαστικού θεολόγου Ανσέλμου Κανταβρυγίας (+ 1100)35, η διάκριση ουσίας και ενεργείας στον Θεό και η παραδοχή «κτιστής χάριτος» (ενεργείας) στην αγία Τριάδα.
5 Η σφοδρότητα του Π. Τρεμπέλα στην κριτική, που πρώτος αυτός άσκησε στην υποβληθείσα προς κρίσιν διατριβή του π. Ιωάννου, εξηγείται ίσως και από το γεγονός, ότι κατά την διεξαγωγή του θεολογικού διαλόγου των δύο θεολόγων είχε ολοκληρωθεί (ή πλησίαζε την ολοκλήρωσή της) η συγγραφή της τρίτομης Δογματικής του Καθηγητού36, έργου σπουδαίου για τον όγκο του, την συλλογή τεράστιου πατερικούυλικού και την επιστημονικότητά του, που προδίδει την υψηλή κατάρτιση, ακόμη και την φιλοσοφική πληρότητα του συγγραφέα.
Από πλευράς όμως μεθόδου συμβάδιζε37 με την Δογματική του άλλου μεγάλου Καθηγητού της ίδιας Σχολής Χρήστου Ανδρούτσου38. Ο Π. Τρεμπέλας, δεχόμενος την θεολογική αυθεντία του Χρ. Ανδρούτσου, στην αντιμετώπιση των θέσεων του π. Ιωάννου, δεν μαχόταν μόνον για την διάσωση του κύρους της δικής του Δογματικής, αλλά και της φήμης και του κύρους του Ανδρούτσου και του έργου του. Όπως δε ο ίδιος δηλώνει στην «αλληλογραφία», υπερεκτιμούσε τον Χρ. Ανδρούτσο και δεν ήταν, βέβαια, σ’ αυτό ο μόνος39. Ο Π. Τρεμπέλας, συνεπώς, έκανε διπλόν αγώνα. Σημασία δε έχει, ότι δεχόμενος τον Ανδρούτσο ως κατά πάντα Ορθόδοξο, θεωρούσε και την υπεράσπιση της θεολογίας τού Ανδρούτσου (άλλα και της δικής του) ως αγώνα υπέρ της Ορθοδοξίας. Ήταν απόλυτα ειλικρινής, έτσι, όταν κατηγορούσε τον π. Ιωάννη ως αιρετικό. Έχοντας ως πρότυπο την Δογματική του Ανδρούτσου40, εξ άλλου, στα παραπάνω θεολογικά ζητήματα, όπως και από άλλους έχει επισημανθεί, αναγκαστικά συμπίπτει με εκείνον.
Στον Α’ Τόμο της Δογματικής του ο Καθηγητής Τρεμπέλας για τα περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό, θέμα κεντρικό της ορθοδοξο-πατερικής παραδόσεως και θεμελιώδες για την ιερή υπόθεση της σωτηρίας, αρκείται (σε μιαν Ορθόδοξη Δογματική) σε ένα σύντομο και με μικρότερα στοιχεία παράθεμα41, αποδίδοντας στο θέμα, ακόμη και οπτικά, δευτερεύουσα σημασία42. Όπως δε φαίνεται από την κριτική του στην Διατριβή του π. Ιωάννου, αποδεχόταν και αυτός, όπως και ο Ανδρούτσος, ως Ορθόδοξη την περί «κτιστής χάριτος» διδασκαλία, ως και την Ανσέλμειο διδασκαλία «περί ικανοποιήσεως», που δεν ήταν όμως «αμάρτημα» του πολιού Καθηγητού. Και όμως θεωρήθηκε στους παραπάνω διαλόγους αυθάδεια η τόλμη του π. Ιωάννου να «διορθώσει» πατερικά, σε αυτά τα σημεία, τους Καθηγητές Ανδρούτσο και Τρεμπέλα, ο οποίος όμως με το κύρος που διέθετε στην Ελληνική κοινωνία επηρέαζε πολλούς, καθορίζοντας στην πράξη τι είναι ή δεν είναι Ορθόδοξο. Πρέπει δε να διερωτώμεθα, πώς ήταν δυνατόν οι υπερασπιστές του Καθηγητού (στα σημεία αυτά) και κατά συνέπεια επικριτές, άμεσα ή έμμεσα, του π. Ιωάννου, να είναι βέβαιοι και για την δική τους ορθοδοξία! Αλλ’ είπαμε ήδη, η σχολαστική αιχμαλωσία από πολλών απόψεων είχε προχωρήσει εις το «μη περαιτέρω».
Το «Εγχειρίδιον» του π. Ρωμανίδη, όπως και η Διατριβή του, συνιστούν ουσιαστική συμβολή στην προσέγγιση και κατανόηση μιας εποχής και των προβληματισμών της στον ακαδημαϊκό μας χώρο. Φωτίζει επαρκώς μια ιστορική στιγμή, στιγμή καμπής, θα λέγαμε, στην νεώτερη Ελληνική (ελλαδική) Θεολογία και αυτό που εδώ ενδιαφέρει, δεν είναι τα Πρόσωπα, σεβαστά και αγαπητά πάντοτε, αλλά το πρόβλημα και η αντιμετώπισή του. Εξ άλλου, η περίπτωση του π. Ιωάννου αποδεικνύει, ότι η «Σχολή μας ήδη βρισκόταν στην πορεία υπερβάσεως του σχολαστικού παρελθόντος της, εφ’ όσον Καθηγηταί, όπως ο Ιωάννης Καρμίρης (1903-1992), ειδικός δογματολόγος43 και εποπτεύων την Διατριβή τού π. Ιωάννου, και ο Κωνσταντίνος Μπόνης (1905-1990)44, πατρολόγος, αλλά και ο κανονολόγος Αμίλκας Αλιβιζάτος (1887-1969)45, ομότιμος τότε, υπεστήριζαν την Διατριβή και τελικά (οι δύο πρώτοι) επέτυχαν την έγκριση και αποδοχή της από την Θεολογική Σχολή. Το κύρος του Π. Τρεμπέλα δεν μειώθηκε, φυσικά, με την απόφαση της ολομέλειας της Σχολής, η οποία αγνόησε τους φόβους του Καθηγητού, ότι η Σχολή στο πρόσωπο του π. Ιωάννου θα αναγνώριζε και θα επιβράβευε έναν «αιρετικό». Η εντύπωση που μένει τελικά από την μελέτη των «επιστολών» του καθηγητού Π. Τρεμπέλα, είναι, ότι υποτίμησε τον νεαρό π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος επρόκειτο να αναδειχθεί σε μεγάλο, ίσως τον μεγαλύτερο, Ορθόδοξο δογματολόγο του 20ού αιώνα.
6 Τελικά η θεολογική αντιδικία Π. Τρεμπέλα και π. Ι. Ρωμανίδη ωφέλησε την πνευματική ανέλιξη της Θεολογίας μας, που στράφηκε περισσότερο προς το άγιον Όρος, αναζητώντας την ησυχαστική παράδοση στον χώρο της αυθεντικής συνέχειάς της, αλλά και τηςΣχολής μας, η οποία με την εργασία του π. Ιωάννου απέκτησε για την περαιτέρω πορεία και προσφορά της ένα σημαντικό «προηγούμενο». Ανάλογη θα είναι μετά από λίγα χρόνια (1965) η συμβολή στον χώρο της εκκλησιαστικής ιστορίας της Διατριβής του Ιωάννου Ζηζιούλα, Σεβασμιωτάτου σήμερα Μητροπολίτου Περγάμου, Καθηγητού – Ακαδημαϊκού46. Κατά τον Α. Sopko «η έμφαση του π. Ιωάννου στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά εισήγαγε ένα νεώτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα στην νεοελληνική Θεολογία»47.
Με το «Εγχειρίδιον» επίσης αντιλαμβανόμεθα, γιατί ο π. Ιωάννης αιφνιδίασε την Σχολή, ταράζοντας τα λιμνάζοντα ύδατα. Αυτό, όμως, που προκαλεί έκπληξη, είναι η υψηλή κατάρτιση στην πατερική θεολογική παράδοση ενός νέου θεολόγου, που μεγάλωσε στις Η. Π. Α., σπούδασε εκεί και γνώριζε «από πρώτο χέρι» την ετεροδοξία (παπισμό και προτεσταντισμούς). Κατόρθωσε όμως με την εμπειρική γνώση της ρωμαίικης ασκητικής παραδόσεως, που διδάχθηκε από την Καππαδόκισσα μητέρα του48, τα ερείσματα που κέρδισε από την γνώση της Θεολογίας των Ρώσων Θεολόγων της διασποράς, και μάλιστα του π. Γ. Φλορόφσκυ, αλλά και διαθέτοντας μαζί με την ευσέβεια και μία υψηλού βαθμού ευφυΐα, να προσεγγίσει παραδοσιακά τους Πατέρες και να διεισδύσει στο πνεύμα τους. Αυτή η άμεση γνώση των Πατέρων49 ήταν η κύρια προϋπόθεση της μεγάλης προσφοράς του στην Θεολογία μας, που άρχισε ουσιαστικά με την Διατριβή του και συνίσταται στα εξής:
α) Εισήγαγε στην ακαδημαϊκή Θεολογία την προτεραιότητα της εμπειρικής ασκητικής θεολογήσεως, αποδυναμώνοντας τον σχολαστικό, στοχαστικό, στην ουσία μεταφυσικό, τρόπο θεολογήσεως της δυτικής Χριστιανοσύνης.
β) Συνέδεσε την ακαδημαϊκή Θεολογία με την λατρεία και την φιλοκαλική παράδοση, καταδεικνύοντας την αλληλοπεριχώρηση και αλληλοσυμπλήρωση Θεολογίας και Πνευματικότητος, αλλά και επιβεβαιώνοντας τον ποιμαντικό χαρακτήρα της Θεολογίας, και ιδιαίτερα της Δογματικής. Είναι δε απορίας άξιον, πως οι φανερά ή συγκεκαλυμμένα δυτικίζοντες συνάδελφοί του τον κατηγορούσαν για την συχνή αναφορά του στο φιλοκαλικό σχήμα: κάθαρση-φωτισμός-θέωση (δοξασμός), ως την προϋπόθεση της αυθεντικής θεολογήσεως, μολονότι αυτή είναι η συνεχής και αναλλοίωτη Ορθόδοξη παράδοση!
γ) Διείδε και προέβαλε τον στενό σύνδεσμο δόγματος και ιστορίας, και
δ) Γνωρίζοντας σε βάθος και πλάτος την ιστορική διαλεκτική Ρωμαιοσύνης και Φραγκοσύνης, μπόρεσε να κατανοήσει και περιγράψει την διαμετρική διαφορά, στις προϋποθέσεις και τις πραγματώσεις, φράγκικου και ρωμαίικου πολιτισμού. Γι’ αυτό και προσέφερε αυθεντικά ρωμαίικα κλειδιά στην ερμηνεία του πολιτισμού μας50.
***
Το κείμενο του π. Ι. Ρωμανίδη δεν δημιουργεί εκδοτικές δυσκολίες. Άλλωστε, ήταν ήδη έτοιμο για έκδοση. Γι’ αυτό μεταφέρεται πιστά στην έντυπη μορφή του. Κρίθηκαν όμως αναγκαίες μερικές επεμβάσεις στην στίξη, ενίοτε δε και στην ορθογραφία για την ομαλοποίησή της. Δυστυχώς, μη έχοντες το κείμενο της Διατριβής του π. Ρωμανίδη, στο οποίο γίνονται οι παραπομπές της αλληλογραφίας, δεν κατέστη δυνατός ο έλεγχος των αριθμών των σελίδων. Δεν εθίγησαν όμως στο ελάχιστο μερικές γλωσσικές ιδιομορφίες του κειμένου, που μαρτυρούν και τις ελλείψεις ακόμη του μεγαλωμένου στις Η. Π. Α. Συντάκτη στην Ελληνική γλώσσα. Χρησιμοποιεί δε την «καθαρεύουσα», που διδάχθηκε στην Θεολογική Σχολή του «Τιμίου Σταύρου» (Holy Cross) στο Brookline της Μασσαχουσσέτης. Όσο κρίνεται αναγκαίο, επίσης, συμπληρώνονται βιβλιογραφικά οι σημειώσεις του π. Ιωάννου, διευρύνονται δε ή και προστίθενται άλλες, με σαφή όμως πάντα δήλωση της προελεύσεώς τους. Οι εσωτερικές, τέλος παραπομπές στο «Εγχειρίδιον» γίνονται στις σελίδες του χειρογράφου του συγγραφέως, που σημειώνονται με εντονότερα στοιχεία (01, 015 κ.ο.κ.)
π. Γ. Δ. Μ. Ληξούρι, 11 Αυγούστου 2008, ανάμνηση του υπερφυούς θαύματος του Αγίου Σπυρίδωνος (1716).
Σημειώσεις:
- G.Willians, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Εισαγωγή στη σκέψη του (μετάφραση. Θ. Παπαθανασίου), Αθήνα 1989. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893-1979). Πατερική μορφή του 20ού αιώνος», στο: Παρεμβάσεις Ιστορικές και θεολογικές, Αθήνα 1998, σσ. 136-141. Θ.H.Ε., τ. 11 (1967), στ. 1183-1186 (Γ. Σ. Μπεμπής).
- π. Γ. Φλορόφσκυ, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1986 (Και ο όρος «ψευδομόρφωσις» (εγκύστωμα), ειλημμένος από τις φυσικές επιστήμες για τις θεολογικές παραμορφώσεις, ανήκει στον π. Γ. Φλορόφσκυ).
- Εις το Συνέδριο έλαβαν μέρος οι κορυφαίοι Ορθόδοξοι πανεπιστημιακοί Θεολόγοι της εποχής με προεξάρχοντες τους Ρώσους «της διασποράς» και με κορυφαίο τον π. Γ. Φλορόφσκυ.
- Procès – Verbaux du Premier Congres de Thèologie Orthodoxe a Athènes, 29 Nov. – 6 Dec. 1936, Athènes 1939.
- Βλέπε Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992, σελ. 101 ε. ε., 154 ε. ε., 303 ε. ε.
- G. Ε Henderson (μετάφραση. Φ. Βώρου), Η Ιόνιος Ακαδημία, Κέρκυρα 1980. Παράβαλλε π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Η Ιόνιος Ακαδημία, Αθήνα ( = ανάτ. από το περιοδικό «Παρνασσός», τ. κγ΄) 1981. Γερασίμου Η. Πεντόγαλου, Η Ιατρική Σχολή της Ιονίου Ακαδημίας, Θεσσαλονίκη 1980.
- Βλέπεάρθρο του Δημητρίου Μωραΐτου, στην ΘΗΕ., τ. 6 (1965) στ. 267-269. Σπ. Δ. Κοντογιάννη, «Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1837-1987)» στο ημερολόγιον της Εκκλησίας της Ελλάδος 1987, σελ. ιε΄ – μστ’ (με βιβλιογραφία), π. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Το πρόβλημα των σχέσεων ελληνικής και γερμανικής Θεολογίας τον ΙΘ’ αιώνα», στο: Του Ιδίου, Λόγος ως αντίλογος Θεολογικά δοκίμια, Αρμός, Αθήνα 1992, σελ. 113-126.
- Χρήστου Γιανναρά, όπου π., σελ. 303 ε.ε.
- ΒλέπεΘΗΕ. 6 (1965), στ. 269-271 (Χρ. Ευγενίδης).
- Η ρωσική «σχολή» της ρωσικής Θεολογίας της διασποράς ονομάσθηκε «νεοπαλαμική», όπως και η σερβική «σχολή» του π. Ιουστίνου Πόποβιτς και η ρουμανική του π. Δημητρίου Στανιλοάε. Βλέπε Χρ. Γιανναρά, όπου πριν, σελ. 446.
- Βλέπε Ενδεικτικά π. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Το πρόβλημα των σχέσεων Ελληνικής και Γερμανικής Θεολογίας τον ΙΘ’ αιώνα», στην Επιστ. Επετ. τής Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, τ. κη’,1989. (Βλέπε και σημ. 7).
- Ο Γρ. Παπαμιχαήλ με σπουδές στην Πετρούπολη της Ρωσίας, διετέλεσε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τα έτη1918-1944. Η σχετική εργασία του (Διατριβή στην Πετρούπολη) έχει τον τίτλο: Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (1911). Εδημοσίευσε επίσης: «Γρηγορίου του Παλαμά κατά Βαρλαάμ του Καλαβρού Αντιρρητικός» και «Γρηγόριος ο Παλαμάς προς Γρηγόριον Ακίνδυνον», στο: Εκκλησιαστικός Φάρος (1913). Ομολογία Νικηφόρου Γρήγορα (Ε. Φ. 1913). Βέβαια, έγραφε και την μελέτη: «Μαθηματική απόδειξις περί της υπάρξεως του Θεού» (1931). Βλέπε Θ.Η.Ε.,9 (1966), στ. 1198-1201 (Ι. Ν. Καρμίρης).
- Για τα βιογραφικά του βλέπεAndrew J. Sopko, Prophet of Roman Orthodoxy. The Theology of John Romanides, Synaxis Press, Canada 1998. Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης. Ο «προφήτης της Ρωμηοσύνης», προσωπογραφούμενος μέσα από άγνωστα ή λίγο γνωστά κείμενα, Αρμός, Αθήνα 20032.
- ΒλέπεΘ.Η.Ε., 11 (1967) στ. 845-848 (Εμμ. Ι. Κωνσταντινίδης). Ευαγγέλου Θεοδώρου, Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας, Εν Αθήναις 1971. Κωνσταντίνου Δ. Μουρατίδου, «Ο μεγάλος Πρόμαχος της Ορθοδοξίας (Απάντηση εις τα γραφέντα κατ’ αυτού)», Ορθόδοξος Τύπος, Αθήναι 1989.
- Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της τάσης είναι το άρθρο του καθηγητού – ακαδημαϊκού Δημητρίου Ν. Κιτσίκη στοΤρίτο Μάτι (Φεβρ. 2008). Βέβαια, ο συντάκτης απλώς αναπαράγει κυκλοφορούμενες για τον π. Ιωάννη φήμες, διατυπούμενες μάλιστα από «φίλους» του! Παράβαλλε το περιοδικό του Δ. Κιτσίκη, Ενδιάμεση Περιοχή, αρ. 47/Άνοιξη 2008. Αυτά όμως γράφθηκαν μετά τον θάνατο του. Αντίθετα πολύ τον ελύπησαν όσα επικριτικά έγραψε ο καθηγητής Χρ. Γιανναράς στο βιβλίο του: Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992, σελ. 444. Από τον Χρ. Γιανναρά άντλησε τις πληροφορίες και ο καπουτσίνος Καθηγητής Ιωάννης Σπιτέρης, σήμερα Αρχιεπίσκοπος των Παπικών της Κέρκυρας (La Teologia Ortodossa Neogreca, Bologna 1992). Βιβλιοκρισία και απάντηση στα κατά του π. Ιωάννη χαλκεύματα έγραψε ο π. Γεώργιος Μεταλληνός (Θεολογία, τ. ξστ’, 1995, σελ. 852-857, και Εκκλησιαστική Αλήθεια, φ. 1 και 15 Απριλίου 1995). Παράβαλλε Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, + Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης. Ο «προφήτης της Ρωμηοσύνης», προσωπογραφούμενος μέσα από άγνωστα ή λίγο γνωστά κείμενα, Αρμός, Αθήνα 2003, σελ. 21-47.
- Ο π. Ιωάννης μετείχε σ’ αυτούς, εκπροσωπώντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή την Εκκλησία της Ελλάδος.
- Ενθυμούμαι λ.χ. Την κυριολεκτική «εξαφάνιση» ενός σπουδαίου κειμένου του π. Ιωάννου, που του είχε ανατεθεί ως εισήγηση σε μια συνάντηση του Διαλόγου μας με τους Λουθηρανούς, με τον τίτλο: «Jesus Christ,the Life of the World» (Ο Ιησούς Χριστός η Ζωή του Κόσμου. Βλέπε Xenia Oecumemca 39 (1983), 232-275). Το κείμενο αυτό, που παρουσιάζει τα θεμέλια της Ορθοδόξου Χρίστολογίας υπό το φως της αγιοπατερικής πνευματικότητος, διενεμήθη μεν, αλλ’ ουδέποτε ανεγνώσθη, ως ώφελε, για να συζητηθεί κατά την συνεδρία. Είναι αδύνατο, επίσης, να διαγράψω από την μνήμη μου μία σκηνή, που με συγκλόνισε κυριολεκτικά. Σε μια ιδιωτική συνομιλία γύρω από τις προϋποθέσεις του θεολογικού λόγου, τόλμησα να μιλήσω περί πνευματικότητος και αμέσως οι δύο ελληνόφωνοι συνομιλητές μου γέλασαν με καγχασμό, αφήνοντάς με άναυδο. Τότε συνειδητοποίησα, γιατί προκαλούσε ο π. Ιωάννης, αλλά και πώς κατανοείται ο Διάλογος από εμάς τους ίδιους.
- Γράφει ο Χρ. Γιανναράς,Ορθοδοξία και Δύση στην Νεώτερη Ελλάδα, όπου πριν, σελ. 441: Η Διατριβή «αποτέλεσε και πέτρα σκανδάλου για τους καθηγητές της Σχολής». Και στην σελίδα 444: Η Διατριβή του π. Ρωμανίδη «είναι και θα παραμείνει όχι μόνο ορόσημο της θεολογικής μεταστροφής της δεκαετίας του ’60, αλλά και μέτρο διαυγέστατης εκκλησιαστικής Ορθοδοξίας».
- Ο πολιός Καθηγητής διήνυε το τελευταίο έτος της θητείας του στην Θεολογική Σχολή και η γνώμη του εβάρυνε πολύ, αφού μάλιστα είχε ασχοληθεί σοβαρά, μεταξύ άλλων, και με τον χώρο της Δογματικής. Αυτός όμως, που επόπτευε κυρίως την Διατριβή του π. Ιωάννου, ήταν ο Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης.
- Βλέπε παραπάνω (σημ. 14) την μελέτη του Κωνσταντίνου Μουρατίδη. Είναι ορθά και δίκαια όσα σημειώνει επ’ αυτού ο καθηγ. Χρήστος Γιανναράς (Ορθοδοξία, και δόση,όπου πριν, σελ. 332): «Μέσα στο κλίμα της πνευματικής καχεξίας που δημιουργεί ο στείρος επαγγελματισμός των ακαδημαϊκών εξειδικεύσεων, ο Τρεμπέλας εμφανίζει ένα μέγεθος δυναμικής παρουσίας, που μόνο σαν απροσδόκητη ιστορική εξαίρεση μπορεί να αντιμετωπισθεί στα νεοελληνικά δεδομένα. Δεν συγγράφει για να εξασφαλίσει σταδιοδρομία, όπως το σύνολο σχεδόν των πανεπιστημιακών συναδέλφων του, αλλά για να αναμετρηθεί με τα προβλήματα και να φωτίσει χώρους ζωτικούς θεολογικού ενδιαφέροντος. Μάχεται με την γραφίδα του ο Τρεμπέλας, και η γλωσσική του καλλιέπεια δίνει στα γραπτά του ενάργεια και αμεσότητα, άγνωστη για τους επαγγελματίες του ακαδημαϊσμού».
- Ο τίτλος αυτός σημαίνει, κυρίως, βιβλίο με περιληπτικές πληροφορίες επί ενός θέματος ή χώρου, όπως λ.χ. οι πανεπιστημιακές παραδόσεις. Μπορεί όμως να έχει και την έννοια του ξιφιδίου (stiletto)!
- Είχα την ευκαιρία, εξ άλλου, να ακούω συχνά τον π. Ιωάννη να ομιλεί μεν με σεβασμό για τον καθηγητή Π. Τρεμπέλα, αλλά και με ένα παράπονο, διότι μεγάλο μέρος των δυνάμεών του αφιέρωσε σε θέματα και αγώνες έξω από την Ορθόδοξη παράδοση. Ορθά παρατηρεί ο Χρήστος Γιανναράς (όπου πριν, σελ.347): «Ο Τρεμπέλας, σίγουρα, υπήρξε ανυποψίαστο θύμα της παιδείας και του θρησκευτικού περιβάλλοντος… ».
- Ο καθηγητής Τρεμπέλας κατηγορούσε την Διατριβή του π. Ιωάννου για αιρετικές διδασκαλίες (βλέπε «Εγχειρίδιον», σ.79 ε.ε., 125 κ.ά. ). Αυτό ήταν, που ουσιαστικά έθιξε τον π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος έγραψε σε μία ιδιωτική επιστολή του προς την οικογένεια Πατέρα (9. 6. 1957): «Εις την συνεδρίασιν της Παρασκευής, ότε επέρασε η μελέτη, ο Κύριος Τρεμπέλας προσεπάθησε μέχρι τέλους να απορριφθή η εργασία μου. Εχρησιμοποίησε όλην του την ρητορικήν τέχνην να συγκίνηση τους καθηγητάς υπέρ της διασώσεως της Ορθοδόξου Παραδόσεως δια της απορρίψεως του αιρετικού μου έργου. Μάλιστα ωμίλησε τόσο πειστικά και συγκινητικά υπέρ της Πατερικής Παραδόσεως, ώστε εκλόνησε τους περισσοτέρους καθηγητάς, οίτινες προς στιγμήν ενόμιζον ότι ο Τρεμπέλας είναι Ορθόδοξος και εγώ αιρετικός. Πάντως ο Καρμίρης και ο Μπόνης δεν συνεκινήθησαν σε τοιούτον βαθμόν, ώστε να χάσουν πάσαν επαφήν με την πραγματικότητα και συμμάζευσαν τους άλλους και έκαμαν το καθήκον των. Ο Τρεμπέλας είπε, ότι έκαμε τον καθήκον του προς την Σχολήν και ότι τώρα απομένει να κάμη το καθήκον του προς την Εκκλησίαν της Αμερικής. Δηλαδή να με καταγγείλη ως αιρετικόν εις τον αρχιεπίσκοπον Αμερικής… ». Βλέπε π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης…. , όπου πριν αελ. 104/105.
- Ο Π. Τρεμπέλας είχε κοινοποιήσει τις αρνητικές κρίσεις του για την Διατριβή του π. Ιωάννου στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Μιχαήλ, από Κορινθίας, ευρισκόμενον υπό την επιρροή του. Ο Καθηγητής, πράγματι, κατόρθωσε να επηρεάσει τον Αρχιεπίσκοπο κατά του π. Ιωάννου, ο οποίος στο γράμμα του της 22. 3. 1958 (όπου πριν, σελ.111) σημειώνει: «Φοβούμαι ότι ο Αρχιεπίσκοπος παίρνει το μέρος του Τρεμπέλα τυφλώς, χωρίς να γνωρίζει τα καθέκαστα… Έχει πολλή εμπιστοσύνη στον Τρεμπέλα και μακάρι να είχε τοιαύτην εμπιστοσύνην στους Πατέρες της Εκκλησίας». Και εις το άγιον Όρος ο Π. Τρεμπέλας προσπάθησε να επηρεάσει γνωστούς μοναχούς κατά του π. Ιωάννου.
- Ο αγαπητός συνάδελφος έμεινε —και αυτός— πιστός στην υπόσχεση προς τον π. Ιωάννη να μην εκδοθεί το «Εγχειρίδιον» προ του θανάτου του.
- Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο καλός δογματολόγος με πολλή λεπτότητα χειρίζεται το θέμα, αποφεύγοντας σε επίμαχα σημεία την άνευ ορίων υπεράσπιση των δύο προκατόχων του. Έτσι, αισθάνεται την ανάγκη να παρατηρήσει, αναφερόμενος στηνΔογματική του Π. Τρεμπέλα (τ. Β΄, σελ. 134, σημ. 37): «Καλόν θα ήτο, εάν έλειπον ή τουλάχιστον ετίθεντο εν υποσημειώσει τα περί «κατά συμβεβηκός» χάριτος (gratia creata) διδάγματα των σχολαστικών και νεωτέρων θεολόγων, τα οποία παραθέτει ο αείμνηστος καθηγητής, και τα οποία είναι δυνατόν να διεγείρουν υπόνοιας και παρεξηγήσεις».
- «Θεία και Ιερά Διδασκαλία» (Δογματική Θεολογία), ανέκδοτη, Χειρ. Βατοπ. 99, φ. 286β. Βλέπε Π. Γ. Δ. Μεταλληνού,Παράδοση και Αλλοτρίωση, Αθήνα 20015, σελ. 57.
- Στον Διάλογο αυτό είχα την τιμή να μετέχω ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας Κύπρου από το 1978, κοντά στον μακαριστό Μητροπολίτη Λεμεσού κυρό Χρύσανθο (+ 2006). Είμαι ευγνώμων στην Αγιωτάτη Εκκλησία της Μεγαλονήσου, διότι μέχρι το έτος 1992, που διήρκεσε η δική μου συμμετοχή στον ενδιαφέροντα αυτό Διάλογο, είχα την δυνατότητα να γνωρίσω πολύ καλά τον π. Ιωάννη σε μακρές συζητήσεις μαζί του, κατά την διάρκεια των συναντήσεων της Επιτροπής μας με την αντίστοιχη Λουθηρανική, οικοδομώντας από την πρώτη στιγμή μία πνευματική σχέση μαζί του, που συνεχίσθηκε και στην Ελλάδα, ως τον θάνατο του.
- Romanides was flabbergasted by Trempelas. Attacts upon his work, especially since these were based on Augustine, Anselmus and Aquinas. He never dreamt that their νiews would be considered the «quintessence of Orthodoxy» in Greece… This collection of texts affords a view of the captivity of Orthodox Tradition in microcosm through Trembelas presentation of some of the classical pseudomorphoses, but also the way το the future through their rejection by Romanides using Traditional perspectives. In many ways, the texts provide an excellent introduction το Romanides quest for authentic Christian Tradition (σελ.13).
- Το«Εγχειριδίον» could easily be misconstrued as a debate between a western proponent of Latin scholasticism and his orthodox opponent rather than a confrontation between two Orthodox Theologians… In many respects it harkened back το the type of debate which might occur between a nominalist and a realist at the University of Paris in the fourteenth century (όπου πριν, σελ. 19).
- Κωνσταντίνου Δ. Μουρατίδου, Ομεγάλος πρόμαχος της Ορθοδοξίας, όπου πριν.
- Στο ίδιο, σελ. 10.
- Βλέπε π. Γ. Δ. Μεταλληνού,Παράδοση και αλλοτρίωση, όπου πριν, σελ. 70 κι εξής.
- Τον Δεκέμβριο του1929 ο εκ Πατρών Σωτήριος Κυριακόπουλος κατέθεσε στην Ιερά Σύνοδο μήνυση κατά του Π. Τρεμπέλα «επί αιρέσει», διότι δεχόταν την «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης διδασκαλία του σχολαστικού Ανσέλμου Κανταβρυγίας (+ 1100). Θεολογικό πρόβλημα εξ άλλου δημιούργησε και μία θέση του Π. Τρεμπέλα για την «ηθική τελειότητα του Ιησού Χριστού ως ανθρώπου». Βλέπε Το έργο του Ιησούς ο από Ναζαρέτ, Αθήναι 1930, σελ. 134. Και στην γ’ εκδ. του βιβλίου (Αθήνα 1954) επαναδιατυπώνεται η ίδια διδασκαλία (σελ. 277, σημ. ) («… Η τελειότης και η αναμαρτησία του Ιησού, καίπερ απηλλαγμένη πάσης σκιάς και πάσης κηλίδος και παντός μώμου, δεν ημπορεί ποτέ να εξισωθή προς την απόλυτον και απεριόριστον αγαθότητα του Θεού. Η αναμαρτησία και η αγιότης του Ιησού ως ανθρώπου υπήρξεν αναμαρτησία και αγιότης ανθρώπινη») (Βλέπε Σωτηρίου Π. Κυριαζοπούλου, Οι Αιρετικοι. Ο αντίχριστος, οι Σπουδασταί των Γραφών και η καθαιρούσα τούτους δίστομος μάχαιρα της βασιλείας, Αθήναι 1934, σελ. 103 ε. ε. ). Ο Π. Τρεμπέλας έγραψε και ειδική μελέτη για να τεκμηριώσει την θέση του, με τίτλο: Η ηθική τελειότης του Χριστού κατά το ανθρώπινον, Αθήναι 1930, Παράβαλλε Τον Α΄ Τόμο της Δογματικής του, σελ. Ε, (Αθήναι 1959). Η Ιερά Σύνοδος υπό τον Αρχιεπίσκοπο και Καθηγητή Πανεπιστημίου Χρυσόστομο Παπαδόπουλο (1923-1938), στηριζόμενη σε εισήγηση του καθηγ. Χρήστου Ανδρούτσου, εδικαίωσε (Οκτώβριος 1930) τον Π. Τρεμπέλα, η υπόθεσις δε στράφηκε κατά του μηνυτού Σ. Κυριακόπουλου. Ο Χρ. Ανδρούτσος στην γνωμοδότησή του υποστήριξε, ότι η διδασκαλία του Ανσέλμου για την σταυρική θυσία του Κυρίου «αποτελεί κεντρικόν και θεμελιώδες δόγμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Δυτικής και του αξιωματικού προτεσταντισμού». Κριτική όμως στον Π. Τρεμπέλα άσκησαν και άλλοι γνωστοί και καταξιωμένοι πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι. Ο Γ. Φλορόφσκυ (RGG3,VI,781) παρατηρεί για την Σχολή μας και τον Καθηγητή Π. Τρεμπέλα: «Die Theologische Fakultät an der Universitat Athen folgte der westlichen Richtung. Die grundlegenden Handbücher der Theologie in griechischer Sprache waren in diesem Geiste abgefasst (Zekos Rossis, Christos Androutsos, Konstantin Dyobouniotis, Panagiotis Trembelas)».Αλλά και ο θεοφιλέστατος Επίσκοπος (τότε) Διοκλείας, Καθηγητής Κάλλιστος Ware, στην βιβλιοκρισία του για την γαλλική μετάφραση από το Ουνιτικό κέντρο του Chevetogne/Βέλγιο, της Δογματικής του Π. Τρεμπέλα (στο Eastern Church Review, τ. Ill, αρ. 4, 1971, σελ. 477-480), παρατηρεί: «Καταρχήν το έργο του Καθηγητού Τρεμπέλα είναι ένα βιβλίο με πολλή αυτάρκεια. Δεν είναι ακριβώς αυτάρεσκο… Ασφαλώς όμως είναι σχολαίο στον τόνο, μονολιθικό και ακόμα θριαμβολογικό… Το έργο είναι κατά κάποιο τρόπο ένα επαρχιώτικο βιβλίο. Αντικατοπτρίζει με ακρίβεια το πνεύμα της ελληνικής ακαδημαϊκής θεολογίας στα τελευταία εβδομήντα χρόνια, όχι όμως τη θεολογία της καθολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας… Είναι ένα βιβλίο εμφαντικά δυτικού τύπου… Το όλο σχήμα της Δογματικής, η διάταξη και ταξινόμηση των θεμάτων, ο τρόπος χειρισμού κάθε θέματος, ένα μεγάλο μέρος της ομολογίας και των κατηγοριών που χρησιμοποιούνται, έχουν καταφανώς τη σφραγίδα της Δύσης… Το έργο είναι ένα βιβλίο παλαιού συρμού (old fashioned). Η Δύση στην οποία αναφέρεται είναι περισσότερο παρελθόν παρά παρόν. Αυτό φαίνεται καθαρότατα στην επιλογή της βιβλιογραφίας… Η θεολογία του Καθηγ. Τρεμπέλα είναι ακαδημαϊκή και σχολαστική περισσότερο, παρά λειτουργική και μυστική… Λέει πάρα πολύ λίγα για την σχέση της Εκκλησίας με την ευχαριστία… Και, ακόμα θεμελιωδέστερο, χρησιμοποιεί ελάχιστα την αποφατική προσέγγιση. Δεν υπάρχει ουσιαστικά τίποτε για τη διάκριση Ουσίας και Ενεργειών του Θεού… Οι δογματικές συνέπειες των ησυχαστικών ερίδων παραβλέπονται τελείως». (Βλέπε Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα…, όπου πριν, σελ. 340, σημ. 43). Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ομότιμος σήμερα, Γεώργιος Μαντζαρίδης, με αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ως εξής κρίνει το κύκνειο άσμα του αειμνήστου Καθηγητού, «Μυστικισμός- Αποφατισμός-Καταφατική Θεολογία», τεύχος Α΄Β΄, Αθήναι 19802: «Η συμβολή του αειμνήστου πανεπιστημιακού διδασκάλου Π. Τρεμπέλα στην Ελληνική θεολογική γραμματεία είναι εντυπωσιακά επιβλητική… Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τη μελέτη αυτή, που με την πρώτη εμφάνισή της προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και επικρίσεις. Όπως εύλογα είχε τότε σημειωθεί «η μελέτη αυτή αδικεί και την Ορθόδοξον θεολογίαν και τους Πατέρας και τον ίδιον τον συγγραφέα». Αυτό δεν είναι παράδοξο ούτε δύσκολο να κατανοηθεί… όμως ο αληθινά ακάματος αυτός απολογητής του Χριστιανισμού δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις της γενιάς του. Έτσι δημιουργήθηκαν δυσάρεστες καταστάσεις, που δεν υπάρχει κανένας λόγος να διαιωνίζονται. Είναι πραγματικά λυπηρό να διαβάζει κανείς ότι με τη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «εισάγεται συνθεσις εν τη απλή του Θεού ουσία», ή ότι ο Βαρλαάμ «διετέλει υπό την επίδρασιν των υπερβολών της Σχολαστικής Θεολογίας, αλλά και ο Παλαμάς εν τίνι μέτρω εις την αυτήν παρεσύρθη σύγχυσιν κατά διεύθυνσιν αντίθετον» (σελ. 44). (Γρηγόριος Παλαμάς, τ. 63 (1980), σελ. 233). Το έργο αυτό του Π. Τρεμπέλα δημοσιεύθηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Α’ τεύχος στον ΙΘ’ τόμο, 1974, και το Β΄ στον Κ’ τόμο, 1975, είκοσι περίπου χρόνια μετά τον διάλογό του με τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη.
- Για το παπικό αυτό δόγμα βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ηικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης κατά τον Άνσελμο Καντερβουρίας, Θεολογική προσέγγιση από Ορθόδοξη άποψη, Θεσσαλονίκη 1995. Για την είσοδο και διακίνησή του στον υπόδουλο Ελληνισμό βλέπε Π. Βασιλείου I. Καλλιακμάνη, Η διδασκαλία περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης στην νεοελληνική θεολογία, Γρηγόριος ο Παλαμάς, τ. 71 (1988), σελ. 529-537. Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Η «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία και η νεοελληνική Κατηχητική και Κηρυκτική πράξη», στο: Του Ιδίου, Λόγος ως Αντίλογος, Αθήνα 1992, σ. 85-98. Του Ιδίου, Το «Εξομολογητάριον» του Αγίου Νικόδημου, Αθήναι 1999 ( =ανάτ. Από την επιστ. επετ. Της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, τ. ΛΔ’ (1999) σελ. 191-208).
- Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας,τόμοι τρεις, Α’ και Β΄, Αθήναι 1959, και Γ’, Αθήναι 1961.
- Βλέπε Χρ. Γιανναρά, όπου πριν.
- Έζησε1869-1935. Βλέπε ΘΗΕ Τ. 2 (1963), στ. 739-743. (Π. I. Μπρατσιώτης). Μέγα Λ. Φαράντου, Δογματική και Ηθική. Εισαγωγικά, Αθήναι 1973, σελ. 74 ε. ε. Ο κ. Φαράντος, κάτοχος της έδρας του Χρ. Ανδρούτσου (1974-1984), ασκεί οξεία κριτική στον προκάτοχό του. Παράβαλλε Χρ. Γιανναρά, όπου πριν, σελ. 322 ε. ε. (στο ίδιο πνεύμα με τον προηγούμενο). Αλλά και ο αείμνηστος διδάσκαλός μας Παναγιώτης I. Μπρατσιώτης (όπο πριν, σελ. 740 ε. ), με αντικειμενικότητα, παρατηρούσε το 1939 για τον δογματολόγο Ανδρούτσο (Χρ. Ανδρούτσος, εν Μυτιλήνη 1939, σελ. 7. Παράβαλλε ΘΗΕ, όπου πριν, στ. 740): «Είναι αληθές ότι εν τε τοις μεγάλοις τούτοις συστηματικοίς συγγράμμασιν αυτού, ως και εν ταις μετ’ ολίγον μνημονευθησομέναις δογματικαίς αυτού πραγματείαις, διαφαίνεται ποια τις επίδρασις της Ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας… »!
- Την αυθεντία του Ανδρούτσου θα υποστηρίξει το1972 ο μακαριστός Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Μητροπολίτης Μύρων/Εφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης). Βλέπε την εργασία του: Ορθόδοξος Ανατολή και Δυτικός Κόσμος, Αθήναι 1972.
- Στα προς την Σχολή γράμματα του ο Π. Τρεμπέλας θεωρούσε τιμητικό ότι ο Χρ. Ανδρούτσος ήταν έμμεσα δάσκαλός του. Η άκρα εμπιστοσύνη του Π. Τρεμπέλα προς τον Ανδρούτσο, ως και η (σκανδαλώδης) άγνοια εκ μέρους του της θεολογίας «των Ρώσων της διασποράς», και μάλιστα του π.Γ. Φλορόφσκυ, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην διαιώνιση και εκ μέρους του σχολαστικών θέσεων.
- Δογματική…,τ. Α’, σελ. 178/179.
- Δεν μπορούμε να μην δεχθούμε την ευστοχία του Χρ. Γιανναρά, όταν παρατηρεί: Στην διάκριση ουσίας-ενεργείας «αφιερώνεται μισή μόνον σελίδα με μορφή υποσημείωσης και το όνομα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αναφέρεται τρεις φορές σε ένα σύνολο1750 σελίδων. Ο Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρεται μία φορά, ο Ισαάκ ο Σύρος καμία, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος καμία». (Ορθοδοξία και Δύση στην Νεώτερη Ελλάδα, σελ. 338).
- Έζησε1903-1992, Καθηγητής (τότε) της Ιστορίας των Δογμάτων και της Συμβολικής. Βλέπε γι’ αυτόν: Νικολάου Μπρατσιώτη, άρθρο στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό (Εκδοτικής Αθηνών), τ. 4 (1991), σ. 296. Παράβαλλε Μέγα Φαράντου, «Ιωάννης Καρμίρης», στην επιστ. επετ. της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. ΚΓ’ (1976), σ. 9-51. Ο π. Ιωάννης διατηρούσε πάντα αμείωτο τον σεβασμό του για τον Καθηγητή Ι. Καρμίρη. Στην επιστ. επετ. της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Θεσσαλονίκης, τ. 19 (1974), σ. 11 ε. ε., βρίσκεται ο «Έπαινος του καθηγητού πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Σ. Ρωμανίδη» στον ανακηρυχθέντα επίτιμο Διδάκτορα της Σχολής, Καθηγ. Ι. Καρμίρη, όπου παρατηρεί: «Μεταξύ των Ελλήνων ηγετών εις την προσπάθειαν αυτήν είναι κατά πρώτον λόγον ο καθηγητής του Πανεπιστημίου των Αθηνών κ. Ιωάννης Καρμίρης, όστις παρήγαγε κολοσσιαίον έργον εις την αναδημιουργίαν των ιστορικών πλαισίων της Ορθοδόξου Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας. Ο επιθυμών να ενδιατρίψη εις τα υπό εξέτασιν θέματα πρέπει εξάπαντος να μελετήση τα έργα του μεγαλυτέρου τούτου Ιστορικού της Ορθοδόξου Δογματικής και Συμβολικής. Άνευ των έργων αυτού η σύγχρονος Ορθόδοξος Θεολογία δεν θα ευρίσκετο εις την σημερινήν της πρόοδον». Την τοποθέτησή του αυτή απέναντι στον Ι. Καρμίρη δεν ανεκάλεσε ποτέ ο π. Ιωάννης, αλλά και ιδιωτικά τον ακούαμε να λέγει ότι «ο Καρμίρης μας άνοιξε και πάλι τον δρόμο στο πνεύμα των Πατέρων». Είναι όμως προς τιμήν του π. Ιωάννου, ότι και για τον καθηγητή Π. Τρεμπέλα σημειώνει στην συνέχεια: «Εξ ίσου απαραίτητος είναι η μελέτη της Δογματικής του κορυφαίου Δογματικού και Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Π. Τρεμπέλα, όστις επίσης ηκολούθησε γραμμήν επανόδου της νεωτέρας Ορθοδόξου Θεολογίας εις την πατερικήν παράδοσιν… ».
- Κων.Γ. Μπόνης (1905-1990), Καθηγητής της Πατρολογίας και της Ερμηνείας των Πατέρων. Βλέπε Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, άρθρο στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό Εκδοτικής Αθηνών, τ. 7 (1991), σ. 20. Παράβαλλε Βασιλείου Δεντάκη, «Κωνσταντίνος Μπόνης», στην επιστ. επετ. Της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, τ. ΚΔ’ (1979/80), σελ. 15-82.
- ΒλέπεΘΗΕ, τ. 2 (1963), στ. 160-164 (Γερ. I. Κονιδάρης).
- Βλέπε Ιωάννου Ζηζιούλα,Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Αθήναι 1965.
- Andrew Sopko, όπου πριν, σελ. 20.
- Βλέπε Π. Λάμπρου Φωτοπούλου, ΗΓερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδου, Εφημέριος, Ιούνιος 2003, σελ. 11-14.
- Είναι συγκινητική η ομολογία τουΠ. Τρεμπέλα προς τα μέλη της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων το 1968 (Π. Ν. Τρεμπέλα, Η άδολος Αποστολικότης της Ελληνικής Ορθοδοξίας, Εν Αθήναις 1968, σελ. 19): «Όταν προ τίνων δεκαετηρίδων επεχείρησα ερμηνείαν των Επιστολών και ολοκλήρου της Καινής Διαθήκης, είχον εις το κέντρον των μελετών μου τους ξένους, παραπλεύρως δε τούτων και τας ερμηνείας των Πατέρων. Μετ’ ολίγον είδα, οι ξένοι ακολουθούν εκείνους και δεν υπάρχει περίπτωσις, εις την οποίαν να παρουσιάζωνται οι ξένοι σύγχρονοι ερμηνευταί πρωτοτυπούντες, να μη προηγήθησαν δε και εις αυτήν οι Άγιοι Πατέρες. Ηναγκάσθην λοιπόν να βάλω παραπλεύρως τους ξένους και να μεταθέσω εις το κέντρον τους Πατέρας».
- Βλέπε Π.Γ. Δ. Μεταλληνού, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης…. , όπου πριν, σελ. 50 ε. ε.
Απόσπασμα Γ: Πρόλογος π. Ι. Ρωμανίδη
Ι. Εισαγωγή
Ερχόμενος εξ Αμερικής δι’ ανωτέρας σπουδάς, υπέβαλα μίαν επί διδακτορία διατριβήν εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών, η οποία ενεκρίθη υπό των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής και κυκλοφορεί με τίτλον «Το Προπατορικόν Αμάρτημα». Κατά την διάρκειαν της διαδικασίας περί της μελέτης μου εις το Πανεπιστήμιον ο Καθηγητής της Λειτουργικής κ. Π. Ν. Τρεμπέλας επετέθη κατά του βιβλίου μου με την κατηγορίαν, ότι εμπεριέχει αιρέσεις. Αντί όμως να απόδειξη ο κ. Τρεμπέλας ότι η μελέτη μου είναι αιρετική, απεδείχθη ο ίδιος εν πλάνη, και αντί να καταψηφισθή η διατριβή μου, ως επανειλημμένως παρεκάλει ούτος, ενεκρίθη και μου απενεμήθη ο τίτλος του διδάκτορος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κατά την διάρκειαν των επιθέσεων του κ. Τρεμπέλα κατά του βιβλίου μου είχε διαδοθή μεταξύ οπαδών αυτού η συκοφαντία, ότι είμαι αιρετικός και επειδή τινές εξ αυτών έχουν εμπιστοσύνην εις την ορθοδοξότητα του αρχηγού των, ήτο φυσικόν να πιστεύσουν τας συκοφαντίας αυτάς και να τας μεταδίδουν. Παρά τας προσδοκίας των όμως το βιβλίον μου ενεκρίθη.
Μη γνωρίζοντες πώς να δικαιολογήσουν την έγκρισιν ενός έργου, εν τω οποίω ο αρχηγός των εύρεν αιρέσεις, και μη δυνηθέντες να φιλοξενήσουν την πιθανότητα, ότι ίσως ο κ. Τρεμπέλας ευρίσκετο εν πλάνη και όχι εγώ, εφαντάσθησαν και εκυκλοφόρησαν την φήμην ότι ενεκρίθη η μελέτη μου, αφού πρώτον εκαθάρθη από τας αιρέσεις.
Αλλά η τοιαύτη δικαιολογία, ίνα καλυφθή η πεπλανημένη στάσις του κ. Τρεμπέλα απέναντι μου και ίνα περιβληθή το πρόσωπόν μου με υποψίας, είναι τω όντι αφελής. Πώς είναι δυνατόν οι καθηγηταί να ψηφίσουν μίαν αιρετικήν εργασίαν, έστω και (002) εκ των υστέρων διωρθωμένην; Δεν θα υπήρχεν ο φόβος ότι ο υποψήφιος συμφεροντολογικώς εδέχθη τας διορθώσεις των αιρέσεών του μόνον και μόνον δια να γίνη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου και ότι με την πρώτην ευκαιρίαν θα επανήρχετο εις τας πλάνας του και θα παρέσυρε τον λαόν εις αίρεσιν;
Εάν ήτο αληθής η δικαιολογία αυτή, θα έπρεπεν η Ιεραρχία και το Κράτος να απολύσουν τους τοιούτους καθηγητάς και να κλείσουν την Θεολογικήν Σχολήν. Η δικαιολογία αυτή δεν στρέφεται εναντίον του προσώπου μου, αλλά καθίστα ύποπτον την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι καθηγηταί όμως της εν λόγω Σχολής δεν είναι άνθρωποι επιπόλαιοι, ώστε να εμπορεύωνται αρχάς και τίτλους εις αιρετικούς. Γνωρίζουν καλώς τας ευθύνας των απέναντι των Ορθοδόξων ημών παραδόσεων.
Ο σκοπός του παρόντος εγχειριδίου δεν είναι η απόδειξις της Ορθοδοξίας μου. Η δογματική ακεραιότης του βιβλίου μου απεδείχθη δια της εγκρίσεως αυτού υπό των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών.
Ούτε είναι ο σκοπός αυτού η καταγγελία του κ. Τρεμπέλα επί αιρέσει. Αυτό θα είναι αναγκαίον, εφ’ όσον ούτος θα εμμείνη εις τας πλάνας του.
Ο σκοπός του παρόντος είναι η δημοσίευσις των εναντίον μου κατηγορητικών επιστολών του κυρίου Τρεμπέλα, ως και των απαντήσεών μου, ίνα καταφανή το γεγονός ότι η διατριβή μου δεν εκαθάρθη από καμμίαν αίρεσιν, απλούστατα, διότι εξ αρχής δεν εμπεριείχεν αιρέσεις, ως ισχυρίσθη ο εν λόγω καθηγητής. Ούτως ο καθείς θα δυνηθή να σχηματίση ιδίαν γνώμην και παύση η διάδοσις ψευδών ειδήσεων στηριζόμενων εις φήμας.
(003) Το Πάσχα του 1956 παρέδωσα το χειρόγραφον της μελέτης μου εις τον καθηγητήν της Δογματικής εν τω Πανεπιστημίω κ. Ιωάννην Ν. Καρμίρην, ίνα ανάγνωση αυτό και εκφράση περί αυτού την γνώμην του. Εντός ολίγου μου επέστρεψε την μελέτην μου με τας παρατηρήσεις του και αφού ηύρεν την δογματικήν αυτής γραμμήν εν τάξει, μου είπε να προχωρήσω εις το τελευταίον κεφάλαιον, το οποίον δεν είχα ακόμη τελειώσει. Λοιπόν, ετελείωσα την μελέτην μου και κατά τας αρχάς Σεπτεμβρίου του 1956 ο κ. Καρμίρης ξανά εδιάβασε την μελέτην και μου είπεν ότι δύναμαι να προχωρήσω εις την δακτυλογράφησιν και να την υποβάλω επισήμως εις την Γραμματείαν της Θεολογικής Σχολής. Η μελέτη εδακτυλογραφήθη και κατά τα τέλη Οκτωβρίου υπεβλήθη, και ήσυχος πλέον ανεχώρησα εξ Ελλάδος εις Αμερικήν δι’ οικογενειακήν υπόθεσιν.
Επέστρεφα εις την Ελλάδα την 1ην Μαρτίου του 1957 και έμαθα ότι ο κ. Τρεμπέλας είχε σοβαράς αντιρρήσεις περί της μελέτης μου. Τρεις φορές του εζήτησα ακρόασιν, ίνα συζητήσωμεν προφορικώς τας αντιρρήσεις του, άλλα ηρνήθη. Μου είπεν, ότι θα μου στείλη γράμμα. Και πράγματι έστειλε γράμμα όχι μόνον εις εμέ, αλλά και εις όλους τους καθηγητάς της Σχολής και με προεκάλεσε να απαντήσω εις τους ενδοιασμούς του(1).
Ως ξένος και μη γνωρίζων τα έθιμα του τόπου, συνεβουλεύθην τον τότε Κοσμήτορα κ. Κ. Μπόνην, ο οποίος μου είπε ότι οφείλω να απαντήσω γραπτώς προς την Σχολήν.
Εις την επιστολήν του ο κ. Τρεμπέλας προσεπάθησε να αποδείξη ότι ωρισμέναι γνώμαι της διατριβής μου είναι αιρετικαί. Όμως εν τη προσπάθεια του να απόδειξη ως αιρετικήν την μελέτην μου, εβασίσθη ο ίδιος εις ωρισμένας πλάνας των Δυτικών, αι οποίαι είχον καταδικασθή επανειλημμένως υπό Συνόδων της (004) Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας. Μάλιστα οι διδάσκοντες τας πλάνας αυτάς υποπίπτουν εις τα αναθέματα των εν λόγω Συνόδων. Ανέφερα, λοιπόν έν από τα αναθέματα αυτά εις την απάντησίν μου(2).
Αφού υπέβαλα την απάντησιν ταύτην εις την Κοσμητείαν της Σχολής, ανέμενα τα αποτελέσματα.
Μετ’ ολίγον ο κ. Τρεμπέλας έστειλε μιαν δευτέραν επιστολήν εις τους καθηγητάς, έχουσαν μάλλον μορφήν αμυντικήν, ίνα αποδείξη ότι το ανάθεμα αυτό των Αγίων Πατέρων δεν αναφέρεται εις αυτόν. Την αμυντικήν ταύτην μορφήν της επιστολής του προσεπάθησε ούτος να καλύψη με την ανανέωσιν των εναντίον μου κατηγοριών.
Ο κ. Τρεμπέλας όμως δεν έστειλε την επιστολήν ταύτην εις εμέ, αλλά μόνον εις τους καθηγητάς(3).Οι καθηγηταί είχον ανά χείρας την δευτέραν επιστολήν του, παραπάνω από μιαν ολόκληρον εβδομάδα, χωρίς να λάβω καμμίαν ειδησιν ότι εκυκλοφόρησε. Τυχαίως έμαθα περί της υπάρξεως μιας τοιαύτης επιστολής και ευτυχώς ευρέθησαν εκείνοι, οίτινες εγνώριζον ότι μόνον εις ολοκληρωτικά καθεστώτα δύναται τις να κατηγορηθή, να δικασθή και να λάβη γνώσιν των εναντίον του ενεργειών μόνον εις τον τόπον εκτελέσεως! Ούτω μου εδόθη κρυφίως η δευτέρα επιστολή του κ. Τρεμπέλα και κατά συνέπειαν η ευκαιρία να απαντήσω(4).
Εις την πρώτην επιστολήν του αι πλάναι τού κ. Τρεμπέλα ήσαν ωρισμέναι. Αντί όμως να παραδεχθή τα λάθη του, προσεπάθησε να υπεκφύγη, ως θα ίδωμεν κατωτέρω, εμφανίζων εαυτόν ως έχοντα απόλυτον δίκαιον, συσκοτίζων την υπόθεσιν με αορίστους φράσεις και ιδέας και προβάλλων κατ’ εντονώτερον τρόπον τας εναντίον μου κατηγορίας. Όμως κατά τον τρόπον αυτόν όχι μόνον εφάνησαν σαφέστεραι αι πλάναι του, αλλά και ηυξήθησαν και έπεσεν εις άλλα σοβαρά σφάλματα.
(005) Έτυχε κατά την εποχήν αυτήν (Απρίλιον 1957) να πάω εις το Άγιον Όρος δια την εορτήν του Πάσχα και κατά την διαμονήν μου εκεί συνέγραψα την απάντησίν μου εις την δευτέραν επιστολήν του κ. Τρεμπέλα(5).
Εις το Άγιον Όρος ηύρα μοναχούς, που κατέχουν την Πατερικήν μας Θεολογίαν, και συνεζήτησα και έδειξα εις αυτούς τας δύο επιστολάς του κ. Τρεμπέλα. Κυριολεκτικώς έφριξαν!!
Επιστρέψας εις Αθήνας μετά το Πάσχα υπέβαλα την απάντησίν μου εις την δευτέραν επιστολήν του κ. Τρεμπέλα και ανέμενα τα αποτελέσματα.
Όταν εις το Πανεπιστήμιον κρίνεται μία διατριβή επί διδακτορία, δεν παρέχεται εις τον υποψήφιον η ευκαιρία να παρευρεθή εις την συνεδρίαν της Σχολής και να απαντήση προσωπικώς εις τυχόν ενδοιασμούς των καθηγητών. Συνήρχοντο, λοιπόν, οι καθηγηταί εις συνεδριάσεις, ίνα συζητήσουν την μελέτην μου, και δεν παρευρισκόμην εις αυτάς, ώστε να αντιμετωπίσω ο ίδιος τας επιθέσεις του κ. Τρεμπέλα. Τοιουτοτρόπως ο κ. Τρεμπέλας διεξήγαγε τας επιθέσεις και παρουσίαζε τας κατηγορίας του χωρίς να δύναμαι να αμυνθώ επί τόπου πρόσωπον προς πρόσωπον. Ήτο λοιπόν φυσικόν να κλονίση την γνώμην των καθηγητών περί της μελέτης με την ρητορικήν του δεινότητα. Ίνα θεραπευθή η μειονεκτική μου θέσις αυτή ηρωτήθη, ο κ. Τρεμπέλας, εάν θα μου επέτρεπε να παρευρεθώ εις συνεδρίαν των καθηγητών, ώστε να δύναμαι να απαντήσω εις ερωτήσεις του ενώπιον της Σχολής. Είπεν, όχι!
Αφού οι καθηγηταί είχον μελετήσει τας απαντήσεις μου εις τας δύο επιστολάς του κ. Τρεμπέλα, ήρχισαν να κλίνουν θετικώτερα υπέρ της μελέτης μου. Φαίνεται ότι εκατάλαβε ο κ. Τρεμπέλας, ότι δεν επρόκειτο να απορριφθή η μελέτη μου βάσει των κατηγοριών επί αιρέσει των δύο επιστολών του. Λοιπόν, εις μίαν (006) συνεδρίαν της Σχολής παρουσίασε νέας κατηγορίας κατά τινων επί μέρους σημείων του βιβλίου μου(6).
Εις την νέαν ταύτην επίθεσιν διέστρεψεν (ως και εις τας προηγουμένας του επιστολάς) τα λεγόμενα εν τη διατριβή μου και με παρουσίασεν ως παραδεχόμενον ασυναρτησίας και ως φάσκοντα και αντιφάσκοντα. Αφού δεν ήμουν παρών, δεν μου εδόθη τότε η ευκαιρία να διαλύσω την νέαν επίθεσιν και ούτε ήσαν προπαρασκευασμένοι οι καθηγηταί δι’ αυτήν. Λοιπόν, με την ρητορικήν του ικανότητα ο κ. Τρεμπέλας εκλόνισε τους καθηγητάς. Όμως δεν κατώρθωσε να απορριφθή η μελέτη μου.
Όταν έλαβα από την Γραμματείαν της Σχολής τας νέας κατηγορίας του κ. Τρεμπέλα, είδα ότι δεν είχε δίκαιον εις κανένα ζήτημα. Όλα όσα ισχυρίζετο εβασίζοντο εις διαστροφήν των λεγομένων μου. Λοιπόν, ήθελα να απαντήσω εις τον κ. Τρεμπέλαν δια τρίτην φοράν.
Αλλά ωρισμένοι καθηγηταί με συνεβούλευσαν να μη απαντήσω, εάν θέλω να τελειώση η υπόθεσίς μου εις το Πανεπιστήμιον, διότι ο κ. Τρεμπέλας είναι ικανός να συνέχιση τας τοιαύτας επιθέσεις επ’ άπειρον. Με προέτρεψαν, λοιπόν, να δηλώσω εις τους καθηγητάς μίαν διασάφησιν ωρισμένων σημείων της μελέτης μου χωρίς να αναφέρω τον κ. Τρεμπέλαν, ώστε βασιζόμενοι οι καθηγηταί εις αυτήν να ημπορέσουν να τελειώσουν με την υπόθεσίν μου, που είχε τόσον κουράσει τους πάντας.
Λοιπόν, υπέβαλα υπόμνημα εις την Θεολογικήν Σχολήν με προσθήκας, διορθώσεις, διασαφήσεις και αναμορφώσεις του κειμένου(7). Μία προσεκτική μελέτη του υπομνήματος τούτου δηλοί, ότι εις την πραγματικότητα είναι η τρίτη απάντησίς μου εις τον κ. Τρεμπέλαν. Εις έξ σημεία αυτού δηλώνω ότι διορθώνω κάτι(8).
(007) Σημειωτέον ότι αι μόναι διορθώσεις, που έγιναν εις την διατριβήν μου, ήσαν γλωσσικαί. Εξ αιτίας του κ. Τρεμπέλα και ενός άλλου καθηγητού έγιναν ωρισμέναι διασαφήσεις εις την μελέτην μου. Δηλαδή προσετέθησαν άλλα πατερικά χωρία και ανέπτυξα ωρισμένα σημεία λεπτομερέστερα και σαφέστερα, ίνα στερεώσω και όχι αλλάξω αυτά, που ήθελα να ‘πω. Δια τούτο εις τον πρόλογον της μελέτης μου(9) ευχαριστώ τον κ. Τρεμπέλαν, ο οποίος πράγματι δια των παρατηρήσεων ή επιθέσεών του συνετέλεσεν εις την διασάφησιν, και όχι διόρθωσιν, ωρισμένων σημείων αυτής.
Βάσει των απαντήσεων και του υπομνήματός μου εις την Σχολήν οι καθηγηταί εσχημάτισαν γνώμην περί των εναντίον μου κατηγοριών και εις την τελευταίαν συνεδρίαν της Σχολής του σχολικού έτους 1956-57 ενεκρίθη η μελέτη μου και ούτω κατεψηφίσθη κατά τον τρόπον αυτόν ο κ. Τρεμπέλας.
Όμως η εναντίον μου δράσις του κ. Τρεμπέλα δεν εσταμάτησεν. Μετά την έγκρισιν της διατριβής μου έστειλε το χειρόγραφόν μου, ως και τας εναντίον μου επιστολάς του, εις την εκκλησιαστικήν μου αρχήν εν Αμερική, ίνα λάβη ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Κ. Μιχαήλ μέτρα εναντίον μου. Μού έγραψεν όμως είς καθηγητής μου και εκ των διαπρεπέστερων Ορθοδόξων θεολόγων του κόσμου, ο Αιδ. Γεώργιος Φλορόφσκυ, ότι ο Επίσκοπος Ελαίας και Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού εν Αμερική κ. Κ. Αθηναγόρας δεν εύρε καμμίαν αίρεσιν εν τη διατριβή μου, αλλ’ απεναντίας ενετράπη δια την έκκλησιν του κ. Τρεμπέλα εις την αυθεντίαν των αιρετικών Ανσέλμου και Ακινάτου.
Και πράγματι μία ανάγνωσις των εναντίον μου επιστολών (008) του κ. Τρεμπέλα αποκαλύπτει το γεγονός, ότι παραδέχεται ωρισμένας πλάνας των αιρετικών αυτών πολεμίων της Ορθοδόξου ημών πίστεως, αλλά η βάσις των εναντίον μου επιστολών του είναι η υπεράσπισις και συνηγορία υπέρ των αιρετικών αυτών.
Κατά τον μεσαίωνα ο Θωμάς ο Ακινάτος και ο Άνσελμος υπήρξαν εκ των σπουδαιότερων θεολόγων του παπισμού και πρωτοπαλλήκαρα του θεολογικού αγώνος των Λατίνων εναντίον της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και πλείστα έγραψαν κατά της πίστεώς μας. Μάλιστα έν εκ των έργων του Ακινάτου επιγράφεται «Contra errores Graecorum», δηλαδή «κατά των πλανών των Ελλήνων». Εν τούτοις δεν ανέχεται ο κ. Τρεμπέλας τας επικρίσεις του βιβλίου μου κατά των αιρετικών αυτών.
Ενώ όμως ο κ. Τρεμπέλας διεξήγαγε σφοδράς επιθέσεις εναντίον της μελέτης μου εξαπολύων παπικά επιχειρήματα κατ’ αυτής, υπήρχον άλλοι καθηγηταί, οίτινες εξετίμησαν την προσπάθειάν μου να αποσαφηνίσω την θέσιν της Ορθοδόξου Θεολογίας έναντι της Θεολογίας των Παπικών και Προτεσταντών.
Είναι αξιοπρόσεκτον ότι, ενώ ο κ. Τρεμπέλας εξαπέλυσε την πρώτην επιθεσίν του κατά της διατριβής μου τον Μάρτιον του 1957, έλαβα συγχρόνως από τον ομότιμον καθηγητήν του Πανεπιστημίου κ. Αμίλκαν Σ. Αλιβιζάτον (9α) μίαν επιστολήν υπό ημερομηνίαν 30 Μαρτίου 1957, εν ή μεταξύ άλλων γράφει τα εξής:
Φίλτατε πάτερ Ρωμανίδη,
Σας ευχαριστώ δια την Αποστολήν αντιγράφου τής επί διδακτορία διατριβής σας «Το Προπατορικόν Αμάρτημα», την οποίαν ανέγνωσα μετά πολλού ενδιαφέροντος.
Σας συγχαίρω δια την δια της διατριβής σας διαφαινομένην επιμέλειαν, φιλοπονίαν και μεθοδικήν ερευνητικήν διάθεσιν των βασικών πηγών.
… Τα κύρια εκ της μελέτης σας συμπερασματικά σημεία είναι εξαιρετικής σημασίας δια τον Έλληνα (009) Ορθόδοξον Θεολόγον, ο οποίος εις την μέχρι ημών νεωτέραν περίοδον δεν έχει προ αυτού σπουδαίαν της δογματικής Θεολογίας εξέλιξιν και ανάπτυξιν.
… Ο νέος Ορθόδοξος δογματικός Θεολόγος οφείλει να αποσαφηνίση την θέσιν της Ορθοδόξου Θεολογίας δια σπουδαία θεολογικά ζητήματα, ως το πράττετε σεις έναντι της Ρωμαιοκαθολικής και των Προτεσταντικών Εκκλησιών(9β). Τούτο πρέπει να γίνη όχι απλώς «συμβολικώς», αλλά μετά πρέπουσαν μελέτην αυθεντικήν και υποδειγματικήν και κατά τρόπον δυνάμενον να συνιστά υπόδειξιν ενδεχομένως και προς Οικουμενικήν Σύνοδον. Αλλ’ είναι προφανές οποίον ηθικόν και επιστημονικόν κύρος απαιτείται προς τούτο.
Δια τούτο η μελέτη σας είναι αξία επαίνου, εφ’ όσον προσπαθείτε -επιτυχώς- να καθορίσητε την θέσιν της Ορθοδόξου Θεολογίας έναντι της Ρωμαιοκαθολικής και των Προτεσταντικών Εκκλησιών ως προς το υπό εξέτασιν θέμα.
Η επί των Ελλήνων Πατέρων σχεδόν αποκλειστικώς βασιζόμενη δογματική έρευνα της Ορθοδοξίας, όλως διακρινόμενη από τον σχολαστικισμόν της Δύσεως, ρωμαιοκαθολικής ή προτεσταντικής, είναι εκείνη η οποία θα απελευθέρωση την Ορθόδοξον Θεολογίαν από τας δυτικάς επιρροάς και θα παρουσιάση πρωτοτύπως την σαφή και πρέπουσαν Ορθόδοξον δογματικήν άποψιν(9γ).
Αν δε και τόσον μόνον επιτύχη η μελέτη σας, ως προς το θέμα της, ως πιστεύω ότι και το επέτυχε, τότε είναι άξια παντός επαίνου και λυπούμαι ότι μη συμμετέχων δια πρόωρον αποχώρησίν (010) μου εκ της Σχολής, δεν θα δυνηθώ να ψηφίσω υπέρ υμών και να επαινέσω, ως πρέπει, την μελέτην σας.
Συγχαίρων πάντως υμάς δια το σπουδαίον τούτο πρωτόλειον της δογματικής σας διδασκαλίας, εύχομαι θείαν ενίσχυσιν δι’ ευρυτέραν επί των ως άνω βάσεων ανάπτυξιν της Ορθοδόξου Θεολογίας, ιδία εν τη ξένη, εν η υπηρετείτε, επί αναδείξει της αληθώς μόνης αληθούς αντιλήψεως της Χριστιανικής πίστεως, όπως την παρουσιάζει η αγία Ορθόδοξος ημών Εκκλησία.
Μετ’ αγάπης πολλής, Καθηγητής Αμίλκας Σ. Αλιβιζάτος.
IΙ. Αι επιστολαί
Ο αναγινώσκων τας εν λόγω επιστολάς θα βεβαιωθή περί του γεγονότος ότι ο κ. Τρεμπέλας προσεπάθησε να με εξαναγκάση να αρνηθώ την Ορθόδοξον πίστιν και να δεχθώ αιρέσεις, αι οποίαι υπό διαφόρους μορφάς κατεδικάσθησαν και κατεπολεμήθησαν υπό Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων και όλων των Πατέρων της Εκκλησίας.
Α) Ο κ. Τρεμπέλας είχε την απαίτησιν να αρνηθώ το Ορθόδοξον δόγμα ότι η σωστική χάρις και ενέργεια του Θεού είναι άκτιστος και να δεχθώ την παπικήν πλάνην ότι είναι κτιστή. Αντιτιθέμενος κατά της βάσεως της Ορθοδόξου πίστεως ισχυρίσθη εις τας εναντίον μου επιστολάς του ότι «δυνάμεθα να ομιλώμεν ορθοδοξότατα περί κτιστών χαρίτων ή ενεργειών του Θεού… »(10).
Η Ορθόδοξος Εκκλησία όμως αναθεματίζει όσους διδάσκουν ότι η ενέργεια του Θεού είναι κτιστή. Τοις «τη καθαρά (011) και αμώμω των Χριστιανών Πίστει προστριβομένοις, μη ομολογούσι δε, κατά τας των Αγίων θεοπνεύστους Θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυποστάτου θεότητος, Ανάθεμα»(11).
Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναθεματίζει τους τοιούτους, διότι ανατρέπουν την βάσιν όλων των Ορθοδόξων δογμάτων.
Η βάσις της Ορθοδόξου πίστεως είναι η βιβλική αρχή ότι, όπου η ενέργεια είναι κτιστή και η ουσία είναι κτιστή και, όπου η ενέργεια είναι άκτιστος και η ουσία είναι άκτιστος. Ο ισχυρισμός του κ. Τρεμπέλα ότι η ενέργεια του Θεού είναι κτιστή σημαίνει ότι και η ουσία του Θεού είναι κτιστή. Ακριβώς επί του θέματος τούτου ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει ότι «ου δε η ενέργεια κτιστή, άκτιστος αυτός ουκ εστί. Δια τούτο ουχ η του Θεού ενέργεια, άπαγε! αλλά το ενεργηθέν και αποτελεσθέν εστι το κτίσμα»(12).
Ο ισχυρισμός του κ. Τρεμπέλα ότι η ενέργεια του Θεού είναι κτιστή οδηγεί εις το λατρεύειν «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (Ρωμαίους Α’, 25) «Κτιστή γαρ κατά τους Αγίους ενέργεια, κτιστήν δηλώσει και φύσιν άκτιστος δε, Άκτιστον χαρακτηρίσει ουσίαν καντεύθεν ήδη κινδυνεύουσιν εις αθεΐαν παντελή περιπίπτειν και την Ελληνικήν μυθολογίαν… »(13).
Κάθε τι το κτιστόν έχει κτιστήν ενέργειαν. Από την κτιστήν ενέργειαν ενός πράγματος γνωρίζομεν ότι έχει φύσιν κτιστήν. Αφού, λοιπόν, ο Χριστός έχει κτιστήν ανθρωπίνην ενέργειαν, γνωρίζομεν ότι έχει κτιστήν ανθρωπίνην φύσιν. Αλλά ο Κύριος δεν έχει μόνον κτιστήν ενέργειαν. Έχει και Άκτιστον ενέργειαν και δια τούτο γνωρίζομεν ότι έχει και φύσιν Άκτιστον. Εν άλλαις λέξεσιν, γνωρίζομεν ότι ο Χριστός είναι και Θεός, διότι (012) έχει την Άκτιστον ενέργειαν του Πατρός: «ώσπερ γαρ ο Πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, ούτω και ο Υιός ούς θέλει ζωοποιεί» (Ιωάν. ε΄, 21). Δια τούτο ο Κύριος λέγει: «τα έργα ά εγώ ποιώ εν τω ονόματι του Πατρός μου, ταύτα μαρτυρεί περί εμού» (Ιωάν. ι΄, 25) και «ει ου ποιώ τα έργα του Πατρός μου, μη πιστεύετέ μοι· ει δε ποιώ, καν εμοί μη πιστεύητε, τοις εργοις πιστεύσατε, ίνα γνώτε και πιστεύσητε ότι εν εμοί ο Πατήρ καγώ εν αυτώ» (Ιωάν. Ί, 37-38). Τα έργα του Χριστού μαρτυρούν ότι έχει όχι μόνον κτιστήν ανθρωπίνην ενέργειαν, αλλά και Άκτιστον θεϊκήν ενέργειαν και δια τούτο λέγει ότι «εγώ και ο Πατήρ έν εσμεν» (Ιωάν. Ί, 30).
Εάν, ως ισχυρίζεται ο κ. Τρεμπέλας, η ενέργεια του Θεού είναι κτιστή, τότε πώς οι Άγιοι Πατέρες της Α΄ και ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου εδογμάτισαν ότι ο Χριστός έχει δύο ενεργείας και φύσεις, κτιστήν και Άκτιστον, ανθρωπίνην και θεϊκήν; Εάν η ενέργεια του Θεού, ως η ενέργεια του ανθρώπου, είναι κτιστή, τότε ο Χριστός είχε μόνον κτιστήν ενέργειαν. Πώς οι Άγιοι Πατέρες εδίδασκον ότι ο Χριστός έχει και Άκτιστον θείαν ενέργειαν; Πώς έκαμνον διάκρισιν μεταξύ θείας και ανθρώπινης ενεργείας εν τω Χριστώ, αφού κατά τον κ. Τρεμπέλαν και αι δύο ενέργειαι είναι κτισταί; Εάν ο Χριστός είχε μόνον κτιστάς ενεργείας, τότε τι διέφερε από τους άλλους ανθρώπους;
Εάν η ενέργεια του Θεού είναι κτιστή, τότε εις τι διαφέρει ο Θεός από τα κτίσματα τα έχοντα κτιστήν ενέργειαν;
Β) Εις την δευτέραν επιστολήν του ο κ. Τρεμπέλας επαναλαμβάνει τον ισχυρισμόν της πρώτης επιστολής ότι η παπική διδασκαλία περί κτιστών ενεργειών και χαρίτων του Θεού είναι ορθή και τονίζει ότι «ουδέν το κακόδοξον ενέχει»(14).
Τούτο αντιτίθεται προς την διδασκαλίαν των Πατέρων, (013) ως είδομεν, και επί πλέον αντίκειται προς το 10ον άρθρον της ομολογίας Πίστεως της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1727: «την κοινήν χάριν Πατρός, Υιού και Πνεύματος και το φως του μέλλοντος αιώνος, καθ’ ό και οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος» (Ματθαίος ΙΓ’, 43), ως και ο Χριστός προϋπέδειξεν επ’ όρους λάμψας, και απλώς πάσαν δυναμιν και ενέργειαν της τρισυπόστατου Θεότητος και παν το διαφέρον οπωσούν τής θείας φύσεως άκτιστα είναι ομολογείν άτε μηδενός όντος προσφάτου των τω Θεώ προσόντων φυσικώς»(15).
Ο ισχυρισμός του κ. Τρεμπέλα και των παπικών ότι η σωστική χάρις και ενέργεια του Θεού είναι κτιστή, αντιτίθεται εις αυτάς ταύτας τας βάσεις της Ορθοδόξου ημών πίστεως.
Βασική αρχή της Ορθοδοξίας είναι ότι μόνον ο Θεός δύναται να δημιουργήση και να σώση. Κτίσματα ούτε δημιουργούν ούτε σώζουν. Ούτε δημιουργεί και σώζει ο Θεός δια κτιστού τινός μέσου. Εάν ο Θεός δημιουργή και σώζη δια κτιστού τίνος οργάνου, τότε δίκαιον θα είχον οι Αρειανοί, Πνευματομάχοι και Νεστοριανοί. Ούτοι επρέσβευον, ως και οι σημερινοί Μάρτυρες του Ιεχωβά (Χιλιασταί), ότι ο Υιός και το Πνεύμα του Θεού είναι τα κτιστά όργανα, που εχρησιμοποίησεν ο Θεός εις την δημιουργίαν και σωτηρίαν του κόσμου. Οι Νεστοριανοί εδίδασκον ότι ο Χριστός ήτο ψιλός άνθρωπος και όχι Θεός ένσαρκος και παρά ταύτα επίστευον ότι ήτο σωτήρ του κόσμου.
Εναντίον εκείνων, που απέρριπτον την θεότητα του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες ότι ήσαν απλώς κτιστά όργανα δημιουργίας και σωτηρίας, ο Μέγας Αθανάσιος ερωτά: «ει δε ο Πατήρ δια του Λόγου εν Πνεύματι Αγίω κτίζει τα πάντα και ανακαινίζει, ποία ομοιότης ή συγγένεια τω κτίζοντι προς τα κτίσματα; Η όλως πώς αν είη εν ω κτίζεται τα πάντα κτίσμα;»(16) (014)
Δηλαδή εάν ο Πατήρ κτίζη και ανακαινίζη τα πάντα δια του Λόγου εν Αγίω Πνεύματι, τότε ποία ομοιότης ή συγγένεια δύναται να υπάρχη μεταξύ του κτίσαντος και του κτίσματος; Ή πώς δύναται να είναι κτίσμα εκείνο (το άγιον Πνεύμα), εν τω οποίω τα πάντα κτίζονται;
Επίσης μόνον ο Θεός έχει την δύναμιν να σώση, δηλαδή να ζωοποιή και να ανασταίνη νεκρούς εκ του θανάτου. Μόνον ο Θεός είναι η αυτοζωή. Τα κτίσματα δεν είναι ζωή, αλλά μόνον μετέχουν της ζωής. Λοιπόν, κτίσμα δεν δύναται να σώση και να ζωοποιήση τους νεκρούς. Τούτο μόνον ο Θεός κάμνει. Ούτε όμως σώζει και ζωοποιεί ο Θεός δια κτιστού τινός οργάνου. «Ουκ ην το θνητόν αθάνατον παραστήσαι, ει μη της αυτοζωής ούσης»(17). Δια τούτο, όταν ο Χριστός λέγη «ώσπερ γαρ ο Πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, ούτω και ο Υιός ους θέλει ζωοποιεί» (Ιωάν. ε΄, 21) ή «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ιωάν. ια’, 25) ή «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον και εγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη ημέρα» (Ιωάν. στ’, 54), σαφώς διακηρύττει το γεγονός ότι είναι Θεός. Μόνον ο Θεός έχει τας τοιαύτας ενεργείας. Ο Μέγας Αθανάσιος γράφει: «ο μεν Κύριος εστίν η αυτοζωή… Τα δε κτίσματα, ως είρηται, ζωοποιούμενά εστί δι’ Αυτού. Το δε μη μετέχον ζωής, αλλ’ αυτό μετεχόμενον και ζωοποιούν τα κτίσματα, ποίαν έχει συγγένειαν προς τα γενητά (κτιστά);»(18).
Ούτω κατά του Νεστορίου, του αρνησαμένου την Θείαν φύσιν του Κυρίου, ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας γράφει: «ουχ ως σάρκα κοινήν δεχόμενοι… Αλλ’ ως ζωοποιόν αληθώς… Ζωή γαρ ων κατά φύσιν ως Θεός, επειδή γέγονεν εν προς την εαυτού σάρκα, ζωοποιόν απέφηνεν αυτήν»(19).
Αφού, λοιπόν, κτίσμα δεν δύναται να σώζη και να ζωοποιή (015), πώς ο κ. Τρεμπέλας ισχυρίζεται ότι η σωστική χάρις του Θεού είναι κτιστή; Εάν δύναται ο άνθρωπος να σωθή από κτιστήν τινα χάριν ή ενέργειαν, τότε δίκαιον είχον οι Αρειανοί, Πνευματομάχοι και Νεστοριανοί, οι πρεσβεύοντες ότι κτίσμα δημιουργεί και σώζει.
Διατί ο κ. Τρεμπέλας μάχεται εναντίον των διδασκόντων ότι κτίσμα σώζει, μαρτύρων του Ιεχωβά (Χιλιαστών), αφού είναι ομόφρονές του εις το θέμα αυτό;
Γ) Ο κ. Τρεμπέλας προσεπάθησε, επίσης, να με εξαναγκάση να δεχθώ την αίρεσιν, ότι η ουσία του Θεού είναι νους(20)Τούτο όμως αντιτίθεται προς την βιβλικήν και πατερικήν διδασκαλίαν ότι η ουσία του Θεού είναι κατά πάντα άγνωστος όχι μόνον εις τους ανθρώπους, αλλά και εις τους αγγέλους(21).
Οι Άγιοι Πατέρες ομολογούν ότι δεν γνωρίζουν τι είναι η Θεία Ουσία.
Ο κ. Τρεμπέλας λέγει ότι η Θεία Ουσία είναι νους.
Ο Χρυσόστομος λέγει: «Ετίμησέ σε ο Θεός ουχ ίνα αυτόν υβρίζης, αλλ’ ίνα δοξάζης· υβρίζει δε ο την ουσίαν αυτού περιεργαζόμενος»(22)Ο Μέγας Βασίλειος σαφώς γράφει ότι είναι γελοίον να ισχυρίζεται τις, ως κάμνει ο κ. Τρεμπέλας, ότι η νοητική ενέργεια του Θεού είναι η Θεία Ουσία. «Πώς ουν ου καταγέλαστον το δημιουργικόν ουσίαν είναι λέγειν; ή το προνοητικόν πάλιν ουσίαν; ή το προγνωστικόν πάλιν ωσαύτως; και άπαξ απλώς, πάσαν ενέργειαν, ουσίαν τίθεσθαι»(23);
Εδώ ο Μέγας Βασίλειος σαφώς γράφει ότι αι νοητικαί ενέργειαι της θείας προνοίας και προγνώσεως δεν είναι η Θεία Ουσία. Δηλαδή αι άκτιστοι θείαι ενέργειαι και η Θεία Ουσία δεν (016) είναι ταυτόν.
Δ) Ο κ. Τρεμπέλας δεν είχεν εννοήσει τα εν τη διατριβή μου γραφόμενα περί νοητικών ενεργειών του Θεού, ακριβώς διότι είχεν άγνοιαν της τοιαύτης Ελληνικής Πατερικής διδασκαλίας.
Ακολουθών τους Δυτικούς ενόμιζεν ότι εν τω Θεώ ενέργεια και ουσία είναι ταυτόν και δια τούτο επέμενεν εις την Παπικήν αίρεσιν ότι η Θεία Ουσία είναι νους και εν γένει καθαρά ενέργεια.
Όταν, λοιπόν, εδιάβασε δια πρώτην φοράν ότι η νοητική ενέργεια του Θεού δεν είναι η Θεία Ουσία, ήτο φυσικόν να νομίση ότι τούτο σημαίνει στέρησιν νοός εν τω Θεώ. Αφού ο κ. Τρεμπέλας δεν εγνώρισε ότι υπάρχει εν τω Θεώ διαφορά μεταξύ ουσίας και ενεργείας, εφαντάσθη ότι ο ισχυρισμός μου ότι η Θεία Ουσία δεν είναι νους σημαίνει ότι ο Θεός δεν έχει νουν. Δια τούτο ο κ. Τρεμπέλας ερωτά: «είναι λοιπόν άνους ο Θεός;»(24)
Ε) Ο κ. Τρεμπέλας Όχι μόνον είχεν άγνοιαν ότι οι Έλληνες Πατέρες διακρίνουν μεταξύ ουσίας και ενεργείας εν τω Θεώ, αλλά επί πλέον ηγνόει ότι οι Παπικοί ταυτίζουν ουσίαν και ενέργειαν εν τω Θεώ(25).
Ο κορυφαίος των παπικών θεολόγων, ο Θωμάς ο Ακινάτος, σαφώς γράφει ότι «εν τω Θεώ υπάρχει μία μόνον ενέργεια, ήτις είναι η Θεία Ουσία»(26)Ο κ. Τρεμπέλας όμως διεφώνησεν ισχυριζόμενος ότι ο Θωμάς ο Ακινάτος δεν ταυτίζει ουσίαν και ενέργειαν(27) Υπεραμυνόμενος, λοιπόν, του Ακινάτου γράφει: «Εις την μειρακιώδη ταύτην και φρενός νηπίας πλάνην εφαντάσθη ο υποψήφιος ότι διωλίσθησεν εις Ακινάτος… »(28)
ΣΤ) Συνοψίζομεν τας περί Θεού παρανοήσεις του κ. Τρεμπέλα:
1) Δεν εγνώριζεν ότι οι Έλληνες Πατέρες διακρίνουν (017) μεταξύ Ακτίστου ουσίας και Ακτίστου ενεργείας εν τω Θεώ.
Ηγνόει ότι οι Παπικοί συγχέουν και ταυτίζουν Άκτιστον ουσίαν και Άκτιστον ενέργειαν εν τω Θεώ.
Ακολουθών τους Παπικούς συγχέει ο ίδιος και ταυτίζει Άκτιστον ουσίαν και Άκτιστον ενέργειαν εν τω Θεώ, επιμένων ότι η Θεία Ουσία είναι νους και ενέργεια.
Εν τούτοις εις τας επιστολάς του επιμένει ότι ούτε αυτός ούτε οι Παπικοί ταυτίζουν ή συγχέουν ουσίαν και ενέργειαν.
Με τον ισχυρισμόν αυτόν όμως κάμνει ένα ελιγμόν. Δια να εννοήση τις τον ελιγμόν αυτόν, πρέπει να έχη υπ’ οψιν ότι:
α) Δια τους Έλληνας Πατέρας: άκτιστος ουσία άκτιστος ενέργεια δεν είναι το ίδιον
β) Δια τους Παπικούς διακρίνονται οξύτατα (τα δύο παρακάτω):
άκτιστος ουσία και άκτιστος ενέργεια είναι το ίδιον
η εν κόσμω ενέργεια και χάρις του Θεού είναι κτιστή
Δηλαδή δια τους Παπικούς υπάρχουν δύο ενέργειαι του Θεού. Η μία είναι αυτή αύτη η άκτιστος Θεία Ουσία και η άλλη είναι κτιστή. Φυσικώ τω λόγω υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ της Ακτίστου Θείας Ουσίας και της κτιστής κατ’ αυτούς εν κόσμω Θείας Ενεργείας. Λοιπόν, δικαίως ισχυρίζεται ο κ. Τρεμπέλας ότι ταύτα «διακρίνονται οξύτατα». Εν τούτοις δεν υπάρχει δια τους Παπικούς καμία διαφορά μεταξύ της Ακτίστου Θείας Ουσίας και της Ακτίστου Θείας Ενεργείας. Δια τους Παπικούς άκτιστος ουσία και άκτιστος ενέργεια είναι το ίδιον.
Ο κ. Τρεμπέλας είχε πάθει την εξής σύγχυσιν:
1) Εδιάβασε εις παπικόν βιβλίον ότι η εν κόσμω κτιστή (018) ενέργεια και χάρις του Θεού διαφέρει ουσιωδώς από της Ακτίστου ουσίας του Θεού(29).
Βεβαίως η άκτιστος ουσία και η κτιστή ενέργεια διαφέρουν οξύτατα. Λοιπόν, χωρίς να εξετάση το θέμα βαθύτερα, κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι οι Παπικοί δεν ταυτίζουν ουσίαν και ενέργειαν, όπως έγραφα εις το βιβλίον μου.
Και πράγματι οι Παπικοί δεν συγχέουν την Άκτιστον ουσίαν και την κτιστήν ενέργειαν, ως φαίνεται ανωτέρω εις το διάγραμμα.
(Ανέπτυξα το γεγονός τούτο εις την διατριβήν μου, αλλά ο κ. Τρεμπέλας δεν το έπρόσεξε)(30)
Όμως οι Παπικοί ταυτίζουν την Άκτιστον ουσίαν και την Άκτιστον ενέργειαν, ως φαίνεται εις το ίδιον διάγραμμα.
Ο δε κ. Τρεμπέλας χωρίς να λάβη υπ’ όψιν το γεγονός ότι δια τους Παπικούς υπάρχουν δύο θείαι ενέργειαι, η μία αυτή αύτη η Θεία Ουσία και η άλλη κτιστή, με κατηγόρησε ότι δεν κατενόησα την εν λόγω παπικήν διδασκαλίαν. Ισχυρίσθη, λοιπόν, ότι κατά τους Παπικούς: «Ουσία (λοιπόν) και ενέργεια του Θεού ου μόνον δεν συγχέονται, αλλ’ όλως τουναντίον διακρίνονται οξύτατα»(31).
Εάν ο κ. Τρεμπέλας είχεν αναγνώσει προσεκτικώτερα τα παπικά κείμενα και την διατριβήν μου, θα είχεν υπ’ όψιν ότι υπάρχουν δια τους Παπικούς δύο θείαι ενέργειαι, η μία αυτή αύτη η Θεία Ουσία και η άλλη κτιστή, και δεν θα έκαμνε μίαν τόσον μεγάλην προβολήν της άγνοιάς του.
2) Ο κ. Τρεμπέλας όχι μόνον δεν είχεν υπ’ όψιν την πραγματικήν εν λόγω διδασκαλίαν των Παπικών, αλλά προσεπάθησε να απόδειξη, ότι και οι Έλληνες Πατέρες παρεδέχοντο την παπικήν αυτήν πλάνην.
Ο ίδιος όμως δεν επέτυχε να εύρη κανένα χωρίον Έλληνος (019) Πατρός της Εκκλησίας που να σύμφωνη με τους Παπικούς. Εδανείσθη, λοιπόν, έν χωρίον του Μεγάλου Βασιλείου, που είχα παραθέσει εις το βιβλίον μου, και με αυτό προσεπάθησε να αποδείξη ότι οι Έλληνες Πατέρες συμφωνούν με την παπικήν πλάνην ότι η ενέργεια και χάρις του Θεού είναι κτιστή(32).
Εις το εν λόγω χωρίον ο Μέγας Βασίλειος γράφει ότι η ενέργεια του Θεού δεν είναι «αγέννητος». Ο κ. Τρεμπέλας ενόμισε ότι η λέξις αγέννητος σημαίνει άκτιστος. Κατά ταύτα επεχείρησε να απόδειξη ότι αφού η ενέργεια του Θεού δεν είναι αγέννητος, τούτο σημαίνει ότι η ενέργεια του Θεού δεν είναι άχτιστος.
Γράφει, λοιπόν, ο κ. Τρεμπέλας: «Αλλ’ ότι δυνάμεθα να ομιλώμεν ορθοδοξότατα περί κτιστών χαρίτων ή ενεργειών του Θεού, εμφαίνεται και εκ του χωρίου του Μ. Βασιλείου, το οποίον ως συμπλήρωμα της σελίδος 6 σημ. 4 προσήγαγε μετέπειτα ο υποψήφιος, εν τω οποίω αναγινώσκομεν: δεν πρέπει την ενέργειαν «ενούν τη ουσία, την μεν (ουσίαν) άναρχον, απλήν τε και ατελεύτητον ειδότες, την δε ενέργειαν ουκ άναρχον… Και αν γαρ μειρακιώδες και φρενός νηπίας αγέννητον (ήτοι άκτιστον) και ατελεύτητον λέγειν την ενέργειαν, ταυτόν τη ουσία τιθεμένους μηδενός, των έργων αγεννήτως, γίγνεσθαι δυναμένου μήτ’ ατελευτήτως»(33).
Το (ήτοι ακτιστον) εντός παρενθέσεων είναι του κ. Τρεμπέλα.
Εάν, ως ισχυρίζεται ο κ. Τρεμπέλας, η λέξις αγέννητος σημαίνει άκτιστος, τότε η λέξις γεννητός σημαίνει κτιστός. Εν τοιαύτη περιπτώσει μόνον ο αγέννητος Πατήρ θα ήτο άκτιστος και ο γεννητός Υιός του Θεού θα ήτο κτιστός. Αγέννητος και άναρχος είναι μόνον ο Πατήρ. Ο Υιός του Θεού είναι γεννητός και συνάναρχος τω Πατρί. Πώς, λοιπόν, ο κ. Τρεμπέλας ισχυρίσθη (020) ότι η λέξις αγέννητος σημαίνει άχτιστος;
Κατά τον Μέγα Βασίλειον «το αγέννητον… ίσον εστί τω εξ ουδενός»(34).
«Εξ ουδενός» είναι μόνον ο Πατήρ και η ουσία αυτού. Ο Υιός του Θεού και το άγιον Πνεύμα είναι εκ του Πατρός και «εκ της ουσίας» Αυτού (34α).
Μήπως το γεγονός ότι ο Υιός είναι «γεννητός» και όχι «αγέννητος» σημαίνει ότι είναι κτίσμα;
Μήπως το γεγονός ότι το Πνεύμα το άγιον είναι «εκπορευτόν» και όχι «αγέννητον» σημαίνει ότι είναι κτίσμα;
Λοιπόν, πώς ισχυρίσθη ο κ. Τρεμπέλας ότι η λέξις αγέννητος σημαίνει άκτιστος;
Το ότι η ενέργεια του Θεού δεν είναι «αγέννητος» κατά το εν λόγω χωρίον του Μεγάλου Βασιλείου δεν σημαίνει, ως νομίζει ο κ. Τρεμπέλας, ότι είναι κτιστή.
«Δια τούτο ουχ η του Θεού ενέργεια, άπαγε! αλλά το ενεργηθέν και αποτελεσθέν εστί το κτίσμα»(35).
Οι Έλληνες Πατέρες αναθεματίζουν εκείνους που διδάσκουν, ότι «δυνάμεθα να ομιλώμεν ορθοδοξότατα περί κτιστών χαρίτων ή ενεργειών του Θεού». Τοις «τη καθαρά και αμώμω των Χριστιανών πίστει προστριβομένοις· μη ομολογούσι δε, κατά τας των Αγίων θεοπνεύστους Θεολογίας, και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα Άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυπόστατου θεότητος, Ανάθεμα»(36).
Ζ) Ο τεχνικός Όρος της Δύσεως που περιγράφει την ταύτισιν ουσίας και Ακτίστου ενεργείας εν τω Θεώ είναι το Λατινικόν «Actus Purus», μεθερμηνευόμενον «Καθαρά Ενέργεια». Δηλαδή οι Παπικοί διδάσκουν ότι η Θεία Ουσία είναι Καθαρά Ενέργεια.
(021) Είς εκ των μεγαλυτέρων υπερμάχων της Ορθοδοξίας ήτο ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο οποίος σφοδρότατα επολέμησε το Actus Purus των Παπικών.
Εναντίον του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ο παπικός Μ. Jugie γράφει: Τοιούτος είναι ο Θεός του Παλαμά… Κατά την Θεολογίαν ταύτην ο Θεός δεν είναι το απείρως απλούν ον, το Καθαρά Ενέργεια εν τω αποίω τα πάντα ταυτίζονται πραγματικώς… »(37).
Δηλαδή ο παπικός ούτος κατηγορεί τον άγιον Γρηγόριov, διότι απορρίπτει την παπικήν διδασκαλίαν ότι ο Θεός είναι «Καθαρά ενέργεια, εν τω οποίω τα πάντα ταυτίζονται πραγματικώς».
Ο δε κ. Τρεμπέλας γράφει: «Τι δε είναι αυτή η Actus Purus, εξήγησα σαφώς εις το προηγούμενον σημείωμά μου. Επαναλαμβάνω δε, ότι εάν αρνηθώμεν ταύτην εις τον Θεόν, καταντώμεν εις βλασφημίαν… »(38).
Λοιπόν, κατά τον κ. Τρεμπέλαν ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς είναι βλάσφημος.
Η) Μετά την ανταλλαγήν των εν λόγω επιστολών ο κ. Τρεμπέλας αντελήφθη πλέον ότι δεν πρόκειται να απορριφθή η μελέτη μου βάσει των δύο επιστολών του. Επί πλέον έβλεπεν ότι δογματικώς περιήλθεν εις δύσκολον θέσιν. Και πράγματι δύσκολος είναι η θέσις του ευρεθέντος υπό το ανάθεμα των Αγίων Πατέρων.
Λοιπόν ο κ. Τρεμπέλας εκινήθη προς δύο κατευθύνσεις: α) ίνα εύρη νέας κατηγορίας εναντίον μου(39), και β) ίνα εξασφάλιση κάπως τον εαυτόν του από ενδεχομένην καταγγελίαν επί αιρέσει.
α) Ο κ. Τρεμπέλας έδωσε τας νέας κατηγορίας γραπτώς (022) εις την Θεολογικήν Σχολήν, ίνα καταγραφούν εις τα Πρακτικά.
Όταν όμως μου εδόθη η άδεια να λάβω γνώσιν των νέων κατηγοριών εναντίον μου, επήγα εις την Γραμματείαν της Θεολογικής Σχολής και, επειδή αι νέαι κατηγορίαι δεν είχον ακόμη καταγραφή, μου παρεχωρήθη το ιδιόχειρον του κ. Τρεμπέλα και ιδών αυτό εξεπλάγην!
Με ένα ψαλίδι ο κ. Τρεμπέλας είχε κόψει ό,τι δεν τον συνέφερε από τας δύο εναντίον μου προγενεστέρας επιστολάς του και είχε συνδέσει τα εναπομείναντα κομμάτια και εις αυτά προσέθεσε τας νέας κατηγορίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπον κατεγράφησαν εις τα Πρακτικά ό,τι συνέφερεν εις τον κ. Τρεμπέλαν.
β) Αι νέαι κατηγορίαι, λοιπόν, αποτελούνται κυρίως εκ 19 σημείων, εκ των οποίων το 19ον γράφει τα εξής:
«Ο υποψήφιος φρονεί, ότι εάν καλέσωμεν τον Θεόν Actus Purus, συγχέομεν την ουσίαν και ενέργειαν αυτού. Αλλά λησμονεί ότι κατ’ αυτόν τον Παλαμάν «Θεός ενεργούντα δηλοί»(40), διότι «θεότης εστίν η τα πάντα θεω(ρη)μένη(41) πρόνοια»(42) και «οι θεολόγοι της Θείας Ενεργείας είναι όνομα την θεότητα φασιν»(43) . Γενικώς δε εκ των ενεργειών αυτού γνωρίζομεν τον Θεόν, διότι «η ουσία του Θεού παντάπασίν εστίν ανώνυμος»(44). Δυνάμεθα, λοιπόν, να λέγωμεν ότι ο Θεός είναι καθαρά ενέργεια, χωρίς και να συγχέωμεν ουσίαν και ενέργειαν εν τη θεότητι». Δυνάμεθα, λοιπόν, να λέγωμεν ότι ο Θεός είναι καθαρά ενέργεια, χωρίς και να συγχέωμεν ουσίαν και ενέργειαν εν τη θεότητι»(45).
Προφανώς, προσπαθεί εδώ ο κ. Τρεμπέλας να παρουσίαση τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, τον σφόδρα πολεμήσαντα το Actus Purus, ως παραδεχόμενον και ερμηνεύοντα Ορθοδόξως το Actus Purus.
Φαντασθήτε! Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο οποίος υπήρξεν ο σφοδρότερος πολέμιος του Actus Purus, να εμφανίζεται τώρα ως διδάσκων και πρεσβεύων το Actus Purus.
(023) Ακριβώς, διότι η διδασκαλία του Παλαμά ανατρέπει το Actus Purus, ο παπικός Μ. Jugie γράφει ότι η θεολογία του Παλαμά είναι «εξ επόψεως καθολικής μία πραγματική αίρεσις»(46). Όπως είδομεν, ο ίδιος ο Jugie σαφώς γράφει: «Τοιούτος είναι ο Θεός του Παλαμά… Κατά την θεολογίαν ταύτην ο Θεός δεν είναι το απείρως απλούν ον, το Καθαρά Ενέργεια, εν τω οποίω τα πάντα ταυτίζονται πραγματικώς»(47)
Σημειωτέον ότι ο Παλαμάς ηρέσκετο εις το να παρομοιάζη την Θείαν Ουσίαν με τον ήλιον και τας Θείας Ενεργείας με τας ακτίνας του ηλίου.
Αναφερόμενος, λοιπόν, εις τον αιρετικόν Πρόχορον Κυδώνην, τον εχθρόν και πολέμιον του Παλαμά, ο παπικός Jugie γράφει: «Οι μαθηταί του Παλαμά δεν ηδύναντο να ακολουθήσουν αυτόν (τον Κυδώνην) εις τα αμείλικτα συμπεράσματα του. Ο ήλιος και αι ακτίνες αυτού εξηφανίζοντο έμπροσθεν της απείρου υπερβατικότητος της Καθαράς Ενέργειας, και αι θεότητες του Παλαμά διελύοντο έμπροσθεν αυτής (της Καθαράς Ενεργείας), ώσπερ η χιών έμπροσθεν του ηλίου»(48).
Αφού, λοιπόν, οι Παπικοί καυχώνται ότι το Actus Purus εξαφανίζει τον ήλιον και τας ακτίνας του Παλαμά, πώς τολμά ο κ. Τρεμπέλας να παρουσίαση τον Παλαμάν ως παραδεχόμενον το Actus Purus;
Θ) Όπως είδομεν, ο κ. Τρεμπέλας γράφει: «Ο υποψήφιος φρονεί, ότι εάν καλέσωμεν τον Θεόν Actus Purus, συγχέομεν την ουσίαν και ενέργειαν αυτού. Αλλά λησμονεί ότι κατ’ αυτόν τον Παλαμάν «Θεός ενεργούντα δηλοί»(49), διότι «θεότης εστίν η τα πάντα θεω(ρη)μένη(50) πρόνοια»(51),(52).
Όμως!! ο κ. Τρεμπέλας είναι ο λησμονών. Ελησμόνησε (024) να παράθεση ολόκληρα τα χωρία και παρέλειψε να αναφέρη ότι τα ρητά αυτά δεν είναι του Παλαμά. Το πρώτον είναι του Αγίου Γρηγορίου του Νύσσης και το άλλο είναι του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.
Ιδού λοιπόν τα χωρία ολόκληρα με την ερμηνείαν αυτών.
α) «Αλλά και ο Νύσσης θείος Γρηγόριος εν τω προς Αβλάβιον λόγω, Θεός φησιν, ενεργούντα δηλοί· θεότης δε ενέργειαν. Ουδέν δε των τριών ενέργεια· αλλά μάλλον ενεργούν έκαστον αυτών»(53).
Εδώ ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι η λέξις Θεός δηλώνει τον ενεργούντα. Η λέξις θεότης δηλώνει την ενέργειαν. Κανέν δε των τριών (προσώπων της Αγίας Τριάδος) είναι ενέργεια· αλλά μάλλον καθ’ εν (απ’ αυτά) είναι το ενεργούν.
Κατά ταύτα ο Θεός δεν είναι ενέργεια, αλλά ο ενεργών.
«Δια τούτο ο Μέγας Βασίλειος… Φησίν, ως η ενέργεια ούτε ο ενεργών εστί ούτε το ενεργηθέν… »(54).
Αφού, λοιπόν, ο Θεός είναι ο ενεργών και όχι ενέργεια, πώς ο κ. Τρεμπέλας επιμένει ότι ο Θεός είναι Καθαρά Ενέργεια;
Λοιπόν, τα ανωτέρω λόγια του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης όχι μόνον δεν βοηθούν το Actus Purus του κ. Τρεμπέλα, αλλά και το ανατρέπουν.
β) Είδομεν ότι η λέξις Θεός δηλώνει τον ενεργούντα και η λέξις θεότης δηλώνει την ενέργειαν. Όταν έχη τις υπ’ όψιν την ερμηνείαν ταύτην, τότε μόνον δύναται να εννοήση το υπό του κ. Τρεμπέλα προσφερθέν χωρίον του Αγίου Διονυσίου, «θεότης εστίν η τα πάντα θεωμένη πρόνοια»(55).
Αφού η λέξις θεότης δηλώνει την ενέργειαν, το χωρίον αυτό ερμηνεύεται ως εξής: «Ενέργεια (θεότης) εστίν η τα πάντα θεωμένη πρόνοια».
(025) Η ερμηνεία αυτή φαίνεται σαφώς, όταν παραθέσωμεν ολόκληρον το χωρίον του Συνοδικού: «Και πάλιν ο αυτός (άγιος Διονύσιος), φησί, θεότης εστίν η πάντα θεωμένη πρόνοια. ότι δε η πρόνοια ενέργεια εστί, και απ’ άλλων μεν τούτο γνώριμον, μάλιστα δε και αφ’ ων ο μέγας Αθανάσιος γράφει, λέγων, «ου κατά άλλην και άλλην πρόνοιαν ο Πατήρ και ο Υιός εργάζεται, αλλά κατά μίαν και την αυτήν ουσιώδη της θεότητος ενέργειαν»(56).
Λοιπόν, ο άγιος Διονύσιος δεν λέγει «Θεός εστί… Πρόνοια», αλλά «θεότης… Εστί πρόνοια». Η λέξις θεότης δεν σημαίνει Θεός, αλλά δηλώνει την ενέργειαν του Θεού.
Επομένως δεν δύναται ο κ. Τρεμπέλας να λέγη ότι «Θεός εστί… Καθαρά Ενέργεια» βάσει του χωρίου τούτου. Το χωρίον αυτό απλώς λέγει ότι η τα πάντα θεωμένη πρόνοια είναι θεότης ή ενέργεια.
Ούτε η Αγία Γραφή ούτε οι Πατέρες της Εκκλησίας είπον ή έγραψαν ποτέ ότι ο Θεός είναι Actus Purus.
Διατί, λοιπόν, ο κ. Τρεμπέλας επιμένει εις τον τεχνικόν και αιρετικόν τούτον όρον της Δύσεως;
I) Ο ισχυρισμός του κ. Τρεμπέλα ότι «δυνάμεθα (λοιπόν) να λέγωμεν ότι ο Θεός είναι Καθαρά Ενέργεια, χωρίς και να συγχέωμεν ουσίαν και ενέργειαν εν τη θεότητι», είναι ανακριβής και αφελής.
Αφού, ως είδομεν, η λέξις θεότης δηλώνει ενέργειαν, πώς ομιλεί περί συγχύσεως ουσίας και ενεργείας «εν τη θεότητι»; Χωρίς να το αντιληφθή έγραψεν ότι «δυνάμεθα λοιπόν να λέγωμεν ότι ο Θεός είναι Καθαρά Ενέργεια, χωρίς και να συγχέωμεν ουσίαν και ενέργειαν εν τη ενεργεία».
ΙA) Πάντως ο ισχυρισμός ούτος του κ. Τρεμπέλα είναι λίαν ύποπτος, αφού με τους Παπικούς διδάσκει ότι:
(026)
1) η σωστική ενέργεια και χάρις του Θεού είναι κτιστή·
2) η Θεία Ουσία είναι νους.
Σημειωτέον ότι ουδαμού γράφει ο κ. Τρεμπέλας, ότι δέχεται την Ελληνικήν Πατερικήν διάκρισιν Ακτίστου ουσίας και Ακτίστου ενεργείας. Απλώς γράφει περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας. Εις ποίαν όμως ενέργειαν αναφέρεται; εις την Άκτιστον ενέργειαν των Ελλήνων Πατέρων; ή εις την κτιστήν ενέργειαν των Παπικών;
IB) Eις την διατριβήν μου αναπτύσσω την Ελληνικήν Πατερικήν διδασκαλίαν, ότι η νοητική ενέργεια του Θεού δεν είναι η Θεία Ουσία. Η σύλληψις του σχεδίου και της ιδέας περί κόσμου δεν είναι της Θείας Ουσίας, αλλά άκτιστος ενέργεια του Θεού. Τα αρχέτυπα της δημιουργίας δεν είναι εν τη Θεία Ουσία, ως διδάσκουν οι Παπικοί, αλλά είναι νοητικαί ενέργειαι του Θεού.
Εναντιούμενος ο κ. Τρεμπέλας κατά της Ελληνικής Πατερικής διδασκαλίας ταύτης, γράφει· «Αλλά πώς θα ήθελεν ο υποψήφιος να δημιουργηθή ο κόσμος; Θα ήθελεν άνευ σκέψεως τινός του δημιουργού και άνευ προϋπάρχοντος εν αυτώ σχεδίου… »(57). Αλλαχού γράφει· «Ενώ εξ ενός λέγει (ο υποψήφιος), ότι ουδαμού της διατριβής μου λέγω ότι ο Θεός δεν είχε προαιώνιον σχέδιον ή αρχέτυπα της δημιουργίας(58), εν συνεχεία διατείνεται, ότι το σχέδιον και τα αρχέτυπα του κόσμου δεν είναι εν τη Θεία Ουσία, αλλά είναι της Θείας Ενεργείας της Ακτίστου… . Τι θα είπη το σχέδιον του κόσμου είναι της Θείας Ενεργείας»;… Και βεβαίως δεν υπάρχουν χωρία πατερικά λέγοντα ρητώς ότι το σχέδιον του κόσμου ήτο εν τη Θεία Ουσία, όπως το θέλει ο υποψήφιος… (ο υποψήφιος) παρατηρεί, ότι ο νους δεν είναι της Θείας Ουσίας. Και είναι λοιπόν άνους ο Θεός; Και αρνούμεθα λοιπόν ότι ο Θεός είναι ο μόνος σοφός (027) κατά τον Απόστολον και ότι ο εκ της ουσίας αυτού προελθών Υιός είναι ο Λόγος;»(59).
Σημειωτέον ότι ο αιρετικός Πρόχορος Κυδώνης κατεδικάσθη υπό Ορθοδόξου Συνόδου ακριβώς επειδή εδίδασκε, όπως ο κ. Τρεμπέλας και οι Παπικοί, ότι η ενέργεια του Θεού είναι η Θεία Ουσία.
Η Συνοδική απόφασις κατά του Προχόρου αναφέρει μεταξύ των αιρέσεών του τας πλάνας: «ότι η νοερά του Θεού ενέργεια εστίν η ουσία αυτού. ότι η νοερά του Θεού δύναμις εστίν η ουσία αυτού. ότι η σοφία του Θεού εστίν η ουσία αυτού. ότι η αλήθεια του Θεού εστίν η ουσία αυτού. ότι η του Θεού θέλησίς εστίν η ουσία αυτού. Και ταύτα αποδείκνυσιν ουκ από των θείων Γραφών, ου ρητά προφέρων Αγίων, αλλά τοις ιδίοις λογισμοίς και ταις αποδείξεσι, χρώμενος δήθεν τοις Αριστοτελικοίς συλλογισμοίς»(60).
Αφού, λοιπόν, ο αιρετικός Πρόχορος Κυδώνης κατεδικάσθη, διότι εδίδασκεν ότι η νοητική ενέργεια του Θεού είναι η ουσία αυτού, πώς ετόλμησε ο κ. Τρεμπέλας να προσπαθήση να με εξαναγκάση να δεχθώ τα όμοια;
Όπως, λοιπόν, εις την περίπτωσιν του αιρετικού Προχόρου, ούτω τώρα εις την περίπτωσιν του κ. Τρεμπέλα, «ταύτα αποδείκνυσιν ουκ από των θείων Γραφών, ου ρητά προφέρων Αγίων, αλλά τοις ιδίοις λογισμοίς και ταις αποδείξεσι, χρώμενος δήθεν τοις Αριστοτελικοίς συλλογισμοίς».
Και, πράγματι, η όλη θεολογία περί Actus Purus βασίζεται εις το φιλοσοφικόν σύστημα του Αριστοτέλους.
ΙΓ) Καθ’ όλην την διάρκειαν της εναντίον μου επιθέσεως ο κ. Τρεμπέλας προσεπάθησε να με εμφανίση ως αντιτιθέμενον προς τον αείμνηστον Χρτστον Ανδρούτσον. Όταν με μέμφεται δια (028) την στάσιν μου εναντίον των Δυτικών Αυγουστίνου και Ακινάτου, θέτει δίπλα εις αυτούς και το όνομα του Χ. Ανδρούτσου. Κατ’ αυτόν τον τρόπον προσπαθεί να δημιουργήση την εντύπωσιν, ότι καταφέρομαι εναντίον του Ανδρούτσου.
Εις τον ισχυρισμόν π. χ. «ότι δυνάμεθα να ομιλώμεν ορθοδοξότατα περί κτιστών χαρίτων και ενεργειών του Θεού… » ο κ. Τρεμπέλας προσπαθεί έκτος του Ακινάτου να συμπεριλάβη και τον Ανδρούτσον. Συνεχίζει, λοιπόν: «εις την μειρακιώδη ταύτην και φρενός νηπίας πλάνην εφαντάσθη ο υποψήφιος, ότι διωλίσθησεν εις Ακινάτος, εκ των νεωτέρων δε και ο Ανδρούτσος»(61). Το ότι ο Ακινάτος εδίδασκεν ότι η χάρις του Θεού είναι κτιστή, είναι γεγονός. Αλλά διατί ο κ. Τρεμπέλας αναφέρει τον Ανδρούτσον ως παραδεχόμενον την πλάνην ταύτην; Βεβαίως ο Ανδρούτσος ουδαμού γράφει ότι η θεία χάρις είναι άκτιστος. Ούτε όμως ισχυρίζεται πουθενά ότι είναι κτιστή.
Επίσης, εις τα Πρακτικά της Σχολής ο κ. Τρεμπέλας γράφει: «φοβούμαι ότι ο υποψήφιος, ο εν προδήλω εγωισμώ ερχόμενος να κατάρριψη τον Ανδρούτσον, ον εγώ τουλάχιστον θεωρώ διδάσκαλόν μου παρά το ότι δεν υπήρξα μαθητής του, αλλά και να θέση υπό τον έλεγχόν του αναστήματα οία το του Αυγουστίνου και το του Θωμά Ακινάτου, εάν δεν έχη ήδη εξελίχθη εις αιρετικόν, εξελίσσεται εις τοιούτον»(62).
Όσοι έχουν διαβάσει τα έργα του Ανδρούτσου γνωρίζουν, πόσον αντίθετος ήτο προς τον Αυγουστίνον και τον Ακινάτον.
Επομένως ο κ. Τρεμπέλας δεν έχει το δικαίωμα να παρουσίαση τον Ανδρούτσον, ωσάν να ήτο του ιδίου φυράματος με τους Δυτικούς αυτούς.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητον ότι ο Χ. Ανδρούτσος (029) υπήρξεν είς εκ των μεγαλυτέρων διανοουμένων της συγχρόνου Ελλάδος. Τα έργα του μαρτυρούν περί τούτου.
Εν τούτοις, όπως πληροφορούμεθα από τον καθηγητήν του Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκόν κ. Π. Μπρατσιώτην, «είναι αληθές, ότι εν τε τοις μεγάλοις τούτοις συστηματικοίς συγγράμμασιν αυτού (του Ανδρούτσου), ως και εν ταις μετ’ ολίγον μνημονευθησομέναις δογματικαίς αυτού πραγματείαις, διαφαίνεται ποία τις επίδρασις της ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας… »(63).
Δια τούτο απέφυγα τα σημεία εκείνα, εις τα οποία ο Ανδρούτσος εδέχθη ποίαν τινα επίδρασιν της ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας και ηκολούθησα τους καθηγητάς κ. Κ. Ι. Καρμίρην, Α. Αλιβιζάτον, Κ. Μπόνην και Γ. Φλορόφσκυ. Επομένως δεν κάμνω ανταρσίαν εναντίον του Ανδρούτσου, αφού εις τόσα άλλα σημεία της διατριβής μου ακολουθώ την γνώμην του. Απλώς, όταν είδα ότι δεν εξέφραζε την Ορθόδοξον άποψιν επί τίνος θεμελιώδους δόγματος, ηκολούθησα την γνώμην των Ελλήνων Πατέρων ή άλλου τινός Ορθοδόξου καθηγητού.
Εάν είχε μελετήσει ο κ. Τρεμπέλας τα έργα των συναδέλφων καθηγητών του, θα είχεν αντιληφθή ότι, όπου διεφώνουν με τον Ανδρούτσον, ηκολούθησα άλλον Ορθόδοξον καθηγητήν και ασφαλώς δεν θα με επολέμει κατ’ αυτόν τον τρόπον. Θα είχεν εννοήσει ότι εις τα θέματα ταύτα δεν εστρέφετο εναντίον μου, αλλά εναντίον των καθηγητών συναδέλφων του.
ΙΔ) Ενώ ο κ. Τρεμπέλας ευρίσκετο εν πλάνη, προσεπάθησε να εμφάνιση εμέ ως αιρετικόν.
Αφού όμως απεγυμνώθησαν τα επιχειρήματά του, υπεξέφυγεν εις το εξής τέχνασμα, εκφρασθείς ως εξής: «… Εάν όντως πλανάται ο υποψήφιος, πρέπει να τω δηλωθή τούτο επισήμως υπό της Σχολής, ίνα τω δοθή σωτήριον μάθημα. Διότι άλλως κινδυνεύει (030) να εξελίχθη εις αιρετικόν»(64). Εις δε τα Πρακτικά γράφει: «… Εάν δεν έχη ήδη εξελιχθή εις αιρετικόν, εξελίσσεται εις τοιούτον»(65).
Αφού, λοιπόν, δεν ηδυνήθη να απόδειξη ότι είμαι αιρετικός ο κ. Τρεμπέλας, έκαμεν έκκλησιν εις τους καθηγητάς να απορρίψουν την μελέτην μου βάσει της κατηγορίας ότι πιθανόν να εξελιχθώ εις αιρετικόν.
Όμως το μέτρον τούτο είναι πρωτοφανές. Πολλοί έχουν καταδικασθή ως αιρετικοί. Αλλά δια πρώτην φοράν ακούω ότι είναι δυνατόν εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν να καταδικασθή κανείς, διότι δυνατόν να εξελίχθη εις αιρετικόν!
Είναι δηλαδή ωσάν να είπωμεν, ότι πρέπει να αφορίσωμεν τον τάδε όχι επειδή ημάρτησεν, αλλ’ επειδή ίσως εις το μέλλον αμαρτήση!!
Εις την συνεδρίαν της Σχολής, ότε ενεκρίθη η διατριβή μου, ο κ. Τρεμπέλας έκαμεν έκκλησιν εις τους καθηγητάς να απορρίψουν την μελέτην μου βάσει του ισχυρισμού του ότι υπάρχει «υποψία» ότι είμαι αιρετικός. Ανέφερε δε το παράδειγμα μιας διατριβής, που απερρίφθη επί των χρόνων του Δέρβου, επειδή υπήρχεν η υποψία ότι ο υποψήφιος ήτο αιρετικός.
Και πράγματι, εάν οι καθηγηταί είχον την υποψίαν ότι είμαι αιρετικός, ασφαλώς θα με κατεψήφιζον.
ΙΕ) Όταν οι καθηγηταί ψηφίζουν η καταψηφίζουν μίαν διατριβήν, συνήθως δικαιολογούν την ψήφον των.
Ίνα δικαιολόγηση, λοιπόν, την αρνητικήν του ψήφον ο κ. Τρεμπέλας, κατέφυγεν εις την κατηγορίαν ότι διδάσκω τον θνητοψυχισμόν(66), δηλαδή ότι η ψυχή μετά τον θάνατον εκμηδενίζεται.
Όπως εις τας άλλας περιπτώσεις, ούτω και εις αυτήν ο κ. Τρεμπέλας ή δεν αντελήφθη τα λεγόμενα μου ή σκοπίμως διέστρεψε (031) την αλήθειαν.
Εάν ο κ. Τρεμπέλας είχε μελετήσει τα έργα του κ. Ι. Καρμίρη και του αιδ. Γ. Φλορόφσκυ, θα έβλεπεν ότι εις το θέμα περί αθανασίας της ψυχής ακολουθώ αυτούς.
Όταν ήλθα δια πρώτην φοράν εις την Ελλάδα τω Πάσχα του 1955, εδημοσιεύετο έν άρθρον μου εις το περιοδικόν «Κιβωτός». Ο κ. Τρεμπέλας παρεξήγησε τα εκεί γραφόμενά μου περί αθανασίας. Εις ιδιωτικήν συνάντησιν προσεπάθησα να του εξηγήσω αυτά που έγραφα, αλλά δυστυχώς ο κ. Τρεμπέλας δεν ηδυνήθη να παρακολουθήση(67). Αντιθέτως ο κ. Καρμίρης ήτο κάτοχος του θέματος, καθότι ο ίδιος είχε γράψει σχετικώς περί αυτού.
Αφού το θέμα ήτο ολίγον δύσκολον, ώφειλεν ο κ. Τρεμπέλας να συμβουλευθή τον ειδικόν καθηγητήν της Ιστορίας των Δογμάτων κ. Ι. Καρμίρην, ίνα μάθη σχετικώς.
Ως καθηγητής της Κατηχητικής και της Λειτουργικής είναι φυσικόν να μη γνωρίζη ο κ. Τρεμπέλας τας λεπτομέρειας της δογματικής ημών Θεολογίας. Καλόν είναι, λοιπόν, να συμβουλευώμεθα πάντοτε τους ειδικούς, αφήνοντες αυτούς ίνα προπορεύωνται και ημείς να επώμεθα.
Κατ’ αρχήν εις την ανάπτυξιν του περί αθανασίας θέματος είχα ακολουθήσει τον καθηγητήν μου αιδ. Γ. Φλορόφσκυ, ο οποίος διακρίνει μεταξύ της ζωής της ψυχής και της αιωνίου εν κολάσει υπάρξεως της ψυχής. Κατ’ αυτόν το υπάρχον και το ζων δεν είναι ταυτόν. Ο άνθρωπος δύναται να αποθνήσκη τον αιώνιον θάνατον της κολάσεως και ούτω να στερηθή της ζωής, αλλά δεν δύναται να στερηθή της υπάρξεως, διότι ούτω εθέσπισεν ο Θεός(68).
Επίσης περί των αγγέλων ο κ. Καρμίρης γράφει ότι «είναι αθάνατοι ουχί φύσει, αλλά χάριτι, διότι παν το αρξάμενον και τελευτά κατά φύσιν»(69).
(032) Αδυνατών ο κ. Τρεμπέλας να εμβαθύνη εις τα νοήματα ταύτα, παρεξήγησε τα λεγόμενα μου ως σημαίνοντα θνητοψυχισμόν.
Ίνα αποφευχθούν, λοιπόν, αι τοιαύται παρεξηγήσεις από τους μη ειδικούς, παρεκλήθην υπό του κ. Καρμίρη, ίνα διασαφηνίσω και αναμορφώσω το περί αθανασίας της διατριβής μου επί το απλούστερον, όπερ και έπραξα.
ΙΣΤ) Εις την διατριβήν μου, κατακρίνω την περί απολυτρώσεως θεωρίαν του αιρετικού παπικού θεολόγου Ανσέλμου.
Εις τας επιστολάς του ο κ. Τρεμπέλας προσπαθεί να συνηγορήση υπέρ του αιρετικού τούτου, εχθρού της Ορθοδόξου ημών πίστεως.
ΙΖ) Ο αναγινώσκων τας επιστολάς του κ. Τρεμπέλα θα βεβαιωθή περί του περιέργου της επιχειρηματολογίας και ιδίως του φιλοαιρετικού ύφους αυτής. Συνεχώς αντιτίθεται κατά της Ορθοδόξου Πατερικής Θεολογίας και συνεχώς αναφέρει επιχειρήματα αιρετικά, ίνα στήριξη τας πλάνας του.
Εις το βιβλίον μου αναπτύσσω την Πατερικήν διδασκαλίαν (033) ότι ο Θεός έχει πραγματικήν σχέσιν προς τον κόσμον ουχί κατ’ ουσίαν, αλλά μόνον κατ’ ενέργειαν και βούλησιν και κατά την εν Χριστώ υποστατικήν ένωσιν.
Αντιτιθέμενος κατά της Ελληνικής Πατερικής διδασκαλίας ταύτης ο κ. Τρεμπέλας εγραψεν: «αντίφασις χονδροειδεστάτη! ενώ εξ ενός παρατηρεί (ο υποψήφιος) ότι ο Θεός έχει σχέσεις προς τον κόσμον ουχί κατά την ουσίαν, εξ ετέρου προσθέτει ότι έχει σχέσιν «κατά τας υποστάσεις». Αλλά εάν αι υποστάσεις δεν είναι η Θεία Ουσία του Θεού, είναι λοιπόν ενέργεια;»(70).
Απήντησα, λοιπόν, ως εξής: «Επειδή παρομοίαν ερώτησιν έκαμνον κατά τον τέταρτον αιώνα οι αιρετικοί Ευνομιανοί εις άνδρα άγιον και σοφόν της πατρίδος μου Καππαδοκίας, δίδω τον λόγον εις αυτόν: «Ο Πατήρ, φησιν, ουσίας ή ενεργείας όνομα; Ως αμφοτέρωθεν ημάς δήσαντες… Αλλά μη τα δύο διαφυγόντα τρίτον ειπείν αληθέστερον ότι ούτε ουσίας όνομα ο Πατήρ, ώ σοφώτατοι, ούτε ενεργείας… »(71).
Εις την ερώτησιν: «Αλλά εάν αι υποστάσεις δεν είναι η Θεία Ουσία του Θεού, είναι λοιπόν ενέργεια;» ο κ. Τρεμπέλας νομίζει ότι υπόστασις και ουσία εν τω Θεώ είναι ταυτόν. Κατά ταύτα συμφωνεί πάλιν με τους Παπικούς.
Ο Ορθόδοξος μοναχός και διδάσκαλος του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού Ιωσήφ Βρυέννιος αποκαλεί βλάσφημον τον Θωμά Ακινάτον, διότι όπως ο κ. Τρεμπέλας «ουσίαν επί Θεού ταυτόν και πρόσωπον (υπόστασιν) αποφαίνεται»(72).
ΙΗ) Ως ξένος εις την Ελλάδα δεν γνωρίζω πώς να δικαιολογήσω την ετερόδοξον πίστιν του κ. Τρεμπέλα.
Εν πράγμα ξεύρω μόνον, ότι δεν ήλθα εις την Ελλάδα, δια να μάθω ότι ο Αυγουστίνος, ο Θωμάς Ακινάτος και ο Άνσελμος είναι κάτοχοι της αληθείας! Εν τοιαύτη περιπτώσει η φοίτησις εις την Ελλάδα δι’ ημάς τους αλλοδαπούς Ορθοδόξους είναι χαμένος χρόνος.
Υπάρχουν πλείστοι ετερόδοξοι καθηγηταί εις την Αμερικήν, οι οποίοι κατέχουν και κατά θαυμαστόν τρόπον διδάσκουν τας αιρέσεις του Αυγουστίνου, του Ανσέλμου και του Θωμά του Ακινάτου.
Θα ήτο ανόητον να ερχώμεθα από τόσον μακριά, ίνα διδαχθώμεν ότι αι αιρέσεις αυτών είναι Ορθόδοξοι αλήθειαι.
Ill Τα κείμενα των εναντίον μου επιστολών του κ. Τρεμπέλα και η ανασκευή αυτών
1
(034) Αγαπητέ κύριε Συνάδελφε,
Λαμβάνω την τιμήν να υποβάλω και εις την υμετέραν κρίσιν ενδοιασμούς μου τινάς επί της διατριβής του αιδεσιμολογιωτάτου κ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, οι οποίοι εύχομαι, όπως αποδειχθώσιν υπό του ενδιαφερομένου αβάσιμοι, διότι άλλως παρουσιάζουσιν αυτόν αντιπίπτοντα εις θεμελιώδη της Χριστιανικής Πίστεως δόγματα. Προς τούτο ακριβές αντίγραφον της παρούσης διεβίβασα και εις αυτόν, παρακαλούμενον να ανασκευάση τας αντιρρήσεις μου.
Πρωτίστως θα εσημείουν, ότι ο υποψήφιος δεν κατενόησεν επαρκώς την έννοιαν του όρου της Δυτικής Θεολογίας «κτιστών χαρίτων». Οι καθολικοί ως χάριν Άκτιστον ορίζουσι «αυτόν τον Θεόν ή επί το ακριβέστερον την αγαθήν θέλησιν του Θεού, ήτις είναι η αιτία πασών των δωρεών» και κατά τον Ακινάτον: «voluntas Dei, quae in nomine gratiae intelligitur, est causa omnis boni creati»(73). Η κτιστή δε χάρις είναι «το χρονικόν τέρμα της αιωνίας ευδοκίας του Θεού, το προϊόν αυτής το πεπερασμένον, αλλά το οποίον ως διακρινόμενον ουσιωδώς του Θεού αυτού, είναι δωρεά κτιστή»(74).
Η άκτιστος χάρις είναι αυτός ο Θεός, καθ’ όσον έχει προορίσει εν τη αγάπη του και προ πάντων των αιώνων τας δωρεάν χάριτάς του. Η χάρις η κτιστή είναι δώρον υπερφυσικόν διακρινόμενον του Θεού, η ενέργεια του Θεού(75).
Εκ των ανωτέρω καταφαίνεται σαφώς, ότι δια του όρου χάρις κτιστή δηλούται προς τα έξω ενέργεια του Θεού εν χρόνω σημειούμενη και προϊόν πεπερασμένον έχουσα. Ουσία λοιπόν και ενέργεια του Θεού ου μόνον δεν συγχέονται, αλλ’ όλως τουναντίον διακρίνονται οξύτατα. Αδυνατών δε ο υποψήφιος να συλλαβή την (035) πραγματικήν έννοιαν του όρου ταυτίζει αυτήν οικτρότατα προς τα κτιστά μέσα της δημιουργίας ή τα είδη κατωτέρων θεών των Γνωστικών και των Αρειανών(76) και εκδεχόμενος τας κτιστάς χάριτας η ενεργείας των Σχολαστικών ως ενυποστάτους τινάς ουσίας και απορροίας εκ της Θείας Ουσίας, υποστηρίζει ότι αύται ταυτίζονται προς την Θείαν Ουσίαν κατά τρόπον άγοντα ημάς προς τον πανθεϊσμόν(77).
Αλλ’ ότι δυνάμεθα να ομιλώμεν ορθοδοξότατα περί κτιστών χαρίτων ή ενεργειών του Θεού εμφαίνεται και εκ του χωρίου του Μ. Βασιλείου, το οποίον ως συμπλήρωμα της σελίδος 47 σημ. 3 προσήγαγε μετέπειτα ο υποψήφιος, εν τω οποίω αναγινώσκομεν: δεν πρέπει την ενέργειαν «ενούν τη ουσία, την μεν (ουσίαν) άναρχον απλήν τε και ατελεύτητον ειδότες, την δε ενέργειαν ουκ άναρχον… Λίαν γαρ μειρακιώδες και φρενός νηπίας αγέννητον (ήτοι άκτιστον)(78) και ατελεύτητον λέγειν την ενέργειαν ταυτόν τη ουσία τιθεμένους, μηδενός των έργων αγεννήτως γίγνεσθαι δυναμένου μήτ’ άτελευτήτως»(79). Εις την μειρακιώδη ταύτην και φρενός νηπίας πλάνην εφαντάσθη ο υποψήφιος ότι διωλίσθησεν είς Ακινάτος, εκ των νεωτέρων δε και ο Ανδρούτσος(80). Και πόσον μεν ο υποψήφιος παρεσύρθη εν προκειμένω εις χονδροειδείς παρανοήσεις καταφαίνεται πρώτον ως προς τον αοίδιμον Ανδρούτσον, ότι απέδωκεν εις αυτόν την ταύτισιν ουσίας και ενεργείας, παραπέμπων εις την εν σελ. 52 (πρώτην έκδοσιν της Δογματικής) φράσιν: «η δε διαίρεσις των ιδιοτήτων εις ηρεμίας και ενεργείας σημαντικάς ερείδεται επί της διακρίσεως ουσίας και ενεργείας της εν τοις πεπερασμένοις. Αλλ’ ο Θεός είναι καθαρά ενέργεια (Actus Purus)». Είναι πρόδηλον ότι ο τόνος εν τη πρώτη προτάσει πίπτει επί του «της εν τοις πεπερασμένοις». Εκτός όμως τούτου εν σελ. 102 της Δογματικής γράφει σαφώς: «Αν η βούλησις του Θεού (036) είναι αιωνία, δεν έπεται ότι και η πλήρωσις της βουλήσεως ταύτης ανάγκη να ή και αυτή αιωνία, ουδέ ότι ο Θεός αποβαίνει αίτιος του κόσμου, ότε δημιουργεί αυτόν. Δεν έπεται το πρώτον, διότι, ει και η βούλησις του Θεού είναι αιωνία, η ενέργεια αυτής, ο κόσμος, δύναται να ή πεπερασμένη, του Θεού βουληθέντος, όπως λάβη ούτος το είναι μετά του χρόνου». Πού η ταύτισις της απειρου ουσίας του Θεού, της αϊδίως υπαρχούσης, προς την εν χρόνω πεπερασμένην ενέργειαν αυτού;(81) Αλλ’ ο υποψήφιος δεν είναι διατεθειμένος κατ’ ουδένα λόγον να δεχθή τον όρον Actus Purus, περί του οποίου φρονεί ότι άγει εις τον Πανθεϊσμόν(82), αποδέχεται δε αυτόν και ο Ανδρούτσος, μετά του Ακινάτου δε ολόκληρος η Ρωμαϊκή Θεολογία. Αρνούμενος όμως τον όρον τούτον ο υποψήφιος καταντά όχι απλώς εις κακόδοξον πλάνην, αλλ’ τούτ’ αυτό εις βλασφημίαν. Διότι ο όρος ούτος αποκλείει πάσαν εξέλιξιν και αλλοίωσιν εν τη ουσία του Θεού. Καθ’ ό δηλαδή μετά της καθ’ ημάς Εκκλησίας και οι Σχολαστικοί, αποδέχονται, ο Θεός είναι ο αυτός πάντοτε (Ipsum Esse), το Ον το καθαρόν και απλούν, χωρίς να λανθάνη εν αυτή το δυνάμει, όπερ δύναται να μεταστή εις το ενεργεία, το Ον όπερ υπάρχει εν καθαρά και αναλλοιώτω πραγματικότητι (Actus Purus). Ο Θεός τουτ’ έστιν των Χριστιανών δεν είναι ο Θεός του Εγέλου, ο προϋποθέτων δυναμικότητα εν τω Θεώ, υποκειμένην εις εξέλιξιν και καταστρέφουσαν συνεπώς το «Actus Purissimus»(83). Και ίνα προς αποσάφησιν επικαλεσθώμεν και τον Ανδρούτσον, «η περί του κόσμου Βουλή (ουχί η ενέργεια)(84) του Θεού συνδέεται προδήλως προς την αιωνίαν ουσίαν του Θεού, ουδέ δυνάμεθα να είπωμεν, ότι ο Θεός εβουλήθη και (037) συνέλαβε την ύπαρξιν του κόσμου το πρώτον εν χρόνω(85). Αν συνέβαινε τούτο, θα ήρετο μεν η απλότης του Θεού, θα εφθείρετο δε το αναλλοίωτον αυτού. Η μεν απλότης, διότι ούτω θα ετίθεντο εν τω Θεώ δύο διάφοροι βουλήσεις, ων η μία μεν είναι αιωνία, η δ’ ετέρα μορφούται εν χρόνω· το δε αναλλοίωτον, διότι ον συλλαμβάνον και σχεδιάζον την δημιουργίαν του κόσμου εν χρόνω αλλοιοί φυσικώς εαυτό, γινόμενον άλλο ή ό,τι μέχρι της δημιουργίας ήτο»(86). Την ορθοδοξοτάτην ταύτην διατύπωσιν ο υποψήφιος ευρίσκει ως δογματικώς πεπλανημένην, άτε ως αυτός φρονεί, ταυτίζουσαν ουσίαν και ενέργειαν του Θεού(87)!!
Και ταύτα μεν εν σχέσει προς τον Ανδρούτσον. Επανέρχομαι ήδη εις τον Ακινάτον. Εις διαπίστωσιν του ότι ούτος «και οι ακολουθούντες αυτόν και τον Αυγουστίνον θεολόγοι και φιλόσοφοι ταυτίζουσι τας ενεργείας και ιδιότητας του Θεού μετά της ουσίας αυτού», παραπέμπει ο υποψήφιος εις «Σούμμα Θεολογική, μέρος Α’ κεφ. 3, αριθ. 1-8, μετάφρασις Ι. Καρμίρη, σελ. 83-98». Αναγινώσκομεν λοιπόν εκεί: «Το απολύτως πρώτον ον οφείλει να είναι μόνον ενεργεία και κατ’ ουδένα τρόπον δυνάμει. Τω όντι, ει και εν ενί και τω αυτώ αντί, μεταβαίνοντι από δυνάμεως εις την ενέργειαν, η δύναμις προηγείται χρονικώς της ενεργείας, όμως, απολύτως ειπείν, η ενέργεια προηγείται, επειδή το δυνάμει ον μεταβαίνει εις την κατάστασιν της ενεργείας μόνον δια τινός ενεργεία όντος(88). Αλλ’ απεδείχθη ότι ο Θεός είναι το πρώτον ον. Αδύνατον, λοιπόν, να υπάρχη τι εν τω Θεώ δυνάμει»(89). Και κατωτέρω: «ο Θεός είναι καθαρά ενέργεια, άμοιρος οιασδήποτε παθητικής δυναμικότητος»(90). Προδήλως ταύτισιν ουσίας και ενεργείας δεν υποδηλοί πού της παραπομπής (038) ο Ακινάτος, μόνον δε περί καθαράς ενεργείας (Actus Purus) ομιλεί.
Συστηματική άρνησις τού αναλλοίωτου
Αι ανωτέρω παρανοήσεις και εκτροπαί από της αληθείας δεν φαίνεται να οφείλωνται εις παραδρομάς ή και εις έλλειψιν ικανότητος προς ορθήν αντίληψιν της σκέψεως του Ακινάτου ή του Ανδρούτσου. Ο υποψήφιος εις άλλα τμήματα της διατριβής του διεγείρει την υπόνοιαν, ότι συστηματικώς αρνείται το αναλλοίωτον. Ούτω κατεξανίσταται ούτος κατά της εκδοχής ότι «τα πάντα εν τω κόσμω είναι απλώς αι εν χρόνω εικόνες (γρ. Πραγματοποιήσεις)(91) των αιωνίων εν τη ουσία του Ενός υπαρχόντων αρχετύπων»(92). Και ερωτά: είναι πράγματι ο κόσμος μία νεοπλατωνίζουσα(;;)(93) αντιγραφή των αιωνίως εν τη Θεία Ουσία υπαρχουσών ιδεών; Δυνάμεθα να παραδεχθώμεν, ότι η εκ του μηδενός δημιουργία είναι απλώς εν χρόνω απεικόνισμα των αγεννήτων της Θείας Ουσίας αρχετύπων;(94) Ο υποψήφιος φαίνεται συγχέων την ανωτέρω περί αρχετύπων διδασκαλίαν προς την άλλην, την όντως πανθεϊστικήν εκδοχήν των Γνωστικών περί «κατ’ απόρροιαν εκ του υψίστου όντος προελθουσών ιδεών ή αρχετύπων»(95) ή του κόσμου των ιδεών του Πλάτωνος, του διακεκριμένου από του δημιουργού. Υποστηρίζει δε ότι κατά την εκδοχήν ταύτην περί αρχετύπων «η δημιουργία δεν είναι πραγματικώς εκ του μηδενός, αλλά μάλλον είναι αντιγραφή της Θείας Ουσίας δια της ενυποστατοποιήσεως των αρχετύπων»(96). Αλλά πώς θα ήθελεν ο υποψήφιος να δημιουργηθή ο κόσμος; Θα ήθελεν άνευ σκέψεως τινός του Δημιουργού και άνευ προϋπάρχοντος εν αυτώ σχεδίου; Εν τω νω οιουδήποτε αρχιτέκτονος δεν προϋπάρχει σχέδιον και ιδέα τις περί του (039) οποία τις πρέπει να είναι η οικοδομή, την οποίαν πρόκειται να ανεγείρη; Και καθ’ ην στιγμήν εκτελείται η οικοδομή κατά το προσυλληφθέν υπό του αρχιτέκτονος σχέδιον, αντιγράφεται λοιπόν η ουσία του εγκεφάλου του η συλλαβούσα το σχέδιον; Ο υποψήφιος δεν είχεν αναγνώσει μόνον την σελ. 101 της Δογματικής (πρώτη έκδοσις) του Ανδρούτσου και την οποίαν ευρίσκων σύμφωνον προς το σύστημα του Ακινάτου αποκρούει αυτήν εν τη αυτή ως άνω σελίδι (46) της διατριβής. Αλλ’ είχεν αναγνώσει και τον Ζ. Ρώσην, τον οποίον κακώς παραθέτει ως συμφωνούντα αυτώ(97). Γράφει δε και ο Ρώσης, εις ην ο υποψήφιος παραπέμπει σελίδα: «Η έννοια του ετέρου και της ετερότητος υπάρχει πρώτον εν αυτώ τω τριαδικώ Θεώ καθ’ εαυτόν θεωρουμένω… έπειτα δε κατά το πρότυπον της εν τω Θεώ ως τριαδικώ καθ’ εαυτόν θεωρουμένω υπαρχούσης ετερότητος λαμβάνει ύπαρξιν και ως έννοια ετέρου του Θεού κατά τε την ουσίαν και την ύπαρξιν»(98). Και εν συνεχεία. Την έννοιαν ταύτην του ετέρου εαυτού κατά τε την ουσίαν και απόφασιν νοεί πρώτον (ο Θεός) ως έννοιαν ουκ όντος, έπειτα δε ως σύνολον εννοιών ενδεχομένων ή δυνατών και πραγματοποιητέων εκτός του Θεού δια της δυνάμεως και παντοδυναμίας αυτού. Η έννοια αυτή του ετέρου του Θεού ως σύνολον ιδεών και εννοιών ενδεχομένων και πραγματοποιητέων και εκτός του Θεού, είναι η ιδέα του κόσμου. Η ιδέα του κόσμου υπάρχει εν τη βουλή του Θεού, προεπινοουμένη δε ως υπάρχουσα η ιδέα του κόσμου εν τη βουλή του Θεού είναι και λέγεται προαιώνιος. Και δια να δώσωμεν τον λόγον πάλιν εις τον Ανδρούτσον: «Εάν ο Θεός δεν έχη εν εαυτώ αιωνίως την ιδέαν του κόσμου, αλλά συλλαμβάνη αυτήν εν χρόνω, τούτο σημαίνει, ότι υποπίπτει και ούτος εις τας συνθήκας του χρόνου, επιγινώσκων εαυτόν εν χρόνω ως δυνάμενον να δημιουργήση τον πεπερασμένον κόσμον»(99). Ταύτα πάντα, τα ούτω (040) σαφή και εύληπτα, ανέγνωσεν ο υποψήφιος. Ανέγνωσεν ακόμη και την εν τη υποσημειώσει της αυτής σελίδος και την αναίρεσιν της ενστάσεως του, ήτις προεβλήθη πρότερον υπό του Klee, ισχυρισθέντος ότι εάν δεχθώμεν το αιώνιον της ιδέας του κόσμου, δεν δυνάμεθα να ομιλώμεν περί Θεού ως δημιουργού εκ του μηδενός. Αυτό δηλαδή το οποίον προέβαλε και ο υποψήφιος.
Και απήντησεν εις αυτήν ο Dieringer(100), ότι έτερον το δημιουργείν και έτερον το συλλαμβάνειν τι ως δυνατόν. Το μεν δημιουργείν σημαίνει παράγειν τι εκ του μηδενός εις τι πράγματι υπάρχον, το δε συλλαμβάνειν τι ως δυνατόν αναφέρεται εις την νόησιν, το ούτωσί δε νοούμενον στερείται προφανώς πραγματικής δυνατότητος. Αλλ’ ο υποψήφιος παρέτρεξε ταύτα, διότι αρνούμενος το Actus Purus δεν θέλει να παραδεχθή και ότι «προ καταβολής κόσμου» (Εφεσίους Α’, 4, Α’ Πέτρ. Α’, 20) και αιωνίως προεγίνωσκεν ο Θεός τα πάντα. Ίνα δε υποστήριξη το κακόδοξον τούτο φρόνημά του, παρασύρεται ίσως, διότι δεν είναι μητρική του η Ελληνική γλώσσα και εις κολόβωσιν παραθέσεων. Ούτω, δια να υποστηρίξη ότι «ακόμη και τας ιδέας περί κόσμου ο Θεός συλλαμβάνει εκ του μηδενός» και η δημιουργία δεν είναι εικών ή αντιγραφή μιας ιδέας του κόσμου, προϋπαρχούσης εντός της ουσίας του Θεού, κολοβώνει χωρίον τι του Παλαμά παραθέτων αυτό ως έπεται: «Επεί ουν ήρξατό ποτε ο Θεός δημιουργείν και προγινώσκειν, ήρξατο λοιπόν… ». Δηλαδή ο υποψήφιος αρνείται την αιωνίαν πρόγνωσιν του Θεού. Και ζητεί συνένοχον της πλάνης του ταύτης και τον Γρηγόριον Παλαμάν, όστις παν τουναντίον υποστηρίζει δια της εις άτοπον απαγωγής(101). Ιδού ολόκληρος και ουχί κεκολοβωμένος ο συλλογισμός του Παλαμά. Μείζων πρότασις: «Ει μη προς αλλήλας έχουσι διαφοράν αι θεταί ενέργειαι και το δημιουργικόν (041) λοιπόν του προγινώσκειν ου διενήνοχε».
Ελάσσων πρότασις: «Επεί ουν ήρξατό ποτε ο Θεός δημιουργείν, και προγινώσκειν ήρξατο λοιπόν».
Συμπέρασμα: Και πώς ο Θεός, ο μη προ αιώνων τα πάντα προειδώς; Ο υποψήφιος περιορίζεται εις την ελάσσονα πρότασιν και δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το συμπέρασμα, καθ’ ό ο Θεός, εάν προ αιώνων δεν προεγίνωσκε τα πάντα, δεν θα ήτο Θεός. Εν συνεχεία ο υποψήφιος παραπέμπει εις τον Ζ. Ρώσην ως συμφρονούντα αυτώ. Είδομεν όμως, τι ο Ρώσης υποστηρίζει. Εκ ταύτης της αφορμής παρατηρώ μετά λύπης, ως και εν τη παραπομπή του Ακινάτου διεπιστώθη (102), ως θα ίδωμεν και κατωτέρω, ότι εις τας παραπομπάς αυτού ο υποψήφιος δεν παρουσιάζεται ακριβής και αξιόπιστος.
Τα κατά την θεωρίαν του Ανσέλμου ότι ο Άνσελμος Καντουαρίας υπερετόνισεν εν τη θεωρία αυτού περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης δια της καταβολής του ατίμητου λύτρου του αίματος του Κυρίου την δικαιοσύνην του Θεού εις βάρος της θείας αγάπης, παρουσιάζων τον Θεόν μόνον ως αδυσώπητον Κριτήν, ενδιαφερόμενον πρωτίστως να ικανοποιηθή δια την προγενομένην εις αυτόν υπό της αμαρτίας του ανθρώπου ύβριν, είναι αναμφισβήτητον. Εξ άλλου όμως περιέλαβενέν τη θεωρία αυτού και στοιχεία αληθείας απαραγνωρίστου σπουδαιότητος τονισθέντα προ αυτού υπό των Πατέρων της Εκκλησίας και αποτελούντα θεμελιώδεις βάσεις του περί απολυτρώσεως δια της θυσίας του Χριστού δόγματος. Ο υποψήφιος εν τη σπουδή να ανατρέψη ουχί μόνον τας υπερβολάς, αλλ’ ολόκληρον την θεωρίαν του Ανσέλμου, κτυπά αδυσωπήτως και τας θεμελιώδεις ταύτας αληθείας της Χριστιανικής πίστεως, αναπτύσσων ιδίας θεωρίας προδήλως πεπλανημένας και ανατρεπτικάς του Ορθοδόξου δόγματος. Ιδού αύται:
(042) εκλαμβάνων εις απόλυτον έννοιαν την βεβαίωσιν της Γραφής, ότι ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, εμμένει επί των εξής «δύο πολύ ενδιαφερόντων γεγονότων:
1) ότι ο Θεός δεν έκτισε τον θάνατον, και
2) ότι ο θάνατος επετράπη ουχί ένεκα της θείας οργής, αλλ’ ένεκα της θείας ευσπλαγχνίας»(103). Το ότι «ο θάνατος και η φθορά είναι αποτέλεσμα της αποφάσεως του Θεού να θεώρηση ένοχον την ανθρωπότητα και να τιμωρήση αυτήν» είναι διδασκαλία των Δυτικών θεολόγων ορμώμενων εκ των προϋποθέσεων του Αυγουστίνου,(104) την οποίαν ο υποψήφιος δεν αποδέχεται, διατεινόμενος, ότι υπό του χωρίου Εβραίους Β΄, 14-15 δημιουργείται κατά την διδασκαλίαν ταύτην των Δυτικών πρόβλημα, εις το οποίον υπ’ αυτών «εδόθησαν διάφοροι λύσεις, αίτινες έμειναν δι’ ευλόγους αιτίας ξέναι προς την Ελληνικήν πατερικήν σκέψιν»(105). Η Δυτική ερμηνεία της λέξεως δικαίωσις παρά Παύλω ως περί μιας δήθεν αλλαγής της θείας προς τον άνθρωπον διαθέσεως δι’ ικανοποιήσεως της δήθεν προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης είναι απαράδεκτος (106). Κατά τον Ειρηναίον «ουδεμία δύναται να υπάρξη θεωρία περί εξιλεώσεως και ικανοποιήσεως μιας δήθεν προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης»(107). «Εις την Ελληνικήν πατερικήν παράδοσιν δεν υπάρχουν τα περί πτώσεως και σωτηρίας δικανικά σχήματα της Δύσεως». Όχι μόνον θεωρείται ο θάνατος ως προϊόν της πανουργίας του διαβόλου, αλλά τονίζεται το γεγονός, ότι επέτρεψεν ο Θεός τον θάνατον ουχί ένεκα τιμωρού τινος θείας αποφάσεως ως εφαντάσθη ο Αυγουστίνος, αλλ’ ένεκα της θείας ευσπλαγχνίας(108). Ο Αυγουστίνος ηναγκάσθη να εξετάση το όλον θέμα περί προπατορικού αμαρτήματος δικανικώς υπό μορφήν απαγορευτικής θείας εντολής, παραβάσεως και εκ Θεού τιμωρίας. Ο Θεός, κατά τους περί τον Αυγουστίνον, είναι η πηγή μιας αστυνομικής διατάξεως. Ο άνθρωπος οφείλει να την τηρήση. Άλλως θα γίνη (043) θύμα θείας οργής(109). Προ του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού υπήρχον δίκαιοι. Το κήρυγμα του Χριστού προϋποθέτει την προ της σταυρικής θυσίας ύπαρξιν δικαίων. «Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς»(110). «Ιδού άνθρωποι δίκαιοι αναφέρονται εις την Κ.Δ., οίτινες δεν είχον ανάγκην της σταυρικής θυσίας, δια να γίνουν δίκαιοι»(111). «Υπήρχον προ του θανάτου του Χριστού δίκαιοι», οίτινες «εν τούτοις εκρατούντο αδίκως υπό του κράτους του θανάτου»(112). Και αυτός ο Αδάμ κατά τον Ειρηναίον, καθ’ ό ερμηνεύει αυτόν ο υποψήφιος, «ευρέθη αδίκως αιχμάλωτος του διαβόλου»(113).
Αλλ’ ότι ο θάνατος του Κυρίου έχει χαρακτήρα καθαρώς εξιλαστήριον, «δι’ ου οι άνθρωποι εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ» (Ρωμαίους ε΄, 10), του Ιησού Χριστού όντος «ιλασμού περί των αμαρτιών ημών, ου περί των ημετέρων δε μόνον, αλλά και περί όλου του κόσμου» (Α’ Ιωάν. Β΄, 2), διότι «τας αμαρτίας ημών ανήνεγκεν εν τω σώματι αυτού επί το ξύλον» (Α’ Πέτρ. Β΄, 24), ως «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάν. Α’, 29), ον ο Πατήρ «υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν» (Β΄ Κορινθ. ε΄, 21) και «ος εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ. γ’, 13), μόλις είναι ανάγκη και να είπωμεν. Παραθέτομεν εν τούτοις και μαρτυρίας τινάς των Πατέρων, καταδεικνυούσας τας ακυρότητας, εις ας πλανώμενος παρεσύρθη ο υποψήφιος.
Ότι η βεβαίωσις της Γραφής: «θάνατον ο Θεός ουκ εποίησε» (Σοφ. Σολ. Α’, 12) δέον να μη εκλαμβάνηται απολύτως, καταφαίνεται εκ του ότι ο νόμος της φθοράς και του θανάτου εκράτει και πριν ή επιφανή ο άνθρωπος επί της γης(114), ως εμφαίνεται εκ τε των διαπιστουμένων πολλαχώς αναστατώσεων της γης και της εκλείψεως των μεγάλων κητών και θηρίων και πολλών ειδών ζωής και του καθημερινού θανάτου, Όστις εσημειούτο εν τω ζωικώ και φυτικώ βασιλείω κατά τον παλαιοζωικόν και τους μετέπειτα αιώνας. Προκειμένου δε περί του ανθρώπου ουδείς ποτε ισχυρίσθη, ότι επλάσθη αθάνατος (non posse mori), αλλά μόνον εις την κατάστασιν (044) του posse non mori και κατά την ορθήν παρατήρησιν του Θεοφίλου «ούτε αθάνατον εποίησεν τον άνθρωπον ο Θεός» ούτε μην θνητόν, αλλά δεκτικόν αμφοτέρων(115). Εντεύθεν και ο μέγας Αθανάσιος υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος εγένετο «κατά φύσιν θνητός, άτε δη εξ ουκ όντων γεγονώς»(116). Άλλως τε και η διακήρυξις του Παύλου, καθ’ ην ο πρώτος Αδάμ επλάσθη «εκ γης χοϊκός» (Α’ Κορινθίους ιε΄, 47), εν συνδυασμώ και προς την απόφασιν του Θεού «γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. γ’, 19), υποδηλοί αρκούντως εμφανώς, ότι ο Αδάμ έφερεν εν εαυτώ τα σπέρματα της φθοράς. ότι δε ο θάνατος και η φθορά επεβλήθη υπό του Θεού ως ποινή λόγω της παραβάσεως των πρωτοπλάστων, επιβεβαιούται υπ’ αυτού τούτου του Ειρηναίου, εις ον ο υποψήφιος παραπέμπει ως δήθεν μαρτυρούντα ότι «ο Αδάμ ευρέθη αδίκως αιχμάλωτος του διαβόλου»(117). Λέγει λοιπόν ο Ειρηναίος «condemnationem transgressionis accepit homo taedia et terrenum laborem et manducare panem in sudore vultus sui et converti in terram ex qua assumptus est»(118). Ο θάνατος, λοιπόν, και κατά τον Ειρηναίον έχει τον χαρακτήρα καταδίκης επί τη παραβάσει. Εν συνεχεία και Κύριλλος ο Ιεροσολύμων παρατηρεί τα εξής: «Εχθροί ημεν Θεού δι’ αμαρτίας και ώρισεν ο Θεός τον αμαρτάνοντα αποθνήσκειν. Έδει ουν έν εκ των δύο γενέσθαι, ή αληθεύοντα Θεόν πάντας ανελείν ή φιλανθρωπευόμενον παραλύσαι την απόφαση . Αλλά βλέπε σοφίαν Θεού. Ετήρησε και τη αποφάσει την αλήθειαν και τη φιλανθρωπία την ενέργειαν»(119). Ο Θεός, λοιπόν, ώρισε να αποθνήσκη ο αμαρτωλός και έδει πάντας Αυτός ανελείν. Και είναι μεν αληθές, ότι ο θάνατος αποτελεί και ευεργετικήν δια τον άνθρωπον λύσιν, διότι ωρίσθη ούτος, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται», αλλά και πάλιν «ενδείκνυται ο δεσπότης ο ημέτερος την περί ημάς κηδεμονίαν τιμωρούμενος ουκ έλαττον ή ευεργετών». (120)
(045) Εξ άλλου ο Μ. Βασίλειος προ του Ανσέλμου ομιλών περί τού ότι άνθρωπος δεν ηδύνατο να προσφέρη εξίλασμα τω Θεώ υπέρ πάντων, μόνος δε ο Θεάνθρωπος ηδύνατο τούτο, παρατηρεί: «Μήτε τον αδελφόν ζήτει εις απολύτρωσιν, αλλά τον υπερβαίνοντά σου την φύσιν μήτε άνθρωπον ψιλόν, αλλ’ άνθρωπον Θεόν Ιησούν Χριστόν, ος και μόνος δύναται δούναι εξίλασμα τω Θεώ υπέρ πάντων ημών. Ευρέθη έν ομού πάντων αντάξιον, ό εδόθη εις τιμήν λυτρώσεως της ψυχής ημών, το άγιον και πολυτίμητον αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ό υπέρ ημών εξέχεε πάντων. Ος ου χρείαν έσχε δούναι τω Θεώ εξίλασμα εαυτού, διότι αμαρτίαν ουκ εποίησε… Ου γαρ ιλασμού δείται, αλλ’ αυτός εστίν ιλαστήριον»(121). Και ο Μ. Αθανάσιος παρατηρεί: «Όθεν ως ιερείον και θύμα παντός ελεύθερον σπίλου, ό αυτός εαυτώ έλαβε σώμα προσάγων εις θάνατον από πάντων ευθύς των ομοίων ηφάνιζε τον θάνατον τη προσφορά του καταλλήλου. Υπέρ πάντας γαρ ων ο λόγος του Θεού εικότως τον εαυτού ναόν και το σωματικόν όργανον προσάγων, αντίψυχον υπέρ πάντων επλήρου το οφειλόμενον τω θανάτω»(122). Και ο Δαμασκηνός: «Εαυτόν τω Πατρί προσφέρει θυσίαν υπέρ ημών, αυτώ γαρ πεπλημμελήκαμεν και αυτόν έδει το υπέρ ημών λύτρον δέξασθαι και ούτω λυθήναι της κατακρίσεως»(123). Και ο Όρος της Γ’ Οικουμ. Συνόδου (Αναθεμ. Κυρίλ. 10) διακηρύττει σαφώς ότι ο Κύριος «προσκεκόμικεν υπέρ ημών εαυτόν εις οσμήν ευωδίας τω Θεώ και Πατρί».
Ο αναγινώσκων τα ανωτέρω ενθυμείται αυτομάτως την περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης δια του ατίμητου αξίας αίματος του Θεανθρώπου θεωρίαν του Ανσέλμου, ήτις παρά τας υπερβολάς αυτής παρέλαβεν, ως είπομεν, στοιχεία απαραγνωρίστου σπουδαιότητος και θεμελιώδους σημασίας εκ της διδασκαλίας των Πατέρων. Είναι δε πρωτάκουστος, τουλάχιστον (046) δι’ εμέ, ο ισχυρισμός ότι υπήρχον προ Χριστού δίκαιοι μη χρήζοντες της εκ του αίματος του Κυρίου δικαιώσεως!(124)
Θα ηδυνάμην πολλά να προσθέσω, κατερχόμενος δε εις λεπτομέρειας, θα ηναγκαζόμην να προσδώσω εις τας προχείρους ταύτας σημειώσεις μου την έκτασιν μακράς διατριβής. Περιορίζομαι μόνον εις ολίγα. Δεν δύναμαι όμως να παρέλθω απαρατήρητον τον θνητοψυχισμόν του υποψηφίου. Ήλεγξα τούτον και δημοσία προ έτους και πλέον εν τη «Κιβωτώ». Εις τας προφορικάς δε εξετάσεις ο υποψήφιος εφάνη εις ερώτησίν μου τινα αποσείσας την πλάνην. Ήδη επανέρχεται παρά το ότι ου μόνον ο Κύριλλος Ιεροσολύμων βεβαιοί, ότι «αθάνατος εστίν η ψυχή»(125), αλλά και συγγραφείς εμπίπτοντες εις την ειδικήν έρευναν του υποψηφίου υποστηρίζουσι τούτο, οίος ο Θεόφιλος Αντιοχείας, κατά τον οποίον «η ψυχή αθάνατος παρά τοις πλείοσιν ωνόμασται»(126) και ο Αθηναγόρας λέγων: «Ως αθάνατος ούσα λογικώς κινείται»(127). Και είναι μεν αληθές, ότι ο υποψήφιος λέγει πού, ότι και οι μη τευξόμενοι της αθανασίας και παραμείναντες θνητοί θα κολάζωνται(128) και ότι «ο Θεός πράγματι έχει πάντοτε την δύναμιν να εξοντώση ολοκληρωτικώς τους κολαζομένους, τούτο όμως δεν σημαίνει, ότι είναι υποχρεωμένος να το κάμη. (129) Μου παρουσιάζεται όμως δια των ισχυρισμών του τούτων κάπως αντιφατικός. Δεν ανέχεται, δηλαδή, εξ ενός τον Θεόν τιμωρόν του Αδάμ και διατείνεται, ότι επέτρεψε μόνον, εν αγαθότητι δε και επ’ ευεργεσία τον θάνατον εις τον Αδάμ και τους εξ αυτού, υποστηρίζει δ’ εξ ετέρου, ότι τους μη φύσει αθανάτους αμαρτωλούς θα διατηρή αυτούς εν ατελευτήτω ζωή, δια να κολάζωνται Η αστυνομική ιδιότης του Θεού εδώ ατονεί.
Θα ήμην ευτυχής, κ. Συνάδελφε, εάν ο υποψήφιος ανήρει τα ανωτέρω εκτεθειμένα, τα οποία, εάν δεν παρανοώ τα όσα ο υποψήφιος έγραψε, λυμαίνονται καιρίως ου μόνον την Ορθόδοξον, αλλά και γενικώτερον την Χριστιανικήν πίστιν.
Μετά πάσης τιμής, Π. Ν. Τρεμπέλας.
Σημειώσεις:
(1) Όρα κατωτέρω, σελ. 23.
(2) Όρα κατωτέρω, σελ. 47, 58.
(3) Όρα κατωτέρω, σελ. 67.
(4) Όρα κατωτέρω, σελ. 67 (π. Γ. Δ. Μ. Το επίρρημα «κρυφίως» φανερώνει το «σχίσμα» της Σχολής. Μια μερίδα καθηγητών (ή και υπαλλήλων της Γραμματείας) συμπαρίστατο στον π. Ιωάννη).
(5) Όρα κατωτέρω, σελ. 79.
(6) Όρα κατωτέρω, σελ. 94.
(7) Όρα κατωτέρω, σελ. 99.
(8) Όρα κατωτέρω, σελ. 100-101.
(9) Το Προπατορικόν Αμάρτημα, 2η έκδοσις, Δόμος, Αθήνα 1989, σελ. ιγ’.
(9α) (π. Γ. Δ. Μ.) Έζησε 1887-1969. Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου και της Ποιμαντικής. Βλέπε ΘΗΕ 2(1963), στ. 160-164.
(9β) (π. Γ. Δ. Μ.) Αυτό και μόνο έπρεπε να είναι το θεολογικό θέμα και της ετοιμαζομένης Μεγάλης Συνόδου. Είναι δε σημαντικό ότι αυτό υποστηρίζεται από τον ως ακραιφνώς οικουμενιστή θεωρούμενο Αμίλκα Αλιβιζάτο!
(9γ) (π. Γ. Δ. Μ.) Αυτό ήταν το συμπέρασμα και η πρόταση του Α’ Συνεδρίου των Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών στην Αθήνα το 1936. Βλέπε Procès – Verbaux du Premier Congrès de Theologie Orthodoxe a Athènes, 20 Nov. 6 Dec. 1936…, Athènes 1939.
(10) Όρα κατωτέρω, σελ. 24 ( (π. Γ. Δ. Μ.) Αυτό προσπάθησε να μετριάσει στην περί Παν. Ν. Τρεμπέλα εργασία του ο αείμνηστος καθηγητής Κων. Δ. Μορατίδης (Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας. Ο Μεγάλος Πρόμαχος της Ορθοδοξίας…, Αθήναι 1985, σελ. 26 ε. ε., 45 ε. ε. ))
(11) Συνοδικόν, Κυριακή της Ορθοδοξίας. ((π. Γ. Δ. Μ.) Η παραδοχή στον Τριαδικό Θεό κτιστής ενεργείας είναι, μαζί με το filioque, η μεγαλύτερη βλασφημία κατά της Αγίας Τριάδος, συνιστά δε σύμπτωση με την αρχαία ειδωλολατρία, διότι αποδίδονται εις τον Θεόν ιδιότητες, που αυτός δεν έχει. Άρα κατασκευάζεται Θεός έτερος, ξένος προς τον Θεόν των Πατέρων ημών.)
(12) Κεφ. Φυσ. ογ’. P. G. 150,1172.
(13) Συνοδικόν, Κυριακή της Ορθοδοξίας.
(14) Όρα κατωτέρω σελ. 67.
(15) Ι. Καρμίρη, Δογ. Συμ. Μνημ. Τομ. Β΄, σελ. 867.
(16) P. G. 26. 588.
(17) Μ. Αθανασίου, P. G. 25,129.
(18) P. G. 26,584.
(19) P. G. 77,113.
(20) Όρα κατωτέρω, σελ. 38 ε.,75ε.
(21) Όρα π. χ. Χρυσοστόμου, Περί Ακατάληπτου του Θεού, Λόγος Γ΄ 3 και Ε΄ 5.
(22) Λόγος Β΄, 5.
(23) P. G. 29,528.
(24) Όρα κατωτέρω, σελ. 75.
(25) Όρα κατωτέρω, σελ. 34-35, 47-48, 53-56, 72-73, 80-82.
(26) Sum. Theol. Κεφ. 30, αριθ. 2, αποκ. 3.
(27) Αυτόθι.
(28) Όρα κατωτέρω, σελ. 35.
(29) Όρα κατωτέρω, σελ. 23.
(30) Το Προπατορικόν Αμάρτημα, 2η έκδοση, Δόμος, σελ. 43 σημ. 3, 56 και εξής
(31) Όρα κατωτέρω, σελ. 34.
(32) Όρα κατωτέρω, σελ. 35 ε. ε. Δια το εν λόγω χωρίον του Μ. Βασιλείου δες Το Προπατορικόν Αμάρτημα, 2η έκδοση, Δόμος, σελ. 47, σημ. 3.
(33) Όρα κατωτέρω, σελ. 35 ε.
(34) P. G. 29, 548.
(34α) (π. Γ. Δ. Μ. ) Βλέπε Το Σύμβολον της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325).
(35) Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, P. G. 150,1172.
(36) Συνοδικόν, Κυριακή της Ορθοδοξίας.
(37) Dict. De Theol. Cath, Τόμ. XI, 2, στ. 1755.
(38) Όρα κατωτέρω, σελ. 71.
(39) Όρα κατωτέρω, σελ. 94 έ.
(40) P. G. 151,755.
(41) Η λέξις εις το κείμενον του Συνοδικού είναι «θεωμένη» και όχι θεωρημένη.
(42) Αυτόθι 743.
(43) P. G. 150,1192.
(44) Αυτόθι 1221.
(45) Όρα κατωτέρω, σελ. 96.
(46) Ένθ. Ανωτ. στ. 1764.
(47) Αυτόθι, 1755.
(48) Αυτόθι, 1805.
(49) P. G. 151,755.
(50) Η λέξις εις το κείμενον του Συνοδικού είναι «θεωμένη» και όχι θεωρημένη.
(51) Αυτόθι 743.
(52) Όρα κατωτέρω, σελ. 96.
(53) P.G. 151,755.
(54) Γρηγ. Παλαμά, P.G. 150,1220.
(55) P.G. 151,743
(56) Αυτόθι.
(57) Όρα κατωτέρω, σελ. 38.
(58) Όρα κατωτέρω, σελ. 73-74.
(59) Όρα κατωτέρω, σελ. 74-75.
(60) 60. P. G. 151,699.
(61) Όρα κατωτέρω, σελ. 28. (π. Γ. Δ. Μ.: Έζησε 1869-1935. Επιφανής θεολόγος και φιλόσοφος, Καθηγητής της Δογματικής και Χριστιανικής Ηθικής (1911-1918, 1920-1922, 1925-1936). Βλέπε ΘΗΕ, 2 (1963), στ. 739-743 (Παν. Ι. Μπρατσιώτης). )
(62) Όρα κατωτέρω, σελ. 98.
(63) Π. Ι. Μπρατσιώτου, Χ. Ανδρούτσος, εν Μυτιλήνη 1939, σελ. 7. (π. Γ. Δ. Μ.: παράβαλλε την κριτική του καθηγητή κ. Μέγα Λ.Φαράντου, Δογματική και ηθική, Εισαγωγικά, Αθήναι 1972, σελ. 74 ε.ε. Εξάρτηση στην Δογματική του από τον ρωμαιοκαθολικισμό και στην Ηθική από τον προτεστάντη Herrmann).
(64) Όρα κατωτέρω, σελ. 78.
(65) Όρα κατωτέρω, σελ. 97.
(66) Όρα κατωτέρω, σελ. 46, 78-79.
(67) Όρα κατωτέρω, σελ. 73-74.
(68) The Idea Of Creation, σελ. 76-77.
(69) Δογμ. Διδ. Ιωάν. Δαμ., σελ. 32-33.
(70) Όρα κατωτέρω, σελ. 70.
(71) Όρα κατωτέρω, σελ. 83.
(72) Ι. Καρμίρη, Σούμμα Θεολογική, σελ. 48.
(73) S. ΤΗ. IΙΙ 86,2.
(74) (Παράβαλλε S. August De Praed. Sanct XV 31) Β. Bartman, Precis de Theologie Dogmatique traduit par M. Gautier, τομ. IΙ, σελ. 23.
(75) L. Ott, Precis de Theologie Dogmatique, trad. par M. Grandclaudon, σελ. 315.
(76) Παράβαλλε σελ. 44 της διατριβής.
(77) Παράβαλλε σελ. 46, σημ. 3, 47-48.
(78) Το ήτοι Άκτιστον εντός παρενθέσεως είναι του κ. Τρεμπέλα. Όρα κατωτέρω, σελ. 48 και εξής.
(79) Migne 30,857-860.
(80) Παράβαλλε σελ. 50 σημ. 1 της διατριβής.
(81) Παράβαλλε και σελ. 98 Ανδρούτσου.
(82) Σελ. 47-48 της διατριβής.
(83) Bartman, ένθα ανωτ., σελ. 127. (Σημειωτέον ότι ο Bartman, τον οποίον αναγνωρίζει ο κ. Τρεμπέλας ως αυθεντίαν, είναι αιρετικός.)
(84) Σημειωτέον ότι εδώ ο κ. Τρεμπέλας ισχυρίζεται ότι η περί κόσμου βουλή του Θεού δεν είναι ενέργεια. Ο ισχυρισμός ούτος είναι αίρεσις.
(85) Δογ., σελ. 100-101.
(86) Σελ. 101 της πρώτης εκδόσεως της Δογματικής.
(87) Βλέπε σελ. 51, σημ. 2 της διατριβής.
(88) Θέλει να είπη ότι προϋπήρξεν άλλο ον εν ενεργεία, εμβαλόν το δυνάμει εις το επόμενον αυτώ ον (σημ. του κ. Τρεμπέλα).
(89) Σελ. 85.
(90) Σελ. 87.
(91) Τα εντός παρενθέσεως είναι του κ. Τρεμπέλα.
(92) Ιδέ σελ. 29-30 της διατριβής.
(93) Τα εντός παρενθέσεως είναι του κ. Τρεμπέλα.
(94) Σελ. 30.
(95) Βλέπε σελ. 44-46 της διατριβής.
(96) Σελ. 46 σημ.
(97) Ίδε σελ. 47 σημ. Της διατριβής (όρα κατωτέρω, σελ. 41).
(98) Σελ. 326.
(99) Σελ. 101.
(100) Σημειωτέον ότι οι Klee και Dieringer είναι αιρετικοί.
(101) Όρα απάντησίν μου, σελ. 53.
(102) Όρα κατωτέρω, σελ. 37-42, 53,54.
(103) Σελ. 26 της διατριβής.
(104) Ίδε σελ. 16,17, 21 της διατριβής.
(105) Σελ. 17 της διατριβής.
(106) Σελ. 85.
(107) Σελ. 89-90.
(108) Σελ. 89-90.
(109) Σελ. 112.
(110) Σελ. 82.
(111) Σελ. 82.
(112) Σελ. 84.
(113) Σελ. 85.
(114) Η διδασκαλία αυτή του κ. Τρεμπέλα αντιτίθεται εις τα υπό του Απ. Παύλου γραφόμενα εν Ρωμαίους ε΄, 12.
(115) Β΄ αυτ. 27.
(116) Περί ενανθρ. του Λόγου, παραγρ. 4. Migne 25,104.
(117) Σελ. 85.
(118) Ειρην. IΙΙ 23,3.
(119) Κατηχ. ΙΓ’ παραγρ. 33. Migne 33, 813.
(120) Χρυσοστόμου ομιλία 18 εις την Γένεσιν, παραγρ. 3.
(121) Εις τον Ψαλμό 48, παραγρ. 4.
(122) Περί ενανθρ. του Λόγου, παραγρ. 3, 9. Migne 25,109,112.
(123) Έκθεσ. Βιβλ. IΙΙ, παρ. 27. Migne 94,1096.
(124) Όρα κατωτέρω, σελ. 61 ε. ε., 64 ε. ε., 77.
(125) Κατηχ. Δ΄ παρ. ΙΔ’.
(126) Β΄ προς Αυτ., παρ. 19.
(127) Πρεσβ. 27.
(128) Σελ. 177.
(129) Σελ. 175.
Εγχειρίδιον. -Αλληλογραφία π. Ι. Ρωμανίδη και Π. Τρεμπέλα. Πρόλογος π. Ι. Ρωμανίδη (oodegr.com)