ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«ΕΔΟΘΗ ΜΟΙ ΣΚΟΛΟΨ ΤΗ ΣΑΡΚΙ»
ΤΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΑΓΚΑΘΙ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ;
1 Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. 2 οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. 5 ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. 7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. 8 ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ· 9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. 10 διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι. |
Αλλ’ ο ίδιος ήτο εκείνος ο οποίος ηξιώθη αυτά· δια τούτο και προσθέτει λέγων· «Και δια να μη, υπερηφανεύομαι δια τας πολλάς αποκαλύψεις, μου εδόθη ένα αγκάθι εις το σώμα, εις άγγελος του Σατανά, δια να με ραπίζη».
Τι λέγεις; Αυτός ο οποίος εθεώρει ως τίποτε την βασιλείαν και την γέενναν δια τον πόθον του Χριστού, ελογάριαζεν ωσάν κάτι αξιόλογον την τιμήν των πολλών, ώστε να κινδυνεύη να υπερηφανευθή, και να έχη ανάγκην διαρκώς από χαλινόν; Διότι δεν είπε, δια να ραπίση, αλλά, δια να ραπίζη. Και ποιος θα ηδύνατο να ειπή αυτό;
Τι σημαίνουν λοιπόν τα λόγια του αυτά;
Όταν ανακαλύψωμεν ποιον είναι το αγκάθι, και ποιος ο άγγελος του Σατανά, τότε θα είπωμεν και αυτό. Ωρισμένοι βέβαια είπον ότι επήλθεν εις αυτόν κεφαλαλγία από τον διάβολον· αλλά μη γένοιτο. Διότι δεν ήτο δυνατόν να παραδοθή εις τα χέρια του διαβόλου το σώμα του Παύλου, όταν βεβαίως αυτός ο διάβολος εις ένα πρόσταγμα μόνον υπήκουεν εις τον Παύλον, και έθετεν εις τον διάβολον νόμους και όρους, όταν παρέδωσεν τον πορνεύοντα εις καταστροφήν της σαρκός· και δεν ετόλμησεν αυτός να υπερβή αυτούς τους όρους.
Τι σημαίνουν λοιπόν το λόγια του αυτά;
Σατανάς εις την γλώσσαν των Εβραίων λέγεται ο αντίπαλος· και εις το τρίτον βιβλίον των Βασιλειών έτσι ωνόμασεν η Γραφή τους αντιπάλους, και όταν διηγήται δια τον Σολομώντα, λέγει· «Δεν υπήρχε σατανάς κατά τους χρόνους αυτού»·, δηλαδή αντίπαλος, ο οποίος να πολεμή ή να ενοχλή.
Αυτό λοιπόν το οποίον εννοεί είναι το εξής· δεν επέτρεψεν ο Θεός να προχωρήση το κήρυγμα, δια να ταπεινώνη το ιδικό μας φρόνημα· αλλ’ επέτρεψεν εις τους εχθρούς να επιτίθενται εις εμάς. Διότι αυτό μεν ήτο ικανόν να ταπεινώση το φρόνημα, εκείνο όμως, δηλαδή το της κεφαλαλγίας, όχι.
Άγγελον λοιπόν του Σατανά λέγει τον Αλέξανδρον τον χαλκέα, τους γύρω από τον Υμέναιον και τον Φιλητόν, όλους όσοι αντέκειντο εις το κήρυγμα και εφιλονείκουν μαζί του και τον επολέμουν, όσους τον ενέκλεισαν εις φυλακήν, όσους τον έδειρον, όσους τον εδίωξαν· επειδὴ έκαμναν τα θελήματα του Σατανά. Όπως ακριβώς λοιπόν ονομάζει υιούς διαβόλου τους Ιουδαίους, επειδή επιθυμούν τα του διαβόλου, έτσι και άγγελον του Σατανά ονομάζει όποιον αντιτίθεται εις το κήρυγμα.
Αυτό λοιπόν σημαίνει, «Μου εδόθη ένα αγκάθι, άγγελος του Σατανά, δια να με ραπίζη», όχι ότι ο Θεός οπλίζει αυτούς, μη γένοιτο, ούτε κολάζει, ούτε τιμωρεί, αλλ’ επιτρέπει και αφήνει μέχρις ενός σημείου.
«Τρεις φοράς παρεκάλεσα τον Κύριον δι’ αυτό, δια να φύγη από εμέ»· δηλαδή, πολλάς φοράς. Και αυτό είναι σημείον μεγάλης ταπεινοφροσύνης, το να μη κρύψη ότι δεν υπέφερε τας επιβουλάς, ότι απέκαμνε και προσηύχετο δια ν’ απαλλαγή. «Και μου είπε, Σου είναι αρκετή η χάρις μου, διότι η δύναμίς μου φανερούται τελεία εκεί όπου υπάρχει αδυναμία». Δηλαδή, σου είναι αρκετόν ότι ανιστάς νεκρούς, ότι θεραπεύεις τυφλούς, ότι καθαρίζεις λεπρούς, ότι εις τα άλλα θαυματουργείς· μη ζητής και το να μη κινδυνεύης και να μη έχης ανάγκην και το να κηρύττης χωρίς δυσχερείας. Αλλά πονείς και στενοχωρείσαι μήπως νομισθή ότι αυτό οφείλεται εις ιδικήν μου αδυναμίαν, το ότι δηλαδή είναι πολλοί αυτοί που σε επιβουλεύονται και σε δέρουν και σε διώκουν και σε μαστιγώνουν; Αυτό ακριβώς λοιπόν αποδεικνύει την δύναμίν μου. «Διότι η δύναμίς του», λέγει, «φανερούται τελεία εκεί όπου υπάρχει αδυναμία»· όταν, ενώ διώκεσθε, επικρατείτε εις τους διώκτας, όταν, ενώ σας κατατρέχουν, νικάτε αυτούς που σας κατατρέχουν, όταν, ενώ είσθε φυλακισμένοι, τρέπετε εις φυγήν αυτούς που σας εφυλάκισαν. Μη ζητής λοιπόν τα περιττά.
Βλέπεις πως άλλην αιτίαν εκθέτει αυτός και άλλην ο Θεός; Δηλαδή αυτός μεν λέγει, δια να μη υπερηφανεύωμαι μου εδόθη αγκάθι», ενώ ο Θεός λέγει ότι είπεν, ότι επιτρέπει αυτό δια να δείξη την δύναμίν του. Όχι μόνον περιττόν, ζητείς λοιπόν, αλλά πράγμα το οποίον επί πλέον θα φανή ότι επισκιάζει την δύναμίν μου. Διότι το «σου είναι αρκετή η χάρις μου», αυτό δηλοί, ότι δεν χρειάζεται να προστεθή τίποτε άλλο, αλλ’ ότι το παν έχει ολοκληρωθή. Ώστε και από εδώ είναι φανερόν ότι δεν εννοεί κεφαλαλγίαν· διότι βεβαίως δεν εκήρυττον άρρωστοι· διότι δεν ηδύναντο να κηρύττουν ενώ ησθένουν. Αλλ’ εννοεί ότι ενώ κατετρέχοντο και ενώ κατεδιώκοντο, επεκράτουν εις όλους.
Επειδή λοιπόν αυτά ήκουσα, λέγει, «Πολύ ευχαρίστως λοιπόν θα καυχηθώ δια τας αδυναμίας μου». Διότι δια να μη εκπέσουν επειδή εκείνοι οι ψευδαπόστολοι εκαυχώντο δια τα αντίθετα, και ενώ αυτοί ευρίσκοντο εις διωγμούς, δεικνύει ότι δι’ αυτό λαμπρότερος γίνεται και έτσι περισσότερον διαλάμπει η δύναμίς του Θεού, και είναι άξια καυχήσεως όσα γίνονται. Δια τούτο λέγει, «Πολύ ευχαρίστως λοιπόν θα καυχηθώ». Όλα αυτά τα οποία απηρίθμησα ή και αυτό που είπα τώρα, ότι μου εδόθη αγκάθι, δεν τα είπα επειδή λυπούμαι, αλλ’ επειδή είμαι υπερήφανος δι’ αυτά και δια να επισύρω περισσοτέραν δύναμιν. Δια τούτο και προσθέτει, «δια να κατασκηνώση εις εμέ η δύναμις του Χριστού».
Εδώ και κάτι άλλο υπαινίσσεται, ότι όσον εντονώτεροι εγίνοντο οι πειρασμοί, τόσον και τα δώρα της χάριτος ηυξάνυντο και επέμενον. «Δια τούτο είμαι ευχαριστημένος με τας αδυναμίας». Ποιας; ειπέ μου. «Τας ύβρεις, τας ταλαιπωρίας, τους διωγμούς και τας στερήσεις».
Είδες πως απεκάλυψε τώρα αυτό σαφέστατα; Διότι λέγων το είδος της ασθενείας, δεν είπε πυρετούς ή κάποιον τέτοιον παροξυσμόν ή άλλην νόσον σωματικήν, αλλά ύβρεις, διωγμούς, ταλαιπωρίας. Είδες ψυχήν ευγνώμονα; Επιθυμεί να απαλλαγή από τας δυστυχίας· όταν όμως ήκουσεν από τον Θεόν, ότι δεν πρέπει να γίνη αυτό, όχι μόνον δεν ελυπήθη διότι δεν εισηκούσθη εις την προσευχήν, αλλά και ηυχαριστήθη. Δια τούτο έλεγεν, «είμαι ευχαριστημένος», χαίρομαι, επιθυμώ να υβρίζωμαι, να διώκωμαι, να ταλαιπωρούμαι δια τον Χριστόν.
Αυτά δε τα έλεγε και δια να χαμηλώνη εκείνους τους ψευδαποστόλους, και δια να ενισχύη τα φρονήματα των πιστών, δια να μη εντρέπωνται δια τα παθήματα του Παύλου. Διότι είναι αρκετή η διδασκαλία δια να τους κάνη λαμπροτέρους από όλους. Ύστερον εκθέτει και άλλην αιτίαν· «διότι όταν είμαι αδύνατος, τότε είμαι δυνατός». Τι απορείς, αφού η δύναμις του Θεού τότε φαίνεται; Και εγώ τότε είμαι δυνατός. Διότι τότε περισσότερον επήρχετο η χάρις. «Διότι καθώς αυξάνει η συμμετοχή μας εις τα παθήματα του Χριστού, έτσι περισσεύει και η παρηγοριά που λαμβάνομεν δια του Χριστού».
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΛΟΓΟΣ ΚΣΤ’ (ΕΙΣ ΤΗΝ Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ) ΕΠΕ – ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1979. Σελ 37 – 43 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ