ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΜΟΙ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΡΩΣΟΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 17 ΑΙΩΝΑ
Η «ομόδοξη» Ρωσία
Εκτός από τη Δύση, ένας άλλος πόλος έλξεως επηρεάζει τους ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς του Γένους, η Ρωσία. Το 1590, με την αυτοπρόσωπη παρουσία των κορυφαίων της Ορθοδοξίας στη Μόσχα, είχε ιδρυθεί το ρωσικό πατριαρχείο. Με τον καιρό, άρχιζε να εκδηλώνεται η φιλοδοξία των τσάρων να αναδείξουν τη Μόσχα «Τρίτη Ρώμη» («Νέα Ρώμη» είχε ονομασθεί η Κωνσταντινούπολις όταν ιδρύθηκε, έτσι εξακολουθούσε να θεωρήται — «Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης» υπογράφεται μέχρι σήμερα ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας — και σ’ αυτό το «Νέα Ρώμη» είχαν θεμελιώσει οι Βυζαντινοί τη νομιμότητα της διαδοχής των Ρωμαίων αυτοκρατόρων).
Η βυζαντινή θεωρία της αυτοκρατορικής ιδέας (μία η Εκκλησία του Χριστού, ένας ο κηδεμόνας της, ο εκλεκτός του Θεού επί της γης) ήταν βαθιά ριζωμένη στους πιστούς της Ορθοδοξίας. Ο οικουμενικός πατριάρχης, μόνος επί της γης είχε το θείο προνόμιο (μια αυτοκρατορία χιλίων ετών του το είχε αναγνωρίσει) να χρίη και να στέφη αυτοκράτορες, τον ένα κάθε φορά «θεόστεπτον» αυτοκράτορα της οικουμένης και κηδεμόνα της Εκκλησίας. Η ανακήρυξη και αναγνώριση «Τρίτης Ρώμης» θα σήμαινε πως η Μόσχα διαδέχεται την Κωνσταντινούπολι και η νόμιμη διαδοχή των Βυζαντινών αυτοκρατόρων περιέρχεται στους τσάρους της Μοσχοβίας. Αλλά ρεαλιστικότερη εφαρμογή του σχεδίου αποτελούσε η κάθοδος των Ρώσων στην Κωνσταντινούπολι και η άνοδος των τσάρων στον θρόνο των Κωνσταντίνων. Όλα αυτά — ιδεολογική και πολιτική γραμμή —, πολύ πριν καταλήξουν σε πολεμικές εξορμήσεις, διοχετεύονται στον ανώτερο κλήρο της Ορθοδοξίας και στα λαϊκά στρώματα, περνούν στα χρησμολόγια, συνταιριάζονται με τις παρήγορες προρρήσεις ότι «θα αναβλαστήση το βασίλειον της Βυζαντίδος», δημιουργούν και τροφοδοτούν τους θρύλους για το «ξανθόν γένος». Ο 18ος αι. αρχίζει με τις εξορμήσεις του Μεγάλου Πέτρου προς τις θερμές θάλασσες. (Η χαλκογραφία της προσωπογραφίας του, με την επιγραφή Petrus Primus Russograecorum Monarcha, γίνεται εικόνισμα για όσους την αποκτούν — και είναι πολλοί, από τις παραδουνάβιες χώρες ως τους Αγίους Τόπους). Θα ακολουθήσει η Μεγάλη Αικατερίνη και οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι (1768- 1774 και 1787-1792), το ρωσικό προγεφύρωμα στα Επτάνησα (1799-1801), η κάθοδος της Ρωσίας στον Δούναβι (1806- 1812) κτλ. Εκατό ή εκατόν πενήντα χρόνια το υπόδουλο Γένος έχει συνέχεια στραμμένα τα βλέμματα προς τη Ρωσία, τη μεγάλη αυτοκρατορία, τη μόνη «ομόδοξη» Μεγάλη Δύναμη, κηδεμόνα (de facto και de jure) των χριστιανών της οθωμανικής επικράτειας. Ο ιδεολογικός και πολιτικός προσανατολισμός προς τη Ρωσία συντελείται χωρίς αντιδράσεις· βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο υπόστρωμα των βυζαντινών παραδόσεων και στους θεματοφύλακες της Ορθοδοξίας, εναρμονίζεται με το συντηρητικό πνεύμα της Ανατολής, αναπτύσσεται και δυναμώνει ως αντίρροπο στις παλαιές και στις νέες, κάθε τόσο, φιλοδυτικές τάσεις. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ 1974 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τόμος 11ος – Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ (1669-1821), ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ-ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ σελ. 435 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Το «ξανθόν γένος»
Οι σκληρές λοιπόν συνθήκες της σκλαβιάς έσπρωχναν τους Έλληνες να ζητήσουν παρηγοριά σε ορισμένες, κληρονομημένες από το Βυζάντιο, μυστικιστικές παραδόσεις και προφητείες, που μιλούσαν —πριν ακόμη πέση η Πόλη— για την πτώση της και για την «αποκατάσταση», και καλλιεργούσαν το έδαφος για την γένεση και διάδοση νέων.
Η σπουδαιότερη από τις νέες είναι η προφητεία για το «ξανθόν γένος», που μιλεί για τους ορθόδοξους Ρώσους που θ’ απελευθερώσουν την Κωνσταντινούπολη και γενικά τους Έλληνες. Η προφητεία αυτή πρέπει να γεννήθηκε στις αρχές του 16ου αι. Ενώ δηλαδή ο Ιάννος Λάσκαρις είχε στραμμένα τα μάτια του προς την Δύση και κυρίως προς τον πάπα Ιούλιο Β’ (1503 – 1513).

Ο μοναχός Φιλόθεος
Ίδια ακριβώς εποχή εμφανίζεται βαθμιαία στο προσκήνιο της Ιστορίας ανατολικής Ευρώπης μια νέα απρόβλεπτη χριστιανική δύναμη, η ορθόδοξη Ρωσία. Τα βλέμματά της στρέφονται με συμπάθεια προς τους ομόδοξους σκλαβωμένους λαούς της ΝΑ Ευρώπης, μέρους άλλοτε της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τότε αρχίζουν να διαμορφώνονται οι ιδέες, που θα χαράξουν ρωσική εξωτερική πολιτική για αιώνες, ενώ στην αυλή των τσάρων (του οίκου Ρούρικ) εξυφαίνεται η παράδοση για την καταγωγή τους από τον αδελφό τού αυτοκράτορα Αυγούστου, παράλληλα κάνουν την εμφάνισή τους οι διάφοροι χρησμοί (δήθεν τού Μεθοδίου επισκόπου Πατάρων και τού Λέον- τος στ’ Σοφού) για το «ξανθόν γένος», το οποίο στα 1512 πια δεν είναι άλλο από το ρωσικό. Τα γεγονότα αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν άσχετα την κίνηση ιδεών για την Μόσχα ως «Τρίτη Ρώμη», οι οποίες παίρνουν την οριστική, την τελική τους μορφή, ύστερα από την επίδραση της διδασκαλίας του Φιλοθέου, μονάχου στην μονή Ελεάζαρ τού Πσκόφ. Ο Φιλόθεος, απευθυνόμενος στα 1511 προς τον ηγεμόνα της Μόσχας Βασίλειο (1505-1533), έγραφε ότι η πρώτη και η δεύτερη Ρώμη έπεσαν, η τρίτη όμως, δηλαδή η Μόσχα, είναι όρθια και δεν θα υπάρξη τέταρτη, ότι επομένως ο μόνος κληρονόμος της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ο μόνος ορθόδοξος αυτοκράτορας σε όλη την οικουμένη είναι ο Ρώσος τσάρος. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Α. 1976 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, Τόμος 3ος_2η Εκδ. σελ. 101-102 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Ο πρώτος πατριάρχης της Ανατολής που έρχεται σε στενές σχέσεις με την ορθόδοξη δύναμη τού Βορρά, είναι ο μακρόβιος (άγιος) πατριάρχης Αλεξάνδρειας Ιωακείμ ο «πάνυ» ο Αθηναίος (1487-1567), ο πρώτος της επιφανής πατριάρχης κατά τους νέους χρόνους. Ήδη στα 1523 συστήνει προς τον τσάρο Βασίλειο Δ’ Ιβάνοβιτς (1505-1533) μοναχούς του, που πηγαίνουν στην Μόσχα, για να ζητήσουν χρηματική βοήθεια. Στην συστατική του επιστολή δεν παραλείπει να περιγράψη τα δεινά της Εκκλησίας από τις καταπιέσεις των μουσουλμάνων. Στα 1545 μεσιτεύει στον τσάρο Ιωάννη Δ’ τον Τρομερό (1533-1584) για την αποφυλάκιση τού γνωστού λογίου Έλληνα μονάχου Μαξίμου τού Γραικού. Ίσως στις παρακλήσεις του υπείκοντας ο Ιβάν ο Δ’ τού δίνει χάρη στα 1547, τον ίδιο δηλαδή χρόνο που καθαγιάζεται ο ιδρυτής και πρώτος μητροπολίτης της αυτοκέφαλης ρωσικής εκκλησίας Ιωνάς και στέφεται τσάρος ο Ιβάν ο Δ’.
Στα 1559 αντιπρόσωποι τού τσάρου επισκέπτονται τον Ιωακείμ στο Κάιρο, ο Βασίλειος Ποζνιάκωφ και άλλοι, φέρνοντας σημαντική χρηματική βοήθεια. Το σχετικό μήνυμά του προς τον πατριάρχη αρχίζει με τους εξής χαρακτηριστικούς τίτλους: «Ο μεγάλος κυρίαρχος, τσάρος και μεγάλος δούκας Ιβάν Βασιλίεβιτς, όλης της Ρωσίας, τού Βλαδιμίρ, της Μόσχας, τού Νοβγκορόντ, τσάρος τού Καζάν, του Αστραχάν, της Σιβηρίας, κυρίαρχος τού Πσκόφ, μεγάλος δούκας τού Σμολένσκ, τού Τβέρ κ.λ.».
Απαντώντας στις σχετικές ερωτήσεις τού πατριάρχη οι Ρώσοι με περηφάνεια και οίηση τού διηγούνται πως ο ηγεμόνας τους κατέκτησε πολλές μη χριστιανικές χώρες, πως εισήγαγε σ’ αυτές τον χριστιανισμό, πως ίδρυσε εκεί «άγιες εκκλησίες» και πως γενικά ο αριθμός τους στην μοσχοβιτική αυτοκρατορία είναι άπειρος.
Από το άλλο μέρος με δάκρυα στα μάτια ο γέρος πατριάρχης διηγείται τα ατελείωτα βάσανα των χριστιανών και εκφράζει την πίστη του ότι ο τσάρος θ’ απελευθερώση την Ελλάδα.
«Είναι γραμμένο στα ελληνικά μας βιβλία, λέγει επί λέξει, ότι ένας βασιλιάς θα έλθη από τις ορθόδοξες χώρες της Ανατολής και ότι ο Θεός θα τού υποτάξη πολλά βασίλεια, και ότι το όνομά του θα δοξασθή από την Ανατολή ως την Δύση, όπως τού Αλεξάνδρου, βασιλιά της Μακεδονίας στην αρχαιότητα· θ’ ανεβή στον θρόνο της Μεγάλης Πόλης (Ville Souveraine) και θα ελευθερωθούμε με το χέρι του από τους ανόσιους Τούρκους».
Στα 1561 γράφει πάλι στην Μόσχα ευχαριστεί για την βοήθεια και πιστεύει ότι οι Ρώσοι θ’ απελευθερώσουν τους Έλληνες.
Στα 1559 – 1561 λοιπόν, για πρώτη φορά, μαρτυρείται καθαρά η στροφή των Ελλήνων προς την ομόδοξη δύναμη τού βορρά, που θα τους λυτρώση από την σκλαβιά. Η πίστη αυτή βέβαια πρέπει να είναι πολύ παλαιότερη: την μνημονεύουν, λέγει ο Ιωακείμ, τα ελληνικά βιβλία—βιβλία γεμάτα προφητείες. Πότε καταγράφτηκε άραγε η πρώτη αυτή μεταβολή στα αισθήματα τού ελληνικού λαού; Ασφαλώς στις αρχές τού 16ου αι., οπότε, όπως έχουμε κιόλας σημειώσει, το «ξανθόν γένος» των χρησμών τού Μεθοδίου, επισκόπου Πατάρων, και τού αυτοκράτορα Λέοντος στ’ του Σοφού αποδίδεται στους Ρώσους.
Η πίστη αυτή των Ελλήνων ενισχύεται συνεχώς με την πάροδο των χρόνων, ιδίως μετά την διάψευση των προσδοκιών τους ύστερα από την ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) και την ένταση της καθολικής και λουθηρανικής προπαγάνδας στην Εγγύς Ανατολή. Το φως της σωτηρίας, που θα τους ώση από τις δυσκολίες, λάμπει στον βορρά. Και από την σκοπιά των απόψεων αυτών πρέπει επίσης να εξετασθή και η ίδρυση τού πατριαρχείου της Μόσχας, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω. Το γεγονός αυτό, που ήταν το πιο σημαντικό ύστερα από τους γάμους τού Ιβάν Γ’ και Σοφίας Παλαιολογίνας, είχε βαθιές επιδράσεις στις σχέσεις Ελλήνων και Ρώσων. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Α. 1976 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, Τόμος 3ος_2η Εκδ. σελ. 208-209 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Σχέσεις Ελλήνων και Ρώσων. Προφητείες και χρησμοί
Η επικοινωνία Ρώσων και Ελλήνων, κυρίως των Εκκλησιών τους, που δεν είχε πάψει ποτέ, έγινε ζωηρότερη μετά τον γάμο της Σοφίας, κόρης του δεσπότη της Πελοποννήσου Θωμά Παλαιολόγου με τον μεγάλο δούκα της Μόσχας Ιβάν Γ’ Βασιλίεβτς (1472).
Με την βαθμιαία διεθνή προβολή της μεγάλης ομόδοξης δυνάμεως του Βορρά στους χριστιανούς ραγιάδες της Ανατολής, τονώνονται οι ελπίδες για την απελευθέρωσή τους και πραΰνονται κάπως και οι κλυδωνισμοί που συνταράζουν το οικουμενικό πατριαρχείο και γενικά την ορθόδοξη εκκλησία.
Απογοητευμένοι οι Έλληνες από τους ηγεμόνες της Δύσης, φυσικό ήταν να στραφούν προς τους Ρώσους, που διέθεταν μεγάλες δυνάμεις, επίφοβες για τον σουλτάνο, και ήταν και ορθόδοξοι. Οι Έλληνες θα ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένοι αν περνούσαν κάτω από την εξουσία των Ρώσων, που είχαν εκχριστιανισθή από τους βυζαντινούς προγόνους των και οι οποίοι αναγνώριζαν πάντοτε την πνευματική υπεροχή και το κύρος του πατριάρχη.
Έπειτα η μετάβαση Ελλήνων κληρικών και μοναχών στην Μόσχα και σε άλλες πόλεις της Ρωσίας για την διενέργεια εράνων—συνηθισμένο φαινόμενο την εποχή εκείνη—όχι μόνο συντηρούσε, αλλά και δυνάμωνε ακόμη περισσότερο τις ελληνορωσικές σχέσεις. Οι κληρικοί αυτοί, ορισμένοι από τους οποίους περνούσαν και από διάφορες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, είχαν μαζί τους ιερά κειμήλια, που τα πρόσφεραν στους ηγεμόνες της Ρωσίας και αντί γι’ αυτά δέχονταν χρηματικές ενισχύσεις. Είναι γνωστά εξ άλλου τα δώρα και οι δωρεές των Ρώσων ηγεμόνων στο οικουμενικό πατριαρχείο, στα Ιεροσόλυμα, στο Σινά, στο Άγιον Όρος και στις ελληνικές μονές. Αυτά όμως τα ταξίδια – ακόμη και η αλληλογραφία με την Μόσχα – ήταν επικίνδυνα, ιδίως σε εποχές που οι τουρκορωσικές σχέσεις ήταν τεταμένες.
Οι κληρικοί ενθουσιασμένοι διακήρυσσαν την πίστη τους στην ορθόδοξη Ρωσία και γίνονταν οι εκούσιοι ή ακούσιοι πράκτορές της στις χριστιανικές χώρες της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Οι Ρώσοι λοιπόν ηγεμόνες, μόλις άρχισαν να σκέπτωνται την επέκτασή τους προς νότο, προς τον Εύξεινο Πόντο, αμέσως κιόλας επεδίωξαν να εκμεταλλευθούν την αφοσίωση αυτή των Ελλήνων. Μέσα στο κλίμα αυτό αναπτύσσονται οι προφητείες εκείνες για την απελευθέρωση των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίες, όσο προχωρούμε προς τα τέλη του 17ου αι., ευνοούν απόλυτα την ρωσική πολιτική, κυκλοφορούν ζωηρότερα και γίνονται ευρύτερα γνωστές και στους ξένους. Σχετικά οι περιηγητές (προς τα τέλη του 17ου αι.) αναφέρουν, ότι ο Έλληνας έμπορος Μάνος Μανέας από την Άρτα, άνθρωπος ευφυής και αρκετά μορφωμένος, έλεγε ότι ήταν διαδεδομένη ανάμεσα στους Έλληνες μια προφητεία, σύμφωνα με την οποία η οθωμανική αυτοκρατορία θα καταστρεφόταν από ένα «χρυσόγενος» και αυτή εννοούσε το ξανθό γένος των Ρώσων.
Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα γράφει ο Παΐσιος Λιγαρίδης το «Χρησμολόγιον Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης», το οποίο αφιερώνει στον τσάρο Αλέξιο Μιχαήλοβιτς (1629-1676) και κατόπιν ο Νικόλαος ο Σπαθάριος από την Λακωνία, τον «Χρησμολόγον», με τον οποίο ερμηνεύει για χάρη του ίδιου του τσάρου «τας δράσεις του προφήτου Δανιήλ» Αξιοσημείωτο είναι ότι στον ίδιο ακόμη τσάρο φέρνει και πουλεί ο Κωνσταντινουπολίτης χρυσοχόος Ιωάννης Γεωργίου χρυσό διάδημα στολισμένο με πολύτιμες πέτρες, διαμάντια, ζαφείρια και σμαράγδια, όμοιο με του «ευσεβεστάτου αυτοκράτορος των Ελλήνων Κωνσταντίνου», καθώς επίσης και το χρυσοποικιλμένο μήλο, σύμβολο της κυριαρχίας. Ο Έλληνας όμως αυτός, ύστερ’ από καταγγελία, συλλαμβάνεται στην Αλεξάνδρεια, μεταφέρεται και φυλακίζεται στην Αδριανούπολη. Έτσι υφαίνεται η θολή ατμόσφαιρα και υποθάλπεται ο αλόγιστος μυστικισμός και η αίγλη, με την οποία οι ραγιάδες θα περιβάλουν αργότερα την επιβλητική προσωπικότητα του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725).
Για όλους αυτούς τους λόγους η Ρωσία ενωρίς είχε εξυψωθή στην υπόληψη των Ελλήνων, οι οποίοι στρέφοντας απελπισμένοι τα βλέμματά τους προς αυτήν ικέτευαν την συνδρομή της. «Οι Έλληνες, γράφει το 1678 ο Άγγλος πρόξενος Σμύρνης Ricaut, συμπαθούν και εκτιμούν προ πάντων τους Μοσχοβίτες, οι οποίοι σύμφωνα με μερικές αρχαίες προφητείες είναι προορισμένοι να λυτρώσουν αυτόν τον λαό από την καταπίεση, μέσα στην οποία βρίσκεται».
Συμπληρωματικά μπορούν να θεωρηθούν όσα γράφει ο de la Guilletiere στα 1676, ότι οι Έλληνες «έχουν μια κρυφή ελπίδα ότι θα ξεπεταχθή μια μέρα ένας Έλληνας αρχηγός, άξιος μιμητής των αρχαίων, ο οποίος θα τους απελευθερώση από την τυραννία των Τούρκων, και δεν ζητούν τίποτε καλύτερο παρά να ιδούν γρήγορα να προδιατίθενται τα πράγματα προς την επανάσταση αυτήν. Αναμένουν να βοηθηθή αυτή η επανάσταση με την συνδρομή του μεγάλου τσάρου η δούκα της Μοσχοβίας, που είναι ομόδοξός τους και τον οποίο αγαπούν με μια αφάνταστη τρυφερότητα».
Η ανάγκη των Ελλήνων να κερδίσουν την συμπαράσταση των Ρώσων έγινε περισσότερο αισθητή, όταν στα 1690 οι καθολικοί, με τις συνεχείς προσπάθειες της γαλλικής διπλωματίας, κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν περισσότερα δικαιώματα στους Αγίους Τόπους, τα οποία προηγουμένως είχαν οι Έλληνες χάρη στους αγώνες του Κυρίλλου Λούκαρι στα 1636. Την νέα τώρα πλεονεκτική θέση των καθολικών μάταια προσπάθησαν να την εξουδετερώσουν οι Ρώσοι, προς όφελος των Ελλήνων. Επίσης, ανεπιτυχώς, κατά τις διαπραγματεύσεις της συνθήκης του Karlowits (1699) επιχείρησαν να παρεγείρουν σ’ αυτήν άρθρο, με το οποίο θα εξασφάλιζαν στους ορθοδόξους, «Έλληνες, Σέρβους, Βουλγάρους, Σκλαβόνους», εγγυήσεις για την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας και για την απαλλαγή τους από υπερβολική φορολογία, όπως το είχαν επιτύχει οι Αυστριακοί για τους καθολικούς. Οι Ρώσοι μόνο στα 1774, με την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, επί Αικατερίνης Β’, το κατόρθωσαν αυτό. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, 1976 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, Τόμος 4ος – ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1669-1812 2η Εκδ. Σελ.67-69 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Ο ΜΕΓΑΣ ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
Ο Πέτρος Α’, που είχε ανέλθει στον θρόνο της Ρωσίας το 1689, με τις μεταρρυθμιστικές του ιδέες και με τους θρύλους που είχαν αρχίσει να γεννιούνται γύρω από το άτομό του είχε συγκινήσει τους Έλληνες. Άλλωστε, οι διαδόσεις και οι προφητείες, οι οποίες ευρύτατα διαδίδονταν στους Έλληνες, μιλούσαν για τις πολεμικές του ετοιμασίες εναντίον των Τούρκων και για την προσεχή κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικά οι περιηγητές Spon και Wheler αναφέρουν (τέλη 17ου αι.) ότι ο Έλληνας έμπορος Μάνος Μανέας από την Άρτα έλεγε ότι στις ελληνικές χώρες κυκλοφορούσε η προφητεία ότι ένα «χρυσό γένος» (άλλη έκφραση του ξανθού γένους) — και με τις λέξεις αυτές εννοούνταν οι Ρώσοι — θα κατέστρεφε κάποια ημέρα την οθωμανική αυτοκρατορία. Ήταν διάχυτες οι ιδέες αυτές και πολύ διαδεδομένο το βιβλίο του Στανισλάου Ρεϊντέρου του Αξτελμέιρ «Προγνωστικόν των Μοσχόβων», το οποίο μετέφρασε στα ελληνικά ο Ιωάννης Κομνηνός ο Βυζάντιος το 1696 ύστερα από εντολή του ηγεμόνος της Βλαχίας Κωνσταντίνου Βασαράβα. Στον τίτλο του βιβλίου αναφερόταν και «ο νυν ορθόδοξος βασιλεύς Πέτρος Αλεξιοβίτσης ο κραταιότατος, εις τον οποίον ο των βασιλευόντων βασιλεύς Κύριος επηγγείλετο την ανατολικήν βασιλείαν δια της νυν παρασκευαζομένης πολεμικής ετοιμασίας και την πατριαρχικήν καθέδραν συν αυτή…».
Τις ελπίδες αυτές αναπτέρωσε η νικηφόρα εκστρατεία των Ρώσων εναντίον του Αζόφ, στην οποία πήραν μέρος και Έλληνες, τόσο στον στολίσκο όσο και στα τάγματα των Ουσσάρων. Η άλωση μάλιστα του Αζόφ (1696) ενθουσίασε τόσο πολύ τους Έλληνες, ώστε οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος Β’ (1688- 1702 με μικρές διακοπές) και Ιεροσολύμων Δοσίθεος (1669 – 1707) αποφάσισαν να στείλουν κρυφά απεσταλμένο στον τσάρο για να τον συγχαρούν.
Τον Μέγα Πέτρο είχε ήδη προσπαθήσει το οικουμενικό πατριαρχείο να τον χρησιμοποιήση για να ανακτήση ορισμένα δικαιώματα στους Αγίους Τόπους. Το 1690, έπειτα από προσπάθειες της γαλλικής διπλωματίας, οι καθολικοί είχαν εξασφαλίσει προνομιακή θέση στους Αγίους Τόπους. Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος με επανειλημμένες εκκλήσεις του καλούσε τους Ρώσους να επέμβουν στην Πύλη υπέρ των ορθοδόξων. Αποτέλεσμα των εκκλήσεων αυτών υπήρξε η πρώτη προσπάθεια των Ρώσων το 1692 να εξασφαλίσουν στους ορθοδόξους τα παλαιά τους δικαιώματα στους Αγίους Τόπους, αλλά χωρίς επιτυχία. Οι προσπάθειες των Ρώσων συνεχίσθηκαν και κατά τις επόμενες δεκαετίες, χωρίς όμως να επιτευχθή η κατοχύρωση της θέσεως των ορθοδόξων. Το ζήτημα των Αγίων Τόπων έμενε άλυτο, και τελικά απετέλεσε, όπως θα δούμε, μίαν από τις αιτίες του Κριμαϊκού πολέμου στα μέσα του 19ου αι.
Ένα άλλο θέμα που απασχόλησε τον Μέγα Πέτρο, όπως και αργότερα τους διαδόχους του, ήταν η προστασία των ορθοδόξων υπηκόων του σουλτάνου και η ελεύθερη άσκηση της πίστεώς τους. Στις διαπραγματεύσεις των συνθηκών Κάρλοβιτς (1699) και Κωνσταντινουπόλεως (1700), οι Ρώσοι προσπάθησαν να εξασφαλίσουν στους ορθοδόξους της οθωμανικής αυτοκρατορίας ό,τι και οι Αυστριακοί στους καθολικούς, αλλά χωρίς επιτυχία και πάλι. Οι προσπάθειες των Ρώσων προς την κατεύθυνση αυτή στέφθηκαν με επιτυχία μόνο με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774). Οπωσδήποτε όμως, παρά την αποτυχία των ρωσικών προσπαθειών για την προστασία των ορθοδόξων, και μόνο το γεγονός ότι τέθηκε παρόμοιο ζήτημα εκ μέρους των Ρώσων είχε μεγάλη σημασία για τους υπόδουλους χριστιανούς.
Θα πρέπει να σημειωθή εδώ ότι οι επανειλημμένες εκκλήσεις των ορθοδόξων προς τους Ρώσους ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο των δεινών της δουλείας, αλλά και της αυξήσεως του γοήτρου του καθολικισμού, λόγω των εντυπωσιακών επιτυχιών των Αυστριακών κατά την περίοδο 1683 – 1698.
Το 1688 ο αρχιμανδρίτης της αθωνικής μονής του Αγίου Παύλου Ησαΐας έκαμε έκκληση στους Ρώσους να σώσουν τους ορθοδόξους τόσο από τους μουσουλμάνους όσο και από τους καθολικούς. Στη Μόσχα ο Ησαΐας μετέφερε εκκλήσεις βοήθειας από την Κωνσταντινούπολη από τον οσποδάρο της Βλαχίας Sherban Καντακουζηνό, και από τον Σέρβο πατριάρχη Ιπεκίου. Οι εκκλήσεις των ορθοδόξων προς τη Ρωσία συνεχίσθηκαν και έγιναν εντονώτερες την επόμενη δεκαετία, καθώς αυξάνονταν οι επιτυχίες των Αυστριακών εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αξίζει επίσης να σημειωθή ότι ο ανταγωνισμός Ρωσίας και Αυστρίας στη Βαλκανική έχει την αφετηρία του στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου.
Την ίδια εποχή εγκαινιάσθηκε για πρώτη φορά και η επίσημη ρωσική παρουσία στην οθωμανική αυτοκρατορία. Το 1700 οι Ρώσοι απέκτησαν το δικαίωμα επίσημης αντιπροσωπεύσεώς τους στην Κωνσταντινούπολη γεγονός που υπήρξε η απαρχή και μαζί το αποτέλεσμα των ρωσικών ενδιαφερόντων στον ζωτικό χώρο της αυτοκρατορίας των σουλτάνων. Μετά το 1700, και με μια χρονική διακοπή εννέα χρόνων (1711 – 1720), η διπλωματική παρουσία των Ρώσων είναι συνεχής και γίνεται με την πάροδο του χρόνου ολοένα και πιο έντονη. Διαπρεπείς Ρώσοι διπλωμάτες, όπως ο Πέτρος Τολστόι (1645- 1729) και οι διάδοχοί του, διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο στην ιστορία της οθωμανικής αυτοκρατορίας και στις τύχες των υποδούλων. Η πρεσβεία του Τολστόι εγκαινίασε επίσης διαφορετική τακτική στις επαφές με τους ορθοδόξους, ιδίως προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 18ου αι. Η ρωσική διπλωματία δεν βασιζόταν πια αποκλειστικά στο πατριαρχείο και στον κύκλο των Φαναριωτών, όπως συνέβαινε πριν, αλλά επιδίωκε να έχη άμεσες επαφές με τους υποδούλους. Είναι η εποχή που, όπως θα δούμε παρακάτω, οι Φαναριώτες καταλαμβάνουν ηγεμονικά αξιώματα στη Μολδαβία και Βλαχία, ορισμένοι μάλιστα συνδέουν τις τύχες τους και τα συμφέροντά τους με το οθωμανικό καθεστώς, και έτσι γίνονται ύποπτοι στα μάτια των Ρώσων ή αρνούνται να συνεργασθούν με αυτούς.
Δια μέσου του διπλωματικού αντιπροσώπου τους στην Κωνσταντινούπολι οι Ρώσοι έρχονται σε άμεση επαφή με τους σκλαβωμένους ορθόδοξους λαούς και ιδίως με τους πληθυσμούς των νήσων και των παραλιακών περιοχών. Έτσι γνωρίζουμε ότι ήδη το 1702 ο Ρώσος πρεσβευτής Τολστόι άρχισε να έρχεται σε επαφή με Σλάβους και Έλληνες των παραλίων της Αδριατικής και του Ιονίου, καθώς και με Ιταλούς, με σκοπό να τους προσελκύση για την επάνδρωση και στελέχωση του ρωσικού στόλου. Ας σημειωθή ότι ένας από τους οργανωτές του στόλου της Βαλτικής υπήρξε και ο Έλληνας Μπότσης, ο οποίος ανήλθε στο αξίωμα του ναυάρχου.
Παράλληλα οι σχέσεις ορισμένων ορθοδόξων κληρικών με τον τσάρο έγιναν βαθμιαία στενώτερες. Ιδιαίτερα ο εγκατεστημένος σχεδόν μόνιμα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, ο οποίος ήταν φανατικός υπέρμαχος των δογμάτων της ορθοδοξίας, ασκούσε ως τα 1700 τουλάχιστον μεγάλη ηθικοθρησκευτική επίδραση στη Ρωσία. Επειδή φοβόταν μάλιστα τη δυτικοφιλία του Πέτρου, είχε καταπολεμήσει την πρόταση της Αυστρίας να σταλή ο τσάρεβιτς Αλέξιος στη Βιέννη για σπουδές. Η φιλορθοδοξία του εξ άλλου τον έκανε να θεωρή τους Ρώσους που είχαν βρει τον θάνατο στους πολέμους εναντίον του Καρόλου IB‘ της Σουηδίας ως μάρτυρες της ορθοδοξίας σε αγώνες εναντίον αιρετικών.
Οι Έλληνες και οι άλλοι βαλκανικοί λαοί είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους στον τσάρο, ο οποίος όμως εξαιτίας των αγώνων εναντίον της Σουηδίας ήταν αδύνατο να τους παράσχη άμεση βοήθεια. Παρά την εμπλοκή του Πέτρου στους αγώνες αυτούς, οι πράκτορές του δεν έπαψαν να περιέρχωνται τις τουρκοκρατούμενες χώρες και τα Ιόνια νησιά και να μοιράζουν στους κατοίκους και στα εκκλησιαστικά ιδρύματα, εκκλησίες και μοναστήρια, πλούσια δώρα του τσάρου και την εικόνα του, που είχε χαραχθή στο Άμστερνταμ. Η προσωπογραφία του αυτή είχε την εξής επιγραφή, που δεν ήταν δυνατόν παρά να ενθαρρύνη τους απελπισμένους ραγιάδες και να τους παρακινή προς την ανταρσία : Petrus primus Russograecorum Monarcha (Πέτρος πρώτος Ρωσσο-Γραικών Αυτοκράτωρ). Αυτός λοιπόν ήταν ο ενδεδειγμένος αρχηγός του «ξανθού γένους», που θα λύτρωνε τους Έλληνες από τη σκλαβιά.
Άλλοι Έλληνες κληρικοί με τυχοδιωκτικές τάσεις, όπως ο Σεραφείμ το 1704 και ο καθηρημένος μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης Μεθόδιος, πήγαν στη Μόσχα με σκοπό να παρακαλέσουν τον Μέγα Πέτρο να απελευθερώση το ελληνικό έθνος, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε. Έτσι ο πρώτος ξαναγύρισε στην Ελλάδα και αποκαταστάθηκε στην έδρα του της Θεσσαλονίκης, ενώ ο δεύτερος συνέχισε τις περιπλανήσεις του επί χρόνια, ώσπου τελικά το 1732 συνελήφθη στην Πετρούπολι ως ύποπτος κατασκοπείας και εξορίσθηκε στη Σιβηρία, όπου και πέθανε.
Παράλληλα κινούνταν και απεσταλμένοι από τα άλλα υπόδουλα έθνη. Έτσι ο Αρμένιος Ισμαήλ Ορίας έγραφε το 1701 στον Μέγα Πέτρο ότι άλλοτε, πριν από 250 χρόνια, η Αρμενία είχε χριστιανούς βασιλείς, αλλά τώρα στενάζει κάτω από τον τουρκικό ζυγό, ότι το αρμενικό έθνος έχει αποθέσει τις ελπίδες του στους τσάρους της Ρωσίας και περιμένει από αυτούς τη λύτρωσή του. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο ίδιο κείμενο ο Ορίας μιλεί για μια προφητεία, διαδομένη και στους Αρμενίους, σύμφωνα με την οποία και αυτοί, όπως και οι Έλληνες, περίμεναν την απελευθέρωσή τους από έναν μεγάλο τσάρο, γενναιότερο και από τον Μέγα Αλέξανδρο, όταν ο ζυγός των άπιστων γίνη αφόρητος, και ότι η ημέρα αυτή πλησίαζε.
… Οι τρόποι του, όπως και η ενδυμασία του, ήσαν τόσον απλοϊκοί, ώστε θα ημπορούσε κανείς να τον εκλάβη ως χωρικόν μάλλον παρά ως βασιλέα — με μόνην την διαφοράν ότι δεν είχε τίποτε από την ζωώδη υπομονήν του μουζίκου. Εις ωρισμένας περιπτώσεις συμπεριεφέρετο χειρότερα από χωρικόν, επειδή δεν εδεσμεύετο από κανέναν φόβον του αυθέντου ή του νόμου. Όταν είδε ένα φαλλόν εις μίαν συλλογήν αρχαίων αντικειμένων του Βερολίνου, διέταξε την σύζυγόν του να τον ασπασθή, επειδή δε η Αικατερίνη ηρνήθη, την ηπείλησε να την αποκεφαλίση• εκείνη επέμεινε εις την αρνησίν της και η οργή του τσάρου κατηυνάσθη μόνον όταν του εδωρήθη το αντικείμενον δια να κοσμή το ιδιαίτερον δωμάτιόν του. Εις την συζήτησιν και την αλληλογραφίαν του μετεχειρίζετο την πλέον ωμήν χυδαιολογίαν. Πολλάκις εξεδήλωνε την μομφήν του προς τους στενωτέρους φίλους του δια γρονθοκοπημάτων, εμάτωσε την μύτην του Μενσικώφ και ελάκτισε τον Λεφόρ. Η κλίσις του προς τους απρεπείς αστεϊσμούς έφθανε κάποτε την σκληρότητα• επί παραδείγματι, εξηνάγκασε έναν από τους συνεργάτας του να φάγη χελώνας, έναν άλλον να πίη το όξος που περιείχε ένα γεμάτο φλασκί, και νεάνιδας να συναγωνισθούν τους στρατιώτας του εις την οινοποσίαν. Εύρισκε παράλογον ευχαρίστησιν εις το να επαγγέλλεται τον οδοντοϊατρόν και οι περί αυτόν απέκρυπτον επιμελώς κάθε παράπονόν των δι’ οδοντόπονον, διότι είχε πρόχειρα πάντοτε τα εργαλεία εξαγωγής οδόντων. Όταν ο υπηρέτης του παρεπονέθη ότι η σύζυγος του ηρνείτο να εκπληρώση τα συζυγικά της καθήκοντα, με την πρόφασιν ότι υπέφερε από οδοντόπονον, ο τσάρος έστειλε να την οδηγήσουν ενώπιον του, της εξήγαγε βιαίως ένα γερό δόντι και της είπε ότι θα της αφήρει και άλλα αν επέμενε εις την αποχήν της από τα καθήκοντα της συζύγου. Η άνομος σκληρότης του υπερέβαινε τον βαθμόν όπου θα ημπορούσε να συγχωρήται ως φυσική ή απαραίτητος δια την εποχήν του και την χώραν του. Οι Ρώσοι ήσαν συνηθισμένοι εις την σκληρότητα και ήσαν ίσως ολιγώτερον ευαίσθητοι εις τον πόνον από ότι είναι οι άνθρωποι, με ευπαθέστερον νευρικόν σύστημα. Ίσως να εχρειάζοντο μίαν αυστηράν μεταχείρισιν δια να πειθαρχούν. Αλλά η σφαγή των Στρέλτσι από τον Πέτρον προσωπικώς αποκαλύπτει μίαν σαδιστικήν ευχαρίστησιν εις την ωμότητα• και καμμία ανάγκη του κράτους δεν επέβαλε τον τεμαχισμόν δύο συνωμοτών ίντσαν προς ίντσαν. Ο Πέτρος ήτο ξένος προς κάθε αίσθημα ευσεβείας ή ανθρωπισμού και του έλλειπε επίσης το αίσθημα δικαιοσύνης που έθετε φραγμόν εις τα διεστραμμένα πάθη του Λουδοβίκου του XIVου ή του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Ως προς την κατ’ επανάληψιν αθέτησιν του λόγου της τιμής του, όμως, ήτο απολύτως σύμφωνος προς τα ήθη της εποχής του. Όταν ευρίσκετο εις το Παρίσι, εστοιχημάτισε ότι ο ιδικός του εξομολογητής ιερεύς έπινε περισσότερον από τον ιερέα-γραμματέα του Γάλλου πρωθυπουργού. Ο διαγωνισμός διήρκεσε μίαν ώραν• όταν ο αββάς εκυλίσθη κάτω από το τραπέζι, ο Πέτρος ησπάσθη τον ιερέα του επειδή είχε «σώσει την τιμήν της Ρωσίας». Περί το 1690, ο Πέτρος και ο στενός του κύκλος εσχημάτισαν έναν όμιλον υπό την επωνυμίαν «Η πλέον μέθυσος συντροφιά τρελλών και χωρατατζήδων». |
Εξ άλλου, απεσταλμένος των Σέρβων διεκτραγωδούσε το 1704 στον Ρώσο υπουργό εξωτερικών Γκολόβιν τα δεινά των υποδούλων χριστιανών, επέκρινε τις δολοπλοκίες των Αυστριακών και έλεγε ότι ο ηγεμόνας της Βλαχίας Στέφανος Καντακουζηνός και ο διάδοχός του Κωνσταντίνος Βασαράβα είχαν συμβουλεύσει τους Σέρβους να αποθέσουν τις ελπίδες τους στον τσάρο. Η φιλορρωσική αυτή προπαγάνδα του Βασαράβα τόσο είχε ικανοποιήσει τον τσάρο, ώστε το 1705 ευχαριστούσε τον ηγεμόνα για τον ζήλο του και τον προέτρεπε να συνεχίση το έργο του δραστήρια και να τον ενημερώνη κατά καιρούς για την εξέλιξη των πραγμάτων.
Ο δρόμος προς την ελευθερία των Ελλήνων φάνηκε να ανοίγη, όταν επιτέλους, το 1709, στην περιώνυμη μάχη της Πολτάβας ο Πέτρος συνέτριψε τον βασιλέα της Σουηδίας Κάρολο IB’. Στον μητροπολιτικό ναό της Μόσχας εκτέθηκε η ρωσική σημαία με την επιγραφή του λαβάρου του Μεγάλου Κωνσταντίνου «Εν Τούτω Νίκα», ενώ ο ίδιος ο τσάρος σε ομιλία του στη Ρίγα διαλαλούσε : «Και επιστήμες και τέχνες από την Ελλάδα διαδόθηκαν κάποτε σε όλη την οικουμένη. Η πορεία τους μοιάζει με την κυκλοφορία του αίματος στο ανθρώπινο σώμα. Έτσι λοιπόν αυτές, αφού θα μείνουν για λίγο στη Ρωσία, από εκεί θα ξαναγυρίσουν στην παλαιά τους πατρίδα».
Ο Ναουσαίος μοναχός Αναστάσιος Μιχαήλ, που τον προσείλκυσε στη Μόσχα η φήμη του Μεγάλου Πέτρου και η ελπίδα της απελευθερώσεως των Ελλήνων, συγκινημένος βαθιά από τη νίκη της Πολτάβας, εκφώνησε εκεί την ημέρα των Χριστουγέννων του 1709 πανηγυρικό, τον οποίο και τύπωσε το επόμενο έτος στο Άμστερνταμ με τον τίτλο «Βασιλικόν Θέατρον». Στον λόγο του αυτόν ο Αναστάσιος λέει ότι τα μεγάλα κατορθώματα του «φιλέλληνος» τσάρου είναι γνωστά σε όλη την οικουμένη και δεν υπάρχει κάτοικος και αυτών ακόμη των πιο απομακρυσμένων χωρών, που να μην έχη ακούσει γι’ αυτά και να μην ομολογή ότι είναι άξια να παραβληθούν προς τα αντίστοιχα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του μεγάλου Μακεδόνος.
Ήδη πολλοί Έλληνες είχαν γίνει με ευμένεια δεκτοί από τον τσάρο και είχαν τιμηθή με την παροχή προνομίων ή με την προσφορά θέσεων. Έτσι π.χ. προνόμια είχαν παραχωρηθή στους Έλληνες της παροικίας της Νίζνας, ενώ λόγιοι κληρικοί και επιστήμονες είχαν πάρει διάφορες θέσεις ή αξιώματα, όπως π.χ. ο Κεφαλλονίτης Ιάκωβος Πυλαρινός, που έγινε αρχίατρος του τσάρου, ο ιερέας Γεράσιμος Φωτιάς, πνευματικός του, ο φιλόλογος Αθανάσιος Σικαδάς, βιβλιοφύλακας της βιβλιοθήκης της Μόσχας, ο Γεώργιος Πολυκαλάς, ιατρός της Αικατερίνης, συζύγου του τσάρου. Ο Πολυκαλάς μάλιστα είναι αυτός που στάλθηκε στον ηγεμόνα της Μολδαβίας Δημήτριο Cantemir για να διαπραγματευθή μαζί του τους όρους της συμμαχίας, όπως θα δούμε παρακάτω.
Την εποχή αυτή στον ελληνικό χώρο οι διάφοροι χρησμοί και προφητείες επαναλαμβάνονταν και διαδίδονταν με ταχύτητα αστραπής. Το όνομα του Πέτρου μνημονευόταν, φαίνεται, στις εκκλησίες ορισμένων απόμακρων οικισμών και οι πόθοι ελευθερίας έγιναν τραγούδι στο στόμα των Ελλήνων :
«Ακόμα τούτ’ την άνοιξι, βαγιάδες, βαγιάδες, Τούτο το καλοκαίρι, καϋμένη Ρούμελη, όσο να ’ρθή ο Μόσκοβος, βαγιάδες, βαγιάδες, Να φέρη το σεφέρι, Μωρηά και Ρούμελη».
Ήταν τόσο εξημμένα τα πνεύματα, καθώς μάλιστα οι σχέσεις Τούρκων και υποδούλων Ελλήνων οξύνονταν, ώστε υπήρχε το ενδεχόμενο μια ψεύτικη φήμη ή ένας προκλητικός λόγος ή μια κίνηση να ανάψη την επαναστατική φλόγα. Έτσι πιθανόν εξηγείται πως στην πιο απομονωμένη και άγρια ελληνική περιοχή, στην Ακαρνανία, οι αρματολοί της, με επικεφαλής τον Τσεκούρα, θανάτωσαν μέσα σε μια νύκτα τους Τούρκους κατοίκους που κοιμούνταν αμέριμνα.
Μετά το 1709 ο Μέγας Πέτρος σκλήρυνε βέβαια τη στάση του απέναντι στους Τούρκους, αλλά δεν επιθυμούσε τη σύγκρουση, γιατί παρά τη νίκη του στην Πολτάβα ο πόλεμος με τους Σουηδούς δεν είχε λήξει. Επειδή μάλιστα ο επικίνδυνος αντίπαλός του Κάρολος IB’ είχε καταφύγει στο τουρκικό έδαφος, απαιτούσε από την Πύλη να μην επιτρέψη την παράταση της παραμονής του Καρόλου IB’ στο έδαφός της και να απομακρύνη επίσης τον αντάρτη αρχηγό των Ζαπορόγων Κοζάκων, τον ατουμάνο Μαζέπα. Στην Κωνσταντινούπολι όμως ενεργούσε δραστήρια ο Γάλλος πρεσβευτής Desalleurs, προσπαθώντας να ωθήση την Πύλη σε πόλεμο εναντίον των Ρώσων, ενώ παράλληλα ο βασιλέας της Πολωνίας συντόνιζε τις πιέσεις του προς την ίδια κατεύθυνση.
Η αλλαγή των διαθέσεων της Πύλης εκδηλώθηκε τον Ιούλιο του 1710 με την αντικατάσταση του ειρηνόφιλου βεζίρη Αλή πασά, με την επικράτηση των φιλοπολέμων και με τη φανερή πρόθεσή της να προλάβη να δράση, πριν λήξη ο πόλεμος της Σουηδίας με τη Ρωσία. Έτσι εξαπολύει μια επίθεση των Τατάρων τον Νοέμβριο.
Παρά τις τουρκικές προκλήσεις, η αντίδραση του τσάρου υπήρξε μετριοπαθής. Δεν παρέλειψε φυσικά να προβή σε πολεμικές προπαρασκευές, αλλά παράλληλα δεν απέκλειε την περίπτωση ειρηνικής διευθετήσεως των διαφορών με τη μεσολάβηση κυρίως της Αγγλίας και της Αυστρίας. Την ίδια εποχή απηύθυνε έκκληση στους χριστιανούς της Βαλκανικής να επαναστατήσουν εναντίον του σουλτάνου και να ένωθούν μαζί του, ενώ την ημέρα των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου 1711) δημοσίευσε προκήρυξη, η οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ότι η Ρωσία δεν επρόκειτο να μείνη αδιάφορη στις κραυγές οδύνης των σκλαβωμένων χριστιανικών λαών της Βαλκανικής.
Είναι φανερό ότι ο Μέγας Πέτρος υπολόγιζε στην υποστήριξη των χριστιανών υπόδουλων και οι εκκλήσεις προς αυτούς ήταν εκκλήσεις βοήθειας στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων, και όχι μέρος ενός γενικώτερου σχεδίου για την απελευθέρωση των χριστιανών. Οπωσδήποτε, αξίζει να δοθή απόσπασμα προκηρύξεώς του προς τους υπόδουλους χριστιανούς με ημερομηνία 23 Μαρτίου 1711, δηλαδή λίγες ημέρες μετά την επίσημη κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας (11 Μαρτίου 1711). Η προκήρυξη φέρει την υπογραφή «Τζάρης της Μοσχοβίας» : «… πέρνω κόπον δια αγάπην Θεού, δια την οποίαν εμπήκα υποκάτω εις το μεγάλο βάρος της βασιλείας του Τούρκου δια να πολεμήσωμεν έτσι να ηξεύρετε και εκείνοι όπου είναι υποτεταγμένοι σας, και όποιος μας αγαπά, και όποιος αγαπά και ακούμπησεν εις τον Θεόν, και επιθυμεί να έμπη εις τον παράδεισον, όλοι με καθαράν καρδίαν να έμπωμεν εις αυτόν τον κόπον δια ταις εκκλησίαις μας και δια την πίστιν μας, διατί οι Τούρκοι ετσαλαπάτησαν την πίστιν μας, και με δόλον επήραν ταις εκκλησίαις και τους τόπους μας, και περισσαίς εκκλησίαις και μοναστήρια μας τα εδιαγούμισαν και τα εκαταχάλασαν και το νυν ακόμη και το ρωμαϊκόν βασίλειον και τα άλλα με δόλους τα επήρε, και πόσην πτωχολογίαν, πόσαις χήραις και ορφαναίς εσκλάβωσαν και διεσκόρπισαν, καθώς κάμνει ο λύκος τα πρόβατα, και πόσους τόπους έχουν παρμένους με δόλον και την σήμερον όσους σκλαβόνουν με δυναστείαν τους τουρκεύουν, και πόσους ανθρώπους μας και πόσους τόπους μας έχει παρμένους με δόλον. Λοιπόν εγώ πηγαίνω εις την βοήθειάν σας. Ο Τούρκος έσμιξε με τον Σφέτσον (Σουηδόν), όμως το σπαθί μου έκοψε περισσούς ανθρώπους. Η βασιλεία μου δεν είνε μικρή· ως τώρα και από του νυν πολλούς εχάλασα και πολλούς εσκόρπισα. Ο τωρινός πόλεμος οπού κάμνω είναι δίκαιος. Με την γνώσιν μου εκατάστησα το βασίλειόν μου. Ο πόλεμος οπού κάμνω τώρα είνε δια την κακίαν του Σφέκου– και ακόμη τρία μεγάλα ρηγάτα οπού ευρίσκονται εις το περιγιάλι του αιγιαλού θέλω να τα πολεμήσω. Με το θέλημα και την βοήθειαν του Θεού το σπαθί μου είνε κοφτερό. Εάν θελήση η καρδία σας μη φύγετε από το μεγάλον μου βασίλειον, διατί δεν είνε δίκαιον, μήπως σας ξεμαυλίσουν οι Τούρκοι και φύγετε από λόγου μου.
»Τους ανθρώπους οπού έστειλα εις Κωνσταντινούπολη τους εφυλάκωσαν, όμως και εκείνους και περισσούς άλλους θέλομεν ευγάλλει από τα χέρια τους. Ημείς σας απαντυχαίνομεν, δεν είνε εύλογον να αργοπορήσετε. Εγώ σας κράζω εις το ασκέρι μου, και εις το μεγάλο τάμπουρό μου, και εσείς να φέρετε και πιστούς σας φίλους. Αυτό να το ηξεύρω από λόγου σας, και να σας πιστεύσω, μόνον μήπως και εμάθετε με τους Τούρκους, και πατήσετε του λόγου μου. Με την δύναμιν του σπαθιού μου να εύρητε ησυχίαν και να γλυτώσετε από τους Τούρκους. Βοηθώντας ο Κύριος σηκώνει την τρομάρα από πάνω μας, και το χριστιανικόν νικηφόρον ασκέρι μου αντιστέκεται τω εχθρώ, και κάμνει πόλεμον. Η μεγαλοψυχία της καρδίας σας είνε προς χρέος να σηκώσετε τον φόβον και να πολεμήσετε δια την πίστιν και δια ταις εκκλησίαις σας ας χύσωμεν έως την υστερινήν σταλαματίαν το αίμα μας. Και ό,τι τιμήν σας έκαμαν οι μεγάλοι αυθεντάδες και μεγάλοι αγάδες και εγώ παρόμοια θέλω σας την κάμνω. Ένας με τον άλλον ας δοξασθούμεν με το σπαθί μας, έτσι ήλθε προσταγή από τον Θεόν. Και εκείνα οπού σας γράφω να τα πιάσετε. Εις την ενότητα του Θεού ας ενωθούμεν και ημείς, ας ζωσθούμεν το σπαθί εις τον εχθρόν, ας πολεμήσωμεν, τα βασίλεια ας μας επαινέσουν δια την λύτρωσίν σας εμπαίνω εις τα βάσανα, και θέλω να με βοηθήσετε, και μετά ταύτα θέλει σας δώσει ο Θεός το πάσα καλό, και θέλετε εύρει εκ μέρους μου τιμήν και ευσπλαγχνίαν. Σας λυπούμαι να σας γλυτώσω από τα χέρια των ασεβών, να ζωογονήσω ταις εκκλησίαις σας, να στήσω τους σταυρούς σας. Τέλος πάντων δια την πίστιν θέλετε πολεμήσει. Ας δοξάσωμεν τον Θεόν, ας χαρούμεν, και τους τόπους των πατέρων σας να πασχίσωμεν να τους πάρωμεν. Το βασίλειόν μου είνε παλαιόν και μεγάλον, και διατί σας λυπούμαι πλειότερον παρά του λόγου μου, και έγραψα ετούτα τα λόγια, και σας τα έστειλα».
(…)
Αυτό που πρέπει να τονισθεί, όσον άφορά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1710-1711 και τις προσδοκίες των χριστιανών, είναι ότι ο Μέγας Πέτρος υπολόγιζε στην εξέγερσή τους για την επιτυχία της επιθέσεως του εναντίον των Τούρκων. Δηλαδή η εξέγερση των χριστιανών της Βαλκανικής καθώς και η σύμπραξη των οσποδάρων των παραδουνάβιων ηγεμονιών αποτελούσαν μέρος του σχεδίου που θα εξασφάλιζε τη νίκη του εναντίον των Τούρκων. Από το άλλο μέρος, οι χριστιανοί της Βαλκανικής δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν, πριν οι Ρώσοι καταφέρουν το πρώτο και αποφασιστικό πλήγμα εναντίον των Τούρκων. Είχαν αποκτήσει πικρή πείρα παρόμοιων προσπαθειών συνεργασίας και εύλογα ήταν διατακτικοί.
Οπωσδήποτε, η απογοήτευση των βαλκανικών λαών και ιδίως των Ελλήνων ήταν βαθύτατη. Παρ’ όλα αυτά οι χρησμοί και οι προφητείες έμειναν ριζωμένες στις ψυχές τους και δεν έπαψαν να τους θερμαίνουν : το όνειρο της μελλοντικής απελευθερώσεως από τους Ρώσους δεν έσβησε σε όλο τον ελληνικό χώρο. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ 1974 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τόμος 11ος – Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ (1669-1821), ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ-ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ