π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ (+)
ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΔΡ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Η «ΑΥΤΟΣΩΤΗΡΙΑ» ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΚΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η Ορθοδοξία δεν κηρύττει την αυτοπραγμάτωση ή την αυτοσωτηρία. Αντίθετα, οι λεγόμενες ψυχολατρείες υπόσχονται διεύρυνση της συνειδήσεως του ανθρώπου και ενεργοποίηση ενός δήθεν απέραντου δυναμικού μέσα στον άνθρωπο. Με την αλλαγή της νοητικής στάσης διακηρύσσουν πως ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει τα πάντα, γιατί η σκέψη ταυτίζεται με την πράξη.
Οι ομάδες αυτές χρησιμοποιούν χριστιανικούς όρους για να δηλώσουν τις δοξασίες τους και να διακηρύξουν πως ο άνθρωπος μόνος του, μέσω της αυτογνωσίας και της αυτοεξέλιξης, οδηγείται στην αυτοπραγμάτωση, στη σωτηρία. Τέτοιοι όροι είναι «πίστη» και «προσευχή». Όμως και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν νοητικές καταστάσεις μέσα στον άνθρωπο, χωρίς αναφορά έξω από τον άνθρωπο. Γιατί κατά την αντίληψή τους, έξω από τον «Εαυτό», Θεός δεν υπάρχει. Κατά κλασσικό τρόπο εκφράστηκε αυτό με τη δήλωση; «άθεος δεν είναι εκείνος που δεν πιστεύει σε Θεό, αλλά αυτός που δεν πιστεύει στον εαυτό του»!
Το «ευαγγέλιο» των ομάδων αυτών δεν είναι νέο, πρόκειται για το ίδιο «ευαγγέλιο» του όφεως, για το οποίο μας πληροφορεί η αγία Γραφή:
«…καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί Τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός Οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου; καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει Ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου φαγόμεθα· ἀπὸ δὲ καρποῦ τοῦ ξύλου ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός Οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ οὐδὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί Οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ᾔδει γὰρ ὁ θεὸς ὅτι ἐν ᾗ ἂν ἡμὲρᾳ φάγησθε ἀπ’ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.» (Γεν γ’ 1-5)·
Επειδή το θέμα αυτό είναι πολύ βασικό, θα επιμείνουμε και στό σημείο αυτό, εν γνώσει μας ότι επαναλαμβάνουμε βασικές θέσεις της Ορθοδόξου Πίστεως για τις οποίες κάναμε ήδη λóγο.
Ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο με βάση την εικόνα Του και με προορισμό την ομοίωση. Το «κατ’ εικόνα» βρισκόταν στη φύση του ανθρώπου λένε οι πατέρες της Εκκλησίας μας. Όμως το «καθ’ ομοίωσιν» εξηρτάτο επό τη βούληση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος μπορούσε να επιλέξει σαν σκοπό του την πραγμάτωση του καθ’ ομοίωσιν». Όμως μπορούσε να ακολουθήσει και τον αντίθετο δρόμο· τον χωρισμό από τον Θεό, δηλαδή τον πνευματικό θάνατο. Ο ίδιος ο Θεός του έδωσε αυτή τη δυνατότητα της επιλογής· αυτό το νόημα είχε η απαγόρευση:
«καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ θεὸς τῷ Ἀδὰμ λέγων Ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φάγῃ· ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ᾽ ἂν ἡμέρᾳ φάγησθε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.» (Γεν. β’ 16-17).
Ο Θεός κάλεσε τον άνθρωπο να βαδίσει προς την «ομοίωσιν» όχι αυτόνομα, αλλά στα πλαίσια της κοινωνίας αγάπης με τον Δημιουργό του, ακολουθώντας ελεύθερα το σχέδιο του Θεού. Αλώστε δεν ήταν δυνατόν ο άνθρωπος μόνος του, να ξεπεράσει τα όρια της κτιστής του πραγματικότητας και να ομοιάσει με τον άκτιστο και Αιώνιο Θεό. Το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο ανταποκρίνονταν απόλυτα στη φύση του ανθρώπου.
Όμως σ’ αυτό το σχέδιο ο Σατανάς αντιπαρέβαλε τη δική του «συνταγή». Δεν θα πεθάνετε, τους λέγει, αντίθετα, θα αποκτήσετε αληθινή αυτογνωσία και θα είσαστε «ως θεοί», «γινώσκοντες καλόν και πονηρόν».
Ο Θεός προσδιόρισε την αξιολογική διάκριση ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Κάθε τι που αποτελεί κοινωνία με το Θεό είναι καλό και οδηγεί τον άνθρωπο στην εκπλήρωση του νοήματος της ζωής του, στο «καθ’ ομοίωσιν».
Αντίθετα, κάθε τι που είναι κοινωνία μόνο με τον εαυτό μας είναι κακό και οδηγεί στον πνευματικό θάνατο,
στη στέρηση της κοινωνίας με τον Θεό. Όταν ακολούθησε τη «συνταγή» ο άνθρωπος το εγνώριζε αυτό· όμως είχε την εμπειρία μόνο του καλού. Όταν ακολούθησε τη «συνταγή» του Διαβόλου, απέκτησε και την εμπειρία του κακού!
«καὶ ἴδεν ἡ γυνὴ ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν, καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστιν τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγεν· καὶ ἔδωκεν καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾽ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον. καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν….» (Γεν. γ’ 6-7).
Η «συνταγή» του όφεως ήταν: Με την αυτονομία ο άνθρωπος θα οδηγηθεί στην αυτογνωσία και στις απεριόριστες δυνατότητες που συνεπάγεται αυτή η «γνώση» ή η «αφύπνιση του Θεού μέσα μας». Όμως το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο: ο δρόμος της αυτογνωσίας δεν οδήγησε τον άνθρωπο στην αυτοεξέλιξη και στην αυτοθέωση, αλλά στη συναίσθηση ότι ήταν γυμνός, δηλαδή σε υπαρξιακό αδιέξοδο. Αυτό το αδιέξοδο οφείλετο στο ότι ο άνθρωπος αρνήθηκε τη θεία προσφορά, δηλαδή τα δώρα του Θεού, την παρουσία της θείας Χάρης μέσα του. Αποχωρίσθηκε απ’ αυτήν και γι’ αυτό ένοιωσε τη γυμνότητά του.
Αλλά ο Θεός δεν έπαυσε να αγαπά το πλάσμα Του. Γι’ αυτό προκάλεσε και πάλι τη βούληση του ανθρώπου· «Αδάμ, που ει;» (Γεν. δ’ 9). Την ίδια πρόκληση επανέλαβε ο Θεός και στον Κάϊν·
«Κάιν Ποῦ ἐστιν Ἅβελ ὁ ἀδελφός σου;» (Γεν. δ’ 9). Όμως ο άνθρωπος συνέχισε, δυστυχώς, το δρόμο της αυτονομίας. Γι ’ αυτό ο Θεός σχεδίασε ήδη από την πρώτη παράβαση του ανθρώπου και τη σωτηρία τον πλάσματός Του. Υποσχέθηκε πως στον κατάλληλο καιρό, το «σπέρμα της γυναικός», θα συντρίψει την «κεφαλήν του όφεως» (Γεν. γ’ 15). Και αυτό θα γινόταν με τη συγκατάθεση του ανθρώπου.
Αλλά για να δώσει τη συγκατάθεσή του ο άνθρωπος να επέμβει ο Θεός στη ζωή τον, έπρεπε να εγκαταλείψει την αυτονομία του και να ζητήσει να γίνει το θέλημα του Θεού όχι το δικό του, ανθρώπινο θέλημα. Αυτή την έννοια είχε το «γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» της Παρθένου Μαρίας (Λουκ. α’ 38). Το ίδιο εξέφρασε και ο Χριστός για λογαριασμό μας : «πλην ούχ ως εγώ θέλω, άλλ’ ως συ» (Ματθ. κατ’ 39).
Ο Χριστός επανέφερε τον άνθρωπο σε κοινωνία αγάπης με το Θεό και συνήγαγε «τα τέκνα τον Θεού τα διασκορπισμένα εις εν» (Ιω.ια’ 52 Γαλ. γ’ 28. Εφεσ. δ’ 5-6). Όμως ο άνθρωπος πρέπει να πάρει ελεύθερα την απόφαση να ενταχθεί σ’ αυτή την ενότητα· ν’ ακολουθήσει το δρόμο της εν Χριστώ σωτηρίας, που είναι ο δρόμος προς το «καθ’ ομοίωσιν Θεού» · δεν υπάρχει άλλος δρόμος (Ιω.ιδ’ 6. Πράξ. δ’ 12). Αλλά έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί αυτό το δρόμο και να ακολουθήσει τη συμβουλή του αρχαίου όφεως· το δρόμο της αυτοεξέλιζης και αυτοσωτηρίας, σύμφωνα με την «συνταγή» των ομάδων που υπογραμμίζουν την αυτογνωσία, τη δύναμη της συνείδησης και της «σκέψης».
Ο δρόμος αυτός δεν λέγει: «γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», ούτε μπορεί να πει: «πλην ούχ ως έχω θέλω, αλλ’ ως συ». Γιατί η «συνταγή» λέγει: «Αυτό που θέλεις, γίνεσαι· αρκεί να το σκεφθείς· μπορείς»! ή: «θέλω και μπορώ»!! Αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί στη σωτηρία, αλλά στο αδιέξοδο που νοιώθει, κάθε άνθρωπος που αισθάνεται «γυμνός».
Οι αληθινοί χριστιανοί δεν αποβλέπουν στον εαυτό τους γιά βοήθεια. Θέλουν να γνωρίσουν τον εαυτό τους γιά να μετανοήσουν και να ζητήσουν να έλθει ο Θεός στη ζωή τους και να τους χαρίσει το «μέγα έλεος». Δεν αποβλέπουν στα αγαθά αυτού του κόσμου· γι’ αυτό δεν λυγίζουν μπροστά σε δυσκολίες και δυσχέρειες της ζωής αυτής. Ακολουθούν τη συμβουλή του αποστόλου:
«Μη σκοπούντων υμών τα βλεπόμενα αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα, πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια»· δεν αποβλέπουμε στην υλική ευημερία, σ’ εκείνα που βλέπονται, αλλά στην ελευθερία μας από το θάνατο και τη φθορά· στα αιώνια (Β’ Κορ. δ’ 16-18). Εδώ ο απόστολος δεν εννοεί τις «σκέψεις», που γίνονται «πράξεις», όπως ισχυρίζονται οι άνθρωποι της «θετικής σκέψης», διαστρεβλώνοντας την αγία Γραφή, αλλά υπογραμμίζει πως οι χριστιανοί αποβλέπουν σ’ εκείνα που απορρίπτουν οι ψυχολατρείες και περιφρονούν εκείνα που απολυτοποιούνται από αυτές. Δεν ελπίζουν στην ευημερία, στην υγεία, στη δύναμη και σ’ ο,τιδήποτε «αγαθό» αυτής της ζωής, αλλά στη χαρά της αφθαρσίας και της αθανασίας· στην αιώνια κοινωνία μετά του Θεού και όχι μετά του εαυτού μας.
Αυτή την ελπίδα της ελευθερίας από τη φθορά συμμερίζεται με τον άνθρωπο ολόκληρη η δημιουργία του Θεού. «Φρονώ», λέγει ο απόστολος Παύλος· «ότι τα παθήματα του παρόντος δεν έχουν καμία αξία συγκρινόμενα με τη δόξα που μέλλει να αποκαλυφθεί σ’ εμάς. Η πλάση όλη αναμένει με λαχτάρα την αποκάλυψη των υιών του Θεού («η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται») Διότι η πλάση υποτάχθηκε στη ματαιότητα, όχι θεληματικά, αλλά εξαιτίας εκείνου που την υπέταξε, με την ελπίδα ότι και η πλάση θα ελευθερωθεί από τη δουλεία στη φθορά, για να μπει στην ένδοξη ελευθερία των παιδιών του Θεού» (Ρωμ. η’ 18-21).
Αυτή την ελπίδα του χριστιανού απορρίπτουν οι κινήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε. Γι’ αυτούς ο άνθρωπος της «αυτογνωσίας», που έχει συναίσθηση της «δύναμης της συνειδήσεώς» του και χρησιμοποιεί το «κλειδί» της «θετικής σκέψης», δεν μπορεί να έχει «παθήματα», ούτε πιστεύει πως η πλάση υπετάγη στη δουλεία της φθοράς. Αντίθετα πιστεύει πως τα πάντα είναι καλά έτσι όπως είναι, και πως ο άνθρωπος δεν ελπίζει σε κάτι μελλοντικό, αλλά ήδη από τώρα αυτοπραγματώνεται.
Σε πολλούς ο «καρπός» αυτός των ψυχολατρειών φαίνεται ωραίος· όταν όμως τον γευθούν, τελικά θα οδηγηθούν σε τρομακτικά αδιέξοδα και σε ολοκληρωτική αλλοίωση της προσωπικότητάς των: «καὶ ἴδεν ἡ γυνὴ ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν, καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστιν τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγεν· καὶ ἔδωκεν καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾽ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον. καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν….» (Γεν. γ’ 6-7).
Το μήνυμα των ψυχο-λατρειών και της θετικής σκέψης αποτελεί όντως απειλή για το ορθόδοξο φρόνημα. Ο άνθρωπος εγκαταλείπει το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού και εγκολπώνεται το «ευαγγέλιο» του Όφεως.
Η Ορθοδοξία όμως οδηγεί τον άνθρωπο στην εν Χριστώ ελευθερία και του προσφέρει ένα βαθύτερο νόημα στη ζωή χωρίς να εξουδετερώνει την προσωπικότητά του. Ενώ ο άνθρωπος εν Χριστώ μένει, άνθρωπος, έρχεται σε αληθινή κοινωνία μετά του Θεού «ασυγχύτως και ατρέπτως», χωρίς δηλαδή το πρόσωπό του να απορροφάται από τη θεία ουσία ή να διαλύεται σ’ αυτήν· χωρίς η ανθρώπινη ουσία να «τρέπεται» και να μεταβάλλεται σε θεία θυσία.
Αυτή η θέωση του ανθρώπου πραγματοποιείται με την πρόσληψή του στην Εκκλησία, δηλαδή στο Σώμα του Χριστού, που είναι αποτέλεσμα της δωρεάς του Θεού και όχι της φύσης του ανθρώπου.
Μέσα στην Εκκλησία γίνεται ο άνθρωπος «Εις εν Χριστώ» και παρ’ όλα αυτά ο καθένας ξεχωριστά διατηρούν το ιδιαίτερο πρόσωπο του. Στη θεία λειτουργία αποκαλείται ο καθένας μας με το ιδιαίτερο πρόσωπό του. Στη θεία λειτουργία αποκαλείται ο καθένας μας με το ιδιαίτερο όνομά του.
Συνοψίζοντας τα λεχθέντα, υπογραμμίζουμε τέσσερα κυρίως σημεία:
α) Η πίστη, την οποία κηρύττει η Εκκλησία για το Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο συνιστά για μας ένα υπέροχο μέλλον. Το νόημα της ζωής μας ξεπερνάει κάθε κτιστή πραγματικότητα και βρίσκεται στην κοινωνία με τον Άκτιστο και αιώνιο Θεό και στη θέωση του ανθρώπου.
β) Η κοινωνία αυτή είναι πραγματική, διαπροσωπική, αγαπητική σχέση, που μας ελευθερώνει από κάθε εγωισμό και ακτινοβολεί ζεστασιά, αληθινή αγάπη και ταπείνωση.
γ) Η εκπλήρωση αυτού του σκοπού δε συνδέεται με κάποια τεχνική, αλλά είναι ελεύθερο δώρο αγάπης του Θεού. Η αληθινή αγάπη δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού· είναι πράξη ελεύθερη και θεμελιώνεται σε αμοιβαιότητα.
Τη χάρη του Θεού δε μπορούμε να την εξαναγκάσουμε με καμμιά τεχνική γιόγκα, αυτοσυγκέντρωσης, διαλογισμού. Εξάλλου και ο Θεός δεν επιθυμεί να μας επιβάλλει την αγάπη Του και ζητεί την δική μας συγκατάθεση και αποδοχή. Η χάρη του Θεού προέρχεται από τη θεία βούληση και αγάπη. Όμως κατά πόσο η χάρη αυτή θα «λειτουργήσει» στον συγκεκριμένο άνθρωπο, αυτό εξαρτάται από την ελευθερία και την προσωπική επιλογή του ίδιου του ανθρώπου.
Το να πράξουμε εμείς αυτό που ανήκει σε μας, σημαίνει να καθαρίσουμε το πνεύμα μας και το σώμα από κάθε κηλίδα. Μ’ αυτόν τον τρόπο αποδεικνύουμε πως δεν αποφασίζουμε να ταχθούμε μαζί με το Διάβολο υπέρ της αυτονομίας, αλλά μαζί με το Χριστό και να αναμείνουμε με ταπείνωση το θέλημα του ουρανίου Πατέρα. Αυτό συνιστά για μας επιλογή της αγάπης του Θεού. Τότε ο Θεός απαντά με τη δική Του αγάπη και εμείς φθάνουμε στο βαθύτερο νόημα της ζωής μας, που είναι η θέωση, η κατά χάριν μετοχή μας στη ζωή του Θεού, η ομοίωση με το Θεό.
δ) Αυτή η κατά χάρη θέωση, δε σημαίνει διάλυση ή απορρόφηση του ανθρώπου μέσα σε μια απρόσωπη υπερσυνειδητότητα, εξαφάνιση δηλαδή του ανθρωπίνου προσώπου, αλλά αληθινή διαπροσωπική κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου, στην οποία διασώζεται το ανθρώπινο πρόσωπο.
Αυτή η κοινωνία συντελείται ασυγχήτως και ατρέπτως. Δεν είναι κοινωνία της θείας ουσίας, αλλά της θείας Χάριτος, δηλαδή των άκτιστων θείων ενεργειών. Σ’ αυτή την κοινωνία ο άνθρωπος μένει, πάντοτε κατά φύση άνθρωπος και ο Θεός μένει, πάντοτε το «απέναντι» του ανθρώπου, που προσφέρει, ελεύθερα στον άνθρωπο την αγάπη Του, τον καθιστά μέτοχο της θείας ζωής Του και κατά χάρη Θεό. Έτσι ο Θεός σώζει τον άνθρωπο, χωρίς να τον καταστρέφει.
- σημείωση entaksis: Ο τίτλος του κειμένου στο βιβλίο είναι ” Όχι αυτοσωτηρία”
Η Ορθόδοξη Πίστη, σε σχέση με την πρόκληση των αιρέσεων και της παραθρησκείας εκτίθεται αναλυτικά στο βιβλίο: Α. Αλεβιζοπούλου, «Η Ορθοδοξία μας», Αθήνα 1995).
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΝΕΟΦΑΝΕΙΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΕΣ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ