Απόστολος Βακαλόπουλος
ΑΠΟ ΤΟ: Ελληνικό Ημερολόγιο
Οι καθολικοί στην Χίο
Η κατάληψή της από τούς Βενετούς τον Σεπτέμβριο του 1694 φάνηκε ότι θα ενίσχυε σημαντικά τον καθολικισμό, γιατί οι Βενετοί εκδικούμενοι την εχθρική στάση των Ελλήνων (είχαν μεταβιβάσει στον Τούρκο στόλαρχο την είδηση για την σχεδιαζόμενη απόβασή τους) τούς είχαν κακοποιήσει, κλείσει τις εκκλησίες και δημεύσει τις περιουσίες πολλών. Κατά το εξάμηνο εκείνο διάστημα της βενετικής κατοχής «οι ιερείς οι παπισταί, όπως γράφει ο Υψηλάντης, εβάπτιζον τα ορθόδοξα νήπια και εξωμολόγουν τούς ορθοδόξους μόνον εν τω ψυχορραγείν. Δακρυρροούντες και δωροδοκούντες οι ορθόδοξοι εδεήθησαν να επιστραφούν αυτοίς αι εκκλησίαι των, αλλ’ ουκ εισηκούσθησαν, και εβιάζοντο λειτουργείσθαι εις τας παπικάς εκκλησίας, και τούς αντιλέγοντας επαίδευον ως αποστάτας της αριστοκρατίας, και παντί τρόπω εβίαζον τούς ορθοδόξους αναδέξασθαι τον παπισμόν».
Η κατοχή αυτή τερματίστηκε με την αποχώρηση των Βενετών στις 21 Φεβρουαρίου 1695. Μαζί τους τότε έφυγαν στην Πελοπόννησο ο επίσκοπος Ludovico Balsarini, 20 κληρικοί και 60 καθολικές οικογένειες. Εξαγριωμένα οι Τούρκοι προβαίνουν σε θανατώσεις επιφανών πολιτών, σε διώξεις και άλλες πράξεις βίας, ιδίως εναντίον των καθολικών, δημεύουν τα κτήματα τους, καταστρέφουν τις εκκλησίες τους ή τις μεταβάλουν σε τζαμιά. Οι ευγενείς και γενικά οι χριστιανοί διώκονται από το κάστρο.
«Οι διωγμοί εκείνοι», γράφει ο καθολικός εκκλησιαστικός ιστορικός Clemente da Terzorio, «θα μπορούσε κανείς να πη, ότι μοιάζουν μ’ εκείνες τις καταδιώξεις της Εκκλησίας στα πρώτα της χρόνια. Οι Τούρκοι ιθύνοντες πούλησαν με ασήμι είκοσι τέσσερες από τις εκκλησίες μας, πού με τρόπο ιερόσυλο τις είχαν βεβηλώσει• κατέστρεψαν τούς βωμούς έσπασαν και ποδοπάτησαν τις ιερές πέτρες, τράβηξαν από τις θέσεις τους τούς εσταυρωμένους και τούς χλεύασαν, κρέμασαν ανάποδα τα αγάλματα της Παναγίας, κομμάτιασαν τα αγάλματα των Αγίων με χειρονομίες και βρισιές βδελυρές. Οι σχισματικοί (οι ορθόδοξοι) πέτυχαν με το ίδιο μέσο (με το χρήμα) διατάξεις ε υ ν ο ϊ κ έ ς, οι οποίες σε πέντε ή έξι άρθρα υποδουλώνουν την επισκοπική μας αξιοπρέπεια: ο κλήρος μας και όλοι οι καθολικοί ανήκουν στην δικαιοδοσία του σιμωνιακού και αιρετικού αρχιεπισκόπου των, ο οποίος μας υποχρεώνει να παίρνουμε απ’ αυτόν ή να αγοράζουμε την άδεια και τον τύπο της λειτουργίας στις ενορίες μας, με τούς περιορισμούς εκείνους πού αρέσουν σ’ αυτόν, να επαναφέρουμε στην παλιά του μορφή το ρωμαϊκό (γρηγοριανό) ημερολόγιο• μπορούν εξάλλου, όσοι θέλουν από τούς σχισματικούς (ορθοδόξους) υπηκόους του, να διαλύουν τούς γάμους, πού έχουν γίνει ανάμεσα σ’ αυτούς και στους δικούς μας τούς καθολικούς• μας αναγκάζει ακόμη να διορθώσουμε τις καταχρήσεις πού θέλει αυτός και πού λέγουν ότι γίνονται στην καθολική εκκλησία».
Πραγματικά στον κατατρεγμό αυτόν των καθολικών φαίνεται ότι δεν έμειναν αμέτοχοι και ορισμένοι ορθόδοξοι της Χίου, κυρίως οι πρόκριτοι. Μολαταύτα οι ιησουίτες δεν εγκατέλειψαν το νησί: ντυμένοι με άλλα ρούχα πήγαιναν στα σπίτια των καθολικών, από το ένα στο άλλο, λειτουργούσαν, τελούσαν τα ιερά μυστήρια και παρακινούσαν τούς πιστούς σε εγκαρτέρηση. Το παλαιό αρχείο της καθολικής επισκοπής, πού θα μπορούσε να μας δώση πολύτιμες πληροφορίες, κάηκε κατά την ελληνική επανάσταση του 1822. Σώθηκαν δύο μόνο βιβλία των γάμων, βαπτίσεων και θανάτων, πού βρίσκονταν στο σπίτι του τότε εφημερίου – άγνωστο ποιού. Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή «Matrimonia contracta in domibus a diversis sacerdotibus propter persecutionem ritus nostril post adventum Venetorum», γραμμένη τον Οκτώβριο του 1694 στην σ. 126, με αύξ. αριθ. καταγραφής 1547.
Η παρακμή της καθολικής κοινότητας της Χίου – παρά το ενδιαφέρον της γαλλικής αυλής και των Γάλλων διπλωματικών αντιπροσώπων – συνεχίζεται και στα μετέπειτα χρόνια, γιατί εξακολουθεί η δυσπιστία των Τούρκων απέναντι των μισσιοναρίων με όλα τα συνακόλουθά της, με τις φυλακίσεις, υπερβολικές φορολογικές επιβαρύνσεις, κατηγορίες, συκοφαντίες, κλήσεις στον καδή κ.λπ. Μολαταύτα οι ιησουίτες εμμένουν με ζήλο και αυταπάρνηση στην αποστολή τους και ύστερ’ από λίγα χρόνια, στα 1714, όπως αναφέρει ο αποστολικός επισκέπτης Tarillon, κατορθώνουν να δημιουργήσουν ανεκτικό περιβάλλον και να προσφέρουν τις πνευματικές τους υπηρεσίες και σ’ αυτούς ακόμη τούς 1.200 καθολικούς σκλάβους των 4 γαλερών του νησιού, Γερμανούς, Ισπανούς, Ιταλούς και Γάλλους.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στα 1729, ο Fourmont αναφέρει ότι η καθολική εκκλησία της Χίου είχε 60 ιερείς, χωρίς να λογαριαστούν οι ιησουίτες και οι καπουκίνοι.
Από την Χίο ήταν εύκολο να κινηθή η φιλοδοξία των μισσιοναρίων και προς την Μυτιλήνη με τις 3 πόλεις και τα 80 χωριά της, προς τα Μοσχονήσια και την Σάμο με τις 12-15.000 κατοίκους και τα 18 χωριά της, από τα οποία 3 έμοιαζαν με πόλεις. Μολαταύτα δεν έγινε εκεί καμμιά μόνιμη εγκατάσταση.
Ο Tarillon αναφέρει ότι ο αριθμός των καθολικών της Χίου, παρά τούς διωγμούς, αυξήθηκε από 3.000 (έναντι 10.000 Τούρκων και 100.000 ορθοδόξων) σε παραπάνω από 7.000, αλλά η είδηση δεν είναι ακριβής. Πάντως γεγονός είναι ότι κατά τα μέσα του 18ου αι. οι καθολικοί κατόρθωσαν να προσηλυτίσουν έναν αριθμό ορθοδόξων, πράγμα πού προκάλεσε νέα ένταση στις σχέσεις των δύο στοιχείων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός ομαδικού προσηλυτισμού 80 ορθοδόξων του χωριού Δαφνώνας, οι οποίοι στην αλληλογραφία των καθολικών αναφέρονται ως neofotisti και neofiti. Τέλος η αρμονική συμβίωση αποκαθίσταται και πάλιν, πολλές μάλιστα εκκλησίες μέσα στην πόλη και στην ύπαιθρο εξυπηρετούν τις κοινές πνευματικές ανάγκες των κατοίκων των δύο δογμάτων (το δεξιό κλίτος για τούς ορθοδόξους και το αριστερό για τούς καθολικούς) και τελούνται μεικτοί γάμοι, οι οποίοι όμως απορροφούν βαθμιαία την μειοψηφία.
Η κατάπτωση της καθολικής εκκλησίας είναι περισσότερο έκδηλη κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι.: στα 1757 οι καθολικοί είναι περίπου 1.600 και στα 1791 μόνο 1.101. Κάπου κάπου παραπονούνται για καταδρομές των ορθοδόξων εκκλησιαστικών κύκλων. Το τελειωτικό κτύπημα το έδωσε η καταστροφή της Χίου στα 1821. Σήμερα την καθολική κοινότητα της Χίου την αντιπροσωπεύουν 20 περίπου ελληνικές οικογένειες με τον μοναδικό τους ιερέα. Η ίδια τροχιά προς την παρακμή των καθολικών κοινοτήτων διαγράφεται και στα άλλα νησιά του Αιγαίου, στην Νάξο, Σύρα, Πάρο, Άνδρο κ.α.
Ακολουθούν όμως τα δυσμενή για τούς καθολικούς γεγονότα, η υποτέλεια (1537) και τέλος εξαφάνιση (1566) του δουκάτου του Αιγαίου, καθώς και οι ποικίλες καταπιέσεις σε βάρος των αρχιεπισκόπων dalla Cavele, Pisani καί Domenico della Grammatica, πού έχουν καταστρεπτικές συνέπειες. Έτσι, όταν στις αρχές του 17ου αι. έρχεται ο τέταρτος αρχιεπίσκοπος Rendi, δεν υπάρχει κτηματική περιουσία της δυτικής εκκλησίας στο νησί. Έχει πουληθή και βρίσκεται στα χέρια των δυνατών του τόπου, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος στην έκθεσή του του 1601, όπου μας δίνει ποικίλες και ενδιαφέρουσες άλλες πληροφορίες για τις επιτυχείς προσπάθειές του ν’ αποκτήση διάφορα προνόμια για την καθολική εκκλησία των Κυκλάδων.
Επλήρωνε για την Εκκλησία του στην Νάξο και Πάρο 24 τσεκίνια τον χρόνο, στον καπουδάν πασά 8 τσεκίνια, για την εκκλησία του Αγ. Αντωνίου 4 τσεκίνια και πολλά άλλα ακόμη μικρά και μεγάλα ποσά για διαφόρους λόγους στον σουλτάνο, καπουδάν πασά και στον μπέη των γαλερών της Νάξου. Μολαταύτα, από τον φόβο των αβανιών και από την φτώχεια του δεν τολμούσε να συγκεντρώση τούς επισκόπους και ιερείς της δικαιοδοσίας του, Νάξου, Πάρου, Σύρας, Άνδρου, Μήλου και Σαντορίνης.
Το κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ζούσαν οι καθολικοί του νησιού στα 1700, ήταν το εξής: Οι απόγονοι των φεουδαρχών ζούσαν στον κόσμο τους με κύρια απασχόληση το κυνήγι ή έμεναν κλεισμένοι και απομονωμένοι συνήθως μέσα στους τετράγωνους πύργους της εξοχής ή στο Κάστρο, αιχμάλωτοι των απαρχαιωμένων ιδεών και συνηθειών τους, φροντίζοντας να μη έλθουν σε επιγαμίες με τις επίσημες ορθόδοξες οικογένειες, πού κατοικούσαν έξω απ’ αυτό και οι οποίες δεν υστερούσαν και αυτές σε ματαιοδοξία: και οι μεν και οι δε δεν μιλούσαν για τίποτε άλλο παρά για τα περασμένα μεγαλεία τους, για τα γενεαλογικά τους δένδρα, των Justiniani, των Grimaldi, των Sommaripa των Παλαιολόγων ή Κομνηνών. Και όμως οι περήφανοι αυτοί ευγενείς, όταν έφθανε στο νησί ο πιο ασήμαντος μπέης γαλιότας, έσπευδαν ν’ αλλάξουν τον βελούδινο σκούφο τους με τον κόκκινο πού φορούσαν οι καταδικασμένοι να κωπηλατούν στις γαλέρες και έτρεμαν εμπρός στον πιο μικρό αξιωματικό του καραβιού. Γελοία επίσης για τούς ξένους, αλλά γραφική και εκφραστική του κλίματος των ιδεών, ήταν και η επιστροφή των οικοδεσποινών, μετά τον τρυγητό, από την έξοχή στο Κάστρο: 30-40 γυναίκες του σπιτιού στην σειρά, άλλες πεζή και άλλες επάνω σε γαϊδούρια κρατώντας επιδεικτικά διάφορα φορέματα ή σκεύη, ακολουθούσαν την κυρία πού ανεβασμένη σ’ ένα ψωροάλογο έμπαινε και περνούσε θριαμβευτικά μέσ’ από τους στενούς, λοξούς και λιθόστρωτους δρόμους του κάστρου.
Παρ’ όλες όμως τις δυσκολίες τους οι καθολικοί της Νάξου, συσπειρωμένοι γύρω από τον αρχιεπίσκοπό τους, τελούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Αξίζει να μνημονευθή ιδιαίτερα η δράση ενός θρησκευτικού σωματείου, της «Αδελφότητος του Αγιωτάτου σώματος του Χριστού» (έτος ιδρύσεως 1226), της «Confraternita del sanrissimo Corpo di Cristo». Από την έκθεση του αποστολικού επισκέπτη Tarillon αντλούμε αρκετά ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την αδελφότητα αυτή, πού ονομαζόταν τότε «η αδελφότης των μετανοούντων ή του Εσταυρωμένου» και είχε την έδρα στο δουκικό παρεκκλήσι, στην «Κυρά μας Καπέλλα». Η αδελφότητα δρούσε σύμφωνα με τούς κανονισμούς της Ρώμης και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στους κατοίκους του νησιού. Μέλη της ήταν πια όχι μόνο λατίνοι, αλλά και ορθόδοξοι. Τελούσαν δημόσια λειτουργία την Σαρακοστή και τις μεγάλες γιορτές του χρόνου, περιέθαλπαν φτωχές οικογένειες και φρόντιζαν να φέρνουν την Θεία Κοινωνία στους ασθενείς.
Οι ιησουίτες με την μειλίχια και ευγενική στάση τους προσπαθούν και κατορθώνουν να κερδίσουν την αγάπη και την εύνοια των ορθοδόξων ιερέων και επισκόπων, ώστε να τους επιτρέπουν να κάνουν κηρύγματα και κατήχηση μέσα στις εκκλησίες τους. «Οι συνηθισμένες μας απασχολήσεις, γράφει στα 1714 ο αποστολικός επισκέπτης Tarillon, στο Κάστρο είναι τα κηρύγματα της Σαρακοστής και του Σαρανταήμερου στην μητρόπολη και στην εκκλησία μας, όπου το ακροατήριο αποτελείται από Λατίνους και Έλληνες, οι διδαχές στις συναθροίσεις του Σαββάτου και οι κατηχήσεις των αγοριών την Κυριακή και των κοριτσιών την Δευτέρα. Εκτός απ’ αυτά έχουμε μιά μεγάλη τάξη παιδιών των Λατίνων και των Ελλήνων, όπου οι νέοι κληρικοί ανατρέφονται ξεχωριστά. Κάθε Παρασκευή, μετά το γεύμα, ένας από τούς πατέρες μιλεί στην μητρόπολη για διάφορα θέματα συνειδήσεως και ο αρχιεπίσκοπος είναι παρών πάντοτε με τον κλήρο του. Ο πατήρ εξηγεί πρώτα τα ζητήματα, έπειτα ο καθένας προβάλλει τα προβλήματά του».
2. Στην Νάξο, εκτός από τούς ιησουίτες, είχαν έλθει στα 1627, όπως είδαμε, ως μισσιονάριοι και οι καπουκίνοι, στους οποίους είχε παραχωρηθή ένα καλό κτήμα. Οι καπουκίνοι ίδρυσαν το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου του Παταβίνου και σύγχρονα άνοιξαν και σχολείο, όπου εδίδασκαν ανάγνωση, γραφή, λίγη γραμματική και αριθμητική. Στα 1678 επισκέπτεται το σχολείο (αριθμούσε τότε 55 μαθητές), ο αποστολικός επισκέπτης Venier, ο οποίος λέγει στους μοναχούς να φροντίσουν για την συντήρησή του, γιατί ήταν η «πεμπτουσία των ιεραποστολών, και ότι η Ιερή Προπαγάνδα δεν τούς συνιστούσε τίποτε άλλο». Ο ανταγωνιστικός όμως ζήλος μεταξύ ιησουιτών και καπουκίνων τούς έφερνε κάποτε σε οξείες διενέξεις και ρήξεις. Αν κοντά σ’ αυτές ο αναγνώστης προσθέση και τις ιδεολογικές ζυμώσεις και προστριβές ορθοδόξων και λατίνων, θα σχηματίση μιά σωστή ιδέα για μερικά μαύρα σύννεφα, πού σκοτείνιαζαν κάπου κάπου την θρησκευτική ατμόσφαιρα του μικρού νησιού.
Γενικά, αν εξαιρέση κανείς την μονή των φραγκισκανών, την αρχαιότερη μέσα στο νησί, της οποίας οι μοναχοί κάθε άλλο παρά λειτουργοί τού Θεού ήταν, εσωτερική οργάνωση της εκκλησίας και η ζωή των καθολικών ιερωμένων της Νάξου ήταν καλή. Η φιλάνθρωπή τους μάλιστα συμπεριφορά απέναντι των φτωχών και ασθενών, σε οποιοδήποτε θρησκευτικό δόγμα και αν ανήκαν, ήταν χτυπητή, ιδίως σε καιρούς επιδημιών και πολιτικών ανωμαλιών. Γι’ αυτό η παρουσία τους δεν ήταν δυσάρεστη στους ορθοδόξους. Στις θρησκευτικές τους γιορτές ήταν παρών και ο ίδιος ορθόδοξος κλήρος ή και συχνά έπαιρνε ενεργό μέρος. Πολύ γραφική μάλιστα εικόνα παρουσίαζε η πομπή των ορθοδόξων, όταν με τον σταυρό, τα λάβαρα, τα εξαπτέρυγα και με τις ψαλμωδίες προϋπαντούσαν έξω από το χωριό τους τον αποστολικό επισκέπτη ή άλλον καθολικό επίσημο.
Στο νησί ζουν επίσης και μερικές δομινικανές μοναχές, αλλά χωρίς αυστηρούς κανόνες. Αυτές, κατά τα τέλη του 18ου αι. σύμφωνα με έκθεση (της 5 Απριλίου 1792) του αρχιεπισκόπου Crispi, ζούσαν έξω από το μοναστήρι, μέσα στα σπίτια τους. Επειδή όμως ο τρόπος της ζωής τους δεν ήταν κόσμιος, ο λατίνος ιεράρχης έγραφε ότι δεν επρόκειτο να ντύση άλλες με το μοναχικό ένδυμα, αλλά θα τις άφηνε (τις 9 πού είχαν απομείνει από τις 14) να εξακολουθήσουν την ζωή τους, ωσότου σβήσουν η μιά ύστερ’ απ’ την άλλη. Οι διάδοχοί του κατόπιν ας έκαναν ό,τι θα τούς υπαγόρευε η φρόνηση και ο ζήλος τους.
Πάντως αισθητή ήταν η ανάγκη για την ίδρυση ενός γυναικείου μοναστηριού με αυστηρούς μοναχικούς κανονισμούς. Στα 1714 κιόλας είχε προτείνει ο Tarillon να ιδρυθή μοναστήρι ουρσουλινών υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα δεν θα παρουσίαζε δυσκολίες, αρκεί 2-3 Γαλλίδες μοναχές ν’ αναλάμβαναν μέσα σε 4-5 χρόνια να εκπονήσουν τον κανονισμό και να γίνουν κατόπιν πρότυπα μοναστικής αρετής και ζωής. Η σκέψη αυτή είχε κιόλας προχωρήσει, αφού μάλιστα ο αρχιεπίσκοπος από την παλιά οικογένεια των Ιουστινιανών είχε παραχωρήσει -για το μελλοντικό αυτό ίδρυμα- μεγάλο οικόπεδο στο ωραιότερο μέρος του Κάστρου. Τρόφιμες του μοναστηριού αυτού θα ήταν τόσο οι νέες χήρες, πού συνήθιζαν να μην ξαναπαντρεύωνται στα νησιά του Αιγαίου, όσο και πολλές νέες κοπέλλες πού δεν παντρεύονταν, γιατί δεν είχαν την περιουσία την ανάλογη με την κοινωνική τους θέση ή και δεν είχαν καθόλου περιουσία, εφόσον την κληρονομούσε, κατά το φεουδαλικό δίκαιο, ο πρωτότοκος γιος ή η πρωτότοκη κόρη. Οι υστερότοκοι ακολουθούσαν συνήθως το εκκλησιαστικό στάδιο και οι κόρες έμεναν στο σπίτι με το ένδυμα της δομινικανής, ενώ στην πραγματικότητα έκαναν υπηρετική εργασία. Εκτός όμως από τις απόκληρες αυτές, υπήρχαν και άλλες, τόσο καθολικές όσο και ορθόδοξες, πού επιθυμούσαν ν’ ακολουθήσουν το μοναχικό στάδιο.
Πραγματικά αργότερα, του αρχιεπισκόπου Antonio Maturi (1733- 1749), ιδρύεται επιτέλους το μοναστήρι των ουρσουλινών , πού σώζεται ως σήμερα. Το μοναστήρι αυτό, καθώς και το αντίστοιχο των δομινικανών της Σαντορίνης, ήταν τα μόνα γυναικεία καθολικά μοναστήρια στην Ανατολή.
Μολαταύτα οι ιησουίτες της Νάξου αγωνίζονται ν’ αποδώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Με κέντρο το νησί τους περιοδεύουν κατά καιρούς, κάνουν διδαχές και σημειώνουν, φαίνεται, ορισμένες επιτυχίες στα νησιά, Σίφνο, Σέριφο, Τζιά (Κέα), Θερμιά (Κύθνο), Άνδρο, Πάρο, Αντίπαρο, Τήνο, Μύκονο, Ικαρία και Κίμωλο, δηλαδή ανάμεσα σε περισσότερους από 40.000 κατοίκους. Υπερβολικά όμως, αν όχι ασύστατα, είναι όσα γράφει ο αποστολικός επισκέπτης Tarillon στα 1714, ότι οι επιτυχίες τους είχαν ξεπεράσει τις προσδοκίες τους. Φαίνεται ότι δεν επρόκειτο τόσο για την εξάπλωση του δυτικού δόγματος, όσο της επιρροής τους, κυρίως στην Πάρο, όπως θα ιδούμε λίγο παρακάτω.
Κατά τα τέλη του 18ου αι., συγκεκριμένα μετά την άφιξη και κατά την μακριά παραμονή του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο, η θέση των καθολικών γίνεται δύσκολη, γιατί αναζωπυρούνται οι θρησκευτικές αντιθέσεις. Στην έδρα του δουκάτου, στην Νάξο, εξακολουθούν βέβαια να επιζούν μερικές από τις παλιές φεουδαρχικές οικογένειες, πού είχαν κάποιους συγγενικούς δεσμούς με τον δουκικό οίκο των Crispi, όπως π.χ. οι Sommaripa, Grimaldi, Barozzi, Sforza-Castri, Cocco, Baseggio, Della Rocca και Coronello (υπήρχαν και δυό άλλες οικογένειες, πού είχαν εγκατασταθή τον 17ο αι. στο νησί, του Raymond de Modena και του Lastique de Vigouroux), η δύναμη όμως όλων αυτών των οικογενειών είχε μειωθή σημαντικά. Ό,τι είχε απομείνει από την αίγλη του αρχαίου δουκάτου ήταν το παλάτι, πού κατέρρεε κι’ αυτό σε ερείπια, ένας τετράγωνος πύργος στην κορυφή του Κάστρου, από το κιγκλιδωτό μπαλκόνι του οποίου η θέα προς την απέραντη θάλασσα ήταν γοητευτική. Μόνον η θρησκευτική εξουσία αντιπροσωπευόταν με τον καθεδρικό πεντάκλιτο ναό (έργο του πρώτου δούκα), στο δάπεδο του οποίου σώζονται ακόμη ως σήμερα πολλές επιτάφιες πλάκες με τα ονόματα των παλιών φραγκικών οικογενειών. Ο λατίνος αρχιεπίσκοπος είχε μικρά εισοδήματα, κατ’ αντίθεση προς τον ορθόδοξο.
Στα 1773 οι ιησουίτες αποχωρούν από την Νάξο, καθώς και από τις άλλες θέσεις τους στην Ανατολή, γιατί το τάγμα τους καταργείται επί Κλήμεντος ΙΔ’ (1769-1774). Στα καθήκοντά τους και στα κτήματα τούς υποκαθιστούν οι λαζαριστές στα 1782 ή 1783, σύμφωνα με διάταγμα του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και με την έγκριση του πάπα Πίου ΣΤ’ (1775-1799).
Ο επίσκοπος Ιωάννης Βαπτιστής Crispi στην έκθεσή του της 25 Απριλίου 1792 καταγγέλει με τα εξής την εχθρική στάση το συναδέλφου του ορθόδοξου επισκόπου: «Οι Έλληνες σχισματικοί (ορθόδοξοι) υπερβαίνουν τον αριθμό των 10.000 ψυχών• οι παπάδες και οι καλόγεροί τους είναι πάνω από 100. Τρέφουν πάντα μίσος αδυσώπητο εναντίον των καθολικών, το οποίο αυξάνει από τις ευκαιρίες και το θάρρος, πού τούς δίνει η προπετής εξουσία του κακόβουλου και κακόπιστου αρχιεπισκόπου τους. Αυτός ασκεί τόση επιρροή στο πνεύμα όλων με το να είναι ο απόλυτος κύριος και ο μοναδικός δεσποτικός άρχοντας του τόπου. Γι’ αυτό και οι δικοί του τολμούν κάθε λίγο να χλευάζουν, ν’ αδικούν και να ταπεινώνουν όχι μόνο τα πρόσωπα των πολλών δικών μας καθολικών, αλλ’ ακόμη και τις ίδιες τις εκκλησίες μας, όχι τόσο ακόμη αυτές πού βρίσκονται μέσα στο φρούριο, γιατί είναι καλά ασφαλισμένες και προφυλαγμένες, αλλ’ αυτές πού έχουμε έξω από το φρούριο, στο προάστειο (borgo), και τις άλλες εκκλησούλες της υπαίθρου. Σπάζουν τις πόρτες, ρίχνουν μέσα ακαθαρσίες και καταστρέφουν τα ομοιώματα, καθώς και κάθετι άλλο ιερό πού βρίσκεται εκεί. Και όταν σε τέτοιες περιπτώσεις εκφράζω τα δίκαια παράπονά μου ζητώντας ικανοποίηση, υποκρίνεται (ο Έλληνας αρχιεπίσκοπος) ότι λυπάται, απειλεί με τιμωρίες αυτούς πού εγκλημάτησαν και υπόσχεται ότι θα προβή σε επισκευές. Όλα όμως τελειώνουν με ωραία λόγια και αρχίζουμε πάλι από την αρχή. Αυτό σημαίνει καθαρά ότι η αυτός είναι εκείνος πού τα προκαλεί όλα αυτά ή τουλάχιστο έχει γνώση ότι διαπράττονται παρόμοιες απρέπειας».
Πηγή: Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού -Δ’ τόμος, Θεσσαλονίκη 1973.