π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Η Ιερωσύνη
H Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται τη γενική ιεροσύνη τού λαού τού Θεού (Α’ Πέτρ. β’ 9. Αποκ. α’ 6. ε’ 10. κ’ 6), η οποία υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη (Έξοδ. ιθ’ 6). Όμως αυτή η γενική ιεροσύνη δεν απέκλειε την ύπαρξη και ειδικής ιεροσύνης, πού αποσκοπούσε στην οικοδομή τού λαού και στην άσκηση της θείας λατρείας (Έξοδ. κη’ 1. κθ’ 9. λ’ 30. μ’ 12-13).
Η Εκκλησία μας δεν αμφισβητεί πως η ιεροσύνη τού Χριστού είναι αμετάθετη και πώς δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει άλλο είδος ιεροσύνης (Έβρ. Ζ’ 23-26). Αυτό όμως δεν αποκλείει την ύπαρξη «ιεροσύνης» με σχετική έννοια, σαν «μετοχή» στη μία και μοναδική ιεροσύνη τού Χριστού. Η αγία Γραφή κάνει λόγο για «ιερείς» της Καινής Διαθήκης οι οποίοι δεν θα έχουν σχέση με την Ααρωνική ιεροσύνη και θα προέρχονται από τα έθνη (Ησ. ξστ’ 18-21). Οι ιερείς αυτοί θα διακονούν στο χριστιανικό θυσιαστήριο (Εβρ. ιγ’ 10. Α’ Κορ. ι’ 21) και θα προσφέρουν «θυσίαν καθαράν» (Μαλαχ. α’ 11).
Οι ιερείς της Καινής Διαθήκης δεν έχουν δική τους ιεροσύνη, ανεξάρτητα από την ιεροσύνη τού Χριστού. Όπως ακριβώς η θεία ευχαριστία πού τελείται στην Εκκλησία αποτελεί «μετοχή» στη θυσία τού Γολγοθά , έτσι και η ιεροσύνη της Εκκλησίας αποτελεί «μετοχή» στην ιεροσύνη τού Χριστού πού είναι μοναδική.
Οι ιερείς της Εκκλησίας είναι διάκονοι και οικονόμοι των μυστηρίων τού μόνου Αρχιερέως (Α’ Κορ. γ’ 5-9. δ’ 1. Τίτ. α’ 7. Α’ Πέτρ. δ’ 10). Ο Χριστός είναι ο μόνος μεσίτης μέσω Αυτού επιτυγχάνεται η συμφιλίωση με τον Θεό (Ιω. δ’ 6.13-14. Α’ Τιμ. β’ 5).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία συνεχίζει την αποστολική παράδοση. Στην ιεροσύνη διακρίνει τρεις βαθμούς: το διάκονο, τον πρεσβύτερο και τον επίσκοπο.
Οι απόστολοι είχαν πλήρη συναίσθηση της διαδοχής τού επισκοπικού αξιώματος. Στην περίπτωση εκλογής τού Ματθία γίνεται φανερό πώς το αποστολικό αξίωμα ήταν ανεξάρτητο από το συγκεκριμένο πρόσωπο (Πράξ. α’ 15-26). Ο απόστολος Παύλος κάνει λόγο όχι μόνο για «επισκόπους», αλλά και για «επισκοπή» (Α’ Τιμ. γ’ 1). Καθορίζει μάλιστα και τα προσόντα πού πρέπει να έχουν οι υποψήφιοι «επίσκοποι» (Α’ Τιμ. γ’ 2-7) και «διάκονοι» (Α’ Τιμ. Υ’ 8-13).
Βέβαια η Καινή Διαθήκη ταυτίζει κατ’ αρχήν τούς όρους «επίσκοπος» και «πρεσβύτερος» (Πραξ. κ’ 17.28), όμως αυτό δεν σημαίνει πώς στην αποστολική Εκκλησία δεν υπήρχε τρίτος βαθμός της ιεροσύνης. Ο Τίτος επί παραδείγματι ήταν επίσκοπος Κρήτης και ο Τιμόθεος εκτελούσε επισκοπική διακονία στην Εκκλησία της Εφέσου. Σ’ αυτή τη διακονία περιλαμβανόταν και η εγκατάσταση πρεσβυτέρων και διακόνων, και μάλιστα με χειροτονία (Τίτ. α’ 5), με την οποία μεταδιδόταν το «χάρισμα» της ιεροσύνης (Β’ Τιμ. α’ 6. Πρβλ Α’ Τιμ. ε’ 22. Πράξ. κ’ 28).
Αυτά δεν αποτελούν μεταγενέστερες απόψεις, αλλά Γραφική διδασκαλία, όπως την κήρυξε η πρωτoχριστιανική Εκκλησία, πού είναι στύλoς και εδραίωμα της αληθείας (Α’ Τιμ. γ’ 15).
Ο Κλήμης, επίσκοπος Ρώμης (†96), κάνει λόγο για «ιερείς» και «αρχιερείς» και συνδέει την πραγματικότητα της Εκκλησίας με την πραγματικότητα της αγίας Γραφής. «Και δώσω τούς αρχοντάς σου εν ειρήνη και τούς επισκόπους σου εν δικαιοσύνη» λέγει ο προφήτης (Ησ. ξ’ 17 κατά τους Ο‘).
Ο Κλήμης αναφέρεται στον στίχο αυτό και υπογραμμίζει τις ιδιαίτερες λειτουργίες «του αρχιερέως», των «ιερέων» και των «λευιτών», δηλαδή των διακόνων (Κλήμ., Α’ Κορ. 40,5. 42,3-4. 44,1-4).
Ο άγιος Iγvάτιoς (†107) διακρίνει τούς τρεις βαθμούς της ιεροσύνης και υπογραμμίζει: «πάντες τω επισκόπω ακολουθείτε, ως Ιησούς Xριστός τω Πατρί, και τω πρεσβυτερίω ως τοις απoστόλoις τούς δε διακόνους εντρέπεσθε, ως Θεού εντολήν… εκείνη βεβαία ευχαριστία ηγείσθω, η υπό τον έπίσκοπον ούσα, η ω αν αυτός επιτρέψη» «Ο λάθρα επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω δουλεύει» (Iγv., Σμυρν. VIII, 1.9).
Κατά την αντίληψη αυτή, έξω από τον επίσκοπο υπάρχουν μόνο συναθροίσεις αιρετικών. Ο άγιος Πολύκαρπος (†156) αναφέρει πώς η διδασκαλία του Iγνατίoυ είναι διδασκαλία της Εκκλησίας του πρώτου αιώνος (Πολυκ., Έπισr. πρός Φιλ. 13).
Ο Ηγήσιππος, πού έγραψε γύρω στο 180 μ.Χ. και διασώζει την απoστoλική παράδοση, δίνει την πληροφορία πώς η απoστoλική διαδοχή ήταν καθολικά παραδεκτή από την Εκκλησία (Ηγήσ., Απόσπ. 5, ΒΕΠ 5,85).
Το ίδιο υπογραμμίζει και ο Ειρηναίος (†202), ο οποίος προσθέτει πώς πρέπει να υπακούμε στους ιερείς της Εκκλησίας γιατί είναι διάδοχοι των αποστόλων και ότι με τη διαδοχή του επισκοπικού αξιώματος έλαβαν και το «βέβαιο χάρισμα της αληθείας» (Ειρην., Κατά αίρ. Γ’ 3,1. Δ’ 26,2. Έλεγχος ψευδ. γv. Γ’ 3,3).
Ο Ιππόλυτος (†235), μαθητής του Ειρηναίου, γράφει πώς ουσιαστική βοήθεια για να αποφευχθεί η πλάνη των αιρέσεων είναι «το εν τη Εκκλησία παραδοθέν Άγιον Πνεύμα, ου τυχόντες πρότεροι οι απόστoλoι μετέδοσαν τοις ορθώς πεπιστευκόσιν’ ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες της τε αυτής χάριτος μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας και φρουροί της Εκκλησίας λελογισμένοι ουκ οφθαλμώ νυστάζoμεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν, αλλ’ ουδέ πάση ψυχή και σώματι εργαζόμενοι κάμνομεν…» (Ιππολ., Έλεγχος, πρόλ., ΒΕΠ 5,199).
Με άλλα λόγια βλέπουμε πως η πρωτoχριστιανική Εκκλησία είχε πλήρη συνείδηση της ενότητας μεταξύ της αποστολικής διαδοχής και της αποστολικής διδαχής, δηλαδή της Ορθοδοξίας.
Ο Ωριγένης (†253/254) υπογραμμίζει τη θεία προέλευση της ιεροσύνης στην Εκκλησία και προσθέτει πώς «οι λειτουργοί και ιερείς πρέπει να αναδέχονται τα αμαρτήματα του λαού» (Ωριγ., Εις Λευϊτ. Υ, 3).
Ο Κυπριανός (†258) αναφέρει πως οι επίσκοποι είναι «εκπρόσωποι και διάδοχοι των αποστόλων» και σ’ αυτούς αναφέρεται τώρα το «ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί, ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λουκ. ι’ 16)˙ «όλα τα σχίσματα και οι αιρέσεις πού υπήρξαν και θα υπάρξουν, προέρχονται από το ότι ορισμένοι άνθρωποι περιφρονούν με θρασύτητα τον ένα επίσκοπο, ο οποίος προΐσταται της Εκκλησίας» (Κυπρ., Έπιστ. 66, 4-5).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκφράζει την πίστη της Εκκλησίας της εποχής του με ακόμη σκληρότερη γλώσσα: «Μανία γάρ περιφανής υπεροράν της τοιαύτης αρχής, ης άνευ ούτε σωτηρίας ημίν ούτε των επηγγελμένων τυχείν εστίν αγαθών», δηλαδή είναι τρέλα να περιφρονεί κανείς την ιεροσύνη, γιατί χωρίς την ιεροσύνη ούτε σωτηρία μπορεί να επιτευχθεί, ούτε τα αγαθά πού υποσχέθηκε ο Θεός μπορούμε να επιτύχουμε (Χρυσ., Περί ιερωσ., λόγ. Γ’ 5).
Κατά τον Γρηγόριο το Θεολόγο ο Θεός εμπιστεύθηκε στους ιερείς «τα μυστήρια, τα οποία ανυψώνουν προς τον ουρανό και αποτελούν το μεγαλύτερο και πολυτιμότερο πράγμα από όλα όσα διαθέτομε» (Λόγ. Β 4, Απολογία περί της φυγής).
Η Ορθόδοξη λοιπόν Εκκλησία από την εποχή των αποστόλων μέχρι σήμερα ερμηνεύει με τον ίδιο τρόπο τα σχετικά εδάφια της αγίας Γραφής και δέχεται την ιεροσύνη και την αποστολική διαδοχή.
Δεν μπορεί να συμμερισθεί την άποψη του προτεσταντισμού σ’ αυτό το θέμα.
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com