Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Η μεγάλη αρπαγή, αιχμαλωσία και μετακίνηση
των Αφρικανών σκλάβων αντίπερα
Η ιστορία της παγκόσμιας οικονομίας είναι αλληλένδετη με την πρωτοφανή σε έκταση και αριθμούς μετακίνηση ανθρώπων, ηθελημένα ή βιαίως, σε χερσαία εδάφη, ποταμούς, πελάγη και ωκεανούς. Το διάστημα μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα, η όλη διαδικασία γνώρισε μεγάλη επιτάχυνση, ειδικά μέσω του μεγάλου Ατλαντικού Ωκεανού, γεγονός που σημάδεψε όχι μόνο εκείνη την επώδυνη για πολλούς εποχή, αλλά ακόμα και τις μέρες μας με τα σημερινά συνήθη, σοβαρά όπως αποδεικνύεται, κάποιες φορές επεισόδια που λαμβάνουν χώρα μέσα στους δρόμους των μεγαλουπόλεων στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στο Νέο Κόσμο. Η βασικότερη αιτία, γενικώς, εντοπιζόταν στο γεγονός της δραματικής έλλειψης εργατικών χεριών τόσο στις καθιερωμένες μεγάλες δυνάμεις και αυτοκρατορίες εκείνη την εποχή, όσο και στις αναδυόμενες παράλληλα. Από το τέλος του 14ου αιώνα και τις αρχές
του 15ου αιώνα, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να συλλαμβάνουν και να απαγάγουν τους νέους και υγιείς μαύρους ανθρώπους από την Αφρική παρά τη θέλησή τους, οι οποίοι αρχικά χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως υπηρέτες για τους πλούσιους κατοίκους. Η αρπαγή των μαύρων, η δουλεία και ο εξαναγκασμός σε εργασία, όμως, έγιναν ταυτόσημα με την έννοια της δραματικής, όπως αποδείχτηκε, ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Βεβαίως για να είμαστε αφόρητα ειλικρινείς, το φαινόμενο της δουλείας δεν ήταν σύμφυτο αποκλειστικώς με τους παραπάνω αιώνες. Από την αρχαία Αίγυπτο μέχρι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι δούλοι βρίσκονταν πάντα στο προσκήνιο. Οι πρόοδοι που σημειώθηκαν στη μετακίνηση μέσω των θαλασσών και της ναυσιπλοΐας, ειδικά από τη δυναμική χώρα της Μεγάλης Βρεττανίας, έδωσε μεγαλύτερο έναυσμα στην αρπαγή και εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού της μαύρης ηπείρου. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι οι αρπαγές των μαύρων κατηύθυναν τους σκλάβους όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και σε άλλες χώρες. Το μεγαλύτερο ποσοστό εκείνων που οδηγήθηκαν βιαίως μέσω του Ατλαντικού στην Αμερική ήταν άντρες, σε αντίθεση με τις γυναίκες οι οποίες κατευθύνονταν κυρίως σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αραβικής Χερσονήσου με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως υπηρέτριες και παλλακίδες.
Οι Ευρωπαίοι δικαιολογούσαν κατά κάποιο τρόπο την αρπαγή των μαύρων σκλάβων με το επιχείρημα ότι παρείχαν μια ευκαιρία στους Αφρικανούς να γίνουν Χριστιανοί και να ξεφύγουν έτσι από δεισιδαιμονίες αιώνων! Μέχρι το 17ο αιώνα, η βίαιη απομάκρυνση των σκλάβων από την Αφρική είχε πάρει την έννοια του ιερού σκοπού που είχε την πλήρη υποστήριξη της Χριστιανικής Εκκλησίας, κι όταν οι ατρόμητοι Ισπανοί και Πορτογάλοι τυχοδιώκτες, θαλασσοπόροι και καπετάνιοι άρχισαν να εξερευνούν το έδαφος της νέας ηπείρου που παρουσιαζόταν μπροστά τους, της Αμερικής, πήραν και τους Αφρικανούς υπηρέτες μαζί τους! Μερικοί από αυτούς αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ώ του θαύματος, ότι ήταν επίσης εξαιρετικοί και σκληροτράχηλοι εξερευνητές. Ο σημαντικότερος απ’ αυτούς ήταν ο Estevanico, ο οποίος οδήγησε την πρώτη ευρωπαϊκή αποστολή στο Νέο Μεξικό και την Αριζόνα. Ο βερβερίνος Estevanico (περ. 1500-1539) ήταν από τους πρώτους Αφρικανούς που έφτασαν και πάτησαν στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών. Αρχικά αρπάχτηκε ως σκλάβος από τους Πορτογάλους και πωλήθηκε σε έναν Ισπανό ευγενή, ενώ το 1527 επιλέγηκε για την αποστολή της εξερεύνησης Narváez που είχε αντικειμενικό σκοπό να δημιουργήσει μια αποικία στη Φλόριντα.
Οι άνθρωποι που ζούσαν στην Αμερική, οι ιθαγενείς, φυσικά αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν στην προσπάθεια των Ευρωπαίων να καταλάβουν τη γη τους. Ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικά αγώνες, έλαβε χώρα στην Κούβα, το 1512. Επικεφαλής της αντίστασης, ήταν ο Hatuey. Σύμφωνα με τον Ισπανό ιστορικό του 16ου αιώνα, κοινωνικό μεταρρυθμιστή και Δομινικανό μοναχό Bartolomé de las Casas, 1484-1566), ο Hatuey υποστήριζε ότι, ‘… Μας λένε, αυτοί οι τύραννοι, ότι λατρεύουν τον θεό της ειρήνης και της ισότητας, και όμως έχουν σφετεριστεί τη γη μας για να μας κάνουν σκλάβους τους. Μας μιλούν για μια αθάνατη ψυχή και τις αιώνιες ανταμοιβές και τιμωρίες, και παρόλα αυτά ληστεύουν τα υπάρχοντά μας, αποπλανούν τις γυναίκες μας, βιάζουν τις κόρες μας. Ανίκανοι απέναντι στη δική μας ανδρεία, αυτοί οι δειλοί καλύπτονται με το σίδηρο που τα όπλα μας δεν μπορούν να σπάσουν’.
Η εξέγερση κατεστάλη τελικά από τον Ντιέγκο Βελάσκεθ, ο οποίος συνέλαβε τον Hatuey και τον εκτέλεσε στις 2 Φεβρουαρίου του 1512. Εκτιμάται ότι πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι ζούσαν στην Κούβα πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, λέγεται ότι υπήρχαν μόνο δύο χιλιάδες. Οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι πέθαναν από την πείνα και τις περιρρέουσες ασθένειες, αυτοκτόνησαν από την απογοήτευση ή πέθαναν από τις κακουχίες επειδή αναγκάστηκαν από τους, αποφασισμένους για κέρδος με όποιο κόστος, κατακτητές να εργάζονται πολλές ώρες συνεχόμενα στα ορυχεία χρυσού.
Μετά την άφιξη των Ευρωπαίων παρατηρήθηκε απότομη μείωση του τοπικού πληθυσμού στα περισσότερα νησιά της Καραϊβικής Θάλασσας. Αυτό δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα για τους Ευρωπαίους οι οποίοι χρειάζονταν οπωσδήποτε και επειγόντως εργατικά χέρια για την αξιοποίηση, αλλά κυρίως, την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των νησιών αυτών. Τελικά, οι Ευρωπαίοι κατέληξαν σε μια ενδιαφέρουσα από ιστορικής άποψης λύση, που δεν ήταν άλλη από την εισαγωγή σκλάβων από την Αφρική, όσο μεγαλόπνοο και μεγαλεπήβολο φάνταζε αυτό το σχέδιο! Μέχρι το 1540, εκτιμάται ότι περίπου δέκα χιλιάδες μαύροι σκλάβοι ετησίως μεταφέρονταν βίαια από την Αφρική για να αντικαταστήσουν τους μειωμένους στις απέναντι ακτές τοπικούς πληθυσμούς. Σύμφωνα με την Suzanne Schwarz, τη συγγραφέα του ‘Slave Captain: The Career of James Irving in the Liverpool Slave Trade’ (1995), αυτό το πονηρεμένο εμπόριο ανθρώπινου φορτίου ήταν παγκόσμιο και διεθνές, με τη συμμετοχή φυσικά όλων των ναυτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, από την Ισπανία και την Πορτογαλία στη Γαλλία, Αγγλία, Ολλανδία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, μέχρι ακόμη του Βραδεμβούργου. Μεταξύ των αρχών του δεκάτου έκτου και του μέσου του δέκατου ένατου αιώνα, έλαβαν χώρα σε απόλυτο αριθμό κάπου 37.000 πλόες με μεταφορά σκλάβων ανάμεσα σε λιμένες των παράκτιων περιοχών του Ατλαντικού, οι οποίοι μετέφεραν συγκεντρωτικά και κατ’ εκτίμηση, κάπου έντεκα με δώδεκα εκατομμύρια άτομα από τη μαύρη ήπειρο.
Οι δαιμόνιοι Βρεττανοί έμποροι ενεπλάκησαν έντονα και μεθοδικά στο συγκεκριμένο δουλεμπόριο και τελικά κατάφεραν να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια αγορά. Κάθε χρόνο, περίπου 72.000 σκλάβοι μεταφέρονταν από την Αφρική προς τις Δυτικές Ινδίες, δηλαδή την περιοχή της Καραϊβικής λεκάνης και του Βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού. Οι Δανοί μετέφεραν λιγότερους, περίπου 3,000, οι Ολλανδοί 7.000, οι Γάλλοι 18.000, οι Πορτογάλοι 8.000, κι οι Βρεττανοί, τέλος, όλους τους υπόλοιπους. Οι Βρεττανοί έχτισαν μάλιστα, παράκτια οχυρά στην Αφρική, όπου κρατούσαν αιχμαλώτους όσους Αφρικανούς συνελάμβαναν μέχρι την άφιξη των πλοίων των σκλάβων (slave-ships) που θα τους παραλάμβαναν για το τελικό ταξίδι και προορισμό στο Νέο Κόσμο. Οι Αφρικανοί στη συνέχεια μεταφέρονταν βιαίως και αλυσοδεμένοι σε περιοχές της Καραϊβικής, της Βραζιλίας και της Βόρειας Αμερικής με σκοπό να συμβάλλουν υποχρεωτικά και δυναμικά στην παραγωγή βαμβακιού, καφέ, ζάχαρης, καπνού, χρυσού και αργύρου για τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς που ανέτειλε ελπιδοφόρα, με συνέπεια τη συνεχή επέκταση των ορυχείων και των φυτειών στα παραπάνω εδάφη. Φυσικά στις διαπραγματεύσεις και στην τελική επιλογή των ‘υποψηφίων’ για μεταφορά στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού μαύρων σκλάβων, ελάμβαναν μέρος και ενεπλάκησαν αναγκαστικά και αφρικανικοί αρχηγοί των φυλών τους οποίους συνεταιρίστηκαν τεχνηέντως οι πολυπράγμονες περί αυτών των διαπραγματεύσεων και συμφωνιών Βρεττανοί, και οι οποίοι ελάμβαναν ως αντάλλαγμα κάποια εμπορεύματα από την Ευρώπη, άγνωστα εν πολλοίς στη μαύρη ήπειρο και κάπως πρωτόγνωρα και φανταχτερά. Αρχικά οι υποψήφιοι σκλάβοι, ήταν πολεμιστές, αιχμάλωτοι από τους διάφορους πολέμους που μαίνονταν μεταξύ των αφρικανικών φυλών. Ωστόσο, η ζήτηση για σκλάβους είχε γίνει τόσο μεγάλη, ώστε άρχισαν να οργανώνονται συχνά εξειδικευμένες και συστηματικές αποστολές και επιδρομές για να συλλάβουν και μεταφέρουν απέναντι νέους, κατά κύριο λόγο, Αφρικανούς. Έχει υπολογιστεί ότι 326.000 σκλάβοι ελήφθησαν από τον Όρμο Bonny μεταξύ 1780 και 1800. Ο Όρμος Bonny, επίσης γνωστός ως Όρμος της Μπιάφρα, βρίσκεται στα ανοικτά των ακτών της Δυτικής Αφρικής, στο ανατολικότερο τμήμα και πέρα από τον Όρμο του Μπενίν, δυτικά του Κόλπου της Γουινέας. Εκτείνεται από το Δέλτα του ποταμού του Νίγηρα στα βόρεια μέχρι να φτάσει το ακρωτήριο Λόπεζ στη Γκαμπόν. Τελικά, πάνω από το 85% των Αφρικανών μεταφέρθηκαν απέναντι με βρεττανικά πλοία, τα περισσότερα των οποίων βεβαίως είχαν την έδρα τους στο μεγάλο λιμάνι του Λίβερπουλ.
Ο χειρουργός ενός τέτοιου πλοίου σκλάβων, Alexander Falconbridge (1760-1792), ανέφερε το 1790 ότι στα προϊόντα που χρησιμοποιούσαν για να δελεάσουν τους Αφρικανούς συνεργάτες τους και να αγοράσουν δούλους από την περιοχή αυτή, περιλαμβάνονταν όπλα, πυρίτιδα, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, σιδερένιες κατασκευές και κονιάκ. Άλλα δημοφιλή είδη με τα οποία διαπραγματεύονταν, συμπεριλάμβαναν αγαθά από χαλκό, ορείχαλκο και κασσίτερο. Ο Paul Lovejoy, ο συγγραφέας του ‘Transformations in Slavery: A History of Slavery in Africa’ (1983), υποστήριξε ότι τα προϊόντα, παρά τις διάχυτα αντίθετες φήμες, ήταν τα περισσότερα υψηλής ποιότητας, ανασκευάζοντας έτσι με μια οικονομοτεχνική άποψη το μύθο ότι η Αφρική δεν πήρε σχεδόν τίποτα για την βίαιη εξαγωγή των παιδιών της, γιων και κορών από τα εδάφη της.
(Β’ Μέρος)
Ο John Newton ήταν καπετάνιος σε πλοίο σκλάβων, μεταξύ των ετών 1747 και 1754, ο οποίος αργότερα στις σκέψεις, αναμνήσεις και καταγραφές του για το αφρικανικό εμπόριο σκλάβων, (Thoughts upon the African Slave Trade, 1787) λόγω της πείρας που απέκτησε, έλεγε ότι οι σκλάβοι, σε γενικές γραμμές, αγοράζονταν και πληρώνονταν γι αυτό. Αλλά, όμως, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ελάμβαναν χώρα ανήθικες συναλλαγές μεταξύ πολλών εμπλεκομένων στην υπόθεση, όπως Ευρωπαίων εμπόρων, Αφρικανών ομήρων, αρχηγών φυλών και ανήθικων καπετάνιων των πλοίων των σκλάβων που αγόγγυστα διέσχιζαν εκείνες τις θάλασσες. Το 1784, ο William Dillwyn, συνεργάστηκε στενά με τον John Lloyd για να δημοσιεύσουν από κοινού το βιβλίο-μαρτυρία ‘The Case of our Fellow Creatures, the Oppressed Africans’, μέσα στο οποίο ισχυρίζονταν ότι το δουλεμπόριο έγινε αφορμή και ενθάρρυνε τους πολέμους μεταξύ των διαφόρων φυλετικών ομάδων στην Αφρική. Αυτή η μετακίνηση μαύρου πληθυσμού, έγραφε, είναι η κύρια πηγή των καταστροφικών πολέμων που επικρατούσαν μεταξύ αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων, οι συνέπειες των οποίων είναι συγκλονιστικές για ολάκαιρη την ανθρωπότητα: ‘… Η βίαιη αποζημίωση των πιο αγαπητών συγγενών, τα δάκρυα της συζυγικής και της
γονικής στοργής, η απροθυμία των δούλων σ’ ένα ταξίδι από το οποίο μπορεί να μην είχαν καμία πιθανότητα να επιστρέψουν, πρέπει να ήταν σκηνές αγωνίας που θα τρυπούσαν την καρδιά όλων εκείνων στους οποίους οι κύριες αρχές της ανθρωπότητας δεν είχαν ολοκληρωτικά σβηστεί. Αυτό, όμως, δεν είναι παρά η αρχή των θλίψεων για τους φτωχούς αιχμαλώτους’.
Ο Hugh Crow, ο καπετάνιος του ‘The Elizabeth’, έφτασε στο Annamaboe, μια μικρή κοινότητα στην περιοχή της κεντρικής Γκάνας, το Δεκέμβριο του 1790, κι αργότερα θυμόταν: ‘… Μετά από επτά εβδομάδες αγκυροβολήσαμε στο Annamaboe τον Δεκέμβριο του 1790. Μείναμε εκεί περίπου τρεις εβδομάδες χωρίς να προχωρήσουμε σε συναλλαγές οποιουδήποτε εμπορίου, γιατί ο βασιλιάς του εν λόγω τμήματος της ακτής πέθανε λίγο καιρό πριν, και εξαιτίας αυτού του γεγονότος είχαν ανασταλεί όλες οι σχετικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με ένα βάρβαρο έθιμο της χώρας με αφορμή το θάνατο του πρίγκιπα είκοσι τρεις από τις συζύγους του θανατώθηκαν ενώ βρισκόμαστε εκεί, και πολλές αναμφίβολα θα είχαν παρόμοια μοίρα πριν από την άφιξή μας’!
Ο James Irving, ο καπετάνιος του πλοίου των σκλάβων, ‘The Ellen’, που είχε έδρα επίσης το Λίβερπουλ, έγραψε στους γονείς του στις 2 Γενάρη του 1791: ‘Είμαστε πολύ απασχολημένοι με τη φόρτωση του πλοίου …. Είμαστε στη Χρυσή Ακτή, να δώσουμε τα αγαθά που έχουμε και να αποπλεύσουμε από αυτό και πάλι μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες από την άφιξή μας. Έπειτα πρέπει να επισκεφτούμε το Λάγος, την Άκρα και κάποια άλλα μέρη των οποίων το όνομα έχω ξεχάσει. Στη συνέχεια θα πάμε στον ποταμό Μπενίν και θα παραμείνουμε μια ή δύο μέρες και μετά πρέπει να πάμε πίσω στο Anomabo απ΄ όπου και θα αποπλεύσουμε για τις Δυτικές Ινδίες’. Για την ιστορία, έφτασαν στο Annamaboe στις 5 Απριλίου 1791, πριν από τη μετάβασή τους στο Λάγος και Άκρα. Στη Χρυσή Ακτή, ο Irving αγόρασε 341 Αφρικανούς, ογδόντα οκτώ από τους οποίους μεταφέρθηκαν σε άλλα πλοία.
Ο Mungo Park εξερεύνησε την Αφρική το 1795. Ο ίδιος αντιμετώπισε τη φυλή Mandingo που ήταν μέρος της Αυτοκρατορίας του Μάλι. Αργότερα ισχυρίστηκε κι αυτός με τη σειρά του, ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συνάντησε ήταν σκλάβοι: ‘… Υποθέτω, ότι δεν διέφυγαν περισσότεροι από το ένα τέταρτο μέρος των κατοίκων. Τα άλλα τρία τέταρτα βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση και κληρονομική δουλεία, και απασχολούνται στην καλλιέργεια της γης, στη φροντίδα των ζώων και σε δουλικές υπηρεσίες όλων των ειδών, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι σκλάβοι στις Δυτικές Ινδίες. Μου είπαν, όμως, ότι ο επικεφαλής των Mandingo δεν μπορεί ούτε να στερήσει στο δούλο του τη ζωή του, ούτε να τον πωλήσει σε έναν ξένο, χωρίς… πρώτα να τον φέρει σε δημόσια δίκη για τη συμπεριφορά του, αλλά αυτός ο βαθμός προστασίας επεκτείνεται μόνο στους ιθαγενείς… Αιχμάλωτοι που συλλαμβάνονται σε πόλεμο, και εκείνα τα ατυχή θύματα που καταδικάζονται σε σκλαβιά για εγκλήματα ή πτώχευση και εν ολίγοις όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι που μεταφέρονταν κάτω από το εσωτερικό των χωρών για πώληση, δεν έχουν καμία ασφάλεια, αλλά μπορεί να αντιμετωπιστούν και να διατεθούν απ’ όλες τις απόψεις, όπως νομίζει ο ιδιοκτήτης ότι είναι καλύτερα…’.
Ο χειρουργός σε πλοίο σκλάβων, Alexander Falcolnbridge, για τον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, καταγόταν από την πόλη του Μπρίστολ, κι αργότερα έγραψε στα απομνημονεύματά του, ‘An Account of the Slave Trade on the Coast of Africa’, για τις αναμφίβολα ενδιαφέρουσες εμπειρίες εκείνων των ετών: ‘Όταν οι νέγροι τους οποίους οι έμποροι έχουν προς διάθεση, παρουσιάζονται στους ευρωπαίους αγοραστές, πρώτα πρέπει να εξετασθούν σε σχέση με την ηλικία. Στη συνέχεια επιθεωρούν λεπτομερώς τα πρόσωπά τους και ενημερώνονται για την κατάσταση της υγείας τους. Εάν έχουν, επίσης, οποιαδήποτε αναπηρία ή έχουν παραμορφωθεί, ή έχουν κακά μάτια ή δόντια, αν είναι κουτσοί ή αδύναμοι στις αρθρώσεις, ή παρουσιάζουν κάποια στρέβλωση στην πλάτη, ή παρουσιάζουν ισχνό ή στενό στήθος. Εν ολίγοις, εάν έχουν προσβληθεί από κάτι με οποιονδήποτε τρόπο, έτσι ώστε να καταστούν ανίκανοι για εργασία, απορρίπτονται. Οι έμποροι συχνά δέρνουν αυτούς τους νέγρους που φέρνουν αντιρρήσεις στους καπετάνιους. Έχουν μάλιστα συμβεί και περιπτώσεις που οι έμποροι τους αποκεφαλίζουν αμέσως μπροστά στα μάτια του καπετάνιου…’.
Ο Offobah Cugoano ήταν ένας από τους νεαρούς άνδρες που αιχμαλωτίστηκε από την Αφρική. Γνωστός επίσης ως John Stuart (περ. 1757 -1791), ήταν αφρικανικός φιλόσοφος, υπέρμαχος της κατάργησης της θανατικής ποινής και των δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Γκάνα που δραστηριοποιήθηκε στην Αγγλία στο δεύτερο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα. Αρπάχτηκε αρχικά αιχμάλωτος στη σημερινή Γκάνα, πωλήθηκε ως σκλάβος στην ηλικία των δεκατριών ετών, και στάλθηκε στην Γρενάδα στις Μικρές Αντίλλες, όπου εργάστηκε σε μια φυτεία. Το 1772, αγοράστηκε από έναν Άγγλο έμπορο ο οποίος τον πήρε μαζί του στην Αγγλία, όπου διδάχτηκε να διαβάζει και να γράφει, και αργότερα απελευθερώθηκε. Στην προσωπική του εξομολόγηση, αναφέρει, ‘… Μας άρπαξαν και μας πήραν μακρυά από την πατρίδα μου, μαζί με περίπου δεκαοκτώ ή είκοσι ακόμα αγόρια και κορίτσια, καθώς παίζαμε σ’ ένα χωράφι. Επιβιώσαμε ενός ταξιδιού λίγων ημερών από την ακτή απ’ όπου μας απήγαγαν και μας έστειλαν στη Γρενάδα … Μας οδήγησαν μακρυά απ’ το δρόμο που ξέραμε, και προς το βράδυ, βρεθήκαμε μπροστά στη θέα μιας πόλης. Με έβαλαν μέσα σε μια φυλακή, για τρεις ημέρες, όπου άκουγα τα βογγητά και τις κραυγές πολλών, και είδα μερικούς από τους συμπολίτες μου, αιχμαλώτους. Όμως, όταν μας οδήγησαν μακρυά στο πλοίο, ήταν η πιο φρικτή σκηνή. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να ακουστεί, παρά το κροτάλισμα των αλυσίδων, τα χαστούκια απ’ τα μαστίγια και τα βογκητά και οι κραυγές των συνανθρώπων μας. Μερικοί δεν μπορούσαν ούτε να σαλέψουν από το έδαφος, γιατί ήταν δεμένοι και χτυπημένοι με το φρικτότερο τρόπο’.
Ο Olaudah Equiano (περ. 1745-1797) ζούσε σε ένα χωριό στο βασίλειο του Μπενίν, στα 1756, και αργότερα ανέφερε όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας του, όσον αφορά την υποδούλωση και μεταφορά του στην Αμερική (1787): ‘Μια μέρα, όταν όλοι οι άνθρωποί μας είχαν φύγει για τις δουλειές τους, όπως συνήθως, και μόνο εγώ και η αγαπημένη μου αδελφή μείναμε να προσέχουμε το σπίτι, δύο άνδρες και μια γυναίκα πήδηξαν πάνω από τους τοίχους μας, και σε μια στιγμή μας συνέλαβαν και χωρίς να μας δώσουν χρόνο να φωνάξουμε ή να αντιδράσουμε, μας έκλεισαν τα στόματά μας, και μας οδήγησαν στο πλησιέστερο ξύλο. Εδώ μας έδεσαν τα χέρια μας, και συνέχισαν να μας μεταφέρουν όσο πιο μακρυά μπορούσαν, μέχρι να έρθει το βράδυ που φτάσαμε σε ένα μικρό σπίτι, όπου οι ληστές σταμάτησαν για αναψυχή, και περάσαμε τη νύχτα. Εκείνη τη στιγμή ήμασταν άδετοι, αλλά δεν μπορούσαμε να πάρουμε οποιαδήποτε τροφή και αρκετά εξουθενωμένοι από την κούραση και τη θλίψη, η μόνη μας ανακούφιση ήταν λίγος ύπνος, ο οποίος μαλάκωσε την ατυχία μας για σύντομο χρονικό διάστημα. Το πρώτο αντικείμενο που χαιρέτησαν τα μάτια μου όταν έφτασα στην ακτή, ήταν η θάλασσα, και ένα πλοίο σκλάβων, το οποίο βρισκόταν δεμένο στην άγκυρα, περιμένοντας για το φορτίο του. Αυτά με γέμισαν με έκπληξη, η οποία σύντομα μετατράπηκε σε τρόμο, όταν με κουβάλησαν πάνω στο σκάφος…’.
Ο Mungo Park (1771 – 1806) βίωσε εκ του σύνεγγυς την αρπαγή των σκλάβων από την Αφρική. Ήταν Σκωτσέζος εξερευνητής της Δυτικής Αφρικής και ο πρώτος δυτικός που είναι γνωστό ότι ταξίδεψε στο κεντρικό τμήμα του ποταμού Νίγηρα. Στις αφηγήσεις του που αφορούν εκείνες τις αφρικανικές εξερευνήσεις, είναι κι αυτός άκρως αποκαλυπτικός και περιγραφικός με εξαιρετική ζωντάνια: ‘… Οι σκλάβοι συνήθως στερεώνονταν με την τοποθέτηση του δεξιού ποδιού του ενός και του αριστερού του άλλου στο ίδιο ζευγάρι δεσμών. Συγκρατώντας με τα δεσμά με αλυσίδες, μπορούν να περπατήσουν πολύ αργά. Κάθε τέσσερις σκλάβοι είναι επίσης δεμένοι μεταξύ τους από το λαιμό. Κάθε πρωί οδηγούνταν έξω με τα δεσμά τους στη σκιά του δέντρου οξυφοίνικα, όπου ενθαρρύνονταν να τραγουδήσουν τραγούδια για να διατηρήσουν τη διάθεση και ενεργητικότητά τους. Αν και μερικοί απ’ αυτούς υπέφεραν και υπόμεναν τις δυσκολίες της κατάστασής τους με εκπληκτικό σθένος, το μεγαλύτερο μέρος βρισκόταν σε πλήρη απογοήτευση, και κάθονταν όλη μέρα με αγέλαστη μελαγχολία και τα μάτια τους καρφωμένα πάνω από το έδαφος…’.
Οι Gad Heuman και James Walvin, οι συγγραφείς του ‘The Atlantic Slave Trade’ (2003), υποστήριξαν ότι, ‘… Αν και η ιστορία της διέλευσης του Ατλαντικού είναι εξαιρετικά πλούσια και άλλαξε στο πέρασμα του χρόνου και από τόπο σε τόπο, τα στοιχεία που μας έμειναν διαθέσιμα, είναι εκπληκτικά. Κάπου δώδεκα εκατομμύρια Αφρικανοί αναγκάστηκαν να ανεβούν στα πλοία σκλάβων στον Ατλαντικό, και ίσως 10,5 εκατομμύρια Αφρικανοί επέζησαν της δοκιμασίας της προσέγγισης στην ξηρά στην Αμερική … Μεγάλωνε τόσο πολύ αυτή η ζήτηση στην Αμερική που τα αγγλικά μονοπώλια δεν ήταν ποτέ σε θέση να την ικανοποιήσουν. Ωστόσο γύρω στο 1670 οι Βρεττανοί είχε γίνει η κυρίαρχη δύναμη στο εμπόριο του Ατλαντικού. Πράγματι, στα 150 χρόνια μέχρι το 1807, οπότε οι Βρεττανοί κατάργησαν το δουλεμπόριό τους, μετέφεραν τόσους Αφρικανούς στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όσο όλα τα άλλα δουλεμπορικά έθνη μαζί. Φόρτωσαν κάπου 3,5 εκατομμύρια Αφρικανούς σε αυτά τα χρόνια, με ρυθμό περίπου 6.700 το χρόνο το 1670 και ίσως και 42.000 το χρόνο έναν αιώνα αργότερα’.
Βιβλιογραφία
- J. D. Fage: Slavery and the Slave Trade in the Context of West African History. The Journal of African History. 1969; 10 (3): 393-404.
- Rodney Walter: ‘African Slavery and Other Forms of Social Oppression on the Upper Guinea Coast in the Context of the Atlantic Slave-Trade’. The Journal of African History. 1966; 7(3): 431–443.
- Paul E. Lovejoy and David Richardson: (2001). The business of slaving: Pawnship in Western Africa, c. 1600–1810. The Journal of African History. 2001; 42: 67-89.
- John Thornton: The Business of Slavery. Why did a practice that was widely considered despicable last so long? The New York Times. November 30, 1997.