Επισκόπου Βανάτου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (ΓΙΕΒΤΙΤΣ)
Η ΟΥΝΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Οι διαφορές Ορθοδοξίας – Ρώμης
Χάρη στη Θεία Πρόνοια, ο σερβικός λαός εγκαταστάθηκε στο σταυροδρόμι της Βαλκανικής, με αποτέλεσμα να αναπτύξει επαφές και ανταλλαγές, αλλά και να έλθει σε σύγκρουση με τους γειτονικούς λαούς. Οι Σέρβοι δέχτηκαν τον Χριστιανισμό ακριβώς την εποχή που άρχιζαν να εκδηλώνονται οι φιλοδοξίες του ρωμαϊκού πατριαρχείου για το πρωτείο και την επικυριαρχία στις χριστιανικές περιοχές και Εκκλησίες στα Βαλκάνια. Από τη στιγμή που ο εκχριστιανισμός των Σέρβων ολοκληρώθηκε σταδιακά, αυτό τους έδωσε την ευκαιρία να αποφασίσουν ειλικρινά ποιά χριστιανική παράδοση και ποια οργανωμένη Εκκλησία θα διαλέξουν και σε ποιο «ρυθμό» θα ανήκουν. Ένα μέρος των σερβικών εδαφών βρίσκεται στο δυτικό Ιλλυρικό, που ήταν στη δικαιοδοσία του ρωμαϊκού πατριαρχείου πριν το Μεγάλο Σχίσμα της Δύσης από το 1054 και μετά. Οι Σέρβοι, παρά το γεγονός αυτό, ομόθυμα και αταλάντευτα διάλεξαν την αυθεντική Χριστιανοσύνη των Αποστολικών Εκκλησιών της Ανατολής.
Όμως, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, στους αιώνες που ακολούθησαν, ήταν εκτεθειμένοι στις επιθετικές απόπειρες του ρωμαιοκαθολικισμού που στόχο είχαν την επιβολή της παπικής ένωσης, της ψευδεπίγραφης και δι’ εξαναγκασμού επιβαλλόμενης «Ουνίας», η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί υποδούλωση στον Πάπα της Ρώμης, και στη ρωμαιοκεντρική του εκκλησιολογία.
Όταν η Ρωμαϊκή Εκκλησία αποσχίσθηκε από την Ανατολή, η εκκλησιολογία της είχε ήδη γίνει ρωμαιοκεντρική και παποκεντρική και διατήρησε στο εξής αυτά τα χαρακτηριστικά, σε αντίθεση με την αποστολική και οικουμενική εκκλησιολογία της αρχαίας χριστιανικής ανατολής και των Ανατολικών Πατριαρχείων. Το γεγονός αυτό είχε διαφανεί και από τις πρώτες επιθέσεις ορισμένων Παπών ενάντια στις αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες και στην πρωτοχριστιανική, ευχαριστιακή, προσανατολισμένη στις τοπικές Εκκλησίες και οικουμενική Εκκλησιολογία. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό στα χρόνια του Πατριάρχη Αγίου Φωτίου τού Μεγάλου (9ος αιώνας), του άμεσου και έμμεσου φωτιστή και εκχριστιανιστή όλων σχεδόν των Σλάβων, περιλαμβανομένων και των Σέρβων, αλλά και αργότερα, στα χρόνια των αρχών τού Μεγάλου Δυτικού Σχίσματος και των Σταυροφοριών (11ος – 13ος αιώνας).
Μετά από το γνωστό «αφορισμό» τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και όλης της Ανατολικής Εκκλησίας με το λίβελλο της 16ης Ιουλίου 1054 και τις πολυάριθμες συκοφαντίες εναντίον της Ορθοδοξίας που περιελάμβανε εκείνο το αθεολόγητο και αντιεκκλησιαστικό κείμενο, η Εκκλησία της Ρώμης συνέχισε δυστυχώς τις προσπάθειές της να επιβάλει στην Ορθόδοξη Ανατολή την απολυταρχική και ρωμαιοκεντρική της εξουσία, όπως και τους νεωτερισμούς της στη Χριστιανική πίστη, καθώς και τα δυτικά της τελετουργικά και παραδόσεις.
«Ενότητα» ψευδεπίγραφη
Η αποκαλούμενη «Ουνία» εμφανίσθηκε στη συνέχεια με τη σύνοδο τού Λατερανού τού 1215 υπό τον πάπα Ιννοκέντιο Γ’, κατά την οποία διορίσθηκαν στη Ρώμη, στη θέση των υπαρχόντων Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής ανδρείκελα, ουνίτες «Πατριάρχες», για την Κωνσταντινούπολη, την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ, που ήταν υφιστάμενοι τού πάπα της Ρώμης. Τοπικά δε, επιτράπηκαν άλλα, μη λατινικά τελετουργικά και γλώσσες. (Hefele, ‘Conciliengengeschichte’, V, 885).
Με μία εκκλησιολογία όπως αυτή, που έγινε το θεμέλιο όλης της ουνιτικής δραστηριότητας που ακολούθησε και της ρωμαιοκαθολικής ιδεολογίας, η ενότητα της Εκκλησίας τού Χριστού δεν εΘεωρείτο πλέον βασιζόμενη στην ενότητα της Πίστεως (Αληθείας) και στη Θεία Ευχαριστία, ως κοινωνία (λειτουργική σχέση) όλων των επισκοποκεντρικών Εκκλησιών με τον Χριστό και εν Χριστώ, αλλά μάλλον ως νομοκανονική υπαγωγή όλων των Επισκόπων και Πατριαρχών, και κατ’ επέκταση όλων των τοπικών και καθολικών συνάμα Εκκλησιών (που η καθεμιά τους είναι πλήρης, αυτοτελής και οικουμενική) αποκλειστικά στον Επίσκοπο και στην τοπική Εκκλησία της Ρώμης. Αυτό δεν είχε ποτέ άλλοτε γίνει δεκτό στην αποστολική-πατερική και λειτουργική-κανονική Παράδοση της Εκκλησίας. Πιο πρόσφατα, η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει συμφωνήσει ακόμα και με την αποκαλούμενη «διακοινωνία» με τις Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, παρά το γεγονός ότι απουσιάζει μια αληθινή και πλήρης ενότητα στην πίστη και την ευλογία τού Αγίου Πνεύματος, αλλά μόνο με την προϋπόθεση της υποταγής των πάντων στον πάπα της Ρώμης.
Αυτό είχε αποτέλεσμα, το Κέντρο της ενότητας της Εκκλησίας τού Χριστού, ο Θεάνθρωπος, να βρεθεί έξω και πάνω από την Ευχαριστία, έξω και πέρα από τον ίδιο το Χριστό και το Άγιο Πνεύμα, έξω από την Αγία και αδιαίρετο Τριάδα.
Οι πρώτες επιθέσεις
Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία έγινε αυτοκέφαλη και αρχιεπισκοπική το 1219, λίγο μετά την προαναφερόμενη σύνοδο τού Λατερανού, από τον Άγιο Σάββα τον Α’, στον οποίο είχε παραχωρήσει αυτοκέφαλο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως που είχε καταφύγει στη Νίκαια μετά την επιδρομή των Σταυροφόρων και της ουνιτικής ιεραρχίας. Έτσι, ο πρώτος Σέρβος αρχιεπίσκοπος έδειξε ότι αναγνώριζε μόνο την αρχαία, ανατολική, αποστολική και πατερική Παράδοση σχετικά με την οργάνωση και την ενότητα της Εκκλησίας τού Θεού. Σε καιρούς δύσκολους και κάτω από συνθήκες ισχυρής ρωμαιοκαθολικής εκκλησιαστικής και πολιτικής επιρροής και πιέσεων, ο Άγιος Σάββας είχε οργανώσει τη νέα σερβική Εκκλησία με τέτοιο τρόπο, ώστε να προστατεύει το Σερβικό Ορθόδοξο λαό από την ουνιτική δραστηριότητα της Ρώμης.
Οι επισκοπές της Ζέτα και του Χούμ στις παραθαλάσσιες περιοχές προστάτευαν τους Ορθόδοξους Σέρβους από τις ουνιτικές επιρροές μέχρι το 15ο αιώνα. Όμως τότε, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να αλλάξουν τις έδρες τους ώσπου, τελικά, μερικές απ’ αυτές τις περιοχές με Σερβικό Ορθόδοξο πληθυσμό χάθηκαν για την Ορθοδοξία με την επιβολή της «ουνίας», όπως έγινε στην Κανάβλιε και στην Στον επί του ποταμού Παλιέσκα, καθώς και με μικρότερες περιοχές των παραθαλάσσιων Στομίων του Καττάρου. Η αντίσταση των Σέρβων Ορθοδόξων ακόμα και σ’ αυτά τα εδάφη κράτησε πολύ, ώστε ο πάπας Κλήμης ΣΤ’ να διαμαρτύρεται στην επιστολή του της 22ας Φεβρουαρίου 1344 ότι η Στον ήταν ακόμη μολυσμένη από «το καταραμένο σερβικό σχίσμα» και να επισημαίνει στους παραθαλάσσιους Επισκόπους του ότι το βασικό τους καθήκον ήταν να αγωνισθούν «ενάντια στο μεταδοτικό δηλητήριο των σχισματικών και των αιρετικών». Πριν απ’ αυτόν, ο καθολικός Επίσκοπος του Μπαρ, Γουλιέλμος Άνταμ και ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος ΣΤ’, είχαν διαμαρτυρηθεί με παρόμοιο τρόπο στο Σέρβο βασιλιά Μιλούτιν, που ήταν ένας πολύ γνωστός αντίπαλος της ψευτοένωσης της Λιόν (1274). Για ν’ αντισταθούν στις ουνιτικές πιέσεις, ορισμένοι από τους Σέρβους ηγεμόνες περιέλαβαν στους νόμους τους και διατάξεις που απαγόρευαν την βίαιη επιβολή της Ουνίας στους Σέρβους («Κώδικας Νόμων» του Τσάρου Δουσάν από το 1346, άρθρα 2 και 4 και «Νόμοι για τα ορυχεία» του Δεσπότη Στέφανου του 1412, άρθρο 20). Ο τελευταίος Δεσπότης που άσκησε εξουσία πριν υποδουλωθεί η Σερβία στους Τούρκους, ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς (1427-1456) ματαίωσε τη συμμετοχή της Σερβικής Εκκλησίας και του Κράτους στη σύνοδο της Βασιλείας και αργότερα, στην ουνιτική σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, λέγοντας: «Είμαι γείτονας των Λατίνων, τους έχω συχνά συναντήσει, έχω συζητήσει μαζί τους και ξέρω τα λόγια τους, τις ιδιαιτερότητες τους και τη νοοτροπία τους. Επειδή λοιπόν τα ξέρω όλα αυτά καλά, δεν πρόκειται να στείλω ούτε επιστολή, ούτε αντιπρόσωπο στη σύνοδο» (Συρόπουλος, «Απομνημονεύματα»).
Στους ρωμαιοκαθολικούς ιεράρχες που είχαν προσπαθήσει με προσωπική επαφή να τον κερδίσουν για την «ουνία», είχε απαντήσει: «Έχω περάσει όλη μου τη ζωή με την πίστη των πατέρων μου. Αν την άλλαζα τώρα, οι υπήκοοι (οι Σέρβοι) θα νόμιζαν ότι μου σάλεψε το μυαλό, παρά το γεγονός ότι μέχρι τώρα με θεωρούν άνθρωπο σοφό» («Ιστορία του Σέρβικου λαού», Β’, σελ. 247).
Η Ουνία οργανώνεται
Μέχρι τον ερχομό των Τούρκων στα σερβικά εδάφη, η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία υπέφερε πολύ από τις ουνιτικές πιέσεις που είχαν πολλά σημεία προέλευσης ταυτόχρονα: τους Βόσνιους Φραγκισκανούς και τις παραθαλάσσιες ρωμαιοκαθολικές επισκοπές, τις κυβερνήσεις των ρωμαιοκαθολικών κρατών της Αυστρίας και Βενετίας, άλλα βεβαίως και το ίδιο το Βατικανό που με τους Ιεραποστόλους και τους απεσταλμένους του επιδιδόταν σε «κυνήγι Ορθοδόξων» στο Ιλλυρικό και γενικότερα στην Ανατολή. Αυτό το κυνήγι απόκτησε ιδιαίτερο ζήλο ύστερα από την εμφάνιση της Μεταρρύθμισης, όταν χρειάστηκε να αναπληρωθούν οι απώλειες του ρωμαιοκαθολικισμού στη Δύση με τον εξαναγκασμό των Ορθοδόξων να αποδεχθούν την «Ένωση» με τη Ρώμη. Μ’ αυτό τον απώτερο στόχο ιδρύθηκε το 1622 η γνωστή “Congregatio de Propaganda Fide”*, παράλληλα με προπαγανδιστικά κέντρα και κολλέγια στη Ρώμη, για τη θεωρητική κατάρτιση υποτρόφων σπουδαστών από την Ανατολή, που με την αποφοίτηση τους στέλνονταν πίσω για να κάνουν ιεραποστολικό έργο στον Ορθόδοξο κόσμο. Αυτή η θλιβερή και τραγική ιστορία των σχέσεων της ρωμαϊκής Κουρίας με τον Σερβικό και άλλους Ορθοδόξους λαούς στα Βαλκάνια και βόρεια των ποταμών Σάβα και Δούναβη αναφέρεται σε πολλές πηγές. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν στις ψευδώνυμες και βίαιες προγενέστερες «ενώσεις» της Φλωρεντίας (1439) και του Μπρέστ Λιτόφσκ (1594), αξιοποιήθηκαν παραπέρα από τον μηχανισμό του Βατικανού σε μια πραγματική σταυροφορία εναντίον του Ορθοδόξου λαού και της Εκκλησίας στην Ανατολή για χάρη της «Ουνίας» και οι Σέρβοι κι η Σερβική Εκκλησία ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή του πυρός. Θα αναφέρουμε εδώ μόνο μερικά απ’ αυτά τα θλιβερά περιστατικά και ημερομηνίες, προκειμένου να γίνουν κατανοητά και να τεκμηριωθούν όσα παραπάνω υποστηρίχθηκαν (Πλήθος στοιχείων μπορούν να βρεθούν στην «Ορθόδοξη Δαλματία» του Νικοδήμ Μίλας και στη «Ρωμαϊκή Κουρία και γιουγκοσλαβική γη» του Γιοβάν Ράντονιτς, όπως και στη δίτομη συλλογή στοιχείων από τα αρχεία της “Congregatio” που δημοσιεύθηκε από το Sanu) (Σ. τ. Μ. : Όλα σερβικές εκδόσεις).
Μετά την κατάκτηση των σερβικών εδαφών από τους Τούρκους στο τέλος τού 15ου αιώνα, η σχετικά γρήγορη αναδιοργάνωση του Πατριαρχείου του Ιπεκίου (1557) επί Πατριάρχου Μακαρίου Σοκόλοβιτς (1557-1574), απέτρεψε σε μεγάλο βαθμό τον εξουνιτισμό των Σέρβων, καθώς ο άξιος αυτός Πατριάρχης οργάνωσε και επάνδρωσε 40 περίπου επισκοπές της Σερβικής Εκκλησίας, που έφθαναν μέχρι πολύ βόρεια στο αυστροουγγρικό και ρουμανικό έδαφος. Κατά την περίοδο αύτη, η Σερβική Ορθοδοξία αποκαλείτο σε ντόπια και ξένα κείμενα «Ελληνική πίστη», «Σερβική πίστη», «Πίστη της Ιερουσαλήμ» και άλλα παρόμοια, ενώ από τους Καθολικούς ονομαζόταν σχεδόν πάντοτε «σχίσμα» και οι πιστοί της «σχισματικοί».
Έτσι, ο αποστολικός παπικός νούντσιος Πέτερ Μάσαρεκ, αναφέρει στην “Congregatio” στη Ρώμη (1623-24) ότι υπάρχουν «αμέτρητοι Σχισματικοί στη Σερβία, στη Βουλγαρία, σε μέρη της Βοσνίας και στην Ουγγαρία, που ζουν σε εκτεταμένες περιοχές. Με παρόμοιο τρόπο, στις 2 Απριλίου και 10 Οκτωβρίου 1640, ο Ιεραπόστολος Φραγκίσκος ντε Λεονάρντις ικετεύει τον Πάπα και την “Congregatio” για ακόμη μεγαλύτερο αριθμό ιεραποστόλων με στόχο τον εξουνιτισμό των Σέρβων, αφού «στην περιοχή μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως, Ιστρίας και Κροατίας, απ’ όλους τους Χριστιανούς, οι Ορθόδοξοι Σέρβοι, αποτελούν τα 5/6».
Οι Σέρβοι και η Σερβική Εκκλησία ήσαν εκτεθειμένοι σε διπλή πίεση: από τους Τούρκους Μουσουλμάνους και τους Δυτικούς Χριστιανούς, τους Ρωμαιοκαθολικούς. Παρ’ όλα αυτά, όποτε οι δυτικές Χριστιανικές χώρες πολεμούσαν κατά των Τούρκων, η Σερβική Εκκλησία και ο λαός με ευχαρίστηση μάχονταν στο πλευρό των Χριστιανών εναντίον των μη Χριστιανών Οσμανλήδων. Κατά τη διάρκεια του Αυστριακού πολέμου εναντίον της Τουρκίας (1593-1606), ο Σέρβος Πατριάρχης Ιπεκίου, Ιωάννης Καντούλ (1592-1614) διεξήγαγε συνομιλίες με τον Πάπα Κλήμεντα Η’ (1592-1605) σχετικά με την παροχή βοήθειας στους Σέρβους στην προσπάθεια τους να απελευθερωθούν από τους Τούρκους. Όμως, ο Πάπας προσέφερε βοήθεια με τον όρο πρώτα να αποδεχθούν την Ουνία, πράγμα που ο Πατριάρχης απέρριψε με αποφασιστικότητα. Πιεσμένοι από τα προβλήματα, οι Σέρβοι συνήλθαν σε μια μεγάλη Λαϊκή Συνέλευση στο Μοναστήρι της Μοράτσα στις 13 Δεκεμβρίου 1608 και συντάχθηκε μία επιστολή στον Κάρολο Εμμανουήλ, Δούκα της Σαβοΐας, όπου οι Σέρβοι ηγέτες λένε ότι είναι έτοιμοι να δεχθούν αυτόν τον Χριστιανό πρίγκηπα ως βασιλέα τους, αλλ’ ως Ορθόδοξοι, «πάντοτε θα τασσόμαστε με τη Μεγάλη Πίστη (Ορθοδοξία) και για το λόγο αυτό δεν θέλουμε ούτε Ιησουίτες ούτε κανέναν άλλον να έρχεται στην επικράτεια μας για να προσηλυτίσει το Χριστιανικό Λαό στη Ρωμαϊκή Πίστη (την Ουνία), πράγμα που θα μπορούσε αργότερα να δημιουργήσει μέγα σκάνδαλο στο Σερβικό λαό» (Σλιέπτσεβιτς, «Σερβική Ιστορία», Α’, 417).
Στα χρόνια του επόμενου Πατριάρχη, του Παϊσίου Γιάνιεβατς (1614-1648), λόγω της ηπιότερης ιδιοσυγκρασίας του και των καλών του προθέσεων, οι ιεραπόστολοι και απεσταλμένοι του Πάπα κλιμάκωσαν την προπαγάνδα και τις προσηλυτιστικές τους δραστηριότητες στα εδάφη της δικαιοδοσίας της Σερβικής Εκκλησίας, από το Ιπέκιον και το Βελιγράδι ως τη θάλασσα. Ο Πατριάρχης Παΐσιος, παρά την ανοχή και το σεβασμό του στο διεκκλησιαστικό διάλογο, σε μια συνοδική επιστολή του προς τον Πάπα Ουρβανό Η’ της 2ας Νοεμβρίου 1642, έκανε επίσης ξεκάθαρη την κριτική στάση του σχετικά με τις καινούργιες εσφαλμένες διδασκαλίες της ρωμαϊκής Εκκλησίας, επικαλούμενος σε τελική ανάλυση την Αποστολική Παράδοση, τους Αγίους Πατέρες, ακόμα και τον ίδιο τον Κύριο, υπό τον οποίο και μόνον μπορεί να υπάρχει μία ποίμνη με έναν ποιμένα (Αρχεία ” Congregatio “, Α’, σελ. 580-582, Sanu, 1986). Παρά το γεγονός ότι ο Πατριάρχης δεν έκλεινε τις πόρτες για συνομιλίες σχετικά με μία αληθινή και αυθεντική ενότητα των Εκκλησιών, η κριτική στάση του απέναντι στους Ουνίτες και στη ρωμαϊκή εκκλησιολογία δεν τους ικανοποίησε. Στο μεταξύ, η ρωμαϊκή Εκκλησία κλιμάκωσε τις επιδρομές για εξουνιτισμό των Σέρβων, ιδιαίτερα στα παραθαλάσσια (Σ. τ. Μ. της Αδριατικής), από τα Στόμια του Καττάρου μέχρι το Ζαντάρ και την Τεργέστη και στις περιοχές του σημερινού Ζούμπερακ, του Ζάγκρεμπ και του Βαραζντίν στην Κροατία. Παραθέτουμε μερικά ντοκουμέντα γι’ αυτό, παρμένα κυρίως από τα αρχεία της ” Congregatio ” του Βατικανού.
Διωγμοί των Ορθοδόξων στην Δαλματία
Η ‘Congregatio’ στη Ρώμη θυμίζει στον Επίσκοπο Καττάρου με επιστολή της 17ης Αυγούστου 1624 ότι πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες εξουνιτισμού των Ορθοδόξων Σερβικών χωριών της περιφέρειας της Επισκοπής του. Η ‘Congregatio’ ζητά το ίδιο και από τον Επίσκοπο της Νίν, κοντά στο Ζαντάρ (17 Δεκεμβρίου 1624) και τού συνιστά ως βοηθό για τον εξουνιτισμό των Σέρβων τον ιεραπόστολο Βικέντιο Πασκουάλε. Παρόμοιες συστάσεις έστειλε η ‘Congregatio’ και σε άλλους ρωμαιοκαθολικούς Επισκόπους των παραθαλάσσιων περιοχών και της Κροατίας, όπως και στις κυβερνήσεις της Βενετίας και της Αυστρίας. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία που δείχνουν ότι οι Επίσκοποι τήρησαν ευσυνείδητα τις συστάσεις αυτές. Ας αρχίσουμε από το νότιο τμήμα της ακτής, τη Σκόδρα και το Καττάρο.
Στις 25 Οκτωβρίου 1625, ο Επίσκοπος της Σκύδρας Δομίνικος Αντριάσκι προσηλυτίζει στην ουνιτική Εκκλησία «305 ψυχές σχισματικών». Με τρόπο παρόμοιο ο Επίσκοπος τού Καττάρου και οι βοηθοί του προσπαθούν αυτά τα χρόνια να προσηλυτίσουν στην Ουνία τους Ορθοδόξους της περιφερείας τους. Έτσι, ο Επίσκοπος τού Καττάρου αναφέρει στις 20 Ιουνίου 1627 ότι προσηλύτισε 20 Σέρβους στην ουνιτική Εκκλησία στο νησί Χβάρ. Παράλληλα, ο ρωμαιοκαθολικός ιερέας Αντώνιο Κασαλάρι εργάζεται ακούραστα για να προσηλυτίσει τους Σέρβους τού Κρτόλι, της Λούστιτσα και τού Καττάρου.
Πάντως, ο προσηλυτισμός των Σέρβων δεν προχώρησε ομαλά – για να χρησιμοποιήσουμε ήπιες εκφράσεις – αφού μόνο μερικοί κληρικοί συμφώνησαν με την «Ουνία», ενώ η πλειοψηφία τού σέρβικου πληθυσμού την είχε απορρίψει. Ανάμεσα στο 1635 και στο 1637 πήγαν στο Παστροβίτσι πολυάριθμοι Ιεραπόστολοι, αλλά η επιτυχία τους ήταν πενιχρή. Ο ιεραπόστολος Φραγκίσκος ντέ Λεονάρντις πρότεινε στους Σέρβους να αποδεχθούν «μόνο την ομολογία της ρωμαϊκής πίστης και να κρατήσουν το λειτουργικό τους τυπικό», αλλά οι Σέρβοι δεν δέχονταν ούτε αυτόν το συμβιβασμό παρόλο που ελίχθηκαν, προσποιήθηκαν ενδιαφέρον και έφθασαν στο σημείο να στείλουν και αντιπροσωπεία στη Ρώμη, που δεν πήγε πέρα από τη Βενετία αφού οι κάτοικοι τού Παστροβίτσι την ανακάλεσαν. Η επίθεση εξουνιτισμού της ρωμαϊκής Εκκλησίας κατά τού Παστροβίτσι και της περιοχής των Στομίων συνεχιζόταν, αφού ο προσηλυτισμός τους στην Ουνία «θα άνοιγε το δρόμο για παραπέρα εξουνιτισμό τού Μαυροβουνίου, της Ζέτα και άλλων Σερβικών επαρχιών που έχουν πάρα πολλούς σχισματικούς». Έγιναν επίσης απόπειρες από το Καττάρο για προσηλυτισμό στην Ουνία τού Επισκόπου της Κετίγνης και αργότερα των Επισκόπων τού Μαΐνιε και άλλων που έδρευαν βαθύτερα στην ενδοχώρα της Ερζεγοβίνης.
Στην Ερζεγοβίνη, ιδιαίτερα γύρω από το Τρεμπίνιε και το Μόσταρ, ο εξουνιτισμός είχε επιχειρηθεί νωρίτερα, κυρίως μετά τον προσηλυτισμό τού γειτονικού Κονάβλιε, αλλά οι Σέρβοι της ενδοχώρας της Ερζεγοβίνης παρέμειναν ακλόνητα πιστοί στην Ορθοδοξία. Πάντως, οι αδιάκοπες πιέσεις εξουνιτισμού ήταν άγριες, με αποτέλεσμα στα 1644 ο ιεραπόστολος Τζουζέππε Μαρία Μπουονάλντι να επιτύχει τον προσηλυτισμό μερικών σερβικών οικογενειών, πάνω από εκατό προσώπων στην Επισκοπή τού Τρεμπίνιε. Λίγο νωρίτερα, στα 1641, ο έπαρχος των Φραγκισκανών στη Βοσνία, ο Φρά Μαρτίν, γράφει στην Congregatio στην Ρώμη ότι εργάζεται για τον προσηλυτισμό των Σέρβων όλης της Βοσνίας. Στις ακτές της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, ο αρχιεπίσκοπος τού Ντουμπρόβνικ δούλεψε επίσης για τον προσηλυτισμό των Ορθοδόξων Σέρβων, ώστε στις 12 Μαΐου 1692 να αναφέρει στην ‘Congregatio’ ότι έχει προσηλυτίσει «πολλούς Σέρβους σχισματικούς» και έδιωξε από τα εδάφη του δύο Σέρβους Ορθοδόξους Επισκόπους που είχαν ζητήσει εκεί καταφύγιο από τους Τούρκους. Με τον ίδιο τρόπο, ο Αποστολικός Νούντσιος για τη Δαλματία, ο Τζιοβάννι Πασκουάλε, γράφει στις 18 Αυγούστου 1641 ότι επισκέπτεται τακτικά τους Σέρβους και τους προσηλυτίζει στη ρωμαιοκαθολική πίστη ή στην ουνιτική Εκκλησία.
Ο αρχιεπίσκοπος τού Σπλίτ γράφει επίσης στην Congregatio στις 12 Νοεμβρίου 1685 ότι αφού η κατάκτηση από τους Βενετούς μερικών τουρκικών εδαφών τού δίνει τη δυνατότητα εξουνιτισμού των Σέρβων εκείνης της περιοχής, έχει προσηλυτίσει πολλούς απ’ αυτούς προσωπικά. Οι Επίσκοποι της Μακάρσκα και του Τρογκίρ κάνουν παρόμοια δουλειά από το 1644 ως το 1707 τουλάχιστον σύμφωνα με τα δημοσιευμένα ντοκουμέντα. Με τις προσπάθειες τους και αφού μετήλθαν πολλά μέσα, θεμιτά η αθέμιτα, πολλοί Ορθόδοξοι Σέρβοι προσηλυτίσθηκαν στην Ουνία, ενώ Σέρβοι Ιερείς και μοναχοί που αντιστέκονταν σθεναρά στον προσηλυτισμό διώχτηκαν από τις επισκοπές τους. Ο αρχιεπίσκοπος του Σπλίτ Άντουμ Κάτσιτς, μέλος της ‘Congregatio’ της Ρώμης γράφει στα 1830 ότι οι Ορθόδοξοι Σέρβοι στη Δαλματία δεν πρέπει να είναι Ορθόδοξοι, αλλά Λατίνοι ή Ουνίτες.
Στη Δαλματική ακτή από το Σίμπενικ ως το Ζαντάρ και το Νίν όπου ζούσαν πολυάριθμοι Σέρβοι Ορθόδοξοι, όπως και στη Δαλματική ενδοχώρα, έγινε στο 17ο και 18ο αιώνα μια μεγάλη ρωμαιοκαθολική εξόρμηση να ενταχθούν στην Ουνία οι πιστοί των Πατριαρχείων της Σερβίας και Κωνσταντίνο πόλεως… Έτσι, στις 15 Απριλίου 1625, ο αρχιεπίσκοπος τού Ζαντάρ Οτταβιάν Γκορτσαντόρ γράφει στην ‘Congregatio’ ότι προσηλυτίσθηκαν στην Ουνία 60 στο Σίμπενικ και 190 στο Ζαντάρ ελληνικές και σερβικές οικογένειες. Όταν στα τέλη τού 17ου αιώνα κατέφυγαν στα βενετικά εδάφη από τα τουρκικά 10. 000 Σέρβοι, ο αρχιεπίσκοπος τού Ζαντάρ Παρτσίγκι ζήτησε ιεραποστόλους της ‘Congregatio’ (23 Ιουλίου 1688) για να τον βοηθήσουν στον εξουνιτισμό των νεοφερμένων. Η αντίσταση των Ορθοδόξων πληθυσμών τού Ζαντάρ και τού Ράβνι Κόταρι ήταν μακρόχρονη και βασικά πετυχημένη, αλλά έγιναν και προσηλυτισμοί στην ουνιτική Εκκλησία ύστερα από βίαιες πιέσεις. Στις 17 Μαΐου 1722, έγινε λαϊκή συνέλευση των Σέρβων τού Ζαντάρ, που εξέδωσε έγγραφη διαμαρτυρία εναντίον της επίθεσης τον Επισκόπου Ζμάγιεβιτς που δεν επέτρεπε την ελευθερία της Ορθόδοξης πίστης και τους κατήγγελλε στις Βενετικές αρχές ως «σχισματικούς και επαναστάτες». Ο Επίσκοπος τού Σίμπενικ Ντοναντόνι έκανε παρόμοιες ενέργειες εναντίον των Σέρβων εκείνη την περίοδο.
Οι Επίσκοποι τού Νίν επίσης συναγωνίσθηκαν στη βίαιη επιβολή της Ουνίας στους Ορθοδόξους Σέρβους στο τμήμα εκείνο των παραλίων, όπως μαρτυρούν δημοσιευμένα έγγραφα από το 1637 μέχρι τα τέλη τού 18ου αιώνα. Ο Επίσκοπος τού Νίν ζητά από τη Ρώμη (5 Μαΐου 1680) ιεραποστόλους για να τον βοηθήσουν στον εξουνιτισμό των Σέρβων τους οποίους αποκαλεί «τους χειρότερους σχισματικούς στον κόσμο». Ο Επίσκοπος τού Νίν Πάρτσιτς γράφει στις 20 Απριλίου 1693 ότι εργάζεται αποφασιστικά για τον εξουνιτισμό πολυάριθμων Σέρβων της περιφέρειας του, που σύμφωνα μ’ αυτόν ανέρχονται σε 7. 363 με 15 ιερείς και τον Επίσκοπο Αθανάσιο Λιουμπόγεβιτς.
Μετά τη λήξη της Βενετικής εξουσίας στη Δαλματία, οι Αυστροούγγροι επέβαλαν την κυριαρχία τους που διακόπηκε για μικρό διάστημα από τη γαλλική εισβολή (1805-1814), κατά τη διάρκεια της οποίας η καταπίεση των Σέρβων κάπως απαλύνθηκε. Πάντως, στα 1810, εμφανίσθηκε στη Δαλματία ο αυτοανακηρυγμένος Επίσκοπος τού Σεράγεβο, Βενέδικτος Κράλιεβιτς, ένας Έλληνας τυχοδιώκτης αμφίβολης ηθικής και απροσδιορίστων απόψεων, ο οποίος αναγνωρίστηκε από την αυστριακή κυβέρνηση ως Ορθόδοξος Επίσκοπος Δαλματίας. Ξεκίνησε γρήγορα ένα πρόγραμμα εξουνιτισμού και ύπουλα προώθησε ουνίτες ιερείς και μισσιοναρίους για τη διενέργεια προσηλυτισμού ανάμεσα στους Ορθοδόξους Σέρβους. Οι Σέρβοι αντιστάθηκαν σθεναρά, απέχοντας από τις ιεροπραξίες τις δικές του και των ιερέων του. Έστειλαν μια διαμαρτυρία στον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Α’ της Αυστροουγγαρίας στα 1821 τονίζοντας: «προσηλωμένοι και αμετακίνητοι στην Ορθόδοξη πίστη μας, έχουμε αποφασίσει να χάσουμε τις περιουσίες μας και τις ζωές μας προτού επιτρέψουμε την παραμικρή αλλαγή στο δόγμα της πίστης μας. » («Zitije», Γεράσιμος Ζέλιτς Γ, σελ. 179, Βελιγράδι 1900).
Η εξέγερση των Σέρβων της Δαλματίας είχε αποτέλεσμα η αυστροουγγρική κυβέρνηση να καθαιρέσει τελικά τον Κράλιεβιτς στα 1828. Η Επισκοπή της Δαλματίας υπάχθηκε στον Σέρβο μητροπολίτη του Κάρλοβατς, με αποτέλεσμα να επανδρωθεί με Ορθόδοξους Επισκόπους. Παρ’ όλα αυτά, οι ουνιτικές πιέσεις συνεχίσθηκαν ως τα μέσα τού 19ου αιώνα. Το βαθιά συγκινητικό χρονικό τού Σίμο Ματαβούλι «Πιλίπεντα» αφηγείται πως οι ρωμαιοκαθολικοί προσπάθησαν, κυριολεκτικά να εξαγοράσουν τη σέρβικη φτωχολογιά στη χειμαζόμενη Δαλματία προσφέροντας σπόρο και τρόφιμα με αντάλλαγμα «την προσχώρηση στην πίστη της αυτοκρατορίας». Όμως, οι πιο πολλοί φτωχοί Σέρβοι απέρριψαν την προσφορά λέγοντας: «στηριζόμαστε στον Σέρβο Χριστό μας».
Η καταπίεση των Ορθοδόξων της Κροατίας
Όμως, η πιο άγρια πίεση στους Ορθοδόξους να προσχωρήσουν στην Ουνία ασκήθηκε στην Κροατία και στη Σλαβονία, στην σημερινή περιοχή Ζούμπερακ, γύρω από το Κάρλοβατς, το Ζάγκρεμπ και το Βαραζντίν.
Μεταξύ 1530 και 1540 εμφανίσθηκαν στο Γκόρσκι Κόταρ και στη Μπέλα Κράινα, ανάμεσα στα μοναστήρια τού Γκομίργε και της Μάρτσα, 3. 000 Ορθόδοξοι Σέρβοι διαφεύγοντας από τους τουρκικούς διωγμούς στη Σερβία. Ήταν οι γνωστοί Σέρβοι «Ουσκότσι» (φυγάδες), οι οποίοι, ξακουστοί για την παλληκαριά και τη μαχητικότητα τους, έγιναν δεκτοί στα νέα εδάφη για να χρησιμεύσουν ως αμυντικός φραγμός στις τούρκικες επιδρομές, στην περίφημη «Βόινα Κράινα» (στρατιωτική συνοριακή περιοχή). Μαζί τους είχε έρθει ο Μητροπολίτης της Δαβρο-Βοσνίας και έξαρχος τού Πατριαρχείου Ιπεκίου Γαβριήλ Αβράμοβιτς με πολυάριθμους μοναχούς, οι οποίοι το 1578, ίδρυσαν τη Μονή της Μάρτσα στο Ιβάνιτσγκραντ, κοντά στο Ζάγκρεμπ.
Αφού αρκετοί Επίσκοποι θήτευσαν στη θέση αυτή, ο Πατριάρχης Ιπεκίου Ιωάννης Καντούλ χειροτόνησε τον Συμεών ως Επίσκοπο Βρετανίας, όπως τότε ονομαζόταν η περιοχή. Οι επιθέσεις που δέχθηκε από τη ρωμαϊκή Εκκλησία και την κυβερνητική προπαγάνδα τον ανάγκασαν να πάει στη Ρώμη το 1611 όπου, καθώς φαίνεται, δήλωσε ενώπιον τού πάπα ότι αποδέχεται το καθεστώς της Ουνίας, με αποτέλεσμα να τού παραχωρηθεί το μοναστήρι της Μάρτσα ως έδρα.
Το ημιουνιτικό καθεστώς τού Συμεών της Βρετανίας απορρίφθηκε από τον διάδοχο του, Μάξιμο Πρεντόγεβιτς (1630) ο οποίος, αρνούμενος να συμμορφωθεί στη διαταγή τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου να χειροτονηθεί στη Ρώμη, απέκτησε την ανεξαρτησία του χειροτονούμενος από τον Πατριάρχη Ιπεκίου Παΐσιο. Ο Μάξιμος και οι διάδοχοί του αντιστάθηκαν με επιτυχία στις πιέσεις της Ουνίας, μέχρι τα χρόνια τού Επισκόπου Μιγιάκοβιτς (1663-1670), που φυλακίστηκε από τις αυστριακές αρχές και πέθανε στις φυλακές της Σιλεσίας το 1686. Μόλις αυτός καθαιρέθηκε (1670), ο Ουνίτης Επίσκοπος, Πάβλε Ζόρτσιτς, διορίσθηκε στη Μάρτσα. Όλοι οι μοναχοί τού Μοναστηριού που είχαν προβάλει άγρια αντίσταση φυλακίστηκαν το Μάιο τού 1672 και στάλθηκαν σιδηροδέσμιοι στη Μάλτα για ισόβια κάθειρξη, όπου πέθαναν ως μάρτυρες της Ορθοδοξίας.
Αναφέραμε εδώ μόνον ένα μικρό δείγμα από τα πολυάριθμα στοιχεία εκείνης της εποχής σχετικά με τις ακατάπαυστες απόπειρες βίαιου εξουνιτισμού των Σέρβων της Βρετανίας στα Μοναστήρια τού Γκομίργε, της Μάρτσα και της Λιεπαβίνα. Ο Άλμπερτ Πέσλερ αναφέρει στην ‘Congregatio’ την 1η Νοεμβρίου 1625 σχετικά με τους Σέρβους που είχαν εγκατασταθεί 60 χρόνια νωρίτερα στις περιοχές τού Πατριαρχείου Ακυηλίας και της Επισκοπής Ζάγκρεμπ, υποβάλλει προτάσεις για τρόπους εξουνιτισμού τους, και ζητά από την Καγκελλαρία της Βιέννης να καθαιρέσει τους Σέρβους Ορθοδόξους Ιερείς για να εγκαταστήσει ρωμαιοκαθολικούς στη θέση τους.
Την ίδια χρονιά, ο Επίσκοπος Τεργέστης αναφέρει επίσης στον παπικό νούντσιο στη Βιέννη σχετικά με 200 Σέρβους και τη δουλειά που γίνεται για να προσελκυσθούν στην Ουνία. Με τον ίδιο στόχο κατά νου, ο Επίσκοπος Λιουμπλιάνας παίρνει την άδεια από την Congregatio της Ρώμης να ζητήσει από την κυβέρνηση της Βιέννης να απελάσει το σερβικό κλήρο και να βάλει στη θέση του ρωμαιοκαθολικούς που θα «οδηγούσαν τους Σέρβους έξω από το Σχίσμα και σε υπακοή στη Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία».
Τον επόμενο χρόνο, ο Επίσκοπος τού Ζάγκρεμπ αναφέρει για την ουνιτική δράση ανάμεσα στους Σέρβους τού Ζούμπερακ και λέει ότι πολλοί ακόμη ανάμεσα τους αντιστέκονταν στον εξουνιτισμό. Οι Ορθόδοξοι καλόγεροι, εξηγεί, οι οποίοι τους ενθάρρυναν να αντιστέκονται στον εξουνιτισμό έχουν ξυλοκοπηθεί και απελαθεί. Η Καγκελλαρία της Βιέννης απάντησε κυνικά ότι είναι και αυτή υπέρ της Ουνίας, αλλά ότι αυτή έπρεπε να επιβληθεί σταδιακά, από τη στιγμή που οι Σέρβοι της Κροατίας και της Σλαβονίας ήταν «το αμυντικό τείχος των περιοχών αυτών κατά των Τούρκων και είναι επικίνδυνο να εξουνιτισθούν βίαια, διότι θα μπορούσαν να λιποτακτήσουν στους Τούρκους».
Σ’ όλη τη διάρκεια τού επόμενου αιώνα, οι προσπάθειες εξουνιτισμού των Σέρβων τού Ζούμπερακ και τού Βαραζντίν δεν κατασίγασαν και κάθε λογής μισσιοναρίων, ιεραποστόλων και κληρικών απεστάλησαν εναντίον τους, ενώ οι Σέρβοι Επίσκοποι, κληρικοί και ιδιαίτερα οι μοναχοί των μοναστηριών τού Γκομίργε, της Λιεπαβίνα και της Μάρτσα καταδιώχθηκαν, φυλακίσθηκαν και με κάθε τρόπο εμποδίστηκαν να ποιμαίνουν τους Ορθόδοξους Σέρβους. Ο Επίσκοπος τού Ζάγκρεμπ Ραφαήλ Λιεβάκοβιτς (1641) σύναψε συμφωνία με τον Κυβερνήτη της Κροατίας και με στρατιωτικούς και άλλους αξιωματούχους (των περιοχών Ντράσκοβιτς, Φράνκοπαν, Ερντέντι, Ζρίνσκι και Σβάρτσεμπεργκ) να εντάξουν στην Ουνία τους Σέρβους της Κροατίας και της Σλαβονίας με κάθε μέσο και να παρασχεθεί από τους αξιωματούχους αυτούς «κάθε αναγκαία βοήθεια» γι’ αυτό.
Ο ουνίτης Επίσκοπος της Ρουθηνίας Μεθόδιος Τερλέτσκι έγραψε στην Congregatio από τον Βαραζντίν ότι απέδωσαν οι ιεραποστολικές του προσπάθειες να ενταχθεί στα πλαίσια της ουνιτικής Εκκλησίας ο Μοναχός Βασίλειος Ογκνιένοβιτς και ότι οσονούπω θα έπειθε τον Επίσκοπο του Μοναστηριού της Μάρτσα, Μάξιμο Πρεντόγεβιτς, να πάει στη Ρώμη και να προσχωρήσει στην ουνιτική Εκκλησία. Ήδη αναφέραμε τη μοίρα των μοναχών της Μάρτσα.
Η πολιτική των αδιάκοπων πιέσεων στους Σέρβους της Κροατίας και της Σλαβονίας συνεχίστηκε μέχρι τη μεγάλη μετανάστευση των Σέρβων στα 1690, οι οποίοι διέφυγαν από το Κοσσυφοπέδιο προς τα δυτικά λόγω της αφόρητης τουρκικής καταπίεσης, με επικεφαλής τον Πατριάρχη Ιπεκίου Αρσένιο Γ’ Καρνόγεβιτς.
Με την ευκαιρία αυτή, ο Πατριάρχης ζήτησε και έλαβε εγγύηση από την Αυλή της Βιέννης να γίνουν σεβαστοί όλοι οι εκκλησιαστικοί και κοσμικοί σερβικοί νόμοι. Οι εγγυήσεις αυτές όμως, πολύ συχνά αγνοούνταν και καταπατούνταν στην πράξη, ώστε ούτε ο Πατριάρχης Αρσένιος να μη καταφέρει να ανακτήσει τη Μονή της Μάρτσα από τους εγκάθετους Ουνίτες Επισκόπους, που ενθρονίζονταν από τον αυστριακό στρατό από τον Παύλο Ζόρτσιτς και μετά. Οι διάδοχοι του Καρνόγεβιτς, ο Πατριάρχης Αρσένιος Δ’ και οι μητροπολίτες τού Κάρλοβατς Μωυσής Πέτροβιτς και Παύλος Νιενάντοβιτς δεν κατάφεραν να σώσουν το Μοναστήρι της Μάρτσα (που τελικά κάηκε το 1739) ούτε να αποτρέψουν τον εξουνιτισμό των Σέρβων τού Ζούμπερακ.
Η σθεναρότητα της αντίστασης κατά της Ουνίας στην περιοχή του Κυβερνείου τού Κάρλοβατς μπορεί να φανεί από ένα μήνυμα που στάλθηκε στον Πατριάρχη Αρσένιο Δ’ στις 20 Μαρτίου 1742, το οποίο αναφέρει τα ακόλουθα:
«Από τότε που ο πρώτος ουνίτης Επίσκοπος, Παύλος Ζόρτσιτς, είχε αποδεχθεί την Ουνία, όλοι οι ουνίτες Επίσκοποι σε κάθε στιγμή, συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού, τού Θεόφιλου Πάσιτς, αντί να χρησιμοποιούντο κήρυγμα μετέρχονται τα βασανιστήρια και τη βία για να μας αναγκάσουν να γίνουμε ουνίτες. Ιδιαίτερα βάναυσοι είναι με τους μοναχούς μας του Γκομίργε, με αποτέλεσμα πολλοί απ’ αυτούς να είναι τώρα στις γαλλέρες και στα μπουντρούμια. Αναρίθμητοι είναι και οι μοναχοί μας του Γκομίργε που έχουν αλυσοδεθεί, μαστιγωθεί, φυλακισθεί και εξανδραποδιστεί. Και όταν ο σημερινός ουνίτης Επίσκοπος βρέθηκε ανάμεσα στο λαό μας για την ενθρόνιση του, πλαισιωμένος από την Ιερά Εξέταση και το στρατό, έφερε μαζί του μια απειλή της αυτοκρατορικής Καγκελλαρίας της Βιέννης, ότι όποιος με λόγια ή έργα φανεί αντίθετος στον ουνίτη Επίσκοπο, τον Θεόφιλο Πάσιτς, θα θανατωθεί χωρίς δίκη, η περιουσία του θα κατασχεθεί και η οικογένεια του θα απελαθεί από την περιοχή του κυβερνείου. Όλες οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις σ’ αυτά τα μέρη και όλοι οι ρωμαιοκαθολικοί (Κροάτες) που είναι πολυαριθμότεροι από μας, ανταγωνίζονται για να εφαρμόσουν την αυτοκρατορική απειλή. Πολλοί από το λαό μας έχουν περάσει ένα ολόκληρο χρόνο στο Κάρλοβατς αλυσοδεμένοι και σκληρά δοκιμαζόμενοι από βασανιστήρια και εξανδραποδισμούς, μερικοί μάλιστα έχουν ήδη πεθάνει στα μπουντρούμια εξ αιτίας τού ουνίτη επίσκοπου Πάσιτς. Αν μάλιστα το μοναστήρι μας του Γκομίργε δεν είχε αναλάβει δράση για να συγκεντρώσει τα έξοδα για τη δικαστική του δίωξη, αφού πάντα εξαντλούσε κάθε δυνατότητα για χάρη μας, προκειμένου να μας διδάξει τη χριστιανική πίστη και να μας προστατέψει από τους ουνίτες, θα είχαμε τώρα σίγουρα όλοι χαθεί υπέρ της Ουνίας. » (Ρούβαρατς, «Σερβική Σιών», σελ. 712-713, 1904).
Στα 1758,31 Σέρβοι του Ζούμπερακ στο όνομα «ολόκληρου του ελληνόρυθμου πληθυσμού της περιοχής Ζούμπερακ, που δεν έχει υποταχθεί στην Ουνία» υπέβαλαν «μια αγωνιώδη διαμαρτυρία» στον Επίσκοπο του Κάρλοβατς όπου δηλώνουν:
«Τώρα βλέπουμε ότι οι ιερείς που έχουν προσχωρήσει στην Ουνία βάλλουν δημόσια κατά της πίστης μας, διότι επιτίθενται ανοιχτά στην Ανατολική μας Εκκλησία, προσπαθώντας να μας απομακρύνουν από την Πίστη και την Εκκλησία, αλλά εμείς, κρατώντας στο νου τους προγόνους μας και την αταλάντευτη πίστη μας που δεν θέλουμε να εγκαταλείψουμε, και με την οποία θέλουμε να ζήσουμε και να πεθάνουμε, δεν πρόκειται να εγκαταλείψουμε την Ανατολική Εκκλησία και την πίστη μας, ούτε να την αντικαταστήσουμε με άλλη, ζωντανοί η νεκροί». (Γιόχαν Χάιριχ Σβίκερ «Ιστορία της Ουνίας στη Σερβία και στο Ζούμπερακ, Βιέννη 1874, το πρωτότυπο στα γερμανικά).
Το γράμμα στάλθηκε στην Καγκελλαρία της Βιέννης χωρίς αποτέλεσμα. Με το βίαιο εξαναγκασμό από τον αυστριακό στρατό, η Ουνία τελικά επιβλήθηκε σε όλους τους Σέρβους τού Ζούμπερακ, το 1769, πράγμα που οι σημερικοί κάτοικοι του Ζούμπερακ έχουν υπόψη τους, παρ’ όλο που στην πλειοψηφία τους έχουν εκκροατισθεί, χάνοντας έτσι τόσο τη θρησκευτική, όσο και την εθνική τους ταυτότητα.
Η Ουνία στην Σλαβονία
Με την τελική επιβολή της Ουνίας στους Σέρβους του Ζούμπερακ δεν σταμάτησαν οι πιέσεις στους υπόλοιπους Ορθοδόξους της Κροατίας και της Σλαβονίας. Έτσι, όταν ο αυστριακός στρατός έδιωξε τους Τούρκους από τη Σλαβονία, την Μπαράνια και το Σρέμ (στον αυστροτουρκικό πόλεμο του 1683-1690), όπου πολλοί Σέρβοι επαναστάτες είχαν πολεμήσει στο πλευρό των αυστριακών) στα μετόπισθεν του αυστριακού στρατού ακολουθούσαν αμέσως ρωμαιοκαθολικοί Επίσκοποι, όπως είχαν ακολουθήσει τους σταυροφόρους στο “Ορθόδοξο Βυζάντιο, και υποχρέωσαν τους Σέρβους του Σρέμ, του Μπαράνιε και της Σλαβονίας να προσχωρήσουν στην Ουνία.
Περί το 1690,15. 000 Ορθόδοξοι Σέρβοι είχαν ήδη προσχωρήσει στην Ουνία σε μία ιησουίτικη Εκκλησία τού Μπαράνιε. Αναγκάσθηκαν να αναγνωρίσουν τον Πάπα και να δεχθούν και άλλους νεωτερισμούς στην Πίστη και στην οργάνωση της Εκκλησίας.
Όταν ο Πατριάρχης Αρσένιος Γ’ έφθασε στην περιοχή εκείνη, κατέβαλε κάθε προσπάθεια να ξανακερδίσει τους Ορθοδόξους που είχαν προσχωρήσει στην Ουνία με τη βία και τα κατάφερε σε γενικές γραμμές.
Τα ίδια προβλήματα αντιμετώπισε στο Σρέμ και στη Σλαβονία, ιδιαίτερα με την εξάπλωση της Ουνίας στους Σέρβους από τους επιθετικούς ρωμαιοκαθολικούς Επισκόπους και ιεραποστόλους. Τόσο αυτός όσο και οι νεοφερμένοι Σέρβοι μετανάστες που είχαν εγκαταλείψει τα τουρκικά εδάφη μετά τη συντριβή των αυστριακών το 1690, σύντομα διαπίστωσαν ότι όσον αφορά την ελευθερία της λατρείας, ήταν σε καλύτερη κατάσταση με τους Τούρκους παρά με τα νέα αφεντικά τους της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Στο Μοναστήρι της Λιεπαβίνα, στο Κυβερνείο του Βαραζντίν, οι πιέσεις στους Σέρβους να γίνουν ουνίτες συνεχίστηκαν στο σημείο που στα 1717 ο ηγούμενος Κοδράτος Λιεπαβίνσκι, φονεύθηκε στην είσοδο του Ορθοδόξου μοναστηριού του. Ο δολοφόνος του ήταν ο αδίστακτος Ουνίτης Επίσκοπος που είχε ήδη κατακτήσει το Μοναστήρι της Μάρτσα, ο Ραφαήλ Μάρκοβιτς. Προσπαθούσε τώρα να αφαιρέσει από τους Σέρβους και το Μοναστήρι της Λιεπαβίνα, που είχε χτιστεί το 1555. Οι ουνιτικές επιθέσεις εναντίον των Σέρβων ήταν τόσο σφοδρές, ώστε να εξωθηθούν σε επανάσταση στο κυβερνείο του Βαραζντίν, η οποία πνίγηκε στο αίμα. Ο Ορθόδοξος ιερέας Νικόλαος Πόποβιτς, που ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές του αντιουνιτικού αγώνα, φυλακίσθηκε από τις αυστριακές αρχές το 1726 στη φυλακή της Κοπρίβνιτσα, ενώ αυτοκρατορικό διάταγμα της 15ης Σεπτεμβρίου 1727 όριζε όλο το ζήτημα της σερβικής εξέγερσης να ερευνηθεί από μία επιτροπή, αλλά να μην επιτρέπεται η συνύπαρξη Ουνιτών και μη Ουνιτών (Ορθοδόξων) Επισκόπων. Επί λέξει δηλώθηκε ότι «τα τέκνα και τα μέλη της Αγίας Ανατολικής Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ ελληνικού τυπικού» δεν μπορούν να υπάρχουν δίπλα «στους Ουνίτες, ή τα τέκνα και τους πιστούς της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας» (Δουσάν Κάσιτς «Otpor Marcanskoj Uniji I Lepanisco Severinska Eparhija», Βελιγράδι 1986).
Στον Πατριάρχη Αρσένιο Δ’ και στους Επισκόπους του που είχαν μεταναστεύσει με το λαό τους για να ξεφύγουν από την τουρκική καταπίεση, όπως και στον μητροπολίτη του Κάρλοβατς και στους διαδόχους του, απαγορεύθηκε η επίσκεψη στους πιστούς τους και στις επισκοπές της Κροατίας που υπάγονταν σ’ αυτούς. Μετά την κατάληψη της Μονής της Μάρτσα και την απαγόρευση όλων των άλλων επισκέψεων των Σέρβων Επισκόπων στις περιοχές αυτές, η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία αποφάσισε να ιδρύσει τη νέα Επισκοπή της Λιεπαβίνα-Σεβερίν για ν’ αντικαταστήσει την παλιά της Μάρτσα, που είχαν πάρει οι Ουνίτες και όρισε προϊστάμενο της τον Επίσκοπο Συμεών Φιλίπποβιτς. Όμως, αμέσως μόλις έφθασε στην Επισκοπή του, καταδύθηκε από τους Ουνίτες και τους ρωμαιοκαθολικούς, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τις αυστριακές αρχές και να φυλακισθεί χωρίς δίκη στην Κοπρίβνιτσα, όπου γρήγορα πέθανε το 1743.
Μόλις ιδρύθηκε η νέα Επισκοπή τού Σεβερίν, ο ρωμαιοκαθολικός Επίσκοπος Μπεντσόνι έστειλε το 1743 με δύο ιερείς του ένα γράμμα στον στρατηγό Στούμπενμπεργκ τού Κάρλοβατς, όπου τονίζει:
«Δεν πρέπει να επιτραπεί στο νέο σχισματικό Επίσκοπο να διαβεί τα όρια της Επισκοπής του Μοντρούς. Αν όμως ο σχισματικός πετύχει να περάσει, ορκιζόμαστε ενώπιον του Θεού και της εξοχότητός Σας ότι αυτό δεν θα γίνει χωρίς να χυθεί αίμα, και εμείς οι δύο που στεκόμαστε μπροστά στην εκλαμπρότητά Σας θα είμαστε οι πρώτοι που θα αδράξουμε το νεαρό σχισματικό από τα τραχιά του γένια και θα τον κυνηγήσουμε με τη βία, ακολουθώντας την προτροπή τού Χριστού: ο καλός ποιμένας θυσιάζει τη ζωή του για τα πρόβατα του» (Δ. Πόποβιτς, «Οι Σέρβοι στη Βοϊβοντίνα» Β’, 213, Νόβι Σάντ, 1959).
Έτσι, με τις συνεχείς επιθέσεις εξουνιτισμού των ρωμαιοκαθολικών, η Επισκοπή αυτή της Λιεπαβίνα-Σεβερίν επίσης εξέπνευσε, μετά από ζωή μόλις 15 ετών.
Οι συνθήκες για τους Σέρβους χειροτέρεψαν στη Βασιλεία της Αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας της Αυστρίας (1740-1780). ‘ Η ύπερκαθολική αυτοκράτειρα δήλωσε ότι ο σερβικός κλήρος, οι Επίσκοποι, ακόμη και ο μητροπολίτης του Κάρλοβατς, δεν πρέπει να επεμβαίνουν στις προσηλυτιστικές δραστηριότητες των ρωμαιοκαθολικών.
Ήδη, από το 1749, είχε επικυρώσει τη διάταξη της Συνόδου της Μπρατισλάβα, όπου τονίζεται στο άρθρο 49: «στην αυτοκρατορία, δεν θα είναι ανεκτή άλλη πίστη από τον ρωμαιοκαθολικισμό» (Ρ. Γκρούγιτς «Η επαρχία του Πακράτς», σελ. 87, Νόβι Σάντ 1930). Η αυτοκράτειρα έγραψε προσωπικά στον Πάπα Πιο ΣΤ’ στις 26 Ιουλίου 1776: «Θα βοηθήσω την αγία Ουνία (ανάμεσα στους Σέρβους) με κάθε δυνατό τρόπο και θα ενισχύσω με όλα τα δυνατά μέσα όσους μένουν πιστοί σ’ αυτήν» (Ί. Ράντονιτς «Ρωμαϊκή Κουρία», σελ. 626).
Η βασιλεία της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας ήταν περίοδος μεγάλου διωγμού για την Σερβική Εκκλησία, τον κλήρο της και τους μοναχούς της και ιδιαίτερα των σέρβικων μοναστηριών, που ήταν οι φύλακες της Ορθοδοξίας ανάμεσα στο λαό. Αυτό επιβεβαιώνεται από πολυάριθμες μαρτυρίες της εποχής. Κατά τη βασιλεία της (1750-1760), έγινε επίσης απόπειρα να επιβληθεί η Ουνία στο Ερντέντυ της Τρανσυλβανίας (σημερινή Ρουμανία), όπου τότε κατοικούσαν Ορθόδοξοι Σέρβοι και Ρουμάνοι, υπαγόμενοι στη σέρβικη μητρόπολη του Κάρλοβατς. Ο εξουνιτισμός του Ερντέντυ δεν πέτυχε, αλλά πολλοί υπήρξαν οι μάρτυρες ανάμεσα στους Σέρβους και στους Ρουμάνους που έπεσαν υπερασπιζόμενοι την Ορθοδοξία, στους οποίους περιλαμβάνονται οι άγιοι Βησσαρίων και Οπρέα.
Ο εξαναγκασμός των Σέρβων να γίνουν Ουνίτες απαλύνθηκε κάπως με την εισαγωγή της «πολιτικής ανοχής» του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’, τον Οκτώβριο του 1781, αλλά αυτό δεν σήμαινε το τέλος των προσπαθειών εξουνιτισμού των Σέρβων στα πλαίσια της Αυστροουγρικής αυτοκρατορίας, οι οποίες συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της Κροατίας έχει ακόμα και σήμερα την Επισκοπή του Κριζέφτσι, με έδρα ανάμεσα στο Ζάγκρεμπ και στο Βαραζντίν, η οποία έχει αποστολή να εξουνιτίσει τους Ορθοδόξους.
Για το λόγο αυτό, η περιφέρεια της Επισκοπής αυτής εκτείνεται σ’ όλη την Κροατία, τη Σλαβονία και τη Βοϊβοντίνα, σε όποια περιοχή θα μπορούσαν να βρεθούν πρώην Ουνίτες ή πιθανοί νέοι υποψήφιοι για ένταξη στην Ουνία. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν έχει εγκαταλείψει μέχρι σήμερα τις άθλιες βλέψεις εξουνιτισμού των Σέρβων.
Στην κεντρική Σερβία
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προσπάθησε επίσης να επιβάλει την «καταραμένη Ουνία», όπως την αποκαλούσε ο σερβικός λαός, ακόμη και στα εδάφη της κεντρικής Σερβίας, όπου και όποτε αυτό ήταν δυνατό. Στις βόρειες περιοχές της Σερβίας, ήδη από τον 13ο αιώνα, κατά τη βασιλεία του Βασιλιά Δραγούτιν, έγιναν προσπάθειες να προσηλυτισθούν οι Σέρβοι του Σρέμ, της Μάτσβα και τμημάτων της Βοσνίας στην ουνιτική Εκκλησία μέσω της ρωμαιοκαθολικής Ουγγαρίας.
Αργότερα, όταν το Βελιγράδι έπεσε στην ουγγρική κυριαρχία, πρόσωπα και ομάδες των Σέρβων τού Βελιγραδίου αναγκάσθηκαν να προσχωρήσουν στην Ουνία και οι Ουνίτες δεν χαλάρωσαν τις πιέσεις ακόμα και όταν η πόλη έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Με την προέλαση τού αυστριακού στρατού το 17ο και 18ο αιώνα, οι ρωμαιοκαθολικοί Επίσκοποι προσηλύτιζαν στην ουνία χωρίς διακοπή. Έτσι, για παράδειγμα, ο Επίσκοπος Βελιγραδίου Λούκα Νατάλι γράφει στην Congregatio ότι έφερε με το μέρος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας πολλούς «σχισματικούς» (Σέρβους) και «πολυάριθμους αιρετικούς» (Μ. Γιάτσοφ, «Ντοκουμέντα της Congregatio»). Μετά την ειρήνη τού Ποζάροβατς το 1718 ανάμεσα στους Αυστρια-κούς και στους Τούρκους, η οποία αναγνώριζε την αυστριακή παρουσία σε τμήματα της Σερβίας κατεχόμενα από τους Τούρκους, οι ρωμαιοκαθολικοί μισσιονάριοι άρχισαν αμέσως προσηλυτιστική δραστηριότητα ανάμεσα στους Σέρβους για χάρη της ουνιτικής Εκκλησίας. Ο ρωμαιοκαθολικός Επίσκοπος Βελιγραδίου κατάρτισε ένα ιδιαίτερα σκληρό πρόγραμμα εξουνιτισμού των Σέρβων σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο σερβικός λαός, εκπροσωπούμενος από μία συνέλευση στο Βελιγράδι το 1732, έστειλε διαμαρτυρία στην καγκελλαρία της Βιέννης, απαριθμώντας όλες τις αδικίες και τη βία εις βάρος του από τους ρωμαιοκαθολικούς. Ο λαός διαμαρτύρεται ότι η αυστριακή ρωμαιοκαθολική κυβέρνηση και η Εκκλησία της Ρώμης θα προτιμούσαν να ανεχθούν τους Λουθηρανούς, τους Καλβινιστές και τους Εβραίους, παρά τους Ορθοδόξους Σέρβους (Ί. Ράντονιτς, «Ρωμαϊκή Κουρία», σελ. 496-7).
Η γενοκτονία της Κατοχής
Οι επιθέσεις εξουνιτισμού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εναντίον των Ορθοδόξων της Σερβίας δεν σταμάτησαν ούτε καν στο 19ο αιώνα και κορυφώθηκαν με μια αιματηρή γενοκτονία του σερβικού Ορθοδόξου λαού και της Εκκλησίας τού Αγίου Σάββα στα εδάφη τού άθλιου ανεξάρτητου κροατικού κράτους των φασιστών–Ουστάσι κατά τη διάρκεια τού τελευταίου πολέμου (1941-1945).
Τότε, ο πάπας της Ρώμης Πίος ΙΒ’ και ο αρχιεπίσκοπος Ζάγκρεμπ Αλοΐσιος Στέπινακ (ο άγιος των καθολικών!!!) ευλόγησαν τα πογκρόμ των φασιστών Ουστάσι εναντίον τού αθώου Ορθοδόξου κλήρου και λαού της Γιουγκοσλαβίας. Παρόμοιος διωγμός τον Ορθοδόξων της Τσεχοσλοβακίας και της Ρωσίας (Ουκρανίας) – αν και πολύ μικρότερης έκτασης- είχε επίσης οργανωθεί από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Σχετικά με τις κακουχίες και το μαρτύριο των Ορθοδόξων Σέρβων κατά τη διάρκεια της τρομοκρατίας των ρωμαιοκαθολικών – Ουστάσι όσο το μεγαλύτερο μέρος της Γιουγκοσλαβίας βρισκόταν κάτω από γερμανοϊταλική κατοχή, πολλά είναι ήδη γνωστά σ’ όλο τον κόσμο και υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία σε πολλές γλώσσες. Γι’ αυτό και θα είμαστε σύντομοι γι’ αυτό το θέμα εδώ.
Ας αναφέρουμε μόνον ότι τέσσερις Ορθόδοξοι Επίσκοποι, 220 κληρικοί, και ένα εκατομμύριο πιστοί βασανίστηκαν, ακρωτηριάστηκαν και σκοτώθηκαν. Απ’ αυτούς 700.000 μαρτύρησαν μόνο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης τού Γιασένοβατς. Εκατοντάδες Ορθόδοξες Εκκλησίες γκρεμίστηκαν ή υπέστησαν σοβαρές καταστροφές και μεγάλος πλούτος εκκλησιαστικών, πολιτιστικών και καλλιτεχνικών αντικειμένων που ανήκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία είτε λεηλατήθηκε είτε καταστράφηκε από το ανεξάρτητο κράτος της Κροατίας».
Όμως, δεν είναι μικρότερο αμάρτημα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας της Κροατίας, οι υποχρεωτικοί προσηλυτισμοί τού Ορθόδοξου Σέρβικου πληθυσμού της Κροατίας. Με τις ευλογίες τού Βατικανού και των Κροατών Επισκόπων με επί κεφαλής τον αρχιεπίσκοπο του Ζάγκρεμπ Στέπινακ, 250.000 Σέρβοι προσηλυτίσθηκαν στον ρωμαιοκαθολικισμό και μια ημιουνιτική «Κροατική Ορθόδοξη Εκκλησία» – μαριονέττα ιδρύθηκε στο «ανεξάρτητο κράτος της Κροατίας».
Ακόμα και μετά τον πόλεμο, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συνέχισε για πολλές δεκαετίες να διεκδικεί αυτούς τους δια της βίας προσηλύτους ως νόμιμα μέλη της. Η αντιχριστιανική ουνιτική νοοτροπία χαρακτηρίζεται από το στοιχείο πως δεν παραιτούνται ποτέ με τη θέληση τους απ’ ό,τι κερδίσουν με τη βία και τον εξαναγκασμό.
Δυστυχώς, το μακροχρόνιο μίσος της ρωμαιοκεντρικής ολοκληρωτικής νοοτροπίας των ρωμαιοκαθολικών απέναντι στους Ορθοδόξους εν γένει και ιδιαίτερα στους Σέρβους Ορθοδόξους, δεν χαρακτήριζε μόνο τον αρχιεπίσκοπο – μετέπειτα Καρδινάλιο – Στέπινακ, που σημείωνε στο προσωπικό του ημερολόγιο στις 27 Μαρτίου 1941 την ακόλουθη παρατήρηση:
«Το πνεύμα τού Βυζαντίου είναι τόσο τρομερό, ώστε μόνον ο Παντοδύναμος και Παντογνώστης Θεός θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει την πονηρία και τις μηχανορραφίες αυτών των ανθρώπων… Το Σχίσμα (η Ορθοδοξία) είναι η μεγαλύτερη κατάρα της Ευρώπης, ακόμα μεγαλύτερη κι από τον Προτεσταντισμό. Μ’ αυτούς δεν σηκώνει ούτε ηθική, ούτε αρχές, ούτε αλήθεια, ούτε αξιοπρέπεια».
Αυτό το ίδιο μίσος απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία συμμεριζόταν επίσης ο γνωστός Επίσκοπος τού Διάκοβο, Ιωσήφ Γιούραϊ Στροσμάγερ (1815-1905) που η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στη Γιουγκοσλαβία ακατάπαυστα εμφανίζει ως «υπόδειγμα οικουμενισμού» από τον 19ο αιώνα (Λ. Ντούρκοβιτς, «Σερβία και Βατικανό», Κραγκούγεβατς, 1990).
Μετά τη δεύτερη Βατικανή σύνοδο, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της Γιουγκοσλαβίας έχει υιοθετήσει, αν και όχι αμέσως, μια πιο ανεκτική και οικουμενική στάση, αλλά ας σημειωθεί ότι στον όρο «οικουμενική» δίνεται η ειδική ρωμαιοκαθολική ερμηνεία: πάντοτε παποκεντρισμός και ρωμαιοκεντρισμός.
Όμως, αυτό δεν κράτησε για πολύ. Σήμερα, η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της Σλοβενίας και της Κροατίας, ιδίως η τελευταία, υιοθετεί και πάλιν ιδιαίτερα επιθετική και αδιάλλακτη στάση απέναντι στον Ορθόδοξο σερβικό λαό και Εκκλησία. Αυτό έχει οδηγήσει στη διακοπή όλων των διαχριστιανικών σχέσεων, που είναι προϋπόθεση για έναν χριστιανικό οικουμενικό διάλογο εν αγάπη και αληθεία.
Propaganda Fide (πλήρες όνομα Congregatio de Propaganda Fide, δηλαδή «Επιτροπή για την Προώθηση της Πίστης») υπήρξε το όνομα του Τμήματος (Επιτροπής) της Αγίας Έδρας, που ιδρύθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΕ΄ το 1622. Είχε διπλό σκοπό, αφενός τη διάδοση του Χριστιανισμού σε περιοχές εκτός του χριστιανικού κόσμου που δεν είχε φτάσει το χριστιανικό άγγελμα και αφετέρου την υπεράσπιση της ορθότητας της πίστης σε μέρη όπου αμφισβητούνταν από την αίρεση. Η Propaganda Fide υπήρξε ουσιαστικά η Επιτροπή η οποία ήταν επιφορτισμένη με το καθήκον να οργανώσει το σύνολο της ιεραποστολικής δράσης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Με πρόνοια του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄, η Επιτροπή μετονομάστηκε σε Επιτροπή για τον Ευαγγελισμό των Λαών (Congregatio pro Gentium Evangelisatione).
Από το βιβλίο: Η ΟΥΝΙΑ -Χθες και Σήμερα (Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ)
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com