π ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Η Ορθόδοξη Εκκλησία παραδέχεται την παρθένο Μαρία αληθινά Θεοτόκο και κηρύττει την αειπαρθενία της δηλαδή έμεινε παρθένος, όχι μόνο κατά τη γέννηση του Xριστoύ, αλλά και μετά από αυτήν.
Η παρθένος Μαρία δεν γέννησε βέβαια τη θεία φύση τού Χριστoύ. Όμως στα σπλάχνα της ενώθηκε πραγματικά ο Θεός με τον άνθρωπο, η θεία και η ανθρώπινη φύση. Έτσι η παρθένος Μαρία έγινε το εργαστήριo της θεανθρώπινης ένωσης και είναι αληθινά Θεοτόκος (Λουκ. α’ 35. 43. 68. 76, πρβλ Μαλαχ. γ’ 1).
Ο Xριστός δεν είχε δύο πρόσωπα, αλλά ένα. Γι’ αυτό λέμε πώς αυτό πού συμβαίνει στη μία Του Φύση, συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο. Ότι συμβαίνει στο σώμα Του συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο, γιατί ήταν πραγματικά δικό Του σώμα (πρβλ Πράξ. κ’ 28).
Έτσι λέμε πώς η παρθένος Μαρία έγινε πραγματικά «μήτηρ τού Κυρίου», δηλαδή αληθινή Θεοτόκος (Λουκ. α’ 43).
Αν η παρθένος Μαρία δεν είναι Θεοτόκος, αν δηλαδή δεν ενώθηκε στα σπλάχνα της ο Θεός με τον άνθρωπο, δεν συντελέσθηκε η σωτηρία τού ανθρώπου, γιατί «το απρόσληπτov και αθεράπευτον». Αν ο άνθρωπος δεν προσλήφθηκε ολοκληρωτικά από τη θεία φύση τού Xριστoύ, αν δεν ενώθηκε με τον Θεό «ασυγχύτως και ατρέπτως» στο ένα πρόσωπο τού Xριστoύ, τότε ο Xριστός δεν έσωσε τον άνθρωπο.
Γι’ αυτό τον λόγο η Εκκλησία επιμένει στον όρο Θεοτόκος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία παραδέχεται ακόμη την Μαρία ως αειπάρθενο. Στο εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται: «Διότι και εγώ εστάθην υιός τού πατρός μου, αγαπητός και μονογενής ενώπιον της μητρός μου» (Παροιμ. δ’ 3). Βέβαια εδώ δεν αναφέρεται ο Σολομών στον εαυτό του, γιατί ο ίδιος δεν ήταν μονογενής (Β’ Σαμ./Β’ Βασιλ. ια’ 27. ιβ’ 24).
Ο προφήτης Ησαΐας την ονομάζει «η παρθένος» (Ήσ. ι’ 14. Ματθ. α’ 23) και ο Ιεζεκιήλ «πύλη», πού ήταν και έμεινε κλειστή: «ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς μη διέλθει δι’ αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι’ αυτής, και έσται κεκλεισμένη» (Ιεζ. μδ’ 1-3). Αυτό πού χρησιμοποιεί ο Xριστός το θέλει σε απoκλειστική του χρήση (πρβλ Μαρκ, ια’ 2. Ιω. ιθ’ 41).
Ο δίκαιος Ιωσήφ δόθηκε στην παρθένο Μαρία με σκοπό να την πρoστατεύει για να είναι «ανήρ αυτής» κατά νόμο και εκείνη να είναι «γυναίκα» του σύμφωνα με τον νόμο (Ματθ. α’ 19-20), όπως ακριβώς ο Ιωσήφ ήταν σύμφωνα με τον νόμο και «πατήρ» τού Ιησού (Λουκ. β’ 27.41. 48-49. Ιω. στ’ 42). Όχι όμως φυσικός πατέρας (Ματθ. α’ 18-20). Άλλωστε η παρθένος αναφέρεται ως «μνηστή» τού Ιωσήφ (Ματθ. α’ 18. Λουκ. α’ 27. β’ 5). Mάλιστα μετά τη γέννηση τού Xριστoύ ο Ιωσήφ δεν ονομάζεται πλέον «άνδρας» της Μαρίας (Ματθ. β’ 11-14. 19-21).
Όσοι αρνούνται την αειπαρθενία της Θεοτόκου επικαλούνται μερικά εδάφια της αγίας Γραφής, τα οποία όμως παρερμηνεύουν, δεν τα κατανοούν όπως τα ερμήνευσε η Εκκλησία (Α’ Τιμ. γ’ 15).
Το «δεν εγνώριζεν αυτήν, εωσού εγέννησε τον υιόν αυτής» (Ματθ. α’ 25) αναφέρεται σε ότι συνέβη πριν από τη γέννηση. Η αγία Γραφή θέλει εδώ να κατοχυρώσει την γέννηση τού Xριστoύ δια Πνεύματος Αγίου, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για το τι επακολούθησε μετά (πρβλ Ματθ. κη’ 20. Α’ Τιμ. δ’ 13).
Ο όρος «πρωτότοκος» δεν σημαίνει πώς ακολούθησαν και άλλα τέκνα. Σημαίνει το πρώτο παιδί, πού «διανοίγει» την μήτρα της μητέρας του, άσχετα αν ακολουθούν άλλα παιδιά ή όχι (Έξοδ. ιγ’ 2. Άριθ. η’ 16. ιη’ 15. Α’ Βασιλ. στ’ 7. 10. 14 κατά τούς 0′). Ακόμη η λέξη «Πρωτότοκος» σημαίνει και Ύψιστoς (Ψαλμ. πη’ 28λπθ’ 27).
Οι λεγόμενοι «αδελφοί» τού Ιησού (Ματθ. ιβ’ 46. ιγ’ 55-56. Μάρκ. στ’ 3. Λουκ. η’ 19-21. Ιω. β’ 12. ι’ 3. 5. 10. Πράξ. α’ 14. Α’ Κορ. θ’ 5. Γαλ. α’ 19) ήσαν ασφαλώς «αδελφοί» σύμφωνα με τον νόμο, όπως και ο Ιωσήφ ήταν «πατήρ» κατά τον νόμο, όχι σαρκικοί αδελφοί του Χριστού. Άλλωστε η συμπεριφορά των έναντι του Ιησού αποδεικνύει πώς ήσαν μάλλον μεγαλύτεροι στην ηλικία, πράγμα πού αποκλείει την κατά σάρκα συγγένεια, αφού ο Χριστός αποκαλείται «πρωτότοκος».
Αλλά αν η Μαρία είχε τόσα παιδιά (τουλάχιστον έξι), θα δεχόταν να πάει στο σπίτι του μαθητή Iωάννη; (Ιω. ιθ’ 26-27). Ασφαλώς ο Χριστός δεν θα επρότεινε κάτι τέτοιο. Ο Ιάκωβος και ο Ιούδας ονομάζουν τούς εαυτούς των «δούλους», όχι αδελφούς του Χριστού (Ιακ. α’1. Ιούδ. 1). Δεν ήσαν λοιπόν τέκνα της Μαρίας ήσαν «αδελφοί» του Ιησού σύμφωνα με τον νόμο. Άλλωστε η λέξη «αδελφός» στην αγία Γραφή έχει ευρύτερη έννoια (Γέν. ιβ’ 5. ιγ’ 8. κθ’ 12. Α’ Παραλ. Χρον. κγ’ 21-22).
Ο άγιος Αμβρόσιος (339-397) λέγει πώς ο Ιωσήφ «ήταν αδύνατον να προσβάλει τον ναό του Αγίου Πνεύματος, την μητέρα του Κυρίου, τον κόλπο του μυστηρίου» (Άμβρ., Ύπόμν. είς Λουκ., 2, 6).
Το ίδιο υπογραμμίζει και ο Χρυσόστομος (Ύπόμν. είς Ματθ., Λόγος ε’ 3).
Ο Ιερώνυμος χαρακτηρίζει την άρνηση του αειπάρθενου «ύβριν» κατά του Θεού και γράφει ιδιαίτερο σύγγραμμα κατά του αιρεσιάρχη Ελβιδίου. Ο Αυγουστίνος τονίζει πώς η παρθένος Μαρία ήταν «παρθένος κατά τη σύλληψη, παρθένος και κατά τη γέννηση, παρθένος και μέχρι θανάτου» (Κατηχ. 11, κεφ. 22,40).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την παρθένο Μαρία. Ήδη από την Παλαιά Διαθήκη προφητεύτηκε η ιδιαίτερη θέση της (Παροιμ. κθ/λα’ 29). Είναι «ευλογημένη εν γυναιξίν» και «εύρε χάριν παρά τω Θεώ». Επισκιάσθηκε από Πνεύμα Άγιο και από δύναμη Υψίστου, είναι «μητέρα του Κυρίου» και γι’ αυτό όλοι πρέπει να την τιμούν και να την μακαρίζουν (Λουκ. α’ 28-48).
Στην Αποκάλυψη του Iωάννη παρουσιάζεται μία γυναίκα ντυμένη τον ήλιο, δοξασμένη με την ύψιστη δόξα. Αυτή είναι ασφαλώς η Εκκλησία, αλλά ταυτόχρονα συμβολίζει και την παρθένο Μαρία (Αποκ. ιβ’ 1-6. 13-17). Αυτή είναι η «τιμιωτέρα των χερουβείμ και ενδοξοτέρα των σεραφείμ». Γιατί η ίδια έγινε θρόνος του Κυρίου, ενώ τα Σεραφείμ «ειστήκεισαν κύκλω αυτού», δηλαδή ίσταντο γύρω από το θρόνο Του (Ησ. στ’ 2).
Δίκαια η Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλεί την παρθένο Μαρία Παναγία, όχι βέβαια σε σχέση με τον Θεό («εις άγιος, εις Κύριος…»), αλλά σε σύγκριση με τούς ανθρώπους και τούς αγγέλους. Η ίδια επροφήτευσε πώς όλες οι γενεές θα της απονέμουν τιμή (Λουκ. α’ 48). Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδίδει στην παρθένο Μαρία λατρεία. Αυτή ανήκει μόνο στον Θεό.
Ο άγιος Επιφάνιος συγκαταλέγει μεταξύ των αιρετικών, εκείνους πού αρνούνται το αειπάρθενο της Μαρίας και τούς ονομάζει αντιδικομαριανίτες. Από το άλλο μέρος καταφέρεται και εναντίον εκείνων πού προσέφεραν «κολλυρίδα,, ένα είδος πίπας (κολλυριανοί) και λάτρευαν την παρθένο Μαρία, «αντί Θεού ταύτην παρεισάγειν εσπουδακότες» (Επιφ., Κατά αντιδικομαριανιτών ιδ-κγ’).
Αυτοί οι αιρετικοί, λέγει ο Επιφάνιος, επιχειρούσαν «στο όνομα της αγίας παρθένου υπέρ το μέτρον, πράγμα ανεπίτρεπτο και βλάσφημο» και ιερουργούσαν «εις το όνομά της δια γυναικών, πράγμα πού είναι εντελώς ασεβές και ανεπίτρεπτον… διαβολικόν ενέργημα και πνεύματος ακαθάρτου διδασκαλία» (Κατά Αντιδ. κγ’).
Οι απόψεις λοιπόν του αγίου Επιφανίου δεν είναι δυνατόν να στραφούν εναντίον της τιμής στην παρθένο Μαρία και στους αγίους. Μάλιστα ο Πολύβιος, πού ήταν βιογράφος του Επιφανίου, αναφέρει πώς συνήθιζε να επισκέπτεται την νύκτα τούς τόπους πού βρίσκονταν τα λείψανα των αγίων μαρτύρων «και να παρακαλεί τον Θεόν περί ενός εκάστου των θλιβομένων» (Βίος Επιφ., νγ’). Ο Επιφάνιος υπογραμμίζει πώς «πέρα του δέοντος ου χρή τιμάν τούς άγίους, αλλά τιμάν τον αυτών Δεσπότην» (Κατά αντιδικομ. κδ’). Ετάσσετο κατά της αντικαταστάσεως της λατρείας τού Θεού με τη λατρεία της παρθένου Μαρίας και των αγίων, αυτό έκαναν οι σύγχρονοί του αιρετικοί!
Ο λόγος τού Χριστού, πώς μητέρα και αδελφός του είναι όποιος κάνει το θέλημα τού Πατρός Του (Ματθ. ιβ’ 50. Μάρκ. γ’ 35) δεν είναι προσβλητικός για την παρθένο Μαρία, γιατί ήταν πιστή στο θέλημα τού Θεού. Το «μενούνγε μακάριοι οι ακούοντες τόν λόγον τού Θεού καί φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. ια’ 28) σημαίνει «αληθινά, βεβαίως» (Ρωμ. ι’ 18). Η παρθένος Μαρία ήταν μακαρία και μ’ αυτή την έννοια (Λουκ. β’ 51), γιατί ήταν πιστή στο θέλημα τού Θεού. Αν η παρθένος δεν ήταν θεοσεβής, τότε ασφαλώς δεν θα ήταν μακαρία, γιατί δεν θα την ωφελούσε καθόλου το γεγονός ότι εγέννησε τον Χριστό. Το «γύναι» (Ιω. β’ 4) δεν είχε εκείνη την εποχή μειωτική σημασία (Ίω. δ’ 21. κ’ 15).
Πολλές προτεσταντικές ομάδες ισχυρίζονται πώς ο όρος Θεοτόκος και το αειπάρθενον είναι πράγματα ασήμαντα και επουσιώδη. Όμως, όπως αναφέραμε, η Εκκλησία των πρώτων αιώνων δεν συμμερίζεται τις απόψεις αυτές. Γι’ αυτό και στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431 μ-Χ.) κατοχύρωσε τον όρο Θεοτόκος και χαρακτήρισε τη διδαχή τού Νεστορίου αιρετική. Δεν παρέλειψε να αναθεματίσει τον ίδιο και τους οπαδούς του.
Η ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει την άσπιλη σύλληψη της Παρθένου Μαρίας, γιατί πιστεύει πώς η μόνη οδός σωτηρίας είναι ο Χριστός (Ιω.. α’ 12-13, ιδ’ 6. Πράξ. δ’ 12. Α’ Κορ. α’ 30-31). Ό Χριστός έγινε η «απαρχή» (Α’ Κορ. ιε’ 21) και η «καινή κτίσις» πραγματoπoιείται μόνο «εν Χριστώ» (Β’ Κορ. ε’ 17. Τίτ. v’ 4-7).
Έξω από το Σώμα τού Χριστού δεν υπάρχει σωτηρία (Έβρ. β’ 14-15). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει το δόγμα της άσπιλης σύλληψης της Παρθένου Μαρίας, δηλαδή τη διδασκαλία πώς η Παρθένος Μαρία από τη σύλληψή της ήταν απαλλαγμένη από τις συνέπειες της αμαρτίας τού Αδάμ. Η Εκκλησία μας μένει σταθερή στη βασική σωτηριολογική αλήθεια, πού διατυπώνεται με τη φράση: «το απρόσληπτον και αθεράπευτον»