ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ SERAPHIM ROSE
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ και η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ
Η πεντηκοστιανική κίνηση του 20ου αιώνα
Η σύγχρονη πεντηκοστιανική κίνηση, παρ’ ότι κατάγεται από τον 19ο αιώνα, χρονολογεί την αφετηρία της ακριβώς στις 7 μ.μ. της Πρωτοχρονιάς του 1900. Για κάποιο χρονικό διάστημα πριν από τη στιγμή αυτή, ο Charles Parham, ένας Μεθοδιστής ιερέας στην Topeka του Kansas, ως απάντηση στην ομολογημένη αδυναμία της χριστιανικής ιερωσύνης του, μελετούσε σε συναθροίσεις την Αγία Γραφή με μια ομάδα μαθητών του, με σκοπό να ανακαλύψει το μυστικό της δύναμης του Χριστιανισμού των αποστολικών χρόνων. Οι μαθητές συμπέραναν ότι αυτό το μυστικό βρισκόταν στη «γλωσσολαλιά», η οποία νόμιζαν ότι συνόδευε πάντα τη λήψη του Αγίου Πνεύματος στις Πράξεις των Αποστόλων. Με αυξανόμενη συγκίνηση και υπερένταση, ο Parham και οι μαθητές του αποφάσισαν να προσευχηθούν μέχρι να λάβουν και οι ίδιοι το «βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος» μαζί με τη γλωσσολαλιά.
Στις 31 Δεκεμβρίου του 1900 προσευχήθηκαν από το πρωί ως το βράδυ χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι που ένα νεαρό κορίτσι υπέδειξε ότι κάτι έλειπε από αυτό το πείραμα: η «χειροθεσία». Ο Parham έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι του κοριτσιού, κι αμέσως εκείνο άρχισε να μιλά σε μια «άγνωστη γλώσσα». Μέσα σε τρεις μέρες έγιναν πολλά τέτοια «βαπτίσματα», περιλαμβανομένου κι αυτού του ίδιου του Parham και δώδεκα άλλων κληρικών από διάφορες ομολογίες, και όλα συνοδεύονταν από γλωσσολαλιά. Σύντομα η αναζωπύρωση εξαπλώθηκε στο Texas, και μετά είχε θεαματική επιτυχία σε μια μικρή εκκλησία μαύρων στο Los Angeles. Από τότε έχει εξαπλωθεί σ’ όλο τον κόσμο και ισχυρίζεται ότι έχει δέκα εκατομμύρια μέλη.
Για μισό αιώνα το κίνημα της Πεντηκοστής παρέμενε σχισματικό και παντού οι εδραιωμένες ομολογίες το αντιμετώπιζαν εχθρικά. Έπειτα, πάντως, η γλωσσολαλιά άρχισε βαθμιαία να εμφανίζεται και στις ίδιες τις ομολογίες, παρ’ ότι στην αρχή κρατήθηκε αρκετά μετρημένη, μέχρι που το 1969 ένας Επισκοπιανός ιερέας κοντά στο Los Angeles έδωσε ευρεία δημοσιότητα στο γεγονός, δηλώνοντας δημοσίως ότι είχε λάβει το «βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος» και γλωσσολαλούσε. Μετά από κάποια αρχική εχθρότητα, η «χαρισματική αναζωπύρωση» κέρδισε την επίσημη ή ανεπίσημη έγκριση όλων των μεγάλων ομολογιών και εξαπλώθηκε γρήγορα τόσο στην Αμερική όσο και στο εξωτερικό. Ακόμα και η κάποτε άτεγκτη και περιοριστική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, από τη στιγμή που πήρε στα σοβαρά τη «χαρισματική αναζωπύρωση» στα τέλη της δεκαετίας του 1960, παρασύρθηκε με ενθουσιασμό από αυτήν. Στην Αμερική οι Ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι ενέκριναν την κίνηση του 1969• οι λίγες χιλιάδες Καθολικοί που είχαν αναμειχθεί σ’ αυτήν αυξήθηκαν από τότε σε αμέτρητες εκατοντάδες χιλιάδων, που συναθροίζονταν περιοδικά σε τοπικές και εθνικές «χαρισματικές» διασκέψεις, στις οποίες οι συμμετέχοντες καμμιά φορά αριθμούσαν δεκάδες χιλιάδων. Οι Ρωμαιοκαθολικές χώρες της Ευρώπης έγιναν επίσης «χαρισματικές» με ενθουσιασμό, όπως επιβεβαίωσε η «χαρισματική» διάσκεψη στο Summer της Ιρλανδίας το 1978, την οποία παρακολούθησαν χιλιάδες Ιρλανδοί ιερείς. Λίγο πριν από το θάνατό του, ο Πάπας Παύλος ο 6ος συναντήθηκε με μια αντιπροσωπεία «χαρισματικών» και δήλωσε ότι και αυτός επίσης Πεντηκοστιανός.
Ποιος μπορεί να είναι ο λόγος για τέτοια θεαματική επιτυχία μιας «χριστιανικής» αναζωπύρωσης σε ένα «μεταχριστιανικό» κόσμο; Χωρίς αμφιβολία η απάντηση βρίσκεται σε δύο παράγοντες: 1) το δεκτικό έδαφος που συνιστούν αυτά τα εκατομμύρια των «Χριστιανών» οι οποίοι νοιώθουν ότι η θρησκεία τους είναι στεγνή, υπερβολικά λογική, μόνο εξωτερική, δίχως θέρμη ή δύναμη• και 2) το αποδεδειγμένα ισχυρό «πνεύμα» που βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα, το οποίο είναι ικανό, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, να παράγει μια πληθώρα και ποικιλία «χαρισματικών» φαινομένων που περιλαμβάνουν θεραπείες, γλωσσολαλιά, ερμηνεία, προφητεία – και τη βάση όλων αυτών, μια συνταρακτική εμπειρία που λέγεται «το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος» (ή «βάπτισμα στο» ή «με» Άγιο Πνεύμα).
Αλλά ποιο ακριβώς είναι αυτό το «πνεύμα»; Είναι ενδεικτικό ότι αυτό το ερώτημα τίθεται σπάνια ή και ποτέ από τους οπαδούς της «χαρισματικής αναζωπύρωσης»• η «βαπτιστική» εμπειρία τους είναι τόσο ισχυρή κι έχει ακολουθήσει μετά από τέτοια αποτελεσματική ψυχολογική προετοιμασία με τη μορφή ομαδικής προσευχής και προσδοκίας, που δεν υπάρχει ποτέ καμμιά αμφιβολία στο μυαλό τους ότι έχουν λάβει το Άγιο Πνεύμα κι ότι τα φαινόμενα που έχουν βιώσει και δει είναι ακριβώς αυτά που περιγράφονται στις Πράξεις των Αποστόλων. Επίσης, η ψυχολογική ατμόσφαιρα της κίνησης είναι συχνά τόσο μονόπλευρη και τεταμένη που κρίνεται ως πραγματική βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος να τρέφει κανείς αμφιβολίες γι’ αυτή τη θεώρηση. Από τις εκατοντάδες βιβλία που έχουν ήδη εμφανιστεί σχετικά με το κίνημα, μόνο πολύ λίγα εκφράζουν ακόμα κι ανεπαίσθητες αμφιβολίες ως προς την πνευματική εγκυρότητά του.
Με σκοπό να αποκτήσουμε μια καλύτερη ιδέα για τα διακριτικά χαρακτηριστικά της «χαρισματικής αναζωπύρωσης», ας εξετάσουμε κάποιες από τις μαρτυρίες και τις πρακτικές των συμμετεχόντων σ’ αυτήν, πάντα ελέγχοντάς τες σύμφωνα με τα δεδομένα της Αγίας Ορθοδοξίας. Αυτές οι μαρτυρίες θα ληφθούν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, από τα απολογητικά βιβλία και περιοδικά του κινήματος, γραμμένα από ανθρώπους που διάκεινται ευνοϊκά προς αυτό και που προφανώς δημοσιεύουν μόνο το υλικό που φαίνεται να υποστηρίζει τη θέση τους. Επιπλέον, θα κάνουμε ελάχιστη χρήση καθαρά Πεντηκοστιανικών πηγών, περιοριζόμενοι κυρίως σε Προτεστάντες, Καθολικούς και Ορθοδόξους που συμμετέχουν στη σύγχρονη «χαρισματική αναζωπύρωση».
«Γλωσσολαλιά»
Αν εξετάσουμε με προσοχή τα συγγράμματα της «χαρισματικής αναζωπύρωσης», θα βρούμε ότι αυτή η κίνηση μοιάζει πολύ με πολλές αιρετικές κινήσεις του παρελθόντος στο ότι βασίζονται πρωταρχικά, ή ακόμα και εξ ολοκλήρου, σε μια μάλλον αλλόκοτη έμφαση σε δόγμα ή θρησκευτική πρακτική. Η μόνη διαφορά είναι ότι τώρα η έμφαση δίνεται σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο το οποίο κανείς αιρετικός στο παρελθόν δεν θεώρησε ως τόσο κεντρικό: τη γλωσσολαλιά.
Σύμφωνα με τον «καταστατικό χάρτη» πολλών πεντηκοστιανικών ομάδων, «Το βάπτισμα των πιστών στο Άγιο Πνεύμα επιβεβαιώνεται από την ομιλία σε άλλες γλώσσες, που αποτελεί το πρώτο εμφανές σημείο» (Sherrill, σελ. 79). Και όχι μόνο είναι το πρώτο σημείο της μεταστροφής σε μια πεντηκοστιανική ομάδα ή προσανατολισμό: σύμφωνα με τις μεγαλύτερες αυθεντίες του Πεντηκοστιανισμού, αυτή η πρακτική πρέπει να συνεχιστεί αλλιώς το «πνεύμα» μπορεί να χαθεί. Γράφει ο David Du Plessis: «Η πρακτική της προσευχής με γλωσσολαλιά πρέπει να συνεχίζεται και να αυξάνει στις ζωές αυτών που είναι βαπτισμένοι στο Πνεύμα, αλλιώς μπορεί να ανακαλύψουν ότι οι άλλες εκδηλώσεις του πνεύματος γίνονται σπάνιες ή σταματούν τελείως» (Du Plessis, σελ. 89). Πολλοί μαρτυρούν, όπως ένας Πεντηκοστιανός, ότι η γλωσσολαλιά «έχει τώρα γίνει ένα ουσιώδες συμπλήρωμα της θρησκευτικής μου ζωής» (Lillie, σελ. 50). Κι ένα ρωμαιοκαθολικό βιβλίο πάνω σ’ αυτό το θέμα λέει πιο επιφυλακτικά ότι από τα «δώρα του Αγίου Πνεύματος» η γλωσσολαλιά «είναι συχνά, αλλά όχι πάντα, αυτό που λαμβάνεται πρώτο. Κατά συνέπεια για πολλούς είναι ένα κατώφλι από το οποίο κανείς περνάει στο βασίλειο των δωρεών και καρπών του Αγίου Πνεύματος» (Ranagham, σελ. 19).
Εδώ μπορεί κάποιος να παρατηρήσει μια υπερβολική έμφαση που σίγουρα δεν είναι παρούσα στην Καινή Διαθήκη, όπου η γλωσσολαλιά είχε αναμφισβήτητα μικρή σημασία, χρησιμεύοντας ως σημείο για την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος (Πράξ. 2) και σε δύο άλλες περιπτώσεις (Πραξ. 10 και 19). Μετά τον 1ο , ή ίσως το 2ο αιώνα, δεν αναφέρεται από καμμιά Ορθόδοξη πηγή, και δεν αναφέρεται να συμβαίνει ούτε καν στους μεγάλους Πατέρες της αιγυπτιακής ερήμου, οι οποίοι ήταν τόσο γεμάτοι από το Πνεύμα του Θεού που έκαναν πολλά καταπληκτικά θαύματα, συμπεριλαμβανομένης και της ανάστασης νεκρών. Η Ορθόδοξη συμπεριφορά προς τη γνήσια γλωσσολαλιά, λοιπόν, μπορεί να συνοψιστεί στα λόγια του αγίου Αυγουστίνου (Ομιλίες στον Ιωάννη, IV:10): «Τα πρώτα χρόνια το Άγιο Πνεύμα έπεφτε σ’ αυτούς που πίστευαν κι εκείνοι μιλούσαν με γλώσσες που δεν είχαν μάθει, καθώς το Άγιο Πνεύμα τους έδινε λόγο. Αυτά ήταν σημεία προσαρμοσμένα στην εποχή. Γιατί ήταν ταιριαστό να υπάρχει αυτό το σημείο του Αγίου Πνεύματος σ’ όλες τις γλώσσες, για να δείξει ότι το Ευαγγέλιο του Θεού επρόκειτο να διαδοθεί μέσα από όλες τις γλώσσες σε όλη την οικουμένη. Αυτό έγινε ως σημείο, και πέρασε». Και σαν για να απαντήσει στους σύγχρονους Πεντηκοστιανούς με την περίεργη έμφαση που δίνουν σ’ αυτό το σημείο, ο Αυγουστίνος συνεχίζει: «Αναμένεται τώρα ότι αυτοί που θα χειροθετηθούν, θα πρέπει να γλωσσολαλούν; Ή όταν χειροθετήσαμε αυτά τα παιδιά, περίμενε κανείς από σας να δει αν θα γλωσσολαλήσουν; Κι όταν είδε ότι δεν γλωσσολαλούν ήταν κανείς από σας τόσο διεστραμμένος στην καρδιά ώστε να πει ‘’αυτοί δεν έχουν λάβει το Άγιο Πνεύμα’’;»
Οι σύγχρονοι Πεντηκοστιανοί, για να δικαιώσουν τη χρήση της γλωσσολαλιάς, αναφέρονται κυρίως στην Α’ επιστολή του απ. Παύλου προς Κορινθίους (στ. 12-14). Αλλά ο άγιος Παύλος έγραψε αυτό το απόσπασμα ακριβώς επειδή η γλωσσολαλιά είχε γίνει μια πηγή αταξίας στην Εκκλησία της Κορίνθου• και παρ’ ότι δεν την απαγορεύει, αναμφισβήτητα ελαχιστοποιεί τη σημασία της. Γι’ αυτό, το εν λόγω απόσπασμα, αντί να ενθαρρύνει οποιαδήποτε σύγχρονη αναζωπύρωση της «γλωσσολαλιάς», θα έπρεπε αντιθέτως να την αποθαρρύνει – ιδιαίτερα όταν κάποιος ανακαλύπτει (όπως οι ίδιοι οι Πεντηκοστιανοί παραδέχονται) ότι υπάρχουν άλλες πηγές γλωσσολαλιάς εκτός από το Άγιο Πνεύμα! Ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί ήδη ξέρουμε ότι η γλωσσολαλιά ως πραγματικό χάρισμα του Αγίου Πνεύματος δεν μπορεί να εμφανιστεί μεταξύ αυτών που είναι εκτός της Εκκλησίας του Χριστού• αλλά ας κοιτάξουμε πιο προσεκτικά αυτό το σύγχρονο φαινόμενο, για να δούμε αν κατέχει χαρακτηριστικά που μπορούν να αποκαλύψουν την πηγή προέλευσής του.
Αν έχουμε ήδη γίνει καχύποπτοι από την υπερβολική σημασία που δίνουν στη «γλωσσολαλιά» οι σύγχρονοι Πεντηκοστιανοί, θα πρέπει να αφυπνιστούμε τελείως όταν εξετάσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συμβαίνει.
Απέχοντας πολύ από το να δίνεται ελεύθερα και αυθόρμητα, χωρίς την παρεμβολή του ανθρώπου – όπως τα πραγματικά δώρα του Αγίου Πνεύματος – η γλωσσολαλιά μπορεί να προσκληθεί εντελώς προβλέψιμα από μια συνηθισμένη τεχνική προσευχής από συγκεντρωμένη ομάδα, συνοδεία ψυχολογικά υποβλητικών προτεσταντικών ύμνων («Εκείνος έρχεται! Εκείνος έρχεται!»), να κορυφωθεί με μια «χειροθεσία», και καμμιά φορά να εμπλέκει τέτοιες καθαρά σωματικές προσπάθειες όπως την επανάληψη μιας δεδομένης φράσης ξανά και ξανά (Koch, σελ 24), ή απλώς την εκτέλεση ήχων με το στόμα. Κάποιος παραδέχεται πως, όπως πολλοί άλλοι, από τότε που γλωσσολάλησε «συχνά σχημάτιζε με το στόμα ανόητες συλλαβές, σε μια προσπάθεια ν’ αρχίσει τη ροή της προσευχής με γλωσσολαλιά» (Sherrill, σελ. 127)• και αντί τέτοιες προσπάθειες να αποθαρρύνονται, στην πραγματικότητα υποστηρίζονται από Πεντηκοστιανούς. «Το να κάνεις ήχους με το στόμα δεν είναι ‘’γλωσσολαλιά’’, αλλά μπορεί να υποδηλώνει μια έντιμη πράξη πίστης, την οποία το Άγιο Πνεύμα θα τιμήσει δίνοντας σ’ αυτό το άτομο τη δύναμη να μιλήσει σε άλλη γλώσσα» (Harper, σελ. 11). Άλλος Προτεστάντης πάστορας λέει: «Ο αρχικός φραγμός να γλωσσολαλήσεις, μοιάζει να είναι απλώς η συνειδητοποίηση ότι πρέπει εσύ να ‘’μιλήσεις περαιτέρω’’… οι πρώτες συλλαβές και λέξεις μπορεί να ηχούν παράξενα στ’ αυτιά σου. Μπορεί να είναι διστακτικές και άναρθρες. Μπορεί να έχεις την αίσθηση ότι απλώς συμβιβάζεσαι… Όμως καθώς συνεχίζεις να μιλάς με πίστη… το Πνεύμα θα διαμορφώσει για σένα μια γλώσσα προσευχής και δοξολογίας» (Christenson, σελ. 130). Ένας Ιησουΐτης «θεολόγος» λέει πως έβαλε τέτοιες συμβουλές σε πράξη: «Μετά το πρόγευμα ένοιωσα σχεδόν να σύρομαι σωματικά στο παρεκκλήσι όπου κάθησα να προσευχηθώ. Ακολουθώντας την περιγραφή του Jim για το πως αυτός έλαβε το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, άρχισα να λέω ήσυχα στον εαυτό μου ‘’λα, λα, λα, λα’’. Προς μεγάλη μου κατάπληξη, ακολούθησε μια γρήγορη κίνηση της γλώσσας και των χειλιών, συνοδευόμενη από ένα τρομερό αίσθημα εσωτερικής αφοσίωσης» (Gelpi, σελ. 1).
Είναι δυνατόν ένας σοβαρός Ορθόδοξος Χριστιανός να μπορεί να μπερδέψει αυτά τα επικίνδυνα ψυχικά παιχνίδια με τα δώρα του Αγίου Πνεύματος;! Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτα χριστιανικό, τίποτα πνευματικό εδώ. Αυτή είναι μάλλον η σφαίρα των φυσικών μηχανισμών που μπορεί να μπουν σε λειτουργία με συγκεκριμένες ψυχολογικές ή σωματικές τεχνικές, και η «γλωσσολαλιά» φαίνεται να καταλαμβάνει βασικό ρόλο σαν είδος «μοχλού» σ’ αυτή τη σφαίρα. Όπως και να’ ναι, σίγουρα δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα με το πνευματικό δώρο που περιγράφεται στην Καινή Διαθήκη, και είναι πολύ κοντά στη σαμανιστική «γλωσσολαλιά» όπως εξασκείται στις πρωτόγονες θρησκείες, όπου ο σαμάνος ή μάγος γιατρός έχει μια συγκεκριμένη τεχνική για να πέφτει σε έκσταση και μετά να δίνει ή να λαμβάνει ένα μήνυμα από κάποιο «θεό» σε μια γλώσσα που δεν έχει μάθει. (Βλ. Burdick, σελ. 66-7). Στις σελίδες που ακολουθούν θα συναντήσουμε «χαρισματικές» εμπειρίες τόσο αλλόκοτες, που η σύγκριση με το σαμανισμό δεν θα φαίνεται καθόλου παρατραβηγμένη, ειδικά αν καταλάβουμε ότι ο πρωτόγονος σαμανισμός δεν είναι παρά μια ιδιαίτερη έκφραση ενός «θρησκευτικού» φαινομένου το οποίο, αντί να είναι ξένο στη σύγχρονη Δύση, στην πραγματικότητα παίζει σημαίνοντα ρόλο στις ζωές κάποιων σύγχρονων «Χριστιανών»: του μεντιουμισμού.
Στο βίο του εξέχοντος Πατέρα της αιγυπτιακής ερήμου, αγίου Παϊσίου του Μεγάλου (19 Ιουνίου), μπορούμε να δούμε ένα συγκλονιστικό παράδειγμα του πόσο εύκολα είναι να χαθεί η χάρη του Θεού. Κάποτε ένας υποτακτικός του πήγαινε σε μια πόλη στην Αίγυπτο για να πουλήσει το εργόχειρό του. Στο δρόμο συνάντησε ένας Εβραίο, ο οποίος, βλέποντας την αφέλειά του, άρχισε να τον εξαπατά, λέγοντας: «Αγαπητέ μου, γιατί πιστεύεις σ’ έναν απλό, σταυρωμένο άνθρωπο, ενώ Αυτός δεν ήταν καθόλου ο αναμενόμενος Μεσσίας; Κάποιος άλλος πρόκειται να έρθει, όχι Αυτός».
Ο υποτακτικός, όντας αδύναμος στο μυαλό και απλοϊκός στην καρδιά, άρχισε ν’ ακούει αυτά κι αφέθηκε να πει: «Ίσως αυτά που λες να είναι σωστά». Όταν επέστρεψε στην έρημο, ο άγιος Παΐσιος έφυγε από κοντά του και δεν του έλεγε κουβέντα. Τελικά, μετά από πολλές παρακλήσεις του υποτακτικού, ο άγιος του είπε: «Ποιος είσαι συ; Δεν σε ξέρω. Ο υποτακτικός μου ήταν Χριστιανός και είχε πάνω του τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, αλλ’ εσύ δεν είσαι έτσι• αν είσαι πραγματικά ο υποτακτικός μου, τότε η χάρη του βαπτίσματος σ’ έχει εγκαταλείψει και η εικόνα του Χριστιανού έχει αφαιρεθεί». Ο υποτακτικός διηγήθηκε με δάκρυα τη συζήτησή του με τον Εβραίο, κι ο άγιος απάντησε: «Δυστυχισμένε! Τι μπορεί να ήταν χειρότερα και πιο ανόητο από τέτοια λόγια, με τα οποία απαρνήθηκες το Χριστό και το θείο Του Βάπτισμα; Τώρα πήγαινε και θρήνησε για τον εαυτό σου όπως θέλεις, γιατί δεν έχεις θέση μαζί μου• το όνομά σου γράφτηκε μ’ εκείνους που έχουν αρνηθεί το Χριστό, και μαζί μ’ αυτούς θα κριθείς και θα βασανιστείς». Ακούγοντας αυτή την αποδοκιμασία ο υποτακτικός ήρθε σε μετάνοια, και με τις ικεσίες του ο άγιος κλείστηκε μέσα και προσευχήθηκε στον Κύριο να συγχωρέσει αυτή την αμαρτία στον υποτακτικό του. Ο Κύριος εισάκουσε την προσευχή του αγίου και του παραχώρησε να δει ένα σημείο της συγχώρεσής Του προς τον υποτακτικό. Ο άγιος τότε προειδοποίησε τον υποτακτικό: «Παιδί μου, δόξασε κι ευχαρίστησε το Χριστό το Θεό μαζί μου, γιατί το ακάθαρτο, βλάσφημο πνεύμα έφυγε από σένα και στη θέση του κατήλθε πάνω στο το Άγιο Πνεύμα, αποκαθιστώντας σε σένα τη χάρη του Βαπτίσματος. Έτσι, φύλαγε τον εαυτό σου τώρα, μήπως από νωθρότητα κι απροσεξία πέσουν πάλι επάνω σου τα δίχτυα του εχθρού και, έχοντας αμαρτήσει, κληρονομήσεις τη φωτιά της γέεννας».
Είναι ενδεικτικό ότι τα «χαρισματικά» και «διαλογιστικά» κινήματα έχουν ριζώσει ανάμεσα στους «οικουμενιστές Χριστιανούς». Το χαρακτηριστικό πιστεύω της αίρεσης του Οικουμενισμού είναι αυτό: ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού• ότι η χάρη του Θεού είναι παρούσα και σε άλλες «χριστιανικές» ομολογίες επίσης, κι ακόμα και στις μη χριστιανικές θρησκείες• ότι η στενή οδός προς τη σωτηρία σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι μόνο «ένας δρόμος ανάμεσα σε πολλούς» προς τη σωτηρία• κι ότι οι λεπτομέρειες της πίστης κάποιου προς το Χριστό έχουν μικρή σημασία, όπως έχει και η ιδιότητα μέλους σε όποια συγκεκριμένη εκκλησία. Αυτό δεν το πιστεύουν απόλυτα όλοι οι Ορθόδοξοι που συμμετέχουν στην Οικουμενική κίνηση (μολονότι οι Προτεστάντες και οι Ρωμαιοκαθολικοί ως επί το πλείστον το πιστεύουν)• αλλά με την ίδια τη συμμετοχή τους σ’ αυτήν την κίνηση, που περιλαμβάνει σταθερά κοινή προσευχή μ’ αυτούς που πιστεύουν λανθασμένα για το Χριστό και την Εκκλησία Του, λένε στους αιρετικούς που τους κοιτούν: «Ίσως αυτά που λέτε να είναι σωστά», όπως έκανε ο δυστυχισμένος μαθητής του αγίου Παϊσίου. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο για να χάσει ο Ορθόδοξος Χριστιανός τη χάρη του Θεού• και πόσο κόπο θα του στοιχίσει για να την ξανακερδίσει.