Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Η περίπτωση του νεαρού Emmett Till.
Μια ιστορία που δεν πάλιωσε σχεδόν ποτέ.
If the facts as stated in the Look magazine account of the Till affair are correct, this remains: two adults, armed, in the dark, kidnap a fourteen-year-old boy and take him away to frighten him. Instead of which, the fourteen-year-old boy not only refuses to be frightened, but, unarmed, alone, in the dark, so frightens the two armed adults that they must destroy him…. What are we Mississippians afraid of? William Faulkner, ‘On Fear’, 1956
Μόλις λίγες μέρες πριν, κάποιοι τοποθέτησαν αυτοκόλλητα με ρατσιστικές αναφορές σε διάφορα καταστήματα του Ώστιν στο Τέξας, στα οποία αναγραφόταν ότι επιτρεπόταν η είσοδος μόνο σε λευκούς, ένα φαινόμενο που παραπέμπει σε φυλετικό διαχωρισμό δεκαετιών του προηγούμενου και όχι μόνο αιώνα. Κάποιο από αυτά μάλιστα έδινε και οδηγίες στους έγχρωμους υπαλλήλους να εισέρχονται από την πόρτα υπηρεσίας. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλα αυτά έλαβαν χώρα τις μέρες που γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, δηλαδή στις 21 Μαρτίου, όπως άλλωστε κάθε χρόνο. Καθιερώθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, το 1966, σε ανάμνηση ενός τραγικού συμβάντος, που συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη και συνέβηκε στις 21 Μαρτίου του 1960, όταν η αστυνομία της ρατσιστικής Νοτίου Αφρικής πυροβόλησε εν ψυχρώ εναντίον διαδήλωσης φοιτητών στην πόλη Σάρπβιλ, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους εβδομήντα άνθρωποι. Οι νεαροί διαδηλωτές διαμαρτύρονταν ειρηνικά κατά των νόμων του Απαρτχάιντ, που είχε επιβάλλει το καθεστώς της λευκής μειοψηφίας στη χώρα, εφαρμόζοντας τη θεωρία της ανισότητας ανάμεσα στις φυλές.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται κάποια έξαρση βίαιων επεισοδίων εναντίον άοπλων νέγρων νεαρών στους δρόμους αμερικανικών πόλεων, τα οποία δυστυχώς οδηγούν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις με θύματα. Η διάδοση του ήχου και της εικόνας σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, τη στιγμή που αυτά λαμβάνουν χώρα, μας ανάγκασαν να γνωρίσουμε αρκετά τέτοια γεγονότα, να βομβαρδιστούμε από κάθε λογής λεπτομέρειες, τα οποία όμως δεν είναι καθόλου καινούργια, κι έχουν πλούσιο παρελθόν. Παραπάνω από ένα αιώνα τώρα, σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ, και κυρίως εκείνες του αμερικάνικου Νότου είδαν το φως της δημοσιότητας, σε άλλοτε άλλο βαθμό, παρεμφερή περιστατικά βίαιης συμπεριφοράς των αστυνομικών εναντίον νέγρων στους δρόμους κάποιων πόλεων, μικρών ή μεγαλύτερων. Πολλά από αυτά τα επεισόδια έλαβαν μεγάλης δημοσιότητας, ακόμα και σε εποχές όταν δεν βοηθούσε τόσο, αφού δεν είχε αναπτυχθεί η σημερινή τεχνολογία, γράφτηκαν αναρίθμητα άρθρα στις εφημερίδες και τα περιοδικά, κάποιοι συγγραφείς εξέδωσαν μυθιστορηματικά βιβλία με θέματα εμπνευσμένα από συγκεκριμένα επεισόδια, ποιητές ανάλογες συλλογές, έγιναν κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, δίκες, σιωπηλές κηδείες με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, εκταφές πτωμάτων των θυμάτων για επανεξέταση των ιατροδικαστικών ευρημάτων, κι όλα εκείνα που η ιστορία φρόντισε να αποτυπώσει στις σελίδες της παλιότερα και στον αχανή ψηφιακό κόσμο του διαδικτύου σήμερα. Η περίπτωση του Έμετ Τιλ, είναι μια από εκείνες που άφησαν μεγάλο και πλούσιο υλικό για εκ νέου ανάγνωση και προβληματισμό, ειδικότερα μετά από τα τελευταία επεισόδια στο Φέργκιουσον του Μιζούρι. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
O Emmett Louis Till (25 Ιουλίου 1941 – 28 Αυγούστου 1955), ήταν ένας αφροαμερικανός έφηβος που δολοφονήθηκε στο Μισισιπή στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, επειδή φέρεται πως φλερτάρισε με μια λευκή γυναίκα. Ο Till καταγόταν από το Σικάγο του Ιλινόις, και όταν επισκέφτηκε τους συγγενείς του στο Money του Μισισιπή, στην περιοχή του Δέλτα, μίλησε στην Carolyn Bryant, 21 ετών, παντρεμένη και ιδιοκτήτη ενός μικρού παντοπωλείου στην περιοχή. Λίγες μέρες αργότερα, ο σύζυγός της Bryant, Roy, και ο ετεροθαλής αδελφός του J. W. Milam, πήγαν στο σπίτι του θείου του Till. Τον πήραν μακρυά σε ένα αχυρώνα όπου τον χτύπησαν και του έβγαλαν ένα από τα μάτια του, πριν τον πυροβολήσουν στο κεφάλι και πετάξουν το σώμα του στον ποταμό Tallahatchie, δένοντας γύρω απ’ το λαιμό του βάρος 70 λιβρών (32 κιλών). Τρεις ημέρες αργότερα, το σώμα του Till ανακαλύφθηκε και ανασύρθηκε μέσα από το ποτάμι. Το σώμα του μεταφέρθηκε στο Σικάγο. Η μητέρα του, επέμεινε σε δημόσια κηδεία με ανοιχτό φέρετρο για να δείξει στον κόσμο την κτηνωδία της δολοφονίας. Η απόφασή της εστίασε την προσοχή του κοινού όχι μόνο στον αμερικανικό ρατσισμό και τη βαρβαρότητα του λιντσαρίσματος, αλλά και σε όσα αφορούσαν στους περιορισμούς και τα τρωτά σημεία της αμερικανικής δημοκρατίας. Δεκάδες χιλιάδες πήγαν στην κηδεία του, οι περισσότεροι είδαν ανοικτό το φέρετρο, ενώ οι εικόνες του ακρωτηριασμένου σώματος του νεαρού δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες με μαύρο κυρίως προσανατολισμό. Η υποστήριξη και η συμπάθεια για το δράμα αυτό, έδωσε αφορμή για δημόσιο διάλογο πάλι γύρω από τα πολιτικά δικαιώματα των νέγρων στο Μισισιπή, με τις εφημερίδες σε όλη τη χώρα να επικρίνουν την όλη κατάσταση. Αν και αρχικά οι τοπικές εφημερίδες και οι υπάλληλοι της επιβολής του νόμου επέκριναν τη βία εναντίον του και απηύθυναν έκκληση για δικαιοσύνη, σύντομα οι όροι αντιστράφηκαν και άρχισαν να ανταποκρίνονται στην εθνική επιταγή για υπεράσπιση των λευκών του Μισισιπή, και τελικά μετατράπηκε στην υποστήριξη των δολοφόνων. Η δίκη προσέλκυσε την προσοχή σχεδόν όλου του Τύπου, αλλά τον Σεπτέμβριο του 1955, οι Bryant και Milam, αθωώθηκαν για τις κατηγορίες απαγωγής και δολοφονίας του Till. Βεβαίως αργότερα παραδέχτηκαν δημοσίως την ενοχή τους σε μια συνέντευξή τους στο περιοδικό Look (1937-1971). Η δολοφονία του, σημειώνεται ως ένα σημαντικό γεγονός και κίνητρο για το αφροαμερικάνικο Κίνημα Πολιτικών Δικαιωμάτων. Τα προβλήματα που είχαν σχέση με τη δίκη και την αθώωση των Bryant και Milam, οδήγησαν στο εκ νέου άνοιγμα της υπόθεσης επισήμως από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, το 2004. Στο πλαίσιο της έρευνας, το σώμα ξεθάφτηκε για νέα ιατροδικαστική εξέταση των λειψάνων και επανέλεγχο των στοιχείων, όσων φυσικά ήταν σε θέση να έρθουν στην επιφάνεια μετά από τόσα χρόνια. Τα υπολείμματα τοποθετήθηκαν σε καινούργιο φέρετρο, ενώ το αρχικό δωρήθηκε στο Ινστιτούτο Smithsonian. Τα γεγονότα γύρω από τη ζωή και το θάνατο του Emmett Till, σύμφωνα με τους ιστορικούς, συνεχίζουν να ξανάρχονται στην επικαιρότητα σε σχεδόν κάθε ιστορία που έχει σχέση με τη ζωή στο Μισισιπή.
Ο Emmett Till ήταν γιος της Mamie Carthan (1921-2003) και του Louis Till (1922-1945). Η μητέρα του Emmett γεννήθηκε στη μικρή πόλη Webb, του Δέλτα του Μισισιπή. Η περιοχή του Δέλτα περιλαμβάνει τη μεγάλη έκταση του βορειοδυτικού Μισισιπή, στη λεκάνη των ποταμών Yazoo και Μισισιπή. Όταν η Mamie Carthan ήταν δύο ετών, η οικογένειά της μετακόμισε στην Argo του Ιλινόις, ως μέρος της Μεγάλης Μετανάστευσης των μαύρων οικογενειών προς το Βορρά για να ξεφύγουν από την έλλειψη ευκαιριών και της άνισης μεταχείρισης την οποία βίωναν σύμφωνα με το νόμο. Η μικρή πόλη της Argo, ήταν χώρος υποδοχής τόσων πολλών μεταναστών από το Νότο, ώστε ονομάστηκε μικρός Μισισιπής, ενώ το σπίτι της μητέρας της Carthan συχνά χρησιμοποιούταν ως ενδιάμεσος σταθμός για τους ανθρώπους που μόλις είχε μετακινηθεί και καταφτάσει από το Νότο καθώς προσπαθούσαν να βρουν εργασία και χώρους διαμονής. Ο Μισισιπής ήταν η φτωχότερη πολιτεία στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950, και οι περισσότερες περιοχές του Δέλτα από τις φτωχότερες στο Μισισιπή. Στην κομητεία Tallahatchie, όπου γεννήθηκε η Mamie Carthan, το μέσο εισόδημα ανά νοικοκυριό το 1949 ήταν $ 690 ($ 6,755 αν το αναγάγουμε σε δολάρια του 2013), αλλά για τις μαύρες οικογένειες ήταν $ 462 ($ 4.523 σε δολάρια του 2013). Οι οικονομικές ευκαιρίες για τους μαύρους ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν κολίγοι που ζούσαν σε γη που ανήκε σε λευκούς. Οι μαύροι ουσιαστικά δεν είχαν τη δυνατότητα να ψηφίζουν σύμφωνα με το νέο σύνταγμα το 1890, είχαν αποκλειστεί από την πολιτική, και είχαν πολύ λίγα νομικά δικαιώματα. Ο Έμετ γεννήθηκε στο Σικάγο και το παρατσούκλι του ήταν ‘Bobo’, και ανατράφηκε από τη μητέρα του Mamie και τη γιαγιά του, γιατί οι γονείς του χώρισαν, το 1942, όταν εκείνη ανακάλυψε ότι ο Louis Till της ήταν άπιστος. Λίγο αργότερα, ο Louis προσπάθησε να τη στραγγαλίσει, ενώ εκείνη του απάντησε ρίχνοντάς του ζεματιστό νερό.
Στην ηλικία των έξι ετών, ο Έμετ αρρώστησε από πολιομυελίτιδα, η οποία του άφησε ένα επίμονο τραύλισμα. Στη συνέχεια η μάνα του και αυτός μετακόμισαν στο Ντιτρόιτ, όπου εκείνη γνώρισε και παντρεύτηκε τον ‘Pink’ Bradley στα 1951. Ο Έμετ (Emmett), προτίμησε τότε να ζήσει στο Σικάγο, με τη γιαγιά του, όπως έκαμαν σε λίγο τον ίδιο χρόνο, η μητέρα του και ο πατριός του. Με τη διάλυση όμως του γάμου τους, το 1952, ο Bradley επέστρεψε στο Ντιτρόιτ. Ο Έμετ και η μητέρα του ζούσαν μόνοι τους σε μια πολυσύχναστη γειτονιά στη νότια πλευρά του Σικάγου, κοντά σε μακρυνούς συγγενείς. Η μητέρα του άρχισε να εργάζεται ως πολιτικός υπάλληλος στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ για ένα καλύτερο μισθό και κατά τα λεγόμενά της, ο Έμετ ήταν αρκετά εργατικός και βοηθούσε στις δουλειές στο σπίτι, αν και μερικές φορές γινόταν έξαλλος και γενικώς έδειχνε να μην έχει συναίσθηση των καθηκόντων και περιορισμών των δικαιωμάτων του. Μετά και τον χωρισμό της μητέρας του με τον Bradley ο τελευταίος την επισκέφθηκε και άρχισε να την απειλεί. Ευρισκόμενος στην ηλικία των έντεκα χρονών, ο Έμετ, με ένα μαχαίρι κρεοπωλείου στο χέρι, είπε στον Bradley να φύγει, αλλοιώς θα τον σκότωνε. Ο ίδιος, τα ξαδέρφια και οι φίλοι του πάντως συχνά έκαναν φάρσες ο ένας στον άλλο και περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους συνήθως στο μπέιζμπολ. Ήταν αρκετά κομψός και συχνά αποτελούσε το κέντρο της προσοχής μεταξύ των συμμαθητών του. Το 1955, ο Έμετ ήταν γεροδεμένος και μυώδης, και ζύγιζε περί τα εβδομήντα περίπου κιλά, με 1,63 μέτρα ύψος. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τους επισκέφτηκε στο Σικάγο, ο Mose Wright, θείος της μητέρας του και αφηγήθηκε μερικές ιστορίες στον Έμετ για τη ζωή στο Δέλτα του Μισισιπή, με αποτέλεσμα να θελήσει να τη δει εκ του σύνεγγυς ο ίδιος. Ο Wright σχεδίασε να συνοδεύσει τον Till με έναν ξάδερφο, τον Wheeler Parker, ενώ τους ακολούθησε σύντομα και κάποιος άλλος ονόματι Curtis Jones. Ο Wright ήταν καλλιεργητής γης και συχνά τον αποκαλούσαν ‘ιεροκήρυκα’ (Preacher), ενώ ζούσε στο μικρό χωριό Money, του Δέλτα του Μισισιπή, που αποτελούνταν από τρία καταστήματα, ένα σχολείο, ένα ταχυδρομείο, ένα εκκοκκιστήριο βάμβακος, και περίπου διακόσιους κατοίκους, οκτώ μίλια βόρεια του Γκρίνγουντ. Πριν από την αναχώρησή του για το Δέλτα, η μητέρα του Till τον προειδοποίησε ότι το Σικάγο και ο Μισισιπής ήταν δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι, και θα έπρεπε να γνωρίζει πώς να συμπεριφέρεται στους λευκούς στο Νότο. Ο ίδιος τη διαβεβαίωσε, ότι κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε!
Από το 1882, όταν άρχισαν να συλλέγονται οι στατιστικές για τα πάσης φύσεως λιντσαρίσματα, περισσότεροι από 500 αφροαμερικανοί είχαν σκοτωθεί με βίαιο τρόπο μόνο στο Μισισιπή. Τα περισσότερα από τα περιστατικά έλαβαν χώρα μεταξύ 1876 και 1930, αν και τελικά όπως αποδείχτηκε ήταν πολύ λιγότερα από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Καθ’ όλο το Νότο, υπήρχε σε ισχύ το φυλετικό σύστημα των καστών από τους λευκούς, αποφεύγοντας τις διαφυλετικές σχέσεις και διατηρώντας τη λευκή ανωτερότητα. Αυτό δεν εμπόδισε τους λευκούς άντρες να απολαμβάνουν τα σεξουαλικά πλεονεκτήματα των μαύρων γυναικών, αλλά ταυτόχρονα προστάτευε τις λευκές γυναίκες από τους μαύρους άνδρες. Ακόμη και ο παραμικρός υπαινιγμός και φυσικά και μόνο η πρόταση σεξουαλικής σχέσης μεταξύ των μαύρων ανδρών με τις λευκές γυναίκες, συνεπάγονταν τις πιο αυστηρές ποινές για τους μαύρους άνδρες. Άλλωστε και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχε αναβίωση της εφαρμογής των ηθών που είχαν σχέση με τους νόμους Jim Crow. Οι φυλετικές εντάσεις αυξήθηκαν περαιτέρω μετά το 1954, μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, να θέσει τέρμα στο διαχωρισμό στη δημόσια εκπαίδευση. Οι οπαδοί του φυλετικού διαχωρισμού έβλεπαν την απόφαση ως προάγγελο των διαφυλετικών γάμων, ενώ κάτω στο Νότο, η αντίδραση των λευκών ήταν να περιορίσουν τους μαύρους δυναμικά από οτιδήποτε είχε σχέση με την κοινωνική ισότητα. Μια εβδομάδα, ήδη, πριν την άφιξη του Till, ένας μαύρος άνδρας με το όνομα Lamar Smith, πυροβολήθηκε μπροστά από το δικαστήριο της κομητείας στην Brookhaven επειδή έλαβε μέρος σε κάποια πολιτική συγκέντρωση. Κι ενώ συνελήφθησαν τρεις λευκοί ύποπτοι για αυτό το φόνο, σύντομα αφέθησαν ελεύθεροι.
Ο Έμετ Τιλ έφτασε στο Money του Μισισιπή, στις 21 Αυγούστου 1955. Στις 24 Αυγούστου, ο ίδιος και ο ξάδερφός του, Curtis Jones, δεν πήγαν στην εκκλησία όπου είχε προγραμματίσει κήρυγμα ο Wright, αλλά μαζί με κάποια παιδιά από εκεί κατευθύνθηκαν στο παντοπωλείο της Μπράϊαντ (Bryant), για να αγοράσουν γλυκίσματα. Οι έφηβοι ήταν παιδιά κολίγων και δούλευαν καθημερινά στις βαμβακοφυτείες. Η αγορά αυτή ανήκε σε ένα λευκό ζευγάρι, του 24 ετών Roy Bryant, και της συζύγου του, 21 ετών Carolyn, οι οποίοι μεριμνούσαν για τον τοπικό πληθυσμό των ενοικιαστών και εργατών της γης. Η Carolyn ήταν μόνη της στο κατάστημα εκείνη την ημέρα, ενώ η κουνιάδα της βρισκόταν στο πίσω μέρος του καταστήματος προσέχοντας τα παιδιά. Ο Curtis Jones, άφησε τον Έμετ με τα άλλα αγόρια, και έπαιζε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Σύμφωνα με τον Jones, τα άλλα αγόρια ανέφεραν ότι ο Τιλ είχε μαζί του και μια φωτογραφία της τάξης που φοιτούσε στο σχολείο στο Σικάγο, και μάλιστα υπερηφανευόταν που τα λευκά παιδιά στη φωτογραφία ήταν φίλοι του. Έδειχνε μάλιστα περήφανος ότι μια λευκή κοπέλα, ήταν φίλη του.
Τα γεγονότα για το τι ακριβώς έγινε μέσα στο κατάστημα εξακολουθούν να αμφισβητούνται, αλλά σύμφωνα με τις διάφορες εκδοχές, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών μερικών παιδιών που στέκονταν έξω από το κατάστημα, όταν ο Τιλ μπήκε μέσα, ίσως σφύριξε πονηρά στην Μπράϊαντ. Σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα εφημερίδων, όμως, ο Τιλ συχνά σφύριζε σε μια προσπάθεια να κρύψει το τραύλισμά του και τη μπερδεμένη ομιλία του. Σύμφωνα με άλλες ιστορίες, ο Τιλ άρπαξε το χέρι της Μπράϊαντ και της ζήτησε κάποια συνάντηση, ή της είπε ‘γεια σου μωρό’, όπως έφευγε από το κατάστημα, ή ‘δεν χρειάζεται να φοβάσαι εμένα, μωρό, έχω ήδη πάει με λευκές γυναίκες’. Στην κατάθεσή της, η Μπράϊαντ ισχυρίστηκε ότι ο Τιλ της άρπαξε το χέρι, ενώ του τύλιγε τα γλυκά, κι εκείνος της είπε: ‘Τι θα έλεγες για ένα ραντεβού, μωρό μου’; Είπε ακόμα ότι αφού απελευθερώθηκε από αυτόν, ο νεαρός την ακολούθησε στην ταμειακή μηχανή, και την άρπαξε από τη μέση της ψιθυρίζοντας ποιο ήταν το πρόβλημα. Κι εκείνος τότε της είπε ότι δεν χρειάζεται να τον φοβάται, γιατί είχε πάει με λευκές γυναίκες πριν. Ο ξάδελφος του Τιλ, Simeon Wright, γράφοντας για το περιστατικό δεκαετίες αργότερα, αμφισβήτησε την κατάθεση της Carolyn Bryant, όπως και μια άλλη ανώνυμη πηγή που κατέθεσε στο FBI. Εν πάση περιπτώσει, η Μπράϊαντ ανησύχησε τόσο ώστε έτρεξε έξω σε ένα αυτοκίνητο για να πάρει ένα πιστόλι που βρισκόταν κάτω από το κάθισμα. Βλέποντάς την, οι έφηβοι έφυγαν τρέχοντας, ενώ ένας από αυτούς έτρεξε κατά μήκος του δρόμου για να πει στον Curtis Jones τι συνέβη. Ένας ηλικιωμένος άντρας που βρισκόταν εκεί και με τον οποίο ο Jones έπαιζε πούλια, άκουσε την ιστορία και προέτρεψε στα αγόρια να φύγουν γρήγορα, φοβούμενος τη βία. Η Μπράϊαντ είπε στη συνέχεια στους άλλους για τα γεγονότα μέσα στο κατάστημα, και η ιστορία εξαπλώθηκε γρήγορα. Ο Jones και ο Τιλ αρνήθηκαν να πουν το γεγονός στον Mose Wright, φοβούμενοι ότι θα είχαν φασαρίες. Ο Τιλ είπε ότι ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του στο Σικάγο. Ο Roy Bryant βρισκόταν σε ένα ταξίδι στο Τέξας και δεν επέστρεψε στο σπίτι του, παρά στις 27 Αυγούστου.
Όταν είπαν στον Roy Bryant τι είχε συμβεί, ο ίδιος επιθετικά έθεσε μια σειρά ερωτημάτων στους νέους νέγρους που μπήκαν στο κατάστημα. Εκείνο το βράδυ, ο Μπράϊαντ, με ένα μαύρο άνδρα που ονομαζόταν J. W. Washington, πλησίασε ένα νεαρό μαύρο άνδρα που βάδιζε κατά μήκος ενός δρόμου. Ο Μπράϊαντ, διέταξε τον Washington να πιάσει το νεαρό άνδρα, τον έβαλαν στο πίσω μέρος ενός φορτηγού, και τον πήγαν να αναγνωρισθεί από έναν γνωστό της Carolyn, ο οποίος ήταν παρών στο επεισόδιο με τον Till και ο οποίος αρνήθηκε ότι ήταν αυτός που πλησίασε την Carolyn στο κατάστημα των Μπράϊαντ. Στη συνέχεια με κάποιο τρόπο, ο Μπράϊαντ έμαθε ότι ο νεαρός άνδρας στο περιστατικό ήταν από το Σικάγο και έμενε με τον Mose Wright. Αρκετοί μάρτυρες άκουσαν τον Μπράϊαντ και τον τριανταεξάχρονο ετεροθαλή αδελφό του, John William “JW” Milam, να απαιτούν να πάρουν τον Τιλ από το σπίτι του. Στις 28 Αυγούστου του 1955, νωρίς το πρωί, μεταξύ 2:00 π.μ. και 3.30 π.μ., οι Roy Bryant, Milam, και ένα άλλο άτομο πήγαν στο σπίτι του Mose Wright. Ο Milam οπλισμένος και κρατώντας ένα φακό, ρώτησε τον Ράιτ (Wright) αν είχε τρία αγόρια στο σπίτι από το Σικάγο. Ο Τιλ μοιραζόταν το κρεβάτι με έναν άλλο εξάδελφο, ενώ υπήρχαν οκτώ άνθρωποι στα δύο υπνοδωμάτια. Όταν ρώτησαν τον Τιλ αν ήταν αυτός, ο ίδιος απάντησε, ‘Ναι’, και του είπαν να ντυθεί. Οι άνδρες απείλησε να σκοτώσουν τον Ράιτ, αν ανέφερε τι είχε δει. Ο ίδιος προσπάθησε να τους δωροδοκήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τον έβαλαν στο πίσω μέρος ενός φορτηγού και τον οδήγησαν σε έναν αχυρώνα στη φυτεία του Clint Shurden στο Drew. Εκεί τον πυροβόλησαν και τον έβαλαν τυλιγμένο σε μουσαμά πάνω σε ένα φορτηγό. Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, οι Μπράϊαντ, Milam, και οι άλλοι μάρτυρες υπενθυμίζουν τα μέρη που πήγαν με τον Τιλ.
Σύμφωνα με ορισμένους μάρτυρες, τον πήγαν σε ένα υπόστεγο πίσω από το σπίτι του Milam στην κοντινή
πόλη της Glendora, όπου τον χτύπησαν και πάλι και σκέφτονταν τις περαιτέρω κινήσεις τους. Άλλοι μάρτυρες έκαναν λόγο για κάποιο αριθμό λευκών και νέγρων ανδρών που ήταν συνεχώς είτε μέσα ή γύρω από το φορτηγό όπου ήταν τοποθετημένος ο Τιλ. Οι διάφορες καταθέσεις πάντως διαφέρουν ως προς το πότε ο Τιλ πυροβολήθηκε και που. Στο υπόστεγο του Milam ή στον ποταμό Tallahatchie; Η ποσότητα αίματος που βρέθηκε πάνω στο φορτηγό του Μπράϊαντ, αποδόθηκε απ’ αυτό σε ένα σκοτωμένο ελάφι. Σε μια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Look το 1956, οι Μπράϊαντ και Milam δήλωσαν την πρόθεσή τους να χτυπήσουν μόνο τον Τιλ και να τον ρίξουν σε ένα ανάχωμα δίπλα στο ποτάμι για να τον εκφοβίσουν. Ακόμα δήλωσαν ότι ενώ τον χτυπούσαν, τους αποκαλούσε καθάρματα, και ότι κατά το παρελθόν είχε σεξουαλικές επαφές με λευκές γυναίκες. Από εκεί και πέρα, τον πήγαν σε ένα εκκοκκιστήριο βάμβακος, του κρέμασαν στο λαιμό ένα βαρύ ανεμιστήρα και οδήγησαν για αρκετά χιλιόμετρα κατά μήκος του ποταμού αναζητώντας ένα μέρος για να πετάξουν το πτώμα του, αφού πρώτα τον πυροβόλησαν. Ο Mose Wright, παρέα με κάποιον άλλο, άρχισαν να τον αναζητούν, ενώ ο Curtis Jones άρχισε να τηλεφωνεί στο σερίφη της Κομητείας και στη μητέρα του στο Σικάγο. Οι Μπράϊαντ και Milam αμφισβητήθηκαν από το Σερίφη της Κομητείας George Smith και συνελήφθησαν για την απαγωγή. Τρεις ημέρες μετά την απαγωγή του, ο Τιλ βρέθηκε με πρησμένο και παραμορφωμένο σώμα από δύο αγόρια που ψάρευαν στον ποταμό Tallahatchie. Υπήρχαν σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, τον είχαν πυροβολήσει πάνω από το δεξί αυτί, το ένα μάτι ήταν μισοβγαλμένο, και είχε δεμένο ένα αγκαθωτό σύρμα γύρω απ’ το λαιμό του. Ήταν γυμνός, αλλά φορούσε ένα ασημένιο δαχτυλίδι. Το πρόσωπο του σώματος ήταν αγνώριστο λόγω τραυμάτων και βρισκόταν βυθισμένο στο νερό. Ο Mose Wright, ο οποίος εκλήθη στο ποτάμι, αναγνώρισε τον Τιλ. Ιστορίες και καταθέσεις μαύρων και λευκών, πολλές φορές ήταν αντικρουόμενες, ειδικά στο θέμα του δακτυλιδιού.
Αν και τέτοιες δολοφονίες με καθαρά ρατσιστικά κίνητρα, είχαν εμφανιστεί σε όλο το Νότο για δεκαετίες, η περίπτωση του Emmett Till πήρε μεγάλη δημοσιότητα για το λόγο ότι ένα μόλις δεκατετράχρονο αγόρι αψήφησε το αυστηρό σύστημα κοινωνικής κάστας. Η δολοφονία αυτή ξαναέφερε στην επικαιρότητα το θέμα του φυλετικού διαχωρισμού, την επιβολή του νόμου, τις σχέσεις μεταξύ Βορρά και Νότου, το κοινωνικό κατεστημένο στο Μισισιπή, και ήταν πρωτοσέλιδο για πολύ καιρό στις εφημερίδες όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στο εξωτερικό. Το σώμα του Τιλ, ήταν ντυμένο, μέσα σε ένα φέρετρο από ξύλο πεύκου και προετοιμάζονταν όλοι για την ταφή. Η μητέρα του απαίτησε το σώμα να σταλεί στο Σικάγο, ενώ αργότερα δήλωσε ότι προσπάθησε να σταματήσει την άμεση ταφή στο Μισισιπή και κάλεσε τις διάφορες τοπικές και κρατικές αρχές στο Ιλλινόις και το Μισισιπή για να βεβαιωθεί ότι ο γιος της θα επέστρεφε στο Σικάγο. Ο Κυβερνήτης του Μισισιπή, Hugh L.White, εξέφρασε τη λύπη του για τη δολοφονία, υποστηρίζοντας ότι οι τοπικές αρχές θα πρέπει να ακολουθήσουν μια σθεναρή καταδίωξη εναντίον των υπευθύνων.
Φυσικά δηλώσεις έγιναν κατά κόρον και από την πλευρά των νέγρων και από εκείνη των λευκών. Κλασσική ήταν η δήλωση του Roy Wilkins, γραμματέα του NAACP (National Association for the Advancement of Colored People), ο οποίος χαρακτήρισε το περιστατικό ως λιντσάρισμα και δήλωσε, μεταξύ των άλλων, ότι ο Μισισιπής προσπαθούσε να διατηρήσει τη λευκή υπεροχή με δολοφονίες. Η μητέρα του Τιλ, επέμεινε σε μια κηδεία με ανοιχτό φέρετρο για να δει όλος ο κόσμος την αλήθεια, και οι εικόνες του ακρωτηριασμένου σώματος του νεαρού αποτυπώθηκαν σε αναρίθμητες εφημερίδες και έστρεψαν την προσοχή του κοινού στα δικαιώματα των μαύρων στο Νότο των ΗΠΑ. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σχημάτισαν ουρές έξω από το νεκροτομείο για να δουν το σώμα του νεαρού και λίγες ημέρες αργότερα χιλιάδες άλλοι συμμετείχαν στην κηδεία του. Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, η μαύρη κοινότητα του Σικάγου ξύπνησε, δεδομένου ότι δεν είχε δει οποιαδήποτε παρόμοια πράξη στην πρόσφατη ιστορία της. Ο Τιλ θάφτηκε στις 6 Σεπτεμβρίου στο Νεκροταφείο Burr Oak, στο Alsip του Ιλινόις.
Οι ειδήσεις για τον Έμετ Τιλ εξαπλώθηκαν από τη μια ακτή στην άλλη. Οι εφημερίδες βεβαίως του Μισισιπή παρουσίασαν τα γεγονότα κατά το δοκούν. Ο T. R. M. Howard, τοπικός επιχειρηματίας, χειρουργός, και υπέρμαχος των πολιτικών δικαιωμάτων, ένας από τους πλουσιότερους μαύρους στην πολιτεία αυτή, προειδοποίησε για δεύτερο εμφύλιο πόλεμο αν επιτρεπόταν να συνεχιστεί η σφαγή των νέγρων. Σε κάποια φάση, ο Clarence Strider, Σερίφη της Κομητείας Tallahatchie, ο οποίος αρχικά είχε εντοπίσει το κορμί του νεαρού, και ανέφερε ότι η υπόθεση εναντίον του Milam και Μπράϊαντ ήταν ‘πολύ καλή’, στις 3 Σεπτεμβρίου ανακοίνωσε τις αμφιβολίες του ότι το σώμα που ανέσυρε από τον ποταμό ήταν πράγματι του Τιλ, και υπέθεσε ότι πιθανόν να ήταν ακόμη ζωντανός, με τελικό αποτέλεσμα ερωτηματικά σχετικά την κατηγορία για φόνο εναντίον των Μπράϊαντ και Milam. Αρχικά, με τους περιορισμένους πόρους που διέθεταν, οι Μπράϊαντ και Milam είχαν δυσκολία να βρουν δικηγόρους για να τους εκπροσωπήσουν, αλλά πέντε δικηγόροι από ένα δικηγορικό γραφείο του Sumner του Μισισιπή, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς. Κυτία και βάζα συλλογής χρημάτων τοποθετήθηκαν σε καταστήματα και άλλους δημόσιους χώρους στο Δέλτα, και τελικά συνελέγησαν 10.000 δολάρια για την υπεράσπισή τους. Η πόλη της Sumner στην κομητεία Tallahatchie ορίστηκε ως τόπο διεξαγωγής της δίκης, αφού το άψυχο σώμα είχε βρεθεί εκεί.
Η μικρή πόλη του Μισισιπή με περιορισμένες δυνατότητες φιλοξενίας, πολιορκήθηκε από τους δημοσιογράφους από όλη τη χώρα. Ξενοδοχεία δεν ήταν διαθέσιμα για τους πολλούς μαύρους επισκέπτες και η μητέρα του νεαρού, Mamie Till Bradley, έφτασε να καταθέσει στη δίκη η οποία προσέλκυσε επίσης το μαύρο γερουσιαστή Charles Diggs από το Μίσιγκαν.
Η δίκη διεξήχθη τον Σεπτέμβριο του 1955 και διήρκεσε πέντε ημέρες, ενώ οι συμμετέχοντες θυμούνται τον δύστροπο καιρό και τις μέρες εκείνες που ήταν πολύ ζεστές. Η αίθουσα ήταν γεμάτη με νέγρους και λευκούς. Οι μαύροι δημοσιογράφοι κάθισαν ξεχωριστά από το λευκό Τύπο, κι ακόμα μακρύτερα από τους ενόρκους. Ο σερίφης Strider χαιρέτισε τους μαύρους θεατές επιστρέφοντας από το μεσημεριανό γεύμα του, με ένα χαρούμενο, ‘Γεια σας, Αράπηδες’! Η όλη λειτουργία του δικαστηρίου, χαρακτηρίστηκε άκρως ανεπίσημη από πολλούς επισκέπτες από το Βορρά. Τα ορκωτά μέλη είχαν τη δυνατότητα να πίνουν μπίρα, και πολλοί λευκοί άντρες στο ακροατήριο φορούσαν πιστόλια στη θήκη με τις ζώνες τους. Τα βασικότερα ερωτήματα στη δίκη ήταν το επιχείρημα εάν το σώμα από το ποτάμι μπορούσε να αναγνωριστεί με βεβαιότητα, και φυσικά εάν ήταν το νεκρό κορμί του Τιλ. Ο σερίφης Strider κατέθεσε ότι ο Τιλ ήταν ζωντανός, το σώμα που ανέσυρε από το ποτάμι ήταν λευκό, ενώ ένας γιατρός από το Γκρίνγουντ δήλωσε ότι το σώμα βρισκόταν σε προχωρημένη αποσύνθεση για ταυτοποίηση, και ως εκ τούτου βρισκόταν μέσα στο νερό πάρα πολύ καιρό για να είναι εκείνο του Τιλ. Στις 23 Σεπτεμβρίου, η ολόλευκη επιτροπή αθώωσε τους δύο κατηγορούμενους.
Οι αντιδράσεις από τις εφημερίδες στις μεγάλες πόλεις σε όλο τον κόσμο, ήταν έξαλλες με τα γεγονότα και η κριτική τους πολύ αυστηρή στην αμερικανική κοινωνία. Οι εφημερίδες στις νότιες πολιτείες, ιδιαίτερα στο Μισισιπή, έγραψαν ότι το δικαστικό σύστημα είχε οργανώσει και κάνει καλά τη δουλειά του. Η ιστορία του Τιλ συνέχισε να είναι πρωτοσέλιδο για εβδομάδες μετά τη δίκη, πυροδοτώντας συζητήσεις μεταξύ νοτίων, βορείων και εφημερίδων, σχετικά με τη δικαιοσύνη στους μαύρους και την ευπρέπεια της κοινωνίας του Jim Crow.
Αργότερα, το 1956, οι Bryant και Milam συμφώνησαν με το περιοδικό Look για να πουν την ιστορία τους στο δημοσιογράφο William Bradford Huie έναντι ποσού μεταξύ $ 3.600 και $ 4.000. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο γραφείο των δικηγόρων οι οποίοι τους είχαν υπερασπιστεί. Σύμφωνα με τον Huie, ο πιο ηλικιωμένος Milam ήταν πιο ευκρινής και σίγουρος για τον εαυτό του από το νεότερο Bryant. Ο Milam παραδέχτηκε ότι πυροβόλησαν τον Τιλ, αλλά κανένας από αυτούς δεν θεωρούσε τον εαυτό του ένοχο ή ότι είχε κάνει κάτι λάθος. Οι αντιδράσεις όπως ήταν ευνόητο ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο και ήταν εκρηκτικές. Η ξεδιάντροπη αυτή παραδοχή τους προκάλεσε τους εξέχοντες ηγέτες των πολιτικών δικαιωμάτων, να ωθήσουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση. Ο φόνος του Τιλ, ήταν ένας σοβαρός λόγος για την ψήφιση του Νόμου Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1957, ο οποίος επέτρεπε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ να παρεμβαίνει σε τοπικά θέματα επιβολής του νόμου, όταν τα πολιτικά δικαιώματα είχαν παραβιαστεί. Από τη συνέντευξη που έδωσαν στον Huie φάνηκε ότι οι Milam και Μπράϊαντ είχε δράσει μοναχικά, κάτι που επισκίασε τις παλαιότερες ιστορίες.
Μετά την παραδοχή του φόνου του Έμετ Τιλ από τους Μπράϊαντ και Milam στη συνέντευξή τους, η κατάσταση άλλαξε αρκετά και η στήριξή τους διαβρώθηκε στο Μισισιπή. Πολλοί από τους πρώην φίλους και υποστηρικτές τους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που συνέβαλαν στην υπεράσπισή τους, διέκοψαν τις σχέσεις μαζί τους. Τα μαγαζιά τους πτώχευσαν και έκλεισαν αφού οι νέγροι της περιοχής τους μποϊκόταραν, και οι τράπεζες αρνήθηκαν να τους χορηγήσουν δάνεια για τις αγροτικές τους υποθέσεις. Αφού αγωνίστηκε για να εξασφαλίσει ένα δάνειο και να βρει κάποιον που θα το νοίκιαζε, ο Milam κατάφερε να εξασφαλίσει κάποια στρέμματα και ένα δάνειο 4.000 δολαρίων, αλλά οι νέγροι αρνήθηκε να εργαστούν γι αυτόν, και έτσι αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει και να πληρώσει λευκούς εργάτες με υψηλότερους φυσικά μισθούς. Τελικά, οι Milam και Μπράϊαντ μετακόμισαν στο Τέξας, αλλά το παρελθόν τους ακολούθησε κι εκεί και συνέχισαν να εισπράττουν την ίδια ακραία εχθρότητα από τους ντόπιους. Μετά από αρκετά χρόνια, επέστρεψαν στο Μισισιπή. Ο Milam βρήκε δουλειά ως χειριστής σε βαριά μηχανήματα, αλλά η κακή υγεία του, τον ανάγκασε σε συνταξιοδότηση. Με την πάροδο των ετών, ο Milam δικάστηκε για άλλα εγκλήματα, όπως βίαια συμπεριφορά, ακάλυπτες επιταγές, χρήση κλεμμένης πιστωτικής κάρτας, έως ότου πέθανε από καρκίνο του νωτιαίου μυελού το 1980, στην ηλικία των 61 ετών. Ο Μπράϊαντ εργάστηκε ως οξυγονοκολλητής στο Τέξας, μέχρι που κάποια προϊούσα τύφλωση τον ανάγκασε να εγκαταλείψει αυτή την απασχόληση. Σε κάποια στιγμή χώρισε με την σύζυγό του, Carolyn, και ξαναπαντρεύτηκε το 1980. Άνοιξε ένα κατάστημα στο Ruleville του Μισισιπή και καταδικάστηκε το 1984 και το 1988 για απάτες σε κουπόνια τροφίμων. Σε μια συνέντευξη του 1985, αρνήθηκε ότι είχε σκοτώσει τον Τιλ, είπε ότι αν ο Έμετ Τιλ δεν είχε ξεπεράσει μια γραμμή, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα του είχαν συμβεί εκείνα. Φοβούμενος οικονομικά μποϋκοτάζ και αντίποινα, έζησε μια ιδιωτική ζωή και αρνήθηκε να επιτρέψει στον εαυτό του να βρίσκεται συνεχώς στη δημοσιότητα, μέχρι το 1994, που πέθανε τελικά από καρκίνο, σε ηλικία 63 ετών.
Η μητέρα του Τιλ, παντρεύτηκε τον Gene Mobley, έγινε δασκάλα, και άλλαξε το επώνυμό της σε Till-Mobley. Συνέχισε τη ζωή της ως ακτιβίστρια και εργαζόταν για να ενημερώνει τους ανθρώπους σχετικά με τη δολοφονία του γιου της και τις σχετικές λεπτομέρειες. Το 1992, η Till-Mobley είχε την ευκαιρία να ακούσει, ενώ ο Μπράϊαντ έδινε συνέντευξη σχετικά με τη συμμετοχή του στη δολοφονία του Τιλ. Δεν ήξερε ότι ήταν παρούσα η μητέρα του Τιλ, και ισχυρίστηκε ότι αυτός του είχε καταστρέψει τη ζωή, δεν εξέφρασε καμία μεταμέλεια, και είπε χωρίς ίχνος συσταλτικότητας, ‘Ο Emmett Till είναι νεκρός. Δεν ξέρω γιατί δεν μπορούμε απλά να τον αφήσουμε νεκρό’!
Το 1996, ο σκηνοθέτης και δημιουργός ντοκιμαντέρ, Keith Beauchamp, ο οποίος συγκινήθηκε πολύ από τη φωτογραφία του νεαρού νέγρου μέσα στο ανοιχτό φέρετρο, ξεκίνησε εκ νέου έρευνα σε μια ταινία μεγάλου μήκους που σχεδίαζε να κάνει σχετικά με τη δολοφονία του Τιλ. Υποστήριξε ότι κάπου δεκατέσσερα άτομα ίσως είχαν εμπλακεί στο φόνο, συμπεριλαμβανομένης της Carolyn Bryant Donham, η οποία εν τω μεταξύ είχε ξαναπαντρευτεί. Ο Keith Beauchamp, πέρασε τα επόμενα εννέα χρόνια προσπαθώντας να τελειώσει ‘Την ανείπωτη ιστορία του Emmett Louis Till’ (The Untold Story of Emmett Louis Till), που κυκλοφόρησε το 2003.
Ένα βιβλίο του Stephen Whitfield που κυκλοφόρησε το 1991, άλλο ένα από τον Christopher Mettress το 2002, και τα απομνημονεύματα της Mamie Till-Mobley την επόμενη χρονιά, έθεσαν παλιά και καινούργια ερωτήματα ως προς το ποιοι ενεπλάκησαν στη δολοφονία και την συγκάλυψη, οδηγώντας τις ομοσπονδιακές αρχές για να προσπαθήσουν να επιλύσουν τα εκκρεμή ζητήματα σχετικά με την ταυτότητα του σώματος που ανασύρθηκε από τον ποταμό Tallahatchie. Το 2004, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα ξανανοίξει την υπόθεση για να καθορίσει κατά πόσον υπήρχαν κι άλλοι εκτός από τον Milam και τον Μπράϊαντ που είχαν εμπλακεί στη δυσάρεστη υπόθεση. Έγινε εκ νέου εκταφή του πτώματος, ότι απέμεινε φυσικά, και πραγματοποιήθηκε καινούργια νεκροψία από ιατροδικαστή το 2005. Χρησιμοποιώντας DNA από τους συγγενείς του Τιλ, οδοντιατρικές συγκρίσεις και ανθρωπολογικές αναλύσεις, το σώμα ταυτοποιήθηκε ότι ήταν οριστικά του Έμετ Τιλ.
Είχε εκτεταμένες κρανιακές βλάβες, κάταγμα στο αριστερό μηριαίο οστό, και σπασμένους αμφότερους τους καρπούς. Ακόμα στο κρανίο βρέθηκαν μεταλλικά θραύσματα, που συνηγορούσαν σε πυροβολισμό με σαρανταπεντάρι όπλο. Τον Φεβρουάριο του 2007, μια διακεκριμένη επιτροπή, που αποτελούταν κυρίως από μαύρους ενόρκους, δεν βρήκε καμία αξιόπιστη βάση για τον ισχυρισμό του Beauchamp ότι πολλοί άνθρωποι έλαβαν μέρος στην απαγωγή και το φόνο του Τιλ. Αλλά και άλλοι υπήρξαν επικριτικοί στη θεωρία του Beauchamp, αφήνοντας αιχμές ότι προσπαθούσε να αναθεωρήσει την ιστορία και να αποσπάσει την προσοχή από τα γνωστά και τεκμηριωμένα γεγονότα. Ακόμα αυτή η επιτροπή δεν βρήκε επαρκή στοιχεία εναντίον της Carolyn Bryant Donham.
Μέσα από τη συνεχή προβολή και προσοχή που έλαβε το όλο θέμα του Τιλ, η περίπτωση αυτή έγινε το σύμβολο της ανισότητας της δικαιοσύνης για τους μαύρους του Νότου. Το 1955, η Chicago Defender κάλεσε τους αναγνώστες της να αντιδράσει στην αθώωση ψηφίζοντας μαζικά, μια υπενθύμιση ότι οι περισσότεροι μαύροι του Νότου στερούνταν στοιχειωδών νόμων στη στροφή του αιώνα, οι οποίοι είχαν φτιαχτεί από λευκούς. Η Myrlie Evers, χήρα του Medgar Evers, δήλωσε το 1985 ότι η υπόθεση του Τιλ, είχε τόσο μεγάλη απήχηση, διότι κλόνισε τα θεμέλια του Μισισιπή, το μαύρο και το άσπρο, γιατί… με τη λευκή κοινότητα… είχε δοθεί δημοσιότητα σε εθνικό επίπεδο … αφού ούτε ένα παιδί δεν ήταν ασφαλές από τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και το θάνατο. Στο Μοντγκόμερι, η Rosa Parks αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση της και να την παραχωρήσει σε λευκό αναβάτη του λεωφορείου, πυροδοτώντας ένα μακρόχρονο και καλά οργανωμένο λαϊκό μποϊκοτάζ του κοινού συστήματος του λεωφορείου, με σκοπό να αναγκάσει την πόλη να αλλάξει την πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού. Αργότερα η Parks, είπε ότι δεν σηκώθηκε να κατευθυνθεί προς το πίσω μέρος του λεωφορείου, γιατί σκέφτηκε τον Έμετ Τιλ και δεν μπόρεσε να το κάνει! Η υπόθεση του νεαρού Τιλ, και ο εικόνες του ακρωτηριασμένου σώματός του, ανάγκασαν τον νέο Cassius Clay, τον αργότερα φημισμένο πυγμάχο Μοχάμεντ Άλι, και ένα φίλο του, στο Λούσβιλ του Κεντάκι, να συμμετάσχουν σε ένα επεισόδιο με βανδαλισμούς σε σιδηροδρομικό σταθμό προκαλώντας τον εκτροχιασμό μιας ατμομηχανής.
Η ιστορία του Emmett Till είναι, αναμφίβολα, ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα του τελευταίου μισού του εικοστού αιώνα και φυσικά συνεχίζει να είναι το επίκεντρο της λογοτεχνίας και των μνημείων. Όπως είπε κάποια στιγμή η μητέρα του στα απομνημονεύματά της, ο Έμετ είχε επιτύχει τη σημαντική σύγκρουση με το θάνατο, αρνούμενος τη ζωή. Ακόμα κι έτσι, όμως, ποτέ δεν ήθελε τον Έμετ μάρτυρα. Το μόνο που ήθελε ήταν να είναι ένας καλός γιος. Η Till-Mobley πέθανε το 2003, την ίδια χρονιά που δημοσιεύτηκαν τα απομνημονεύματά της. Στις 9 Ιουλίου 2009, απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε έναν διαχειριστή και τρεις εργάτες στο νεκροταφείο Burr Oak, για αποκάλυψη πτωμάτων και θάψιμό τους σε άλλα μέρη. Ο τάφος του Τιλ, δεν είχε διαταραχθεί, αλλά οι ερευνητές βρήκαν την πρωτότυπη γυάλινη οροφή, και το σκουριασμένο φέρετρό του σε ένα ερειπωμένο υπόστεγο αποθήκευσης και ενταφιάστηκε ξανά σε ένα νέο φέρετρο. Το παλιό φέρετρο αποκτήθηκε αργότερα, από το Μουσείο Smithsonian.
Βιβλιογραφία
- Richard Rubin: The Ghosts of Emmett Till. The New York Times. July 31, 2005.
- Elaine Quijano: Tree planted at the Capitol in memory of Emmett Till. CBS News. November 17, 2014.
πηγή άρθρου:
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ :