ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
ΟΜΙΛΙΑ ΠΓ’ – Ιω. 18,1-37
«Αφού είπεν αυτά ο Ιησούς εξήλθε μαζί με τους μαθητάς του και μετέβη εις τον τόπον πέραν από τον χείμαρρον των Κέδρων, όπου υπήρχε κήπος, εις τον οποίον εισήλθεν αυτός και οι μαθηταί του»
Είναι φρικτόν πράγμα ο θάνατος και γεμάτον από πολύν φόβον, άλλ’ όχι δι’ εκείνους που γνωρίζουν την ουράνιον φιλοσοφίαν, διότι εκείνος μεν που δεν γνωρίζει τίποτε το σαφές περί των μελλόντων πραγμάτων, αλλά θεωρεί το πράγμα ως διάλυσιν και τέλος της ζωής, είναι φυσικόν να φρίττη και να φοβήται, με την σκέψιν ότι προχωρεί προς την ανυπαρξίαν, ημείς όμως, που εμάθομεν με την χάριν του Θεού τα άγνωστα και τα απόκρυφα της σοφίας του και θεωρούμεν το πράγμα μετάβασιν από την εδώ ζωήν εις την άλλην, δεν θα ήτο δίκαιον να τρέμωμεν, αλλά και να χαιρώμεθα και να είμεθα εύθυμοι, διότι, αφήνοντες αυτόν τον φθαρτόν βίον, μεταβαίνομεν εις άλλον, πολύ πιο καλύτερον και λαμπρότερον και που τέλος δεν έχει ακριβώς αυτά λοιπόν διδάσκων και ο Χριστός με τα έργα του, έρχεται προς το πάθος του όχι δια της βίας και αναγκαστικά, αλλά με την θέλησίν του.
«Αυτά», λέγει, «είπεν ο Ιησούς και μετέβη προς τον τόπον που ήτο πέραν από τον χείμαρρον των Κέδρων, όπου υπήρχε κήπος, εις τον οποίον εισήλθεν αυτός και οι μαθηταί του. Εγνώριζε δε τον τόπον και ο Ιούδας που επρόδωσεν αυτόν, διότι πολλές φορές εσύχνασεν εκεί ο Ιησούς μαζί με τους μαθητάς του». Μέσα εις τα μεσάνυχτα οδοιπορεί και περνά ποταμόν και βιάζεται να έλθη προς τον τόπον που ήτο γνωστός εις τον προδότην, ολιγοστεύων τον κόπον εκείνων που τον επεβουλεύοντο και απαλλάσων αυτούς από κάθε ταλαιπωρίαν, και δείχνει εις τους μαθητάς του, ότι με την θέλησίν του έρχεται προς αυτό που πρόκειται να συμβή (πράγμα που ήτο ικανόν κατ’ εξοχήν να τους παρηγορήση) και οδηγεί τον εαυτόν του εις τον κήπον, ωσάν ακριβώς εις δεσμωτήριον.
«Αυτό είπεν εις αυτούς». Τι λέγεις; Και βέβαια με τον Πέτρον συνομιλούσε και βέβαια προσηύχετο. Διατί λοιπόν δεν λέγεις, ότι ήλθεν εκεί, αφού έπαυσε την προσευχήν; Διότι δεν ήτο προσευχή, αλλά ομιλία που έγινε διά τους μαθητάς. Και εισήλθον οι μαθηταί του εις τον κήπον.
Με αυτόν τον τρόπον τους απήλλαξεν από τον φόβον, ώστε να μη προβάλλουν πλέον αντίρρησιν, αλλά και εις τον κήπον να εισέλθουν.
Πως δε ο Ιούδας εκεί ήρχετο; ή από που το έμαθε και ήλθεν εκεί; Από αυτό γίνεται φανερόν ότι τας πιο πολλάς φοράς ο Ιησούς διενυκτέρευεν έξω, διότι δεν θα ήτο δυνατόν να έλθη ο Ιούδας εις τον έρημον τόπον, εάν βέβαια διέμενεν εις οικίαν, αλλά θα ήρχετο εις την οικίαν, ελπίζων να εύρη αυτόν εκεί να κοιμάται.
Δια να μη νομίσης δε, ακούσας κήπον, ότι κρύπτεται, επρόσθεσεν, ότι «εγνώριζεν ο Ιούδας τον τόπον», και όχι απλώς τον εγνώριζεν, άλλ’ «ότι και πολλές φορές εσύχναζεν εκεί μαζί με τους μαθητάς του», καθ’ όσον πολλές φορές μετέβαινε μαζί με αυτούς εις ιδιαίτερον μέρος, συνομιλών δια αναγκαία πράγματα και τα οποία δεν έπρεπεν άλλοι να τα ακούσουν. Το κάμνει δε αυτό και εις τα όρη και προ πάντων εις τους κήπους, επιζητών πάντοτε τόπον απηλλαγμένον από θορύβους, ώστε να μη αποσπάται ο νους των από την ακρόασιν.
«Ο δε Ιούδας, αφού έλαβε την σπείραν και υπηρέτας από τους αρχιερείς και φαρισαίους, έρχεται εκεί». Και αυτοί πολλές φορές έστειλαν ανθρώπους δια να τον συλλάβουν, αλλά δεν ημπόρεσαν. Επομένως είναι φανερόν ότι και τότε με την θέλησίν του παρέδωσε τον εαυτόν του.
Και πως έπεισαν την σπείραν να το κάμη αυτό; Αυτοί ήσαν άνδρες στρατιώται, που είχον συνηθίσει τα πάντα να πράττουν έναντι χρημάτων. «Ο δε Ιησούς, γνωρίμων όλα εκείνα που θα του συνέβαινον, επροχώρησε και λέγει εις αυτούς», «Ποιον ζητείτε;». Δηλαδή δεν επερίμενε να τα μάθη αυτά από την παρουσίαν εκείνων, αλλά ατάραχος, ως γνωρίζων όλα αυτά, έτσι και έλεγε και έπραττε.
Διατί δε έρχονται εναντίον του, προκειμένου να τον συλλάβουν, με όπλα; Εφοβούντο εκείνους που τον ακολουθούσαν και δια τούτο και ήλθον αργά την νύκτα.
«Και προχωρήσας, λέγει εις αυτούς, Ποιον ζητείτε; Εκείνοι δε λέγουν, Ιησούν τον Ναζωραίον». Είδες δύναμιν ακαταμάχητον, πως, ενώ ευρίσκετο ανάμεσά των, ετύφλωσε τους οφθαλμούς σκότος, το εφανέρωσεν ο ευαγγελιστής, λέγων, ότι και λαμπάδας είχον. Και αν ακόμη δεν υπήρχον λαμπάδες, έπρεπεν από την φωνήν να τον γνωρίσουν, εάν δε και εκείνοι δεν τον εγνώριζον, πως τον ηγνόησεν ο Ιούδας, αυτός που τον συνανεστρέφετο συνεχώς; καθ’ όσον και αυτός ευρίσκετο μαζί με αυτούς, και τίποτε επί πλέον δεν εγνώριζεν, αλλά και έπεσε κατά γης μαζί με αυτούς.
Το έκαμε δε αυτό ο Ιησούς, δια να δείξη ότι, όχι μόνον δεν ημπορούν να τον συλλάβουν, άλλ’ ούτε να τον ιδούν αν και ευρίσκεται ανάμεσά των, εάν αυτός δεν το επιτρέψη.
Πάλιν λέγει εις αυτούς, «Ποιον ζητείτε;». Ω μέγεθος ανοησίας! Ο λόγος του τους έρριψε κατά γης και ούτε έτσι επέστρεψαν, αν και εγνώρισαν τόσην μεγάλην δύναμίν του, αλλά πάλιν επιτίθενται εναντίον του με τον ίδιον τρόπον.
Όταν λοιπόν ετελείωσεν όλα όσα έπρεπε να κάμη, τότε πλέον παραδίδει τον εαυτόν του, και λέγει εις αυτούς, «Σας είπα ότι εγώ είμαι. Ήτο δε παρών εκεί και ο Ιούδας, που παρέδωσεν αυτόν». Πρόσεχε την μετριοφροσύνην του ευαγγελιστού, πως δεν υβρίζει τον προδότην, αλλά διηγείται το γεγονός, με σκοπόν να δείξη ένα μόνον, ότι το παν συνέβη επειδή το επέτρεψεν ο Ιησούς.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ – ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ – 14
Υ Π Ο Μ Ν Η Μ Α ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Γ (ΟΜΙΛΙΑΙ NE – ΠΗ ) Σελ.611-616
ΚΕΙΜΕΝΟΝ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ Υπό ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΕΡΕΤΑΚΗ Θεολόγου
Ε Π Ε – ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1981
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ