Μιχάλης Μαυροφοράκης
Η σωματική ανάσταση είναι μία και ενός είδους
Επιχειρηματολογία τού Παύλου με την εις άτοπον απαγωγή
Σήμερα θα συνεχίσουμε τη μελέτη μας γύρω από το ζήτημα της αναστάσεως των νεκρών, και τη σχέση της με τη Χριστιανική κλήση. Επομένως η εκπομπή τιτλοφορείται: “Η Χριστιανική Κλίση και η Ανάσταση των νεκρών μέρος 5”.
- Ανασκόπηση τού θέματος που εξετάζουμε
Ξεκινήσαμε αυτή τη μελέτη εξετάζοντας τη δοξασία των Μαρτύρων του Ιεχωβά ότι δήθεν υπάρχουν δύο διαφορετικές Χριστιανικές κλήσεις, ή προσκλήσεις, και επομένως και δύο διαφορετικές ελπίδες αναστάσεως. Μία επουράνια, (όπως λένε), και μία επίγεια. Δηλαδή με πιο απλά λόγια, μία μικρή μερίδα ανθρώπων, για την ακρίβεια 144.000 και ο Χριστός, ανασταίνονται με πνευματικά, ουράνια, αγγελικά σώματα, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του ανθρώπινου γένους, από του Αδάμ μέχρι και αυτών που ζουν κατά την τελική κρίση, θα λάβουν κατά την ανάσταση, ακριβώς το ίδιο θνητό σώμα που είχαν σε αυτή την ζωή, υποκείμενο και δέσμιο τής φθοράς, και όλων εν γένει των φυσικών αναγκών και περιορισμών, που έχει και το τωρινό ανθρώπινο σώμα.
Στις προηγούμενες εκπομπές, όταν κάναμε μία γενική ανάλυση αυτής της κατεξοχήν Χριστιανικής διδασκαλίας περί αναστάσεως των νεκρών, αναφέραμε ότι μία αιρετική κακοδοξία, που πολύ νωρίς παρεισέφρησε στη Χριστιανική κοινότητα, ήταν και αυτή της άρνησης της ανάστασης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όπως διαπιστώσαμε, και αυτή η κακοδοξία, έχει υιοθετηθεί από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, για την κατηγορία των ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ως πολύ ασεβείς, και άδικοι, και για τους οποίους υποστηρίζουν ότι δεν θα αναστηθούν καθόλου, αλλά πως ο σωματικός τους θάνατος, τους οδήγησε στην πλήρη και οριστική ανυπαρξία. Για την κακοδοξία όμως αυτή, κάναμε ήδη λόγο στο παρελθόν.
Έτσι λοιπόν σήμερα, αλλά και στις επόμενες εκπομπές, θα ασχοληθούμε με το ζήτημα της αναστάσεως, και ειδικότερα με ερωτήσεις όπως είναι και οι εξής: Με ποια σώματα θα αναστηθούν οι νεκροί; Θα υπάρξουν πολλών ειδών σώματα; Θα υπάρξουν πολλών ειδών αναστάσεις;
Οι ερωτήσεις αυτές, εκτός από ενδιαφέρουσες, είναι και πολύ κρίσιμες για την πίστη μας, δεδομένου ότι αποτελούν και ένα μέρος τού θεμελίου της Χριστιανικής πίστεως, και βέβαια μέρος του Χριστιανικού Ευαγγελίου.
- Βασικές διδασκαλίες τής Χριστιανικής πίστης
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς, αναφέρει στην προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαιο 6/στ: 1,2, τα εξής:
“Διό αφέντες τον της αρχής του Χριστού λόγον, επί την τελειότητα φερώμεθα, μη πάλιν θεμέλιον καταβαλλόμενοι μετανοίας από νεκρών έργων, και πίστεως επί Θεόν, 2 βαπτισμών διδαχής, επιθέσεώς τε χειρών, αναστάσεώς τε νεκρών και κρίματος αιωνίου.” Ή απλούστερα, αφού λοιπόν είσαστε προ πολλού μαθητές τού Χριστού, δια τού το ας αφήσουμε τις στοιχειώδεις διδασκαλίες περί Χριστού, (που είναι για τους αρχάριους), και ας προχωρούμε προς την τελειότητα τής Χριστιανικής διδασκαλίας και πράξεως. Και ας μη θέτουμε πάλι θεμέλιο, αρχίζοντας δηλαδή πάλι από την μετάνοια, για τα έργα της αμαρτίας και από την πίστη στον Θεό, και από την διδασκαλία για τα βαπτίσματα, που μας διαφωτίζει να κάνουμε διάκριση του Χριστιανικού βαπτίσματος από τους άλλους βαπτισμούς, και από τη διδασκαλία περί τής επιθέσεως τών χειρών, που γίνεται για να μεταδοθούν τα χαρίσματά του Αγίου Πνεύματος, και από την διδασκαλία περί αναστάσεως τών νεκρών και της μελλούσης κρίσεως.
Ο απόστολος στο χωρίο αυτό, προσδιορίζει ως θεμέλιο της Χριστιανικής πίστεως τρία ζεύγη διδασκαλιών, τρία ζεύγη δογμάτων, δηλαδή:
Μετανοίας από νεκρών έργων και πίστεως επί Θεόν, 1ο ζεύγος.
Βαπτισμών διδαχής, επιθέσεώς τε χειρών, 2ο ζεύγος.
Αναστάσεών τε νεκρών και κρίματος αιωνίου, 3ο ζεύγος.
Διαπιστώνουμε επομένως, για μία ακόμη φορά, ότι το περί Αναστάσεως δόγμα, είναι πολύ βασικό και θεμελιώδες για τη Χριστιανική πίστη, και σαν τέτοιο, (για ένα λόγο παραπάνω) δεν επιδέχεται κανενός είδους ανθρώπινες και υποκειμενικές θεωρίες ή υποθέσεις.
- Η απιστία τών Κορινθίων στην Ανάσταση
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν τη μελέτη μας, για το τόσο σημαντικό αυτό ζήτημα της πίστεώς μας, που αποτελεί και την κεντρική ελπίδα όλων των Χριστιανών, όλων των εποχών. Θα προσπαθήσουμε να διαπιστώσουμε τις λεπτομέρειες αυτού τού δόγματος, εξετάζοντας και αναλύοντας τις αρκετές (σε πλήθος και σε στοιχεία), αναφορές τής Αγίας Γραφής. Στην προσπάθειά μας αυτή, θα χρησιμοποιήσουμε επίσης ως γνώμονα, και την σταθερή και αμετακίνητη θέση της Εκκλησίας στο ζήτημα αυτό, κατά την διάρκεια όλων των αιώνων, μέχρι και σήμερα.
Και ας αρχίσουμε από το 15ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής, το οποίο είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο σε αυτό το θέμα. Όπως επισημάναμε και σε προηγούμενη εκπομπή, ενώ οι Χριστιανοί τής Εκκλησίας της Κορίνθου, ήταν στηριγμένοι στα υπόλοιπα δόγματα τής πίστεως, εν τούτοις, την εποχή που γράφθηκε η 1η προς Κορινθίους επιστολή από τον απόστολο Παύλο, πολλοί από τους πιστούς είχαν επηρεασθεί από την Ελληνική φιλοσοφία, και δεν μπορούσαν να δεχθούν την ανάσταση, επειδή την θεωρούσαν λογικά αδύνατη. Και βέβαια, αυτή η αντιμετώπιση στην διδασκαλία περί τής αναστάσεως τών νεκρών, δεν ήταν πρωτότυπη, ή ασυνήθιστη ανάμεσα στους Έλληνες, που ήταν διαποτισμένοι με ειδωλολατρικές αντιλήψεις και φιλοσοφικές θεωρίες.
Ας θυμηθούμε πώς αντιμετώπισαν τον απόστολο Παύλο οι Αθηναίοι, όταν αυτός τους μίλησε περί αναστάσεως τών νεκρών:
“Μόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά” (Πράξεις 17/ιζ: 32). Δηλαδή, όταν άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι άρχισαν να τον κοροϊδεύουν και να τον περιγελούν, και άλλοι πάλι, που ήταν πιο ευγενικοί από τους πρώτους, ωστόσο έχοντας την ίδια γνώμη με αυτούς, ότι πρόκειται περί ανοήτων λόγων, τον διέκοψαν με τρόπο, λέγοντάς του ότι θα τον ακούσουν μια άλλη φορά. Έτσι, μόνο λίγοι πίστεψαν. “Όμως, μερικοί άνδρες προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν, και πίστεψαν· ανάμεσα στους οποίους και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, και μία γυναίκα, με το όνομα Δάμαρη, και άλλοι μαζί μ’ αυτούς.” (Πράξεις 17/ιζ: 34). Σε αντίθεση με άλλες πόλεις, όπως η Αντιόχεια, (Πράξεις 13/ιγ: 48), η Θεσσαλονίκη, (Πράξεις 17/ιζ: 4), και η Βέροια, (Πράξεις 17/ιζ: 12), όπου οι πιστεύσαντες ήταν πολλοί. Ολόκληρο πλήθος.
Αξίζει στο σημείο αυτό να διερευνήσουμε, γιατί υπήρξε τόση απροθυμία, τόση δυσπιστία, τόση αντίδραση στο περί αναστάσεως κήρυγμα τού αποστόλου Παύλου. Άλλωστε, οι Αθηναίοι ήταν εξοικειωμένοι με την ιδέα της αθανασίας της ψυχής, δεδομένου ότι είχε διδαχθεί από τον Πλάτωνα. Η απάντηση είναι απλή και ταυτόχρονα μοναδική. Ο απόστολος Παύλος, δεν εκήρυττε αθανασία της ψυχής, ή με άλλα λόγια, διατήρηση της ψυχής μετά τον θάνατο, αλλά ανάσταση ανθρώπων ως συνόλων. Δηλαδή ανάσταση σωμάτων. Και κάτι τέτοιο βέβαια ήταν πρωτάκουστο, αλλά συνάμα και λογικά αδύνατο, και επομένως ανόητο και γελοίο για τους Έλληνες φιλοσόφους.
- Τι σημαίνει “ανάσταση”
Αν ο Παύλος δίδασκε αθανασία της ψυχής μόνον, όπως μερικές Χριστιανικές ομολογίες θεωρούν την ανάσταση, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα στο ακροατήριο των Αθηναίων. Άλλωστε, αυτή καθεαυτήν η λέξη ανάσταση, είναι σύνθετη, από την Πρόθεση “ανά“, που σημαίνει “ξανά” για τη λέξη “στάση“, η οποία προέρχεται από το Ρήμα: “ίστημι“, που σημαίνει: “στέκομαι όρθιος“. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να σταθεί όρθια η ψυχή μετά τον θάνατο, που είναι νοερή και άυλη; Άρα η λέξη: “ανάσταση” θα ήταν τελείως αδόκιμη, αν επρόκειτο να περιγράψει τη διατήρηση τής ψυχής στη ζωή μετά τον θάνατο. Αλλά η λέξη “ανάσταση”, αφορά το σώμα, που με τον θάνατο πέφτει άψυχο στη γη και διαλύεται.
Το σώμα τού ανθρώπου είναι εκείνο που θα επανέλθει σε όρθια στάση κατά την ανάσταση. Για τον ίδιο λόγο βέβαια, ο όρος “ανάσταση” είναι αδόκιμος, προκειμένου να περιγράψει και επαναφορά κάποιου στη ζωή, ο οποίος όμως δεν θα έχει πλέον σώμα ανθρώπινο, όπως οι 144.000 που υποστηρίζουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά. Έχοντας λοιπόν οι Χριστιανοί της Κορίνθου μία ανάλογη παιδεία με αυτή τών Αθηναίων, και αντιμετωπίζοντας καθημερινά τους χλευασμούς και τις κατηγορίες των συμπολιτών τους, αλλά και βομβαρδιζόμενοι συνεχώς και από τα δήθεν λογικά επιχειρήματα τού τύπου τών Σαδουκαίων για παράδειγμα, των διανοουμένων της εποχής, δεν άργησαν να χάσουν την πίστη τους στην ανάσταση, και να μετακινηθούν από αυτό το θεμελιώδες δόγμα, οδηγούμενοι στην άρνησή του. Για τον λόγο αυτό, ο απόστολος Παύλος αναγκάσθηκε να αφιερώσει ολόκληρο το 15ο κεφάλαιο τής 1ης προς Κορινθίους επιστολής.
- Η Θεόπνευστη Ιερά Παράδοση τού Ευαγγελίου
Ας αρχίσουμε από την ανάγνωση του πρώτου στίχου και εξής, επεξηγώντας ταυτόχρονα με απλά λόγια το περιεχόμενό τους:
“Γνωρίζω δε υμίν αδελφοί, το Ευαγγέλιον ό ευαγγελισάμην υμίν, ό και παρελάβετε, εν ό και εστήκατε, δι ού και σώζεστε, τίνι λόγω ευηγγελισάμην υμίν, ει κατέχετε, εκτός ει μη εική επιστεύσατε”.
Σ’ αυτά τα δύο πρώτα εδάφια, ο απόστολος τους λέει τα εξής: “Σας γνωστοποιώ αδελφοί, το ευαγγέλιο που σας εκήρυξα, το οποίο και παραλάβατε, στο οποίο και στέκεστε, από τότε, και δια τού οποίου είναι η σωτηρία, εάν το κρατάτε σταθερά, όπως εγώ σας το εκήρυξα, εκτός αν μάταια πιστέψατε. Από ό,τι φαίνεται από την πρώτη κιόλας φράση, δηλαδή από την φράση: “γνωρίζω δε υμίν το Ευαγγέλιον, ό ευηγγελισάμην υμίν”, ο απόστολος έχει την πρόθεση να τους υπενθυμίσει, να τους καταστήσει γνωστό, το ευαγγέλιο που ήδη τους είχε κηρύξει, επειδή έχει διαπιστώσει ότι το είχαν λησμονήσει. Ότι είχαν μετακινηθεί από αυτό, όσον αφορά το ζήτημα της αναστάσεως. Και αυτό βεβαίως το σημείο θα αναπτύξει αναλυτικά στη συνέχεια.
Με άλλα λόγια λοιπόν, ο απόστολος επειδή είχε υπ’ όψιν του ότι οι Χριστιανοί τής Κορίνθου εδέχοντο όλα τα άλλα ευαγγελικά δόγματα, εκτός από αυτό περί τής αναστάσεως τών νεκρών, και πως σ’ αυτό εχώλαιναν και απιστούσαν, γι’ αυτό σοφότατα τους λέει: “δεν σας γράφω αδελφοί μου κανένα καινούργιο δόγμα και ευαγγέλιο, αλλά εκείνο που σας εκήρυξα ήδη στην αρχή. Αλλά επειδή το λησμονήσατε, πάλι σας το υπενθυμίζω. Το οποίο (τους λέει) και παραλάβατε, στο οποίο και στέκεστε”.
Γιατί άραγε τους λέει ότι στέκονται, αφού ήδη είχαν μετακινηθεί; Προφανώς προσποιείται θεληματικά ότι δεν γνωρίζει την πτώση τους, ώστε μ’ αυτό τον διακριτικό τρόπο να προφτάσει να μην τους δημιουργήσει πεισματική αντίδραση, αλλά αντίθετα να τους βοηθήσει να αντιληφθούν και να παραδεχθούν το σφάλμα τους.
Και ποιο είναι το κέρδος, όταν στέκονται στο Ευαγγέλιο; Η σωτηρία! “Δια τού οποίου και σώζεστε”, λέει ο απόστολος. “Εάν το κρατείτε σταθερά και αναλλοίωτο, όπως εγώ σας το κήρυξα”. Ενώ προηγουμένως τους λέει ότι “στέκονται” στο ευαγγέλιο, για να μην τους κάνει αμελέστερους, τους λέει τώρα, ότι θα σωθούν δια τού Ευαγγελίου, εάν και μόνο το κρατούν όπως τους το κήρυξε. Και προσθέτει: “Εκτός αν ματαίως πιστέψατε στον Χριστό”. Διότι αν κανείς δεν πιστεύει στην ανάσταση, τότε μάταιο είναι το κήρυγμα του Ευαγγελίου, όπως άλλωστε θα τους τονίσει στη συνέχεια.
Είναι φανερό λοιπόν, ότι το ζήτημα τής αναστάσεως τών νεκρών, κατέχει κεντρική θέση στο Χριστιανικό Ευαγγέλιο. Η ακριβής γνώση και πίστη σ’ αυτό, είναι απαραίτητη για να στέκεται κανείς στη Χριστιανοσύνη και να έχει μερίδα στη σωτηρία. Διαφορετικά ματαίως πιστεύει.
Και ο απόστολος είναι πλέον έτοιμος να τους εκθέσει το περιεχόμενο του Ευαγγελίου, τουλάχιστον όσον αφορά το κεφαλαιώδες ζήτημα της αναστάσεως.
Τους λέει λοιπόν στον στίχο 3: “Παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις, ό και παρέλαβον”. Ή απλούστερα, “διότι σάς παρέδωσα εν πρώτοις, εκείνο το οποίο και παρέλαβα”.
Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτή την φράση, την τόσο αποκαλυπτική και καταλυτική, για όσους απορρίπτουν την παράδοση. Ο απόστολος Παύλος, τους λέγει ότι τους παρέδωσε τον ευαγγελικό λόγο, τον οποίο και ο ίδιος παρέλαβε. Με ποιον τρόπο τους τον παρέδωσε; Προφορικά ή γραπτά; Φυσικά προφορικά! Αλλά βεβαίως δεν τους τον παρέδωσε μόνον δια τού λόγου, διότι τότε θα έλεγε: “Σάς είπα”, ή “σας εδίδαξα”. Τώρα όμως λέγει: “σάς παρέδωσα”. Πώς λοιπόν τους τον παρέδωσε;
Ας το διαβάσουμε από την ίδια επιστολή, κεφάλαιο 2/β: Και στίχους 4 και 5: “Ο λόγος μου και το κήρυγμά μου δεν γίνοντο με καταπιστικούς λόγους ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη Πνεύματος και δυνάμεως. Δια να είναι η πίστη σας, ουχί δια της σοφίας των ανθρώπων, αλλά δια τής δυνάμεως του Θεού”.
Παρατηρούμε λοιπόν ξεκάθαρα, ότι το κήρυγμα του ευαγγελίου, συνυφαίνεται από δύο στοιχεία: Τον προφορικό λόγο, αλλά και την αποκάλυψη του Πνεύματος και της δυνάμεως του Θεού. Με αυτόν και μόνον τον τρόπο, παραδίδεται γνήσια το Ευαγγέλιο. Έτσι το παρέλαβε και ο ίδιος ο απόστολος Παύλος. Ας το διαβάσουμε από την προς Γαλάτας επιστολή, στίχους 1/α: 11 και 12:
“Αλλά σας γνωστοποιώ αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιον το κηρυχθέν υπ’ εμού, δεν είναι ανθρώπινον. Διότι ουδ’ εγώ παρέλαβον αυτό παρ’ ανθρώπου, ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού”.
Το ίδιο πράγμα όμως, το λέει και στους Κορινθίους, σε ένα άλλο σημείο τής ίδιας επιστολής, δηλαδή τής 1ης προς Κορινθίους, όταν τους υπενθύμιζε ένα άλλο κεφαλαιώδες ζήτημα της πίστεώς μας, το δείπνο του Κυρίου, ή αλλιώς την Θεία Ευχαριστία. Ας το διαβάσουμε από την 1η προς Κορινθίους 11/ια: 23:
“Διότι εγώ, παρέλαβον από τού Κυρίου, εκείνο το οποίον και παρέδωκα εις εσας, ότι ο Κύριος Ιησούς, εν τη νυκτί καθ’ ην παρεδίδετο, έλαβε άρτον…” κλπ.
Ο απόστολος παραλαμβάνει από τού Κυρίου, και παραδίδει στους πιστούς. Όσο για την συμπεριφορά τους απέναντι σε αυτή την παράδοση, τους έχει γράψει λίγο ενωρίτερα στον στίχο 2: “Σας επαινώ δε αδελφοί, ότι εις πάντα με ενθυμίσθε, και κρατείτε τας παραδόσεις, καθώς παρέδωκα εις εσάς. (Α΄ Κορινθίους 11/ια: 2).
Παρατηρούμε λοιπόν κάτι πολύ σημαντικό: Ο Κύριος παραδίδει τα Ευαγγελικά δόγματα στους αποστόλους, και αυτοί με τη σειρά τους, τα παραδίδουν αναλλοίωτα στους πιστούς, ενώ ταυτόχρονα τα επικυρώνει και αποδεικνύει την ορθότητά τους, το Πνεύμα και η δύναμη του Θεού. Αυτό ακριβώς αποτελεί και τη ζωντανή παράδοση τής Εκκλησίας, που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, διατηρώντας τα ίδια χαρακτηριστικά: Το κήρυγμα και τη θεϊκή απόδειξη δια Πνεύματος Αγίου.
Ύστερα από αυτά, θα ήταν χρήσιμο να προβληματιστούν και να επανεξετάσουν τις θέσεις τους, όσοι απορρίπτουν την Ιερά Παράδοση, και παραδέχονται μόνο ένα μικρό κομμάτι της, την Αγία Γραφή. Χωρίς να θέλουμε να υποβαθμίσουμε την τεράστια αξία της, ωστόσο θέλουμε να υπενθυμίσουμε, ότι ούτε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ούτε οι Απόστολοι, κατ’ αρχήν, παρέδωσαν το Χριστιανικό κήρυγμα σε όλο του το πλάτος και μήκος, κατά έναν συστηματικό τρόπο, σε γραπτό λόγο. Αντιθέτως, το κήρυγμα γινόταν δια του προφορικού λόγου, δια ζώσης φωνής, και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν το γραπτό λόγο. Έτσι η Αγία Γραφή αποτελεί μόνο ένα μικρό τμήμα της παράδοσης του Κυρίου και των αποστολών. Η παράδοση αυτή δεν σταμάτησε στους αποστόλους, αλλά και αυτοί δίνουν εντολή με τη σειρά τους, στους άξιους διαδόχους τους και μέλη του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας του Θεού του ζώντος, η οποία είναι και ο στύλος και το εδραίωμα τής αληθείας, (Α΄ Τιμόθεον 3/γ: 15), να τη μεταδώσουν στην επόμενη γενιά, και ούτω καθεξής. Αυτό διαβάζουμε στην Β΄ προς Τιμόθεον επιστολή, στίχους 1 και 2.
“Συ λοιπόν τέκνον μου, ενδυναμού δια της χάριτος της εν Χριστώ Ιησού, και όσα ήκουσας παρ’ εμού δια πολλών μαρτύρων, ταύτα παράδος, εις πιστούς ανθρώπους, οίτινες θέλουσιν είσθαι ικανοί και άλλους να διδάξωσι”.
Έτσι λοιπόν θα λέγαμε ότι η Εκκλησία είναι ο χώρος που διατηρεί ανόθευτη και ακέραια την Χριστιανική παράδοση τού Ευαγγελίου τής Χάριτος, την κάνει να καρποφορεί στον κάθε πιστό διά της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, και την μεταδίδει με τα ίδια χαρακτηριστικά, δηλαδή όχι μόνον με ανθρώπινα λόγια, αλλά και με απόδειξη Πνεύματος και δυνάμεως.
Η Εκκλησία μας, δηλαδή η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, είναι η μόνη που μπορεί να ισχυρισθεί αυτή την ιστορική συνέχεια στην διατήρηση και μετάδοση αυτής της παράδοσης. Όσο για το ακέραιο και αναλλοίωτο του περιεχομένου της, ότι δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης φιλοσοφίας, αυτό κατοχυρώνεται “με απόδειξη Πνεύματος και δυνάμεως”. Συνεχώς και επί αιώνες στην Εκκλησία μας, το Άγιο Πνεύμα επιτελεί καταπληκτικές θαυματουργίες, αλλά και αυτό το μέγιστο θαύμα του αγιασμού των πιστών.
Ας κλείσουμε όμως εδώ την παρένθεση που κάναμε περί παραδόσεως, και ας αναβάλουμε την μελέτη γύρω από αυτό το πολύ σημαντικό και ενδιαφέρον θέμα, για μία μελλοντική εκπομπή, οπότε και θα αναφερθούμε σε αυτό αποκλειστικά, και με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες και στοιχεία.
- Τεκμηρίωση τής ανάστασης τού Χριστού
Επανερχόμαστε λοιπόν στο θέμα μας περί της αναστάσεως των νεκρών, και συνεχίζουμε από την πρώτη προς Κορινθίους επιστολή 15/ιε: 3 και εξής:
“Παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ό και παρέλαβον. (Τι δηλαδή;) Ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς, 4 και ότι ετάφη, και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς”.
Τώρα πλέον ο Απόστολος αρχίζει να αναλύει το κομμάτι εκείνο τού Χριστιανικού Ευαγγελίου, στο οποίο δεν ορθοποδούσαν οι Κορίνθιοι, δηλαδή το ζήτημα τής Αναστάσεως. Και πώς αρχίζει; Με την Ανάσταση τού Χριστού. Αλλά πριν φθάσει στην Ανάσταση, τους βεβαιώνει για τον θάνατο τού Κυρίου, λέγοντας μάλιστα, ότι είχε προφητευθεί, και ότι συνέβη “κατά τας Γραφάς”. Όπως φαίνεται και από τον Ψαλμό 22/κβ: 17, και από το βιβλίο τού Ησαΐα 53/νγ: 5, 8.
Στη συνέχεια, τους αναφέρει και την ταφή τού σώματος. Διότι εκείνο που θάπτεται, είναι το σώμα. Αν και αυτό εννοείται πως συνέβη “κατά τας Γραφάς”, όπως για παράδειγμα φαίνεται από τον Ησαΐα 57/νζ: 1,2 κατά τους Εβδομήκοντα.
Και τέλος, τους λέει ότι αναστήθηκε την 3η ημέρα κατά τας Γραφάς, οι οποίες είναι πλούσιες σε προφητείες σχετικές με την ανάσταση τού Κυρίου, ξεκινώντας από την προτύπωση που έγινε στον προφήτη Ιωνά. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Απόστολος δεν χρησιμοποιεί Αόριστο, “ηγέρθη”, για να περιγράψει την Ανάσταση, αλλά Παρακείμενο, “εγήγερται”, δηλαδή “έχει αναστηθεί”, για να δηλώσει ότι το αποτέλεσμα εξακολουθεί να υφίσταται, και ο Κύριος συνεχίζει να ζει.
Το επόμενο βήμα που κάνει, είναι να πιστοποιήσει την ανάσταση τού Κυρίου, και δια επισήμων μαρτύρων, όπως είναι οι απόστολοι και άλλοι αυτόπτες. Διαβάζουμε λοιπόν από τον στίχο 5: “και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· 6 έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν· 7 έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις αποστόλοις πάσιν”.
Μετά από αυτές τις αξιόλογες και σημαντικές μαρτυρίες από αξιόπιστούς μάρτυρες, ο απόστολος Παύλος προσθέτει με πολλή ταπεινοφροσύνη, και την δική του, μεμφόμενος ταυτόχρονα τον εαυτό του για τη δική του απαξία, και εξυψώνοντας παράλληλα τη Χάρη και το Έλεος τού Θεού. Δεν καυχήθηκε, ούτε υπερηφανεύθηκε γι’ αυτή τη μεγάλη τιμή που του έκανε ο Κύριος, όπως θα κάναμε εμείς, αλλά αποδεικνύοντας τον εαυτό του, γνήσιο ακόλουθο τού “πράου και ταπεινού τη καρδία Χριστού”, αναγνωρίζει όποτε τού δίνεται η ευκαιρία, και φυσικά και εδώ, ότι, οτιδήποτε και αν είναι, οφείλεται αποκλειστικά στο έλεος και στη Χάρη τού Θεού. Λέει λοιπόν από τον στίχο 8-10: “έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί. 9 εγώ γαρ ειμι ο ελάχιστος των αποστόλων, ος ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την Εκκλησίαν του Θεού· 10 χάριτι δε Θεού ειμι ό ειμι”.
Αλλά για να μη νομίσει κανείς ότι η Χάρη τού Θεού στον Παύλο φάνηκε μάταια και ανώφελη, για τούτο, πάλι με συστολή και ταπείνωση, λέει τα παρακάτω: “και η χάρις αυτού η εις εμέ ου κενή εγενήθη, αλλά περισσότερον αυτών πάντων εκοπίασα”. Και πάλι όμως τονίζει με ταπείνωση, εξυμνώντας τη Χάρη τού Θεού, και απεκδυόμενος την προσωπική αίγλη, “ουκ εγώ δε, αλλ’ η Χάρις του Θεού η συν εμοί”.
Τώρα λοιπόν που τους υπενθύμησε με δυο λόγια το κεντρικό δόγμα τής Χριστιανικής πίστεως περί αναστάσεως τών νεκρών, αναφερόμενος στην ανάσταση τού Χριστού, τους λέει συμπερασματικά στον στίχο 11: “είτε ουν εγώ είτε εκείνοι, ούτω κηρύσσομεν και ούτως επιστεύσατε”. Δηλαδή, “είτε εγώ κηρύττω, ασκώντας το Αποστολικό αξίωμα, είτε εκείνοι, είτε εγώ εκοπίασα περισσότερο, είτε εκείνοι, τελικά όλοι το ίδιο Ευαγγέλιο κηρύττουμε, και σ’ αυτό ακριβώς επιστεύσατε. Μάλιστα χρησιμοποιεί Αόριστο, “επιστεύσατε”, για να τους φανερώσει ότι τώρα δεν πιστεύουν έτσι. Και να προσκομίσει και την πρωτέρα πίστη τους, σαν έναν επιπλέον μάρτυρα, για το ότι αυτό πραγματικά είναι το περιεχόμενο τού Ευαγγελίου, αναφορικά με την Ανάσταση.
- Η ανάσταση είναι μόνο μια και ενός είδους
Έχοντας θεμελιώσει το περί Αναστάσεως δόγμα, γύρω από την Ανάσταση τού Χριστού, έρχεται τώρα ο Απόστολος να κάνει ορισμένους πολύ ισχυρούς και αποστομωτικούς για τους αρνητές τής αναστάσεως, συλλογισμούς. Λέει λοιπόν στον στίχο 12:
“Ει δε Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, (αλλά εάν ο Χριστός κηρύττεται ότι έχει αναστηθεί εκ νεκρών), Πώς λέγουσί τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν;”. (πώς λέγουν μερικοί μεταξύ σας, ότι ανάσταση νεκρών δεν υπάρχει;)
Πράγματι, πολύ ισχυρό συλλογισμό κάνει εδώ ο Απόστολος. Διότι αφού προηγουμένως έχει αποδείξει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, και ότι έτσι κηρύττεται από αυτόν και από τους άλλους αποστόλους, από την ανάσταση τού Χριστού συμπεραίνει και την ανάσταση τών υπολοίπων νεκρών. Αφού βάλει θεμέλιο την ανάσταση τού Χριστού, πάνω σ’ αυτήν οικοδομεί την κοινή ανάσταση τού ανθρωπίνου γένους.
Και συνεχίζει στον στίχο 13: “Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται”. Αλλ’ εάν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, ούτε ο Χριστός έχει αναστηθεί. Για να μη λένε οι Κορίνθιοι, ότι “ναι, ο Χριστός αναστήθηκε, αλλά δεν θα γίνει καθολική και κοινή ανάσταση όλων τών νεκρών”, για τούτο τον λόγο κάνει αυτόν τον συλλογισμό. Παρατηρούμε πόσο άμεσα και έντονα συσχετίζει ο Απόστολος την ανάσταση τού Χριστού με την κοινή ανάσταση όλων τών νεκρών. Το πρώτο συνεπάγεται το δεύτερο. Και η άρνηση τού δευτέρου, αναιρεί και το πρώτο.
Αυτοί όμως οι βασικοί συλλογισμοί τού Παύλου, δίνουν και την απάντηση στο δικό μας ερώτημα, για το “αν υπάρχουν πολλές και διαφορετικού τύπου αναστάσεις, για διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων”. Είναι σαφέστατο ότι ο απόστολος μιλεί για μία και μοναδική ανάσταση, κοινή για όλους τους νεκρούς, και δεν κάνει καμία διάκριση νεκρών από νεκρούς. Για τους πολλούς νεκρούς αναφέρει μία μόνο ανάσταση, και όχι “αναστάσεις”.
Ταυτόχρονα, από τα λόγια του βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι η ανάσταση τών νεκρών θα είναι ακριβώς τού ιδίου τύπου, με την ανάσταση τού Χριστού. Διαφορετικά, δεν θα είχε κανένα νόημα το επιχείρημά του.
Για παράδειγμα, δεν υπάρχει καμία λογική συνέπεια στο να προσπαθώ να σάς πείσω ότι υπάρχει το ζώο “λιοντάρι”, δείχνοντάς σας το ζώο “πρόβατο”. Δηλαδή δείχνοντάς σας ένα διαφορετικό ζώο. Εάν λοιπόν η ανάσταση τού Χριστού εκ νεκρών, δεν είναι ίδια με την ανάσταση όλων τών υπολοίπων νεκρών, τότε μάταια αλλά και εντελώς παράλογα προσπαθεί ο απόστολος να τους πείσει για την ανάσταση τών νεκρών, δείχνοντάς τους την ανάσταση τού Χριστού. Όμως πολύ εύστοχα ο Παύλος παίρνει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από το σύνολο τών νεκρών, τον Χριστό, και στη συνέχεια εξάγει άμεσα το συμπέρασμα για ολόκληρο το υπόλοιπο σύνολο. Δηλαδή, ό,τι και όπως ίσχυσε για τον ένα τών νεκρών, τον Χριστό, θα ισχύσει και για τους υπολοίπους νεκρούς.
Όλα αυτά τα λέμε, διότι όπως είπαμε και στην αρχή, οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά ισχυρίζονται ότι όπως υπάρχουν δύο διαφορετικού τύπου Χριστιανικές κλήσεις, έτσι υπάρχουν και δύο διαφορετικού τύπου αναστάσεις. Ο ένας τύπος αναστάσεως εφαρμόζεται στον Χριστό, και σε 144.000 χιλιάδες ανθρώπους, και υποδηλώνει την ανάσταση τών νεκρών με άυλα πνευματικά σώματα, άφθαρτα και αθάνατα, ενώ ο άλλος τύπος εφαρμόζεται σε όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα, και υποδηλώνει ανάσταση με τα σημερινά σώματα που βεβαίως δεν είναι απαλλαγμένα από την φθορά και τον θάνατο. Σύμφωνα όμως με τα λόγια τού αποστόλου Παύλου, δεν υφίσταται καμία τέτοια εκδοχή, και αυτό θα αποδεικνύεται επανειλημμένως στη συνέχεια, με όλο και περισσότερη σαφήνεια.
- Στήριξη με την εις άτοπον απαγωγή
Στον στίχο 14 και τους επομένους, ο απόστολος Παύλος αφού ήδη έχει κάνει προηγουμένως την ταύτιση τής ανάστασης τών νεκρών με την ανάσταση τού Χριστού, προσπαθεί να τους κάνει να καταλάβουν τις τεράστιες συνέπειες που έχει η άρνηση τής αναστάσεως. Μιλεί πλέον για μία ανάσταση, και υποθέτει πως δεν υπάρχει. Ξεκινώντας έτσι από αυτή την υπόθεση, θα αποδείξει ότι είναι εσφαλμένη καταλήγοντας σε άτοπο. Χρησιμοποιεί δηλαδή την πολύ γνωστή αποδεικτική μέθοδο τής “δια τής εις άτοπον απαγωγής”. Παράλληλα, πολύ σοφά και έντεχνα τους φέρνει αντιμέτωπους με τις βαρύτατες και σοβαρότατες συνέπειες αυτής τους τής κακοδοξίας. Τους λέει λοιπόν:
“Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα υμών, κενή δε και η πίστις υμών”. Δηλαδή, “Εάν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, άρα είναι χωρίς νόημα και περιεχόμενο το κήρυγμά μας, αλλά κούφια και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο είναι και η πίστη σας. Διότι εάν ο Χριστός πέθανε και δεν αναστήθηκε, λοιπόν ούτε η αμαρτία θανατώθηκε, ούτε και ο θάνατος καταργήθηκε. Επομένως, κενό και μάταιο είναι το κήρυγμά μας, κενή και μάταια και η πίστη σας”.
Και στον στίχο 15: “Ευρισκόμεθα δε, και ψευδομάρτυρες τού Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά τού Θεού ότι ήγειρε τον Χριστόν, Ον ουκ ήγειρεν”. (Τον οποίον δεν ανέστησε)” “Είπερ άρα νεκροί ουκ εγείρονται”, (αν υποτεθεί ότι δεν ανασταίνονται οι νεκροί, όχι μόνο υπηρετήσαμε τη ματαιότητα, αλλά γίναμε ανόσιοι και ψευδομάρτυρες τού Θεού, ότι ανέστησε τον Χριστό, που βεβαίως δεν τον ανέστησε, αν υποθέσουμε ότι δεν ανασταίνονται οι νεκροί).
Είναι φανερό λοιπόν το άτοπο στο οποίο καταλήγουμε, αν αρνηθούμε την ανάσταση τών νεκρών. Και ο απόστολος συνεχίζει τον συλλογισμό του, στον στίχο 16:
“Ει γαρ νεκροί ουκ εγείρονται, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών”. Πάλι κι εδώ με τον ίδιο συλλογισμό, αγωνίζεται να τους κάνει να αντιληφθούν το σφάλμα τους, και να πιστεύσουν στην καθολική ανάσταση. Διότι, τους λέει: “Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, λοιπόν είναι μάταιη και ευκαιριακή η πίστη σας”. Και συμπληρώνει: “Έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις ημών”. Δηλαδή “ακόμα είστε βυθισμένοι μέσα στις αμαρτίες σας”. Διότι αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, άρα ευρίσκεται και αυτός φυλακισμένος στη φυλακή τού Άδη. Και αν Αυτός κρατείται από τον θάνατο, πώς απήλλαξε όλους τους άλλους; Εφ’ όσον ο οφειλέτης κρατείται στη φυλακή, άρα το χρέος δεν εξοφλήθηκε. Αν ο Χριστός δεν βγήκε από τη φυλακή τού θανάτου, άρα η κράτηση όλων μας, εξακολουθεί να υφίσταται. Επειδή το όπλο τού θανάτου είναι η αμαρτία, (στίχος 56), εάν Αυτός που έπρεπε να καταργήσει την αμαρτία, ο Χριστός, “ο Αμνός τού Θεού ο αίρων την αμαρτία τού κόσμου”, (Ιωάννης 1/α: 29) κρατείται υπό τού θανάτου αιχμάλωτος, είναι φανερό ότι δεν τον νίκησε, αλλά νικήθηκε από αυτόν, και δεν του αφήρεσε τα όπλα, δηλαδή δεν κατήργησε την αμαρτία. Τότε βέβαια, θα εξακολουθεί να βασιλεύει η αμαρτία, εφ’ όσον δι’ αυτής εξακολουθεί να βασιλεύει ο θάνατος. (Ρωμαίους 5/ε: 12). Γι’ αυτό λοιπόν τους λέγει, ότι “εάν δεν υπάρχει ανάσταση τών νεκρών, και επομένως ούτε ο Χριστός αναστήθηκε, άρα είστε ακόμα βυθισμένοι στις αμαρτίες σας.
Στον στίχο 18, ο απόστολος συνεχίζει να γνωστοποιεί και να φανερώνει τις συνέπειες που έχει η άρνηση τής αναστάσεως τών νεκρών. Τους λέει εκεί: “Άρα, και οι κοιμηθέντες εν Χριστώ, απώλοντο”. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο απόστολος εδώ, χρησιμοποιεί τον όρο: “κοιμηθέντες” για τους αποθανόντες, για να προεισάγει κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανάσταση, θεωρώντας τον θάνατο, όχι πλέον σαν μόνιμη κατάσταση, αλλά σαν ύπνο, τον οποίο διαδέχεται η έγερση. Δηλαδή η ανάσταση. Τους λέγει λοιπόν, συνεχίζοντας τον ίδιο συλλογισμό, ότι όλοι αυτοί που πέθαναν για τον Χριστό, εχάθηκαν μονομιάς, εάν στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών. Διότι πολλοί απ’ αυτούς πέθαναν πρόωρα, και με μαρτυρικό θάνατο, αλλά και όλοι γενικά που πιστεύουν στον Χριστό, ζουν προχωρώντας στην “στενή και τεθλιμμένη οδό”. Μάταια λοιπόν στερούνται και δεν απολαμβάνουν τα τερπνά και χαροποιά πράγματα αυτής τής ζωής, και μάταια ελπίζουν να απολαύσουν μετά θάνατον τα αγαθά, εάν δεν υπάρχει ανάσταση.
Κλείνοντας αυτή την ομάδα τών συλλογισμών, που οδηγούν σε άτοπο, αν δεχθούμε ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, ο απόστολος Παύλος γράφει συμπερασματικά στον στίχο 19 τα εξής: “ει εν τη ζωή ταύτη εν Χριστώ ηλπικότες μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν”. Δηλαδή, αν έχουμε στηρίξει τις ελπίδες μας στον Χριστό, μόνο για τούτη τη ζωή, είμαστε οι αθλιότεροι και οι πιο αξιολύπητοι όλων τών ανθρώπων. Διότι, όπως είπε και προηγουμένως, μήτε τα παρόντα αγαθά απολαμβάνουν οι Χριστιανοί, όπως τα απολαμβάνουν οι ασεβείς και άπιστοι, αλλά μήτε και τα μέλλοντα θα απολαύσουν, αν βέβαια δεν υπάρχει ανάσταση, όπως υποστήριζαν μερικοί από τους Κορινθίους. Και αν δεν απολαμβάνουν σ’ αυτή τη ζωή τα αγαθά οι Χριστιανοί, αυτό ίσχυε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, τότε που τους έγραφε την επιστολή ο απόστολος, διότι η πολιτική εξουσία, όχι μόνο δεν τους προστάτευε, αλλά τουναντίον τους κατεδίωκε, ενώ παράλληλα παρόμοιο διωγμό είχαν εξαπολύσει εναντίον τους, και οι εξ Ιουδαίων μη πιστεύσαντες, και οι Εθνικοί.
Οι Χριστιανοί, πραγματικά περνούσαν άθλια ζωή, γεμάτη από κινδύνους κάθε είδους. Στερήσεις, κακουχίες, χλευασμούς, φυλακίσεις, δημεύσεις περιουσιών, μαστιγώματα, και τόσα άλλα, που έφθαναν μέχρι και αυτόν τον μαρτυρικό θάνατο. Εάν λοιπόν δεν είχαν να ελπίζουν στην ανάσταση, τότε καταλαβαίνουμε γιατί ο απόστολος τους χαρακτηρίζει έτσι.
Αλλά θα μπορούσε να πει κάποιος: “αν και το σώμα δεν ανασταίνεται, εν τούτοις η ψυχή με το να είναι αθάνατη, θα απολαύσει τα αιώνια αγαθά”. Και πράγματι, αυτόν τον συλλογισμό προβάλλουν πολλοί στις μέρες μας, αλλά και στο παρελθόν. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου ορθή αυτή η αντίληψη, και δεν υπάρχει καμία αλήθεια σ’ αυτόν τον λόγο. Διότι δεν εκοπίασε μόνον η ψυχή, ώστε μόνον αυτή να ανακουφισθεί και να απολαύσει, αλλά και το σώμα. Και μάλιστα, ποια δικαιοσύνη είναι αυτή, που απαιτεί, η μεν ψυχή να στεφανώνεται και να απολαμβάνει μόνη, το δε σώμα που έκανε τον περισσότερο κόπο, να μην ανασταίνεται, αλλά να πηγαίνει στην ανυπαρξία; Αυτό θα εσήμαινε φανερή αδικία. Αλλά σ’ αυτήν οδηγούνται όσοι δεν θεωρούν καμιάς τιμής άξιο το σώμα, αλλά επηρεασμένοι από την Ελληνική φιλοσοφία, τιμούν μόνο την ψυχή, το δε σώμα θεωρούν άξιο μόνο τής ανυπαρξίας.
Στην πλάνη αυτή έχουν πέσει και οι Ρωμαιοκαθολικοί, και οι άλλοι Δυτικοί, που θεωρούν ότι έχει γίνει ήδη η απόλαυση τών αγαθών και τών κακών. Εάν το σώμα δεν αναστηθεί, η ψυχή μένει αστεφάνωτη και αμέτοχη τής πλήρους ουράνιας μακαριότητας. Στο θέμα όμως αυτό θα επανέλθουμε αναλυτικότερα και με πολλές αποδείξεις στη συνέχεια αυτής τής μελέτης μας περί αναστάσεως τών νεκρών.
- Σύνοψη όσων είπε ως εδώ ο Παύλος
Εν τω μεταξύ όμως, φθάσαμε στο τέλος τής σημερινής εκπομπής. Αλλά πριν να κλείσουμε, θα θέλαμε να συνοψίσουμε με δύο λόγια, τα όσα αναφέρει ο απόστολος Παύλος στα πρώτα εδάφια του 15ου κεφαλαίου τής 1ης προς Κορινθίους επιστολής, κάνοντας λόγο για την ανάσταση τών νεκρών.
Κατ’ αρχήν θεωρεί το ζήτημα τής αναστάσεως τών νεκρών, ένα κεφαλαιώδες τμήμα τού Χριστιανικού Ευαγγελίου, και ένα θεμελιώδες δόγμα τής Χριστιανικής πίστεως, χωρίς το οποίο ολόκληρο το Χριστιανικό οικοδόμημα καταρρέει.
Δεύτερον, και πολύ σημαντικό για τη μελέτη μας, μιλεί για μία μόνον ανάσταση, για όλους τους νεκρούς. Δηλαδή δεν διακρίνει κατηγορίες νεκρών, και διαφορετικούς τύπους αναστάσεων, αλλά παντού αναφέρεται στην ανάσταση τών νεκρών. Μία ανάσταση, ένα είδος αναστάσεως για όλους τους νεκρούς.
Τρίτον, αντιμετωπίζει την μία ανάσταση τών νεκρών, κατά ενιαίο τρόπο με την ανάσταση τού Χριστού. Μάλιστα για να αποδείξει την πρώτη, φέρει ως επιχείρημα την δεύτερη. Πράγμα που σημαίνει ότι η ανάσταση τών νεκρών δεν θα διαφέρει από την ανάσταση τού Χριστού.
Στην επόμενη εκπομπή θα ασχοληθούμε με το υπόλοιπο κομμάτι αυτού του τόσο αποκαλυπτικού για το ζήτημα τής αναστάσεως που εξετάζουμε, κεφαλαίου τής επιστολής τού αποστόλου Παύλου.
Σάς ευχαριστούμε που μάς παρακολουθήσατε, ευχαριστούμε και τον Γιάννη Οδαμπάσογλου, πυ φρόντισε με ιδιαίτερη επιμέλεια τον ήχο. Χαίρετε και ο Θεός μαζί μας!
Απομαγνητοφώνηση: Ν. Μ. από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: “Ορθοδοξία και Αίρεση”, του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του. (Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 6-12-1991). Από την ΟΟΔΕ Ακούστε την από την ΟΟΔΕ σε ηχητικό αρχείο ΜΡ3