Χρήστου Αγγελομάτη
Η 26η Αυγούστου 1922
εις την Σμύρνην
11η πρωινή της 26ης Αυγούστου 1922 εις την Σμύρνην
Το πέρασμα των τμημάτων του διαρρέοντος προς την χερσόνησον της Ερυθραίας (Ελληνικού) στρατού, εξηκολούθησε καθ’ όλην την νύκτα της 25ης προς την 26ην. Εις την σιγήν της νυκτός, έφθανε στριγγόν το τρίξιμον των τροχών των βωιδαμαξών, που εχρησιμοποιούσαν τα συντεταγμένα τμήματα, μεταξύ των άλλων μεταγωγικών. Ιδιαιτέρως τα τμήματα που επερνούσαν από τους υπεράνω των τουρκικών συνοικιών δρόμους, εχρησιμοποίουν περισσότερα μεταγωγικά του είδους τούτου και ο εφιαλτικός ήχος επλημμύριζε την ατμόσφαιραν και εισέδυεν εις τα σπίτια των ελληνικών προαστίων, τα οποία ηπλώνοντο ολόγυρα εις την Σμύρνην. Μάτι δεν έκλεινε κανείς κατά τας ώρας αυτάς της συμφοράς. Εις την Σμύρνην, οι μόνοι οι οποίοι εκυκλοφόρουν εις τους δρόμους, ήσαν οι χωροφύλακες και οι άνδρες της πολιτοφυλακής, έλληνες και αρμένιοι, την οποίαν είχαν συστήσει οι ηγέται της ελληνικής και της αρμενικής κοινότητος δια την τήρησιν της τάξεως. Ως προς τα αγήματα των ξένων πολεμικών (δυνάμεων), περιωρίζοντο να φρουρούν τα ιδρύματα της χώρας των. οι λεβαντίνοι, τέλος, είχαν εφοδιασθή με περιβραχιόνια από τα προξενεία των, δια να διακρίνωνται από τους έλληνας.
Πυροβολισμοί σποραδικοί ηκούοντο πάντοτε, αλλά ερρίπτοντο εις τας τουρκικάς συνοικίας, με την πρόθεσιν προφανώς να παρεμβάλουν προσκόμματα εις τον διαρρέοντα προς την Ερυθραίαν ελληνικόν στρατόν.
Με την αυγήν, όλοι ευρέθησαν εις τους δρόμους. Σιωπηλοί κατηυθύνοντο προς την προκυμαίαν, αν και ήξευραν πλέον ότι δεν θα ημπορέσουν να εξασφαλίσουν θέσιν εις πλοίον. Αλλά την ελπίδα δεν την αποβάλλει κανείς από την ψυχήν.
Η προκυμαία, από βαθείας πρωίας, εμαύριζεν από αναρίθμητους μυριάδας. Όλοι εκάρφωναν τα μάτια προς το πέλαγος, από το οποίον ήλπιζαν να φθάσουν τα πλοία της σωτηρίας. Τα εκάρφωναν και προς ένα κτίριον εις το οποίον έμενεν ένας άνθρωπος που εβαρύνετο όσον ολίγοι με την συμφοράν που εξέσπασεν εις την ελληνικήν Μικρασίαν. Ήτο κατάκλειστον και τα παράθυρα ερμητικώς και αυτά κλειστά. Ένας λύκος εις το άντρον του, ο Αριστείδης Στεργιάδης.
Να είχεν άραγε συνείδησιν του ολέθρου που επροκάλεσε, ή να ηυχαριστείτο που τον επροκάλεσε; Ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, κυβερνητικός εκπρόσωπος εις την Προύσαν και κατόπιν πολιτικός, έλεγε τούτο το καταπληκτικόν :
« Εις τας 15 Αυγούστου που είχε διαφανή πλέον ότι τα πάντα εκινδύνευαν και αι ειδήσεις απελπιστικαί έφθαναν η μία μετά την άλλην, ήμουν εις ένα κουρείον και εξυριζόμην, όταν είδα να σταματά προ του απέναντι ανθοπωλείου το αυτοκίνητο του Στεργιάδη και τον ίδιον να κατεβαίνη και να εισέρχεται εις το ανθοπωλείο. Έμεινεν εκεί επ’ ολίγον και κατόπιν έφυγε. Μετά το ξύρισμά μου επήγα εις το ανθοπωλείον δια να μάθω τι ήθελε εκεί ο ύπατος αρμοστής, και επληροφορήθην ότι παρήγγειλεν ανθοδέσμην δια μίαν κυρίαν. Αυτός ο απλησίαστος, ο ακοινώνητος, ο ασυγκίνητος δι’ όλα, είχε την ψυχραιμίαν και την ευγένειαν, να παραγγέλλη αυτοπροσώπως λουλούδια για την άγνωστον αυτήν κυρίαν ».
Το πρωί λοιπόν αυτό της 26ης Αυγούστου έμεινεν εις την οικίαν του, δεχθείς μόνον 4-5 ανωτέρους υπαλλήλους της ιδιαιτέρας εκτιμήσεως του, προς τους οποίους μαζί με μερικούς ενθαρρυντικούς λόγους, προσέφερε και διάφορα χρηματικά ποσά προς αυτούς και ολίγους ακόμη που εδέχθη κατόπιν, το μόνον το οποίον εύρε να είπη δια την επερχομένην καταστροφήν και εις τόνον καταπληκτικώς ψύχραιμον, ήτο τούτο :
—«Ας έλθη επί τέλους και αυτή η κατοχή των τούρκων, δια ν’ αντιληφθούν οι ευρωπαίοι την διαφοράν της διοικήσεώς μου».
Το παν συνετρίβετο ολόγυρα, ένας γηγενής ελληνικός πληθυσμός που έδωσε την πνοήν του και ανέδειξε τον ενδοξότερον ελληνικόν πολιτισμόν εις αυτήν την χώραν, εσφάζετο, εξηνδραποδίζετο και εξερριζώνετο, και αυτός; δια το μόνον που ενδιεφέρετο, ήτο να δώσουν εύσημον οι ευρωπαίοι εις την διοίκησίν του!
Ο στρατηγός Πολυμενάκος εν τω μεταξύ, τελευταίος αρχηγός της στρατιάς Μικρασίας, είχεν από της προηγουμένης εγκαταστήσει τον σταθμόν διοικήσεως εις ένα των πολεμικών σκαφών, αποχωρήσας με το επιτελείον του από τους στρατώνας, όπου ήτο η έδρα της στρατιάς.
Το τελευταίον επίτακτον σκάφος, όπως ελέχθη ήτο η «Νάξος», το οποίον εκρατήθη δια να επιβιβασθούν εις αυτό οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, προφανώς δε και ο ίδιος ο Στεργιάδης. η «Νάξος» είλκυε τα βλέμματα και πολλών άλλων, των οποίων η πατριωτική δράσις ήτο το χειρότερον συστατικόν δια τους τούρκους. ο Στεργιάδης, όμως, είχε δώσει ρητήν εντολήν :
«Κανείς δεν θα επιβιβασθή αν δεν έχη πλήρη τα έγγραφα της ταυτότητός του και εάν δεν φέρη ιδιόχειρον σημείωμα μου».
Και όταν το απόγευμα, ολίγον προ του απόπλου της «Νάξου» έφθασεν εις το πλοίον μία λέμβος με μερικούς ασθενείς και τραυματίας στρατιώτας και μερικούς πολίτας, οι σκοποί ναύται ημπόδισαν την άνοδόν των εις το πλοίον, σύμφωνα με την διαταγήν του Στεργιάδου. Διαμαρτυρίαι, φωναί αγανακτήσεως και εκλιπαρήσεως δεν ήρκουν να παραβιάσουν την διαταγήν του αρμοστού, ο οποίος εξηκολούθει μέχρι τελευταίας στιγμής να είναι το φόβητρον όλων. Τέλος επενέβη ο ύπαρχος του σκάφους, έφεδρος υποπλοίαρχος Ζήσιμος :
—Εγώ, είπε, αναλαμβάνω την ευθύνην, και διέταξε τους ναύτας ν’ αποσυρθούν.
Έτσι, διεσώθησαν μερικοί έλληνες.
Περί την ενδεκάτην της 26ης αυτής Αυγούστου, η προκυμαία της Σμύρνης από του Τελωνείου μέχρι της ακραίας συνοικίας της Πούντας, παρουσίαζε θέαμα ασύλληπτον. Ήτο τόσον πυκνόν το πλήθος, ώστε να είναι αδύνατος η κίνησις. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά επερίμεναν. Επερίμεναν τα πλοία, που δεν ήρχοντο, την σωτηρίαν. Και έξαφνα, άδηλον πως, εξέσπασεν η φοβερά κραυγή της απογνώσεως :
— « Οι τούρκοι, οι τούρκοι! »
Ένστικτος κίνησις έφερεν όλον αυτόν τον πληθυσμόν προς την παράλληλον προς την προκυμαίαν οδόν. Αλλά τόσαι χιλιάδες ήτο αδύνατον να κινηθούν. και πολλοί τότε έπεσαν εις την θάλασσαν και αρκετοί, ιδίως παιδιά, επνίγησαν.
Όταν αποκατεστάθη η γαλήνη, επέπλεαν οι πνιγμένοι, γυναίκες και παιδιά ως επί το πολύ, ανάμεσα εις τα δέματα που είχαν μαζί τους, με την ελπίδα ότι θα κατώρθωναν να φύγουν. Εκεί θα επέπλεαν και την επομένην, μεταξύ ημιβυθισμένων λέμβων, όταν θα εισήρχοντο εις την Σμύρνην οι τσέται του Μπεχλιβάν.
Από κάθε δρόμον, από κάθε στενόν επρόβαλλαν στρατιώται, συντεταγμένοι και μη. Έφθαναν από το εσωτερικόν, σέρνοντες τα ματωμένα των πόδια εις το πλακόστρωτον, πολλοί ένοπλοι, άλλοι όχι. Έπαιρναν όλοι τον δρόμον της Ερυθραίας που απείχε δεκάδας χιλιομέτρων. και παρ’ όλην την συμφοράν των, οι σμυρναίοι τους καθίστων προσεκτικούς. «Σε τι έπταιαν τάχα οι στρατιώται;» εις τας ακραίας τουρκικάς συνοικίας, οι Τούρκοι ενήδρευαν και επετίθεντο κατά μεμονωμένων στρατιωτών. Πολλοί οπλίται ήσαν νηστικοί. οι σμυρναίοι τους εφωδίαζον με τρόφιμα και τους ηύχοντο «καλή πατρίδα». . . και έμεναν αυτοί εις την συμφοράν και το δέος.
Το πρωί της 26ης όλα τα στρατιωτικά καταστήματα, οι στρατώνες, τα νοσοκομεία, το φρουραρχείον, είχαν εκκενωθή. Εις τα περισσότερα, όπως εις το φρουραρχείον, είχε παραδοθή εις την φωτιάν ό,τι θα ήτο δυνατόν να χρησιμεύση εις τον εχθρόν. Είχε καταστραφή κάθε τι που δεν θα ήτο δυνατόν να μετακομισθή. Άλλωστε, δεν υπήρχαν πλέον μέσα μεταγωγικά. Είχαν επιταχθή ακόμη και ψωραλέα άλογα, κάρρα, τα πάντα, αλλά και μέχρι της τελευταίας στιγμής υπήρχαν τραυματίαι που έπρεπε να μεταφερθούν. Αι χιλιάδες των άλλων με τα ματωμένα πόδια και τας προχείρους επιδέσεις επροχωρούσαν εις τον δρόμον του Τσεσμέ, πεζή.
Τας πρώτας απογευματινάς ώρας δεν έμεναν άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι εις την Σμύρνην πλήν του αρμοστού. Οι πάντες είχαν εγκαταλείψει την μαρτυρικήν πόλιν. Απέπλευσε και η « Νάξος» με τους ανωτέρους υπαλλήλους. οι κατώτεροι είχαν φύγει την προηγουμένην με τον «Αδριατικόν» και τον «Ατρόμητον». Είχαν αποπλεύσει και τα πλοία των διαφόρων εταιριών. Περί την 4ην απογευματινήν, δεν απέμεναν άλλα πλοία εκτός των πολεμικών, ξένων και ελληνικών, των δύο φορτηγών της ολλανδικής εταιρίας και ενός μικρού ιταλικού φορτηγού, « Μέγκ » ονόματι, δια το οποίον αξίζει να γίνη και περαιτέρω λόγος.
Επρόκειτο την επομένην ή μεθεπομένην να καταπλεύση το υπό αμερικανικήν σημαίαν «Αμαζόνια » από την Αλεξάνδρειαν.
«Δια το πλοίον αυτό, γράφει ο Μιχαήλ Ροδάς, είχαν προμηθευθή εισιτήρια και μερικοί ανώτεροι δικαστικοί της αρμοστείας, οι οποίοι εφρόνουν ότι έχουν καιρόν ακόμη να φύγουν. Οι περί τον Στεργιάδην διέδιδον ότι ο τουρκικός στρατός θα εβράδυνε να εισέλθη εις την Σμύρνην, ο δε γενικός γραμματεύς της αρμοστείας μου είχε δηλώσει την πρωίαν της Παρασκευής 26ης (οι τούρκοι θα εισήρχοντο την επομένην), έξωθεν του ζαχαροπλαστείου «Αϊ Λαίφ», ότι προ της Τετάρτης, δηλαδή μετά πέντε ημέρας, την 31ην Αυγούστου δεν ήτο δυνατόν να εισέλθη ο τουρκικός στρατός εις την Σμύρνην. Συνεπεία των διαδόσεων αυτών, ο εφέτης Μοντούσης ανέμενε την επομένην την «Αμαζόνια» ν’ αναχωρήση όπως και αρκεταί οικογένειαι και αξιωματικοί της στρατιωτικής δικαιοσύνης ».
Εκινδύνευσε και ο οργανωτής του πανεπιστημίου της Σμύρνης, Καραθεοδωρής, να πέση εις τα χέρια των τούρκων. Έμεινεν ο λαμπρός αυτός έλλην μέχρι της τελευταίας στιγμής εις το πανεπιστήμιον, δια να σώση το εργαστηριακόν υλικόν το οποίον είχεν, ολίγον προ της καταστροφής, μεταφερθή από την Γερμανίαν, βέβαιος ότι ο Στεργιάδης, τον οποίον εθεωρούσε φίλον του και ο οποίος τον είχεν φέρει από την Γερμανίαν, θα του εξησφάλιζε μίαν θέσιν επί της «Νάξου». Αλλά ο Στεργιάδης δεν είχεν εγκαταλείψει εις το έλεος του Θεού αρκετούς δικαστικούς μόνον, αλλά και αυτόν και ίσως ο Καραθεοδωρής να μη διέφευγε την σύλληψιν, αν δεν τον συνήντα ένας σμυρναίος δημοσιογράφος, ο Θεοδόσιος Δανιηλίδης, ο οποίος τον μετέφερε με την βάρκαν που διέθετεν ο ίδιος, εις την «Νάξον».
Σχετικώς, προς τα πλοία που θα έπρεπε να παραλάβουν τους μικρασιατικούς πληθυσμούς εστάλη προς τον συγγραφέα η κατωτέρω επιστολή, αποκαλύπτουσα μίαν άγνωστον ιστορικήν πτυχήν :
«Με ιδιαιτέραν συγκίνησιν, διαβάζοντας το «Μικρόν Χρονικών μεγάλης τραγωδίας» επιθυμώ να προσθέσω μίαν άγνωστον λεπτομέρειαν, χρήσιμον ίσως δια τους Ιστορικούς του μέλλοντος.
«Υπηρετών τότε εις το υπουργείον Ναυτικών, ως υπασπιστής υπουργού, έλαβα διαταγήν να συνοδεύσω τον αείμνηστον Νικόλαον Στράτον εις το Ιστορικόν εκείνο ταξίδι του εις Σμύρνην. Ανέμενα διαταγάς εις το υπασπιστήριον της στρατιάς του αρχιστρατήγου κατά το πολύωρον εκείνο συμβούλιον. Και δεν είχον παρέλθει 15 λεπτά, ότε ο Νικόλαος Στράτος εξήλθε δι’ ολίγου κάτωχρος εκ σιγκινήσεως και μου υπηγόρευσε δύο τηλεγραφήματα, δια να τα μεταβιβάσω εις τας Αθήνας. Το εν, απευθυνόμενον προς τον Πρωθυπουργόν, τον επληροφόρει ότι η κατάστασις ήτο απελπιστική και συνεβούλευε ν’ αρχίση αμέσως η εκκένωσις. Το άλλο, ειδικού κωδικού με τον οποίον, κατά διαταγήν του, είχα εφοδιασθή, απηύθυνε προσωπικώς, προς τον υπουργό Ναυτικών, Ιωάννην Λεωνίδαν και τον διέτασσε να επιτάξη, επειγόντως, άπαντα τα εις ελληνικούς λιμένας ναυλοχούντα πλοία και να τ’ αποστείλη εις Σμύρνην, προς εκκένωσιν του πληθυσμού, καθιστών αυτόν υπεύθυνον δια την εκτέλεσιν, ακόμη και αν αι αποφάσεις της κυβερνήσεως ήσαν αντίθετοι.»
Την νύκτα της ιδίας ημέρας, επιστρέφοντες προς Πειραιάν, ελάβομεν την απάντησιν του πρωθυπουργού Γούναρη, διαφωνούντος με την έναρξιν εκκενώσεως, προς αποφυγήν πανικού, αφ’ ετέρου δε την απάντησιν του αειμνήστου Λεωνίδα, βεβαιούντος λήψιν και εκτέλεσιν των επιτάξεων, παρά την διαφωνίαν της κυβερνήσεως.
«Διερωτώμαι πόσας ψυχάς φεύ έσωσεν αυτή η προβλεπτικότης του αειμνήστου Νικολάου Στράτου, με την επαναστατικήν, ούτως ειπείν, ευέργειάν του, που επέτρεψε εις τα διάφορα πλοία να ευρεθούν, έστω και δύο εικοσιτετράωρα ενωρίτερα, τας τραγικάς εκείνας ημέρας εις τα παράλια της Μ. Ασίας»! Με εξαιρετικήν εκτίμησιν Τ. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ
Η φρικαλέα 6η απογευματινή
Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος έκαμε το τελευταίον του διάβημα προς τον αμερικανόν πρόξενον. Εζήτησε και πάλιν την προστασίαν του ποιμνίου του. Ματαία ελπίς! Τίποτε πλέον δεν ημπορούσε να σώση την ελληνικήν Σμύρνην. Περίλυπος μέχρι θανάτου, επέστρεψεν εις την μητρόπολιν, όπου τα φοβισμένα πλήθη εκάρφωναν επάνω του τα περιδεή βλέμματα των και επερίμεναν ν’ ακούσουν τον καλόν και ενθαρρυντικόν λόγον. Μόνον λέξεις εγκαρτερήσεως εξέφυγαν από τα χείλη του δι’ αυτάς τας χιλιάδας των απροστάτευτων ανθρώπων, που τους είχαν εγκαταλείψει οι πάντες. και ανάμεσα εις αυτούς, χιλιάδες παιδιά, χιλιάδες αδύναμα όντα.
— Μη φοβήσθε, τους έλεγε, εγώ θα είμαι κοντά σας. Δεν πρόκειται να σας εγκαταλείψω.
Η ώρα θα ήτο περίπου η έκτη απογευματινή. Χιλιάδες σμυρναίοι εξηκολούθουν να περιφέρωνται εις την προκυμαίαν και να καρφώνουν τα βλέμματα των εις την θάλασσαν, όπου ελικνίζοντο ακόμη τα ελληνικά πολεμικά. Εφ’ όσον έμεναν ακόμη εις τα νερά της Σμύρνης, κάποια ελπίς εθέρμαινε τα στήθη.
— Μένουν, έλεγαν πολλοί, δια να μην αφήσουν τους τούρκους να μπουν, ωσότου αποχωρήσουν οι χριστιανοί.
Και την ώραν που έλεγαν αυτά, έγινε κάτι, που όχι μόνον τους διέψευσεν, αλλά έβαλε την τελευταίαν σφραγίδα εις την τραγωδίαν: Όλα μαζί τα ελληνικά πολεμικά, με αναπεπταμένην την σημαίαν, εσήκωσαν την άγκυραν, έστρεψαν την πρώραν προς την έξοδον του κόλπου και άφησαν την Σμύρνην μέσα εις το απέραντον πένθος και σπαραγμόν. Βωβά τα στόματα, βουρκωμένα τα μάτια. και εις τα αυτιά έφθαναν την τραγικήν αυτήν στιγμήν από τα γαλλικά θωρηκτά «Ερνέστ Ρενάν» και «Βαλντέκ Ρουσοώ» οι ήχοι του ύμνου του Σολωμού: Σε γνωρίζω από την όψι, του σπαθιού την τρομερή.
Αυτό απήτουν οι διεθνείς κανονισμοί. Να χαιρετισθή η σημαία και ο αρχηγός του αποπλέοντος στόλου. Όμως, δεν ήσαν μόνον τα μάτια βουρκωμένα. Και τα πρόσωπα συνεσπώντο από λυγμούς, καθώς ηκούοντο οι ήχοι του ύμνου και τα βλέμματα παρηκολούθουν τους καπνούς που έσβηναν εις τον ορίζοντα προς την έξοδον του κόλπου. Ούτως, περί την 6ην απογευματινήν, απεχώρησεν η Ελλάς από την Σμύρνην. Δεν απέμενε παρά ο Στεργιάδης.
Τα πλήθη, συντετριμμένα, έμειναν εις την προκυμαίαν της Σμύρνης μέχρις ότου έσβησεν εις τον ορίζοντα και ο τελευταίος καπνός ελληνικού πολεμικού. Έπειτα, καθώς εβράδυαζεν, αμίλητοι πάντοτε οι καταδικασθέντες έλληνες έστρεψαν τα νώτα και ήρχισαν να κατευθύνονται προς το εσωτερικόν της πόλεως, όπου εβασίλευεν η ιδία απελπισία.
Ο ναύαρχος εν.α. υπηρετών επί πλοίου του στόλου το οποίον περιελαμβάνετο εις τα εν Σμύρνη πολεμικά, παρέσχε δι’ επιστολής του πληροφορίας δια τα σκάφη τα οποία απέπλευσαν εκ Σμύρνης το απόγευμα της 26ης Αυγούστου.
Το εύδρομον «Έλλη» γράφει, παρέμεινε τελευταίον, να προστατεύση τα υποχωρούντα τμήματα και προσθέτει:
«Το εύδρομον εκείνο υπό κυβερνήτην τον τότε πλοίαρχον κ. Π. Ιωαννίδην και ύπαρχον τον κ. Χρ. Κονυάλην, ενώ εξετέλει περιπολίας και νηοψίας εις τους κόλπους Ατταλείας και Αλεξανδρέττας, επέβαινε μάλιστα αυτού μεταξύ των δοκίμων και ο τότε δόκιμος σημαιοφόρος και νυν βασιλεύς Παύλος, διετάχθη περί τα μέσα Αυγούστου, να καταπλεύση αυθωρεί εις Σμύρνην, όπου και επρυμνοδέτησε παρά την προκυμαίαν, οι δε επιβαίνοντες αυτής παρέστησαν μάρτυρες της ατάκτου φυγής του στρατού μας. Στρατιώται, εγκαταλείψαντες τας μονάδας των, εισήρχοντο ατάκτως εις Σμύρνην και, μόλις έφθανον εις το ύψος της πρύμνης της «Έλλης», απέρριπτον τα όπλα των και έτρεχον πανικόβλητοι, χωρίς να καταδιώκωνται από κανένα. ο κυβερνήτης ηναγκάσθη ν’ αποστείλη εις την ξηράν αξιωματικόν μετά δυνάμεως ανδρών προς συλλογήν των όπλων. Συνελέγησαν πλέον των 2.000 τα οποία και εχρησιμοποιήθησαν, αργότερα, ότε κατεπλεύσαμεν εις Σάμον.»
Την 6ην απογευματινήν της 26ης Αυγούστου και ολίγον προ της υποστολής της σημαίας, η «Έλλη» εγκατέλειψε τελευταία την Σμύρνην, διαταχθείσα να περιπολή κατά μήκος της χερσονήσου της Ερυθραίας, με δύο αντιτορπιλλικά, ίνα καλύπτη την υποχώρησιν του στρατού μας, καθ’ όσον η οδός η άγουσα προς Τσεσμέ ήτο πολύ πλησίον της ακτής. Όταν η «Έλλη» διήρχετο προ των εν Σμύρνη ηγκυροβολημένων ξένων θωρηκτών, δια να εξέλθη του λιμένος, παρέταξε την φρουράν εις την πρώραν, ως είθισται, προς χαιρετισμόν των ναυαρχίδων των συμμάχων. Αι ξέναι ναυαρχίδες όμως, όχι μόνον δεν παρέταξαν φρουράν, αλλά και οι σκοποί της πρώρας έστρεψαν τα νώτα, επιδεικτικώς, προ της διερχομένης «Έλλης». Ήτο τούτο πρωτοφανές, όντως εις τα χρονικά του Ναυτικού !»
Εν συνεχεία καθ’ όλην την νύκτα της 27ης και 28ης Αυγούστου, τα στρατεύματα μας διήρχοντο πλησίον της ακτής κατευθυνόμενα εις Τσεσμέ και προστατευόμενα από την «Ελλην» και τα δύο αντιτορπιλλικά «Ασπίδα» (με κυβερνώντα ύπαρχον τον κ. Π. Πρωτοπαπάν) και «Νίκην» (με κυβερνήτην τον αείμνηστον Χατζίσκον, που έπεσε την 4ην Σεπτεμβρίου υπό τα Τουρκικά πυρά). την εσπέραν της 29ης, η «Έλλη» άνευ φώτων περιεπόλει εις απόστασιν ημίσεος μιλίου από της ακτής, ότε περί το μεσονύκτιον παρετηρήθησαν μικρά φώτα κινούμενα. ο κυβερνήτης, δια να εξακριβώση εάν τα κινούμενα στρατεύματα ήσαν ελληνικά ή τουρκικά, διέταξεν την «Νίκη» να πλησιάση εις την ακτήν, να ρίψη τον προβολέα και εάν ανακαλύψη ότι ήσαν τούρκοι, να ρίψη μίαν βολήν. Πράγματι ήσαν τούρκοι και, αμέσως, η «Έλλη» και η «Νίκη» ήνοιξαν πυρά κατ’ αυτών, ενώ και τα δύο πλοία έπλεον αργά πλησίον και παραλλήλως της ακτής. Μετά ημίσειαν ώραν, ο εχθρός είχεν αποδεκατισθή και διαλυθή τελείως.»
Ενωρίς την επομένην, νέα προσπάθεια τουρκικού ιππικού να διέλθη δια της αυτής οδού απέτυχεν με ολίγας βολάς της «Έλλης», η οποία, δια να ενθαρρύνη τους εις την παραλίαν ευρισκομένους έλληνας, εισήλθεν εις τον λιμένα της Κρήνης, με την ελληνικήν σημαίαν πρώτου μεγέθους αναπεπταμένην επί της κεραίας, και διήλθεν επιδεικτικώς, κινουμένη βραδύτατα την παραλίαν, επεβιβάσθησαν δε επί της «Έλλης» οι καταφυγόντες εις την παραλίαν πρόσφυγες, οίτινες και μετεφέρθησαν εις την Σάμον».
Ο αυτόπτης του απόπλου Ιωάννης Δ. Πάσσος, γράφει : «Όπισθεν του γαλλικού θωρηκτού «Ερνέστ Ρενάν» είχεν εμφανισθή αποπλέον ήρεμα το καταδρομικόν μας «Έλλη». Ήτο το τελευταίον ελληνικόν πολεμικόν που εγκατέλειπε τον κόλπον της Σμύρνης. Επί του καταστρώματος του «Ερνέστ Ρενάν» η γαλλική μπάντα εχαιρέτιζε την ελληνικήν σημαίαν… Την ώραν που απεβιβαζόμεθα από το βαποράκι του κόλπου στην προκυμαία της Σμύρνης, μόνον θλιβερές κραυγές εξέσχισαν την ακοή μας και μόνον πρόσωπα παραλλαγμένα από τον τρόμο και από την απελπισία αντίκρυσαν τα μάτια μας. η προκυμαία είχεν μεταβληθή από χώρον εις τον οποίον άλλοτε επεκράτει αγαλλίασις ψυχών, εις μίαν απέραντον και απερίγραπτον κόλασιν…». (Ιωάννου Δ. Πασσά: «Η αγωνία ενός Έθνους» σελ. 284).
Ο επικατάρατος
Τα καταστήματα δεν είχαν ανοίξει σχεδόν το απόγευμα. Πυκναί ομάδες προσφύγων συνέρρεαν πάντοτε από το εσωτερικόν. Αραιότερα τώρα και μεμονωμένοι έφθαναν συνεχώς στρατιώται και πάντοτε εξηντλημένοι από τας μακράς πορείας. Από μακρυά υψώνετο ο αδιάκοπος βαρύς ήχος των βωιδαμαξών που μετέφεραν υλικόν στρατού και στρατιώτας από τας ακραίας συνοικίας και μέσω των τουρκομαχαλάδων κατηυθύνοντο προς τον Τσεσμέν της Ερυθραίας. εις την προκυμαίαν, εμπρός εις το σπίτι του Στεργιάδη, είχαν απομείνει μεριΚαι ομάδες λαού, αι οποίαι σιγά-σιγά διέρρεαν και αυταί. Οι περισσότεροι, εις το πένθος των, είχαν λησμονήσει τον Στεργιάδην. Αυτός, όμως, δεν ελησμόνησεν ότι όλος ο λαός εμαίνετο εναντίον του, ότι αι πράξεις του είχαν καταστήσει άσβεστον το μίσος. Δι’ αυτό, όπως λέγει εις προσφάτως δημοσιευθείσαν άγνωστον επιστολήν του, εσκέφθη να αυτοκτονήση. Ίσως εκείνας τας φοβεράς στιγμάς της Σμύρνης να ανεμέτρησε τι έκαμε και ετρόμαξεν. Αντί, όμως, ν’ αυτοκτονήση, εύρε τρόπον να ειδοποιήση τον άγγλον ναύαρχον ότι κινδυνεύει. ΄Ητο ο τελευταίος που έμενε ελλην δημόσιος υπάλληλος. Δεν ετόλμησε να διαπεραιωθή επί της «Νάξου»• δεν ετόλμησε να διαπεραιωθή επί ελληνικού πολεμικού. Είναι προφανές, ότι εφοβείτο και την σκιάν του ακόμη. Δι’ αυτό έμεινε τελευταίος, και όχι δια να εφαρμόση τας περί ευτάκτου αποχωρήσεως αντιλήψεις του. Αν οι τούρκοι ήσαν τολμηρότεροι, θα κατώρθωναν ίσως να τον αιχμαλωτίσουν. Αλλά αι τουρκικαί οργανώσεις δεν ετόλμησαν να κινηθούν.
Λέγεται ότι κατά την διάρκειαν της ημέρας είχε δοκιμάσει να εξέλθη από το σπίτι του δια να επιβιβασθή, τα πλήθη όμως που τον αντελήφθησαν εκινήθησαν εναντίον του απειλητικώς και αν δεν ήτο ο διευθυντής της αστυνομίας με μερικούς χωροφύλακας να τον προστατεύσουν, θα είχε λυντσαρισθή.
Περιδεής ενεκλείσθη εις το σπίτι και έμενε μόνος εις αυτό με την κατάραν του πλήθους και την τύψιν της συνειδήσεως του. Όταν όμως επέρασαν αι ώραι και ήλθε το βραδυνόν λυκόφως και είδεν ότι δεν του έμεναν πλέον ώραι, ότι δεν του έμεναν πλέον μέσα να φύγη, ειδοποίησε τους άγγλους. τους ειδοποίησεν όμως, η ήτο προκαταβολικώς συνεννοημένος μαζί των; Κανείς δεν το ξεύρει. το γεγονός είναι ότι, μέσα εις το απέραντα μελαγχολικόν δειλινόν, κάτω από ένα μουντόν ουρανόν, ένα περίεργον δια μήνα Αύγουστον καιρόν, περί ώραν 7ην της 26ης Αυγούστου, ημέραν Παρασκευήν, αιφνιδίως μία αγγλική πολεμική ατμάκατος, από το βρεταννικόν δρέδνωτ «Αΐρον Ντιούκ» («Σιδηρούς δούξ»), με όλην την ταχύτητά της, επλεύρισεν εις την προκυμαίαν της Σμύρνης. και την ιδίαν στιγμήν, προτού οι τέσσαρες πέντε και μόνοι θεαταί της σκηνής λάβουν συνείδησιν των συμβαινόντων, ήνοιξεν η πόρτα του κατάκλειστου σπιτιού του αρμοστού.
Και αυτός ο ωμός σατράπης, ο κατεξευτελίσας σεβαστούς ιεράρχας, ο προ ουδεμίας ασεβείας και βιαιοπραγίας ορρωδήσας, ο βαρυνόμενος με την κατάραν εκατομμυρίων ανθρώπων, αυτός ο επιβαλών την δουλείαν του εις ανθρώπους που, καίτοι δούλοι, είχαν ελευθέραν την ψυχήν, αυτός, τέλος, ένας από τους κυριωτέρους ενόχους της καταστροφής, ντυμένος πάντοτε με σκούρο κοστούμι, με τα χρυσά ματογυάλια και κρατών το μπαστούνι του, κατηυθύνθη προς την αγγλικήν ατμάκατον με γοργόν βήμα. Δεν εκρατούσε τίποτε άλλο εις το χέρι η ένα μικρό βαλιτζάκι. Δεν είχεν αποσκευάς, πράγμα που σημαίνει ότι αι αποσκευαί του είχαν προαποσταλή εις το αγγλικόν πολεμικόν, ότι είχε γίνει προσυνεννόησις.
Τον ηκολούθει εις απόστασιν μέτρων ένας χωροφύλαξ. Ένας συμπαθητικός κρητικός, που τον συνώδευε παντού. Την ώραν όμως αυτήν τον συνώδευσε μόνον μέχρι της άκρας της προκυμαίας, μέχρι της ατμακάτου, διότι εκεί τον εγκατέλειψεν ο Στεργιάδης, χωρίς καν να γυρίση να τον κοιτάξη. τον εγκατέλειψε, όπως και τον πληθυσμόν της Μικρασίας, δια να πέση εις τα χέρια του εχθρού και να μη επιστρέψη ποτέ εις το γελαστό του νησί.
Με τόσην ταχύτητα εξετυλίχθησαν όλα αυτά, ώστε οι τέσσαρες πέντε θεαταί να μην αντιληφθούν τα συμβαίνοντα παρά τότε μόνον, όταν ο Στεργιάδης είχεν επιβιβασθή της ατμακάτου, η οποία έμενεν ύπ’ ατμόν. Τότε και μόνον από το στόμα ενός θεατού της σκηνής, μέσα εις το σούρουπο και την απέραντον σκοτίαν της απελπισίας και της αγανακτήσεως της ματωμένης καρδιάς του, ηκούσθη κάποιος ν’ αναφωνή.
— Σκοτώστε τον!
Ενστικτωδώς, οι ολίγοι θεαταί έφεραν το χέρι εις την τσέπην, αλλά κανείς δεν είχεν όπλον. και με το κεφάλι σκυμμένον εκάθησεν ο Στεργιάδης εις ένα πάγκον και η ατμάκατος εξεκίνησεν.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον, έφυγεν ο Στεργιάδης, συνοδευόμενος από τας αράς τεσσάρων πέντε ανθρώπων, που αντεπροσώπευαν όμως την κατάραν ενός ολοκλήρου έθνους. Ούτως, έφυγεν ένας μαύρος άνθρωπος, ενα από τα κακοποιά πνεύματα της ελληνικής ιστορίας, αφήνων οπίσω του τον όλεθρον και την ερήμωσιν.
Και αυτή είναι η μόνη αυθεντική εξιστόρησις από ένα των 4-5 αυτοπτών της φυγής του Στεργιάδου, εις τον οποίον «έγραψεν η μοίρα» να γίνη μάρτυς του ιδίου του του έργου. Διότι ήτο ακόμη επί του «Αίρον Ντιονκ» την επομένην που θα εισήρχοντο οι τούρκοι εις την πόλιν και ίσως μέσα εις την νύκτα να ήκουσε τας οιμωγάς των πρώτων σφαγέντων ελλήνων. Έμεινεν επί του «Αίρον Ντιούκ» μέχρι της επομένης που θα κατέπλεε το ρουμανικόν πλοίον της γραμμής, επί του οποίου θα τον επεβίβαζαν οι άγγλοι, δια να φύγη επικατάρατος εσαεί, μέσω Κωνσταντινουπόλεως, εις την Ρουμανίαν και από εκεί εις την Γαλλίαν.
Τι έγινεν εις την Κωνσταντινούπολιν, όταν εγνώσθη εκεί η παρουσία του, το αποκαλύπτει δι’ επιστολής προς τον συγγραφέα ο τότε εκεί λιμενάρχης Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν βουλευτής κ. Δ. Γ. Παπαμιχαλόπουλος.
«Υπηρετών, από του Φεβρουαρίου 1921, εν Κωνσταντινουπόλει, ως έλλην λιμενάρχης, έτι δε και ως αντιπρόσωπος της Ελλάδος εις το λειτουργούν εκεί Διασυμμαχικόν Λιμεναρχείον, ειδοποιήθην την πρωίαν μιας των τελευταίων ημερών του Αυγούστου 1922, δι’ ειδικού αγγελιαφόρου του ρουμανικού Λιμεναρχείου, ότι του καταπλεύσαντος, προ ολίγου, εις τον λιμένα ρουμανικού ατμοπλοίου, προερχομένου εκ Σμύρνης και μεταφέροντος εκείθεν πρόσφυγας ρουμανικής υπηκοότητος, επέβαινε και ο τέως εν Σμύρνη αρμοστής Στεργιάδης, αλλά ότι την παρουσίαν του εν τω πλοίω επληροφορήθησαν, παρ’ αποβιβασθέντων επιβατών, πρόσφυγες της περιοχής Προύσης και Μουδανιών, κατευθυνόμενοι μέσω Κωνσταντινουπόλεως εις την Θράκην, οι οποίοι και επέβησαν λέμβων και περιεκύκλωσαν το ρουμανικόν ατμόπλοιον, με διαθέσεις ν’ ανέλθουν επ’ αυτού και κακοποιήσουν τον Στεργιάδην.
» Μη δυνάμενος, λόγω των τότε περιστάσεων, να ενεργήσω άλλως, έσπευσα να ενημερώσω, επί των ανωτέρω, τον πρόεδρον του Διασυμμαχικού Λιμεναρχείου, βρετανόν πλοίαρχον του Β.Ν., όστις διέταξε την άμεσον αποστολήν δύο αγγλικών ατμακάτων και αγήματος, όπερ, εφ’ ου απεμάκρυνε τας πλήρεις εξωργισμένων ελλήνων προσφύγων λέμβους, επέβη του ρουμανικού πλοίου και ο διοικητής του αγήματος βρετανός αξιωματικός, διέταξε τον πλοίαρχον να μεθορμίση το σκάφος βορειότερον, εντός του Βοσπόρου, εν αναμονή διεκπεραιώσεως των ναυτιλιακών του εγγράφων. Μετά μίαν ώραν απέπλευσε, πράγματι, το ρουμανικόν ατμόπλοιον, συναποφέρον και τον Στεργιάδην, ον απεβίβασεν εις τον λιμένα της Κωνστάντζης, δια να κατευθυνθή εκείθεν εις την Ν. Γαλλίαν όπου και εγκατεστάθη μέχρι του θανάτου του».
Υπάρχει η πληροφορία, ότι οι ναύαρχοι, ολίγας ημέρας προ της εισόδου των τούρκων, είχαν ζητήσει από τον Στεργιάδην να φρουρήσουν την πόλιν δια των αγημάτων, άλλ’ ο Στεργιάδης ηρνήθη. Να είναι και τούτο αληθές; Άδηλον. Αλλά από τον άνθρωπον αυτόν και τι δεν ημπορούσε κανείς να περιμένη! Γεγονός πάντως είναι, ότι δύο ημέρας προ της εγκαταλείψεως της Σμύρνης, ο Στεργιάδης μόνος του εζήτησεν από τους ναυάρχους ν’αναλάβουν την φρούρησιν της πόλεως, αλλά οι ναύαρχοι απήντησαν :
—Είναι πλέον πολύ αργά…
Ο Σπυρ. Λοβέρδος σημειώνει εις το περί Χρυσοστόμου βιβλίον του:
« 26 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ο ύπατος αρμοστής επιχειρών να αναχωρήση αναχαιτίζεται υπό του εξηγριωμένου πλήθους. Αγγλικόν άγημα εξασφαλίζει την επιβίβασίν του επί του «Αϊρον Ντιούκ». Τελευταίοι δημόσιοι λειτουργοί αναχωρούν ο πρύτανις, κ. Καραθεοδωρής και ο ταμίας, κ. Ρεβελής, συναποκομίζοντες όλα τα περιουσιακά στοιχεία της υπηρεσίας των. Αποπλέουν τα τελευταία πλοία, κατάφορτα προσφύγων. Χιλιάδες χριστιανών παραμείν αυτών ελλείψει μεταγωγικών μέσων ευρίσκουν καταφύγιον εις οικίας Ευρωπαίων και εις το προαύλιον του ναού της Αγίας Φωτεινής. Ο μητροπολίτης επιστρέφει εις την μητρόπολιν, εξασφαλίσας ολίγα τρόφιμα δια τους κατακλύζοντας τα γραφεία, τον ναόν και το προαύλιον πρόσφυγας του εσωτερικού… ο αδελφός του Ευγένιος τον βοηθεί εις το φιλάνθρωπον έργον του. Ούτος, αρνηθείς να τον αποχωρισθή, φυλακίζεται ολίγας ημέρας βραδύτερον και μετά εξ μήνας βραδύτερον απαγχονίζεται δι’ αποφάσεως τουρκικού δικαστηρίου». . . .
Από το βιβλίον του Χ. P. ΕΜ. Αγγελομάτη: «ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ», (ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ). ΒΡΑΒΕΙΟΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ-ΟΓΔΟΗ ΕΚΔΟΣΗ- ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ», ΙΩΑΝΝΟΥ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & Σιας Α. Ε. Η 26η Αυγούστου 1922 εις την Σμύρνην – Χρήστου Αγγελομάτη. | ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ – orp.gr