Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ.
ΘΕΟΣΟΦΙΑ
Ιστορία, ερμηνεία και αναίρεση
των θεοσοφικών θρησκευτικών αντιλήψεων
εξ επόψεως Ορθοδόξου Θεολογίας
Όταν το 1875, η Έλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ (Helena Petrowna Blavatsky) η οποία ασχολούνταν με τον αποκρυφισμό και τον πνευματισμό ως πνευματιστική διάμεσος δηλαδή μέντιουμ, ίδρυε την θεοσοφική εταιρεία είναι βέβαιο ότι δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι οι θρησκευτικές δοξασίες τόσο της ιδίας όσο και των διαδόχων της, Άννυ Μπεζάντ (Annie Besant) και Άλις Μπέϊλυ (Alice Bailey) θα επηρέαζαν την πλειονότητα σχεδόν των σύγχρονων αποκρυφιστικών-πνευματιστκών οργανώσεων. Γι’ αυτό άλλωστε και ο αείμνηστος π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος αναφέρει ότι οι ιδέες του πνευματισμού εξαπλώθηκαν στη Δύση με τη θεοσοφία της Μπλαβάτσκυ και ο π. Κυριακός Τσουρός επισημαίνει ότι η “Νέα εποχή του Υδροχόου”, όρο που εισήγαγε η θεοσοφίστρια Άλις Μπέϊλυ, είναι γέννημα και θρέμμα της θεοσοφικής σχολής της Μπλαβάτσκυ.
Άλλωστε, λίγα έτη μετά, το 1884, ένας γνώριμος αιρετικός, ο Κάρολος Ρώσσελ ίδρυε τη δική του θρησκευτική εταιρεία, τη «Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρεία Σκοπιά», η οποία έχει και αυτή αποκρυφιστικά σύμβολα όπως την πυραμίδα της Γκίζας και την πεποίθηση ότι έχει χτιστεί με θεϊκή καθοδήγηση και αποτελεί μάρτυρα προφητείας. Ακόμη και η ονομασία «Ιεχωβάς» που χρησιμοποιεί για το Θεό, υπάρχει επίσης μέσα στα αποκρυφιστικά συγγράμματα της Μπλαβάτσκυ. Γι’ αυτό το λόγο η μελέτη του θρησκευτικού συστήματος της Μπλαβάτσκυ καθίσταται αναγκαία για την κατανόηση και την αντιμετώπιση των σύγχρονων αιρέσεων.
Η ιδρύτρια της θεοσοφικής εταιρείας χρησιμοποίησε τον όρο «Θεοσοφία» για να ονομάσει το θρησκευτικό της σύστημα. Πρέπει να επισημάνουμε όμως ότι τριάντα περίπου χρόνια πριν την Μπλαβάτσκυ, ένας αρχαιολάτρης έλληνας κληρικός, ο Θεόφιλος Καΐρης, κήρυττε θρησκευτικές δοξασίες αντίθετες με αυτές της Ορθόδοξης Θεολογίας καθώς αρνούνταν τη θεότητα του Ιησού, την Αγία Τριάδα, τα μυστήρια της Εκκλησίας και γι’ αυτό καθαιρέθηκε τo 1839. Θέλοντας να προωθήσει τις φιλοσοφικές του ιδέες ίδρυσε στο Λονδίνο, όπου μετέβη το 1842, τον «Ελληνικόν Σύλλογον της Θεοσοφίας». Είναι πιθανόν λοιπόν η Μπλαβάτσκυ να μην διεκδικεί την πρωτοτυπία αλλά να αντέγραψε τον όρο και ορισμένες ιδέες του Καΐρη. Βέβαια ο όρος Θεοσοφία δεν είναι δημιούργημα ούτε του Καΐρη ούτε της Μπλαβάτσκυ αλλά είναι αρχαιότατος και χρησιμοποιήθηκε από τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Αμμώνιο Σακκά αλλά και από χριστιανούς συγγραφείς, όπως τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, με διαφορετική βέβαια έννοια. Επιλέγοντας αυτόν τον όρο η Μπλαβάτσκυ ήθελε προφανώς να πείσει τους ακροατές της ότι το θρησκευτικό της σύστημα δεν είναι νεωτεριστική επινόηση αλλά διεκδικεί την αυθεντία αρχαίων σοφών ανδρών.
Ο όρος «Θεοσοφία» ερμηνεύεται από την Μπλαβάτσκυ και τους θιασώτες των θεωριών της ως η «Σοφία των Θείων Όντων», ως «Θεία Γνώση» ή «Θεία Επιστήµη» που δεν έχει αντικείμενο μόνο τη θρησκεία και το Θεό αλλά και κάθε εκδήλωση του ανθρωπίνου πνεύματος. Αυτή η γνώση και η σοφία είναι εσωτερική, δηλαδή ισχυρίζονται ότι δεν είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας αλλά προήλθε μέσα από θεϊκές αποκαλύψεις στους αρχαίους μύστες. Υποστηρίζουν ότι αποτελεί το υπόβαθρο όλων των παγκόσμιων θρησκειών και ότι δόθηκε γραπτώς από την Μπλαβάτσκυ στην ανθρωπότητα ως αντιπρόσωπος τής υπέρ τα Ιμαλάϊα Αδελφότητας των Μυστών! Αυτή η δήθεν θεϊκή γνώση θεωρείται απόκρυφη, δηλαδή δεν μπορεί να κατανοηθεί από την μάζα των ανθρώπων αλλά μόνο από τους μυημένους και μεταδίδεται μέσω τελετουργιών, μυήσεων και ερμηνεία συμβολισμών.
Για την Μπλαβάτσκυ και τους οπαδούς της ενώ η θεοσοφική εταιρεία κατέχει το σύνολο της αλήθειας οι επιμέρους θρησκείες κατέχουν μόνο ψήγματα αυτής της αλήθειας. Σύνθημα της θεοσοφικής εταιρίας είναι ότι ουδεμία θρησκεία είναι υπερτέρα της αλήθειας το οποίο σημαίνει ότι καμία θρησκεία δεν είναι ανώτερη της θεοσοφικής εταιρείας διότι οι θρησκείες κατέχουν κομμάτια της αλήθειας ενώ η θεοσοφική εταιρεία διεκδικεί την αποκλειστική κατοχή της αλήθειας! Μάταια υποστήριζε η Μπλαβάτσκυ ότι τα μέλη της θεοσοφικής εταιρείας μπορούν ταυτόχρονα να είναι πιστά μέλη της θρησκείας τους διότι η θεοσοφική εταιρεία είναι δήθεν απελευθερωμένη από θρησκευτικές προκαταλήψεις. Η ανήλεη κριτική που ασκεί εναντίον του Χριστιανισμού συνηγορεί περί του αντιθέτου.
Αυτό όμως που οι οπαδοί της θεοσοφικής εταιρείας θεωρούν ως αιώνια αλήθεια και αρχαία σοφία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια επιλεκτική συλλογή και αυθαίρετος συγκερασμός θρησκευτικών δοξασιών και αντιλήψεων από θρησκείες και θρησκευτικοφιλοσοφικά συστήματα όπως ο Ερμητισμός, οι αρχαίες μυστηριακές θρησκείες, ο Ιουδαϊκός μυστικισμός (Καμπαλά), ο Γνωστικισμός, ο Νεοπλατωνισμός και ο Χριστιανισμός έτσι όπως ερμηνεύτηκε από τους Γνωστικούς. Η θρησκεία η οποία επηρέασε τη θεοσοφική εταιρεία σε μέγιστο βαθμό, όπως τονίζει ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας, είναι ο Ινδουισμός και το πνευματικό του τέκνο ο Βουδισμός. Και σε όλα τα παραπάνω προστέθηκε ένα συνονθύλευμα μυθολογικών στοιχείων και θρησκευτικών πρακτικών όπως η Μαγεία, όπως επισημαίνει ο μακαριστός π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, διότι για την Μπλαβάτσκυ η Μαγεία είναι πνευματική σοφία όταν χρησιμοποιείται για αγαθούς σκοπούς. Οι ιδρυτές λοιπόν της θεοσοφικής εταιρείας συγκέρασαν ένα σύνολο ετερόκλητων θρησκευτικών δοξασιών, και αυτές τις ονόμασαν «αρχαία σοφία» ή «σοφία των θείων όντων» ή «αιώνια αλήθεια» η οποία δήθεν είναι η βάση όλων των θρησκειών.
Εκ διαμέτρου αντίθετες με την Ορθόδοξη Θεολογία είναι οι θεοσοφικές δοξασίες περί Θεού. Σε ερώτηση ενός οπαδού της Μπλαβάτσκυ εάν αποδέχεται τον Δημιουργό Θεό της Βίβλου ο οποίος αποκαλύπτεται στην Ιστορία, η απάντησή της είναι αρνητική: «στο Θεό των χριστιανών, τον Πατέρα του Ιησού, τον Δημιουργό δεν πιστεύουμε. Απορρίπτουμε την ιδέα Θεού προσωπικού». Για την Μπλαβάτσκυ αυτό το οποίο ονομάζουμε Θεότητα είναι μια απρόσωπη θεϊκή δύναμη η οποία ονομάζεται άγνωστη Θεία Ουσία, μοναδική και απόλυτη και παγκόσμια Θεία Αρχή, ανώτερη και απρόσωπη δύναμη, άπειρη Μονάδα, και ως τέτοια είναι πανταχού παρούσα και παντοδύναμη.
Είναι βέβαιο ότι η Μπλαβάτσκυ αντιγράφει στο σημείο αυτό τη θεώρηση περί Θεού του ινδουιστικού θρησκευτικού ρεύματος που ονομάζεται Βεντάτα και σύμφωνα με το οποίο ο Θεός δεν είναι πρόσωπο αλλά απρόσωπη θεϊκή δύναμη. Ταυτόχρονα υιοθετεί την καμπαλιστική αντίληψη που ταυτίζει το Θεό με μια υπέρτατη απρόσωπη δύναμη που ονομάζεται «Έιν-Σόφ».
Σύμφωνα με την Μπλαβάτσκυ η αποδοχή ενός προσωπικού Θεού θα σήμαινε πτώση σε μια σειρά λογικών αντιφάσεων. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εμείς λέμε – και το αποδεικνύουμε – ότι ο Θεός της Θεολογίας είναι ένα σύνολο αντιφάσεων, κάτι που δεν αντέχει στη λογική. Γι’ αυτό και δεν ασχολούμαστε με αυτόν». Η λογική αντίφαση στην οποία αναφέρεται είναι ότι εφόσον ο Θεός «είναι άπειρος – δηλαδή, δεν έχει όρια – και μάλιστα, εάν είναι απόλυτος, πώς είναι δυνατόν να έχει μορφή; Η έννοια της μορφής προϋποθέτει την ύπαρξη ορίων, μια αρχή και ένα τέλος». Η Μπλαβάτσκυ θεωρεί ότι δεν μπορεί ο Θεός να είναι άπειρος και απόλυτος και ταυτόχρονα να είναι πρόσωπο. Αυτό το θεωρεί λογική αντίφαση που δεν αντέχει στη βάσανο της κοινής λογικής.
Απέναντι σε όλα αυτά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Θεός είναι μεν άπειρος, δεν έχει όρια, αλλά όταν λέμε ότι ο Θεός είναι πρόσωπο δεν αναιρούμε την απειρία Του και την υπερβατικότητά Του διότι δεν αναφερόμαστε στην απρόσιτη και άγνωστη Ουσία Του αλλά αναφερόμαστε στη σχέση και επικοινωνία Του με τον άνθρωπο μέσα στα πλαίσια της αποκάλυψής Του στην Ιστορία. Η Μπλαβάτσκυ δεν μπορεί να κατανοήσει αυτή τη λεπτή διάκριση διότι νομίζει ότι εάν θεωρήσει ότι ο Θεός είναι πρόσωπο θα υποπέσουμε σε ανθρωπομορφισμό. Ενδεικτικά αυτής της σύγχυσης είναι η εξής φράση της: «Σε τέτοιο Θεό δεν πιστεύουμε. Δεν δεχόμαστε την ιδέα κάποιου προσωπικού ή εξωκοσμικού και ανθρωπόμορφου Θεού που δεν είναι παρά η γιγάντια σκιά του ανθρώπου και, μάλιστα, όχι στην καλύτερη εκδοχή του».
Ίσως η Μπλαβάτσκυ στην Αμερική συνομίλησε με Προτεστάντες, και ειδικότερα με Μορμόνους, οι οποίοι ερμηνεύοντας κατά γράμμα την Παλαιά Διαθήκη υποστηρίζουν ανθρωπομορφικές αντιλήψεις αποδίδοντας στο Θεό ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Μάλιστα η φράση της Μπλαβάτσκυ: «Δεν δεχόμαστε την ιδέα κάποιου προσωπικού ή εξωκοσμικού και ανθρωπόμορφου Θεού που δεν είναι παρά η γιγάντια σκιά του ανθρώπου», απηχεί την αντίληψη των Μορμόνων ότι ο Θεός είναι ένα ον προσιτό στην ανθρώπινη νόηση και λίγο-πολύ χαρακτηρίζεται από ανθρώπινες ιδιότητες, μόνο που τις κατέχει σε υπερθετικό βαθμό.
Για την Ορθόδοξη Θεολογία όμως, αν και το Θείον είναι άπειρον και ακατάληπτον, όπως επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όμως μας αποκαλύπτεται. Ο Θεός όντας πρόσωπο έρχεται σε επικοινωνία με τον άνθρωπο. Η δυνατότητα επικοινωνίας στηρίζεται στη δημιουργία του ανθρώπου «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» του Θεού. Το Όμοιον γνωρίζεται από το όμοιο. Μόνο το πρόσωπο μπορεί να γνωρίσει τον Ζώντα Θεό ως Πρόσωπο. Ως πρόσωπο ο Θεός αποκαλύφθηκε στον Μωϋσή λέγοντας «ἐγώ εἰμι ὁ ὤν», δηλαδή, «Το ‘Είναι’ είμαι Εγώ. Ο Θεός, ο Απόλυτος Δεσπότης όλων των αστρικών κόσμων, είναι προσωπικός», αναφέρει ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ο Θεός είναι πρόσωπο δεν αποδεικνύεται μέσα από περίπλοκους φιλοσοφικούς συλλογισμούς αλλά από την εμπειρία των ανθρώπων στους οποίους αποκαλύφθηκε ο Θεός.
Η Μπλαβάτσκυ μη μπορώντας να απεγκλωβιστεί από την νηπιώδεις θεολογικά ανθρωπομορφικές αντιλήψεις που παρέλαβε από τους Προτεστάντες υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να πιστέψει σε ένα Θεό Δημιουργό διότι εάν ο Θεός «είναι άπειρος – δηλαδή, δεν έχει όρια – και μάλιστα, εάν είναι απόλυτος, πώς είναι δυνατόν να έχει μορφή και να είναι δημιουργός; Προκειμένου να δημιουργεί ένα Ον, πρέπει να σκέφτεται και να καταστρώνει κάποιο σχέδιο. Πώς είναι δυνατόν το Απόλυτο να σκέφτεται – δηλαδή να έχει σχέση με το περιορισμένο, το πεπερασμένο, το καθορισμένο; Αυτό είναι παραδοξολογία από φιλοσοφική και λογική άποψη», αναφέρει χαρακτηριστικά. Κατά συνέπεια, για την θεοσοφική εταιρεία δεν υπάρχει Δημιουργός Θεός του Σύμπαντος.
Για να μην υποπίπτουμε στις ανωτέρω πλάνες της θεοσοφικής εταιρείας οι θεοφόροι Πατέρες μάς δίδαξαν ότι είναι απαραίτητη η διάκριση μεταξύ Ουσίας και Ενέργειας στο Θεό. Όταν λοιπόν λέμε ότι ο Θεός είναι Δημιουργός δεν αναφερόμαστε στην άρρητη και ακατάληπτη, υπερβατική Ουσία Του η οποία δεν μπορεί να γίνει γνωστή, αλλά αναφερόμαστε στις άκτιστες Ενέργειες Του. Όταν λοιπόν ονομάζουμε τον Θεό Δημιουργό αναφερόμαστε στη δημιουργική Του ενέργεια. Γι΄ αυτό οι Πατέρες μας δίδαξαν ότι δύο είναι οι οδοί για να εκφραστούμε για το Θεό: η καταφατική και η αποφατική. Η καταφατική οδός αποτελεί το ανθρώπινο εγχείρημα να υπαχθεί τρόπον τινά το απρόσιτο του Θεού στις οριοθετήσεις των εννοιολογικών σχημάτων καθώς αποδίδουμε στο Θεό ιδιότητες όπως αγαθός, δημιουργός κλπ. Αυτές οι θεωνυμίες δεν είναι αυθαίρετες διότι από τη μια αποκαλύπτουν την ύπαρξη της Θείας Ουσίας, χωρίς πραγματική έκθεση του περιεχοµένου Της, από την άλλη βασίζονται στο γεγονός ότι ο Θεός αποκαλύπτεται και αντικατοπτρίζουν την ποικιλία των Ενεργειών Του.
Όταν λέμε ότι ο Θεός ενεργεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο (π.χ. δημιουργεί, σκέφτεται, κλπ.) ή διατυπώνουμε θεωνυμίες, χρησιμοποιώντας πολλές φορές ανθρωπομορφικές εκφράσεις προσπαθούμε να συλλάβουμε και να διατυπώσουμε την αλήθεια, ποικιλοτρόπως και κατά συνέπεια, συμβατικά. Αν και δεν υπάρχει λέξη και έννοια που να μπορεί να προσδιορίζει µε ακρίβεια την Ουσία του Θεού, όμως ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να συλλάβει διάφορους περιγραφικούς όρους και ονοµασίες για Αυτόν, µε βάση την πραγµατικότητα των αποκεκαλυµµένων ενεργειών Του, έτσι όπως καταγράφονται στην εμπειρία της θείας αποκαλύψεως. Όπως ο απλός άνθρωπος αισθανόμενος τη θερμαντική και φωτιστική ενέργεια του ήλιου κατανοεί ότι αυτό το ουράνιο σώμα είναι θερμό και είναι φωτεινό χωρίς όμως να μπορεί να γνωρίσει την ουσία του, κατά τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος βλέποντας το δημιουργικό έργο, την αγαθότητα, τη σοφία, τη δικαιοσύνη και τις λοιπές Ενέργειες του Θεού που εκδηλώνονται στην Οικονομία, αποκαλεί το Θεό αντίστοιχα δημιουργό, αγαθό, σοφό, παντοδύναμο, δίκαιο, κλπ. Αυτές οι θεωνυμίες πηγάζουν από την αποκάλυψή και την αιτιώδη σχέση του Θεού με τον κόσμο, χαρακτηρίζουν την κατ’ ενέργειαν σχέση του Θεού με τον κόσμο και δεν είναι δηλωτικές της Ουσίας Του.
Η άλλη οδός είναι η αποφατική οδός η οποία αναγνωρίζει ότι παρόλες τις ανθρώπινες περιγραφές ο Θεός παραμένει ακατανόητος, ανέκφραστος και απερινόητος. «Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…», αναφέρουμε κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Μολονότι, ο Θεός επιτρέπει στον εαυτό Του να γίνει γνωστός και να περιγραφεί, ως ένα βαθµό, µε τη χρήση της ανθρώπινης γλώσσας, βρίσκεται όμως πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινο προσδιορισμό και ιδιότητα, πέρα από τις ανθρώπινες έννοιες και λέξεις όντας ακατάληπτος, πέρα από κάθε ανθρώπινη και κτιστή περιγραφή, όντας απερίγραπτος. Καμιά από τις θεωνυμίες δεν είναι σε θέση να περιγράψει ή να εκφράσει τη Θεία Ουσία, ώστε να μπορούμε να έχουμε κάποια, έστω και υποτυπώδη, γνώση γι’ Αυτήν. Γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να συλλάβει τι είναι κατ’ ουσίαν ο Θεός.
Τις παραπάνω λεπτές διακρίσεις της Ορθόδοξης Θεολογίας δεν μπορεί να κατανοήσει η θεοσοφική εταιρεία η οποία από τη μια αρνείται τον Θεό της Βίβλου και από την άλλη οδηγείται σε μια σύγχυση και ταύτιση μεταξύ Θεού και κόσμου καταλήγοντας αναπόφευκτα στον πανθεϊσμό. Ενώ για την Ορθόδοξη Θεολογία υπάρχει ριζική και οντολογική διάκριση μεταξύ Θεού και κτίσης, καθώς ο Θεός δημιουργεί δια της άκτιστης ενέργειάς Του έναν κόσμο ετερούσιο προς Αυτόν, για τους οπαδούς της θεοσοφικής εταιρείας δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημιουργία του κόσμου αλλά μόνο για εκδίπλωση του από την αιώνια, αµετάβλητη και απρόσωπη Θεϊκή Αρχή. Αυτή η Απόλυτη Θεία Αρχή αποτελεί και τον πυρήνα του εκδηλωµένου Σύµπαντος που φανερώνεται με μια δυαδικότητα, ως Πνεύµα και Ύλη. «Αυτό καθαυτό το σύμπαν ξεδιπλώνεται από την ίδια του την ουσία και δεν κατασκευάζεται», αναφέρει η Μπλαβάτσκυ.
Η εκδίπλωση αυτή λαμβάνει χώρα δια μέσω της «εξελίξεως» και της «ενελίξεως». Κατά την πρώτη φάση, τη φάση της «εξελίξεως» το Σύμπαν εκπέμπεται προς τα έξω, απορρέει από τη Θεότητα. Κατά τη διαδικασία της απόρροιας του Σύμπαντος από τη Θεότητα δημιουργούνται επτά διαστρωματώσεις, ως ομόκεντροι κύκλοι. Κατά το στάδιο της «ενελίξεως» το Σύμπαν επιστρέφει προς τη Θεότητα, είναι μια επάνοδος του κόσμου προς την αρχική του πηγή όπως ακριβώς τα κύματα εκπορεύονται από τον ωκεανό και επιστρέφουν πάλι σε αυτόν. Όλη αυτή η διαδικασία είναι κυκλική καθώς επαναλαμβάνεται ανά μεγάλα χρονικά διαστήματα όπως πρεσβεύει ομοίως ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός.
Η παραπάνω θεοσοφική θεώρηση της σχέσης Θεού και κόσμου επαναλαμβάνει την αντίληψη της Καμπαλά που κάνει λόγο για το «Ένα», τη θεϊκή δηλαδή Μονάδα από την οποία ξετυλίγεται η συμπαντική πραγματικότητα και την ινδουιστική αντίληψη, όπως εκφράζεται στα κείμενα των Ουπανισάδων, ότι η Θεότητα ταυτίζεται με την απρόσωπη αρχή του Μπράχμαν η οποία αποτελεί την υψίστη και άρρητη Αρχή του παντός, το υπερκόσμιο και θεϊκό στοιχείο που ενυπάρχει εντός όλων των όντων.
Σε αυτήν την ινδουιστική και καμπαλιστική αντίληψη περί της Θεότητας ως απρόσωπης και υπερβατικής αρχής, ως ρίζα και αιτία των πάντων, η θεοσοφική εταιρεία προσθέτει και την έννοια
του Θεού Λόγου που την δανείζεται από τη χριστιανική Θεολογία με διαφορετική βέβαια έννοια. Για τη θεοσοφική εταιρεία ο Θεός Λόγος δεν είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος που δημιουργεί τον κόσμο «εκ του μη όντος» αλλά μια απρόσωπη θεϊκή δύναμη, συνισταμένη δύναμη των πνευµατικών και ευφυών δυνάµεων του Σύµπαντος όπως λέγουν, μια μορφοποιητική δύναμη η οποία «ώσπερ κίνησις στροβίλου ασυλλήπτου ταχύτητος ανασκάπτει οπάς εν τω χώρω, εν τη ρίζη ταύτη της ύλης», αναφέρει η Μπεζάντ. Ο Λόγος αποτελεί την πρώτη εκδίπλωση της Απόλυτης Θεϊκής Αρχής και είναι η βασική κινητήριος δύναμη σε όλη αυτή τη διαδικασία της εξέλιξης, της εκδίπλωσης δηλαδή του κόσμου από τη Θεία Ουσία. Σύμφωνα με την Μπεζάντ από την απόλυτη Θεϊκή Αρχή εκπορεύεται ο εκδηλούμενος Θεός Λόγος ο οποίος από Μονάδα αναπτύσσεται σε Δυάδα και μετά σε Τριάδα, από την οποία εκπορεύονται όλα τα όντα, συγχέοντας έτσι την ινδουιστική διδασκαλία της τρίμορφης Θεότητος(Βράχμα, Βίσνου, Σίβα) με τη χριστιανική διδασκαλία περί της αγίας Τριάδος.
Η Μπλαβάτσκυ αρνείται να ονομάσει τον Θεό Λόγο Δημιουργό του Σύμπαντος. Αντίθετα τον ονομάζει «εξελισσόμενο αρχιτέκτονα του Σύμπαντος». Αναφέρει χαρακτηριστικά: «η δικιά μας Θεότητα είναι ο αιώνιος, ο συνεχώς εξελισσόμενος αρχιτέκτονας, όχι ο δημιουργός του Σύμπαντος. Αυτό καθαυτό το Σύμπαν ξεδιπλώνεται από την ίδια του την ουσία, δεν κατασκευάζεται». Ποια είναι όμως η έννοια της παραπάνω ονομασίας που αποδίδει στο Θεό Λόγο; Ενώ η Ορθόδοξη Θεολογία υποστηρίζει ότι ο Λόγος του Θεού δημιουργεί τον κόσμο «ἐξ οὐκ ὄντων» (Β΄ Μακ. 7,28), η Μπλαβάτσκυ αρνούμενη την ονομασία Δημιουργός και υιοθετώντας την ονομασία «εξελισσόμενος αρχιτέκτονας του Σύμπαντος» υποστηρίζει ότι ο Λόγος είναι αρχιτέκτονας διότι μορφοποιεί την ήδη προϋπάρχουσα ύλη, η οποία είναι αιώνια, και όχι ο Δημιουργός που φέρει τον κόσμο από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Επίσης ο Λόγος δεν δημιουργεί έναν κόσμο ετεροούσιο προς Αυτόν, όπως υποστηρίζει η Ορθόδοξη Θεολογία, αλλά έναν κόσμο ομοούσιο προς Αυτόν, καθώς το Σύμπαν είναι η εξέλιξη, δηλαδή η εκδίπλωση της Θείας Ουσίας του Λόγου οδηγώντας αναπόφευκτα με αυτόν τον τρόπο στον πανθεϊσμό. Είναι χαρακτηριστική μάλιστα η φράση της Μπεζάντ: «η Θεοσοφία είναι πανθεϊστική. Ο Θεός είναι το παν και το παν είναι Θεός».
Ποια είναι όμως αυτή η έννοια του πανθεϊσμού, της ταύτισης δηλαδή Θεότητας και κόσμου που προβάλλει η θεοσοφική εταιρεία; Η Μπλαβάτσκυ υποστηρίζει ότι η ταύτιση Θεού και κόσμου αφορά μόνο το πνευματικό στοιχείο το οποίο ενυπάρχει όχι μόνο στον άνθρωπο αλλά και σε κάθε ελάχιστο μόριο οργανικής και ανόργανης ύλης. Αποδέχεται έναν πνευματικό πανθεϊσμό όπως επισημαίνει ο αείμνηστος Π. Τρεμπέλας. Στοιχούμενη απόλυτα με την ινδουιστική άποψη ότι το Άτμαν, οι ψυχές δηλαδή των όντων εκπορεύονται από την απόλυτη θεϊκή αρχή το Μπράχμαν, όπως οι σπίθες από τη φωτιά, υποστηρίζει ότι όλα τα όντα είναι «Μονάδες», δηλαδή έχουν εντός τους το Θείο στην ατομική του μορφή, εκπορεύονται από την Απόλυτη Θεϊκή Αρχή και πηγάζουν από την καρδιά του εκδηλωμένου Λόγου. Αναφέρει η Μπλαβάτσκυ: «Εφόσον θεωρούμε πως ο Θεός είναι μια άπειρη Αρχή που διαχέεται σε όλο το Σύμπαν, πώς μπορεί μόνο ο άνθρωπος να μη διαποτίζεται πέρα για πέρα από αυτή την Θεότητα;».
Οι ψυχές των όντων είναι οι θεϊκοί σπινθήρες του Λόγου που εξελίσσονται και παίρνουν διάφορες μορφές και όπως λέγει η Μπλαβάτσκυ στο έργο της «Μυστική Δοξασία», είναι σπινθήρες που αντανακλούν την Παγκόσμια Θεία Φλόγα. Επαναλαμβάνει ουσιαστικά την αντίληψη του Γνωστικισμού, και ειδικότερα του Σατορνίλου, περί της παρουσίας ενός τμήματος της Θείας Ουσίας εντός του ανθρώπου, ενός θεϊκού σπινθήρα όπως το ονόμαζαν. Αυτός ο θεϊκός σπινθήρας ονομάζεται από τη θεοσοφική εταιρεία «Χριστός» καθώς ο Χριστός δεν ταυτίζεται με το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού αλλά αποτελεί ένα πνευματικό σύμβολο που εκφράζει την παρουσία μιας ακτίνας του παγκοσμίου θεϊκού Πνεύματος εντός κάθε πλάσματος. Σύμφωνα με την Άλις Μπέϊλυ ο «Χριστός» δεν είναι πρόσωπο, αλλά είναι μια πνευματική κατάσταση την οποία ονομάζει «χριστική κατάσταση ή συνείδηση». Κατά συνέπεια, όλες οι ψυχές αποτελούν τμήμα της Παγκόσμιας Ψυχής και αυτό οδηγεί στη θεμελιώδη ταυτότητα όλων των ψυχών με την Παγκόσμια Υπερ-Ψυχή. Βέβαια σε αυτό το σημείο η θεοσοφική εταιρεία πέφτει σε λογικές αντιφάσεις διότι πως είναι δυνατόν η ψυχή να είναι τμήμα της άτρεπτης, δηλαδή αμετάβλητης Θείας Ουσίας και η ίδια να είναι ταυτόχρονα τρεπτή, να υπόκειται δηλαδή σε μεταβολή; Αντίθετα, για την Ορθόδοξη Θεολογία όλα τα όντα εφόσον είναι κτιστά είναι και τρεπτά. Κατά συνέπεια, τα όντα δεν μετέχουν στην Ουσία του Θεού αλλά μόνον στις άκτιστες Ενέργειες Του.
Η θεοσοφική εταιρεία υποστηρίζει ότι καθετί επάνω στο Σύμπαν είναι μια ζωντανή οντότητα που έχει ένα μέρος της παγκόσμιας θεότητας εντός του. Κατά συνέπεια, όλα τα όντα αποτελούν μια παγκόσμια αδελφότητα εφόσον μοιράζονται την ίδια Ζωή που προέρχεται από την κοινή πηγή, την Απόλυτη Θεϊκή Αρχή. Αυτήν ακριβώς την ενότητα των όντων τη θεωρεί η Μπλαβάτσκυ ως θεμελιώδη νόμο του Αποκρυφισμού διότι εφόσον όλα τα όντα έχουν ένα τμήμα της Θεότητας παρέχεται η δυνατότητα σε όσους τελούν μαγικές-αποκρυφιστικές τελετές να έλθουν σε επαφή με τις υπερβατικές θεϊκές δυνάμεις που ενυπάρχουν στα αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούν στις τελετές.
Οι παραπάνω περί Θεού αντιλήψεις της θεοσοφικής εταιρείας έχουν τεράστιες συνέπειες για την ηθική και πνευματική ζωή του ανθρώπου. Σύμφωνα με τη θεοσοφική εταιρεία εντός του ανθρώπου συντελείται ένα δράμα διότι η θεϊκή ουσία, ο θεϊκός σπινθήρας εντός του ανθρώπου, ο «πνευματικός Εαυτός» όπως λέγει, είναι εγκλωβισμένος μέσα στο υλικό σώμα από το οποίο πρέπει να απελευθερωθεί. Στοιχούμενη απόλυτα με τις αντιλήψεις του Ινδουισμού και του Βουδισμού υποστηρίζει ότι τα έμβια όντα βρίσκονται εγκλωβισμένα σε έναν ατέρμονα κύκλο μετενσαρκώσεων εξαιτίας του Κάρμα, δηλαδή των πράξεων, καλών ή κακών, που διέπραξαν στην προηγούμενη ζωή τους. Η θεοσοφική εταιρεία αντιμετωπίζει ηθικιστικά το ζήτημα υποστηρίζοντας ότι αυτή η παραμονή στον κύκλο των μετενσαρκώσεων είναι μια τιμωρία μέσω της οποίας επέρχεται ένα είδος κάθαρσης από το σύνολο των κακών πράξεων. Για την Μπλαβάτσκυ και τους οπαδούς της είναι απαράδεκτη η αντίληψη της χριστιανική Θεολογίας ότι ο Ιησούς Χριστός δια του απολυτρωτικού Του έργου παρέχει στον άνθρωπο την συγχώρεση. Μάλιστα την άποψη αυτή την χαρακτηρίζει επικίνδυνο δόγμα διότι κάθε κακή πράξη είναι διατάραξη των νόμων του Σύμπαντος που δεν μπορεί να αποκατασταθεί με την συγχώρεση αλλά με την τιμωρία, όπως διατείνεται, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει με ποιον τρόπο η τιμωρία αποκαθιστά αυτήν την συμπαντική αρμονία.
Η ατέρμονη παραμονή στον κύκλο των μετενσαρκώσεων προκαλεί το αίτημα της απελευθέρωσης από αυτήν την οδυνηρή κατάσταση και την επανένωση του θεϊκού στοιχείου του ανθρώπου με την απρόσωπη Θεία Αρχή από την οποία εκπορεύθηκε, όπως η δροσοσταλίδα ενώνεται με τη θάλασσα, αναφέρει χαρακτηριστικά η Μπλαβάτσκυ. Ενώ στην Ορθόδοξη θεολογία υπάρχει η εσχατολογική προοπτική της σωτηρίας που ταυτίζεται με τη μέλλουσα Ανάσταση και τη λύτρωση από τη φθορά και το θάνατο, αντίθετα στο θρησκευτικό σύστημα της θεοσοφικής εταιρείας η λύτρωση ταυτίζεται με την επιστροφή σε αυτή την ιδεατή πρωταρχική πνευματική κατάσταση που βίωνε η ψυχή πριν τον εγκλωβισμό της στο σώμα.
Κατά τη διαδικασία αυτή δεν ζητείται κανενός είδους λύτρωσης από το Θεό αλλά ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώξει την αυτολύτρωση και αυτοσωτηρία του. Δεν υπάρχει θαυματουργός Σωτήρας επιμένει να τονίζει η Μπλαβάτσκυ αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος σώζει τον εαυτό του. Κατά συνέπεια το απολυτρωτικό έργο και η θυσία του Ιησού Χριστού είναι άνευ αξίας και σημασίας. Ακολουθώντας τον Γνωστικό Υιοθετισμό ο οποίος υποστήριζε ότι ο Ιησούς ήταν ένας απλός άνθρωπος, η θεοσοφική εταιρεία διαχωρίζει τον Ιησού από τον Χριστό θεωρώντας τον «Χριστό» ως ταυτόσημο με το πνευματικό στοιχείο εντός του ανθρώπου, όπως είπαμε παραπάνω, και τον «Ιησού» έναν απλό άνθρωπο, έναν φωτισμένο μύστη. Κατά συνέπεια το πρόσωπο του Χριστού δεν έχει απολυτρωτικό χαρακτήρα αλλά εξάπαντος αποτελεί ηθικό πρότυπο, είναι ένας απλός διδάσκαλος.
Για τη θεοσοφική εταιρεία ο άνθρωπος δεν κατακτά τη σωτηρία δια της μετοχής στην Άκτιστη Χάρη των Ιερών Μυστηρίων, όπως επισημαίνει η Ορθόδοξη Θεολογία, αλλά δια του διαλογισμού και την αποβολής των υλικών επιθυμιών οι οποίες παράγουν κακό κάρμα, όπως ακριβώς και ο Βουδισμός θεωρεί ότι η επιθυμία είναι η αιτία του πόνου. Εφόσον ο Θεός είναι ένα απρόσωπο όν, μια ανώτερη δύναμη, η προσευχή δεν έχει κάποια πνευματική ωφέλεια. «Έχουμε τόσα πολλά να κάνουμε, ώστε δεν μπορούμε να χάνουμε τον καιρό μας λέγοντας προσευχές σε κάτι καθαρά αφηρημένο», αναφέρει η Μπλαβάτσκυ με ιδιαίτερα δηκτικό τρόπο και συνεχίζει: «δεν υπάρχει κάποια ωφέλεια στο να προσεύχεται κάποιος σε έναν εξωκοσμικό κι επομένως πεπερασμένο Θεό».
Επίσης η πίστη στο Θεό δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στο θρησκευτικό σύστημα της θεοσοφικής εταιρείας, συναίσθημα για το οποίο μιλά ιδιαίτερα υποτιμητικά η Μπλαβάτσκυ, ονομάζοντάς την «νοητική αδυναμία». Απέναντι στη χριστιανική έννοια της πίστεως στο Θεό, αντιπαραθέτει, αφενός την πίστη στον εσώτατο εαυτό μας, την εντός ημών θεϊκή ουσία, αφετέρου τη Γνώση των απόκρυφων μυστηρίων, όπως υποστήριζαν παλαιότερα οι Γνωστικοί. Εφόσον ο άνθρωπος είναι κατ΄ ουσίαν θεός, σπινθήρας και σπάραγμα της θεϊκής ουσίας με κρυμμένες θεϊκές δυνάμεις, καλείται να κατακτήσει από τη μια τη γνώση του θεϊκού εαυτού του, διότι δια της αυτογνωσίας οδηγείται αυτομάτως προς τη θεογνωσία, και από την άλλη τη γνώση των απόκρυφων μυστηρίων και των συμπαντικών νόμων. Η απόκτηση της υπερφυσικής αυτής Γνώσης έχει από μόνη της λυτρωτικό χαρακτήρα.
Ποιος είναι όμως αυτός που δίνει αυτή την απόκρυφη Γνώση στον άνθρωπο ώστε να επιτύχει τον προορισμό του; Μάταια η Μπλαβάτσκυ προσπαθεί να πείσει ότι δεν παραδέχεται την ανάγκη κάποιου σωτήρα, υποπίπτοντας πάλι σε αντιφάσεις, και αυτό διότι επιχειρηματολογεί στο έργο της «Μυστική Δοξασία» ότι το πρόσωπο που παρέχει στον άνθρωπο αυτήν την υπερφυσική γνώση είναι ο εκπεσών άγγελος Εωσφόρος ο οποίος ταυτίζεται στα συγγράμματα της με τον Σατανά. Σύμφωνα με την Μπλαβάτσκυ ο Σατανάς επέλεξε να εκπέσει των θεϊκών του αξιωμάτων προκειμένου να φέρει αυτή τη θεϊκή γνώση στον άνθρωπο κάνοντας ανυπακοή στο Θεό. Ενώ η θυσία του Ιησού δεν έχει καμιά αξία για την Μπλαβάτσκυ και τους οπαδούς της, αντίθετα η πτώση των δαιμόνων θεωρείται ως η μεγάλη θυσία για χάρη του ανθρώπου και έχει εξάπαντος απολυτρωτικό χαρακτήρα διότι με αυτόν τον τρόπο μετέδωσε ο Σατανάς τη σοφία και την απόκρυφη γνώση στον άνθρωπο.
Ενώ για την Ορθόδοξη Θεολογία ο Διάβολος είναι ο εφευρέτης της αμαρτίας, ο πρώτος που αμάρτησε υπερηφανευόμενος ότι θα ξεπεράσει το Θεό (Hσ. 14,14), και στράφηκε προς το κακό, η θεοσοφική εταιρεία θεωρεί ότι αυτή η άποψη διαστρεβλώνει το πρόσωπό του Σατανά. Υποστηρίζει ότι η Εκκλησία δεν θέλει να αναγνωρίσει ότι ο Σατανάς είναι υψηλότερος από τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τον Ιεχωβά, όπως τον ονομάζει. Για τους οπαδούς της θεοσοφικής εταιρείας ο Σατανάς είναι ο Εωσφόρος, αυτός που φέρνει το φως της Γνώσεως του καλού και του κακού. Ακολουθώντας παρόμοιες απόψεις του μάγου Eliphas Lévi, η Μπλαβάτσκυ υποστηρίζει ότι ο Σατανάς δεν είναι ο πρόξενος κακών, ο ανθρωποκτόνος, ο εισηγητής της αμαρτίας και πατέρας του ψεύδους (Ιωαν. 8,44), όπως φρονεί η Ορθόδοξη Θεολογία, αλλά αντίθετα είναι ο πατέρας της πνευματικής ανθρωπότητος, ο σωτήρ, διότι διήνοιξε τους πνευματικούς οφθαλμούς του ανθρώπου στον κήπο της Εδέμ, όπως παλαιότερα τόνιζαν οι Οφίτες Γνωστικοί. Σύμφωνα με την Μπλαβάτσκυ, ο όφις της Γενέσεως, ο Διάβολος, δεν οδήγησε τον άνθρωπο στο προπατορικό αμάρτημα, χρησιμοποιώντας ψεύτικες υποσχέσεις για ισοθεΐα, όπως πρεσβεύει η Ορθόδοξη Θεολογία, αλλά είναι ο όφις της σοφίας, αυτός που γνώρισε στους ανθρώπους τα μυστήρια του ουρανού.
Η θεοσοφική εταιρεία, συνεπής στην αντικοσμική της στάση διδάσκει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να υποτάσσεται στον Δημιουργό Θεό του υλικού κόσμου, έναν κακό θεό όπως παλαιότερα υποστήριζε και ο Γνωστικισμός. Μάλιστα σε ένα παροξυσμό πολεμικής εναντίον της Εκκλησίας η Μπλαβάτσκυ υποστηρίζει ότι όλοι οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί που αποδίδονται από τους χριστιανούς στον Σατανά θα πρέπει κανονικά να αποδίδονται στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «η ονομασία Σατανάς που στα Εβραϊκά σημαίνει αντίπαλος θα πρέπει να αποδίδεται στον πιο σκληρό και απάνθρωπο αντίπαλο όλων των Θεών, τον Ιεχωβά και όχι στον όφι του Παραδείσου ο οποίος μίλησε μόνο λόγους σοφίας στον άνθρωπο».
Η Μπλαβάτσκυ μέσα στο σύγγραμμά της «Μυστική δοξασία» υφαίνει έναν ύμνο προς τον Εωσφόρο – Σατανά, ονομάζοντάς τον πνεύμα φωτισμού και ελευθερίας, το οποίο βοηθά τον άνθρωπο να βρει το δρόμο του μέσα στις δυσκολίες της ζωής, θεϊκό και γήινο φως, αιτία από την οποία προέρχεται η ζωή και ο θάνατος. Ο Θεός είναι το φως ενώ ο Σατανάς η σκιά του φωτός άνευ της οποίας το φως θα ήταν αόρατο και ακατανόητο. Για την Μπλαβάτσκυ και τους οπαδούς της ο Σατανάς είναι αντίπαλος της άγνοιας διότι μεταδίδει το φως της αλήθειας στον άνθρωπο μετατρέποντάς τον έτσι από γήινο σε θεϊκό όν. Είναι φανερό λοιπόν για ποιο λόγο η Μπλαβάτσκυ απορρίπτει το απολυτρωτικό έργο του Ιησού και αυτό διότι σύμφωνα με την χριστιανική Θεολογία ο Ιησούς υπέμεινε το θάνατο, «ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον» (Εβρ. 2,14-15), κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από το θρησκευτικό σύστημα της θεοσοφικής εταιρείας η οποία θεωρεί το Σατανά ως χορηγό πνευματικής ελευθερίας.
Μάταια όμως η Μπλαβάτσκυ προσπαθεί να πείσει οπαδούς και αντιπάλους ότι ο Εωσφόρος είναι μια παρεξηγημένη οντότητα από τους Χριστιανούς και δεν είναι πρόξενος κακών∙ μάταια προσπαθεί να πείσει τους οπαδούς της να πράττουν μόνο το καλό, να μην συσσωρεύσουν κακό κάρμα και αυτό διότι το θρησκευτικό της σύστημα και οι ιδέες της προδίδουν ότι θεωρεί αναγκαία και λυτρωτική την παρουσία του κακού, μέσα στη ζωή του ανθρώπου, υποπίπτοντας με αυτόν τον τρόπο σε μια σειρά αντιφάσεων. Καταρχάς υποστηρίζει ότι το κακό είναι υποκειμενικό και σχετικό, ότι το καλό και το κακό προέρχονται από την ίδια θεϊκή πηγή, είναι δίδυμα αδέλφια όπως λέγει χαρακτηριστικά και δεν μπορούν να υπάρξουν χωριστά.
Υποστηρίζει ότι το κακό είναι αναγκαίο για την εξέλιξη και την πρόοδο όπως ο θάνατος είναι αναγκαίος για τη ζωή. Μάλιστα το κακό προηγείται του καλού, όπως το σκοτάδι προηγείται του φωτός, το κακό είναι η πηγή του καλού και αν εξαφανιζόταν το κακό ταυτόχρονα θα εξαφανιζόταν και το καλό από την Γη. Γι’ αυτό επαναλαμβάνει στο σύγγραμμά της «Μυστική δοξασία» την καμπαλιστική αντίληψη ότι ο Σατανάς είναι «Deus inversus», δηλαδή ανεστραμμένος, αντίστροφος, ανάποδος Θεός. «Demon est Deus inversus» λέγει και αυτό σημαίνει ότι θεωρεί αναγκαία την παρουσία των δύο αντιθέτων, του καλού και του κακού, του Θεού και του Σατανά, ώστε να υπάρχει αρμονία και ισορροπία στον κόσμο. Αποδέχεται την καμπαλιστική αντίληψη ότι το κακό, αν και είναι ανταγωνιστική δύναμη προς το καλό όμως ταυτόχρονα είναι ουσιώδης προϋπόθεση για την ύπαρξη του καλού στο οποίο δίνει ύπαρξη και συνέχεια. Αυτό το δικαιολογεί λέγοντας ότι η ζωή παράγεται από το θάνατο και η αναγέννηση από την καταστροφή.
Αυτές οι αντιλήψεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με την Ορθόδοξη Θεολογία η οποία λέγει ότι δεν προηγείται το κακό αλλά το καλό, διότι το κακό είναι έκπτωση από το καλό ως αποτέλεσμα απομάκρυνσης από το Θεό. Δεν προηγείται ο θάνατος αλλά η ζωή, διότι ο θάνατος δεν είναι φυσικό φαινόμενο αλλά αποτέλεσμα της πτώσεως. Δεν προηγείται ο κτιστός Σατανάς αλλά ο Άκτιστος Αγαθός Θεός ο οποίος δημιουργεί έναν κόσμο «καλόν λίαν», μαζί και τον Διάβολο ο οποίος δεν είναι κακός από τη φύση του, εφόσον είναι δημιούργημα του Θεού, αλλά έγινε κακός εξαιτίας της μη σωστής χρήσης της ελευθερίας του. Υπάρχει λοιπόν το καλό και μετά εμφανίζεται το κακό ως διαστροφή του καλού και αυτό διότι το κακό δεν είναι φύση, ένα συγκεκριμένο όν, αλλά έξη η οποία δημιουργείται εξαιτίας της μη σωστής χρήσης της ελευθερίας των λογικών όντων. Δεν χρειάζεται να υπάρχει το κακό ώστε να υπάρχει αρμονία στο Σύμπαν διότι το κακό είναι νόσος, είναι αστοχία, ο αυτοεκμηδενισμός της Δημιουργίας, η δύναμη που ωθεί τα όντα από την ύπαρξη προς την ανυπαρξία και γι’ αυτό είναι παράλογο. Το κακό δεν έχει οντολογική ύπαρξη αλλά έχει την αφετηρία του στην αυτεξούσια προαίρεση, στην ελεύθερη εκτροπή των λογικών όντων από το Θεό. Υπάρχει μόνο ως διάβρωση, διαστρέβλωση και παράχρηση του καλού.
Από όσα αναφέραμε παραπάνω έγινε κατανοητό ότι η εικόνα του Θεού που παρουσιάζει η θεοσοφική εταιρεία είναι η ανεστραμμένη εικόνα του ζώντος Θεού της Βίβλου, ένας «Deus inversus», όπως λέγει η Μπλαβάτσκυ, και για αυτό είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή της Ορθόδοξης Θεολογίας. Ο χαρακτήρας των θεοσοφικών δοξασιών περί Θεού είναι απαράδεκτος εξ επόψεως Ορθοδόξου Θεολογίας και κατά συνέπεια το θρησκευτικό σύστημα της θεοσοφικής εταιρείας αποδεικνύεται ψευδώνυμος και κίβδηλη θεοσοφία και οι οπαδοί της δεν είναι αληθείς θεόσοφοι, όπως διατείνονται και κομπάζουν, αλλά ψευδώνυμοι.
Ποια όμως είναι η αληθής Θεοσοφία; Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης εξυμνεί την Υπερούσιο Αγία Τριάδα ως την πηγή της αληθούς Θεοσοφίας: «Τριὰς ὑπερούσιε καὶ ὑπέρθεε καὶ ὑπεράγαθε, τῆς Χριστιανῶν ἔφορε θεοσοφίας, ἴθυνον ἡμᾶς ἐπὶ τὴν τῶν μυστικῶν λογίων ὑπεράγνωστον καὶ ὑπερφαῆ καὶ ἀκροτάτην κορυφήν». Κατά συνέπεια ο άνθρωπος γίνεται κάτοχος της θεογνωσίας και της θεοσοφίας ύστερα από τον φωτισμό του νου από το Άκτιστο Φως του Τριαδικού Θεού δια της νοεράς προσευχής και της μετοχής στο απολυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού δια των Ιερών Μυστηρίων και όχι ακολουθώντας τις δοξασίες της θεοσοφικής εταιρείας. Αληθής Θεοσοφία είναι η Ορθόδοξη Θεολογία της Εκκλησίας μας. Αληθείς θεόσοφοι είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι θεόπτες Άγιοι μας, οι Μάρτυρές μας και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής: «αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἀληθὴς καὶ ἀμώμητος τῶν πιστῶν θεοσοφία· ἧς τέλος, τὸ ἀγαθόν ἐστι καὶ ἡ ἀλήθεια», δηλαδή αληθής θεοσοφία είναι το «ἀγαθόν καὶ ἡ ἀλήθεια», δύο στοιχεία που ενυλώνονται μόνο στη Θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, αυτή που βίωσαν οι Πατέρες μας, οι Άγιοι μας, με τους ασκητικούς τους αγώνες και το μαρτυρικό τους βίωμα.
Βιβλιογραφία
Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94
Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, Πρωτοπρεσβυτέρου, Ο Αποκρυφισμός στο φως της Ορθοδοξίας. Νεοαποκρυφισμός, Αθήνα 1996
Ιωάννου Ρωμανίδη, Πρωτοπρεσβυτέρου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989
Θεοφίλου Λεμοντζή, Αρχιμ., Θεοσοφία. Σύνοψη του αρχαίου αποκρυφισμού και έκφραση του σύγχρονου. Εισήγηση εις την ΚΒ΄Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη επί των Αιρέσεων και της Παραθρησκείας, Θεσσαλονίκη 2010,σελ.7-24.
Θεοφίλου Λεμοντζή, Αρχιμ., Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου,(διδακτορική διατριβή) Θεσσαλονίκη 1998
Κυριακού Τσουρού, Πρωτοπρεσβυτέρου, “Η εγκαθίδρυση της «Νέας παγκόσμιας θρησκείας»”, https://faneromenihol.gr/index.php/o-ieros-naos-2/oi-aireseis/3334-2013-08-26-05-47-37
Μαρτζέλου Γ., Κατάφαση και Απόφαση κατά την Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση, Θεσσαλονίκη 2003
Ματσούκα Ν., Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ.Β΄, Θεσσαλονίκη 1999
Besant An., Η Αρχαία Σοφία, Αθήνα 1925
Μπλαβάτσκυ Ε., Το κλειδί της θεοσοφίας, Λονδίνο 1889
Μπλαβάτσκυ Ε., The Secret Doctrine:The synthesis of science,religion,and philosophy,Vol.I, και Vol.II, London 1888
Παπαδομιχελάκη Α., Θεοσοφία. Το έργο και η ιστορία της, Αθήνα 1997
Τρεμπέλα Π., Θεοσοφία, Αθήνα 1998
Χαράλαμπου Βασιλόπουλου, Αρχιμ., Ξεσκέπασμα της Θεοσοφίας, Αθήναι 1989