Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος
ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ (Χ)
Επίσκοποι, Ιερείς συμποιμένες;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ 1’ ΕΔΩ, 2’ ΕΔΩ, 3’ ΕΔΩ, 4’ ΕΔΩ, 5’ ΕΔΩ, 6’ ΕΔΩ, 7′ ΕΔΩ, 8 ΕΔΩ, 9 ΕΔΩ
Αφορμή γιά το συγκεκριμένο κρίσιμο σημείο έλαβα πριν αρκετά χρόνια (“Εκκλησία”, Μάρτιος 2006, σελ. 206-207) από μιά τοποθέτηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσοστόμου σχετικά με το charisma veritatis certum (βέβαιο χάρισμα της αληθείας).
Ο Σεβασμιώτατος γράφει σχετικά με τις ενστάσεις γιά τους διμερείς Διαχριστιανικούς και Διεκκλησιαστικούς Θεολογικούς Διαλόγους πως “4. Η οποιαδήποτε σοβαρή ένσταση ή επιφύλαξη είναι θεμιτή και οπωσδήποτε θα πρέπει να τύχει και της ανάλογης προσοχής και εξέτασης, όμως από τα αντίστοιχα συνοδικά όργανα και μόνο, γιατί το charisma veritatis certum δεν μπορεί να εκφράζεται υπό μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων αλλά μόνο υπό του συνόλου της Εκκλησίας, η οποία συγκεντρώνεται περί των αληθών ποιμένων της και συγκεκριμένως περί των επισκόπων της… Το…βέβαιο χάρισμα της αληθείας δίνει το δικαίωμα στην Εκκλησία απέναντι σε κάθε αιρετική απόκλιση επισκόπων και την άρνηση της ακολουθίας τους, όταν όμως η αίρεση είναι “υπό συνόδου ή αγίων Πατέρων” κατεγνωσμένη… “!
Μόνο λίγες απορίες να εκφράσω με σεβασμό.
1) Πότε έτυχε προσοχής και εξέτασης από Συνοδικά όργανα μιά ένσταση ή επιφύλαξη γιά τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης των διαχριστιανικών διαλόγων είτε αυτή προήλθε από λαϊκό, ιερέα, ή επίσκοπο;
2) Τι σημαίνει η φράση “υπό συνόδου ή αγίων Πατέρων”; Αμφισβητούνται οι τόσες προαναφερθείσες Σύνοδοι που κατεδίκασαν ως αίρεση τον Παπισμό;
Παραθεωρούνται οι Πατέρες της Εκκλησίας που τον Πάπα δέχονται ως αιρετικό; Γιατί να απορρίπτουμε πατερικές γνώμες επειδή ο ένας θεωρείται “φανατικός” και ο άλλος απλά εκφράζει μιά “γνώμη του”;
3) Το βέβαιο χάρισμα της αληθείας, γράφει, δεν εκφράζεται από μεμονωμένα άτομα ή ομάδες.
Στην Ψευδοσύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, ποιός είχε το χάρισμα αυτό; Το σύνολο των υπογραψάντων επισκόπων ή ο Εφέσου Μάρκος; Οι Επίσκοποι ή ο λαός; Η θεολογία της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου που στηρίχθηκε; Η αντίστοιχη των ησυχαστικών ερίδων του 14ου αιώνος;
4) Στο σύνολο της Εκκλησίας δεν ανήκουν ο κλήρος και ο λαός;
5) Η Εκκλησία συγκεντρώνεται περί των επισκόπων της; Μα πιο πάνω έγραφε ότι το χάρισμα της αληθείας εκφράζεται από το σύνολο της Εκκλησίας. Ταυτίζονται μόνο οι Επίσκοποι με την Εκκλησία;
6) Οι αληθείς ποιμένες της Εκκλησίας είναι μόνο οι Επίσκοποι; Όχι και οι ιερείς;
Συγγνώμη, αλλά διακρίνω ψήγματα μιάς αλλοιωμένης εκκλησίας η οποία παρουσιάζεται με την προσφιλή σε πολλούς επισκοποκεντρική λειτουργία της. Κάτι που δυστυχώς μεταβιβάζεται αστόχως και στη Θ. Λειτουργία η οποία είναι Χριστοκεντρική και όχι επισκοποκεντρική.
Η πιο πάνω θέση του Σεβασμιωτάτου περί “αληθών ποιμένων” μου έφερε στο νου μιά άλλη τοποθέτηση του μακαριστού Μητροπολίτου Πρεβέζης κυρού Μελετίου περί της σχέσης επισκόπων και ιερέων και την παραθέτω εδώ μαζί με μιά δική μου αντίρρηση μέσα από λόγους φωτισμένων ανθρώπων.
Στην παραπάνω μνημονευθείσα εισήγηση του κυρού Μελετίου στο Θεολογικό Συνέδριο του 1996, γιά τα 150 χρόνια από την γέννηση του αγίου Νεκταρίου, ειπώθηκε πως “Είναι θαυμάσιος ο άγιος Νεκτάριος. Δεν μιλάει ούτε γιά ιερείς, ούτε για λαϊκούς. Γιατί αυτοί δεν ποιμαίνουν. Αυτοί είναι, ή συνεργοί-εντολοδόχοι (οι ιερείς) ή απλώς υπηρεσιακό προσωπικό που υποβοηθεί τους ποιμένες στο έργο τους (οι λαϊκοί)”.
Αναρωτιέμαι που ακριβώς τα γράφει αυτά ο άγιος Νεκτάριος!
Αλγεινή εντύπωση αφήνει η θέση αυτή γιά την αποστολή των ιερέων, οι οποίοι εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους πάντα, και βέβαια δεν είναι απλά “εντολοδόχοι” αλλά συν-ποιμένες των Επισκόπων.
Αλλά ας δούμε πως τοποθετείται στο θέμα ο μακαριστός ηγούμενος της Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους π. Γεώργιος Καψάνης.
“Της ιερωσύνης του Χριστού μετέχουν και οι πρεσβύτεροι, συμποιμαίνοντες και συνδιοικούντες μετά του Επισκόπου τας επισκοπάς εν ταις ενορίαις…είναι κέντρα αλλά και λειτουργοί της ενότητος της Εκκλησίας…
Ούτως ο Επίσκοπος είναι κυρίως και προεχόντως ποιμήν και φιλόστοργος πατήρ των πρεσβυτέρων…και ουχί διοικητής τις και άρχων ασκών απρόσωπον και ψυχράν διοίκησιν, μη εδραζομένην εις την αγάπην και μη προάγουσαν την κοινωνία των προσώπων…
Αντισυνοδικώς είναι δυνατόν να διοική επίσκοπός τις την επαρχίαν του, χρησιμοποιών ως μέσον επιβολής τον φόβον και όχι την αγάπην, την τυφλήν στρατιωτικήν πειθαρχίαν και όχι την εν Χριστώ υπακοήν. Εις την περίπτωσιν αυτήν ο επίσκοπος θεωρών ότι αυτός είναι ο μόνος χαρισματούχος εν τη επισκοπή απορρίπτει τα χαρίσματα, ων φορείς είναι οι κληρικοί και οι λαϊκοί της επισκοπής του.
Ούτος από συντονιστής και κέντρον ενότητος των χαρισματούχων μεταβάλλεται εις δεσμοφύλακα αυτών.
Το τίμιον πρεσβυτέριον δι ένα τοιούτον επίσκοπον δεν είναι “οι σύμβουλοι του επισκόπου και της εκκλησίας στέφανος”, ούτε “συνέδριον και βουλή της εκκλησίας”, ή “αξιόπλοκον πνευματικόν στέφανον”, αλλά το όργανον εκτελέσεως των διαταγών αυτού.
Ούτως οι πρεσβύτεροι δεν συνδιοικούν και συμποιμαίνουν μετά του επισκόπου, αλλ’ εκπίπτουν εις είδος υπαλλήλων, οι οποίοι εκτελούν τας διαταγάς του προϊσταμένου των, τυπικώς και επιμελώς ίσως…”.
Έτσι καταστρατηγείται η θέση και αποστολή των ιερέων και διακόνων μέσα στην Εκκλησία και προφανώς και η συνοδικότητα της Εκκλησίας και εύκολα μεταφέρεται η κατάσταση αυτή και στο ανώτερο επίπεδο διοίκησης. Τότε συμβαίνει αυτό που επισήμαινε ο μακαριστός π. Γεώργιος, δηλαδή “επιδιώκεται η επιβολή γραμμής εις τας Συνόδους, ή φιμώσεως των αντιφρονούντων, ώστε να μη υπάρξη η δυνατότης πραγματικής και ελευθέρας συνοδικής συνδιασκέψεως προς εξακρίβωσιν της αληθείας και χάραξιν γραμμής εκφραζούσης το κοινόν εκκλησιαστικόν φρόνημα” και χάνεται η ευκαιρία της συνολικής συνοδικής απόφασης αφού κατά τον Κίτρους Ιωάννη “τα συνολικώς σκεπτόμενα και διαγινωσκόμενα, των κατά μόνας γνωματευομένων κρείττονά εισι και επικρατέστερα”… “.
Στον περαιτέρω προβληματισμό μας θα βοηθήσει πολύ και η τοποθέτηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ν. Σμύρνης κ.κ. Συμεών (Πρακτικά Ζ’ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, 19-20/9/2005, σελ. 228-230).
“α) Υποστηρίχθηκε και υποστηρίζεται ότι δόθηκε υπερβολική έμφαση στη δεδομένη υπεροχή του επισκοπικού αξιώματος, πράγμα το οποίο αποτέλεσε την αιτία εμφανίσεως στην εκκλησιαστική ζωή του φαινομένου που λέγεται δεσποτισμός.
β) Το φαινόμενο τούτο συνεπάγεται την αύξηση της απόστασης μεταξύ επισκόπου και πρεσβυτέρων και όχι σπάνια την υποτίμηση του ρόλου, των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών του πρεσβυτερίου στη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος.
γ) Αλλά και η θέση και ο ρόλος των διακόνων συχνά καταλήγει να είναι καθαρά διακοσμητικός ή αποκλειστικά υπηρετικός, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε ούτε στην αποστολική Εκκλησία, αλλά ούτε και γιά πολλούς αιώνες αργότερα στην εκκλησιαστική ζωή.
δ) Η υπέρμετρη αύξηση του επισκοπικού λειτουργήματος και ο δυναστικός τρόπος με τον οποίο το ασκούν διάφοροι φορείς του, εγείρει την αμφισβήτηση και δημιουργεί την τάση στις τάξεις των πρεσβυτέρων γιά αντιπαράθεση και αυτονόμηση έναντι της επισκοπικής εξουσίας, που θεωρούν ότι είναι αυθαίρετη και ότι φαλκιδεύει τα δικά τους δικαιώματα. Αν οι παραπάνω επισημάνσεις έχουν υπόσταση,…τι θα πρέπει να επιδιωχθεί; 1)…2) Να καταστεί και πάλι ο επίσκοπος πατέρας, ποιμένας και διδάσκαλος του κλήρου και των πιστών κάθε επισκοπής. Όσο το επισκοπικό λειτούργημα ασκείται ως εξουσία αποκλειστικά διοικητική και διαχειριστική, τόσο και θα ευρύνεται το χάσμα μεταξύ επισκοπάτου και πρεσβυτερίου. Αντιθέτως, η ανάδειξη της πατρότητος του επισκόπου θα αποτελέσει και την προϋπόθεση αυξήσεως της αφοσιώσεως και της υπακοής του πρεσβυτερίου και των διακόνων στο πρόσωπό του”!
Πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό ο ιε’ λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, σύμφωνα με τον οποίο και οι πρεσβύτεροι είναι προεστώτες των εκκλησιών και μάλιστα τους αποκαλεί ΠΟΙΜΕΝΑΣ και τους Επισκόπους ΑΡΧΙΠΟΙΜΕΝΑΣ, καθώς και η θεόπνευστη διδασκαλία του αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου “ΟΥ ΠΟΛΥ ΤΟ ΜΕΣΟΝ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ.
Και γαρ και αυτοί διδασκαλίαν εισίν αναδεδειγμένοι και προστασίαν της Εκκλησίας…τη γαρ χειροτονία μόνη υπερβεβήκασι, και τούτω μόνω δοκούσι πλεονεκτείν των πρεσβυτέρων”!!! (Πηδάλιον αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Εκδ.” Αστήρ” 1993, σελ. 74 – ομιλ. ια’ της προς Τιμόθεον α’).
Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα πως η ιδανική περίπτωση θα ήταν να συνεργάζονται οι Επίσκοποι μετά των Πρεσβυτέρων στα θέματα των Θεολογικών Διαλόγων. Επίσης, θα ήταν ευχής έργον αν πέρα από κάποια δικαιολογημένη επισκοπική “γραμμή” – εφόσον αυτή υπαγορεύεται από την αγωνία του Επισκόπου γιά την επιστροφή των ετεροδόξων της επαρχίας του και δεν ξεφεύγει από τα όρια της Αλήθειας, του Ευαγγελίου και της Ιεράς Παραδόσεως, να υπήρχε συνεργασία σε θέματα αιρέσεων και παραθρησκειών. Να οργανώνονταν τα αντιαιρετικά γραφεία και να υπήρχε έντονη δραστηριότητα των πρεσβυτέρων οι οποίοι κάτω από το υγιές άγρυπνο “βλέμμα” των Επισκόπων θα επέβλεπαν το όλο έργο και έτσι, Επίσκοποι και Πρεσβύτεροι θα κρατούσαν ζωντανό το αντιρρητικό και απολογητικό έργο της Εκκλησίας.
Βεβαίως, υπάρχουν λαμπρές εξαιρέσεις Επισκόπων που τιμούν τους ιερείς ως συνεργάτες, συν-ποιμένες των κι αυτό το βιώνω κι εγώ, το μαρτυρώ και δοξάζω τον Θεό!
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ 1941-1991