Δρ. ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ
ΜΕΤΤΕΡΝΙΧ:
Ο ΟΡΚΙΣΜΕΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Ο Κλέμενς φον Μέττερνιχ (Klemens von Metternich, 1773-1859), υπουργός των Εξωτερικών της Αυστριακής αυτοκρατορία ς επί σχεδόν σαράντα χρόνια, από το 1809 έως το 1948, Καγκελάριος από το 1821 έως το 1848, δέσποσε στο ευρωπαϊκό στερέωμα, μέχρι του σημείου πολλοί να χαρακτηρίζουν την εποχή της κυριαρχίας του στην Ευρώπη ως «εποχή του Μέττερνιχ». Στην πατρίδα του έλαβε τιμητικά τον τίτλο του πρίγκιπα ήδη από το 1813 ως αναγνώριση για τις υπηρεσίες του, ενώ ο ηγετικός του ρόλος στο Συνέδριο της Βιέννης το 1814-15 έκανε τους ομολόγους του Ευρωπαίους διπλωμάτες να τον ονομάσουν «Αμαξηλάτη της Ευρώπης».
Η στάση όμως του Μέττερνιχ απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση κάνει τον Αυστριακό διπλωμάτη να φαντάζει στα μάτια πολλών Ελλήνων περίπου ως ένας ανθρωπόμορφος δαίμονας, εκπρόσωπος του σκότους και της συντήρησης, που έτρεφε ασίγαστο και εν πολλοίς ανεξήγητο μίσος για κάθε τι το ελληνικό. Θυμάμαι από τα μαθητικά μου χρόνια μια καθηγήτρια να προσπαθεί αμήχανα να μας εξηγήσει ότι ο Μέττερνιχ αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση, γιατί «γενικά οι Αυστριακοί συμπαθούν τους Έλληνες». Η τοποθέτηση βεβαίως αυτή ήταν πέρα για πέρα λάθος, για έναν τουλάχιστον λόγο: διότι έθετε το ζήτημα της στάσης του Μέττερνιχ απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση στη λογική της προσωπικής συμπάθειας ή αντιπάθειας. Η πραγματικότητα είναι βεβαίως πολύ πιο σύνθετη – αλλά την ίδια στιγμή, παραδόξως, και πολύ πιο απλή.
«Ενώ σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν είχε μείνει μάτι χωρίς δάκρυ και ευαίσθητη καρδιά που να μη συγκινήθηκε από την ανήκουστη αθλιότητα των Ελλήνων θυμάτων τού πολέμου, ο Μέττερνιχ και ο Ουέλλινγκτον χαμογελούσαν μεταξύ τους αναγαλλιάζοντας».
Σε αυτή τη μελέτη μας θα εστιάσουμε ακριβώς στη στάση του Μέττερνιχ απέναντι στους Έλληνες και την Ελληνική Επανάσταση. Θα δούμε σύντομα ποια ήταν αυτή η στάση, ποιες οι ενέργειες του Μέττερνιχ, ποιοι οι ελιγμοί στους οποίους κατέφυγε ο δαιμόνιος Αυστριακός διπλωμάτης. Πριν απ’ όλα, όμως, πριν εκθέσουμε την πολιτική του Μέττερνιχ, οφείλουμε να προσπαθήσουμε. . . Να την καταλάβουμε. Διότι, ναι, όλοι ξέρουμε ποια ήταν η στάση του Μέττερνιχ. Επίσης, όλοι μπορούμε εύκολα να γνωρίσουμε τι έκανε ο Μέττερνιχ, πως προσπάθησε να προωθήσει την πολιτική του. Αλλά το κρίσιμο ερώτημα εδώ, όπως ίσως και παντού, δεν είναι το τι και το πως· είναι το γιατί.
Το πλαίσιο της Ιεράς Συμμαχίας
Γνωρίζουμε ότι, την εποχή που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, κυριαρχούσε στην Ευρώπη η Ιερά Συμμαχία. Βεβαίως, λόγω της απροκάλυπτα εχθρικής στάσης που τήρησε η Ιερά Συμμαχία απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση, έχουμε την τάση να τη «δαιμονοποιούμε», βλέποντάς την ως έναν αντιδραστικό μηχανισμό καταπίεσης των λαών, που εξέφραζε τις πιο ολοκληρωτικές και αναχρονιστικές πολιτικές και άπλωνε τη σκοτεινή του σκιά σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, όπως άλλωστε προσπαθήσαμε να δείξουμε και σε προηγούμενη μελέτη μας από τις σελίδες των Ακτίνων («Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην ελληνική ανεξαρτησία», Μέρος Β, Ακτίνες 750 (Μάρτιος-Απρίλιος 2015), σελ. 49 κ. Έ. ).
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση το 1821, δεν είχαν περάσει παρά λίγα μόλις χρόνια από το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, το 1815. Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι είχαν αφήσει πίσω τους αμέτρητους νεκρούς και αβάστακτο πόνο. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες και διπλωμάτες που συνήλθαν στο Συνέδριο της Βιέννης, για να θέσουν τα θεμέλια της επόμενης ημέρας στην Ευρώπη μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, ένιωθαν υποχρεωμένοι να ανταποκριθούν στο αίτημα των λαών να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά μια τέτοια καταστροφή. Για να το κάνουν αυτό, έπρεπε να οικοδομήσουν ένα συλλογικό σύστημα ασφαλείας. Αυτή ακριβώς η ανάγκη γέννησε τότε την Ιερά Συμμαχία. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι, τηρουμένων των αναλογιών, η ανάγκη που γέννησε την Ιερά Συμμαχία μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους ήταν η ίδια ανάγκη που γέννησε την Κοινωνία των Εθνών μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για να οικοδομηθεί όμως ένα αποτελεσματικό συλλογικό σύστημα ασφαλείας στην Ευρώπη , έπρεπε να βρεθεί τι είχε φταίξει για τη μεγάλη καταστροφή, και αυτό που είχε φταίξει να μην επιτραπεί να γίνει ξανά. Εδώ, οι νικητές του Ναπό- λέοντα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες και διπλωμάτες που συνήλθαν στο Συνέδριο της Βιέννης, είχαν πρόχειρη την απάντηση. Για τη μεγάλη καταστροφή των Ναπολεοντείων Πολέμων είχαν φταίξει τα εξής δύο: Πρώτον, η Γαλλική Επανάσταση, που είχε γίνει στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για την ανατροπή του καθεστώτος στη Γαλλία. Δεύτερον, οι εκστρατείες του Ναπολέοντα, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για την αλλαγή των συνόρων. Το συμπέρασμα ήταν απλό: Για να μην επαναληφθεί το κακό που είχε γίνει, έπρεπε στο εξής να τεθεί εκτός νόμου κάθε προσπάθεια για την ανατροπή καθεστώτων και κάθε προσπάθεια για την αλλαγή συνόρων. Έτσι και μόνο έτσι θα μπορούσε η Ευρώπη να απολαύσει μια διαρκή και αδιατάρακτη ειρήνη. Στόχος λοιπόν της Ιεράς Συμμαχίας ήταν να επαγρυπνεί και να παρεμβαίνει έγκαιρα, ώστε να καταστέλλει εν τη γενέσει της κάθε προσπάθεια για την ανατροπή καθεστώτων και κάθε προσπάθεια για την αλλαγή συνόρων. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα συναντούνταν τακτικά σε συνέδρια, άγρυπνοι φρουροί της νομιμότητας.
Περιττό να σημειώσουμε εδώ πόσο δυσμενές ήταν αυτό το διεθνές περιβάλλον για την Ελληνική Επανάσταση, η οποία ήταν συγχρόνως και τα δύο αυτά που είχε θέσει εκτός νόμου η νέα ευρωπαϊκή τάξη: ήταν και προσπάθεια για την ανατροπή καθεστώτος (της κυριαρχίας του Σουλτάνου επί των Ελλήνων) και προσπάθεια για την αλλαγή συνόρων (αφού αποσκοπούσε στην ίδρυση ενός νέου, εθνικού κράτους).
Όπως είναι φανερό, η Ιερά Συμμαχία, η οποία με τόση ευκολία «δαιμονοποιείται» σήμερα για τη στάση της απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση, αντιπροσώπευε για τους Ευρωπαίους ηγέτες και διπλωμάτες της εποχής μια πολύτιμη κατάκτηση, που έπρεπε να διαφυλαχθεί πάση θυσία. Διότι αποτελούσε τον υπέρτατο εγγυητή της ευρωπαϊκής τάξεως.
Αξίζει μάλιστα να σημειώσουμε ότι την αντίληψη αυτή δεν έτρεφαν μόνον οι Ευρωπαίοι της εποχής κατά την οποία ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Αρκεί ένα παράδειγμα, για να μας πείσει γι’ αυτό: Πριν από λίγα μόλις χρόνια, το καλοκαίρι του 2015, όταν η πολιτική της τότε Ελληνικής κυβερνήσεως έκανε να φουντώνουν στην Ευρώπη οι φωνές για εξώθηση της Ελλάδας εκτός Ευρωζώνης, στις ουκ ολίγες ανθελληνικές φωνές που ακούγονταν ήλθε να προστεθεί, στις 11 Ιουλίου 2015, ένα άρθρο του Γερμανού ιστορικού Berthold Seewald στην εφημερίδα Die Welt, με τον εύγλωττο τίτλο: »Griechenland zerstörte schon einmal Europas Ordnung« (= «Η
Ελλάδα κατέστρεψε ήδη μία φορά την ευρωπαϊκή τάξη»). Η φορά αυτή, στην οποία αναφερόταν το δημοσίευμα, ήταν το Ναβαρίνο, και η ευρωπαϊκή τάξη που κατέστρεψε η Ελλάδα ήταν η Ιερά Συμμαχία. . . Εξάλλου, κάποιες από τις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας μπορεί να φαντάζουν σήμερα αναχρονιστικές, αλλά η λογική της διαφύλαξης της διεθνούς νομιμότητας είναι ζωντανή και εντελώς σύγχρονη, υπηρετείται δε από σπουδαίους διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο. Η. Ε.
Ο Μέττερνιχ – για να επανέλθουμε στο θέμα μας- ήταν ένας από τους εμπνευστές της Ιεράς Συμμαχίας, και σίγουρα ο μεγαλύτερος θιασώτης της. Παρέμεινε προσκολλημένος στις καταστατικές αρχές της Ιεράς Συμμαχίας, ακόμα και όταν άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν αρχίσει να αφίστανται από αυτές. Φαίνεται πως πίστευε σε αυτές ειλικρινά. Ο μεγάλος Αυστριακός ποιητής Φράντς Γκριλπάρτσερ (Franz Grillparzer, 1791-1872) χαρακτήρισε γι’ αυτόν τον λόγο τον Μέττερνιχ «Δον Κιχώτη της νομιμότητας». Και οι αρχές της νομιμότητας και της Ιεράς Συμμαχίας, όπως είδαμε, επέτασσαν την απομόνωση και πάταξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Το ερώτημα είναι: Αρκούν τα παραπάνω, για να εξηγήσουν γιατί ο Μέττερνιχ υπήρξε απ’ αρχής μέχρι τέλους ορκισμένος εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης; Όχι! Διότι πρακτικά όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες και διπλωμάτες το 1821 ασπάζονταν τις αρχές της νομιμότητας και της Ιεράς Συμμαχίας. Με την πάροδο όμως των ετών και τα νέα δεδομένα που δημιουργούσε η Ελληνική Επανάσταση, σχεδόν οι πάντες απέστησαν από αυτές. Ο Μέττερνιχ όχι. Γιατί;
Για εντελώς ανάλογους λόγους δεν μας ικανοποιεί και η ερμηνεία που συνήθως δίνεται, ότι ο Μέττερνιχ αντιμετώπισε με εχθρότητα την Ελληνικη Επανάσταση, γιατί ήθελε μια ισχυρή Οθωμανική Αυτοκρατορία ως φραγμό στην προς νότο εξάπλωση της Ρωσίας (βλ. Alan Palmer, Metternich. Councillor of Europe, Orion, London 1972, σελ. 203-212). Αυτό είναι μεν αληθές, αλλά τους ίδιους και περισσότερους λόγους να φράξουν την προς νότο εξάπλωση της Ρωσίας είχαν και οι Άγγλοι και οι Γάλλοι. Αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε, μετά την αρχική κάθετη αντίδρασή τους, να συμβιβασθούν τελικά με την ιδέα μιας αυτόνομης ελληνικής επικράτειας. Ο Μέττερνιχ δεν συμβιβάσθηκε ποτέ. Γιατί;
Γιατί, κύριε Μέττερνιχ;
Οι λόγοι που έκαναν τον Μέττερνιχ ορκισμένο εχθρό της Ελληνικής Επανάστασης πρέπει, κατά την εκτίμησή μας, να αναζητηθούν αλλού.
Αν προσέξουμε, θα διαπιστώσουμε ότι η Οθωμανική και η Αυστριακή αυτοκρατορία είχαν κάτι κοινό. Και αυτό είναι πολύ απλό: Ήταν και οι δύο αυτοκρατορίες· αυτοκρατορίες πολυεθνικές. Αυτό σημαίνει ότι ήταν κρατικές οντότητες που ασκούσαν την εξουσία τους πάνω σε περισσότερους του ενός, διαφορετικούς μεταξύ τους εθνικούς πληθυσμούς.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι συνεπαγόταν αυτό στα μάτια του Μέττερνιχ: Αν αναγνωριζόταν σε έναν εθνικό πληθυσμό, εν προκειμένω στους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το δικαίωμα να κτίσουν το δικό τους κράτος μετά από μια επιτυχημένη εξέγερση, αύριο-μεθαύριο τίποτα δεν θα εμπόδιζε να διεκδικήσουν το ίδιο δικαίωμα και οι Ούγγροι, οι Ιταλοί, οι Κροάτες, οι Σλοβένοι, οι Τσέχοι, οι Σλοβάκοι ή κάποιος άλλος από τους εθνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν μέσα στα όρια της Αυστριακής αυτοκρατορίας. Τα επόμενα χρόνια, μάλιστα, ο Μέττερνιχ θα παρακολουθούσε με προβληματισμό την άνοδο στην Αυστριακή αυτοκρατορία του ουγγρικού ειδικώτερα εθνικισμού και την αυξανόμενη επιρροή του εθνικιστή Ιστβάν Στσετσένυι (Istvan Széchenyi), και βεβαίως οι ανησυχίες του για τις συνέπειες που θα είχε τυχόν επιτυχία των Ελλήνων θα επιτείνονταν ακόμα περισσότερο. Διότι, πράγματι, όπως τουλάχιστον το έβλεπε ο Μέττερνιχ, τυχόν επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης θα άνοιγε πραγματικά τους ασκούς του Αιόλου.
Και υπήρχε και κάτι ακόμα πιο συγκεκριμένο. Για να το καταλάβουμε αυτό, αρκεί να μεταφερθούμε νοητά στη σημερινή Βιέννη. Εκεί, σε ένα κτήριο που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, στην καρδιά της κάποτε ακμαίας Ελληνικής συνοικίας της Αυστριακής πρωτεύουσας, στο σημείο όπου συναντώνται οι οδοί Fleischmarkt και Rotenturmstraße, βλέπουμε εντοιχισμένη μια μεγάλη χάλκινη ανάγλυφη πλάκα, τοποθετημένη το 1957 από τους Έλληνες της Βιέννης. Η πλάκα φέρει επάνω ανάγλυφη τη μορφή του Ρήγα Βελεστινλή, και κάτω από αυτή με μεγάλα γράμματα το όνομά του (ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ, 1757-1798). Ακόμα πιο κάτω, αριστερά βλέπουμε ένα περίφημο ρητό του μεγάλου Έλληνα, στα ελληνικά και τα γερμανικά («Οποίος ελεύθερα συλλογάται συλλογάται καλά» – »Wer frei denkt, denkt gut«), και, τέλος, το εξής κείμενο στα γερμανικά:
»Hier stand die Druckerei von Markides Puliu wo Rigas Welestinlis im J. 1797 seine revolutionären Werke zur Befreiung der Griechen und der Balkan-Völker drucken ließ« – που σημαίνει ότι σε αυτό το σημείο βρισκόταν το τυπογραφείο των αδελφών Μαρκίδες Πούλιου, όπου ο Ρήγας Βελεστινλής το 1797 εκτύπωσε τα επαναστατικά του έργα για την απελευθέρωση των Ελλήνων και των Βαλκανικών λαών.
Όταν διαβάζει κανείς αυτό το κείμενο, δεν μπορεί να μη μπει στον πειρασμό να σκεφθεί αυτό που δίχως άλλο σκεπτόταν και ο Μέττερνιχ: ότι οι Βαλκανικοί λαοί, για την απελευθέρωση των οποίων γίνεται λόγος, βρίσκονταν άλλοι μεν υπό οθωμανική, άλλοι δε υπό αυστριακή, εξουσία! Αν οι Βαλκανικοί λαοί αφυπνίζονταν από το επαναστατικό κάλεσμα του Ρήγα, δεν θα επηρεαζόταν μόνο η Οθωμανική αυτοκρατορία· θα επηρεαζόταν εξίσου και η Αυστριακή! Δεν είναι να απορεί κανείς για τους λόγους που έκαναν τους Αυστριακούς να συλλάβουν τον Ρήγα και να τον παραδώσουν στους δημίους του – όσο και αν οι σύγχρονοι Αυστριακοί προσπαθούν να εξιλεωθούν γι’ αυτό, έχοντας μάλιστα δώσει το όνομα του Ρήγα και σε δρόμο της Βιέννης.
Τα παραπάνω μας επιτρέπουν να καταλάβουμε πραγματικά την πολιτική του Μέττερνιχ. Όταν ο Μέττερνιχ κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια, για να κατασταλεί η Ελληνική Επανάσταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ένιωθε ότι έσπευδε να σβήσει τη φωτιά στο σπίτι του γείτονα, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, αν αυτή εξαπλωνόταν, θα έκαιγε και το δικό του! Άλλωστε, ο ίδιος είπε κάποτε ότι η Αυστριακή και η Οθωμανική αυτοκρατορία είχαν κοινή μοίρα, και κάθε βλάβη της ακεραιότητας της δεύτερης θα ήταν βλάβη και της πρώτης. Ασφαλώς, με τα όσα είδαμε παραπάνω καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι εννοούσε.
Με τα παραπάνω δεδομένα, δεν αποτελεί βεβαίως έκπληξη ότι ο Μέττερνιχ υπήρξε ορκισμένος εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης· έκπληξη θα αποτελούσε, αν συνέβαινε το αντίθετο.
Η πολιτική και οι ελιγμοί τού Μέττερνιχ
Αδυνατώντας να παρουσιάσουμε διεξοδικά μέσα στα όρια ενός άρθρου την πολιτική και τους ελιγμούς του Μέττερνιχ πάνω στο θέμα της Ελληνικής Επανάστασης, θα σταθούμε σε μερικά μόνο σημεία, τα οποία αναδεικνύουν, πρώτον, το γενικό στίγμα της πολιτικής του, και δεύτερον, τους απίστευτους ελιγμούς στους οποίους κατέφυγε ο δαιμόνιος Αυστριακός διπλωμάτης, για να επιτύχει τους στόχους του.
Ο Μέττερνιχ είχε αφήσει να διαφανεί η ανθελληνική του στάση ήδη πριν την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1815 στο Συνέδριο της Βιέννης, όταν συζητείτο η προσάρτηση των Επτανήσων στην Αγγλία, εντελώς παρεμπιπτόντως έγινε λόγος για «ελληνικό έθνος». Ο Μέττερνιχ διέκρινε τον κίνδυνο, πετάχθηκε και φώναξε: – Ελληνική φυλή δεν υφίσταται πλέον!
Ουσιαστικά, πρόκειται για την ίδια ακριβώς θέση την οποία μετά από είκοσι χρόνια, το 1835, ανέλαβε να εξελίξει σε θεωρία ένας επίσης Αυστριακός -τυχαίο;-, ο οποίος γνώριζε και θαύμαζε τον Μέττερνιχ: ο Φαλμεράγιερ (Jakob Philipp Fallmerayer, 1790-1861). Ο Μέττερνιχ δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει: «Δεν υπάρχει ελληνικό έθνος, ούτε αναγνωρίζονται εντός τού Τουρκικού κράτους άλλες εθνότητες, παρά μόνο Τούρκοι!».
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, η διεθνής συγκυρία δεν μπορούσε να είναι περισσότερο δυσμενής. Το νέο του κινήματος του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες βρήκε τους Ευρωπαίους ηγέτες και διπλωμάτες να συνεδριάζουν σε Συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας στο Λάυμπαχ. Τα βλέμματα όλων στράφηκαν στον τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο Α’, ο οποίος ένιωσε την ανάγκη να πείσει τους Ευρωπαίους ομολόγους του ότι δεν είχε καμμία σχέση με το στασιαστικό αυτό κίνημα, του οποίου ηγείτο ένας αξιωματικός του ρωσικού στρατού, ο οποίος μάλιστα είχε διατελέσει υπασπιστής του τσάρου και στην επαναστατική του προκήρυξη υπαινισσόταν ότι η εξέγερση θα στηριζόταν από μια «κραταιάν δύναμιν». Ας μη γελιόμαστε όμως. Κανένας από τους Ευρωπαίους ηγέτες δεν θα διενοείτο ποτέ να θυσιάσει για τους Έλληνες την ευρωπαϊκή τάξη, την οποία εγγυάτο η Ιερή Συμμαχία. Ο τσάρος Αλέξανδρος όχι απλώς καταδίκασε το κίνημα του Υψηλάντη, όχι απλώς διέταξε να διαγραφεί αμέσως το όνομά του από τους καταλόγους του ρωσικού στρατού και να δημευθεί η περιουσία των Υψηλάντηδων στη Ρωσία, αλλά και έδωσε στον Σουλτάνο την άδεια που βάσει των συνθηκών χρειαζόταν, για να μετακινήσει οθωμανικά στρατεύματα στο έδαφος των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και να πνίξει στο αίμα την εξέγερση. Αυτό το τελευταίο ήταν η αρχή του τέλους για το κίνημα του Υψηλάντη. Για τον Μέττερνιχ, όλα εξελίσσονταν κατ’ ευχήν.
«Όσο ψηλότερα ανέβαιναν οι κραυγές των θυμάτων στον ουρανό, όσο περισσότερο κομμάτιαζαν τα σώματα των ηρωικών Ελλήνων νεκρών, όσο πιο πολύ τα έγδερναν, τα περνούσαν στη σούβλα και τα έσχιζαν ζωντανά, όσο περισσότερο κρεμούσαν στα δέντρα τα βρέφη από τα ποδαράκια τους ή τα έκοβαν στη μέση, όσο περισσότερο ατίμαζαν μάννες, τις έσερναν απ’ τα μαλλιά, τις έριχναν στα πηγάδια, τις έσφαζαν και τις χώριζαν στα τέσσερα, όσο πιο πολύ οι Τούρκοι έκοβαν τα στήθη ζωντανών Ελληνίδων ή έχωναν στα γεννητικά τους όργανα πυρακτωμένα σίδερα και τους έσχιζαν τις κοιλιές και τις έπνιγαν με τα ίδια τους τα έντερα (γιατί συνέβαιναν όλα αυτά), τόσο πιο φωτεινά γίνονταν κι άστραφταν από χαρά τα πρόσωπα τού Μέττερνιχ και τού Ουέλλινγκτον, τόσο πιο χαρούμενα έστελνε ο πρέσβης τα νέα του από την Κωνσταντινούπολη στη Βιέννη, και τόσο πιο ήρεμος πήγαινε ο Μέττερνιχ με τη γυναίκα του να ξαπλώσουν στο κρεβάτι».
Στον Μέττερνιχ όμως δεν αρκούσε η καταστολή της εξέγερσης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Έπρεπε να εξουδετερωθεί και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Όπερ και εγένετο. Μετά τη δυσμενή εξέλιξη της εξέγερση ς στις Ηγεμονίες, και κυρίως την καταστροφική ήττα στο Δραγατσάνι τον Ιούνιο του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κινήθηκε προς βορράν και παρασύρθηκε να καταφύγει στην Αυστρία, με πλαστό διαβατήριο και διαβεβαιώσεις ότι θα του επιτρεπόταν να περάσει από τη χώρα ελεύθερα. Στόχος του να κατέβει από την Αυστρία στην ιταλική χερσόνησο και από εκεί να περάσει στην Πελοπόννησο, όπου η Επανάσταση ήδη μαινόταν. Δυστυχώς, οι διαβεβαιώσεις που είχε πάρει δεν ήταν παρά μια καλοστημένη παγίδα που του είχε στήσει ο δαιμόνιος Μέττερνιχ. Στα αυστριακά σύνορα τον περίμενε ο φρούραρχος στρατηγός Θυσί, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι επιθυμία του αυτοκράτορα ήταν να παράσχει άσυλο στον πρίγκιπα εντός της επικράτειάς του, με τον όρο ότι αυτός θα έδινε τον λόγο της τιμής του ότι δεν θα επιχειρούσε να δραπετεύσει και δεν θα είχε αλληλογραφία με κανέναν. Μάταια ο Υψηλάντης επικαλέστηκε τις υποσχέσεις που του είχαν δοθεί και το διαβατήριό του. Γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν ουσιαστικά κρατούμενος. Μικρό στρατιωτικό απόσπασμα τον παρέλαβε και τον οδήγησε στις σκοτεινές φυλακές του φρουρίου του Μουνκάτς, του σημερινού Μουκάτσεβο της δυτικής Ουκρανίας. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε εξουδετερωθεί.
Εν τω μεταξύ, όμως, ο Μέττερνιχ είχε να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις. Ήδη το 1821, η είδηση των σφαγών χριστιανών αμάχων και του απαγχονισμού του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ στην Κωνσταντινούπολη προκάλεσαν τη διπλωματική παρέμβαση της Ρωσίας, με τη μορφή τελεσιγράφου προς την Υψηλή Πύλη. Η άρνηση του Σουλτάνου να απαντήσει στο ρωσικό τελεσίγραφο προκάλεσε δραματική επιδείνωση στις ρωσοτουρκικές σχέσεις, που έφθασε μέχρι την ανάκληση του Ρώσου πρέσβη από την Κωνσταντινούπολη. Η έκρυθμη κατάσταση μπορούσε ανά πάσα ώρα και στιγμή να οδηγήσει στην έκρηξη ενός ρωσοτουρκικού πολέμου. Και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να επιθυμεί ο Μέττερνιχ.
Πίσω από αυτές τις εξελίξεις βρισκόταν μια άλλη σπουδαία προσωπικότητα της ευρωπαϊκής διπλωματίας: ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών του τσάρου, ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ο Μέττερνιχ είχε εγγράψει τον Καποδίστρια στη λίστα των αντιπάλων του ήδη από την εποχή του Συνεδρίου της Βιέννης. Σε έγγραφό του προς τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Κάστλεριγ έγραφε μεταξύ άλλων: «. . . Να παράσχουμε στον τσάρο ηθικό αντιστάθμισμα κατά των μηχανορραφιών του Καποδίστρια». Σε άλλη του επιστολή καλούσε τον Βρετανό ομόλογό του να παραστεί σε επικείμενη διάσκεψη «ως αντίρροπον του Καποδίστρια».
Ο Καποδίστριας κινούσε πλέον τη ρωσική πολιτική προς μια κατεύθυνση αντίκρυς αντίθετη προς τη λογική του Μέττερνιχ, με αποτέλεσμα να φαίνεται αναπόφευκτη η κήρυξη πολέμου από τον τσάρο ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε τότε ο Μέττερνιχ, για να θέσει εκτός μάχης τον Καποδίστρια, αναδεικνύει περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο το δαιμόνιο πνεύμα του και επιβεβαιώνει αυτό που έχει γραφεί για τον Μέττερνιχ από κάποιον βιογράφο του: ότι το οικόσημο της οικογένειας Μέττερνιχ εικόνιζε αετό με απλωμένα τα φτερά, αλλά το προσωπικό του σύμβολο ήταν η αράχνη που παραμονεύει το θύμα της. . .
Συγκεκριμένα, την άνοιξη του 1822, και ενώ ο ρωσοτουρκικός πόλεμος έμοιαζε αναπόφευκτος με την πολιτική που ακολουθούσε η Ρωσία με τη σοφή καθοδήγηση του Καποδίστρια, εντελώς ξαφνικά το ενδεχόμενο πολέμου απομακρύνθηκε, για λόγους φαινομενικά άσχετους. Συγκεκριμένα, ο αδελφός του τσάρου Αλέξανδρου, ο μέγας δούκας Κωνσταντίνος (αυτός τον οποίο η Αικατερίνη Β’ η Μεγάλη προόριζε για τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και που γι’ αυτόν μάλιστα τον λόγο είχε μάθει και ελληνικά), διεβίβασε στον αδελφό του τσάρο σημαντικές πληροφορίες που είχε για την κατάσταση στην Πολωνία. Σύμφωνα με αυτές, αν η Ρωσία ερχόταν σε ένοπλη σύρραξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Πολωνοί εθνικιστές θα εκμεταλλεύονταν την εμπλοκή του ρωσικού στρατού στα ρωσοτουρκικά σύνορα και θα κήρυσσαν απελευθερωτική επανάσταση. Οι πληροφορίες αυτές θορύβησαν τον τσάρο Αλέξανδρο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αναπροσαρμόσει πάραυτα την πολιτική του και να έλθει σε συμβιβασμό με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με στόχο την αποφυγή του πολέμου.
Πίσω από όλα αυτά κρυβόταν ο δαιμόνιος Μέττερνιχ, ο οποίος είχε συλλάβει και υλοποιήσει το εξής «σατανικό» σχέδιο: Είχε βάλει πράκτορές του να έλθουν σε συνεννόηση με Πολωνούς εθνικιστές, εκμεταλλευόμενος τα πατριωτικά αισθήματά τους. Γνώριζε ότι το ενδεχόμενο μιας πολωνικής Επανάστασης θα αρκούσε, για να κάνει τον τσάρο Αλέξανδρο να βάλει φρένο στην πολιτική του Καποδίστρια, να εγκαταλείψει κάθε σκέψη για πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία και να επαναβεβαιώσει την πίστη του στις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας. Το αποτέλεσμα του απίστευτου αυτού ελιγμού του Μέττερνιχ ήταν απόλυτος θρίαμβος για τον Αυστριακό διπλωμάτη.
Ο Καποδίστριας έμοιαζε πλέον εύκολος στόχος. Από τη στιγμή που ο τσάρος Αλέξανδρος εγκατέλειψε την πολιτική του έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σύρθηκε από τον πανούργο Μέττερνιχ στη συμμόρφωση με τις επιδιώξεις και την πολιτική της Βιέννης, το επόμενο βήμα ήταν η απομάκρυνση του Καποδίστρια, παρά την ειλικρινή εκτίμηση που έτρεφε προς το πρόσωπό του ο τσάρος. Ο Καποδίστριας εγκατέλειψε τελικά την Πετρούπολη στα μέσα Αυγούστου του 1822. Όταν αργότερα τον ίδιο μήνα ο Μέττερνιχ συναντήθηκε με τον Βρετανό Αρμοστή των Επτανήσων Μαίτλαντ στη Βιέννη, του είπε θριαμβευτικά:
– Λοιπόν, στρατηγέ μου, η αρχή του κακού ξεριζώθηκε. Ο κόμης Καποδίστριας τάφηκε για το υπόλοιπο της ζωής του. Θα ζείτε ειρηνικά στα νησιά, και η Ευρώπη θα απαλλαγεί από τους μεγάλους κινδύνους με τους οποίους την απειλούσε η επιρροή αυτού του ανθρώπου.
Βεβαίως, γνωρίζουμε ότι ο Μέττερνιχ έμελλε τελικά να διαψευσθεί. Αλλά τότε, τον Αύγουστο του 1822, ο θρίαμβός του έμοιαζε ότι δεν θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερος.
Ο επόμενος διπλωματικός θρίαμβος του Μέττερνιχ, σε σχέση πάντα με την Ελληνική Επανάσταση, ήταν το Συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας στην ιταλική πόλη Βερόνα, το πρώτο μετά το Λάυμπαχ, που συνήλθε μεταξύ 8 Οκτωβρίου και 2 Δεκεμβρίου 1822.
Οι επαναστατημένοι Έλληνες είχαν συγκροτήσει επιτροπή, για να μεταβεί στη Βερόνα και να θέσει τα δίκαια των Ελλήνων ενώπιον των Ευρωπαίων ηγετών. Μέλη της επιτροπής ήταν ο Ανδρέας Μεταξάς, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο γιος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη Γιωργάκης. Στόχος τους να πείσουν τους Ευρωπαίους ότι ο δικός τους αγώνας δεν είχε καμμία σχέση με εξεγέρσεις σαν αυτές που είχαν εκραγεί στην Ισπανία και την Ιταλία και είχαν κατασταλεί με δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας. Ο δικός τους αγώνας ήταν αγώνας εθνικοαπελευθερωτικός, όχι στασιαστικό κίνημα. Οι Έλληνες είχαν προετοιμασθεί όπως και όσο μπορούσαν, για να είναι ο λόγος τους πειστικός. Στην Πελοπόννησο, ο ευγενής πατριώτης Δημήτριος Υψηλάντης, που είχε έλθει να αναλάβει την ηγεσία εξ ονόματος του αδελφού του, είχε παραμερισθεί, περισσότερο ή λιγώτερο άκομψα, για να μπορούν οι Έλληνες να πουν στους Ευρωπαίους ότι δεν έχουν πια καμμία σχέση με μυστικές εταιρείες που στόχευαν στην επαναστατική δράση, όπως ήταν η Φιλική Εταιρεία.
«Ολόκληρη η Ευρώπη έφριττε και έτριζε, ακούγοντας και βλέποντας τις ανείπωτες θηριωδίες, και μόνο αυτοί οι δύο έμεναν ήρεμοι και παρακολουθούσαν το σχέδιό τους με μια ψυχραιμία που παρόμοιά της οι άνθρωποι δεν έχουν γνωρίσει. (…) Οι ουρανομήκεις φλόγες των πόλεων και των χωριών που έκαιγαν αγγίζαν την καρδιά των Γροιλανδών και των Ινδιάνων και τους ανάγκαζαν σε δάκρυα συμπάθειας, και μόνο ο Μέττερνιχ και ο Ουέλλινγκτον ατένιζαν ήρεμοι τα ερείπια και ζέσταιναν τα χέρια τους στη στάχτη που τρεμόσβηνε».
Οι Έλληνες αντιπρόσωποι όμως εμποδίσθηκαν ακόμη και να μεταβούν στη Βερόνα. Στην Αγκόνα, όπου αποβιβάσθηκαν, ζήτησαν άδεια από τον πάπα Πίο Ζ’ να διασχίσουν το παπικό κράτος, προκειμένου να μεταβούν στη Βερόνα και να εκθέσουν εκεί τα ελληνικά δίκαια ενώπιον των Ευρωπαίων ηγετών. Όμως η άδεια δεν τους δόθηκε ποτέ. Ο παντοδύναμος Μέττερνιχ, ο οποίος γνώριζε τις κινήσεις των Ελλήνων, είχε αξιώσει από τον πάπα να μην επιτρέψει στους Έλληνες να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Εν τέλει, το Συνέδριο της Βερόνας καταδίκασε απερίφραστα την Ελληνική Επανάσταση. Η εγκύκλιος του Συνεδρίου συνέδεε ευθέως την Επανάσταση των Ελλήνων με τις εξεγέρσεις στην Ισπανία και την Ιταλία, αποδίδοντας όλες αυτές τις αναταραχές στο «ανατρεπτικόν των κοινωνιών πνεύμα», αυτό ακριβώς που είχε ταχθεί να καταστέλλει η Ιερά Συμμαχία, ώστε να διαφυλάσσει την ευρωπαϊκή τάξη: «Μέγα πολιτικόν γεγονός εξερράγη περί τα τέλη τού τελευταίου Συνεδρίου, τού Συνεδρίου τού Λάυμπαχ. Ό,τι το ανατρεπτικόν των κοινωνιών πνεύμα άρχισε στη Δυτική Χερσόνησο, ό,τι δοκίμασε να πράξει στην Ιταλίαν, το κατόρθωσε στις ανατολικές εσχατιές της Ευρώπης. Την στιγμή που κατευνάσθηκαν δια της βίας οι στρατιωτικές επαναστάσεις στα βασίλεια της Νεαπόλεως και της Σαρδηνίας, ερρίφθη ο επαναστατικός δαυλός εν μέσω της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η σύμπτωση των γεγονότων απέδειξε ότι μία και η αυτή ήταν η αρχή τους. Το ίδιο κακό, αναφαινόμενο σε πολλά μέρη, αλλά πάντοτε υπό τους ίδιους τύπους, αν και από διάφορα προσχήματα, πρόδιδε την κοινήν εστίαν απ’ όπου προήλθεν».
Στο τέλος της σχετικής αναφοράς, διατρανωνόταν η σταθερή βούληση των Ευρωπαίων ηγετών να καταδικάσουν την αρχή της Επανάστασης, όπου και όπως και αν εκδηλωθεί αυτή, επομένως και προκειμένου περί της εξέγερσης των Ελλήνων: «Οι άνακτες, έχοντας σταθερή απόφαση να απωθήσουν την αρχήν της επαναστάσεως σε οποιοδήποτε μέρος και με οποιαδήποτε μορφή και αν εμφανισθεί, έσπευσαν να την καταδικάσουν ομόφωνα. Ασχολούμενοι δε απαρεγκλίτως στο έργο της κοινής φροντίδας τους, αντέκρουσαν κάθε τι που μπορούσε να τους εκτρέψει από την οδό τους. Αλλ’ ακούγοντας ταυτόχρονα και τη φωνή της συνειδήσεως και τού ιερού καθήκοντος, συνηγόρησαν υπέρ των θυμάτων της ασύνετης και εγκληματικής ενέργειας». Επρόκειτο για πραγματικό διπλωματικό θρίαμβο του Μέττερνιχ και της πολιτικής του.
Σύντομα όμως νέφη άρχισαν να σκιάζουν εκ νέου τον ορίζοντα και να απαιτούν νέους ελιγμούς από τον Μέττερνιχ. Ο νέος Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών, Τζώρτζ Κάννινγκ, εμφάνιζε τάσεις αναθεώρησης της απροκάλυπτα καταδικαστικής για την Ελληνική Επανάσταση πολιτικής που είχε ακολουθήσει η Μεγάλη Βρετανία ως τότε. Ο Μέττερνιχ είχε διακρίνει αυτές τις τάσεις και έλεγε χαρακτηριστικά για τον Κάννινγκ ότι δεν ήταν εμπρηστής, αλλά σε περίπτωση έκρηξης πυρκαγιάς θα βρισκόταν ανάμεσα στις φλόγες και την πυροσβεστική αντλία. Τον Ιανουάριο του 1824 ο τσάρος Αλέξανδρος αιφνιδίασε τους πάντες, προτείνοντας αυτό που έχει μείνει γνωστό ως Σχέδιο των Τριών Τμημάτων: την ίδρυση στον ελλαδικό χώρο τριών αυτόνομων Ηγεμονιών, υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, κατά το πρότυπο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Το σχέδιο βεβαίως αυτό απορρίφθηκε, όχι μόνο από τον Σουλτάνο, αλλά και από τους Έλληνες, οι οποίοι, μετά τις νίκες των πρώτων ετών της Επανάστασης, προσδοκούσαν και αξίωναν κάτι περισσότερο. Αλλά στην Ευρώπη η ρωσική κίνηση τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα. Η Αγγλία, μη θέλοντας να αφήσει στη Ρωσία την πρωτοβουλία της επίλυσης του ελληνικού ζητήματος, άρχισε να επεξεργάζεται και αυτή ένα δικό της σχέδιο, για την ίδρυση μιας αυτόνομης Ελληνική ς επικράτειας, φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο.
Ο Μέττερνιχ συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να παρέμβει. Και ο τρόπος με τον οποίο παρενέβη, χωρίς υπερβολή, ξεπερνάει κάθε φαντασία. Σε μια σύσκεψη με εκπροσώπους της Ρωσίας και της Αγγλίας, γνωρίζοντας ότι οι Ρώσοι θα επέμεναν στο Σχέδιο των Τριών Τμημάτων, ενώ και οι Άγγλοι φλέρταραν με τη σκέψη της παραχώρησης στους Έλληνες περιορισμένης αυτονομίας στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες, ο Μέττερνιχ έκανε το ανήκουστο. Πρότεινε τη δημιουργία μιας. . . Ανεξάρτητης Ελλάδας, που τα όριά της μάλιστα θα περιλάμβαναν τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που ανήκαν κάποτε στο Βυζάντιο. Όλοι πάγωσαν. Όπως σημειώνει ο Αυστριακός διπλωμάτης Πρόκες φον Όστεν, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Νέσσελροντ, μόλις άκουσε αυτή την απροσδόκητη πρόταση, «έμεινε άλαλος», και όταν συνήλθε από την αμηχανία, ψέλλισε ότι «η Ρωσία ουδέποτε θα ήθελε ανεξάρτητη Ελλάδα». Η συζήτηση σταμάτησε εκεί, χωρίς να τεθεί καν θέμα παραχώρησης αυτονομίας. Ο δαιμόνιος Μέττερνιχ είχε, για μία ακόμη φορά, θριαμβεύσει.
Ο Μέττερνιχ όμως συνειδητοποιούσε ότι, σε όσους ελιγμούς και να κατέφευγε, το ελληνικό ζήτημα θα έπαυε να υφίσταται και να απασχολεί τους Ευρωπαίους, μόνο αν οι οθωμανικές δυνάμεις κατάφερναν να πνίξουν στο αίμα την επανάσταση. Αυτό τον έκανε να χαίρεται τις οθωμανικές νίκες, σαν να επρόκειτο για νίκες των αυστριακών όπλων. Είναι χαρακτηριστική η αντίδρασή του στο νέο της καταστροφής των Ψαρών, που το έμαθε με επιστολή που έλαβε στα λουτρά του Ίσχλ, όπου βρισκόταν, στις 18/30 Ιουλίου 1824. Ο διπλωμάτης Φρήντριχ Γκέντς (1764-1832), σύμβουλος του Μέττερνιχ και άσπονδος εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης, αφηγείται τη στιγμή ως εξής:
«Ο πρίγκιπας είχε βγει πεζός για περίπατο, στον οποίο δεν μπορούσα δυστυχώς να τον ακολουθήσω. Έστειλα όμως τον Φράντς σε αναζήτησή του και του απέστειλα τη σπουδαία αυτή επιστολή, σε ένα μέρος όπου βεβαίως ουδέποτε γινόταν λόγος για τον καπετάν πασά. Ο πρίγκιπας ήλθε μετά από λίγο κοντά μου και —πολύ ήσυχα, για να μην ακούσουν οι φίλοι των Ελλήνων- χαρήκαμε από κοινού για την αγγελία του γεγονότος, το οποίο μπορεί πολύ εύκολα να αποτελέσει την αρχή του τέλους της Ελληνικής Επανάστασης».
Εν τω μεταξύ, ο Μέττερνιχ παρακολουθούσε με ανησυχία τη διόγκωση του φιλελληνικού κύματος στην Ευρώπη. Ο ηρωικός αγώνας των Ελλήνων δύσκολα θα μπορούσε να αφήσει κάποιον ασυγκίνητο. Ακόμα και ο προαναφερθείς αμέσως παραπάνω διπλωμάτης Φρίντριχ Γκέντς, αμετακίνητος όπως και ο ίδιος ο Μέττερνιχ εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης, έγραψε σε αναφορά που υπέβαλε την 9η Σεπτεμβρίου 1825 στην Ιερά Συμμαχία σχετικά με το Μεσολόγγι: «Ό,τι και όπως και αν φρονεί κανείς περί των Ελλήνων, κανένας δεν μπορεί να αναγνώσει χωρίς ενδιαφέρον, χωρίς συμπάθεια μάλιστα, τα αποσπάσματα του ημερολογίου της πολιορκίας, διότι ούτε φίλοι ούτε εχθροί μπορούν να αρνηθούν ότι η υπεράσπιση του Μεσολογγίου, οποιαδήποτε και αν είναι η έκβασή της, είναι αληθές “ηρώων έργον”».
Η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης από την Αγγλία και τη Ρωσία, λίγο μόλις πριν την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου, στις 23 Μαρτίου / 4 Απριλίου 1826, σηματοδοτούσε μια απομάκρυνση από τις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας, τις οποίες με πάθος -αλλά και με κάθε είδους δολοπλοκίες, όπως είδαμε- υπερασπιζόταν ο Μέττερνιχ. Με το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, η Αγγλία και η Ρωσία συμφώνησαν να μεσολαβήσουν για τον τερματισμό των εχθροπραξιών, προτείνοντας την ίδρυση μιας φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο αυτόνομης Ελληνικής επικράτειας. Ο Μέττερνιχ αποκάλεσε το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης «αχώνευτο προϊόν αντιμαχόμενων ιδεών και συμφερόντων». Θεωρούσε όμως -και σε αυτό συμφωνούσε απολύτως με τον Σουλτάνο- ότι μετά την πτώση του Μεσολογγίου το Πρωτόκολλο δεν είχε πλέον καμμία σημασία, καθώς το ελληνικό ζήτημα θα λυνόταν στα πεδία των μαχών με θρίαμβο των οθωμανικών όπλων.
Τότε όμως ο Μέττερνιχ, ο ασυναγώνιστος στη διπλωματική σκακιέρα, έκανε τη λάθος κίνηση. Θέλοντας να «μπλοκάρει» τις συζητήσεις για το ελληνικό ζήτημα, στις 26 Δεκεμβρίου 1826 έδωσε διαταγή στον πρεσβευτή της Αυστρίας στο Λονδίνο να μη συμμετέχει πλέον στις σχετικές συναντήσεις. Ήταν πεπεισμένος ότι η αποχώρηση της Αυστρίας θα παρέλυε τον μηχανισμό αναζήτησης λύσης στο ελληνικό ζήτημα, και έτσι θα κερδιζόταν ο χρόνος που χρειαζόταν, ώστε ο Σουλτάνος να καταστείλει την Επανάσταση και να μπορεί μετά να λέει ότι ελληνικό ζήτημα δεν υφίσταται. Η κίνηση όμως του Μέττερνιχ είχε εν προκειμένω τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Όχι μόνο δεν επτόησε καθόλου τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και τους έλυσε τα χέρια, ώστε να προχωρήσουν σε μια πιο δραστική τακτοποίηση του ελληνικού ζητήματος.
Το αποτέλεσμα ήταν η καθοριστική Συνθήκη του Λονδίνου, στις 6 Ιουλίου 1827. Η συνθήκη υπογράφηκε από τις δύο Δυνάμεις που είχαν υπογράψει το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, την Αγγλία και τη Ρωσία, αλλά και από τη Γαλλία, που έσπευσε να συμμετάσχει και αυτή στις εξελίξεις, φοβούμενη ότι διαφορετικά θα έμενε εκτός του νυμφώνος των διπλωματικών εξελίξεων. Η Συνθήκη του Λονδίνου προέβλεπε την ίδρυση μιας φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο αυτόνομης Ελληνικής επικράτειας, όπως άλλωστε και το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Το πραγματικά νέο εδώ είναι ότι οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις αναλάμβαναν να παρέμβουν για την επιβολή άμεσης ανακωχής, προβλέποντας μάλιστα τη χρήση στρατιωτικής βίας ενάντια στην πλευρά που δεν θα συμμορφωνόταν. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη της Συνθήκης του Λονδίνου είναι αυτή που άνοιξε τον δρόμο για το Ναβαρίνο και τις καθοριστικές εξελίξεις που αυτό δρομολόγησε.
«Χιλιάδες καταχτυπημένα και κουρελιασμένα βρέφη πέθαιναν από την πείνα πάνω στην ανασκαλεμένη γη χωρίς δέντρα και χωράφια, στο κλασικό χώμα, κλαίγοντας με ασάλευτα χεράκια και βλέμματα προς τον μαστό της μάννας, αλλά ο Μέττερνιχ και ο Ουέλλινγκτον έβλεπαν χαμογελώντας τις δημοσιευμένες εικόνες που έδειχναν βρέφη να σπαράζουν κρεμασμένα από τα ποδαράκια τους και τις κρεμούσαν στους τοίχους των σπιτιών τους λέγοντας καθησυχαστικά: “Οι μικροί αντάρτες δεν θα μας βλάψουν πια”».
Όμως, έναν μόλις μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, ένα απροσδόκητο γεγονός κινδύνευσε να αλλάξει δραματικά τον ρου των γεγονότων. Ο Τζώρτζ Κάννινγκ, ο αρχιτέκτονας της Συνθήκης του Λονδίνου, ο οποίος είχε γίνει και πρωθυπουργός της Αγγλίας νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στις 8 Αυγούστου 1827. Η πρωθυπουργική θητεία του Κάννινγκ παραμένει μέχρι σήμερα η συντομώτερη στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου, μόλις 119 ημέρες, ο δε Κάννινγκ είναι γνωστός στην Αγγλία ως ο «Χαμένος Ηγέτης» (“Lost Leader”). Για τον Μέττερνιχ, ο θάνατος του Κάννινγκ ήταν θείο δώρο. Μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατό του, έβγαλε έναν στεναγμό ανακουφίσεως και κυνικώτατα τον χαρακτήρισε ως «χάρη της Θείας Προνοίας». Και από την οπτική του γωνία, δεν είχε άδικο να επιχαίρει. Η νέα βρετανική κυβέρνηση του Ουέλλινγκτον άρχισε να εμφανίζει σαφείς τάσεις να αποστεί από την πολιτική του Κάννινγκ και να επιστρέψει στη λογική της νομιμότητας και στις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας.
Ωστόσο, η Συνθήκη του Λονδίνου είχε θέσει σε κίνηση έναν μηχανισμό που παρέμενε εξαιρετικά επικίνδυνος, παρά τον θάνατο του αρχιτέκτονά του. Ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούσε να συμβεί το «ατύχημα». Ο Μέττερνιχ συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να παρέμβει άμεσα, για να προλάβει τυχόν δυσάρεστες εξελίξεις. Και ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να παρέμβει αναδεικνύει, για μία ακόμη φορά, τη διπλωματική του ευφυία.
Συγκεκριμένα, στις 2 Οκτωβρίου 1827 απέστειλε διεξοδικό έγγραφο με αναλυτικές οδηγίες προς τον επιτετραμμένο της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη βαρόνο Όττενφελντς, με την υπόδειξη το έγγραφο αυτό να επιδειχθεί και στον Ρείζ εφέντη. Στο έγγραφο εκτίθετο η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και το αδιέξοδο στο οποίο φαίνονταν να έχουν οδηγηθεί οι σχέσεις ανάμεσα στην Υψηλή Πύλη και τις τρεις συμμάχους χώρες κατόπιν της Συνθήκης του Λονδίνου. Ο πυρήνας του προβλήματος, κατά τον Μέττερνιχ, ήταν ότι οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του Λονδίνου είχαν αποφασίσει να μεσολαβήσουν, επιβάλλοντας ανακωχή, και η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε απορρίψει τη μεσολάβησή τους. Όπως είχαν διαμορφωθεί τα πράγματα, δεν ήταν εύκολο να αναθεωρηθούν οι αποφάσεις που είχαν ληφθεί στο Λονδίνο, που προέβλεπαν τη χρήση των όπλων. Ανά πάσα ώρα και στιγμή κινδύνευε να γίνει το «ατύχημα», το οποίο θα οδηγούσε σε πόλεμο. Η πρόταση του Μέττερνιχ ήταν η εξής: Να αποδεχθεί η Πύλη την ανάγκη εξασφαλίσεως της ειρήνης και να προτείνει ως διαιτητή στη διαφορά που είχε με τις τρεις Δυνάμεις που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του Λονδίνου. . . Την Αυστρία. Έτσι η Αυστρία, που εν προκειμένω ήταν ουδέτερη δύναμη σε σχέση με τα όσα είχαν αποφασισθεί στο Λονδίνο, θα ξαναέμπαινε δυναμικά στο παιχνίδι. Η Πύλη γνώριζε ασφαλώς πόσο ευνοϊκά διέκειτο η Αυστρία απέναντι στα τουρκικά συμφέροντα, αλλά και πόσο ήταν σε θέση να επηρεάσει τις υπόλοιπες Δυνάμεις. Μέσα από τη διαδικασία της διαιτησίας, ήταν περισσότερο από σίγουρο ότι η νέα βρετανική κυβέρνηση θα δεχόταν με ανακούφιση την παρέμβαση της Βιέννης. Η Γαλλία θα ακολουθούσε. Η Ρωσία, αν δεν ακολουθούσε και αυτή, θα ένιωθε πολύ απομονωμένη, για να αποτολμήσει μια ένοπλη σύγκρουση με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η τόσο επικίνδυνη Συνθήκη του Λονδίνου θα είχε ακυρωθεί εν τοις πράγμασι. Αυτή ήταν η πρόταση του Μέττερνιχ. Μέσα από αυτήν, ο Αυστριακός διπλωμάτης έδινε ένα ακόμα δείγμα της διπλωματικής του ευφυΐας.
Ο Ρειζ εφέντης δεν δυσκολεύθηκε να κατανοήσει ότι η πρόταση του Μέττερνιχ έσωζε την κατάσταση, βγάζοντας τον Σουλτάνο από το αδιέξοδο. Ασφαλώς, ο Μέττερνιχ ως μεσολαβητής θα έκανε να χρονίσει η υπόθεση, ενώ εν τω μεταξύ ο Ιμπραήμ θα υπέτασσε με μια οργανωμένη εκστρατεία την Ύδρα και τις Σπέτσες και θα παρέλυε οριστικά την Πελοπόννησο. Έτσι, η Ελληνική Επανάσταση θα είχε καταπνιγεί οριστικά, με αποτέλεσμα de facto πλέον να μην υπάρχει ελληνικό ζήτημα. Τότε, το πρόβλημα θα λυνόταν το πολύ πολύ με την παροχή περιορισμένης αυτονομίας στην Πελοπόννησο, η οποία δεν θα διέφερε από την παροχή μερικών προνομίων. Και όλα αυτά θα εμφανίζονταν ως αποτέλεσμα της μεγαλοθυμίας του Σουλτάνου. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ κυριεύθηκε από τέτοια αισιοδοξία, ώστε αφοσιώθηκε στη μελέτη βιογραφιών ηγεμόνων αναμορφωτών των κρατών τους, όπως ο Μέγας Πέτρος και ο Μέγας Φρειδερίκος – φανταζόμενος ασφαλώς ότι σε αυτούς σύντομα θα ερχόταν να προστεθεί και ο ίδιος.
Τέτοιο ήταν το κλίμα αισιοδοξίας που κυριαρχούσε εκείνες τις ημέρες του Οκτωβρίου του 1827 στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πύλη συντάχθηκαν μάλιστα ευχαριστήριες επιστολές προς τον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο και τον Μέττερνιχ, τους «ειλικρινέστερους φίλους του Σουλτάνου, των δικαίωμά των και της κραταιάς βασιλείας του». Οι επιστολές εστάλησαν μέσα σε κλίμα ευεξίας. Πλην όμως, ήταν ήδη αργά. Στην Πύλη δεν το είχαν μάθει ακόμα, αλλά το «ατύχημα» που φοβόταν ο Μέττερνιχ είχε ήδη γίνει στο Ναβαρίνο. Τα δεδομένα είχαν αλλάξει άρδην. Μπορεί ο Μέττερνιχ να είχε σπεύσει να χαρακτηρίσει τον θάνατο του Κάννινγκ «χάρη της Θείας Προνοίας», αλλά η Θεία Πρόνοια είχε αποφασίσει αλλιώς.
Το νέο της ναυμαχίας του Ναβαρίνου έπεσε στη Βιέννη σαν κεραυνός εν αιθρία. Η αυστριακή αντίδραση υπήρξε έντονη – και βεβαίως αναμενόμενη. Τη στιγμή που ο Μέττερνιχ ένιωθε ότι είχε αρχίσει να ξηλώνεται και να καταρρέει ό,τι είχε οικοδομήσει ο Κάννινγκ με τη Συνθήκη του Λονδίνου, ξαφνικά τα πάντα ανατρέπονταν. Ο Αυστριακός αυτοκράτορας Φραγκίσκος χαρακτήρισε την ενέργεια των τριών ναυάρχων στο Ναβαρίνο ως δολοφονία. Ο Αυστριακός πρεσβευτής στο Λονδίνο πρίγκιπας Εστερχάζυ παραλλήλισε το Ναβαρίνο προς τη διάλυση της Πολωνίας. Ο ίδιος ο Μέττερνιχ θεώρησε το Ναβαρίνο ως αρχή της βασιλείας του αληθινού χάους (και είδαμε βεβαίως τι εννοούσε με αυτό).
Ο Μέττερνιχ είχε χάσει πλέον κάθε δυνατότητα παρέμβασης στα γεγονότα που δρομολογήθηκαν. Σχεδόν σαν θεατής παρακολουθούσε τη Συνθήκη της Αλεξάνδρειας, με την οποία ο Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου, με τα πυροβόλα του βρετανικού στόλου του Κόδρινγκτον να σημαδεύουν τα ανάκτορά του, δέχθηκε να αποσύρει τα αιγυπτιακά στρατεύματα από την Πελοπόννησο· την απόβαση στην Πελοπόννησο γαλλικών στρατευμάτων υπό τον στρατάρχη Νικολά-Γιόζεφ Μαιζόν για την επιτήρηση της εκκένωσης της Πελοποννήσου από τον Ιμπραήμ και της παράδοσης των φρουρίων στα οποία παρέμενε τουρκική φρουρά· τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, που οδήγησε στην ταπεινωτική ήττα των Τούρκων και τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, με την οποία ο Σουλτάνος δεχόταν την παραχώρηση στους Έλληνες αυτονομίας.
Η τελευταία παρέμβαση του Μέττερνιχ στο ελληνικό ζήτημα έμελλε να είναι μια παρέμβαση σχεδόν… Φιλελληνική. Ο Μέττερνιχ ήταν από τους πρώτους που πρότειναν να περιορισθεί μεν η Ελλάδα στην Πελοπόννησο, αλλά με απόλυτη ανεξαρτησία, αντί της αυτονομίας, που συζητείτο μέχρι τότε. Βεβαίως, δεν επρόκειτο για όψιμο. . . Φιλελληνισμό. Το σκεπτικό του Μέττερνιχ ήταν ότι η εξάσκηση της ρωσικής επιρροής θα ήταν δυσκολώτερη πάνω σε ανεξάρτητο κράτος, παρά σε υποτελή επικράτεια, που θα είχε την ανάγκη προστασίας. Οι Άγγλοι, που φοβόνταν και αυτοί την επέκταση της επιρροής της Ρωσίας, συμφώνησαν πλήρως. Οι Ρώσοι δεν μπορούσαν να πουν όχι, αλλά επέμειναν να τεθούν τα όρια επί της γραμμής Παγασητικού-Άμβρακικού (προφανώς εκτιμούσαν ότι με μια τέτοια φιλελληνική παρέμβαση θα αύξαναν την επιρροή τους στο κράτος που θα γεννιόταν). Κάπως έτσι φθάσαμε στο Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας, που υπεγράφη στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου 1830 και διεκήρυσσε την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Ο Μέττερνιχ στο περιθώριο
Ο Μέττερνιχ σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή στην Ευρώπη, αλλά, όπως συνηθίζουν να λένε στα αγγλικά, “he overlived his era”. Συνέχισε δηλαδή να ζει, όταν η εποχή του είχε προ πολλού πεθάνει.
Σημαντικό ρόλο στην αποδοκιμασία του από τους ίδιους τους Αυστριακούς έπαιξε η σκληρή στάση του απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση, τη στιγμή που ο αγώνας των Ελλήνων προκαλούσε παγκόσμια αίσθηση και θαυμασμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποδοκιμασίας του Μέττερνιχ για τη στάση του απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση αποτελεί ένα γερμανικό βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Ευρώπη (ειδικά στην Αυστρία κρυφά) το 1836, με τον τίτλο: Ευρωπαϊκά μυστικά ενός αποσχιθέντος. Ο Μέττερνιχ και η Ευρώπη, η Βιέννη και η Αυστρία. Επρόκειτο για ένα πυκνογραμμένο βιβλίο 247 σελίδων, σχήματος 13×20 εκ. Ως τόπος εκδόσεως αναγραφόταν στο εξώφυλλο το Αμβούργο, ως έκδοτης κάποιος Γκέοργκ Μπόρμαν, ενώ δεν υπήρχε το όνομα του συγγραφέα. Ωστόσο, ο αναφερόμενος τόπος εκδόσεως δεν ήταν ο πραγματικός, και το όνομα του εκδότη ήταν φανταστικό. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο είχε τυπωθεί στην Ελβετία, στο Σάνκτ Γκάλλεν, και εκδότες ήταν οι γνωστοί Βάρτμαν και Σάιντλ. Εύλογα θα διερωτηθεί κανείς ποιος ο λόγος της τόσης μυστικότητας. Η απάντηση είναι ότι το βιβλίο ήταν μια ανοικτή καταγγελία του Μέττερνιχ, της αυστριακής πολιτικής και των αρχών της Ιεράς Συμμαχίας. Στο στόχαστρο του ανώνυμου συγγραφέα μπαίνει, εκτός από τον Μέττερνιχ, και ο Ουέλλινγκτον, καθώς οι δύο αυτοί εμφανίζονται να ενσαρκώνουν όχι απλώς τη συντήρηση, αλλά και την αναλγησία. Ιδιαίτερα συγκλονιστική είναι η καταγγελία του κυνισμού με τον οποίο οι ηγέτες της Ιεράς Συμμαχίας αντιμετώπισαν την Ελληνική Επανάσταση. Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Όσο ψηλότερα ανέβαιναν οι κραυγές των θυμάτων στον ουρανό, όσο περισσότερο κομμάτιαζαν τα σώματα των ηρωικών Ελλήνων νεκρών, όσο πιο πολύ τα έγδερναν, τα περνούσαν στη σούβλα και τα έσχιζαν ζωντανά, όσο περισσότερο κρεμούσαν στα δέντρα τα βρέφη από τα ποδαράκια τους ή τα έκοβαν στη μέση, όσο περισσότερο ατίμαζαν μάννες, τις έσερναν απ’ τα μαλλιά, τις έριχναν στα πηγάδια, τις έσφαζαν και τις χώριζαν στα τέσσερα, όσο πιο πολύ οι Τούρκοι έκοβαν τα στήθη ζωντανών Ελληνίδων ή έχωναν στα γεννητικά τους όργανα πυρακτωμένα σίδερα και τους έσχιζαν τις κοιλιές και τις έπνιγαν με τα ίδια τους τα έντερα (γιατί συνέβαιναν όλα αυτά), τόσο πιο φωτεινά γίνονταν κι άστραφταν από χαρά τα πρόσωπα τού Μέττερνιχ και τού Ουέλλινγκτον, τόσο πιο χαρούμενα έστελνε ο πρέσβης τα νέα του από την Κωνσταντινούπολη στη Βιέννη, και τόσο πιο ήρεμος πήγαινε ο Μέττερνιχ με τη γυναίκα του να ξαπλώσουν στο κρεβάτι».
«Ενώ σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν είχε μείνει μάτι χωρίς δάκρυ και ευαίσθητη καρδιά που να μη συγκινήθηκε από την ανήκουστη αθλιότητα των Ελλήνων θυμάτων τού πολέμου, ο Μέττερνιχ και ο Ουέλλινγκτον χαμογελούσαν μεταξύ τους αναγαλλιάζοντας».
«Ολόκληρη η Ευρώπη έφριττε και έτριζε, ακούγοντας και βλέποντας τις ανείπωτες θηριωδίες, και μόνο αυτοί οι δύο έμεναν ήρεμοι και παρακολουθούσαν το σχέδιό τους με μια ψυχραιμία που παρόμοιά της οι άνθρωποι δεν έχουν γνωρίσει. (…) Οι ουρανομήκεις φλόγες των πόλεων και των χωριών που έκαιγαν αγγίζαν την καρδιά των Γροιλανδών και των Ινδιάνων και τους ανάγκαζαν σε δάκρυα συμπάθειας, και μόνο ο Μέττερνιχ και ο Ουέλλινγκτον ατένιζαν ήρεμοι τα ερείπια και ζέσταιναν τα χέρια τους στη στάχτη που τρεμόσβηνε».
«Χιλιάδες καταχτυπημένα και κουρελιασμένα βρέφη πέθαιναν από την πείνα πάνω στην ανασκαλεμένη γη χωρίς δέντρα και χωράφια, στο κλασικό χώμα, κλαίγοντας με ασάλευτα χεράκια και βλέμματα προς τον μαστό της μάννας, αλλά ο Μέττερνιχ και ο Ουέλλινγκτον έβλεπαν χαμογελώντας τις δημοσιευμένες εικόνες που έδειχναν βρέφη να σπαράζουν κρεμασμένα από τα ποδαράκια τους και τις κρεμούσαν στους τοίχους των σπιτιών τους λέγοντας καθησυχαστικά: “Οι μικροί αντάρτες δεν θα μας βλάψουν πια”».
Μέχρι σήμερα, το βιβλίο αυτό είναι σπάνιο και περιζήτητο στην Ευρώπη, ιδιαίτερα μεταξύ των ιστορικών και των μελετητών της πολιτικής του Μέττερνιχ. Αν γνωρίζουμε σήμερα τον συγγραφέα του, αυτό το χρωστάμε. . . στην καλή δουλειά των πρακτόρων του Μέττερνιχ. Ήδη λίγους μήνες μετά την έκδοση του βιβλίου, δύο μυστικές εκθέσεις, τον Σεπτέμβριο του 1836 και τον Μάρτιο του 1837, αποκάλυπταν την ταυτότητα του ανώνυμου συγγραφέα. Επρόκειτο για τον Γερμανό ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και γνωστό μποέμ της εποχής του, με πάθος για την ελευθερία και τη δημοκρατία, Μάξ (Μαξιμίλιαν) Λέοπολντ Λάνγκενσβαρτς (Maximilian Leopold Langenschwarz, 1801-1852).
Αυτό που τελικά έστρεψε την κοινή γνώμη ενάντια στον Μέττερνιχ ήταν η προσήλωση του Αυστριακού καγκελάριου στις αρχές της απολυταρχικής διακυβέρνησης, στη βίαιη καταστολή, στη λογοκρισία του τύπου, στον έλεγχο των πάντων μέσα από ένα ασφυκτικό δίκτυο κατασκόπων. Και όλα αυτά, σε μια εποχή που οι φιλελεύθερες ιδέες κέρδιζαν όλο και περισσότερο τους λαούς της Ευρώπης. Ο Μέττερνιχ κατέληξε να είναι το απόλυτο σύμβολο της συντήρησης και του ολοκληρωτισμού. Αυτός ήταν που τον Ιούνιο του 1819 έγραφε στον συνεργάτη του διπλωμάτη Φρήντριχ Γκέντς: «Σήμερα το μεγαλύτερο -και επομένως το πιο άμεσο- κακό είναι τύπος» (βλ. Alan Palmer, Metternich. Councillor of Europe, Orion, London 1972, σελ. 182). Αυτός είναι που, όταν πληροφορήθηκε την έκρηξη της Ιουλιανής Επανάστασης του 1830 στη Γαλλία, μίλησε για το «τέλος της Παλαιάς Ευρώπης» και αναφώνησε: «Όλο το έργο της ζωής μου καταστράφηκε» (βλ. Alan Palmer, ο. Π. , σελ. 246). Δεν είναι τυχαίο ότι οι Γερμανοί φιλελεύθεροι αποκαλούσαν τον Μέττερνιχ» Metternacht«, που σημαίνει Μεσονύκτιο (Κυριάκος Σιμόπουλος, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, 1ος τόμος, 1821-1822, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999, σελ. 26-27, υποσ. 9).
Στο τέλος, στην Επανάσταση του 1848 στη Βιέννη, που ο Μέττερνιχ δεν μπόρεσε να προβλέψει, ο Αυστριακός καγκελάριος αποτέλεσε τον κύριο στόχο των διαδηλωτών. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να ζητήσει την παραίτησή του, την οποία ο Μέττερνιχ υπέβαλε, για να φυγαδευθεί στη συνέχεια μόλις και μετά βίας από την οργή του όχλου και να διαφύγει στην Αγγλία. Μετά από λίγα χρόνια, επέστρεψε στη Βιέννη, χωρίς να αναλάβει πλέον κανένα επίσημο αξίωμα, αν και υπήρξε σύμβουλος του νέου αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ. Όταν έφυγε από τη ζωή, στις 11 Ιουνίου 1859, σε ηλικία 86 ετών, τον τίμησε όλη η Βιέννη, αλλά στον διεθνή τύπο ο θάνατός του πέρασε σχεδόν απαρατήρητος (βλ. Alan Palmer, ο. Π. , σελ. 328-340).
Επίμετρο
Από τα όσα είδαμε παραπάνω, καταλαβαίνουμε πολύ καλά τους λόγους για τους οποίους ο Μέττερνιχ υπήρξε απ’ αρχής μέχρι τέλους ορκισμένος εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης. Οι φόβοι του ήταν πολύ λογικοί. Αν αναγνωριζόταν σε έναν εθνικό πληθυσμό, εν προκειμένω στους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το δικαίωμα να κτίσουν το δικό τους κράτος μετά από μια επιτυχημένη εξέγερση, αύριο-μεθαύριο τίποτα δεν θα εμπόδιζε να διεκδικήσουν το ίδιο δικαίωμα και οι Ούγγροι, οι Ιταλοί, οι Κροάτες, οι Σλοβένοι, οι Τσέχοι, οι Σλοβάκοι ή κάποιος άλλος από τους εθνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν μέσα στα όρια της Αυστριακής αυτοκρατορίας. Αν η φωτιά που είχε ξεσπάσει στην Οθωμανική αυτοκρατορία δεν σβηνόταν έγκαιρα και εξαπλωνόταν, θα έκαιγε σίγουρα και το δικό του σπίτι.
Από μία άποψη, οι φόβοι του Μέττερνιχ ήταν σωστοί. Πράγματι, η φωτιά που άναψε σε αυτήν εδώ τη γη, τη γη την Ελληνική, εξαπλώθηκε γρήγορα. Δεν περιορίσθηκε μόνο στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η Αυστριακή αυτοκρατορία προσπάθησε απεγνωσμένα να μείνει μακριά από τις φλόγες. Ακρωτηριάσθηκε από την αφύπνιση του ιταλικού εθνικού αισθήματος. Πάλεψε να κατευνάσει την πιο άμεση απειλή, που αντιπροσώπευε ο ουγγρικός εθνικισμός, μετασχηματιζόμενη σε Αυστρο-ουγγαρία, σε Δυαδική Μοναρχία. Αλλά οι εστίες της φωτιάς ξεπηδούσαν η μία μετά την άλλη. Σπίθες της ίδιας αυτής φωτιάς ήταν οι πυροβολισμοί που ρίχθηκαν στο Σεράγεβο της Βοσνίας από έναν Σέρβο εθνικιστή, τον Γαβρίλο Πρίντσιπ, στις 28 Ιουνίου 1914, πυροβολισμοί που στοίχισαν τη ζωή του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που ακολούθησε, ήταν η επιθανάτια αγωνία της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας, η οποία διαλύθηκε με το τέλος του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μέττερνιχ είχε δίκιο. Όσο και αν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπάρχει μια τάση ο Μέττερνιχ να αντιμετωπίζεται με περισσότερη κατανόηση, με έμφαση στην προσπάθειά του για τη θεμελίωση ενός συλλογικού συστήματος ασφαλείας στην Ευρώπη, ωστόσο δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η πολιτική του ήταν ή σωστή, ακόμα και για την ίδια την πατρίδα του. Μία από τις συνηθέστερες κριτικές που ασκούνται στον Μέττερνιχ είναι ότι, αν δεν είχε σταθεί εμπόδιο στην πρόοδο, η Αυστρία μπορεί να είχε προχωρήσει έγκαιρα σε μεταρρυθμίσεις και να είχε αντιμετωπίσει καλύτερα τα προβλήματα που συνεπαγόταν η πολυεθνική της σύνθεση, και τότε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να μην είχε ξεσπάσει ποτέ (Alan Sked, “Metternich”, History Today 33 (6/1983), σελ. 43)· αλλά ο Μέττερνιχ έσπευσε να σηκώσει τη σημαία του αμείλικτου πολέμου απέναντι σε κάθε φιλελεύθερη ιδέα και σε κάθε προσπάθεια εθνικής αφύπνισης (Robin Okey, The Habsburg monarchy, c. 1765-1918, Macmillan, 2001, σελ. 98).
Σίγουρα, ο Μέττερνιχ ήταν ένας δεξιοτέχνης της διπλωματίας. Οι κινήσεις του που είδαμε σε αυτό το άρθρο στη σκακιέρα της διεθνούς διπλωματίας, με σταθερό στόχο του την καταστολή, της Ελληνικής Επανάστασης, αποδεικνύουν πόσο σπουδαίος στρατηγός ήταν στον πόλεμο της διπλωματίας. Αλλά οι Έλληνες είχαν έναν στρατηγό ανώτερο από αυτόν: είχαν το Δίκαιο του Αγώνα τους. Και ο στρατηγός αυτός, το Δίκαιο του Αγώνα τους, τους ενέπνεε και τους κατηύθυνε σε κινήσεις που ακύρωναν ακόμα και τις πιο επιδέξιες από τις κινήσεις του αντιπάλου τους.
Τελικά, ο Μέττερνιχ διάλεξε να πολεμήσει με πάθος την Ελληνική Επανάσταση, γιατί προέκρινε το συμφέρον (όπως τουλάχιστον το κατανοούσε) απέναντι στο δίκαιο. Σίγουρα, η πολιτική του δεν υπηρετούσε το δίκαιο. Και η ειρωνεία είναι ότι, όπως αναδεικνύεται από την κριτική που έχουν ασκήσει πολλοί ιστορικοί στο πρόσωπό του, τελικά δεν υπηρετούσε ούτε το συμφέρον. . .
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΚΤΙΝΕΣ ΤΕΥΧΗ 774-775 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ