Ιωάννου Κορναράκη
Νέα Εποχή και Νεορθόδοξη Θεολογία
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ
Σε μια χρονική περίοδο, όπως αυτή που διερχόμεθα σήμερα, κατά την οποία οι αξίες γενικά της ζωής συνεχώς υποβαθμίζονται και, γιατί όχι, εκμηδενίζονται, η θεολογική αυτοσυνειδησία δείχνει και αυτή, όχι σπάνια, τα δικά της γνωρίσματα μιας βαθειάς κρίσεως, με κύριο προσανατολισμό την αποξένωσή της από τις παραδοσιακές και αγιοπνευματικές της αφετηρίες!
Αναμφιβόλως η κρίση της θεολογικής αυτοσυνειδησίας, υπήρξε πάντοτε, και εξακολουθεί να είναι και σήμερα, η σκιά της Εκκλησίας και της θεολογίας της. Το γεγονός ότι κυρίαρχο στοιχείο της σωτηρίας του ανθρώπου δια του Ιησού Χριστού είναι η πίστη, στο πρόσωπό του αλλά και στην υπαρξιακή λυτρωτική δυναμική του ευαγγελικού λόγου, προβάλλει ήδη ενωρίς, κατά την ιστορική πορεία της Εκκλησίας, μέσα στη ζωή του κόσμου, την προτεραιότητα της πίστεως αυτής έναντι της ανθρωπίνης λογικής και συγχρόνως προμηνύει τον προκλητικό χαρακτήρα της προτεραιότητος αυτής για τις κυριαρχικές απαιτήσεις της εγκόσμιας λογικής. Σε πολλές περιπτώσεις ο θεολογικός νους για ποικίλους λόγους διολισθαίνει στην επιλογή της δυναμικής της εγκόσμιας αυτής λογικής, ως του κυρίου εργαλείου της κατανοήσεως και ερμηνείας του ευαγγελικού και πατερικού λόγου!
Μία τέτοια επιλογή, συνειδητή ή μη συνειδητή, εκούσια ή ακούσια, αποτελεί ασφαλώς την ουσία και την κύρια αιτία της κρίσεως της θεολογικής αυτοσυνειδησίας πάντοτε, ιδιαιτέρως όμως σήμερα!
Η εποχή μας μαστιζομένη συνεχώς από ξενόφερτα ρεύματα φιλοσοφικών και γενικά θεωρητικών συστημάτων και ιδεολογημάτων, που αποβλέπουν στην αλλοτρίωση του κόσμου από τις παραδοσιακές του αξίες, προσφέρει σήμερα νέες προκλήσεις και νέες δυνατότητες στο θεολογικό νου, για μια ακραία μάλιστα αποξένωσή του, από τις παραδοσιακές, δηλαδή αγιοπνευματικές αφετηρίες της ζωής της Εκκλησίας και της Θεολογίας της.
Η μεγάλη εν τούτοις πρόκληση για μια τέτοια αλλοτρίωση προέρχεται σήμερα από ένα βασικό μήνυμα της φιλοσοφικής συνισταμένης των θεωρητικών αυτών συστημάτων, της Νέας Εποχής: την απόρριψη και καταπολέμηση του «παλαιού» (παντός παλαιού) για την επικράτηση του «νέου» (παντός νέου), σε όλα τα επίπεδα και τους τρόπους σκέψεως και ζωής του συγχρόνου ανθρώπου. Εξ άλλου την ουσία και το κύριο νόημα του μηνύματος αυτού της Νέας Εποχής εκπροσωπεί σήμερα η φιλοσοφία της μετανεωτερικότητος, η οποία εφαρμοζομένη στο χώρο της Εκκλησίας και της Θεολογίας της, αξιώνει τον διαρκή επαναπροσδιορισμό όλων των δομών της παραδόσεώς της «από των πλέον πρακτικών έως των πλέον θεολογικών της αρχών»!
Έτσι ο αγώνας αυτός της Νέας Εποχής κατά του «παλαιού», εντός του χώρου της ζωής της Εκκλησίας, συνεργεί στην προσπάθεια της απορρίψεως, από θεολογικούς νόες της παραδοσιακής αγιοπνευματικής της παρακαταθήκης, ώστε να διακηρύσσεται σήμερα ότι η πατερική παράδοση της Εκκλησίας εξεπλήρωσε πλέον τον προορισμό της στο «παρελθόν» και δεν έχει επομένως να προσφέρει τίποτε το νέο στον αγώνα του συγχρόνου ανθρώπου, για την αντιμετώπιση των μεγάλων και δυσεπιλύτων προβλημάτων της υπάρξεως.
Η προσπάθεια αυτή της απορρίψεως αλλά και της στρεβλώσεως και μεθοδικής παρερμηνείας της πατερικής παραδόσεως και διδασκαλίας αντικατοπτρίζεται σήμερα και φιλοξενείται σε πολλά κείμενα, όχι μόνο ακαδημαϊκών διδασκάλων αλλά και άλλων θεολόγων μη ακαδημαϊκών, φρονούντων όμως και αυτών τα του αντιπαραδοσιακού πνεύματος των εν λόγω κειμένων. Αυτό δε που πρέπει να επισημάνει κάποιος ιδιαίτερα είναι το παραπλανητικό χαρακτηριστικό, που κυριαρχεί στα κείμενα αυτά. η διγλωσσία, η οποία λειτουργεί ως εργαλείο υποκριτικής πίστεως και δήθεν εμμονής στην παρακαταθήκη της ορθοδόξου διδασκαλίας. Πρόκειται για γνωστή πλέον μέθοδο, που ενεργεί τη διαστρέβλωση πατερικών θέσεων και αποφάσεων ακόμη Οικουμενικών Συνόδων, με τη χρήση πατερικού υλικού, οπότε ο απλός αναγνώστης δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί το ψευδές και παραπλανητικό των στρεβλώσεων και παρερμηνειών του πατερικού αυτού θησαυρού και παρασύρεται, με τον τρόπο αυτό στην αποδοχή ιδεών και εννοιών, που τον αποπροσανατολίζουν από την αγιοπνευματική γνησιότητα της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας!
Στη συνέχεια του παρόντος κειμένου παρατίθενται κάποια ελάχιστα δείγματα στρεβλώσεως και σκοπίμου παρερμηνείας βασικών θέσεων της πατερικής αλλά και της ευαγγελικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, που φιλοξενούν θεολογικά κείμενα, αποδεικτικά μιας βαθειάς πράγματι κρίσεως θεολογικής αυτοσυνειδησίας, προπομπού διαμορφώσεως μιας «νέας» ορθοδοξίας νεοεποχίτικης λογικής, αφυδατωμένης από τον χαρισματικό πλούτο της γνήσιας και θεοφιλούς Ορθοδοξίας.
Έτσι λοιπόν, σήμερα, σύμφωνα με θεμελιώδη καθοριστική αρχή της διαμορφώσεως της διδασκαλίας της νεοποχίτικης ορθοδοξίας. «η αυστηρή (!) λογική δίνει σιγά σιγά τη θέση της σε μια περισσότερο καρδιακή πίστη, μια πίστη που ανέχεται τον πλησίον και δεν εγκλωβίζεται σε ιδεολογικά στεγανά…». Για το λόγο αυτό. «η επιστημονική θεολογική έρευνα», επεκτείνεται σε όλες τις περιοχές της βιβλικής επιστήμης και τα συμπεράσματά της θεωρούνται επιστημονικώς έγκυρα για όλα τα δόγματα, δεδομένου ότι στο χώρο της επιστήμης αυτής, «σήμερα τα ιδεολογικά όρια τείνουν να εκλείψουν». Εξ άλλου σήμερα. «μια ομολογιακή ορθοδοξία είναι μια νεκρή ορθοδοξία»! Στη θέση αυτή συνεπικουρεί και το γεγονός ότι τα δόγματα, για το σύγχρονο άνθρωπο είναι «γρίφοι» που δεν έχουν τίποτε να του ειπούν. «Το κριτήριο που θα διακρίνει τον χριστιανό από τον μη χριστιανό θα είναι πλέον η αγάπη και όχι τα δόγματα»!
Σήμερα η δυνατότητα που έχουμε. «για τον προσδιορισμό της ταυτότητος της Εκκλησίας», «δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της θεολογικής επιστήμης … υπήρξε καρπός της ευτυχούς (!) εξέλιξης στον ευρύτερο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, και ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών, και πιο συγκεκριμένα της πολιτιστικής ανθρωπολογίας». Επομένως, ως προς τον προσδιορισμό της ταυτότητος της Εκκλησίας η επιστημονική γενικώς εξέλιξη αποβαίνει ουσιαστικός παράγοντας αυτού του προσδριορισμού, δεδομένου ότι. «Η ταυτότητα και η αποστολή της Εκκλησίας … δεν βρίσκονται στο παρελθόν, στην ιστορία, στην παράδοση είτε των αποστόλων είτε των πατέρων, αλλά στο μέλλον…»!
Το «παρελθόν» της Εκκλησίας ως καταλυτικός στόχος της νεοεποχίτικης θεολογίας, πλήττεται με ιδιαίτερη έμφαση στη χριστολογική υπόσταση της Εκκλησίας, εφ’ όσον «Η Εκκλησία δεν αντλεί τη ύπαρξη και την υπόστασή της από αυτό που είναι, αλλά από αυτό που θα γίνει- όχι δηλαδή από το παρόν ή από το παρελθόν, από κάποια αυθεντία του παρελθόντος (ακόμη και από το γεγονός Χριστός — !!! ), ή από αυτό που της δόθηκε ως θεσμός, αλλά από το μέλλον, από τα έσχατα»!
Από τη στιγμή που «το γεγονός Χριστός», ως αυθεντία του παρελθόντος, μένει έξω από την υπόσταση και την ταυτότητα της Εκκλησίας, κάθε άλλη δογματική αρχή ή ευαγγελική αλήθεια είναι επίσης εκτεθειμένη στη βασική εκθεμελιωτική των πάντων νεοεποχίτικη αρχή του «διαρκούς επαναπροσδιορισμού» των πάντων, στο χώρο της ζωής της Εκκλησίας. Δεν γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ότι όλα μπορούν να επαναπροσδιορίζονται, ακόμη και τα μυστήρια! Πάντως- «Η Θεία Ευχαριστία η οποία βέβαια αυτή και μόνον αυτή καθορίζει … το είναι και την ταυτότητα της Εκκλησίας … απαιτεί διαρκή επαναπροσδιορισμό… γιατί αλλιώς κινδυνεύει να καταστεί ψευδές είδωλο της πραγματικότητος που εικονίζει»!!
Αλλά το χριστολογικό δόγμα πλήττεται και ακυρώνεται στην καρδιά του λυτρωτικού έργου του Χριστού, στον σταυρικό του θάνατο. «Ο Χριστός είναι “σωτήρ του κόσμου” όχι γιατί θυσιάστηκε στο Σταυρό εξαλείφοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά γιατί “ανέστη εκ των νεκρών”». Επίσης. «Η Εκκλησία υφίσταται όχι γιατί ο Χριστός πέθανε πάνω στο Σταυρό, εξαλείφοντας τις αμαρτίες μας, αλλά γιατί αναστήθηκε εκ των νεκρών»!
Εξ άλλου στο πανόραμα των κακοδοξιών, που εντοπίζονται σε θεολογικά κείμενα της εποχής μας και προσφέρονται με τη μέθοδο της διγλωσσίας και δήθεν με τη σφραγίδα της πατερικής θεολογίας, κακοποιούνται δύο θεολογικοί όροι θεμελιακής σημασίας για τη σωτηρία του χριστιανού ανθρώπου. ο όρος αμαρτία και ο όρος ενοχή!
Η παράβαση της εντολής από τους πρωτοπλάστους δεν ήταν αμαρτία αλλά απλώς αστοχία. «Το κακό νοείται πάντοτε ως αστοχία, μια τέτοια αστοχία ήταν και το προπατορικό αμάρτημα». Έπειτα. «Η πατερική θεολογία είδε το προπατορικό αμάρτημα ως αρρώστια και δεν έκανε λόγο για καμμιά κληρονομική ενοχή παρά μονάχα για την κληρονόμηση της φθοράς και του θανάτου». Όμως. «Επηρεασμένος ο άνθρωπος κυρίως από το νομικό πνεύμα και τη δικαιική τάξη, στο εκδηλούμενο κακό, θέλει πάντοτε ν’ αναζητεί ευθύνη και τιμωρία»!
Έτσι οι όροι αμαρτία και ενοχή ακυρώνονται με μια γενική αναφορά στην πατερική θεολογία. Και η μεν αμαρτία έχει βαπτισθεί στην κολυμβήθρα της κρίσεως της θεολογικής αυτοσυνειδησίας ως αστοχία και αποφεύγεται στεγανώς η χρήση της με την ευαγγελική της ταυτότητα, ενώ η ενοχή στιγματίζεται πάντοτε μονομερώς ως αποκλειστικό γέννημα νομικισμού!
Η νοηματική στρέβλωση των δύο βασικών αυτών όρων, της χριστιανικής ανθρωπολογίας και σωτηριολογίας, αφήνει μετέωρη, για τη θεολογική σκέψη, την ευθύνη της τραγωδίας της καθημερινότητος, εφ’ όσον η νεοεποχίτικη αυτή λογική προσκρούει από μόνη της στο αδιέξοδο αυτής της ευθύνης, υψώνουσα κορώνα (!) υπαρξιακής απελπισίας- «… πάρα πολύ οδύνη και κακό υποφέρουμε χωρίς να φταίμε»!
Μια ευρύτατα διαδεδομένη κακοδοξία, που αφορά τη σχέση κτιστού και ακτίστου, φαίνεται να πρυτανεύει σε πολλά θεολογικά πνεύματα. Σύμφωνα με αυτή τη «θεωρία» «Όλα τα δημιουργήματα προήλθαν εκ του μη όντος, δηλαδή εκ του μηδενός, οπότε τείνουν ή προς την τελείωση ή προς το μηδέν». Έτσι όταν το κτιστό δεν ενωθεί με το άκτιστο, μηδενίζεται, επανέρχεται στο μηδέν, στην ανυπαρξία. Αυτή «η καλή αλλοίωση ή η κακή – μηδενιστική αλλοίωση οφείλεται κατά βάση στην τρεπτότητα των όντων. Αυτή καθεαυτή τούτη η τρεπτότητα δεν είναι κακό, επειδή είναι αιτία όχι μόνο της μηδενωτικής αλλοίωσης αλλά και της τελειωτικής».
Προέκταση αυτής της θεωρίας είναι εκείνη η θέση που προβάλλει ως «πατερικό λόγο» το θάνατο της ψυχής! «Η ψυχή κατά τους πατέρες της εκκλησίας μας δεν είναι αθάνατη. Είναι κτιστή… ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι μια μορφή θανάτου της… δίχως το σώμα είναι ελαττωματική, άστεγη, ανάπηρη, σχεδόν παράλογη. Το σώμα είναι η ψυχή της ψυχής και δίχως αυτό είναι ένα είδος πνεύματος, α ghost…»! Η θέση αυτή έχει ήδη αναπτυχθεί σε ευρύτερα διαδεδομένη θεωρία, τον «θνητοψυχισμό», ο οποίος διδάσκεται σε γειτονική ορθόδοξη χώρα και προβάλλεται ως επίτευγμα σύγχρονης ελληνικής θεολογικής σκέψεως!
Στη σύγχρονη νεοεποχίτικη θεολογία, η αναφορά στην Αγία Γραφή και στην παράδοση, για την αναζήτηση ερεισμάτων ή μη, στο θέμα της χειροτονίας των γυναικών οδηγεί «σε ερμηνείες φονταμενταλιστικές»! «Η χειροτονία των γυναικών … αντιμετωπίζεται από τους ορθοδόξους θετικά (εφ’ όσον) μέχρι σήμερα δεν έχουν διατυπωθεί θεολογικά επιχειρήματα που να αποκλείουν την ιερωσύνη των γυναικών». Όμως. «Τα πράγματα χειροτερεύουν, όταν την αδράνεια και την αμηχανία μας προσπαθούμε να τις καλύψουμε καταφεύγοντας στην Γραφή και στην Παράδοση. Τότε εύκολα κατρακυλάμε σε ερμηνείες φονταμενταλιστικές»!
Τέλος το πλέον κραυγαλέο γεγονός, που βεβαιώνει με αναμφισβήτητη πειστικότητα την κρίση της θεολογικής αυτοσυνειδησίας είναι ασφαλώς η δήθεν «επιστημονική» απόδειξη, με δύο διδακτορικές διατριβές, της ορθοδοξίας (!) δύο αντιχαλκηδονίων αιρετικών, του Διοσκόρου και του Σεβήρου. Με ιστορικά και πατερικά δήθεν κριτήρια, οι δύο αυτοί αιρετικοί, οι οποίοι έχουν καταδικασθεί από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος, αναβαπτίζονται «επιστημονικώς» ορθόδοξοι! Το βάθος εξ άλλου αλλά και το πλάτος της κρίσεως της θεολογικής αυτοσυνειδησίας εντοπίζεται, στην περίπτωση τούτη, στο γεγονός, ότι η εκπόνηση των δύο αυτών διατριβών, δεν προκάλεσε καμμία, μέχρι σήμερα, αντίδραση από κάποιο αρμόδιο εκκλησιαστικό όργανο (Συνοδική Επιτροπή επί των αιρέσεων) ούτε σχολιάσθηκε από κάποιους άλλους ειδικούς, στα δογματικά και ιστορικά θέματα, στον εκκλησιαστικό κυρίως τύπο!
Αλλά η κρίση της θεολογικής αυτοσυνειδησίας δεν μαρτυρείται και δεν αποκαλύπτεται μόνο σε γραπτά θεολογικά κείμενα. Βεβαιώνεται και εκφράζεται προς τα έξω με συμπεριφορές και τρόπους ζωής απορριπτικούς της αυθεντικής ποιότητος του ορθοδόξου βιώματος. Βασικά στοιχεία ή χαρακτηριστικά του βιώματος τούτου, όπως προσευχή, εκκλησιασμός, νηστεία ακόμη και μελέτη πατερικών κειμένων και άλλα, θεωρούνται ως «ευσεβισμός» και κάθε αναφορά στα στοιχεία αυτά γίνεται με έκδηλη περιφρόνηση!
Η βιωματική αυτή προέκταση της κρίσεως της θεολογικής αυτοσυνειδησίας, σε συμπεριφορές και τρόπους ζωής που ακυρώνουν το στοιχειώδες ορθόδοξο ήθος, αποτελεί ασφαλώς φυσιολογική έκφραση της κρίσεως αυτής, δεδομένου ότι στρεβλές «ορθόδοξες» ιδέες δεν μπορούν να παράγουν υγιές ορθόδοξο ήθος. Το γεγονός αυτό επικυρώνουν οι καταλυτικές ερωτήσεις Ιακώβου του αδελφοθέου. «Μήτι η πηγή εκ της αυτής οπής βρύει το γλυκύ και το πικρόν; Μη δύναται, αδελφοί μου συκή ελαίας ποιήσαι ή άμπελος σύκα; Ούτως ουδεμία πηγή αλυκόν και γλυκύ ποιήσαι ύδωρ» (Ιακ. 3,11-12). Με το κύρος της κοινής και αδιάψευστης λογικής βεβαιώνεται ο ομόλογος βιωματικός χαρακτήρας φρονήματος και τρόπου ζωής και ανθρωπίνης συμπεριφοράς! Άλλωστε, εν προκειμένω, ισχύει και το αντίθετο, κατά τον κυριακό λόγο «εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. 12, 33). Ναι. «Όψις (δε) ψυχής τα πάθη συγκρύπτειν ουκ ανέχεται, κατήγορος δε του αδήλου αδέκαστος γίνεται, τω φανερώ συμπτώματι λανθάνουσαν διάθεσιν ελέγχουσα» (Όσ. Νείλος ο Ασκητής, P.G. 79,67).
Και κατά τον Άγ. Μάξιμο τον Ομολογητή, ο Θεός εμφανίζεται σε κάθε άνθρωπο «κατά την υποκειμένην αυτώ περί Θεού δόξαν». Έτσι σ’ αυτούς που βιώνουν θεοφιλώς τον ευαγγελικό λόγο «ως μονάς εμφαίνεται και Τριάς, ίνα την οικείαν ύπαρξιν παραδείξειεν, και τον αυτής τρόπον μυστικώς επιδιδάξειεν». Σ’ εκείνους όμως που δεν πληρούν τον όρο της ευαγγελικής ζωής, ο Θεός εμφανίζεται όχι όπως είναι («ουχ ως εστί») αλλά όπως αυτοί είναι («ως εισί»). Θεολογούντες επομένως οι τελευταίοι αυτοί παράγουν θεολογία υποκειμενική, διδάσκοντες απλώς τον εαυτό τους! (P.G. 90, 364).
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»