Αγίου Παϊσίου του αγιορείτου
Ο Γερο‐Πέτρος
(ο Πετράκης)
Ο Γερο‐Πέτρος γεννήθηκε στην Λήμνο το 1891. Φαινόταν από φτωχιά μεν οικογένεια αλλά από σόι αρχοντικό. Γράμματα δεν ήξερε σχεδόν καθόλου, αλλά απέκτησε θείο φωτισμό από τους φιλότιμους σκληρούς αγώνες του. Από νεαρή ηλικία ζούσε καλογερικά ο κατά κόσμον Γεώργιος, αλλά το Μεγάλο Σχήμα το έλαβε μετά το τριακοστό έτος της ηλικίας του από έναν ευλαβή Γέροντα στον Όσιο Νείλο και πήρε το όνομα του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτου.
Ο Πατήρ Πέτρος είχε φυσική απλότητα και πίστη μεγάλη, τα οποία βλέπει κανείς από τα πρώτα χρόνια της πνευματικής του πορείας. Μου είχε διηγηθή κάποτε ότι, μόλις είχε γίνει Μοναχός, αρρώστησε ο Γέροντας του βαριά. Στενοχωρέθηκε φυσικά πολύ, γιατί ένιωθε σαν το μικρό παιδί που κινδυνεύει να χάση την μάνα του, ενώ ακόμη θηλάζει. Δεν χασομεράει όμως· πηγαίνει στο Ναό και με όλη την παιδική του απλότητα και ευλάβεια λέει στον Όσιο Νείλο:
‐ Να το ξέρης, Όσιε Νείλε, εάν δεν κάνης αμέσως καλά τον Γέροντα μου, το κανδήλι σου θα το αφήσω σβηστό.
Ω του θαύματος! Ο Γέροντας έγινε αμέσως καλά, σηκώθηκε και πήγε και αυτός στο Ναό να ευχαριστήση τον Άγιο και άναψε εκείνος τα κανδήλια. Έζησε αρκετά χρόνια ο Γέροντας του και τον βοήθησε πνευματικά.
Αργότερα που έμεινε μόνος του, είχε ταλαιπωρηθή λίγο στις αρχές, γιατί είχε επηρεασθή από μερικούς Μοναχούς, που είχαν λίγο αδιάκριτο ζήλο, και έριξε τα κοντάρια από τις σημαίες στην Μεγίστη Λαύρα εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για τον Βασιλέα Γεώργιο Β’ – γιατί έλεγαν ότι δήθεν είναι μασώνος – και δικάστηκε για την συκοφαντία από τις Αρχές του κράτους με τρία χρόνια εξορία στο νησί Σπιναλόγκα, για να υπηρετή τους λεπρούς. Είχε μετανιώσει όμως γι’ αυτή την ενέργεια του, όπως μου έλεγε:
‐ Ενήργησα σαν κοσμικός, Πάτερ Παΐσιε, και όχι σαν Μοναχός. Πολύ βλάφτηκα πνευματικά το διάστημα της εξορίας, γιατί δεν μπορούσα να κάνω τα καλογερικά μου καθήκοντα.
Στην επιστροφή του από την εξορία συνταξίδευε με έναν Μοναχό, ο οποίος μου έλεγε ότι ο Πατήρ Πέτρος κήρυττε μετάνοια στον κόσμο και έλεγε:
‐ Πρέπει να μετανοήσουμε, γιατί ο Θεός θα μας τιμωρήση. Θα αφήση τους άθεους κομμουνιστάς να μας σφάξουν.
Είχε πληροφορηθή από τον Θεό το μεγάλο κακό που μας περίμενε εξ αμαρτιών μας, τον εμφύλιο σπαραγμό, μπροστά από χρόνια.
Όταν επέστρεψε στο Άγιον Όρος από την εξορία, δεν κάθισε στον Όσιο Νείλο, γιατί είδε μεγάλη κίνηση. Περνούσαν πολλοί άνθρωποι και δεν εύρισκε ησυχία. Ήρθε στα Κατουνάκια και έμεινε σ’ ένα Καλύβι στην άκρη της Μικρής Αγίας Άννας. Το Καλυβάκι του δεν φαινόταν καθόλου από τον δρόμο ούτε πόρτα είχε, παρά ένα μακρύ ξύλο που το νόμιζαν για φράχτη. Οι Πατέρες γύρω του τον είχαν σε ευλάβεια, γιατί ήταν όλος ευλάβεια, και, επειδή ήταν κοντός και αδύνατος και με παιδική απλότητα και ευαισθησία, όλοι τον φώναζαν «Πετράκη». Όταν τον έβλεπε κανείς με το λεπτό και φωτεινό του πρόσωπο να σκύβη κάτω, όταν μιλούσε, πράγματι ήταν σαν ένα μικρό παιδί.
Τον παιδικό του αυτόν χαρακτήρα τον διετήρησε μέχρι τα εξήντα επτά του χρόνια, που ανεπαύθη.
Ενώ οι Πατέρες τον πλησίαζαν για να ωφεληθούν, εκείνος τους απέφευγε, γιατί ντρεπόταν και κοκκίνιζε. Όταν δεν μπορούσε να ξεφύγη, απαντούσε με λίγα λόγια αλλά πολύ φωτισμένα. Δυσκολευόταν να έχη επαφές με τους ανθρώπους, γι’ αυτό κλεινόταν στο κελλί του και μιλούσε συνέχεια με τον Θεό, με την αδιάλειπτη προσευχή.
Όταν πήγαιναν οι Πατέρες και χτυπούσαν, δεν άνοιγε. Και όταν του άφηναν ευλογίες, τις άφηνε κι αυτές εκεί έξω, τις οποίες έβλεπαν σαπισμένες οι άλλοι, και άλλη φορά δεν του πήγαιναν τίποτα, αλλά τις πήγαιναν σε άλλους Πατέρες. Οι αδελφοί γύρω του έλεγαν στον Γερο‐Πέτρο:
‐ Δεν κάνεις καλά που δεν δέχεσαι τις ευλογίες.
Και εκείνος απαντούσε:
– Ευλογημένε μου, δόξα τω Θεώ, εγώ έχω το αρκετό μου. Γιατί να τα στερήσω από άλλα Γεροντάκια που έχουν ανάγκη;
Με την πολλή του άσκηση ο Γέροντας είχε κόψει σχεδόν όλες τις ανθρώπινες ανάγκες και ζούσε πια σαν Άγγελος ένσαρκος και όχι τυπικά μόνο με το Σχήμα το Αγγελικό. Έκανε συνέχεια ενάτες. Έτρωγε δηλαδή μετά τον Εσπερινό ένα παξιμάδι και ασχολείτο με την ευχή και τις μετάνοιες μέρα‐νύχτα. Ακόμη και στον ύπνο του έλεγε την ευχή, και, όταν ξυπνούσε, συνεχιζόταν η επίλοιπη ευχή. Το μεν σώμα του, όταν πλάγιαζε λίγο, κοιμόταν, αλλά η ψυχή του γρηγορούσε και προσευχόταν. Η ευχή είχε γίνει πια αυτενέργητη, και πολλές φορές μου έλεγε:
‐ Ακούω και Αγγελικές ψαλμωδίες τόσο πολύ γλυκιές, που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου από εκείνη την ουράνια γλυκιά μελωδία.
Όλη αυτή η γλυκιά κατάσταση τον έτρεφε ψυχικά και σωματικά, γι’ αυτό και δεν του χρειάζονταν πολλά πράγματα, για να συντηρηθή. Τα ελάχιστα που ήθελε τα εξοικονομούσε με το εργόχειρο του, διότι έπλεκε κομποσχοίνια ή μάζευε τσάι από τον Άθωνα, που το έδινε και έπαιρνε παξιμάδι.
Εάν επέμενε κανείς να του δώση καμιά ευλογία, θα την ανταπέδιδε διπλή με ευγενικό τρόπο· με τσάι του βουνού ή κομποσχοίνια.
Παρόλο που δεν οικονομούσε τον εαυτό του, και το δέρμα του είχε κολλήσει πια στα κόκκαλα του, εν τούτοις όμως έκανε μεγάλους αγώνες πνευματικούς και στην συνέχεια, και έβλεπε κανείς ολοφάνερα την Χάρη του Θεού, που τον δυνάμωνε. Κοιλιά πια δεν έβλεπες στον Γερο‐Πέτρο αλλά λακκούβα. Όταν τύχαινε να ξεκουμπωθή λίγο στο στήθος του, μπορούσες να μετρήσης τα πλευρά του, που φαίνονταν σαν βέργες από ζουλιγμένο καλάθι.
Πολλούς Ασκητάς γνώρισα, αλλά στον Γερο‐Πέτρο έβλεπε κανείς κάτι το διαφορετικό! Φαινόταν μια θεϊκή γλυκύτητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Είχε γεμίσει πια η κυψέλη του η πνευματική, και ξεχείλιζε το πνευματικό του μέλι.
Όταν τον ρωτούσαν «πώς περνάς, Γέροντα, στο Κελλί σου», απαντούσε:
‐ Δόξα τω Θεώ, το Κελλί μου δεν το αλλάζω με όλα τα παλάτια του κόσμου, το γλυκό Κατούνι μου!
Έβγαινε συνήθως κάθε έξι μήνες από το «γλυκό Κατούνι του» (τα Κατουνάκια) και πήγαινε στα Μοναστήρια του Αγίου Όρους, για να δώση τα εργόχειρα του και να οικονομήση το παξιμάδι για την μισή χρονιά του. Καταλαβαίνετε, φυσικά, πόσο μεγάλο τουρβά θα είχε ο Γερο‐Πέτρος και πόσο παξιμάδι έτρωγε σε έξι μήνες, που ήταν και η συνηθισμένη του μόνη τροφή!
Κάθε έξι μήνες λοιπόν θα περνούσε και από το Μοναστήρι, όπου έμενα, να με ιδή. Την τελευταία φορά που ήρθε, έλειπα δυστυχώς, και αυτός περίμενε έξω από το Μοναστήρι σε μια άκρη, γιατί ντρεπόταν να μπη μέσα. Το απόγευμα τον βρήκα να με περιμένη τέσσερις ώρες και, μόλις με είδε, έτρεξε επάνω μου σαν μικρό χαρούμενο παιδάκι, παρόλο που είχε τα διπλά μου χρόνια.
Πήγαμε μετά στο κελλί μου και, ενώ ήθελα να τον περιποιηθώ λίγο για να τον ξεκουράσω, δεν δέχτηκε και το απέφυγε με γλυκό τρόπο, για να μη με πληγώση. Μου ζήτησε λίγο ζεστό νερό και έβαλε δυο κλωνιά τσάι που είχε μαζί του και ήπιε. Όταν επέμεινα να φάη και κάτι άλλο, μου είπε:
‐ Πάτερ Παΐσιε, συγχώρεσε με, θέλω να ετοιμασθώ για να κοινωνήσω του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτου στις 12 Ιουνίου. Εγώ ήρθα, για να σε χαιρετήσω και να συγχωρεθούμε, γιατί θα πεθάνω, γι’ αυτό δεν μπορώ να σε πάρω υποτακτικό. Συγχώρεσε με, αφού θα πεθάνω.
Εμένα μου φάνηκαν παράξενα αυτά. Στα καλά καθούμενα, ενώ είναι καλά, να λέη ότι θα πεθάνη! Μετά όμως από όλη την συζήτηση και τις νουθεσίες του επί δυόμισι ώρες, άρχισα να το πιστεύω αυτό.
Επειδή τον έβλεπα όρθιο συνέχεια να με νουθετή, τον παρακάλεσα να καθίση. Εκείνος όμως δεν δέχθηκε και μου είπε: «Δεν πρέπει τον λόγο του Θεού να τον λέμε καθήμενοι», ενώ ήταν κατάκοπος, διότι είχε βαδίσει εννέα ώρες και μάλιστα φορτωμένος.
Αυτή την φορά τα εργόχειρα του θα τα έδινε, για να οικονομήση τα απαιτούμενα για τον ενταφιασμό του και να κάνη την τελευταία Θεία Λειτουργία στην Μετάνοια του, τον Όσιο Νείλο, να συγχωρεθή και να αποχαιρετήση για τελευταία φορά τους φίλους του, τους λίγους, φυσικά, που είχε και ήταν σκορπισμένοι στο Άγιον Όρος. Επειδή ήταν η τελευταία του επίσκεψη, μου είπε και περισσότερα πράγματα από κάθε άλλη φορά· ίσως και για να μου δώση περισσότερη χαρά και να μετριάση κάπως την μεγάλη μου λύπη, που θα τον έχανα πια. Πριν αρχίση να με νουθετή, τον είχα ρωτήσει για τις δυσκολίες του διακονήματος, που όλη την ημέρα σχεδόν βρισκόμουν με κοσμικούς και άκουγα, χωρίς να το θέλω, του κόσμου τις βρώμικες ιστορίες. Ο Γερο‐Πέτρος μου απήντησε:
‐ Πάτερ Παΐσιε, εμείς να τα βλέπουμε με καλό λογισμό.
Είχε εξαγνισθή ο Γέροντας και όλα τα έβλεπε καθαρά, διότι δεν υπήρχε πια αμαρτία μέσα του, αλλά κατοικούσε ο Χριστός.
Τον είχα ρωτήσει και για ένα γεγονός, εάν ήταν από τον Θεό ή του πονηρού, για να με πλανέση, και μου απήντησε ότι ήταν από τον Θεό και στην συνέχεια μου είπε τα εξής:
‐ Πάτερ Παΐσιε, εγώ συνέχεια ζω τέτοιες καταστάσεις θείες. Εκείνη την ώρα που με επισκέπτεται η θεία Χάρις, η καρδιά μου θερμαίνεται γλυκά από την αγάπη του Θεού, και ένα φως παράξενο με φωτίζει εσωτερικά και εξωτερικά, αφού φωτίζεται και το κελλί μου. Βγάζω τότε το σκουφί μου και σκύβω ταπεινά το κεφάλι μου και λέγω στον Χριστό: «Χριστέ μου, χτύπησε με με το κοντάρι της ευσπλαγχνίας σου στην καρδιά μου». Τα μάτια μου τότε τρέχουν γλυκά δάκρυα συνέχεια από ευγνωμοσύνη και δοξολογώ τον Θεό. Το δε πρόσωπο μου το νιώθω να φωτίζη. Εκείνες τις ώρες, Πάτερ Παΐσιε, όλα σταματάνε, γιατί νιώθω πολύ κοντά μου τον Χριστό και δεν μπορώ πια να ζητήσω τίποτα, γιατί σταματάει και η προσευχή· το κομποσχοίνι δεν μπορεί να γυρίση.
Για να μη τον παρεξηγήσω και αφήσω το κομποσχοίνι, ενώ δεν είχα φθάσει σ’ αυτή την ουράνια κατάσταση, μου είπε ένα περιστατικό:
‐ Το κομποσχοίνι, Πάτερ Παΐσιε, ποτέ δεν πρέπει να το αφήνουμε από τα χέρια μας, γιατί είναι το όπλο του Μοναχού και έχει μεγάλη δύναμη. Κάποτε είχα σταυρώσει με το κομποσχοίνι έναν δαιμονισμένο στις Καρυές και αμέσως ελευθερώθηκε ο άνθρωπος.
Το γεγονός αυτό το άκουσα και από τον παπα‐Ευμένιο, ο οποίος ήταν παρών και το είδε. Ενώ ο Γερο‐Πέτρος είχε απλωμένα τα κομποσχοίνια και το τσάι του βουνού στις Καρυές, για να τα πουλήση, είδε τον άνθρωπο που βασανιζόταν από το ακάθαρτο πνεύμα, χωρίς να μπορούν να τον βοηθήσουν οι άνθρωποι που ήταν γύρω του. Σηκώνεται σιγά‐σιγά ο Γερο‐Πέτρος και συμμαζεύει τα εργόχειρα του, τον πλησιάζει αθόρυβα, τον σταυρώνει με το κομποσχοίνι του και φεύγει γρήγορα, για να μη τον ιδούν. Οι άνθρωποι, σχεδόν όλοι, είδαν μόνο τον δαιμονισμένο ξαφνικά θεραπευμένον και δόξασαν μετά τον Θεό, όταν κατάλαβαν πως υπάρχουν Άγιοι και στην εποχή μας! Τον μικρό όμως Όσιο Πέτρο δεν πρόλαβαν να τον ιδούν όλοι εκτός από δύο‐τρεις.
Ο Γέροντας, φυσικά, ήταν άγνωστος σε πολλούς, γιατί δεν είχε επαφές, και προσπαθούσε να μένη άγνωστος, αλλά όλοι άκουγαν για τον Πετράκη! Εάν τύχαινε να τον συναντήση κανείς που τον γνώριζε και τον ρωτούσε για κάτι, του απαντούσε στα θέματα του με φωτισμένα παραδείγματα, λες και είχε μεταφράσει το Γεροντικό! (Διαφορετικά μεν παραδείγματα, αλλά με το ίδιο νόημα). Εύκολα, φυσικά, μπορούσε να τον παρεξηγήση κανείς, εάν δεν είχε βάθος Πατερικό. Έλεγε επί παραδείγματι: «Η προσευχή του ταπεινού τουμπάρει τον Θεό»! και εννούσε: «Η προσευχή του ταπεινού κάμπτει τον Θεό». Όπως επίσης για την νηστεία έλεγε: «Όταν δεν πέφτη νερό στη στερνούλα, ξηραίνεται, και ψοφάνε τα βατράχια». Δηλαδή ξηραίνεται το στομάχι, και πεθαίνουν τα πάθη. Όπως ανέφερα, είχε δικό του Γεροντικό.
Μεταξύ των άλλων αρετών, διακρινόταν για την πολλή του διάκριση. Επειδή είχαν κάπως οξυνθή τα Εκκλησιαστικά θέματα – βασικά του Εορτολογίου – είχε αποσυρθή από μία φανατική παράταξη και έκτοτε ερχόταν και στις Μονές. Όταν ερχόταν, για να με ιδή, παρακολουθούσε τις Ακολουθίες από τον Νάρθηκα. Όταν τον ρώτησα «γιατί δεν μπαίνεις μέσα στο Ναό», απήντησε:
‐ Για να μη σκανδαλίσω κανέναν, ευλογημένε μου. Εάν με ιδούν οι Ζηλωτές στο Νάρθηκα, θα πουν: «Κάποιον περιμένει ο Γερο‐Πέτρος» και δεν θα σκανδαλιστούν. Εάν με ιδούν οι Πατέρες του Μοναστηριού στο Νάρθηκα, και αυτοί δεν θα σκανδαλιστούν, γιατί θα ιδούν που έχω και τον τουρβά μου στην άκρη.
Είχε ξεπεράσει τις ανθρώπινες μικρότητες, φανατισμούς κ.α., γιατί είχε φώτιση Θεού. Ήταν ζηλωτής με την καλή έννοια. Κοινωνούσε συνήθως μία φορά την εβδομάδα, εκτός εάν τύχαινε και εορτή στα ενδιάμεσα της εβδομάδος. Παρακολουθούσε δε και Θείες Λειτουργίες που γίνονταν στα γειτονικά Καλύβια και έπαιρνε μόνο το Αντίδωρο, για να παρακολουθήση και άλλη, και τότε έπαιρνε και Αγιασμό, όταν φυσικά δεν κοινωνούσε, αν και βρισκόταν σε αγία πνευματική κατάσταση και μπορούσε να κοινωνάη πιο συχνά.
Όπως ανέφερα, πάντα νήστευε, έκανε ενάτη κάθε μέρα, και τις Σαρακοστές τις περνούσε όλο με τριήμερα. Μόνο Σαββατοκύριακο έτρωγε δύο φορές και έκανε κατάλυση ελαίου. Τις δε ακολουθίες του τις έκανε με κομποσχοίνι, με ευχή, και συμπλήρωνε επτά ώρες, εκτός από τον κανόνα του, που ήταν επτακόσιες μεγάλες μετάνοιες και τριάντα τρία εκατοστάρια με μικρές μετάνοιες και Σταυρό. Απ’ όλα αυτά το ένα τρίτο ήταν για τον εαυτό του, γιατί τ’ άλλα δύο τρίτα ήταν μισά για τους ζώντας και μισά για όλους τους κεκοιμημένους. Εάν θα μάθαινε για κάποιον που περνάει καμιά δοκιμασία, θα έκανε ξεχωριστή προσευχή με μετάνοιες. Επίσης τις Ώρες, τον Εσπερινό και το Απόδειπνο τα έκανε και αυτά με το κομποσχοίνι. Με άλλα λόγια το εργόχειρο του ήταν η προσευχή.
Ενώ βρισκόταν σ’ αυτή την αγία κατάσταση ο Γερο‐Πέτρος, είχε όμως τόσο πολλή ταπείνωση, που θεωρούσε τον εαυτό του αμαρτωλό, με πολλά πάθη. Την ώρα που διάβαζε το Ευαγγέλιο ο Παπάς, έβγαζε το σκουφάκι του και πλησίαζε στην Ωραία Πύλη και έσκυβε το κεφάλι του κάτω από το Ευαγγέλιο, για να του φύγου, όπως έλεγε, τα κακά πνεύματα.
Επειδή θεωρούσε πολύ τιποτένιο τον εαυτό του, γι’ αυτό και δεν έπαιρνε υποτακτικό. Κάποτε που τον είχα παρακαλέσει πολύ, το δέχθηκε να με κρατήση υποτακτικό του, αλλά τότε δεν μου είχε δώσει ευλογία η Μονή. Όταν είχε έρθει ο Γερο‐Πέτρος την τελευταία φορά και μου είπε ότι ετοιμάζεται για την άλλη ζωή και μου ζήτησε συγχώρεση, που δεν θα μπορέση να με πάρη υποτακτικό, γιατί θα πεθάνη, τότε κατάλαβα το θέλημα του Θεού, που κρυβόταν μέσα στο εμπόδιο από τους Γεροντάδες, αφού τον Γερο‐Πέτρο θα τον έπαιρνε ο Θεός. Φαίνεται ότι δεν ήμουν άξιος να μένω με άγιο· και το ότι με αξίωσε ο Θεός να τον γνωρίσω, για να ωφεληθώ, και αυτό πολύ ήταν για την αμαρτωλότητα μου. Εάν με αξίωνε ο Θεός να τον έβλεπα, έστω από μακριά, στην άλλη ζωή, αυτό θα ήταν μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες του Θεού.
Αξέχαστες θα μου μείνουν οι τελευταίες του συμβουλές με τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Εδώ βλέπει κανείς το μεγαλείο του Θεού στους Αγίους Του, όπως και στον μικρό Όσιο Πέτρο, τον οποίο δεν τον ασπάσθηκαν νεκρό οι φίλοι του, αλλά πέρασε μόνος του από τους φίλους του, για να τον ασπασθούν ζωντανό τον «τελευταίον ασπασμόν».
Στην συνέχεια, πέρασε από τις Καρυές, πήρε τα απαιτούμενα για τον ενταφιασμό του και από εκεί πήγε στην Μετάνοια του, στον Όσιο Νείλο. Την επομένη έκανε Θεία Λειτουργία, στις 12 Ιουνίου, που γιόρταζε και ο ίδιος (μνήμη του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτου). Είχαν μαζευτή και οι Πατέρες από γύρω (οι Ασκητές). Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, και κοινώνησε ο Γερο‐Πέτρος, βγήκε έξω, ετοίμασε για τους Πατέρες νερό και λουκούμι και αυτός, μόλις κάθισε κοντά τους, έκλεισε τα μάτια του και παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή στον Χριστό. Οι Πατέρες νόμιζαν ότι νύσταξε και περίμεναν να ανοίξη τα μάτια του, για να τον ευχηθούν. Όταν τον σκούντηξαν, κατάλαβαν πως έφυγε για τον Ουρανό και του ευχήθηκαν «καλή ανάπαυση».
Ανεπαύθη στις 12 Ιουνίου, του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, το 1958. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Αγίου Παϊσίου: Αγιορείται Πατέρες σελ. 37 ‐ 41
Ο γερο-Πέτρος ο Κατουνακιώτης
και η αγιαστική απλότητα
Ο κατά κόσμον Γεώργιος Λαγιός γεννήθηκε το έτος 1891 στη Λήμνο. Φαίνεται ότι νέος δε βοηθήθηκε πνευματικά γι’ αυτό έπινε και μεθούσε. Αυτά γράφονται, όπως τα διέσωσαν παλαιοί γνώριμοί του, για να εξηγηθούν και κατανοηθούν κάποιες ιδιαίτερες μοναχικές του ασκήσεις. Αλλά ο καλός Θεός που είδε την καλή του προαίρεση, έδωσε μετάνοια φλογερή στην απλή και σπάνια ψυχή του και ήρθε να μονάσει στο Άγιον Όρος το έτος 1908.
Οι ησυχαστικές του αναζητήσεις και η φήμη του μεγάλου ησυχαστού, παπα-Δανιήλ Αγιοπετρίτου, οδήγησαν τα βήματά του στην πιο απομονωμένη και ησυχαστική περιοχή, στο Κελί που ασκήτευσε ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης, ο πρώτος και μεγαλύτερος Αθωνίτης Ησυχαστής. Υποτάχθηκε στον παπα-Δανιήλ, τον οποίον προσπαθούσε να ακολουθεί στους αγώνες του και να του κάνει καλή υπακοή.
Μετά από παρατεταμένη δοκιμή έγινε μοναχός το έτος 1926 με το όνομα Πέτρος. Έμαθε από τον αγιασμένο Γέροντά του την πρακτική καλογερική και μυήθηκε απ’ αυτόν τα μυστικά της ησυχίας, της νήψεως, τους εγκλεισμού και της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής, τα οποία κράτησε μέχρι θανάτου.
Βιώνοντας βαθιά τη μετάνοια για τα εν γνώσει και αγνοία αμαρτήματα της νεανικής του ζωής ζήτησε και έλαβε ευλογία από το Γέροντά του επί τρεις μήνες να μην πιεί νερό, για να συγχωρήσει ο Θεός τις οινοποσίες του. Έτρωγε φαγητό και χόρτα βέβαια, αλλά δεν ήπιε νερό επί τρεις μήνες!
Ήταν πρόθυμος και γενναίος στους ασκητικούς αγώνες και με τη μεγάλη απλότητα που τον διέκρινε έκανε τελεία υπακοή στο Γέροντά του. Η καλή αρχή, το πνευματικό θεμέλιο που έθεσε, προοιμίαζε και τη μετέπειτα φωτεινή πορεία του.
Όταν εκοιμήθη ο παπα-Δανιήλ, περίπου το 1929, για λίγα χρόνια έζησε με τους παραδελφούς του. Κάποιος από αυτούς βγήκε στον κόσμο. Οι άλλοι απεβίωσαν και φαίνεται ότι δυσκολευόταν μόνος του.Ήρθαν και τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και της πείνας˙ έτσι αναγκάστηκε το 1940 να αφήσει το Κελί της μετανοίας του και να πάρει ένα ξηροκάλυβο στη Μικρά Αγία Άννα. Βρίσκεται πάνω από την Καλύβη του Απ. Θωμά, χαμηλότερα από το δρόμο που οδηγεί στα Κατουνάκια και δε φαίνεται γιατί είναι μέσα στο βράχο. Έχει δύο μικρά και χαμηλά κελάκια. Μία εσωτερική πόρτα οδηγεί στο βράχο όπου υπάρχει μία σπηλιά αρκετά ευρύχωρη με ένα άνοιγμα για φωτισμό. Εδώ απομονωνόταν ο Γέροντας για περισσότερη ησυχία.
Αυτό ήταν το πνευματικό του εργαστήριο, η πνευματική του κυψέλη, το “γλυκό Κατούνι του”, που γι’ αυτόν ήταν επίγειος παράδεισος, αφού γευόταν το μέλι της ησυχίας και το μάννα του ουρανού. Γι’ αυτό δεν του έκανε καρδιά να βγαίνει από το καλύβι του, να συναναστρέφεται και να μιλά με άλλους. Ο μικρόσωμος, αγράμματος και φτωχός “Πετράκης” ήταν ησυχαστής σε μεγάλα μέτρα. Είχε την αδιάλειπτη προσευχή, έβλεπε συχνά το Άκτιστο Φως και ζούσε από αυτή τη ζωή παραδεισένιες καταστάσεις.
Διηγήθηκε ο γέρων Γεράσιμος ο Υμνογράφος: “Γνώρισα το γερο-Πέτρο (Πετράκη) τον Κατουνακιώτη. Ήταν όντως άγιος μοναχός. Έκανε πολλή προσευχή και μεγάλη άσκηση. Μια φορά την εβδομάδα μαγείρευε και έτρωγε κάθε μέρα από αυτό.
Μια φορά ήρθε στο Κελί μας αλλοιωμένος στη όψη˙κλαίγοντας μου είπε ότι το βράδυ προσευχόμενος περικυκλώθηκε από λευκό άπλετο φως και γέμισε ευωδία το κελί του.Ο ίδιος αισθάνθηκε ανέκφραστη μακαριότητα, γλυκύτητα και ειρήνη. Δεν γνώριζε αν βρισκόταν στο κελί του. Ρωτούσε να μάθει τι είναι αυτό που του συνέβη. Μου είπε: “Εσύ είσαι μορφωμένος, ξέρεις γράμματα, να μου πεις μήπως είναι πλάνη του Σατανά, μήπως είναι τίποτε κακό;”. Όλα όσα μου έλεγε ήταν της χάριτος˙ καθώς τα διηγείτο είχε βγει εκτός εαυτού και σε μια στιγμή ξαφνικά το πρόσωπό του έλαμψε και εγώ τα’ χασα. Δε μιλούσα και τον άφησα να λέει. Δεν τον διέκοψα καθόλου. Αποτύπωνα και έλεγχα όσα έλεγε.
Δε διέκρινα κανένα σημείο πλάνης. Ύστερα του είπα να δοξάζει τον Θεόν που αξιώθηκε να δει αυτά, γιατί όλα είναι από τον Θεό και δεν είναι πλάνη. Φεύγοντας με παρακάλεσε να μην τα πω πουθενά και να παρακαλώ το Θεό να τον ελεήσει για να μην πλανηθεί. Ο γερο-Πέτρος ήταν της νοεράς προσευχής. Πολύ ταπεινός και απλός μοναχός”.
Φαίνεται πως αυτό το γεγονός του συνέβη τότε για πρώτη φορά, γιατί στη συνέχεια ζούσε πολλές τέτοιες καταστάσεις, όπως απεκάλυψε στο γέροντα Παΐσιο. Έβλεπε συχνά το Άκτιστο Φως, είχε αείρροα δάκρυα που συνόδευαν την αδιάλειπτη προσευχή του και είχε ξεπεράσει τα τυπικά.
Τον ρώτησε κάποιος Γέροντας αν κάνει κανόνα και ακολουθία και απάντησε: “Ούτε κανόνα ούτε ακολουθία κάνω. Μόλις δύσει ο ήλιος τρώγω, κάνω το Απόδειπνο και κοιμάμαι δύο ώρες. Όταν ξυπνήσω, και όταν έχει ήδη νυχτώσει, αρχίζω τα κομποσχοίνια.
Στο δεύτερο-τρίτο κομποσχοίνι έρχονται τα δάκρυα και μέχρι το πρωί δεν ξέρω που βρίσκομαι. Το καλοκαίρι αρχίζω την αγρυπνία το βράδυ και όταν βγει ο ήλιος, τότε συνέρχομαι και μπαίνω μέσα”. (Πιθανότατα ηρπάζετο σε θεωρία).
Γι’ αυτό ζούσε έγκλειστος και δεν ήθελε να μιλά, “εγκοπήν γλυκύτητος Θεού λαβείν μη βουλόμενος”. Για να μη χάσει την επικοινωνία του με τον Θεόν, απέφευγε τις συναναστροφές. “Ο αγαπών την ομιλίαν την μετά του Χριστού αγαπά γενέσθαι μοναστικός”. Τον επισκέπτονταν οι πατέρες και χτυπούσαν την εξώπορτα, αυτός όμως άνοιγε λίγο το παραθυράκι και ρωτούσε ποιός είναι και τι θέλει. Αν του πήγαιναν τρόφιμα, τους έλεγε να τα αφήσουν έξω.
Δεν έβγαινε να τα πάρει μέχρι που σάπιζαν. Αυτό το έκανε για να βλέπουν οι πατέρες τα σαπισμένα τρόφιμα και να μην του ξαναφέρουν.Τον ρώτησε κάποιος γιατί δε βγαίνει. “Άμα βγω έξω, θα πούμε λόγια περίσσια“, απάντησε. Ήταν ακτήμων. Μια-δυο φορές το χρόνο έβγαινε για να δώσει το εργόχειρό του, τα κομποσχοίνια, και να προμηθευτεί το παξιμάδι του. Έκανε κάθε μέρα ενάτη και λάδι δεν έτρωγε σχεδόν όλο το χρόνο. Η συνηθισμένη τροφή του ήταν τσάι με παξιμάδι. Έκανε και έκτακτα τριήμερα.
Έλεγε στον παπα-Διονύσιο τον Μικραγιαννανίτη όταν ήταν νέο καλογέρι: “Για να μείνεις στην έρημο, θα πρέπει να είσαι καλός μάγειρας. Θα μαγειρεύεις φασόλια την Κυριακή και θα τρως μέχρι την Τρίτη. Την Τετάρτη θα βάλεις λίγο νεράκι και θα τα βράζεις, την Πέμπτη θα βάλεις λίγη ντοματούλα, την Παρασκευή λίγο αλατάκι και νερό, το Σάββατο θα βάλεις και λίγο χυλό από αλεύρι, και την Κυριακή άλλο φαγητό. Έτσι με ένα φαγητό περνάς όλη την εβδομάδα”.
Κάποτε είχε χιονίσει και τον έβλεπε ο παπα-Διονύσιος από απέναντι να πηγαινοέρχεται ξυπόλυτος πάνω στο χιόνι. Ύστερα τον ρώτησε γιατί το έκανε αυτό, και του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε σαρκικό πόλεμο και βγήκε ξυπόλυτος στο χιόνι για να πολεμήσει την πύρωση.
Ο γερω-Πέτρος είχε χάρισμα να βλέπει πράγματα που θα συνέβαιναν μελλοντικά. Κάποια μέρα πήρε πληροφορία και πήγε στον τότε Γέροντα της Καλύβης του Αγίου Χαραλάμπους στη Νέα Σκήτη και του είπε: “Γέροντα, έρχεται ο λύκος να φάει το προβατάκι σου, το ξέρεις; Το καλογέρι σου δεν πάει καλά. Το παρακολουθείς; Πρόσεξέ το, γιατί θα φύγει και θα πετάξει”.
Όντως το καλογέρι ήταν πνιγμένο στους λογισμούς και σχεδίαζε να φύγει. Ο γερω-Πέτρος από τη Μικρά Αγία Άννα το έβλεπε αλλά δυστυχώς παρά την προσπάθεια του Γέροντά του έφυγε στον κόσμο και παντρεύτηκε.
Ζούσε τελείως απερίσπαστα. Ανέβαινε τα καλοκαίρια στον Άθωνα με την πρόφαση να μαζεύει τσάι, αλλά στην πραγματικότητα ησύχαζε και επεδίδετο στη νοερά και αδιάλειπτη προσευχή, και στη θεωρία. Δεν είχε πολλές επικοινωνίες. Προσπαθούσε να ζει στην αφάνεια, γι’ αυτό δε διασώζονται πολλά στοιχεία από τη ζωή του. Αλλά, όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες, αρκεί πολλές φορές και ένας λόγος, για να φανερώσει όλη την πνευματική κατάσταση και την εσωτερική εργασία του μοναχού. Αν δοκιμάσει κανείς ένα ρακοπότηρο κρασί καταλαβαίνει όλη την ποιότητα του κρασιού ενός μεγάλου βαρελιού.
Και ο γερω-Πέτρος, απ’ τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν, φαίνεται ότι ήταν προχωρημένος στην ευχή. Ήταν μοναχός της ευχής, της εσωτερικής εργασίας. Μοναχός βιαστής, πραγματικός ασκητής που συνδύαζε πράξη και θεωρία.
Όλοι οι πατέρες που τον γνώρισαν εκφράζονται γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. “Ήταν ο καλύτερος της περιοχής”, “πραγματικός μοναχός”, “αγιότατο Γεροντάκι”.
Και ο γερω-Παΐσιος έλεγε ότι απ’ όσους ασκητές γνώρισε ο γερω-Πέτρος ήταν σε ανώτερα μέτρα, γι’ αυτό ήθελε να γίνει υποτακτικός του.
Ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης είχε πολλή ευλάβεια στο γερω-Πέτρο και είπε γι’ αυτόν: “Σου άφηνε μια γλυκύτητα μέσα σου, όταν τον συναντούσες και σε μιλούσε αυτός ο άνθρωπος. Ποτέ δε φάνηκε σε αγρυπνίες και ποτέ δεν προξένησε σκάνδαλο. Μια ζωή στο Άγιον Όρος και να είναι ειρηνικός με όλους, μεγάλο κατόρθωμα”.
Ο γερο-Πέτρος, όταν συναντούσε Πατέρες στο δρόμο, δεν έλεγε τον καθιερωμένο χαιρετισμό “ευλογείτε”, αλλά το εξής βαθυστόχαστο: “Πατέρες, φεύγουμε” (δηλαδή πεθαίνουμε).
Είχε μεγάλη λεπτότητα. Απέφευγε να διανυκτερεύει σε Κελιά, για να μην επιβαρύνει τους πατέρες, αλλά και για να μη χάνει ο ίδιος την ησυχία του και παραβαίνει το τυπικό του. Μια φορά ο γερο-Ιωακείμ ο Καρυώτης από τη Βατοπεδινή Καλύβη της Αναλήψεως τον πίεσε να διανυκτερεύσει στο Κελί του, αλλά δε δέχθηκε. Ξεκίνησε με τα πόδια για τη Δάφνη. Στο δρόμο νύχτωσε, άρχισε να βρέχει και διανυκτέρευσε σε μια κουφάλα καστανιάς.
Όταν προαισθάνθηκε ότι πλησιάζει η κοίμησή του, έφυγε από το Κελάκι του στη Μικρά Αγία Άννα και πήγε στη μετάνοιά του, στον Άγιο Πέτρο, ν’ αφήσει τα κόκαλά του εκεί, όπου ξεκίνησε την καλογερική του. Έζησε εκεί μερικούς μήνες και εκοιμήθη το έτος 1958 την ημέρα της μνήμης του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου του οποίου είχε το όνομα και προς τιμήν του οποίου ετιμάτο ο ναός της Καλύβης. Όταν εκοιμήθη, τα μόνα πράγματα που βρέθηκαν στο κελί του ήταν λίγο παξιμάδι σ’ ένα καλάθι και μισό μπουκάλι λάδι για το καντήλι. Ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα είχε.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Πηγή: «Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση». Εκδ.: Ι. Ησ. Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Μεταμόρφωση Χαλκιδικής Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com