Α.ΦΡΑΓΚΟΥ
ΜΕΛΟΥΣ ΤΩΝ A.G.U., A.I.A.A., A.M.S.
Ο ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
ΤΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΙΣΜΟΥ
Α‘. Η θεωρία της εξελίξεως, ως γνωστόν, παραδέχεται την αυτόματη εμφάνισι της ζωής πάνω στην γη με τυχαίες διαδικασίες στο απώτερο παρελθόν και έπειτα την βαθμιαία ή μη εξέλιξί της από τις απλούστερες και ατελέστερες μορφές της σε περισσότερο πολύπλοκες και τελειότερες μέχρι και τον άνθρωπο.
Η θεωρία της εξελίξεως χαρακτηρίζεται:
1) Από την πλήρη αδυναμία της να αποδείξη επιστημονικά ότι υπάρχει και λειτουργεί σήμερα η εξέλιξη από ένα ζωικό ή φυτικό είδος σε άλλο· ότι, δηλαδή, η εξέλιξη αποτελεί μια διαπιστωμένη αρχή και νόμο στον φυσικό κόσμο, που προκαλεί ανάπτυξη από μια κατάσταση αποδιοργανώσεως σε μια κατάσταση οργανώσεως, ενώ ακριβώς το αντίθετο έχει αναμφισβήτητα διαπιστωθή (νόμος εντροπίας).
2) Από την πλήρη αδυναμία της να αποδείξη την τυχαία και αυτόματη εμφάνιση της ζωής στο παρελθόν, καθώς και την παραγωγή σήμερα ζωής από ανόργανη ύλη με οποιοδήποτε τεχνικό μέσο.
3) Από την αδυναμία της να ερμηνεύη ικανοποιητικά και πειστικά, με επιστημονικά στοιχεία, την έλλειψη μεταβατικών μορφών στα ζωικά και φυτικά κατάλοιπα των απολιθωμάτων. Όλες οι σχετικές προσπάθειες, που έγιναν και γίνονται, στηρίζονται σε νέες επιπρόσθετες παραδοχές, υποθέσεις και εικασίες αναπόδεικτες επιστημονικά.
4) Από την αδυναμία της να θεμελιώση με αδιαμφισβήτητα επιστημονικά στοιχεία την χρονολόγηση τόσο των απολιθωμάτων όσο και των γεωλογικών στρωμάτων, μέσα στα οποία ανευρίσκονται αυτά, και γι’ αυτό αναγκάζεται να χρησιμοποιήση τον παραλογισμό τού λεγομένου κύκλου ή διαλληλίας.
5) Από την αδυναμία της να θεμελιώση τον ισχυρισμό της περί της ευεργετικής επιδράσεως στους ζώντες οργανισμούς των τυχαίων μεταλλάξεων, καθώς και της δράσεως της λεγομένης φυσικής επιλογής, σαν εξελικτικών παραγόντων για την μετάβαση από απλούστερες σε πολυπλοκώτερες και τελειότερες μορφές ζωής.
6) Από την αδυναμία της να ερμηνεύση θεμελιωμένα την απότομη εμφάνιση πολύπλοκων και πολυσυνθέτων μορφών ζωής στα θεωρούμενα σαν τα παλαιότερα και αρχέγονα γεωλογικά στρώματα της γης, πολλές από τις οποίες εξακολουθούν αμετάβλητα να ζουν και σήμερα χωρίς καμμιά εξέλιξη.
7) Από τις αντιφάσεις που παρουσιάζουν οι ισχυρισμοί της και μεταξύ τους και σε σύγκριση με τα στοιχεία και ευρήματα των παρατηρήσεων.
8) Από το λογικό σφάλμα της λήψεως τού ζητουμένου στην προσπάθειά της να στήριξη την ύπαρξη εξελίξεως στο παρελθόν, με το να δέχεται εκ των προτέρων (a priori), ότι υπήρξε εξέλιξη χωρίς καμμιά απόδειξη, ενώ αυτό είναι το ζητούμενο που πρέπει να αποδειχθή, και βάσει της a priori αυτής αναπόδεικτης παραδοχής να επιχειρή να ερμηνεύση τα στοιχεία των παρατηρήσεων.
Ανεξάρτητα από τις επί μέρους αδυναμίες και αντινομίες των ισχυρισμών της θεωρίας της εξελίξεως, αυτή καθ’ εαυτήν η θεωρία και οι εκάστοτε μεταμορφώσεις της, εκ τού γεγονότος ότι αναφέρεται σε συγκεκριμένες διεργασίες και φυσικά γεγονότα τού παρελθόντος μη παρατηρήσιμα σήμερα και ανεπανάληπτα, δεν είναι επιστημονική, γιατί οι ισχυρισμοί της στερούνται από κάθε δυνατότητα επιβεβαιώσεως ή διαψεύσεως τους, και συνεπώς δεν συγκεντρώνει τις αναγκαίες εκείνες προϋποθέσεις που ισχύουν για κάθε υπόθεση και θεωρία, όπως αναλύθηκαν στην αρχή, για να είναι επιστημονική και για να μπορή να δώση επιστημονική γνώσι. Έτσι η θεωρία της εξελίξεως είναι μια φιλοσοφική και μεταφυσική δογματική παραδοχή, που βρίσκεται έξω από τον χώρο και την αρμοδιότητα των θετικών εμπειρικών επιστημών χωρίς κανένα θετικό επιστημονικό έρεισμα.
Β‘. Όσον αφορά στην θεωρία και τις παραδοχές τού ομοιομορφισμού, ισχύει το ίδιο· τοποθετείται στον χώρο της φιλοσοφίας και μεταφυσικής, γιατί οι προτάσεις και παραδοχές του δεν μπορούν και αυτές να ελεγχθούν με επιστημονικό τρόπο (παρατήρηση ή πείραμα) εάν είναι σωστές ή λανθασμένες. Ακριβώς δε τα όσα εκτίθενται στα επόμενα επί μέρους κεφάλαια τού παρόντος αποτελούν την επιβεβαίωση τού φιλοσοφικού και μεταφυσικού χαρακτήρος των παραδοχών και της θεωρίας τού ομοιομορφισμού, που δεν αποτελούν επιστημονικές προτάσεις, όπως παραπλανητικά τις εμφανίζουν, αλλά εικασίες αναπόδεικτες επιστημονικά.
Με άλλα λόγια, τόσο η θεωρία της εξελίξεως όσο και η θεωρία τού ομοιομορφισμού, είναι απλες φιλοσοφικές και μεταφυσικές προτάσεις πίστεως στην λεγομένη υλιστική φυσιοκρατική θεώρησι τού κόσμου, και γι’ αυτό δεν μπορούν, ούτε τώρα ούτε και στο μέλλον, να γίνουν αντικείμενο επιστημονικής επαληθεύσεως ή διαψεύσεως μέσα στον χώρο και με τις δυνατότητες των θετικών εμπειρικών επιστημών.
Πρέπει εδώ να υπογραμμισθή, ότι μια υπόθεση, θεωρία ή μοντέλο ερμηνείας, για να είναι επιστημονική, δεν αρκεί να έχη επιστημονική εμφάνιση, να περιέχη όρους και διατυπώσεις επιστημονικούς ή μαθηματικούς. Δεν αρκεί ακόμη να έχη διατυπωθή μέσα στον χώρο των θετικών εμπειρικών επιστημών και να γίνεται αποδεκτή από την πλειονοψηφία ίσως των επιστημόνων. Τα θέματα της επιστήμης και της επιστημονικής γνώσεως δεν επιλύονται με ψηφοφορίες και δημοσκοπήσεις, αλλά με αντικειμενικά επιστημονικά κριτήρια.
Ο διάσημος αστρονόμος και αστροφυσικός Σουηδός καθηγητής Dr Hannes Alfven (βραβείο Nobel) γράφει˙ «Αλλά το επιχείρημα όλοι οι μορφωμένοι άνθρωποι συμφωνούν ότι… (με την προσθήκη της σιωπηράς συναινέσεως, ότι με το να μη συμφωνήτε δείχνετε ότι είσθε εκκεντρικός), δεν είναι ένα βάσιμο επιχείρημα στην επιστήμη. Εάν τα επιστημονικά θέματα εκρίνοντο με δημοσκοπήσεις γκάλλοπ και όχι με επιστημονικά επιχειρήματα, η επιστήμη πολύ σύντομα θα απολιθωνόταν για πάντα».
Χρειάζεται λοιπόν να υπάρχη στις θεωρίες απαραιτήτως το βασικό χαρακτηριστικό που αποτελεί το απαραίτητο κριτήριο της επιστημονικότητος κάθε υποθέσεως, θεωρίας ή μοντέλου. Και αυτό είναι, όπως ελέχθη, η δυνατότης, είτε τώρα είτε στο μέλλον, να μπορούν να επιβεβαιωθούν ή διαψευσθούν οι ισχυρισμοί τους. Διαφορετικά, δεν ανήκουν στις θετικές εμπειρικές επιστήμες, αλλά στον χώρο της φιλοσοφίας και της μεταφυσικής.
Και τώρα μερικές αναγκαίες διευκρινήσεις σε ωρισμένα ζητήματα.
ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ
Με την επικράτηση της υλιστικής – φυσιοκρατικής θεωρήσεως περί τού κόσμου από τον περασμένο αιώνα, με τις θεωρίες της εξελίξεως και τού ομοιομορφισμού οι οποίες την εκφράζουν (η υλιστική μεταφυσική κοσμοθεωρία), μερικοί χριστιανοί στον δυτικό χώρο επιχείρησαν να συμβιβάσουν τα πορίσματα δήθεν της επιστήμης, όπως παρουσιάζοντο με τις παραδοχές των θεωριών εξελίξεως και ομοιομορφισμού παραπλανητικά, με την χριστιανική πίστι και διδασκαλία.
Δεν πρόκειται εδώ φυσικά να γίνη θεολογική διερεύνησι της ορθότητος της απόπειρας αυτής. Απλώς αναφέρουμε, ότι η συμβιβαστική αυτή προσπάθεια, που ωνομάσθηκε θεϊστική εξέλιξη (theistic evolution), δέχεται, ότι η εξέλιξη αποτελεί τρόπο και μέθοδο, την οποία ο Θεός καθώρισε και χρησιμοποίησε για την δημιουργία και διαμόρφωσι τού κόσμου και της ζωής.
Είναι μια απόπειρα εναρμονίσεως της υλιστικής και της χριστιανικής κοσμοθεωρίας, δύο δηλαδή εντελώς αντιθέτων και ασυμβιβάστων δογματικών αντιλήψεων περί .τού κόσμου.
Η απόπειρα αυτή είναι το αποτέλεσμα ενός αισθήματος μειονεκτικότητος, που κατέλαβε μερικούς χριστιανούς τού δυτικού κόσμου μπροστά στον χείμαρρο των υλιστικών μεταφυσικών δοξασιών που εισώρμησαν έντεχνα στην σκέψι τού άνθρωπου, επικράτησαν και επικρατούν ήδη σε παγκόσμια κλίμακα, με το να παρουσιάζονται και διδάσκονται αυτές παραπλανητικά σαν δήθεν επιστημονικές απόψεις και πορίσματα.
Πρέπει να σημειωθή, ότι τον άτυχη αυτόν συμβιβασμό αποδέχονται δυστυχώς και μερικοί ορθόδοξοι χριστιανοί επιστήμονες από τους κλάδους των θετικών επιστημών, ακόμη δε και ορθόδοξοι θεολόγοι.
Προφανώς δεν έχει συνειδητοποιηθή, ότι τα θέματα που αναφέρονται στην αρχή των όντων, τού κόσμου και της ζωής, καθώς και στα μοναδικά και ανεπανάληπτα φυσικά γεγονότα τού παρελθόντος, είναι θέματα και προβλήματα φιλοσοφικά και μεταφυσικά, που δεν μπορούν με κανένα τρόπο να ερευνηθούν και επιλυθούν από τις θετικές εμπειρικές επιστήμες.
Οι υποστηρικταί της προσπάθειας αυτής δεν μπόρεσαν να κάνουν την διάκριση μεταξύ των αντιλήψεων και παραδοχών της εξελικτικής θεωρίας και τού ομοιομορφισμού και της ερμηνείας που δίδουν στο υλικό και τα δεδομένα των παρατηρήσεων και πειραμάτων που συλλέγονται από την έρευνα.
Παγιδεύονται, λοιπόν, με το να ταυτίζουν τα δεδομένα με την ερμηνεία που δίδουν επί τη βάσει των αναποδείκτων παραδοχών της εξελίξεως και τού ομοιομορφισμού, στο δίλημμα να δεχθούν ή το υλιστικό μοντέλο ερμηνείας, που παρουσιάζεται —το τονίζουμε αυτό— σαν επιστημονικό πόρισμα, ή την χριστιανική περί κόσμου διδασκαλία. Έτσι προσπαθούν να βρουν τρόπο, ώστε να συμβιβάσουν την διδασκαλία της Άγιας Γραφής με τα δήθεν πορίσματα της επιστήμης.
Η συμβιβαστική αυτή στάσι είναι αναμφισβήτητα αποτέλεσμα της βαθειάς διαβρώσεως που έχουν επιφέρει στην σκέψη και πιστών ακόμη χριστιανών οι υλιστικές – φυσιοκρατικές δογματικές μεταφυσικές παραδοχές και, όπως είπαμε, η διδασκαλία τους σαν δήθεν επιστημονικών απόψεων και πορισμάτων δια μέσου της παιδείας όλων των βαθμίδων. Δεν θα ήταν έξω της πραγματικότητος να λεχθή, ότι οι υλιστικές αυτές δογματικές μεταφυσικές προτάσεις πήραν χαρακτήρα προπαγάνδας και διαδίδονται με όλα τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημερώσεως.
Χαρακτηριστικό της προπαγάνδας αυτής είναι και η σύστασι οργανισμών και ενώσεων για την προστασία και διάδοση της θεωρίας της εξελίξεως, όπως η Association for the Protection of Evolution στην Αγγλία και άλλες ανάλογες με διάφορα ονόματα στις Η.Π.Α.. Και μόνο το γεγονός αυτό αποτελεί σαφή ένδειξη, ότι δεν πρόκειται για μια καθαρώς επιστημονική θεωρία (γιατί σε καμμιά μέχρι τώρα πραγματικά επιστημονική θεωρία δεν παρουσιάσθηκε το φαινόμενο αυτό), αλλά για ένα κοσμοθεωριακό σύστημα πίστεως που έχει μεταφυσικές προεκτάσεις στην διαμόρφωση της ζωής τού ανθρώπου.
Η βασική, λοιπόν, σκέψι των υποστηρικτών της ιδέας περί θεϊστικής εξελίξεως είναι, ότι ο Θεός – Δημιουργός δεν αποκλείεται για την δημιουργία τού κόσμου να χρησιμοποίησε σαν μέθοδο, σαν τρόπο, την εξέλιξη.
Ανεξάρτητα από την καθαρά ορθόδοξη χριστιανική θεολογική αντιμετώπιση της απόψεως αυτής, για να υποστηριχθή η σκέψη αυτή βάσιμα χρειάζεται˙
1) Να αποδειχθή επιστημονικά, ότι υπήρξε και υπάρχει εξέλιξη σαν μια γενική τάσι, σαν φυσικός νόμος που διέπει τον υλικό κόσμο (οργανικό και ανόργανο), σύμφωνα με τις βασικές παραδοχές της θεωρίας της εξελίξεως.
2) Να υπάρχη σαφής και αναμφίβολη μαρτυρία περί της εξελίξεως αυτής στην χριστιανική αποκάλυψι και διδασκαλία, σύμφωνα πάλι με τις παραδοχές της εξελικτικής θεωρίας. Άλλο πράγμα είναι η χρονική απλώς ακολουθία αυτοτελών διαδοχικών φυσικών γεγονότων, που δεν συνδέονται ούτε συσχετίζονται μεταξύ τους αιτιοκρατικά, και άλλο η εξέλιξη που προϋποθέτει αιτιώδη σύνδεσμο ενός χρονικά προηγουμένου γεγονότος με ένα χρονικά επόμενο γεγονός. Και
3) Να υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες στα ορθόδοξα κείμενα ερμηνείας της Αγίας Γραφής από τους πατέρας της Εκκλησίας, που να παραδέχωνται αυτή την εξέλιξη σαν μέθοδο και τρόπο δημιουργίας τού κόσμου και διαμορφώσεως των διαφόρων ειδών ζωής.
Κανένα όμως από τα τρία αυτά στοιχεία δεν υπάρχει για να θεμελιωθή η άποψη της θεϊστικής εξελίξεως. Η εξέλιξη δεν είναι απλώς μια θεωρία, αλλά μια μεταφυσική περί κοσμογονίας διδασκαλία, χωρίς την παραδοχή Θεού – Δημιουργού, που προσφέρεται στον άνθρωπο σαν —εντελώς διαφορετική και αντίθετη προς την χριστιανική πίστι— δογματική εξήγηση της προελεύσεως τού κόσμου και της ζωής κατά τρόπο μάλιστα παραπλανητικό και απατηλό, γιατί περιβάλλεται με επιστημονικοφανή επένδυση.
Καμμιά σαφής και αναμφισβήτητα ρητή μαρτυρία για μια τέτοια εξέλιξη, σαν τρόπο δημιουργίας και διαμορφώσεως τού φυσικού κόσμου, δεν υπάρχει ούτε στην Αγια Γραφή ούτε στα κείμενα των πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Επομένως η θεϊστική εξέλιξη, που και αυτή έχει πάρει διάφορες μορφές (orthogenesis – σκόπιμα κατευθυνόμενη εξέλιξη, nomogenesis – εξέλιξη σύμφωνα με σταθερούς νόμους, emergent evolution, creative evolution κ.λπ.), είναι μια εντελώς αθεμελίωτη παραδοχή (η οποία άλλωστε απορρίπτεται από τους εξελικτικούς) και υποδηλώνει η άγνοια θεμελιωδών χαρακτηριστικών της φύσεως τού έργου, των δυνατοτήτων και τού τρόπου λειτουργίας των θετικών εμπειρικών επιστημών, ή την έκφρασι της δειλίας μερικών χριστιανών έναντι της επικρατούσης υλιστικής – φυσιοκρατικής πίστεως.
Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση τού καθηγητού τού Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Berkeley Dr Philip Ε. Johnson: «Οι περισσότεροι Αμερικανοί πιστεύουν, ότι η γη είναι δισεκατομμυρίων ετών παλαιά και ότι η ζωή εξελίχθηκε βαθμιαία από απλές σε πολυσύνθετες μορφές. Αλλά επίσης πιστεύουν, ότι η εξέλιξη ήταν ένα μέσο με το οποίον ο Θεός έφερε σε πέρας ένα σχέδιο για να δημιουργήση τους ανθρώπους. Για λόγους τακτικής οι δαρβινισταί δεν βιάζονται να πουν σε όλους αυτούς τους ανθρώπους εκείνο που έχουν παραλείψει να πουν, το κύριο σημείο, αλλά μόνο στον κατάλληλο χρόνο. Αφήνουν τους ανθρώπους να μάθουν πρώτα ότι η εξέλιξη είναι ένα γεγονός. Αργότερα μπορούν να τους πουν τι σημαίνει εξέλιξη».
Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον αφελείς εκείνοι οι χριστιανοί που, αποδεχόμενοι αβασάνιστα την θεωρία της εξελίξεως και το συναφές υπόβαθρο της, τον ομοιομορφισμό, σαν δήθεν επιστημονικές απόψεις, ή —ακόμη χειρότερο— σαν πορίσματα επιστημονικά, προσπαθούν να συμβιβάσουν τις ασυμβίβαστες μεταφυσικές και θεμελιώδεις παραδοχές της με τις παραδοχές της χριστιανικής διδασκαλίας. Έτσι προσφέρονται άκοντες υποστηρικταί της υλιστικής εξελικτικής προπαγάνδας παραπλανήσεως τού συγχρόνου άνθρωπου.
Ανεφέρθη προηγουμένως στις εισαγωγικές τούτες παρατηρήσεις, ότι μεταξύ των χαρακτηριστικών μιας υποθέσεως ή θεωρίας μη επιστημονικής είναι και το γεγονός, ότι τα ίδια δεδομένα και στοιχεία των παρατηρήσεων και πειραμάτων μπορούν να ερμηνευθούν εξ ίσου εύλογα και ικανοποιητικά και με ένα άλλο αντίθετο θεωρητικό πλαίσιο ερμηνείας, δηλαδή με μια άλλη αντίθετη προς την πρώτη υπόθεση η θεωρία.
Στην περίπτωση, λοιπόν, εδώ της θεωρίας της εξελίξεως και τού ομοιομορφισμού τα ίδια δεδομένα των παρατηρήσεων και πειραμάτων, που οι εξελικτικοί τα παρουσιάζουν σαν ενισχυτικά των απόψεών τους, μπορούν να ερμηνευθούν τουλάχιστον εξ ίσου καλά και ικανοποιητικά και με τις αντίθετες προς την εξέλιξη και τον ομοιομορφισμό παραδοχές, της αυτοτελούς δημιουργίας και τού καταστροφισμού, ενώ θα έπρεπε η παραδοχή της εξελίξεως και τού ομοιομορφισμού να ήταν τόσο καλά θεμελιωμένη επιστημονικά (αν ήταν πραγματικά επιστημονική), ώστε να αποκλείη την δυνατότητα εξ ίσου ορθής και ικανοποιητικής ερμηνείας από την αντίθετη προς τις παραδοχές της εξελίξεως και τού ομοιομορφισμού άποψη. Γι’ αυτό στην περίπτωση τούτη τα θεωρητικά πλαίσια ερμηνείας των δεδομένων και στοιχείων, τόσο της εξελίξεως και τού ομοιομορφισμού όσο και της αυτοτελούς δημιουργίας και τού καταστροφισμού, δεν είναι επιστημονικά, γιατί δεν μπορούν ούτε να επιβεβαιωθούν ούτε να διαψευσθούν με επιστημονικό τρόπο.
Εκτός, λοιπόν, από τις βασικές αδυναμίες, αντιφάσεις και τα λογικά σφάλματα, που παρουσιάζουν οι εξελικτικές και ομοιομορφιστικές παραδοχές στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τα γεωλογικά φαινόμενα και γεγονότα, τα όσα επιστημονικά στοιχεία παρατίθενται στο βιβλίο τούτο δείχνουν κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι υπάρχει τουλάχιστον εξ ίσου καλή και ικανοποιητική —αν όχι ικανοποιητικώτερη— ερμηνεία των ιδίων γεωλογικών φαινομένων, γεγονότων και δεδομένων, με τις εντελώς και εκ διαμέτρου αντίθετες προς τις παραδοχές της εξελικτικής και ομοιομορφιστικής θεωρίας.
Με την παρουσίασι αυτή επιδιώκεται να καταστή σαφές, ότι τόσο η εξελικτική – ομοιομορφιστική παραδοχή και θεωρία όσο και η εντελώς αντίθετη προς αυτήν όμοια, η δημιουργική – καταστροφική, δεν είναι επιστημονικές θεωρίες, αλλά φιλοσοφικές και μεταφυσικές δογματικές παραδοχές, αφού όχι μόνο δεν μπορούν, όπως επανειλημμένα τονίσθηκε, ούτε να επιβεβαιωθούν ούτε να διαψευσθούν επιστημονικά, αλλά και οι δύο αυτές, αντίθετες μεταξύ τους, παραδοχές παρέχουν εξ ίσου εύλογη και σχετικά ικανοποιητική ερμηνεία στα δεδομένα και το υλικό των παρατηρήσεων των γεωλογικών φαινομένων, διεργασιών και διαμορφώσεων. Έτσι δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος για να διαπιστωθή, ποια από τις αντίθετες αυτές μεταξύ τους απόψεις και παραδοχές είναι η σωστή που ανταποκρίνεται στα πραγματικά συμβάντα τού παρελθόντος στον φυσικό κόσμο.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΣΜΟΣ
Επειδή είναι ενδεχόμενο, από όσα αναλυτικά εκτίθενται στα επόμενα κεφάλαια, ο αναγνώστης να νομίση ότι επιδιώκεται να εμφανισθούν και υποστηριχθούν οι απόψεις του λεγομένου επιστημονικού δημιουργισμού (scientific creationism), δηλώνεται κατά τον πλέον σαφή τρόπο, ότι ο συγγραφεύς τού παρόντος δεν αποδέχεται τις απόψεις εκείνων των χριστιανών επιστημόνων, από τον χώρο τού δυτικού κόσμου, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να αντιδράσουν στην παρουσίαση και διδασκαλία τού εξελικτικού και ομοιομορφιστικού μοντέλου ως τού μόνου δήθεν επιστημονικού τρόπου ερμηνείας των δεδομένων και στοιχείων, παρουσιάζουν και αυτοί το αντίθετο προς το υλιστικο-φυσιοκρατικό μοντέλο ερμηνείας, το λεγόμενο δημιουργικό μοντέλο, ότι είναι και αυτό εξ ίσου επιστημονικό. Πρόκειται, δηλαδή, για τον λεγόμενο επιστημονικό δη-μιουργισμό (scientific creationism).
Και οι υποστηρικταί τού επιστημονικού δημιουργισμού, ή οποιουδήποτε άλλου αναλόγου μοντέλου, κάνουν ακριβώς το ίδιο λάθος με τους εξελικτικούς. Και τα δύο αυτά μοντέλα, ή και οποία ενδεχομένως παρουσιασθούν στο μέλλον, όπως ετονίσθη ανωτέρω επανειλημμένως, δεν μπορούν να είναι επιστημονικά μοντέλα και προτάσεις, αλλά εξ ίσου φιλοσοφικές και μεταφυσικές δογματικές παραδοχές και προτάσεις πίστεως, και συνεπώς είναι έξω από τα πλαίσια και τις δυνατότητες της επιστημονικής διερευνήσεως των θετικών εμπειρικών επιστημών.
Από το βιβλίο:
Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ