Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ο Μυστικός Δείπνος
Σεβασμιώτατοι,
Ελλογιμώτατοι κ. Καθηγητές,
Αγαπητοί Πατέρες και αδελφοί,
Ο Μυστικός Δείπνος που τελέστηκε από τον Χριστό στο ανώγαιο την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ και πριν την σύλληψή Του, κατά την οποία ακολούθησαν τα Πάθη, ο Σταυρός, η εις Άδου Κάθοδος και η Ανάστασή Του, είναι κομβικής σημασίας γεγονός, γιατί είναι «η καθ’ ημάς παράδοσις των φρικτών μυστηρίων», δηλαδή η παράδοση του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας.
Μελετώντας τα ιερά Ευαγγέλια βλέπουμε ότι ο Μυστικός Δείπνος έγινε την προηγουμένη ημέρα της Σταυρώσεως και του θανάτου του Χριστού, και έτσι δεν συνέπεσε με το Εβραϊκό Πάσχα, που εορταζόταν την 14η του μηνός Νισάν, και εκείνο το έτος συνέπιπτε το Σάββατο. Αυτό φαίνεται ότι οι Εβραίοι την Παρασκευή, από την οποία άρχιζε ο εορτασμός του Πάσχα, δεν εισήλθαν στο Πραιτώριο «ίνα μη μιανθώσιν, αλλ’ ίνα φάγωσι το πάσχα»1 2.
Έτσι, στην εισήγησή μου αυτήν θα κάνω λόγο για το Εβραϊκό Πάσχα, τον Μυστικό Δείπνο κατά τους τέσσερεις Ευαγγελιστές, και τους ιδρυτικούς λόγους του Χριστού για το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Το εβραϊκό Πάσχα
Το εβραϊκό Πάσχα στην αρχή φαίνεται να ήταν μια εαρινή νομαδική και οικογενειακή συνήθεια, πολύ παλαιότερη από την εποχή του Μωυσή και την έξοδο από την Αίγυπτο, όμως η έξοδος του έδωσε την οριστική σημασία3. Έτσι, υπενθυμίζει την ημέρα της εξόδου του Ισραηλιτικού λαού από την Αίγυπτο.
Γενικά, παρατηρείται μια εξέλιξη του εβραϊκού Πάσχα. Το Πάσχα στην αρχαία εποχή ήταν μια εορτή ανοίξεως με θυσία για την επιτυχία και την ευφορία των ποιμένων και των ζώων, ήταν μια τελετή για την οποία δεν χρειαζόταν βωμός και ναός. Έπειτα ήταν το εβραϊκό Πάσχα στην Αίγυπτο, που είχε χαρακτήρα ποιμενικής εορτής· το Πάσχα στην έρημο με εντολή που δόθηκε από τον Θεό στον Μωυσή· το Πάσχα μετά την είσοδο στην Χαναάν που είχε νέο στοιχείο ότι γίνεται σε κατοικημένη χώρα και όχι στην έρημο· το Πάσχα μέχρι την μεταρρύθμιση του Ιωσία που εόρταζαν πιθανόν οικογενειακά στους οίκους των ιδιοκτητών στο Βασίλειο του Ιούδα και στα τοπικά ιερά στο Βασίλειο του Ισραήλ· το Πάσχα μετά την μεταρρύθμιση του Ιωσία (640-609 π.Χ.) που ήταν θυσία, ετελείτο στον ναό και χρειαζόταν ιερέας για την τελετή της θυσίας4· το μεταιχμαλωσιακό εβραϊκό Πάσχα, που εορταζόταν στον κεντρικό ναό, δηλαδή στην Πρωτεύουσα της Χώρας, τα Ιεροσόλυμα· και το τελευταίο Πάσχα, όπως φαίνεται στα ιερά Ευαγγέλια. Ο Χριστός, κατά την διήγηση των Ευαγγελιστών, στον Μυστικό Δείπνο, δεν έφαγε το Πάσχα στην σωστή ημέρα, ούτε έσφαξαν πασχαλινό αμνό, εν τούτοις έχει χαρακτήρα λειτουργικό.
Ο όρος Πάσχα προέρχεται από την αραμαϊκή pasha και την εβραϊκή γλώσσα pesah που σημαίνει ανάμνηση, πέρασμα, απαλλαγή. Συνδέθηκε με την εορτή των Αζύμων που υπενθυμίζει την βιαστική αναχώρηση των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, που πήραν μαζί τους το ζυμάρι πριν ανέβη και γίνη ψωμί.
Το Ισραηλιτικό Πάσχα ως απελευθέρωση από τον αιγυπτιακό ζυγό συνδέεται και με άλλες μεταγενέστερες υποδουλώσεις, όπως τον ασσυριακό ζυγό και τον βαβυλωνιακό ζυγό. Οι Ισραηλίτες όταν θα εόρταζαν το Πάσχα θα ενθυμούνταν και αυτές τις απελευθερώσεις.
Πάντως, μετά την εξορία των Ισραηλιτών το Πάσχα είναι η κατ’ εξοχήν εορτή και η παράλειψή του είχε συνέπεια τον αφορισμό5. Φυσικά, συμμετείχαν όσοι είχαν περιτμηθή6. Οι Ισραηλίτες που ήταν έξω από τα Ιεροσόλυμα εόρταζαν το Πάσχα σε ένα οικογενειακό πλαίσιο.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι με την πάροδο του χρόνου η ισραηλιτική εορτή του Πάσχα μετατράπηκε από οικογενειακή εορτή σε εορτή του Ναού7, χυνόταν το αίμα στον βωμό και βασικοί εκτελεστές του τελετουργικού ήταν οι ιερείς και οι λευίτες8.
Το Ισραηλιτικό Πάσχα είχε και έναν εσχατολογικό χαρακτήρα, γιατί πρόσφεραν την ελπίδα επεμβάσεως του Γιαχβέ στο μέλλον, ως μια αμετάκλητη έξοδος και ολοκληρωτική νίκη πάνω στο κακό. Επειδή ανέμεναν τον Μεσσία και ως Βασιλέα πολεμιστή, γι’ αυτό και κάθε εορτή του Πάσχα σημαίνει και τον ερχομό του και υπάρχει ο κίνδυνος του εθνικισμού, γι’ αυτό κατά την ρωμαϊκή περίοδο, λόγω των πολιτικών κινημάτων, ο ρωμαϊκός επίτροπος ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα για να φροντίση την διατήρηση της τάξεως κατά την διάρκεια της εορτής.
Ο Χριστός τήρησε το Ιουδαϊκό Πάσχα, αλλά υπενθύμιζε με την διδασκαλία Του και τα θαύματά Του, όπως και τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, το νέο Πάσχα που συνδέεται με την θεία Λειτουργία. Ο Χριστός μετείχε της εορτής του Ιουδαϊκού Πάσχα, αλλά το μεταμόρφωσε, όταν την παραμονή του Ιουδαϊκού Πάσχα τέλεσε τον Μυστικό Δείπνο, που είναι το νέο Πάσχα. Αυτός είναι ο νέος ζωντανός Αμνός του Θεού.
Το Χριστιανικό Πάσχα, που είναι το Πάσχα της Κυριακής που θα ονομασθή η ημέρα του Κυρίου, κατά το οποίο θα αναστηθή ο Χριστός και θα εμφανισθή στους Μαθητές Του, είναι βίωση και του εσχατολογικού Πάσχα που είναι η διάβαση από τον αισθητό κόσμο στην Βασιλεία του Θεού, όπως το περιγράφει το βιβλίο της Ιεράς Αποκαλύψεως9.
Έτσι, η εορτή του Πάσχα περνά από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης στα ιερά Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης και καταλήγει στο βιβλίο της Ιεράς Αποκαλύψεως του Ευαγγελιστού Ιωάννου, και υπάρχει μια ενότητα μεταξύ των τριών αυτών, δηλαδή από τον τύπο, στην σκιά και την εικόνα των επουρανίων, από το ιουδαϊκό Πάσχα στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, και στον Γάμο του Αρνίου, της Ιεράς Αποκαλύψεως.
Ο Μυστικός Δείπνος κατά τους τέσσερεις Ευαγγελιστές
Σε κείμενό μου με τίτλο «Το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας στους Αποστολικούς χρόνους»10 παρουσίασα ότι το γεγονός της παραδόσεως του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας εκτίθεται από τους τρεις πρώτους Ευαγγελιστές, τους λεγομένους συνοπτικούς, το δε θεολογικό βάθος του Μυστηρίου εκτίθεται από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Κατ’ αρχάς, οι τρεις πρώτοι συνοπτικοί Ευαγγελιστές μας περιγράφουν τα γεγονότα που προηγήθηκαν με την ετοιμασία του ανώγαιου του εστρωμένου, όπου θα γινόταν ο Μυστικός Δείπνος, τα όσα έγιναν κατά την διάρκειά του, αλλά και όσα επηκολούθησαν11.
Διαβάζοντας τους συνοπτικούς Ευαγγελιστές βλέπουμε ότι γίνεται συνομιλία του Χριστού με τους Μαθητές Του και με τον Ιούδα, ο οποίος σε κάποια στιγμή αποχώρησε για να τον προδώση· τους παραδίδει το Μυστήριο και κοινωνούν οι Μαθητές· στην συνέχεια τους έδειξε την εσχατολογική διάσταση και προοπτική του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας· τους έδωσε εντολή να τελούν το Μυστήριο για την ανάμνησή Του, που είναι κοινωνία του Σώματος και Αίματός Του· ύμνησαν, προφανώς έψαλαν ψαλμούς του Δαυίδ· και εξήλθαν στο όρος των έλαιών, όπου προσευχήθηκε στον Πατέρα Του για το ποτήριο το οποίο θα έπινε, για το μαρτύριο και τον Σταυρό υπέρ όλου του ανθρωπίνου γένους. Σε αυτήν την υπερφυή προσευχή οι τρεις Μαθητές που ήταν μαζί Του δεν μπόρεσαν να αντέξουν, γιατί δεν είχαν ακόμη φθάσει σε πνευματική θεωρία, σε μια προσευχή για όλο τον κόσμο, πράγμα που έγινε μετά την Πεντηκοστή.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο Ευαγγέλιό Του μας δίνει επί πλέον πληροφορίες για την πλύση των ποδών των Μαθητών από τον Χριστό, που δείχνει το ιερό Βάπτισμα, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, το οποίο προηγείται της θείας Ευχαριστίας· την υπέροχη διδασκαλία του Χριστού στους Μαθητές, η οποία δείχνει το περιεχόμενο της θείας Λειτουργίας και τον τρόπο που πρέπει να διαπνέη τον Χριστιανό που συμμετέχει σε αυτήν· αλλά παρουσιάζει και το ύψος της αρχιερατικής προσευχής του Χριστού, όπου γίνεται λόγος για τον δοξασμό και την αιώνια ζωή· την διαφύλαξη των Μαθητών και όσων πιστεύουν σε Αυτόν από τον πονηρό· την ενότητα των Χριστιανών μεταξύ τους και με τον Θεό, μέσα στο Φώς11.
Όλο αυτό το κείμενο του Ευαγγελιστού Ιωάννου αποτελεί μια θαυμαστή ενότητα λειτουργικής ζωής και δείχνει το βαθύτερο νόημα της θείας Λειτουργίας. Επίσης, η προσευχή αυτή του Χριστού στον Πατέρα Του είναι μια λειτουργική προσευχή, πρότυπο της ευχής της Αναφοράς που γίνεται σε κάθε θεία Λειτουργία, αλλά είναι και οδός που δείχνει την θέωση του ανθρώπου, δηλαδή την μέθεξη της δόξης του Τριαδικού Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού στην θεία Λειτουργία, και την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Όποιος αποξενώνει την θεία Λειτουργία από αυτό το θεολογικό βάθος, όπως καταγράφεται από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, την υποτιμά και την εκκοσμικεύει.
Βεβαίως, αυτό το θεολογικό βάθος του Μυστικού Δείπνου και της θείας Ευχαριστίας το βλέπουμε έντονα τόσο στις Καθολικές Επιστολές του Ευαγγελιστού Ιωάννου όσο και στην Ιερά Αποκάλυψή του, στην οποία παρουσιάζει την ουράνια θεία Λειτουργία και την συμμετοχή σε αυτήν των αγγέλων και των ανθρώπων, των κεκοιμημένων και των ζώντων κατά Χριστόν.
Όλο αυτό το περιεχόμενο του Μυστικού Δείπνου, κατά τους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, τον Ευαγγελιστή Ιωάννη στο Ευαγγέλιό του, στις Επιστολές του και στην ιερά Αποκάλυψη, είναι το θεολογικό περιεχόμενο της θείας Λειτουργίας.
Οι τρεις συνοπτικοί Ευαγγελιστές που μας παρουσιάζουν τον Μυστικό Δείπνο ομιλούν για κλάση του Άρτου. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει: «Εσθιόντων δε αυτών λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς και είπε· λάβετε φάγετε τούτο έστι το σώμα μου»12. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος γράφει: «Λαβών ο Ιησούς άρτον ευλογήσας έκλασε και έδωκεν αυτοίς και είπε· λάβετε φάγετε· τούτο έστι το σώμα μου»13. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς γράφει: «Και λαβών άρτον ευχαριστήσας έκλασε και έδωκεν αυτοίς λέγων· τούτο έστι το σώμα μου το υπέρ υμών διδόμενον»14. Ο Απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή μας παραδίδει την φράση αυτήν: «Έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε· λάβετε φάγετε· τούτο μου έστι το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον»15.
Και στα τέσσερα αυτά χωρία υπάρχουν τα ρήματα «ευχαριστήσας»- «ευλογήσας», «έκλασε» και «έδωκε» στους Μαθητές. Στην θεία Λειτουργία που τελούμε η φράση είναι: «Λάβετε, φάγετε, τούτο μου έστι το σώμα, το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Είναι κατ’ εξοχήν λειτουργικές φράσεις.
Μεγάλη συζήτηση έγινε μεταξύ των ερμηνευτών για την διήγηση του Ευαγγελιστού Λουκά, κατά την οποία στον Μυστικό Δείπνο, εκτός του άρτου παρατίθενται δύο ποτήρια. Στην αρχή του Δείπνου προηγείται το «ποτήριον Ευχαριστίας», όπως γράφεται: «Και δεξάμενος το ποτήριον ευχαριστήσας είπε· λάβετε τούτο και διαμερίσατε εαυτοίς»16. Στην συνέχεια ο Χριστός ευλόγησε τον άρτον που ήταν το Σώμα Του, και έπειτα έλαβε το «ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων· τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εν τω αίματί μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον»17.
Επομένως, γίνεται λόγος για δύο ποτήρια, το ένα ποτήριο προηγείται του άρτου και είναι το «ποτήριον της Ευχαριστίας», και το άλλο ποτήριο ακολουθεί του άρτου και είναι «το ποτήριον της Καινής Διαθήκης», που είναι το Αίμα Του που χύνεται για τους Μαθητές Του. Διατυπώθηκαν πολλές απόψεις για τα δύο αυτά ποτήρια, κατά την διήγηση του Ευαγγελιστού Λουκά.
Η επικρατέστερη ερμηνεία είναι ότι το Πάσχα που έκανε ο Χριστός με τους μαθητές Του δεν ήταν το Εβραϊκό Πάσχα, το οποίο γινόταν την 14η του μηνός Νισάν, που εκείνη την χρονιά συνέπιπτε με το Μέγα Σάββατο, και άρχιζαν την εορτή από την Παρασκευή το βράδυ. Ο Χριστός ετέλεσε τον Μυστικό Δείπνο την Μεγάλη Πέμπτη βράδυ, και δεν ήταν το ιουδαϊκό πασχάλιο δείπνο, γι’ αυτό δεν παρετέθη ούτε αμνός, ούτε άζυμα.
Το τυπικό του συγκεκριμένου Δείπνου προερχόταν από άλλα δείπνα που έκαναν οι Εβραίοι, κατά την διάρκεια του έτους, τα λεγόμενα ιερά δείπνα. Στα δείπνα αυτά προσφέρονταν οίνος που ευλογούνταν, με τα ορεκτικά πριν το κύριο Δείπνο.
Έτσι, το πρώτο ποτήριο, κατά την διήγηση του Ευαγγελιστού Λουκά αναφέρεται στο «ποτήριον της Ευχαριστίας» των ιερών αυτών δείπνων, το δε δεύτερο ποτήριο που ακολουθεί τον άρτον είναι το ποτήριο της Καινής Δια-θήκης, «εν τω αίματι» του Χριστού «το υπέρ υμών εκχυνόμενον»18.
Αυτό το δεύτερο ποτήριο ο Απόστολος Παύλος το χαρακτηρίζει «ποτήριον ευλογίας», γράφοντας: «Το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού έστι; τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού έστιν;»19. Στην περίπτωση αυτήν προηγείται «το ποτήριον της ευλογίας», από την «κοινωνία του σώματος του Χριστού», διότι, κατά τον Ζιγαβηνό «το ποτήριον δε προέταξεν, ότι και εν τοις ειδωλείοις το αίμα πρώτον εχείτο»20. Άλλωστε στο κεφάλαιο αυτό γίνεται λόγος για θυσίες, για την διαφορά μεταξύ «ποτηρίου Κυρίου» και «ποτηρίου δαιμονίων»21, γι’ αυτό προτάσσεται το «ποτήριον της ευλογίας». Όμως, στην συνέχεια που ο Απόστολος Παυλος κάνει λόγο για το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, το ποτήριο το θέτει στην κανονική σειρά, δηλαδή αναφέρει πρώτα τον άρτον και μετά το ποτήριον22.
«Μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς»
Θα παραμείνω στο ρήμα «κλάσας» και θα τονίσω ότι αυτή η κλάση του άρτου, δηλαδή του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, πρέπει να συνεξετάσθη με την λειτουργική φράση και πράξη που γίνεται αμέσως μετά την προτροπή του λειτουργού «τα άγια τοις αγίοις» και τον μελισμό άρτου λέγοντας: «Μελίζεται και διαμερίζεται ο αμνός του Θεού ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων».
Αυτό δείχνει την ενότητα, αλλά και την διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Τόσο στην Παλαιά Διαθήκη με τον Άσαρκο Λόγο, τον Κύριο της δόξης, οσο και στην Καινή Διαθήκη με τον Σεσαρκωμένο Λόγο, οι φίλοι του Θεού μετέχουν της ιδίας Χάριτος αμεθέκτως ως προς την ουσία, και η ίδια θεία Χάρη «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς» και «πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως εν πολλοίς».
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Και ότι η θεία έλλαμψις και ενέργεια μία ούσα και απλή και αμερής και αγαθοειδώς εν τοις μεριστοίς ποικιλλομένη και τοις πάσι τα της οικείας φύσεως συστατικά νέμουσα μένει απλή, πληθυνομένη μεν εν τοις μεριστοίς αμερίστως και τα μεριστά προς την εαυτής απλότητα συνάγουσα και επιστρέφουσα -πάντα γαρ αυτής εφίεται και εν αύτη έχει την ύπαρξιν-, και αυτή τοις πάσι το είναι καθώς έχει φύσεως μεταδίδωσι»23.
Αυτή η έκφραση ότι η Χάρη του Θεού «μερίζεται αμερίστως» σε πολλούς, συναντάται στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο24 και στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά25.
Όλοι οι θεούμενοι μετέχουν της θείας Χάριτος, χωρίς η θεία Χάρη να μερίζεται, αφού όλοι οι θεούμενοι μετέχουν όλης της θείας Χάριτος, κατά βαθμούς, και δεν μετέχουν μόνον ενός μέρους αυτής. Όμως, η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι οτι στην Παλαιά Διαθήκη οι θεούμενοι μετέχουν της θείας Χάριτος και η θεία Χάρη «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς και πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως εν πολλοίς», ενώ στην Καινή Διαθήκη οι θεούμενοι μετέχουν του τεθεωμένου Σώματος και του Αίματος του Χριστού, το οποίο «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς και πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως εν πολλοίς», γιατί μετά την ενανθρώπηση του Χριστού και το Σώμα Του καθίσταται πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Αυτό το σημείο δείχνει την ενότητα και την διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, αλλά και μεταξύ Προφητών και Αποστόλων. Αυτό είναι το μυστήριο της Πεντηκοστής.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, έχοντας υπ’ όψη του αυτήν την πατερική διδασκαλία κάνει λόγο για το πως οι θεόπτες στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη μετέχουν της ακτίστου ενεργείας του Θεού, και πως διαφοροποιείται το μυστήριο της Πεντηκοστής και το μυστήριο της θείας Λειτουργίας από την θεοπτία των Προφητών. Έλεγε:
«Την ημέρα της Πεντηκοστής έρχεται ο Χριστός εν Αγίω Πνεύματι. Όπως οι ενέργειες του Θεού είναι παρούσες στον κόσμο, και εκείνος που έχει κοινωνία της ενέργειας του Θεού καταλαβαίνει ότι ο Θεός μέσα στις ενέργειές Του μερίζεται αμερίστως και πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως, δηλαδή, έτσι ο καθένας που έχει κοινωνία με τον Θεό, δεν έχει ένα κομμάτι του Θεού. Ο Θεός όλος είναι παρών σε κάθε άνθρωπο και είναι πανταχού παρών σ’ όλον τον κόσμο.
Και με την Πεντηκοστή η ανθρώπινη φύση του Χριστού, πλέον, επανέρχεται στην Εκκλησία και είναι ημέρα της ιδρύσεως της Εκκλησίας, διότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού τώρα μερίζεται αμερίστως και ολόκληρος ο Χριστός, με την ανθρώπινή Του φύση, βρίσκεται σε κάθε πιστό.
Και αυτή είναι η Εκκλησία, που ο κάθε πιστός είναι ναός, όχι μόνο ναός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και Σώμα Χριστού, έχοντας μέσα του ολόκληρο τον Χριστό δηλαδή. Και είναι ο καινούριος τρόπος παρουσίας της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό και θεωρείται και η ημέρα ιδρύσεως της Εκκλησίας η Πεντηκοστή. Σε αυτή την εμπειρία της Πεντηκοστής μετέχουν όλοι όσοι φθάνουν στην θέωση. Και έχουμε παραδείγματα στην ίδια την Αγία Γραφή, όλοι όσοι είδαν τον Χριστό μετά την Ανάσταση και αυτοί που είδαν τον Χριστό μετά την Πεντηκοστή, μέχρι σήμερα»25 26.
Επίσης, έλεγε:
«Το μυστήριο της παρουσίας του Θεού στον κόσμο, όπως περιγράφεται από τους Πατέρες, είναι ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς· μερίζεται στον καθένα, αλλά αμερίστως εν μεριστοίς . Σημαίνει ότι μερίζεται όπως είναι ο Άρτος της θείας Ευχαριστίας. Λέμε “ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος” κτλ. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αυτό που γίνεται στην θεία Εύχαριστία, όσον αφορά το Σώμα του Χριστού, είναι ακριβώς αυτό που γίνεται και στην ενέργεια του Θεού, δηλαδή. Μερίζεται, αμερίστως εν μεριστοίς .
Οπότε, όταν ένας θεούμενος έχη κοινωνία με την άκτιστη ενέργεια του Θεού, δεν έχει ένα κομμάτι του Θεού μέσα του, ωσάν ο Θεός να μπορή να κομματιάζεται δηλαδή, για να έχουμε ο καθένας μας ένα μέρος του Θεού, διότι ο Θεός δεν μερίζεται. Αλλά παρά ταύτα, μερίζεται-πολλαπλασιάζεται, αλλά χωρίς να πολλαπλασιάζεται.
Αυτές οι αντιθέσεις δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι το μυστήριο της παρουσίας του Θεού μέσα στον κόσμο. Ο Θεός ολόκληρος είναι πανταχού παρών, σε κάθε τι, παντού, χωρίς να διαιρήται, και διαιρείται αδιαιρέτως. Αυτό είναι το μυστήριο. Αυτός ο τρόπος της παρουσίας του Θεού μέσα στον κόσμο, κυρίως στους θεούμενους, για πρώτη φορά αρχίζει από την Ανάληψη και την Πεντηκοστή.
Οπότε, όταν επανέρχεται ο Χριστός στην Εκκλησία εν Αγίω Πνεύματι την Πεντηκοστή, η ανθρώπινη φύση του Χριστού, πλέον, μετέχει αυτής της ιδιότητος να μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς και γι’ αυτόν τον λόγο στην θεία Ευχαριστία, οταν κοινωνάμε, δεν παίρνουμε ο ένας το δάκτυλο, ο άλλος το ποδαράκι και ο άλλος την μύτη και το αυτί κλπ., αλλά στην θεία Ευχαριστία καθένας παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα του.
Αυτό είναι το μυστήριο της Πεντηκοστής και γι’ αυτόν τον λόγο θεωρείται η Πεντηκοστή τα γενέθλια της Εκκλησίας. Αυτή είναι η Εκκλησία της Πεντηκοστής που γεννιέται, ενώ υπήρχε Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη. Διότι η Εκκλησία, η κατ’ εξοχήν Εκκλησία, είναι η άκτιστη, είναι η δόξα του Θεού, είναι η άκτιστη μονή στην οποία μένει ο Θεός και στην οποία πρέπει και εμείς να μένουμε δηλαδή, η οποία μονή πολλαπλασιάζεται κ.ο.κ. Και γι’ αυτό υπάρχουν πολλές μονές, όπως λέει ο Χριστός στην Καινή Διαθήκη. Υπάρχει μία μονή, αλλά πολλές μονές. Γιατί; Διότι μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς . Αυτό είναι το μυστήριο της Πεντηκοστής»27.
Αυτό που γίνεται για το Σώμα γίνεται και το Αίμα του Χριστού. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει: «Και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς λέγων· πίετε εξ αυτού πάντες· τούτο γαρ έστι το αίμα μου το της Καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών»28. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος γράφει: «Και λαβών το ποτήριον ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς. και έπιον εξ αυτού πάντες, και είπεν αυτοίς· τουτό έστι το αίμα μου το της Καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον»29.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «Ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων· τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εν τω αίματί μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον»30. Και ο Απόστολος Παύλος μας το παραδίδει ως εξής: «Ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων· τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι»31. Στην θεία Λειτουργία που επιτελούμε η συγκεκριμένη φράση παραδίδεται ως έξης: «Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο έστι το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών».
Και από αυτό εξάγεται ότι υφίσταται ενότητα και διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Στην Παλαιά Διαθήκη έγινε έκχυση αίματος ζώων όταν ο Μωυσής παρέδωκε τον νόμο και με αυτό το αίμα εράντισαν τις πλάκες της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ στην Καινή Διαθήκη, η νέα διδασκαλία του Χριστού σφραγίζεται με το αίμα του Χριστού. Άλλωστε, η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ως προς την θυσία αναλύεται από τον Απόστολο Παύλο στην προς Εβραίους Επιστολή, δείχνοντας την ανωτερότητα και μοναδικότητα της θυσίας του Χριστού στον Γολγοθά, που κατήργησε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και συνδέοντας την νέα αυτήν διαθήκη με την διαθήκη που συνάπτει ο Θεός μέσα στην καρδιά του νέου λαού Του32.
Στον Μυστικό Δείπνο έχουμε αυτό το μεγάλο γεγονός. Δηλαδή, ο Κύριος της Δόξας, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος που παρουσιαζόταν στους Προφήτες και τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, στην φιλοξενία του Αβραάμ, στον Ιακώβ, στο Χωρήβ με την βάτο, στο Σινά, οπου παρέδωκε τον νόμο, Αυτός ο Ίδιος, αλλά τώρα Σεσαρκωμένος Λόγος παραδίδει στους Μαθητές Του το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, δηλαδή παραδίδει το Σώμα Του και το Αίμα Του, αφού και το Σώμα του Χριστού γίνεται πηγή της ακτίστου Χάριτος. Αυτό είναι το μυστήριο της Πεντηκοστής. Έτσι, ο Μυστικός Δείπνος είναι η ενότητα μεταξύ Προφητών και Αποστόλων, μεταξύ Ασάρκου και Σεσαρκωμένου Λόγου. Αυτός ενώνει τον αρχαίο Ισραήλ με τον νέο Ισραήλ της Χάριτος, με το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Τελικά, η ταύτιση του Κυρίου της Δόξης με τον Άσαρκο Λόγο που αποτελεί την βάση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, η ταύτιση του Ασάρκου Λόγου της Παλαιάς Διαθήκης με τον Σεσαρκωμένο Λόγο της Καινής Διαθήκης, που είναι αποτέλεσμα της Σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, και η διδασκαλία οτι το Σώμα του Χριστού είναι πηγή ακτίστου ενεργείας του Θεού είναι η βάση της Ορθοδόξου πίστεως33.
Η μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα του Χριστού
Η επανάληψη των λόγων του Χριστού «Λάβετε φάγετε», «Πίετε εξ αυτού πάντες», κατά την θεία Λειτουργία, δεν συνιστούν μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα Χριστού αυτομάτως με τους λόγους αυτούς, αλλά είναι απαραίτητη η επίκληση στον Πατέρα, προς τον Οποίο απευθύνεται η ευχαριστιακή αναφορά, να αποστείλη το Άγιον Πνεύμα, ώστε να μεταβληθούν ο άρτος και ο οίνος σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Αυτό το γεγονός απετέλεσε αφορμή για μεγάλη συζήτηση μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων, κυρίως κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στους Οθωμανούς. Οι Λατίνοι δίνουν σημασία στους ιδρυτικούς λόγους του Χριστού, κατά το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, ενώ οι Ορθόδοξοι επιμένουν στην επίκληση «μεταβαλών τω Πνεύματί σου τω Αγίω».
Η μελέτη του θέματος αυτού αποδεικνύει ότι σε όλη την κοινή παράδοση Ανατολής και Δύσεως προ του σχίσματος η χρονική στιγμή της επίκλησης της καθόδου του Αγίου Πνεύματος στα άγια και τίμια δώρα είναι η στιγμή του καθαγιασμού τους.
Βέβαια, από τον 4ο αιώνα μ.Χ. στην Δύση διατυπώθηκαν μερικές απόψεις για τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων με την εκφώνηση των ιδρυτικών λόγων του Μυστηρίου και όχι με την ευχή της επικλήσεως, αλλά η αποδοχή των μεμονωμένων αυτών απόψεων σταθεροποιήθηκε μεταξύ του 9ου και του 11ου αιώνος με την υποστήριξη των σχολαστικών θεολόγων, που σημαίνει ότι επιβλήθηκε η λατινοφραγκική παράδοση πάνω στην ορθόδοξη παράδοση και θεολογία.
Αντίθετα με την λατινοφραγκική σχολαστική αυτήν παράδοση, οι Ορθόδοξοι Πατέρες, όπως ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και ο άγιος Συμεών ο Θεσσαλονίκης προσέφεραν συγκροτημένες και επαρκείς μαρτυρίες που βασίζονται στην αδιάκοπη και μακραίωνη παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι η μεταβολή των Τιμίων Δώρων γίνεται κατά την επίκληση στον Πατέρα να αποστείλη το Άγιον Πνεύμα και να μεταβάλη τον άρτον και τον οίνον σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Ο άγιος Συμεών ο Θεσσαλονίκης αντιμετώπισε το θέμα αυτό, συνεχίζοντας τις θέσεις των δύο προαναφερθέντων (αγίου Νικολάου Καβάσιλα, αγίου Μάρκου του Ευγενικού) ότι η ιδρυτική πράξη του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας είναι η εντολή του Χριστού στους Μαθητές Του «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», που έδωσε εφ’ άπαξ στους Αποστόλους και τους διαδόχους τους την δυνατότητα να τελούν το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, η οποία «καθίσταται ενεργή μόνον με την επικλητική του Αγίου Πνεύματος ευχή».
Άλλωστε, ο Χριστός που παρέδωκε το Μυστήριο «δεν αρκέστηκε μόνον στους λόγους Του, αλλά αφού έλαβε τον άρτο ανέβλεψε στον ουρανό και αφού ευχαρίστησε τον Πατέρα ετεμάχισε τον άρτο και έδωσε στους μαθητές, για να δείξη ότι, μολονότι ο Ίδιος ο Θεός δεν έχει ανάγκη ευχών, η δύναμη και ενέργεια της Τριάδος είναι μία».
Επομένως, δεν έχει σημασία μόνον η απλή απαγγελία των ιδρυτικών λόγων, «αλλά το ότι ο Ιερεύς απαγγέλλει τους λόγους αυτούς έχοντας το Χάρισμα, την Χάρη της Ιερωσύνης». Γράφει ο άγιος Συμεών ο Θεσσαλονίκης: «Ώστε ουκ άνθρωπος, αλλά Θεός έστιν ο δια του Ιερέως ενεργών, επικαλουμένου την Χάριν του Πνεύματος , και όπερ αν είπη ο Ιερεύς, ενεργόν έστι τη της ιερωσύνης δυνάμει. Αύτη δε Θεού έστι δύναμις ην ου πας κέκτηται πιστός, αλλ’ ο την χειροτονίαν του ιερέως μόνος δεξάμενος και πάσα ευχή αυτού τελειοποιός θεία χάριτι»34.
Συνέχεια αυτού του θέματος είναι ότι στην Ορθόδοξη θεολογία κάνουμε λόγο για μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού από το Άγιον Πνεύμα, «μεταβαλών τω Πνεύματί Σου τω Αγίω», γιατί δεν εισερχόμαστε αλαζονικά για να ερμηνεύσουμε «το πως» γίνεται ο αγιασμός.
Αντίθετα, η σχολαστική θεολογία των Φραγκολατίνων επινόησε τον όρο «μετουσίωση» με τον οποίο αντικατέστησε την λέξη «μεταβολή». Πρόκειται για επιρροή της αριστοτελικής φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία όλα τα πράγματα έχουν ύλη που είναι ορατή και είδος που είναι αόρατο. Το είδος δίνει την μορφή στα πράγματα. Έτσι, οι σχολαστικοί θεολόγοι ερμήνευσαν ότι κατά την μεταβολή «μεταποιείται» το είδος, δηλαδή η αόρατη ουσία, ενώ η ύλη μένει ως έχει. Αυτό σημαίνει ότι στην θεία Λειτουργία με την επίκληση των ιδρυτικών λόγων του Χριστού είναι ψωμί και κρασί, ενώ είναι Σώμα και Αίμα Χριστού, κατά την ουσία, εξ ου και ο όρος «μετουσίωση»35.
Πρόκειται για φιλοσοφικοποίηση του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, πράγμα που αποφεύγεται από την ορθόδοξη πατερική παράδοση, επειδή η γνώση του Μυστηρίου, όσο είναι δυνατόν, γίνεται με την εμπειρία δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως.
Για παράδειγμα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Σώμα έστιν αληθώς ηνωμένον θεότητι, το εκ της αγίας Παρθένου σώμα, ούχ ότι αυτό το σώμα το αναληφθέν εξ ουρανών κατέρχεται, αλλ’ ότι αυτός ο άρτος και ο οίνος μεταποιείται εις σώμα και αίμα Θεού. Ει δε τον τρόπον επιζητείς, πως γίνεται, αρκεί σοι ακούσαι, ότι δια Πνεύματος Αγίου, ώσπερ και εκ της Αγίας Θεοτόκου δια Πνεύματος Αγίου εαυτώ και εν εαυτώ ο κύριος σάρκα υπεστήσατο· και πλέον ουδέν γινώσκομεν, αλλ’ ότι ο Λόγος του Θεού αληθής και ενεργής έστι και παντοδύναμος, ο δε τρόπος ανεξερεύνητος».
Στην συνέχεια γράφει ότι όπως το ψωμί με την βρώση και το κρασί και το νερό με την πόση, με τρόπο φυσικό μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα αυτού που τρώγει και πίνει και δεν γίνονται άλλο σώμα κοντά στο προηγούμενο σώμα «ούτως ο της παραδόσεως άρτος, οίνος τε και ύδωρ δια της επικλήσεως και επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος υπερφυώς μεταποιείται εις το σώμα του Χριστού και αίμα, και ουκ εισί δύο, αλλ’ εν και το αυτό».
Ακολούθως γράφει ότι αυτό το σώμα και το αίμα του Χριστού γίνεται σε άφεση αμαρτιών σε αυτούς που μεταλαμβάνουν άξια, ενώ σε όσους μεταλαμβάνουν ανάξια συντελούν στην κόλαση και τιμωρία, όπως συμβαίνει με τον θάνατο του Χριστού. Έτσι, ο άρτος και ο οίνος δεν είναι τύπος του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, «αλλ’ αυτό το σώμα του Κυρίου τεθεωμένον». Και συνιστά να το τηρήσουμε «πάση καθαρότητι, ψυχική τε και σωματική· διπλούν γαρ έστι». Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού είναι θέμα εμπειρίας, ανάλογα με την βίωση του ιερού ησυχασμού36.
Ο Απόστολος Παυλος στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του γράφει: «Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω· ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου. δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί»37. Αυτό το «μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου», μη έχοντας εμπειρία να διακρίνης το κτιστό από το άκτιστο, συνιστά το ανάξιο της μεταλήψεως.
Βέβαια, ο Μυστικός Δείπνος, όπως παρουσιάζεται από τους τέσσερεις Ευαγγελιστές, πρέπει να συνεξετάζεται με την Μεταμόρφωση του Χριστού στο Θαβώρ που προηγήθηκε, και την προσευχή του Χριστού στην Γεθσημανή που ακολούθησε, αλλά αυτό είναι αντικείμενο άλλης μελέτης.
Το συμπέρασμα αυτής της σύντομης εισηγήσεως είναι ότι ο Μυστικός Δείπνος που παρέδωκε ο Χριστός στους Μαθητές Του στο ανώγαιο την Μεγάλη Πέμπτη είναι Πασχάλιο Δείπνο, είναι το Πάσχα το καινό και μυστικό, το αιώνιο Πάσχα, είναι μετάβαση από τον θάνατο προς την ζωή, που προϋποθέτει την σταύρωση του ανθρώπου που μετέχει σε αυτό. Ο Μυστικός Δείπνος, δηλαδή η θεία Ευχαριστία, δεν είναι ανεξάρτητος με την βρώση και πόση του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, και με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού.
Έτσι, το μυστήριο του Μυστικού Δείπνου έχει σχέση με το μυστήριο της μυστικής ιερουργίας δια των εντολών του Χριστού, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη: «Ούτος έστι της καθ’ ημάς ιεραρχίας σκοπός, η προς Θεόν ημών, ως εφικτόν, αφομοίωσίς τε και ένωσις. Ταύτης δε, ως τα θεία διδάσκει Λόγια, ταις των σεβασμιωτάτων εντολών αγαπήσεσι και ιερουργίαις μόνως τευξόμεθα38.
Και μία από τις εντολές του Χριστού είναι να τελούμε τον Μυστικό Δείπνο και να κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματός Του: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν»39.
Μάιος 2023
Εισήγηση στο ΙΗ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, πού διοργάνωσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Περιστέρι, 7-6-2023
* Εισήγηση στο ΙΗ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, πού διοργάνωσε ή Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Περιστέρι, 7-6-2023
2 1ω. ιη’, 28
3 Έξ. ιβ’, 3-6
4 Δ’ Βασ. 23, 21-23
5 Άρ. θ’, 13
6 Έξ. ιβ’, 43-49
7 Δευτερ. ιστ’, 5-7
8 Δ’ Βασ. κγ’, 21-23
9 Λεξικό Βιβλικής θεολογίας, έκδοση «Βιβλικό Κέντρο “Άρτος ζωής”, Αθήνα 1980, σελ. 779-784. Simo Hoavisto, Το Βιβλικό Εβραϊκό Πάσχα και η σχέση του με το χωρίο Έξοδος 15: 1-21», Ελσίνκι Φιλανδία, 2010
10 Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ‘Ιεροθέου, Δώρον καί Αντίδωρον, έκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 2023, σελ. 64-88
11 Ματθ. κστ’, 17-35. Μαρκ. ιδ’, 12-31. Λουκ. κα’, 7-38
14 Λουκ. κβ’, 19
15 Α’Κορ. ια’, 23-24
16 Λουκ. κβ’, 17
17 Λουκ. κβ’, 19-20
18 βλ. Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τό κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, έκδ. Αδελφότητος Θεολόγων ή «Ζωή», Αθήναι 1952, σελ. 595-597
19 Α’ Κορ. ι’, 16
20 Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς της Καινής Διαθήκης, πρώτος Τόμος, Αδελφότης Θεολόγων ή «Ζωή», Αθήναι 1956, σελ. 339
21 Α’ Κορ. ι’, 18-21
22 Α’ Κορ. ια’, 23-30
23 Ίω. Δαμασκηνού ’Έργα 1, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 136
24 Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών 19-Β, ’Εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 32
25 Γρηγορίου Παλαμά Έργα 4, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 400
26 Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, κατά τίς προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, τόμος Β’, έκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 2011, σελ. 256
27 Ένθ. αν. σελ. 257-258
30 Λουκ. κβ’, 20
31 Α’ Κορ. ια’, 25
32 Έβρ. θ’- ι’
33 Andrew Sopko, Prophet of Roman Othodoxy, The Theology of John Romanides, Synaxis Press, Canada
2017, σελ. 264-267
34 Επισκόπου Διονυσίου Κ. Κυράτσου, Μητροπολίτου Δράμας, Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης και η Δύση, η λατινική Εκκλησία και οι καινοτομίες της, Θεσσαλονίκη (Πατριαρχικά κείμενα Καρμίρη), 1993, σελ. 8995
35 Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β’, έκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 486-487
36 Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδ. ακριβής της ’Ορθοδόξου πίστεως, έκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1976, σελ.
370
37 Α’ Κορ. ια’, 28-30
38 Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Φιλοκαλία των νηπτικών καί ασκητικών, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς» Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 346
39 Λουκ. κβ’, 16
Ότι ο Χριστός συνέφαγε μετά των μαθητών του εις τον Μυστικόν Δείπνον άρτον και όχι άζυμα.