ΜΩΥΣΕΩΣ Μονάχου
Ο π. Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης
και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης
Ο π. Ιερώνυμος γεννήθηκε στο Ρέιζ—Δερέ Μ. Ασίας το 1871. Μόλις 17 χρόνων φτάνει στο Άγιον Όρος. Μετά τεσσερισήμισι χρόνων δοκιμασία γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός στη Μονή Σίμωνος Πέτρας. Το 1920 εκλέγεται ηγούμενός της. Από το 1931 μέχρι της οσιακή κοιμήσεώς του το 1957 εργάζεται ακούραστα το έργο του πνευματικού στο μετόχι της Αναλήψεως στη διψασμένη Αθήνα. Γίνεται πνευματικός πατήρ, οδηγός, προστάτης, ευεργέτης και βοηθός εκατοντάδων πονεμένων.
Στην περίοδο που ζει σαν μοναχός στη Μονή του γνωρίζεται με τον Α. Μωραϊτίδη. Η αρχή της γνωριμίας τους μας είναι άγνωστη. Το ύφος και ο τόνος των επιστολών που ακολουθούν και οι πληροφορίες που μας δίνουν δείχνουν πως ο σύνδεσμός τους δεν ήταν μικρός.
Ο Α. Μωραϊτίδης από το 1911 αφήνεται να απορροφηθεί από την πατερική σοφία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και οικουμενικών διδασκάλων λησμονώντας την δημοσιογραφία και άλλες ασχολίες του. Μας δίνει ένα έργο υπομονής με το σκύψιμό του πάνω στις θείες γραφές του Μεγάλου Βασιλείου και Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, που μεταφράζει σχολιάζοντας.
Ο π. Ιερώνυμος που διψά τέτοιες πολύτιμες εργασίες και μοναδικές για εκείνη την εποχή θαυμάζει και επαινεί το έργο του και προσπαθεί, παρά τις δυσκολίες, να το διαδώσει στους αγιορείτες πατέρες. Φαίνεται την ίδια δίψα έχει και η ενάρετη ψυχή του ασκητού Γέροντας Αβιμέλεχ που μνημονεύεται στις επιστολές. Η καλύβη του βρίσκονταν στην ερημική σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης.
Είναι συγκινητικές οι γραμμές του π. Ιερωνύμου που παραμυθούν τον Αλέξανδρο για τον θάνατο της συζύγου του Βασιλικής που λίγα χρόνια πριν έχει με το μοναχικό της σχήμα; λάβει το όνομα Αθανασία σε μονή της Τήνου. Δείχνουν οι λίγες αυτές γραμμές τη στάση του ανθρώπου του Θεού μπροστά στο μέγα μυστήριο του θανάτου. Στο τέλος της πρώτης επιστολής θα του μιλήσει ο Γέροντας και για την δική του πια ολοκληρωτική αφιέρωση στον Κύριο. Λίγους μήνες προ του θανάτου του θα δεχθεί, μετά δεκαπέντε χρόνια από τη λήψη αυτής της επιστολής, το μέγα και αγγελικό σχήμα.
Η δεύτερη επιστολή που ακολουθεί είναι γραμμένη μετά δύο χρόνια, ξανά από τον Άθωνα, στον ίδιο τόνο πνευματικής αγάπης και φιλίας αγαθής. Φαίνεται ότι κάποιους πειρασμούς αντιμετωπίζει ο συγγραφέας καθηγητής και ο π. Ιερώνυμος απλά και σοφά προσπαθεί να τον απελευθερώσει, αφήνοντάς τον να νοιώσει πως η πιο μεγάλη ελευθερία και άνεση έρχεται με το τέλειο άφεμά μας στα χέρια του Θεού. Πρώτα θα τον συγχαρεί για το έργο που με τόσους κόπους έχει αρχίσει με την «φιλοβασίλειον εργασίαν» του.
Δυστυχώς οι επιστολές του μοναχικά τελειωθέντος Αλεξάνδρου Ανδρονίκου δεν σώζονται στα αρχεία της Μονής. Είναι όμως οι δύο αυτές επιστολές του Γέροντος Ιερωνύμου ενδεικτικές της αγάπης του Μωραϊτίδη στο πρόσωπο του Γέροντος, της ευλαβείας του στο θεομητροβάδιστο Όρος της ταπεινώσεώς του να ζητάς πληροφορίες και συμβουλές από άξιους Γέροντες όπως ο π. Ιερώνυμος, που η όλη του βιοτή αποπνέει άρωμα σπάνιας πνευματικότητος. Ακόμη οι δύο αυτές επιστολές είναι νομίζουμε αξιόλογες γιατί πέρα από τη χάρη του αποστολέα διαβλέπουμε την αγάπη του παραλήπτη στους πατέρες της εκκλησίας και τη διάδοσή τους, την αγάπη του στη σύζυγό του που την ψυχή της πήρε ο κύριος με το μοναχικό σχήμα ντυμένη, την αγάπη του τέλος στον μοναχισμό και την αρετή.
Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ήξερε να ψάχνει επίμονα και να βρίσκει τις πηγές του φωτός και της Ζωής σκύβοντας στην πατερική σοφία και την ασκητική παράδοση. Έτσι στους αγιορείτες καλούς φίλους του Γέροντα Δανιήλ τον Κατουνακιώτη και παπα Σάββα τον πνευματικό ας προστεθεί και ο ταπεινός Ιερομόναχος Ιερώνυμος ο Σιμωνοπετρίτης.
Στο σπάνιας ωραιότητας βιβλίο του, ο Σκιαθίτης συγγραφέας, για το Άγιον Όρος το 1924 θα γράψει: Ηγούμενος δε σήμερον είναι ο πανοσιώτατος ιερομόναχος Ιερώνυμος πολύ γνωστός εν Αθήναις, εκ του Μετοχιού της Αναλήψεως, όπερ συχνά επισκέπτεται, αρκετά λόγιος και ενάρετος αγιορείτης εκ των ολίγων, πολύ γνωστός εις τας ευλαβείς των Αθηνών οικογενείας. Αν δεν κατάφεραν να συναντηθούν ούτε στο Άγιον Όρος ούτε στη Σκιάθο θα συναντήθηκαν στον ουρανό…
Άγιον Όρος τη 31 Αυγούστου 1914
Αγαπητέ εν Χριστώ κ. Αλέξανδρε Μωραϊτίδη,
Μετά σεβασμού ασπάζομαι την υμετέραν αγάπην ευχόμενος ταπεινώς βοήθειά μας την χάριν της Κυρίας Θεοτόκου.
Κατά σειράν έλαβαν και έχω εις χείρας τας αγαπητάς Επιστολάς σας μέχρι της 17 τελευτώντας μετά των αγγελιών εγγραφής συνδρομητών και τα εν αυταίς έχω υπ’ όψιν μου, όση δύναμις.
Την παρελθούσαν Δευτέραν 25 ιδίου ήλθε και ο π. Αβιμέλεχ και ωμιλήσαμεν τα δέοντα ως προς την υπηρεσίαν και μου είπε να σας γράψω, εάν εισέτι δεν ελάβατε τα χρήματα, να τω απαντήσετε αμέσως όπως απαλλάξη ταύτα από της χειρός εις ην τα ενεπιστεύθη καλή τη πίστει, επί τη υποσχέσει, ότι αυθ ημερόν τότε εστέλλοντο, εξ ου και την επιστολήν του σας έγραψε της ταυτοχρόνου αποστολής των χρημάτων. Μετά τας απαντήσεις σας όμως, ότι δεν τα ελάβετε, έσπευσεν εις τας δεούσας παρατηρήσεις προς τον αναλαβόντα την αποστολήν και τω εδηλώθη και το όνομα δι’ ου εστάλησαν (εσχάτως) τα χρήματα, Αθανάσιον εκ Νέας Σκήτης. Εάν λοιπόν τα ελάβετε η όχι, θέλει ο π. Αβιμέλεχ να γνωρίζη, διότι ανησυχεί πλειότερων και υμών αυτών. Απουσίαζεν όμως ο π. Αβιμέλεχ αρκετάς ημέρας από την καλύβην του και εν τω μεταξύ είχε μάθει ότι τον ανέμενον δύο επιστολαί και ήλπιζε να έχη πληροφορίαν τινά εξ υμών. Εγώ είχον γράψει την παρελθούσαν Δευτέραν εις ένα νέον Αβραάμ Ηλίαν ξυλουργόν να σας μετρήση 20 δρχ. και ελπίζω, αν όχι ακόμη, εντός ολίγων ημερών να σας τα δώση. Άλλην δόσιν ικανωτέραν ελπίζω προσεχέστερον συν Θεώ Αγίω.
Όσον δια την μακαρίτισσαν, αδελφέ, και δια την περί υμάς του φιλανθρώπου Θεού οικονομίαν ουδόλως πρέπει να διστάζητε, ουδέ να δυσανασχετήτε δια την τελείωσίν της.
Θα σας παρακαλέσω δε μάλλον εις την αλήθεια της Αγίας και ακραιφνούς ημών πίστεως να μη καλήτε το θέλημα: το Θείον ναυάγιον υμών, αλλ’ ευδοκίαν Θεού. Ας κλαίωσι και ας θρηνώσι οι άπιστοι και αιρετικοί οι απερχόμενοι εις την απώλειαν, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός οφείλεται δια τους αμετανοήτους αμαρτωλούς περί ων ερρέθη το: εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια και εν τω Άδη τις εξομολογήσεται σοι; Δια δε τους τελειωθέντας καλώς εν κυρίω πιστούς, τους ακολουθήσαντας πι- στώς το Ευαγγέλιον, ο θάνατος είναι απαλλαγή από των του κόσμου δεινών και ελευθέρωσις από της αμαρτίας, μετάβασις δε από της πρόσκαιρου εις την κρείττω και αιωνίαν αποκατάστασιν. Εάν λοιπόν η αγήρως ζωή και η ανάστασις ούτω δια του μυστηρίου του θανάτου εν πίστει τη εν Χριστώ Ιησού επιτυγχάνεται κατά την επαγγελίαν του Κυρίου (εάν μη ο σίτος πέση εις την γην και αποθάνη ου δύναται καρπόν φέρειν) πως θρήνοι και ναυάγια και οδυρμοί; Πως δε αι πανηγύρεις των Αγίων επί ταις μνήμαις αυτών; Οι δε ύμνοι και τα επινίκια άσματα της έκκλησίας ουχί δια την έξοδον της ψυχής από της φυλακής του σώματος και μετάστασιν εις την αιώνιον φωτεινή αυτής πατρί δα, ωσεί τινά γέννησιν εκ σκότους κοιλίας, εις φως αληθινόν αιώνιον;
Μικρόν λοιπόν δια την ανάγκην της φύσεως θρηνήσαντες εν ευχαριστία τον ύμνον και την δόξαν τω ούτως ευδοκήσαντι προθύμως και μετά χαράς αναπέμπωμεν, ίνα και τον μισθόν της υπομονής και πίστεως εις αυτόν λάβωμεν. Πολλούς μεν και άλλους έχομεν τους υπαλείφοντας εις τούτο Πατέρας και Διδασκάλους της Εκκλησίας, εξόχως δε εκτός των λοιπών τους ιεροάθλους Μακκαβαίους τον θάνατον ηγουμένους ζωήν και πατρίδα αυτών ποθεινήν την ανώλεθρον Ιερουσαλήμ την εκκλησίαν των προτοτόκων.
Και ταύτα προ του Χριστού και του σωτηρίου θανάτου αυτού. Αλλ’ είχον ούτοι την πίστιν εν Χριστώ, κατά τον θεηγόρον Παύλον, ότι οι άγιοι Πάντες δια Πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας κ.λπ. Μετά δε τον σταυρικόν θάνατον και την Ανάστασιν πάντες μεν οι Μάρτυρες και Όσιοι και Δίκαιοι, όσοι τω Θεώ μακαρίως ευηρέστησαν, εξόχως Ναταλία η μακαρία, Μάρτυρας σύζυγος, ήτις αυτά τα μέλη του συζύγου επί άκμονα έθετε και τους δημίους ώτρυνε σκληροτέρως ίνα κτυπώσιν όπως δριμυτέρους αισθάνεται τους πόνους ο αγαπητός αυτής σύντροφος και ίνα συντομώτερον απέλθη προ εκείνης εις την αιωνίαν ζωήν. (26 Αυγούστου άθλησις Αδριανού Μάρτυρος).
Μη λοιπόν, αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ, χαλέπαινε, δια την μακαρίαν ανάπαυσιν της αδελφής Αθανασίας, ήτις κατά το όνομα αυτής ταχέως εις την αθανασίαν απήλθε και εκληρονόμησε.
Επειδή δε προς τοις άλλοις λέγεις περί Σού, ότι ο μεν Πόθος ήτο και είναι πάντοτε αυτός της ψυχής σου, αλλά δεν ηυδόκησεν ακόμη ο Κύριος, εγώ ο ελάχιστος νομίζω, ότι ακριβώς τού το ηυδόκησε και δια σε ο Κύριος και ο της ευδοκίας ήλθε καιρός, καθώς η κατά την μακαρίτιδα Αθανασίαν οικονομία υποσημαίνει. Σπεύσον λοιπόν εις απάντησιν του Κυρίου την νυμφικήν ιστολήν του αγγελικού σχήματος αναδησάμενος και την μοναχικήν τάξιν της Ευαγγελικής αρετής αναλαδών καθώς επιποθείς εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.
Αμήν.
Εύχου δε και υπέρ εμού του άθλιου και ταλαιπώρου, όπως μη καταλάβη με κατεγνωσμένον η φοβερά ώρα του θανάτου.
Ίνα μη ως κλέπτης εν νυκτί, αλλ’ ως νυμφίος εν τω μέσω της νυκτός ελθών έτοιμον εύρη την λαμπάδα μη σβενυμένην. Αμήν.
Ο σος εν Κυρίω ελάχιστος αδελφός Ιερώνυμος μοναχός Σιμωνοπετρίτης.

Ο Σκιαθίτης πεζογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης υπήρξε πνευματικό τέκνο του Γ. Δανιήλ. Στο έργο του «Με του βοριά τα κύματα» μας δίνει εντυπωσιακές μαρτυρίες γι αυτόν. (Στην φωτογραφία ο Μωραϊτίδης έχοντας λάβει το μοναχικό σχήμα με το όνομα Ανδρόνικος).
Εν Αγίω Όρει τη 1 Ιανουαρίου 1916 Σεβαστέ μοι και εν Κυρίω αγαπητέ και περισπούδαστε Καθηγητά κύριε Αλέξανδρε,
Επί τη ευκαιρία της Α’ του έτους και εορτής του εν Αγίοις Πατρός ημών και ουρανοφάντορος Βασιλείου του Μεγάλου, επισκεπτόμενος δια του παρόντος ταπεινού μου και νοερώς προς της σεβασμίαν μοι Υμετέραν Ελλογιμότητα συνδιαλεγόμενος μετ’ αυτής, χαιρετώ, κατασπάζομαι και εντρυφώ των πνευματικών ομιλιών και λόγων της, επευχόμενος Αύτη τα βέλτιστα και σωτήρια παρά του Πατρός των Φώτων, όθεν πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον, δια των πρεσβειών της Κυρίας ημών Θεοτόκου και του γνησίου θεράποντος αυτής Βασιλείου του Μεγάλου. Αμήν.
Κατά τας εορτάς των Χριστουγέννων και δη του αγίου Σίμωνος 28 λ.μ. ο π. Αβιμέλεχ επισκεφθείς την ιεράν ημών Μονήν μοι ενεχείρισε την από 9 του αυτού λ.μ. σεβασμίαν μοι επιστολήν σας, ην ενδιαφερόντως ανέγνων και έχω υπ’ όψιν μου.
Κατά την καλήν αυτήν περίπτωσιν ο π. Αβιμέλεχ εις μεγάλην μου χαράν και ευχαρίστησιν με επληροφόρησε την φιλοβασίλειον εργασίαν σου, ανθ’ ης έχεις μισθαποδότην, προστάτην και κηδεμόνα ον θεραπεύσεις ευεργέτην της ανθρωπότητος και Διδάσκαλον Οικουμενικόν της Εκκλησίας του Χριστού και τας μεγάλας και ευπροσδέκτους προς Κύριον Πρεσβείας Αυτού.
Την εις Σκιάθον μετάβασίν σου είχον προ καιρού πληροφορηθή παρά του πανοσιολογιωτάτου πνευματικού π. Αθανασίου.
Επίσης κατ’ αρχάς Οκτωβρίου είχον συστήσει εις ένα πνευματικόν φίλον να σας εμβάση μέσω του Αβραάμ 37 δρχ. τας οποίας επρόκειτο να εμβάση ο ίδιος εδώ. Δεν έχω όμως μέχρι σήμερον είδησιν τινά και φαίνεται εδυσκολεύθη. Την πνευματικήν ημών κατάστασιν θεία ευσπλαχνία αναμενούση φιλανθρώπως την προς αυτήν επιστροφήν μου έχω καλώς. Εύχεσθέ μοι τα σωτήρια. Κατάλληλος εργασία παρέχουσά μοι την ποθητήν ευκαιρίαν να σας επισκεφθώ προσωπικώς μοι είναι ευκταία και λίαν επιπόθητος. Εάν θέλη ο Θεός γεννηθήτω το θέλημά του.
Εσμέν υπό την οικονομίαν της πανσόφου και θείας Προνοίας Αυτού. Και κατ’ οφειλήν ευχόμεθα το: Γένοιτο, Κύριε, το έλεος Σου εφ’ ημάς καθάπερ ηλπίσαμεν επί Σε. Ελθέτω λοιπόν πλούσιον το μέγα και άπειρον αυτού έλεος και προς ημάς και προς πάντα τον περιούσιον αυτού λαόν κατά την ευδοκίαν της αγαθότητος αυτού.
Πρέπει να εννοήσωμεν, Σεβαστέ μοι Καθηγητά, ημείς ο Πιστός του Κυρίου λαός, ότι τύχη και ικανότης ανθρωπίνη δεν διοικεί τον κόσμον, ούτε δι’ αυτής φέρονται τα ιδιαιτέρως καθ’ ημάς. Πρέπει να εννοήσωμεν οι ορθόδοξοι χριστιανοί και μάλιστα οι Έλληνες, ότι ουκ εν τη δυναστεία του ίππου θελήσει Κύριος, ουδέ εν ταις κνήμαις του ανδρός ευδσκεί, αλλ’ ευδοκεί Κύριος εν τοις φοβουμένοις αυτόν και εν τοις ελπίζουσιν επί το έλεος αυτού. Πρέπει να πεισθώμεν εις τον λέγοντα: μη καυχάσθω ο σοφός εν τη σοφία αυτού μηδέ ο δυνατός εν τη δυνάμει αυτού, μηδέ ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού. Διότι βλέπομεν, ότι πάντων τας βουλάς διασκεδάζει Κύριος και αθετεί τας βουλάς των αρχόντων αυτού. Ημείς δε ας καυχώμεθα εν τω συνιείν και γινώσκειν τον Κύριον, εν ω και δί ου δυνάμεθα και γινώσκομεν και εν αυτώ τείχη υπερβαίνομεν και τους εχθρούς αυτού και ημών θριαμβεύομεν εις ον ελπίζοντες, αυτόν δοξάζομεν και εν αυτώ δοξαζόμεθα. Δεν θα αφήση τον λαόν του εις πειρασμόν παρ’ ελπίδα, αλλά συν τω καιρώ και τον πειρασμόν θα άρη και την Εκκλησίαν αυτού θα υπερδοξάση.
Θα έλθη το πλήρωμα του απαιτουμένου χρόνου της ενεργείας, όχι καθώς οι πολλοί νομίζουσιν, αλλά καθώς εκείνος γινώσκει, ο τα πάντα προγινώσκων και προορίζων προ της γενέσεως αυτών και τους ανθρώπους καταλλήλως ορίζει όργανα συντελεστικά της θείας Προνοίας Αυτού. Πόσον οφείλομεν οι άνθρωποι να λάβωμεν ύπ’ όψιν την συμβολήν της προαιρέσεως, θελήσεως διακριτικής και μετά φρονήσεως και συνέσεως πολλής της ενεργείας ημών εις την συντέλεσιν του θείου προορισμού ημών.
Αυτός ο Θεός δια πολλών μας διδάσκει εν ταις Αγίαις Γραφαίς το ζήτημα τούτο, ότι δεόμεθα σοφίας και συνέσεως πολλής. Ο Παύλος εμπεριστατωμένως γράφει την ενέργειαν του προορισμού, εις την προς Ρωμαίους. Όλοι σχεδόν οι άγιοι Πατέρες λόγους ολοκλήρους και τμηματικώς εν τοις συγγράμμασιν αυτών αφήκαν εις ημάς προς διδασκαλίαν, ο δε Μηνιάτης άριστα εξηγείται εις τον λαμπρόν λόγον περί προορισμού την εύκαιρον του ανθρώπου ενέργειαν, ουχί την ελαφράν και επιπόλαιον. Καθώς και η σπορά έχει τον καιρόν της και η καλλιέργεια επίσης και το θέρος και ο τρυγητός των διαφόρων καρπών. Ας ευχώμεθα να φωτίζη πάντας μικρούς και μεγάλους ο Θεός εις το να γινώσκωμεν και να ποιώμεν το θέλημα αυτού, βαδίζοντες την ευθείαν οδόν των εντολών του, ένθα κατευθύνει τα διαβήματα ημών. Αμήν. Σας διαβιβάζω τας ευχάς του Γέροντας και του π. Αβιμέλεχ, εμού τε του ταπεινού τας εύυχάς και ασπασμόν. Όλως υμέτερος εν Κυρίω.
Ιερώνυμος μοναχός Σιμωνοπετρίτης
Οι παραπάνω επιστολές του π. Ιερωνύμου περιλαμβάνονται στο βιβλίο του ΤΑΛΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ, που εκδόθηκε το 1956 και είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό, επειδή κυκλοφόρησε «εκτός εμπορίου» σε λίγα αντίτυπα και διανεμήθηκε δωρεάν στα πνευματικά του τέκνα.
ΤΡΙΜΗΝΗ ΣΚΙΑΘΙΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
ΕΚΔΟΤΗΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΧΡΗΣΤΟΣ Β. ΧΕΙΜΩΝΑΣ
ΧΡΟΝΟΣ 4oς ΤΕΥΧΟΣ 14 ΙΟΥΛΗΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ-ΣΕΠ/ΒΡΗΣ 1979
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ