Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης
(ΧΑΤΖΕΦΗΕΦΕΝΤΗ) Εορτάζει 10 Νοεμβρίου
Ο Οσιώτατος Πατήρ Αρσένιος γεννήθηκε γύρω στα 1840 στα Φάρασα ή Βαρασιό, στο Κεφαλοχώρι των έξι Χριστιανικών χωριών της περιφερείας Φαράσων της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι από αρετές και μέτριοι από υλικά πράγματα. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και ονομαζόταν Ελευθέριος (ή Χατζηλευτέρης, από το προσκύνημα του στους Αγίους Τόπους). Το επίθετο του ήταν Αννητσαλήχος ή Αρτζίδης (παρατσούκλι). Η μητέρα του λεγόταν Βαρβάρα, από το γένος Φράγκου ή Φραγκοπούλου, με το παρατσούκλι Τσαπάρη. Είχαν αποκτήσει δύο αγόρια, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (τον Πατέρα Αρσένιο), τα οποία σε μικρή ηλικία έμειναν ορφανά, διότι οι γονείς τους είχαν συγχωρεθή, πρώτα ο πατέρας και λίγο αργότερα η μητέρα τους. Τα ορφανά τα προστάτεψε η αδελφή της μητέρας τους, που έμενε στα Φάρασα.
Μια ημέρα ο Βλάσιος παρακίνησε τον μικρότερο Θεόδωρο και πήγαν στο πατρικό τους χωράφι που ήταν κοντά στον χείμαρρο Εβκάση. Ενώ περνούσαν τον χείμαρρο, το νερό παρέσυρε τον Θεόδωρο και ο Βλάσιος με κλάματα παρακαλούσε τον Άη‐Γιώργη, που ήταν κοντά Παρεκκλήσι του. Ενώ έκλαιγε ο Βλάσιος και παρακαλούσε τον Άγιο να βοηθήση, διότι τον έτυπτε και η συνείδηση του, που αιτία ήταν αυτός να κινδυνέψη ο αδελφός του, ξαφνικά βλέπει τον Θεόδωρο δίπλα του, ο οποίος χαρούμενος του διηγείται πώς ένας καβαλλάρης σαν καλόγηρος τον άρπαξε από τον χείμαρρο και τον πήρε στο άλογο του και τον έβγαλε έξω. Από τότε και μετά ο Θεόδωρος έλεγε ότι θα γίνη και αυτός καλόγηρος. Οικονόμησε κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός να πάρη από μικρός την καλή στροφή. Το γεγονός αυτό είχε επιδράσει ακόμη και στον Βλάσιο, ο οποίος δόθηκε και αυτός με τον δικό του τρόπο στον Θεό, να Τον δοξολογή σαν δάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής, και κατέληξε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη.
Τον Θεόδωρο, όταν είχε μεγαλώσει λίγο, η θεία του από τα Φάρασα τον έστειλε στην Νίγδη, για να μορφωθή. Εκεί έμενε και η αδελφή του πατέρα του, η οποία ήταν και δασκάλα και θα τον προστάτευε. Όταν τελείωσε τις σπουδές του στην Νίγδη, η θεία του η δασκάλα, επειδή τον έβλεπε πολύ έξυπνο, φρόντισε με τους συγγενείς τους που βρίσκονταν στην Σμύρνη, να τον βοηθήσουν να συνεχίση εκεί τις ανώτερες σπουδές του.
…
Δεν χάνει καιρό ο Θεόδωρος και την επομένη ημέρα φεύγει για την Σμύρνη. Στην Σμύρνη, εκτός από τα ελληνικά και εκκλησιαστικά γράμματα, έμαθε και Αρμενικά και Τουρκικά, καθώς και λίγα Γαλλικά. Όταν τελείωσε τις σπουδές του, ήρθε ξανά στα Φάρασα, αποχαιρέτησε την θεία του, καθώς και την άλλη του θεία στην Νίγδη, και μετά πήγε στην Καισάρεια. Ήταν περίπου είκοσι έξι ετών, όταν κοινοβίασε στην Ιερά Μονή Φλαβιανών (Ζιντζή‐Ντερέ) του Τιμίου Προδρόμου, όπου εκάρη μοναχός και μετονομάσθηκε Αρσένιος.
Δυστυχώς όμως δεν χάρηκε πολύ την ησυχία του ο Αρσένιος, διότι εκείνη την εποχή είχαν ανάγκη μεγάλη από δασκάλους και ο Μητροπολίτης Παΐσιος Β’, που ζούσε ακόμη, κατά τις μαρτυρίες του Κορτσινόγλου, τον χειροτόνησε Διάκο και τον έστειλε στα Φάρασα, για να μάθη γράμματα στα εγκαταλελειμμένα παιδιά.
Έρχεται λοιπόν στην Πατρίδα του ο Διακο‐Αρσένιος και αρχίζει με θείο ζήλο το έργο του, για να διώξη το σκοτάδι της αγραμματοσύνης. Αιτία του σκοταδιού ήταν φυσικά οι Τούρκοι, διότι τα έξι εκείνα Χριστιανικά χωριά των Φαράσων, που αποτελούσαν ένα μικρό Ελληνικό κομμάτι, τα έβλεπαν πάντοτε με κακό μάτι. Γι’ αυτό προχωρούσε αθόρυβα το έργο του με διάκριση μεγάλη, παρόλο που ήταν νέος. Είχε ετοιμάσει αίθουσα για Σχολείο και αντί για θρανία δέρματα από κατσίκες ή από πρόβατα με το τρίχωμα τους, και επάνω στα δέρματα γονατισμένα τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα. Με αυτόν τον σοφό τρόπο δεν ερέθιζε τους Τούρκους, και όταν ακόμη τύχαινε να τα βλέπουν τα παιδιά, διότι νόμιζαν πως προσεύχονταν. Τις περισσότερες δε φορές συγκέντρωνε ο Πατήρ τα παιδιά στο Εξωκλήσι της Παναγίας (σο Κάντσι), που ήταν ψηλά στον Βράχο μέσα σε σπηλιά και το είχε για κρυφό Σχολείο.
Το τυπικό αυτό το εξακολουθούσε και αργότερα, να φυλάγεται δηλαδή από τους Τούρκους, παρόλο που είχε δοθή μια σχετική ελευθερία στους Χριστιανούς, διότι είχε πιέσει τότε τους Τούρκους η Ορθόδοξη Ρωσία. Αλλά στα Φάρασα σχεδόν ήταν πάντα ο ίδιος φόβος, επειδή ήταν ξεκομμένα στα βάθη της Καππαδοκίας.
Μέχρι το τριακοστό έτος της ηλικίας του περίπου δίδασκε σαν Διάκος. Μετά χειροτονήθηκε στην Καισάρεια πρεσβύτερος με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτου και την ευλογία ως Πνευματικός. Από την Καισάρεια συνέχεια μετά την χειροτονία του πήγε πρώτα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και μετά επέστρεψε στα Φάρασα. Οι Φαρασιώτες τότε τον έλεγαν Χατζεφεντή.
Άρχισε πια η πνευματική του δράση να γίνεται μεγαλύτερη και να απλώνη. Χρειάσθηκε ακόμη να κάνη και εράνους σε κοντινά χωριά και σε μακρινές πόλεις. Ο μεγαλύτερος σκοπός του όμως με τους εράνους ήταν να έρχεται σε επαφή με τους Έλληνες Χριστιανούς, που ζούσαν ανακατεμένοι σε χωριά μαζί με τους Τούρκους, και να τους τονώνη εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Αυτό δε που βοηθούσε περισσότερο και ενίσχυε τους φοβισμένους Χριστιανούς, για να μένουν σταθεροί στην πίστη τους, δεν ήταν τα ενισχυτικά του λόγια μόνον, αλλά τα θαυμαστά έργα που έβλεπαν να κάνη ο Πατήρ Αρσένιος, διότι είχε άφθονη την θεία Χάρη και θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των πονεμένων ανθρώπων. Οι Χριστιανοί, όταν τα έβλεπαν, γίνονταν πιο πιστοί, διότι έβλεπαν την μεγάλη δύναμη της πίστεως μας. Οι δε Τούρκοι, που τα έβλεπαν και αυτοί, και Χριστιανοί να μη γίνονταν, έπαυαν κάπως να δαγκώνουν τους Χριστιανούς.
Είναι αλήθεια ότι ο Πατήρ, όπου περνούσε και του έφερναν αρρώστους, για να τους διαβάση, ποτέ δεν εξέταζε εάν ο άρρωστος είναι Χριστιανός ή Τούρκος, αλλά από ποια αρρώστια πάσχει, για να βρη την ανάλογη ευχή. Όταν θεράπευε τον άρρωστο με την Χάρη του Θεού, έκανε τους Τούρκους να καταλάβουν την μεγάλη αξία της Ορθοδοξίας μας και να την ευλαβούνται.
Κάποτε που περιόδευε στα χωριά με τον ψάλτη του Πρόδρομο, είχε περάσει και από το χωριό Σινασός. Οι Τούρκοι του χωριού εμπόδισαν τον Πατέρα να έρθη σε επαφή με τους Χριστιανούς. Ο Πατήρ Αρσένιος δεν μίλησε καθόλου, παρά είπε μόνο στον Πρόδρομο: «Πάμε να φύγουμε και θα τους ιδής τους Τούρκους να τρέχουν να μας προλάβουν». Μόλις βγήκαν μισή ώρα έξω από το χωριό, ο Χατζεφεντής γονάτισε και ύψωσε τα χέρια του στον Ουρανό (έκανε προσευχή). Και ενώ ήταν καλός καιρός, για μια στιγμή μαζεύθηκαν σύννεφα και άρχισε βροχή – κατακλυσμός με δυνατό αέρα – και το χωριό Σινασός να σείεται ολόκληρο. Οι Τούρκοι αμέσως κατάλαβαν το σφάλμα τους και έστειλαν δύο ζαπτιέδες (αγγελιοφόρους καβαλλάρηδες), για να τον προλάβουν. Και όταν τον έφθασαν, έπεσαν στα πόδια του Χατζεφεντή και ζητούσαν συγχώρεση εκ μέρους όλου του χωριού. Τότε ο Πατήρ Αρσένιος τους συγχώρεσε και ξαναγύρισε στην Σινασό. Σταύρωσε το χωριό στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και αμέσως σταμάτησαν όλα και καλωσύνεψε.
…
Επειδή ο Πατήρ είχε μεγάλη Ορθόδοξη ευαισθησία, αισθανόταν πολύ βαθιά την μεγάλη ευθύνη του ποιμνίου του και επαγρυπνούσε, πώς να το προφυλάξη από τους προβατόσχημους λύκους, τους προτεστάντες, οι οποίοι έκαναν προπαγάνδα στην Ανατολή με τους δασκάλους που έστελναν να κάνουν προσηλυτισμό. Γι’ αυτό ο Πατήρ αναγκάσθηκε να πάρη τρεις βοηθούς στο Σχολείο, τους πιο μορφωμένους του χωριού, για δασκάλους και να μη δέχεται κανένα απ’ έξω. Ενώ στις αρχές ήταν πολύς ο φόβος από τους Τούρκους και το Σχολείο το είχε σαν κρυφό Σχολείο, αργότερα ήταν χειρότερος ο φόβος από τους προτεστάντες, διότι ήθελαν να μολύνουν την Ορθόδοξη πίστη των παιδιών.
Μια φορά είχαν στείλει έναν δάσκαλο προτεστάντη, ο οποίος, μόλις έφθασε στα Φάρασα, ζήτησε το σπίτι του προτεστάντη Κουψή – που τον πλήρωναν να κάνη προσηλυτισμό –, για να ξεφορτώση τα πράγματα του και να μείνη σ’ αυτόν. Όταν το έμαθε για τον δάσκαλο ο Πατήρ, πήγε αμέσως, τον συνάντησε και του είπε: «Γρήγορα να φύγης, όπως έχεις τα πράγματα σου, πριν τα ξεφορτώσης, γιατί στα Φάρασα άλλον προτεστάντη δεν θέλουμε· μας φθάνει ο ένας που έχουμε, και ένας Τούρκος που είναι από χρόνια». Μετά από αυτά είπε και στην Εκκλησία ο Πατήρ: «Όποιος θα πη καλημέρα του Κουψή, να το ξέρη ότι θα βγη άλειωτος». Ήταν η μόνη λύση αυτή, για να απομονώση την σφήκα, τον Κουψή, ο οποίος κέντριζε συνέχεια τους νέους κυρίως, γιατί έχυνε στις τρυφερές ψυχές το δηλητήριο της πλάνης του και τους αγρίευε με το να κατηγορή τον Χατζεφεντή ότι διώχνει τους δασκάλους, για να αφήση τα παιδιά αμόρφωτα. Αφού πια δεν μιλούσε κανείς του Κουψή, αναγκάσθηκε να καταλάβη την πλάνη του. Πήγε στον Πατέρα Αρσένιο, του ζήτησε συγχώρεση και επανήλθε στο κοπάδι του και αυτός. Έτσι χάλασε πια η σφηκοφωλιά των προτεσταντών.
Μεγαλύτερο κακό έκαναν οι προτεστάντες στον ευλαβή Ορθόδοξο λαό τους Ανατολής παρά οι Τούρκοι, γιατί οι Τούρκοι ομολογούσαν ότι είναι Τούρκοι, και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί τους απέφευγαν σαν Τούρκους. Ενώ οι προτεστάντες παρουσιάζονταν με το Ευαγγέλιο και παρέσυραν τους απλούς στην πλάτη τους και κατέστρεφαν ψυχές.
…
Όλα λοιπόν αυτά που ζούσε ο Πατήρ, την ακρίβεια της Ορθοδοξίας, την ευλάβεια, και το «θρήσκος καθ’ όλην την εντέλειαν», τα μετέδιδε και στους μαθητάς του. Στα παιδιά ακόμη δίδασκε και την νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», ή «εις το όνομα του Χριστού και της Παναγίας» και, όταν καμμιά φορά έσφαλλαν ή πάθαιναν καμμιά ζημιά, τους είχε μάθει να λένε «ήμαρτον, Θεέ μου». Έλεγε να κόβουν κομματάκια από κληματόβεργες, να τα αρμαθιάζουν και να κάνουν κομπολόι (σαν κομποσχοίνι), για να μετρούν τις ευχές ή τις ανάλογες μετάνοιες, που είχε ο καθένας σαν κανόνα, και έτσι εξάγνιζε και τον νου των παιδιών με την αδιάλειπτη προσευχή.
…
Είχε δε μεταφράσει και πολλές περικοπές του Ευαγγελίου στην Φαρασιώτικη γλώσσα, για να μπορούν να καταλαβαίνουν το Ευαγγέλιο οι Φαρασιώτες. Στην Εκκλησία διάβαζε το Ευαγγέλιο πρώτα Ελληνικά, μετά Φαρασιώτικα και μετά Τουρκικά.
Όλοι οι Φαρασιώτες, και από τα γύρω χωριά ακόμη, τον Χατζεφεντή τον λάτρευαν, εκτός από μερικούς μέθυσους και τεμπέληδες, διότι δεν ήθελε να βλέπη υγιή να κάθεται. Ακόμη στα Φάρασα, εκτός που οπλοφορούσαν, είχαν κρασί άφθονο και δημιουργούσαν σοβαρά επεισόδια, με τις παρεξηγήσεις τους και τα χτυπημένα κεφάλια τους, και χρειαζόταν πολλές φορές γιατρός. Στα Φάρασα όμως και σ’ όλη την περιφέρεια τους γιατρός δεν ήταν παρά ο ίδιος ο Πατήρ Αρσένιος, ο οποίος ήταν δάσκαλος και ιατρός ψυχών και σωμάτων. Φυσικά δεν έδινε ιατρικές συνταγές στους αρρώστους, αλλά τους διάβαζε μια ανάλογη ευχή και γίνονταν καλά.
Όσοι δε είχαν άρρωστο και δεν μπορούσαν να τον μεταφέρουν στο κελλί του, είτε επειδή ήταν πολύ βαριά, είτε λόγω τους μακρινής αποστάσεως, έστελναν στον Χατζεφεντή ένα ρούχο από τον άρρωστο να το διαβάση, το οποίο διάβαζε ο Πατήρ και το επέστρεφε. Ο άρρωστος το φορούσε με ευλάβεια και πίστη και θεραπευόταν. Πολλές φορές, για να τους αναπαύση και τον λογισμό, τους έστελνε και γραμμένη την ευχή στο χαρτί, το οποίο φορούσαν διπλωμένο σαν φυλαχτό.
Επειδή οι περιπτώσεις των ασθενειών ήταν πολλές και δεν εύρισκε στο Ευχολόγιο την ανάλογη ευχή, είχε πάρει τους ψαλμούς από το Ψαλτήρι και τους χρησιμοποιούσε και αυτούς. Το Ευαγγέλιο συνήθως το διάβαζε μόνο για πολύ σοβαρές περιπτώσεις, όπως στους τυφλούς, βουβούς, παραλύτους και δαιμονισμένους. Όταν έβλεπε κανέναν άρρωστο σωματικά ότι ήταν και πνευματικά άρρωστος, δεν τον θεράπευε αμέσως, αλλά σιγά‐σιγά. Του έλεγε δηλαδή να έρχεται και να ξαναέρχεται, μέχρι που τον θεράπευε και πνευματικά, και μετά τον έκανε καλά και στην υγεία του θαυματουργικώς με την τελευταία ευχή.
Χρήματα φυσικά δεν δεχόταν ποτέ, ούτε και έπιανε στα χέρια του. Συνήθιζε να λέγη: «Η πίστη μας δεν πουλιέται». Επί παραδείγματι: Πήγαν κάποτε από τις Τσαχιρούδες μία Τουρκάλα νεόνυμφη δαιμονισμένη, με αλυσίδες δεμένη, στον Χατζεφεντή, για να την διαβάση. Επειδή ήταν έγκλειστος εκείνη την ημέρα, οι συγγενείς της βασανισμένης ψυχής παρακάλεσαν τους επιτρόπους να μεσολαβήσουν, για να τους δεχθή, διότι, παρόλο που την είχαν και δεμένη, δεν μπορούσαν και πάλι να την συγκρατήσουν. Ο Πατήρ τους δέχθηκε και έκανε νόημα για να την λύσουν. Μόλις λύθηκε όμως η δαιμονισμένη, όρμησε στον Πατέρα Αρσένιο, του άρπαξε το ένα του πόδι και το δάγκωνε. Ενώ κρατούσε το Ευαγγέλιο, για να την διαβάση, δεν το άνοιξε, παρά την χτύπησε απαλά στο κεφάλι της τρεις φορές και το δαιμόνιο έφυγε αμέσως από την γυναίκα, η οποία άρχισε μετά να κλαίη και να φιλάη με ευλάβεια το δαγκωμένο πόδι του Πατρός. Επίσης ο πατέρας της έπεσε και αυτός στα πόδια του και τον παρακαλούσε να δεχθή ολόκληρο τον κεσέ του (το πουγγί) και έλεγε:
‐ Παρ’ τα όλα, να είναι δικά σου, γιατί έσωσες το παιδί μου.
Ο Πατήρ τον σήκωσε επάνω και του είπε:
‐ Κράτησε τα λεφτά σου· η πίστη μας δεν πουλιέται.
Ούτε δώρα δεχόταν. Μια φορά που του πήγε ένας Τούρκος δύο ζώα φορτωμένα μπαχτίς (δώρα), γιατί απέκτησε η στείρα γυναίκα του δύο παιδιά με το φυλαχτό που της έστειλε ο Χατζεφεντής, του έκανε αυστηρή παρατήρηση με τα εξής λόγια: «Στο χωριό σου φτωχούς δεν είχες; Τι μου τα κουβάλησες εδώ; για να σου πω το αφερίμ (μπράβο); Εγώ μπαχτσίσια δεν μαζεύω».
Στην Εκκλησία ήταν μία κάμαρα, στην οποία άφηναν μερικοί προαιρετικώς χρήματα για τους φτωχούς και οι φτωχοί μόνοι τους πήγαιναν και έπαιρναν όσα είχαν ανάγκη. Περισςότερα φοβόνταν να πάρουν, για να μην τους τιμωρήση ο Θεός.
Τα πρόσφορα της Εκκλησίας τα έστελνε κρυφά την νύχτα σε δυστυχισμένες οικογένειες με τον ψάλτη τον Πρόδρομο. Σε τεμπέλη ποτέ δεν έδινε. Μία ημέρα πήγε ένας τεμπέλης και μέθυσος στον Πατέρα Αρσένιο και του ζήτησε πρόσφορα. Ο Πατήρ ήταν στο κελλί του και του δίνει ένα πέτουρο κριθαρένιο και του λέγει:
‐ Εγώ από αυτά τρώγω.
Ο τεμπέλης δεν το δέχθηκε, αλλά επέμενε για πρόσφορο. Τότε του είπε ο Πατήρ αυστηρά:
‐ Δεν ντρέπεσαι, σαράντα πέντε ετών παλληκάρι κατάγερο, να κάθεσαι όλη μέρα και να σκέφτεσαι διαβολιές και να μεθάς και να ζητιανεύης;
Είπε μετά στον ψάλτη Πρόδρομο:
‐ Πήγαινε στην Εκκλησία, πάρε τρία‐τέσσερα πρόσφορα και πήγαινε στο ποτάμι, και εάν έρθη εκεί ο τεμπέλης, τότε να του τα δώσης.
Είπε και στον τεμπέλη, για να βάλη μπρος την σκουριασμένη μηχανή του:
‐ Πήγαινε στο ποτάμι, να τα πάρης εκεί και να πιάσης και ψάρια που έχει άφθονα.
Δυστυχώς ο τεμπέλης βαρέθηκε να πάη, και το χειρότερο ήταν που γύριζε στο χωριό και έλεγε: «Αυτός ο Χατζεφεντής πολύ τσιγκούνης είναι· ενώ αυτός δεν τρώει πρόσφορα, τα αφήνει και σκουληκιάζουν και μετά στέλνει τον Πρόδρομο και τα πετάει με τις σακκούλες στο ποτάμι και δεν τα μοιράζει».
…
Κανόνα στους ανθρώπους σαν Πνευματικός συνήθως δεν έβαζε, παρά μόνον προσπαθούσε να τους φέρη σε συναίσθηση, και από φιλότιμο να ζητήσουν μόνοι τους να κάνουν άσκηση ή ελεημοσύνες ή άλλου είδους καλωσύνες που τους παρακινούσε.
Όταν έβλεπε κανένα παιδάκι δαιμονισμένο ή παράλυτο και καταλάβαινε ότι οι γονείς ήταν αιτία, τότε έδινε κανόνα στους γονείς, για να προσέχουν, αφού θεράπευε πρώτα το παιδί τους. Κάποτε είχαν πάει ένα παράλυτο παιδί στον Χατζεφεντή, ο οποίος διάβασε πρώτα το παιδί και, αφού το έκανε καλά, έβαλε κανόνα στους γονείς του παιδιού, διότι διέκρινε με το χάρισμα του ότι αυτοί ήταν αιτία να γεννηθή παράλυτο.
Επίσης, άλλη φορά, είχαν φέρει έναν δαιμονισμένο από την Σινασό στον Πατέρα Αρσένιο. Ο Πατήρ, μόλις τον είδε, είπε στους γονείς του να τον λύσουν αμέσως. Εκείνοι όμως φοβόνταν να τον λύσουν. Ο Πατήρ τους λέγει ξανά:
‐ Λύστε τον γρήγορα.
Τότε οι συγγενείς του βασανισμένου παιδιού είπαν:
‐ Να έχουμε την ευχή σου, Χατζεφεντή, ο νέος είναι τρελλός και θα μας κάνη κακό. Εμείς όλοι τρομάξαμε να τον αλυσοδέσουμε.
Εκείνος όμως τους είπε:
‐ Λύστε τον και μη φοβάστε.
Με το λύσιμο που του έκαναν, είχε φύγει αμέσως και το δαιμόνιο, και ο νέος έγινε καλά και πλησίασε τον Πατέρα Αρσένιο και κάθησε κοντά του σαν το αρνί ήσυχος. Ο Πατήρ μετά έβαλε κανόνα και σ’ αυτούς τους γονείς του νέου, να νηστέψουν σαράντα ημέρες με τον τρόπο που νηστεύουν τις Σαρακοστές, διότι διέκρινε ότι, ενώ αυτοί ήταν αιτία να γεννηθή δαιμονισμένο το παιδί, το άφηναν νηστικό επίτηδες να εξαντληθή, για να μπορούν κάπως να το συγκρατούν, και ταλαιπωρούσαν το αθώο πλάσμα άδικα.
…
Είχε τυπικό, εκτός από τους άλλους πνευματικούς του αγώνας, την Τετάρτη και την Παρασκευή να μένη έγκλειστος στο κελλί του και να κάνη άσκηση και να προσεύχεται. …Οι Φαρασιώτες αυτές τις δύο ημέρες δεν τον ενοχλούσαν, παρά πήγαιναν οι άρρωστοι έξω από το κελλί του και έπαιρναν χώμα από το κατώφλι της πόρτας του, άλειφαν το πονεμένο μέρος του σώματος και γίνονταν καλά. Μια Φαρασιώτισσα που είχε αλείψει με χώμα από το κατώφλι του Χατζεφεντή το αγκυλωμένο της χέρι και θεραπεύθηκε, έλεγε τα εξής: «Στην Πατρίδα μας, τι θα πη γιατρός, δεν ξέραμε· στον Χατζεφεντή θα τρέχαμε. Στην Ελλάδα μάθαμε από γιατρούς, αλλ’ αν τα πούμε στους εντόπιους, τους φαίνονται παράξενα».
….
Απ’ όλα αυτά τα θαύματα που έβλεπαν οι άνθρωποι να κάνη ο Πατήρ Αρςένιος με την Χάρη του Θεού, επόμενο ήταν και να τον ευλαβούνται σαν Άγιο, όπως και ήταν. Και όμως όλα αυτά έφεραν τον Πατέρα σε δύσκολη θέση και τον ανάγκασαν να μπη σε άλλο μεγαλύτερο αγώνα, πώς να καλύψη την αγιότητα του και να αποφύγη τους ανθρώπινους επαίνους. Μπορεί να μη βλαπτόταν στο να υπερηφανευθή, αλλά οι έπαινοι των ανθρώπων του έκαναν την εξόφληση των αγώνων του σε τούτη την μάταιη ζωή. Η μόνη λύση ήταν να κάνη κάπου‐κάπου και «τον δια Χριστόν σαλόν» και να παρουσιάζεται αντίθετος απ’ ό,τι ήταν, με προσποιητές ιδιοτροπίες, όπως και έκανε. Για να μην τον λένε πράο, έκανε τον θυμώδη. Για να μην τον λένε νηστευτή, έκανε τον γαστρίμαργο, όπως και πολλά άλλα παρόμοια. Όταν κανείς του έλεγε: «εςύ είσαι Άγιος», ο Πατήρ του απαντούσε: «Το δικό σου το σόι, σόι δεν είναι». Όταν το άκουγε αυτό ο άλλος, να του κατηγορή το σόι του με απότομο ύφος, θιγόταν πολύ και άλλη φορά δεν έλεγε ότι ο Πατήρ Αρςένιος είναι Άγιος, αλλά θα ήταν Άγιος, αν είχε καλή συμπεριφορά.
…
Όσο όμως κι αν προσπαθούσε ο Πατήρ να κρυφθή, δεν ήταν εύκολο, διότι τον ζούσαν ολόκληρα χρόνια από κοντά. Όλες τις νηστείες, και ακόμη κάθε Τετάρτη, Παρασκευή και την Δευτέρα, που είναι αφιερωμένη στους Αγγέλους, δεν έπινε ούτε νερό, μέχρι να βασιλέψη ο ήλιος.
Το τυπικό των ακολουθιών του ήταν ως εξής: Όλες τις μεγάλες γιορτές έκανε ολονύκτιες αγρυπνίες, τις οποίες άρχιζε από την δύση μέχρι την ανατολή του ηλίου. Συνήθως τις έκανε στο Εξωκλήσι της Παναγίας (σο Κάμτσι) ή στον Άγιο Χρυσόστομο μόνο με τον ψάλτη Πρόδρομο, εκτός εάν συναντούσαν στον δρόμο κανέναν άνθρωπο που έπασχε και μπορούσε να περπατήση, τον έπαιρναν μαζί τους στην ολονυκτία και τον θεράπευε, μόλις έφθαναν στο Εξωκλήσι, για να δοξολογήση και αυτός. Μια φορά που πήγαιναν ο Πατήρ και ο Ψάλτης στον Άγιο Χρυσόστομο, είχαν συναντήσει μια βουβή γυναίκα, την οποία πήραν μαζί με τους συνοδούς της και, μόλις έφθασαν στο Εξωκλήσι, της διάβασε το Ευαγγέλιο και η βουβή άρχισε αμέσως να μιλάη και δόξασαν όλοι τον Θεό. Τις δε άλλες ημέρες την ακολουθία του την έκανε στο κελλί του συνήθως ή στον Ναό των Οσιομαρτύρων Βαραχησίου και Ιωνά, την οποία άρχιζε από τις εννέα μ.μ. (κοσμική ώρα) και τελείωνε στις τρεις και μετά ξεκουραζόταν δύο‐τρεις ώρες. Πολλές φορές τις καθημερινές πήγαινε και στα κοντινά Εξωκλήσια και λειτουργούσε μετά την ολίγη του ανάπαυση. Τους Εσπερινούς συνήθιζε να τους κάνη πάλι στον Ναό των Οσιομαρτύρων.
…
Επανειλημμένως του έκαναν προτάσεις για Επίσκοπο, αλλά πάντα αρνιόταν προφασιζόμενος ότι δεν πρέπει να γίνη, επειδή είναι θυμώδης. Σ’ αυτούς πάλι που τον είχαν καταλάβει πως είναι πράος, έλεγε: «Δεν γίνομαι, γιατί φοβάμαι την υπερηφάνεια· όσο ψηλά είναι τα βουνά, τόσο περισσότερη αντάρα μαζεύουν». Και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήθελε να τον κάνη Επίσκοπο και είχε βάλει και τον αδελφό του Πατρός, τον Βλάσιο, να τον παρακαλέση να δεχθή, αλλά ο Πατήρ Αρσένιος πάλι δεν δέχθηκε. Προτίμησε του φτωχού το σακκί στις πλάτες, το οποίο και έκρυβε συνέχεια την Βασιλεία του Θεού που κατοικούσε μέσα στην ταπεινή ψυχή του, από τον πολύτιμο Αρχιερατικό σάκκο, τον βασιλικό. Επειδή όμως δεν θέλησε να λυπήση τον Πατριάρχη, δέχθηκε να γίνη Έξαρχος του Παναγίου Τάφου, για να βοηθάη τους προσκυνητάς, και Έξαρχος της Περιφέρειας του, για να μη λυπήση τον Άγιο Καισαρείας, ο οποίος πολύ τον εκτιμούσε και τον αγαπούσε.
…

Η πλάκα που τοποθέτησαν στον τάφο του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη οι Φαρασιώτες
Ο ευλογημένος άνθρωπος του Θεού, Χατζεφεντής, εκτός από τα άλλα του χαρίσματα είχε και το προορατικό χάρισμα. Είχε πληροφορηθή από τον Θεό, από χρόνια μπροστά, πως θα έφευγαν για την Ελλάδα, και έλεγε στους Φαρασιώτες να μην ξανοίγωνται, αλλά να κάνουν οικονομίες για τον δρόμο. Έναν χρόνο πριν από την Ανταλλαγή πήγε μια γυναίκα και του είπε:
‐ Νάχω την ευχή σου, Χατζεφεντή, άκουσα ότι φέτος θα μας σηκώσουν.
Ο Πατήρ Αρσένιος της είπε:
‐ Ησύχασε και κάνε ακόμη τις δουλειές σου, διότι θέλουμε άλλον έναν χρόνο.
Όταν πέρασε κι εκείνος ο χρόνος, έφθασε και το θλιβερό μήνυμα, να ετοιμασθούν γρήγορα για δρόμο. Ήταν φυσικά πολύ πικρό το ξεσπίτωμα, αλλά ο καλός Πατέρας και αυτό το είχε γλυκάνει με το ότι θα επέστρεφαν πάλι στην μητέρα Ελλάδα. Όλοι οι Φαρασιώτες άρχισαν αμέσως τις ετοιμασίες τους, όπως και ο Πατήρ έκανε τις δικές του. Βάπτισε πρώτα όλα τα αβάπτιστα παιδιά, καθώς και ένα παιδί του Προέδρου, οπότε συνέβη και το εξής: Οι γονείς του παιδιού ήθελαν να δώσουν το όνομα του παππού, Χρήστο. Ο Πατήρ Αρσένιος όμως δεν δέχθηκε, διότι ήθελε και αυτός να δώση το δικό του όνομα και είπε στους γονείς:
‐ Εσείς καλά θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;
Γυρίζει στην Νουνά και λέγει:
‐ Αρσένιο να πης.
Το παιδί αυτό πράγματι από μικρός ήθελε να γίνη καλόγηρος, όπως και έγινε· ή η ευχή του ενήργησε ή το είδε με το προορατικό του χάρισμα· και τα δύο αυτά φανερώνουν Άγιο άνθρωπο.
Μετά λοιπόν από το βάπτισμα των παιδιών, έσκαβε μία εβδομάδα και έκρυβε τα Ιερά Σκεύη, για να μη μολυνθούν από τους Τούρκους, άλλα εντός τους Εκκληςίας των Οσιομαρτύρων Βαραχηςίου και Ιωνά και άλλα στο Κοιμητήρι. Ήταν φυσικά αδύνατο να μεταφερθούν, διότι στα ζώα είχαν φορτωμένα τα παιδάκια ανά δύο σε κάσες ή τους πολύ γέρους και τρόφιμα με πράγματα πρώτης ανάγκης για την μακρινή πορεία.
…
Η φυγή έγινε στις 14 Αυγούστου 1924, διότι οι Τούρκοι είχαν έρθει νωρίτερα και τους ξεσπίτωσαν. Της Παναγίας (Δεκαπενταύγουστο) γιόρτασαν στο πρώτο χωριό που στάθμευσαν, στις Αχγιαβούδες (Γιάχ‐Γυαλί). Ο Πατήρ Αρσένιος σαν τον καλό τσομπάνη ακολουθούσε από κοντά το φυγαδευμένο του κοπάδι. Παρόλο που ήταν και ανταλλαγή, οι Τούρκοι ήταν σαν τις κακές σφήκες, όπως πάντοτε. Από τις Αχγιαβούδες ο Πατήρ γύρισε πάλι στα Φάρασα, εξήντα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο (τριάντα και τριάντα), για να βγάλη και το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από την Αγία Τράπεζα του Ναού των Αγίων Βαραχησίου και Ιωνά, που είχε λησμονήσει, χωρίς να πάρη κανέναν από την συνοδεία του, για να μην τους κουράση, και επέστρεψε στο ποίμνιο του, που τον περίμενε με αγωνία. Στις Αχγιαβούδες η Τουρκική Αρχή για την προστασία του έδωσε και έναν τζανταρμά (χωροφύλακα), για να τον προφυλάξη και να τον παραδώση στην Νίγδη ζωντανό. Ενώ λοιπόν βάδιζαν από το Ένεχιλ για το Ουλαγάτς, συνάντησαν έναν καβαλλάρη Τούρκο πολύ αγριεμένο, ο οποίος λέγει στον χωροφύλακα:
‐ Τί τον θέλεις αυτόν (εννοούσε τον Πατέρα Αρσένιο) και δεν τον ρίχνεις κάπου να τελειώνεις;

Άποψη του χωριού του Αγίου Αρσενίου στα Φάρασσα. Λαξευτές στο βράχο, οι εκκλησίες της Παναγίας (αριστερά) και του Αγίου Βασιλείου (δεξιά)
Ένα από τα τρία παιδιά φοβήθηκε μην κάνουν κακό στον Πατέρα και του είπε να πη στους Τούρκους πως είναι επίσημο πρόσωπο και να προσέξουν. Ο Πατήρ του απάντησε: «Λέγονται τέτοια πράγματα; Άντε, προχωρείτε», και συνέχισαν τον δρόμο τους. Ο Τούρκος δεν πρόλαβε να προχωρήση ούτε είκοσι μέτρα, διηγείται ο Μωυσής Κογλανίδης, και έπεσε κάτω από το άλογο του. Όταν το είδε αυτό το τζανταρμάς, είπε στον Πατέρα Αρσένιο:
‐ Σεν σιζ Αζίζ! (Εσύ είσαι Άγιος).
Από εκείνη την στιγμή και ύστερα φερόταν με μεγάλη ευγένεια ο χωροφύλακας. Είπε μετά στα παιδιά ο Χατζεφεντής: «Ακόμη δεν του έδωσα κατάρα και αυτός έπεσε από το άλογο του».
Στην Νίγδη δεν τον περίμεναν μόνον οι Φαρασιώτες, αλλά και πολλοί κάτοικοι της πόλεως ασθενείς, για να τους θεραπεύση, όταν άκουσαν ότι περνούσε από εκεί. Μεταξύ των άλλων ήταν και μία δαιμονισμένη, κόρη ενός πλουσίου, με φοβερό δαιμόνιο. Επειδή είδε ο Πατήρ να τρέχουν πολλοί από περιέργεια πίσω από την βασανισμένη ψυχή, που έκανε αταξίες, τους έδιωξε όλους και είπε στον πατέρα της να την φέρη την άλλη ημέρα. Πράγματι την πήγε και, αφού ο Πατήρ της διάβασε το Ευαγγέλιο, το δαιμόνιο έφυγε αμέσως και έγινε καλά. Ο πατέρας της κόρης από ευγνωμοσύνη έβγαλε τον κεσέ του (πουγγί) και παρακαλούσε τον Πατέρα Αρσένιο να τον δεχθή, αλλά δεν τον δεχόταν με κανέναν τρόπο. Εκείνος όμως επέμενε, νομίζοντας ότι θα ξαναπάθαινε η κόρη του, εάν δεν δεχόταν ο Πατήρ τα χρήματα. Βλέποντας λοιπόν την επιμονή του ο Πατήρ Αρσένιος, αδειάζει καταγής τον κεσέ και λέγει: «Εάν θέλης να μην πάθη η κόρη σου τίποτε άλλη φορά, μοίρασε τα με τα χέρια σου στους φτωχούς». Εκείνος με χαρά τότε μοίρασε τα χρήματα μόνος του.
Βλέπει κανείς ότι, ενώ βρισκόταν μέσα στην ανθρώπινη εκείνη εγκατάλειψη, στον δρόμο της ταλαιπωρίας, για να είναι όμως ο Άγιος Πατήρ ενωμένος με τον Θεό, σκορπούσε συνέχεια την θεία Χάρη και έτσι ένιωθαν οι γύρω την θεία σιγουριά.
Οι Φαρασιώτες βλέποντας τον Πατέρα Αρσένιο μετά από ποδαρόδρομη ταλαιπωρία πέντε περίπου ημερών να θέλη να συνεχίση το τυπικό του, παρόλο που ήταν ογδόντα τριών ετών, τον έβαλαν με την βία στο κάρρο, για να έχουν την ευλογία μαζί τους.
Ο Χατζεφεντής δεν έπαψε να τους παρηγορή και στην συνέχεια, διότι έπρεπε να τους προετοιμάση για να δεχθούν ήρεμα τόσο τον χωρισμό μεταξύ τους, όσο και τον δικό του αποχωρισμό για την άλλη ζωή. Τους υπενθύμιζε όλα όσα τους έλεγε στην Πατρίδα: «Όταν θα πάμε στην Ελλάδα, το χωριά μας θα σκορπίση σε πολλά μέρη της και θα γίνη “γαρμάν‐τσορμάν” (φύρδην‐μίγδην)». Επίσης τους έλεγε: «Στην Ελλάδα, όταν θα πάμε, εγώ θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες και θα πεθάνω σ’ ένα Νησί».
Η αγία του μορφή συνέχεια σκορπούσε Χάρη και παρηγοριά και μέσα στο καράβι. Το πρόσωπο του έλαμπε από την ασκητική γυαλάδα, που έμοιαζε σαν το χρώμα του φτασμένου κυδωνιού. Είχε πια εξαϋλωθή από τους υπερφυσικούς πνευματικούς αγώνας που έκανε από αγάπη στον Χριστό, καθώς και από τους πολλούς του κόπους για την αγάπη τους το ποίμνιο του, που το εποίμαινε πενήντα πέντε χρόνια σαν καλός Ποιμένας.
Αυτό που είχε κουράσει περισςότερο όλα αυτά τα χρόνια τον ακούραστο καλόν εργάτη Πατέρα Αρςένιο στον Αμπελώνα του Χριστού, δεν ήταν τόσο η δουλειά, όσο το άγρυπνο φύλαγμα του αμπελιού, διότι ήταν σε πολύ απόμερο μέρος τα Φάρασα και γύρω‐γύρω ήταν άγρια θηρία (οι Τουςέτες), που ορμούσαν, για να σπάσουν τους φράχτες και να μπουν να το καταστρέψουν. Βλέποντας όλη αυτή την μεγάλη αγωνία ο Καλός Θεός, ξερρίζωσε τα κλήματα όλα και τα πήρε μαζί με τον Αμπελουργό· τα μεν κλήματα να τα μεταφυτέψη στο μεγάλο Του αμπέλι στην Ελλάδα, τον δε Αμπελουργό να πάρη πια κοντά Του, να ξεκουρασθή.

Ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος στο Ησυχαστήριο, στον χώρο όπου φυλάσσονταν τα ιερά Λείψανα του Αγίου Αρσενίου, πριν κτισθεί ο Ναός
Μέσα στο καράβι η κάθε οικογένεια, πράγματι, αποτελούσε ένα δεμάτι κληματόβεργες και ο στοργικός Πατέρας τις φρόντιζε με την πολλή του αγάπη. Επειδή έβλεπε μερικούς να μένουν νηστικοί και να μην τρώνε από το συσσίτιο που τους έκαναν, γιατί δεν ήταν νηστήσιμα τα φαγητά – ήταν φτιαγμένα με λίπος –, έλεγε: «Να μην κοιτάτε τώρα νηστείες, αλλά να τρώτε ό,τι βγάζει το καζάνι· όταν ταχτοποιηθήτε, τότε να ξαναρχίσετε πάλι τις νηστείες σας». Έβγαζε κι αυτός από τον κόρφο του ένα κριθαρένιο πέτουρο και τους έκανε συντροφιά και έλεγε: «Εμένε μην κοιτάτε, διότι εγώ είμαι καλόγηρος».
Μετά από πολλές ταλαιπωρίες έφθασε το καράβι σε Ελληνική σκάλα, στον Άγιο Γεώργιο Πειραιώς, και εκεί που πλησίασαν το χώμα το Ελληνικό, χαρούμενοι γιόρτασαν και την μεγάλη εκείνη ημέρα, που ήταν η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου του 1924 (με το εορτολόγιο της Πατρίδος τους). Παρέμειναν τρεις εβδομάδες στα σύρματα, στον Άη‐Γιώργη, και εν συνεχεία πήγαν στην Κέρκυρα, όπου και ταχτοποιήθηκαν προσωρινά στο Κάστρο της Κερκύρας.
Εκεί όμως ο καλός Χατζεφεντής αδιαθέτησε και οι Φαρασιώτες πολύ ανηςύχησαν γι’ αυτό. Χωρίς να θέλη, τον πήγαν στο Αστικό Νοσοκομείο, για να μην ταλαιπωρήται μέσα στο Κάστρο και αυτός. Ο Πατέρας δεν ήθελε να της αποχωρισθή με κανέναν τρόπο και της παρακαλούσε με κλάματα: «Αφήστε με να πεθάνω κοντά της». Εκείνοι πάλι από αγάπη δεν τον άκουσαν, γιατί νόμιζαν ότι θα συνέλθη στο Νοσοκομείο με την περιποίηση και θα τον έχουν και στην συνέχεια κοντά της, παρόλο που της είχε πει πολλές φορές από πριν: «Στην Ελλάδα θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες».
Αφού λοιπόν πληςίασαν οι ημέρες, έπρεπε φυσικά να φύγη στον Ουρανό και να της βοηθάη πια από ‘κει περισςότερο, εφόσον είχε παρρηςία στον Θεό. Έζησε εν όλω δύο εβδομάδες στο Κάστρο της Κερκύρας και λειτούργησε δύο φορές εκεί, στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Άλλη μία εβδομάδα έζησε στο Νοσοκομείο, όπου και τον επισκέπτονταν οι Φαρασιώτες με αγωνία. Μία ημέρα που τον είχε επισκεφθή πάλι ο Πρόδρομος, του ζήτησε και τα ρούχα του, για να του τα πλύνη. Ο Πατήρ του απάντησε:
– Τι να τα πλύνης; Όχι αύριο, μεθαύριο στο χώμα θα μπούνε.
Ο Πρόδρομος δεν είχε καταλάβει και ξανά του λέγει:
‐ Δως’ μου τα να τα πλύνω, μια που τώρα είσαι άρρωστος και γέρος.
Ο Πατήρ απάντησε:
‐ Επειδή είμαι γέρος, δεν είμαι και καλόγηρος;
Πράγματι ήταν και καλόγηρος.
Εκείνη την ημέρα είδε ο Πρόδρομος μια ψείρα να περπατάη επάνω του και την πήρε με τρόπο, επειδή ήταν και άλλοι, να την σκοτώση. Ο Χατζεφεντής φώναξε δυνατά: «Μη, μην την σκοτώνης την καημένη» και την πήρε αμέσως από το χέρι του, την έχωσε μέσα στα ρούχα του και του είπε: «Άφησε την και αυτήν να φάη λίγη σάρκα, μια που τώρα βρήκε ευκαιρία να με πλησιάση. Τί; Μόνον τα σκουλήκια να την φάνε όλη την σάρκα;». Έρριξε μετά μια ματιά γύρω σ’ όλους της επισκέπτας και είπε: «Την ψυχή, την ψυχή να φροντίζετε περισςότερο και όχι την σάρκα, που θα πάη στο χώμα και θα την φάνε τα σκουλήκια». Αυτό πια ήταν και το τελευταίο του κήρυγμα με το βαθύτερο νόημα της ζωής.
Όταν έφυγαν μετά οι άλλοι και έμεινε μόνο ο Πρόδρομος, ο Πατήρ του είπε: «Έλα να αποχαιρετηθούμε, Πρόδρομε, γιατί μεθαύριο φεύγω για την άλλη ζωή. Ήρθε η Παναγία χθες το μεσημέρι και μου το είπε και με γύρισε και στο Άγιον Όρος και είδα τα Μοναστήρια, που πολύ επιθυμούσα να ιδώ, αλλά δεν είχα αξιωθή. Τι να σου διηγηθώ, Πρόδρομε! Τι πολλά Μοναστήρια που έχει το Άγιον Όρος! Τι μεγάλους Ναούς! Τι μεγαλοπρέπεια!». Και μετά από αυτά του λέγει: «Να μη στενοχωρεθής που θα πεθάνη η Κυριακή, η γυναίκα σου, μετά από οχτώ ημέρες· και του Στεφάνου Καραμουρατίδη η γυναίκα, η Αλμαλού, θα πεθάνη και αυτή μετά από δεκατρείς ημέρες». Πράγματι, έτσι έγινε.
Όταν λοιπόν είχαν περάσει και οι δικές του δύο ημέρες και ήρθε το «μεθαύριο» που θάφευγε, ο αληθινός δούλος του Θεού Πατήρ Αρσένιος, αφού προηγουμένως κοινώνησε, έφυγε για την αληθινή ζωή κοντά στον Χριστό. Εκείνη την στιγμή δεν ήταν κανένας Φαρασιώτης δίπλα του. Δεν ήθελε να μένη κανείς κοντά του, για να μην τον περισπούν στην αέναο προσευχή του.
Αυτός ήταν ο Πατήρ Αρσένιος!
Μόνος, μικρός, με μόνη του Θεού την προστασία!
Μόνος, μεγάλος, δοσμένος μόνο στον Θεό και στην εικόνα Του!
Μόνος, στο τέλος της ζωής του με τον Θεό μόνον!

Η πρώτη εικόνα του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη – Αγιογραφήθηκε στο Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» με την καθοδήγηση του μακαριστού Γέροντος Παϊσίου
Όταν ο ευλαβής Ψάλτης του τον επισκέφθηκε πάλι, πήρε αυτή την φορά την ευλογία του Πατρός Αρσενίου από το Λείψανο του. Τον βρήκε να κρατάη σφιχτά με το δεξί του χέρι στον κόρφο του το πολύτιμο πνευματικό του κομπόδεμα, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ο ακτήμων Πατήρ Αρσένιος δεν είχε υλική περιουσία να αφήση. Μόνο μερικά τριμμένα βιβλία.
Όταν έμαθαν οι Φαρασιώτες ότι κοιμήθηκε, ήταν απαρηγόρητοι, αν και τους είχε προετοιμάσει. Συγκεντρώθηκαν πολλοί και του έκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία, στην οποία ακολούθησαν και πολλοί εντόπιοι. Ετάφη στο Κοιμητήρι της Κερκύρας μαζί με τους Ιερωμένους νεκρούς. Τα παιδιά του έβαλαν επάνω στον τάφο του μαρμάρινη πλάκα με το όνομα του γραμμένο.
Ο Πατήρ Αρσένιος κοιμήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1924 (νέο εορτολόγιο)
σε ηλικία ογδόντα τριών ετών.
Ο Όσιος Πατήρ Αρσένιος, το αστέρι της Ανατολής,
βασίλεψε πια στην Ελλάδα
και της άφησε το Ιερό του Λείψανο.
Για να έχη κανείς και την εξωτερική εικόνα του Πατρός Αρσενίου, θεώρησα χρέος να δώσω και τα χαρακτηριστικά του.
Ο Πατήρ ήταν υψηλός 1,80 μ. γεροδεμένος και σκελετωμένος από την πολλή του άσκηση.
Επίσης χειροδύναμος, που στην νεανική του ηλικία (λαϊκός) τέσσερις άνδρες δεν μπόρεσαν να τον ρίξουν κάτω.
Ήταν πολύ δασύς και έκλινε προς το ξανθός, όταν ήταν πολύ νέος. Είχε γενειάδα μεγάλη και μακριά, φρύδια δασιά και εξογκωμένα και μέτωπο γυαλιστερό. Τα μάτια του ήταν γαλάζια και μεγάλα, και το πρόσωπο του ήταν μακρύ.
Τα μάγουλα του ήταν βαθουλωμένα και τα κάλυπταν τα πυκνά του γένια.
Δυο κόκκαλα γυαλιστερά έβλεπε κανείς να φαίνωνται κάτω από τα μάτια του. «Χρώμα κυδωνιού φτασμένου», μου έλεγαν.
Από μικρός που ήταν μεγαλόφερνε πάντα, και στην συνέχεια όλοι για γέρο τον θεωρούσαν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἐκμιμησάμενος, ἐν ἐσχάτοις τοὶς χρόνοις, Πάτερ Ἀρσένιε, ἐπληρώθης δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ θαυμάτων γεγονός, θεοφόρε αὐτουργός, παρέχεις ἐνὶ ἐκάστω, τᾶς ἐκ Θεοῦ χορηγίας, ταὶς ἰκεσίαις σου πρὸς Κύριον.
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ
Ιερόν Ησυχαστήριον
«Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»
Σουρωτή Θεσσαλονίκης
2013
θαύματα του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη
Αμέτρητα είναι τα θαύματα που οφείλονται στον μεγάλο αυτόν Άγιο, όχι μόνο κατά τη διάρκεια που ήταν εν ζωή, αλλά και μετά την κοίμησή του. Ένα πολύ μικρό δείγμα αυτών αναφέρονται πιο κάτω (τα θαύματα που αναφέρονται στη συνέχεια είναι παρμένα από το βιβλίο «Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» που έγραψε ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, ο οποίος ήταν βαπτιστικός του Αγίου):
– Ο Σολομών Κοσκερίδης διηγήθηκε ότι είχαν πάει μία παράλυτη Τουρκάλα στον Χατζεφεντή (έτσι έλεγαν τότε τον Άγιο Άρσένιο) μέσα σε μια μπατανία, την οποία διάβασε και έγινε αμέσως καλά.
– Από το Κελμίρι είχαν φέρει μια γυναίκα λεπρή στον Χατζεφεντή (Άγιος Αρσένιος), την οποία διάβασε και καθαρίσθηκε η λέπρα της. Και, όπως διηγείται ο Πρόδρομος Κορτσινόγλου, το πρόσωπό της μετά φαινόταν σαν πρόσωπο παιδιού, τρυφερό.
– Η Σωτηρία Χριστοφορίδου διηγήθηκε ότι μια Τουρκάλα τυφλή, ονόματι Μεριάμα, την είχαν φέρει στον Πατέρα Αρσένιο, ο οποίος την διάβασε και ήρθε το φως της.
– Από το Σατί, θυμάται ο Ανέστης Καραούσογλου ότι κάποιος Ιερεύς είχε γυναίκα στείρα και έφερε στον Χατζεφεντή (Άγιος Αρσένιος) ένα φόρεμα της πρεσβυτέρας να το διαβάσει, για να αποκτήσει παιδιά. Ο Πατήρ Αρσένιος, αφού το διάβασε, είπε στον Ιερέα: «Η πρεσβυτέρα σου θα γεννήσει κόρη και να την ονομάσεις Εύα», όπως και έγινε.
– Η Στέλλα Κογλανίδου διηγείται ότι είχαν φέρει στο πατρικό της σπίτι, στα Φάρασσα, έναν βουβό Τούρκο ηλικίας τριάντα ετών, και ο πατέρας της τον πήρε και τον πήγε στον Πατέρα Αρσένιο, για να τον διαβάσει και να γίνει καλά. Ενώ ο Χατζεφεντής (Άγιος Αρσένιος) του διάβαζε το Ευαγγέλιο, πριν ακόμη τελειώσει, ο βουβός άρχισε να μιλάει. Στη συνέχεια τον πήγε πάλι στο σπίτι του και ο βουβός μιλούσε. Δηλαδή τον φιλοξένησε και θεραπευμένο, και την άλλη μέρα τον πήραν οι συγγενείς του και έφυγαν.
– Η Αμαλία Ελευθεριάδου (Ιεχωβίτισσα τώρα) διηγείται πως ο Χατζεφεντής (Άγιος Αρσένιος) έλεγε από πριν ότι θα πάμε στην Ελλάδα και ότι αυτός θα ζήσει μόνο σαράντα ημέρες εκεί. Κάποιος Φαρασιώτης, όταν τον άκουσε τον Χατζεφεντή του είπε: «Τι είσαι συ που τα ξέρεις αυτά; Θεός;» Ο Χατζεφεντής τότε απάντησε: «Είμαι πιστός δούλος του Θεού και το ξέρω».
– Στην μνήμη του Αγίου Χρυσοστόμου, είχαν καθίσει οι πανηγυριώτες μετά την Θεία Λειτουργία έξω από τον Ναό και έτρωγαν. Εκεί στον Άγιο Χρυσόστομο ήταν ένα Αγίασμα το οποίο έβγαινε άφθονο από μια τρύπα ενός βράχου και έπεφτε σαν καταρράκτης από ψηλά κάτω στον Ζεμαντή ποταμό. Άλλοτε πάλι τραβιόταν πίσω τελείως και χανόταν. Ενώ λοιπόν έτρωγαν οι άνθρωποι, σηκώθηκε μια γυναίκα να πάρει λίγο νερό. Εκείνη τη στιγμή το νερό τραβιόταν πίσω, και η γυναίκα έτρεξε στον Χατζεφεντή (Άγιος Αρσένιος) και του το είπε. Ο Χατζεφεντής πήρε το Ευαγγέλιο και πήγε στην τρύπα του βράχου, γονάτισε και διάβασε λίγο, και το νερό ήρθε αμέσως. Αυτό συνέβαινε πολλές φορές· τραβιόταν το νερό και ερχόταν πάλι μετά από αρκετό διάστημα. Ο Αναστάσιος Λεβίδης λέγει ότι ήταν το φυσικό φαινόμενο παλίρροια και άμπωτις. Ο δούλος όμως του Θεού Χατζεφεντής παρακαλούσε το Αφεντικό του, τον Θεό, και του το έφερνε όποτε ήθελε, χωρίς να περιμένει.
– Ο Γαβριήλ Κορτσινόγλου –ο δεύτερος Αναγνώστης του Πατρός Αρσενίου– είχε διηγηθεί το εξής: «Είχαμε πάει μια φορά στον Άγιο Χρυσόστομο με τον Χατζεφεντή και με τον Θείο μου Πρόδρομο για Θεία Λειτουργία. Ενώ ο Χατζεφεντής ετοιμαζόταν (φορούσε τα Ιερά του), εγώ πήγα στο Αγίασμα να πάρω νερό για τη Θεία Λειτουργία. Μόλις έφθασα στο Αγίασμα, εκείνη την στιγμή το νερό τραβιόταν μέσα, και έτρεξα στον Χατζεφεντή, ο οποίος ήρθε αμέσως με την φυλλάδα στην μασχάλη του, ενώ με τα χέρια τύλιγε τα κορδόνια από τα επιμάνικα στον δρόμο που περπατούσε. Μόλις διάβασε στο μάτι του βράχου, το νερό άρχισε να βροντάει κα να έρχεται. Γέμισα μετά και πήγαμε για την Θεία Λειτουργία».
– Επάνω σ΄έναν βράχο, μέσα σε μια σπηλιά ήταν ένα Εξωκλήσι της Παναγίας (σό Κάντσι). Οι Φαρασιώτες είχαν προεκτείνει προς τα έξω του βράχου σανιδένιο εξώστη για ευρυχωρία. Για να φθάσουν μέχρι εκεί, έπρεπε να ανεβούν σαράντα σκαλοπάτια σκαλιστά στον βράχο και άλλα εκατό είκοσι που είχαν φτιαγμένα με σανίδες. Σ’ αυτό λοιπόν το Εξωκλήσι είχε πάει να λειτουργήσει ο Πατήρ Αρσένιος και ο Πρόδρομος, ως συνήθως. Όταν τέλειωσε η Θεία Λειτουργία , ο Πατήρ βγήλε λίγο στον εξώστη. Εκεί που ακουμπούσε ξεκαρφώθηκε μια σανίδα και ο Πατήρ έπεσε κάτω στον γκρεμό. Ένας γεωργός που τον είδε από απέναντι να πέφει άφησε τα βόδια του στον ζυγό και έτρεξε, για να συμμαζέψει το σκορπισμένο του κορμί, όπως νόμιζε. Ο πρόδρομος δεν είχε καταλάβει τίποτε, γιατί ήταν μέσα στον Ναό και τον συγύριζε. Όταν λοιπόν έφθασε ο γεωργός εκεί κοντά στον γκρεμό κάτω, είδε το κορμί του του Πατρός Αρσενιίου ολόκληρο αλλά ακίνητο, και πήγε να το πιάσει. Ο Πατήρ όμως είπε στον γεωργό: «Μη μ’ αγγίζεις. Δεν έχω τίποτε».
Έμενε ακίνητος ο Πατήρ, όχι γιατί είχε χτυπήσει, αλλά από μεγάλη συγκίνηση, δίοτι την ώρα που έπεφτε κάτω στον γκρεμό, τον πήρε στην αγκαλιά της μια Γυναίκα, τον κατέβασε και τον άφησε. Είχε νιώσει τον ευατό του, όπως έλεγε, εκείνη την ώρα, σαν να ήταν μωρό παιδί στην αγκαλιά της μητέρας του. Σηκώθηκε λοιπόν μετά από την συγκίνηση εκείνη και ανέβηκε από τον γκρεμό και τα εκατόν εξήντα σκαλοπάτια, που μόνον αυτά συμπλήρωσαν πενήντα μέτρα ύψος, και πήγε ξανά στο Εξωκλήσι της Παναγίας και διηγήθηκε ότι έγινε στον Πρόδρομο, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος στο συγύρισμα του Ναού και δεν είχε ακόμη καταλάβει τίποτε. Ο γεωργός επίσης πήγε μετά στα Φάρασσα και το ομολογούσε.
– Ένας Τούρκος από το χωριό Τελέληδες είχε μολύνει το Αγίασμα του Αγίου Χρυσοστόμου, και ο Άγιος, για να τον παιδαγωγήσει, τον τιμώρησε. Τον έφεραν και αυτόν στον Χατζεφεντή, για να τον διαβάσει να γίνει καλά. Ο Πατήρ όμως τον κράτησε μια εβδομάδα, χωρίς να το διαβάσει. Ο Ψάλτης του, που έβλεπε να κρατάει τον Τούρκο μια εβδομάδα, παραξενεύτηκε και είπε στον Πατέρα Αρσένιο: «Ναχω την ευχή σου, τι κρατάς μια εβδομάδα αυτόν τον Τούρκο, ενώ άλλους αρρώστους πιο βαριά τους διαβάζεις και γίνονται αμέσως καλα;». Και απάντησε ο Άγιος Αρσένιος: «Τον κρατώ για να κάνει κάνονα, γιατί αυτός έχει χοντρό κεφάλι και δεν τόχει σε τίποτε, μόλις τον κάνω καλά να πάει αμέσως να ξαναβουτήξει το κασσιδιάρικό του κεφάλι στον Αγιασμό».
Όταν τέλειωσε η εβδομάδα, τότε τον διάβασε και επανήλθε το πρόσωπό του στην θέση του και του έκανε παρατήρηση του Τούρκου: «Άλλη φορά, όταν τα βακούφια των Χριστιανών, να τα προσκυνάς από μακρυά και να παίρνεις δρόμο».
– Είχαν φέρει κάποτε από τους Τελέληδες μια τυφλή Μουσουλμάνα, ονόματι Φάτμα, ημέρα Τετάρτη στον Χατζηαφέντη, να την διαβάσει να γίνει καλά. Επειδή ήταν έγκλειστος, αφού χτυπήσαν την πόρτα του κελλιού του αρκετά οι συνοδοί της τυφλής, την άφησαν απ’ έξω και πήγαν στο Μεσοχώρι. Εκείνη την ώρα μια Φαρασιώτισσα, που της είχε αγκυλωθεί το χέρι της, πήγε στο κελλί του Χατζηαφέντη και πήρε από το κατώφλι της πόρτας του χώμα, άλειψε το παθεμένο χέρι της και έγινε καλά. (Έτσι έκαναν όλοι οι Φαρασιώτες αυτές τις δύο ημέρες, που έμενε έγκλειστος, και δεν τον ενοχλούσαν). Όταν λοιπόν είδε την τυφλή, την ρώτησε γιατί περιμένει και η τυφλή της είπε την αιτία. Τότε η Φαρασιώτισσα της απάντησε: «Τι κάθεσαι και χασομεράς; Δεν ξέρεις ότι ο Χατζηαφέντης την Τετάρτη και την Παρασκευή δεν ανοίγει; Πάρε χώμα από το κατώφλιτης πόρτας και τρίψε τα μάτια σου να γίνεις καλά, όπως κάνουμε και όλοι αυτές τις ημέρες, όταν αρρωσταίνουμε».
Η Φαρασιώτισσα έφυγε και πήγε στην δουλειά της. Η Μουσουλμάνα όμως είχε παραξενευθεί στην αρχή γι’ αυτό που άκουσε, αλλά μετά έψαξε και βρήκε το κατώφλι, πήρε χώμα και έτριψε τα μάτια της και αμέσως άρισε να βλέπει θαμπά. Από την χαρά της τότε πήρε μια πέτρα και χτυπούσε σαν τρελλή την πόρτα του Πατρός Αρσενίου, ο οποίος άνοιξε και, επειδή είδε πως ήταν Μουσουλμάνα, ενώ δεν μιλούσε αυτήν την ημέρα, έκανε διάκριση και την ρώτησε τι θέλει. Του είπε τον λόγο και ο Πατήρ πήρε το Ευαγγέλειο και την διάβασε και αμέσως της ήρθε όλο της το φως. Εκείνη τότε από την χαρά της έπεσε στα πόδια του και τον προσκυνούσε με ευλάβεια, αλλ’ ο Πατήρ την μάλωσε και της είπε: «Εάν θέλεις να προσκυνήσεις, να προσκυνήσεις τον Χριστό που σου έδωσε το φως και όχι εμένα».
Έφυγε μετά χαρούμενη να βρείς τους συνοδούς της και ανεχώρησαν για το χωριό τους.
– Φαρασιώτες από την Δράμα και εγκατεστημένοι στην Θεσσαλονίκη διηγήθηκαν ότι οι δυο Σέχοι (αρχηγοί Μουσουλμανικών φυλών και μάγοι) από το Χατζή – Πεχτές είχαν επισκεφθεί τον Πατέρα Αρσένιο. Ο Πατήρ τους δέχθηκε και τους έφτιαξε καφέ. Οι Σέχοι όμως άρχισαν τις άνοητες και ζαλίσμενες ερωτήσεις, που έφερναν μόνο πονοκέφαλο. Ο Πατήρ, για να τους ξεφορτωθεί, τους είπε: «Δεν μπορώ να σας ακούω, γιατί πονάει το κεφάλι μου». Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν και είπε ο ένας στον Πατέρα Αρσένιο: «Παπάς Εφέντης, θα σου φτιάξουμε ένα μουσχά (χαϊμαλί) και, άμα το φορέσεις, σ’ όλη σου την ζωή δεν θα σε πονέσει το κεφάλι σου». Ο Πατήρ τους απάντησε τότε αυστηρά: «Έχω μεγαλύτερη δύναμη από την δική σας και μπορώ να σας κάνω με την δύναμη του Χριστού να μην κουνηθήτε καθόλου από τον τόπο που κάθεσθε».
Τους άφησε αμέσως τότε και πήγε δίπλα στο κελλί του. Όταν είχαν αποτελειώσει τον καφέ τους οι Σέχοι και θέλησαν να φύγουν, με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να κουνηθούν από τον τόπο που κάθονταν, διότι ένιωθαν να είναι δεμένοι με ένα αόρατο δέσιμο. Αναγκάσθηκαν τότε να φωνάξουν τον Πατέρα Αρσένιο, για να τους λύσει. Ο Πατήρ πήγε αμέσως, αλλά δεν τους μίλησε μόνο νόημα τους έκανε να φύγουν, και έτσι μπόρεσαν να ξεκοκκαλώσουν από τον τόπο τους. Οι Σέχοι κατάλαβαν το σφάλμα τους και ζήτησαν συγχώρεση από τον Πατέρα και του είπαν φεύγοντας: «Παπάς Εφεντής, συγχώρα μας η δύναμη σου είναι μεγάλη, γιατί την παίρνεις από την μεγάλη σου πίστη. Εμείς με τον σατανά δουλεύουμε».
– Ο Παναγιώτης του Εντζαραπίδη, όταν ήταν είκοσι ετών, είχε τρελλαθεί εξ’ αιτίας μιας κοπέλας, που είχε ερωτευθεί. Η τρέλλα του ήταν πολύ σοβαράς μοφής και δεν μπορούσαν να τον δέσουν. Τελικά ο αδελφός του μαζί με τους άλλους, την ώρα που κοιμόταν, τον έδεσαν και τον έφεραν στο Χατζεφεντή. Μόλις άνοιξε την πόρτα του κελλιού του ο Πατήρ για να δει ποιοι χτυπούν και τι θέλουν, ο τρελλός παρόλο που ήταν και δεμένος με αλυσίδες, όρμησε στον Πατέρα Αρσένιο να τον χτυπήσει με τα αλυσοδεμένα χέρια του. Ο Χατζηαφέντης είπε εκείνη την στιγμή: «Κύριε Ιησού Χριστέ!». Και πάλι είπε: «Κάτω σατανά». Ο τρελλός μαζεύθηκε αμέσως σαν κουβάρι. Μετά πήρε το Ευαγγέλιο, τον διαβάσε και έγινε αμέσως καλά. Ύστερα δημιούργησε και οικογένεια. (Αυτό το διηγούνται οι Φαρασιώτες από την περιοχή της Δράμας).
– Είχαν ληστέψει μια φορά πάλι οι Τούρκοι Ιερά Σκεύη της Εκκλησίας. Οι Φαρασιώτες ανησυχούσαν και προσπαθούσαν να βρουν τους κλέφτες. Ο Χατζεφέντης όμως ατάραχος τους λέγει: «Μην ανησυχείτε, θα δείτε τον Αϊ-Γιώργη να τα φέρνει ξωπίσω». Όταν οι ληστές έφθασαν στο Καζάν-Ταγή, ενώ ήταν μέρα και ο ουρανός καθαρός, έπεσε απότομα μια παράξενη μαυρίλα μπροστά τους, που ήταν αδύνατο να προχωρήσουν, ούτε καν τον ποταμό Φεραχτίν ήταν δυνατόν να περάσουν, που είχαν μπροστά τους. Κατάλαβαν τότε οι ληστές ότι ήταν από το Θεό αυτό το παράξενο φαινόμενο, και γύρισαν προς τα Φάρασα, για να επιστρέψουν τα Ιερά Σκεύη. Όταν όμως προχώρησαν λίγο τον δρόμο προς τα Φάρασα και η μαυρίλα είχε φύγει, το θεώρησαν για τυχαίο γεγονός και γύρισαν ξανά με τα φορτωμένα ζώα για το χωριό τους. Με το γύρισμα όμως για το χωριό τους ένιωσαν κάποιον να τους δέρνει αόρατος και να τους φέρνει έτσι καταπόδι μέχρι τα Φάρασα. Έφθασαν με τα κλεμμένα Ιερά Σκεύη στα Φάρασα και φώναζαν τους Φαρασιώτες οι κλέφτες να τα ξεφορτώσουν γρήγορα, γιατί αυτοί με τα χέρια τους προστάτευαν τα κεφάλια τους από τις ξυλιές που ένιωθαν αόρατως να τρώνε.
– Η Οσία Καραμουρατίδου, όταν ήταν νεόνυμφη, φορούσε μια μανδήλα παρδαλή Σμυρνιότικη. Ο Πατήρ Αρσένιος επανειλημμένως της έκανε παρατηρήσεις για να την πετάξει και να φοράει και αυτή σεμνά, όπως όλες οι Φαρασσιώτισσες αλλά εκείνη δεν άκουγε. Μια ημέρα που την είδε πάλι να την φοράει, της είπε αυστηρά: «Φράγκικες αρρώστιες στα Φάρασα δε θέλω. Εάν δεν συμμορφωθείς, να το ξέρεις, τα παιδιά που θα γεννάς, αφού θα βαπτίζονται, θα φεύγουν αγγελούδια και συ δεν θα χαρείς κανένα».
Δυστυχώς και πάλι δεν είχε συμμορφωθεί, αλλά μόνον της έφυγαν δυο αγγελούδια, τότε πέταξε τη παρδαλή μανδήλα και πήγε στον Πατέρα Αρσένιο και ζήτησε συγχώρεση. Ο Πατήρ, αφού την συγχώρεσε, της είπε: «Πήγαινε τώρα στην ευχή του Χριστού και το πρώτο παιδί που θα γεννήσεις θα είναι αγόρι και θα το ονομάσουμε Αρσένιο. Το δεύτερο μετά θα είναι κόρη και θα το ονομάσουμε Ειρήνη».
Όπως και έγινε.
– Κάποτε πήγαν τρεις Τούρκοι να ληστέψουν τον Χατζηεφέντη. Επειδή άκουγαν ότι τρέχει πολύς κόσμος στον Πατέρα Αρσένιο, νόμιζαν ότι θα έχει πολλά χρήματα, ενώ ο Πατήρ χρήματα ούτε έπιανε στα χέρια του. Οι ληστές λοιπόν πήγαν ημέρα Τετάρτη, για να τον βρουν σίγουρα στο κελί του, επειδή είχαν υπόψη τους ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή έμενε έγκλειστος στο κελί του. Οι μεν δυο κλέφτες κάθισαν απ’ έξω, ο δε τρίτος, αφού μπήκε από το παράθυρο, άνοιξε τη πόρτα του κελιού του και πέρασε το ένα πόδι μέσα. Ο Πατήρ Αρσένιος, εκείνη την ώρα διάβαζε την νυχτερινή του ακολουθία και όταν άκουσε θόρυβο, έριξε μια ματιά προς τη πόρτα, την στιγμή ακριβώς που περνούσε το ένα του πόδι ο ληστής μέσα στο κελί του. Εκείνη η ματιά όμως του Πατρός Αρσενίου, λες και ήταν δυνατόν ηλεκτρικό ρεύμα, τον κοκάλωσε, όπως βρισκόταν, με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο απ΄ έξω και οπλισμένο με τα μαχαίρια και τα φυσεκλίκια του. Ο Πατήρ, μετά την ματιά εκείνη, συνέχισε την ακολουθία του ατάραχος.
Οι άλλοι δυο όμως ληστές που ήταν απ’ έξω ανησυχούσαν, γιατί άραγε και θα τους έπαιρνε η ημέρα και μπήκαν και αυτοί. Όταν είδαν το σύντροφό τους ακίνητο με το πόδι μέσα στο κελί και τα άλλο απ’ έξω, στο μικρό διάδρομο τους έπιασε τρόμος. Παρακάλεσαν τότε το Πατέρα Αρσένιο να τους συγχωρέσει και να λύσει το σύντροφο τους από εκείνο το αόρατο δέσιμο. Ο Πατήρ, χωρίς να διακόψει την ακολουθία του, έκανε νόημα να φύγει, και έτσι μπόρεσε νε λυθεί, και έφυγαν. Οι Τούρκοι αυτοί μετά το ομολογούσαν και στους άλλους Τούρκους αυτό που έπαθαν και έλεγαν: «Αμάν, αμάν٠ μην πάτε να ληστέψετε τον Χατζηεφέντη!». (Αυτό το ανέφεραν οι Φαρασιώτες από την Θεσσαλονίκη).
– Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης διηγήθηκε πως μια φορά είχαν έρθει πολλοί Τούρκοι (Τσέτες) στο χωριό (Φάρασσα) και έτυχε εκείνος να είναι άρρωστος στο κρεβάτι και να σπαρταράει σαν το ψάρι από δυνατό ρίγος. Όταν τον ειδοποίησαν, βρέθηκε σε δύσκολη θέση σαν Πρόεδρος, γιατί έφερνε ευθύνη του χωριού, και είπε σ’ αυτούς που ήταν γύρω του να τον πιάσουν, όπως ήταν, και να τον πάνε στον Χατζηεφέντη. Όπως και έκαναν. Ο Χατζηεφέντης, όταν τον είδε σ’ αυτή τη κατάσταση και έμαθε που είχαν έρθει οι Τούρκοι, ούτε καν τη φυλλάδα του πήρε να τον διαβάσει, αλλά χωρίς να χασομερήσει καθόλου πήρε ένα τσεραστούπι (κανδηλοκέρι), το ευλόγησε, το τύλιξε στο δεξί του χέρι και του είπε: «Πήγαινε παλικάρι, στην ευχή του Χριστού και διώξε τους Τούρκους να μην μπουν στο χωριό μας». Αμέσως έγινε καλά με την ευχή του, συγκέντρωσε τα παλληκάρια του χωριού και τους έδιωξε, χωρίς να έχουν ούτε τραυματία.
– Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης διηγήθηκε ότι μια φορά είχαν πάει πολλοί Τούρκοι (Τσέτες), για να πατήσουν τα Φάρασα. Στο χωριό οι άνδρες έλειπαν, άλλοι στα μακρινά κτήματα και άλλοι στα ταξίδια.
Αναγκάστηκε τότε να μαζέψει τα μικρά παιδιά, μόνο για να δείξουν στόχο γύρω από το Κάστρο ότι είναι πολλοί, και μετά τα έδιωξε, για να κρυφθούν.
Μερικοί γέροι που ήταν, και αυτοί σκόρπισαν, και τελικά έμεινε μόνος του με την απόφαση να σκοτωθεί καλύτερα παρά να δει του Τούρκους στο χωριό. Είχαν τελειώσει όμως οι σφαίρες του και μετά τον έπιασαν ζωντανό οι Τούρκοι. Αφού τον έδεσαν γερά, τον πήγαν στο σπίτι του και τον ανέβασαν στο δώμα (ταράτσα), όπου είχαν στήσει τη κρεμάλα του. Εκεί τον βασάνιζαν, για να τους δώσει ότι είχε και μετά να τον τελειώσουν. Εκείνη τη στιγμή όπου τον βασάνιζαν, δεν ξέρει πως του ήρθε, είπε στου Τούρκους:
«Ό,τι έχω, τα έχω στον Χατζεφεντή».
Οι Τούρκοι δεν χασομερούν και τον πηγαίνουν στον Πατέρα Αρσένιο. Όταν άνοιξε την πόρτα του ο Πατήρ και είδε αυτή τη σκηνή, πολύ πληγώθηκε, και μάλιστα μάλωσε τους Τούρκους, που τον είχαν δεμένο, για να τον ελευθερώσουν γρήγορα, και μάλιστα τους είπε και «παλιότουρκους». Ο αρχηγός τους θύμωσε και τράβηξε το χατζάρι του, για να κόψει τον Χατζεφεντή. Ο Χατζεφεντής τότε λέγει στον Τούρκο Καπετάνιο: «Γρήγορα κατέβασε το χέρι σου κάτω ξερό».
Ώ του θαύματος! Το χέρι του Τούρκου κατέβηκε ξερό κάτω αγκυλωμένο και το χατζάρι του έπεσε κάτω καταγής. Όταν είδαν αυτό οι άλλοι Τούρκοι της συμμορίας, άρχισαν να τρέμουν από φόβο και ο αρχηγός με κλάματα να παρακαλεί να του κάνει καλά το χέρι του. Ο Πατήρ Αρσένιος τότε του σταύρωσε το χέρι του και το θεράπευσε. Και αφού έλυσαν και τον Πρόεδρο, τους μάλωσε, για να μην ξαναπατήσουν στο χωριό. Πράγματι από εκείνη τη συμμορία δεν είχε ξαναπατήσει κανείς στα Φάρασσα.
– Ο Ανέστης Καραούσογλου διηγήθηκε ότι από τα Άδανα ένας μεγάλος εργοστασιάρχης, ονόματι Κοσμάς Συμεωνίδης, είχε τη γυναίκα του στείρα και έστειλε στον Χατζεφεντή ένα φόρεμα της, για να το διαβάσει, ο οποίος το διάβασε και της το έστειλε και, αφού το φόρεσε η γυναίκα του, στο χρόνο απέκτησε παιδί.
– O Κυριάκος Σεφερίδης, ο Αναγνώστης του Πατρός Αρσενίου, διηγήθηκε ότι είχαν φέρει μια φορά μια δαιμονισμένη Τουρκάλα από τους Τελέληδες αλυσοδεμένη, με φοβερό δαιμόνιο, που την έλεγαν Τετέβη, την οποία διάβασε ο Χατζεφεντής με το Ευαγγέλιο και έδιωξε τον δαίμονα από την γυναίκα και έγινε αμέσως καλά.
– Ο Κυριάκος Σεφερίδης διηγήθηκε ότι μια μέρα είχαν φέρει στα Φάρασα έναν δαιμονισμένο από το Σίσι, υιόν αξιωματικού Τούρκου. Μόλις ο Χατζεφεντής του διάβασε το Ευαγγέλιο, έγινε καλά και καθόταν σαν το αρνί ήσυχος, ενώ πριν έσχιζε τα ρούχα και το πρόσωπό του με τα νύχια του.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἐκμιμησάμενος, ἐν ἐσχάτοις τοὶς χρόνοις, Πάτερ Ἀρσένιε, ἐπληρώθης δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ θαυμάτων γεγονός, θεοφόρε αὐτουργός, παρέχεις ἐνὶ ἐκάστω, τᾶς ἐκ Θεοῦ χορηγίας, ταὶς ἰκεσίαις σου πρὸς Κύριον.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιον του Παρακλήτου, Ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν, Πάτερ ’Οσιε Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Καππαδοκίας τὸ νεόφυτον ἄνθος, καὶ ἀρετῶν τὸ πολυτίμητον σκεῦος, ὁ ἱερὸς Ἀρσένιος ὑμνείσθω μοί, οὗτος γὰρ ὡς ἄγγελος, ἐν σαρκὶ βιοτεύσας, σύσκηνος ἐγένετο, τῶν Ἁγίων ἁπάντων, μεθ’ ὧν πρεσβεύει πάντοτε Χριστῷ, ἠμὶν διδόναι, πταισμάτων συγχώρησιν.