Σταύρος Καρκαλέτσης
Πανσλαβισμός:
Η άνοδος του Βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού και ο ρόλος της Ρωσίας
Για πολλούς αιώνες και υπό την καταθλιπτική κυριαρχία των Οθωμανών Τούρκων, το εθνικό συναίσθημα των Βουλγάρων επιβίωνε, όσο αυτό συνέβαινε, σε λανθάνουσα μορφή, που υστερούσε σε σχέση με την αφύπνιση των άλλων υπόδουλων βαλκανικών λαών. Στις εξαθλιωμένες αγροτικές μάζες του παλαιοβουλγαρικού χώρου είχαν αλλοιωθεί οι ιστορικές μνήμες και διατηρούντο θολές οι αυτοκρατορικές μορφές και το μεγαλείο ενός παρελθόντος που φάνταζε εξαιρετικά μακρινό, δίχως όλα αυτά να συγκροτούν ένα στέρεο υπόβαθρο εθνικής αυτογνωσίας.
Στη ρευστότητα αυτή συνέβαλλε η ανυπαρξία κάποιου είδους βουλγαρικής ελίτ ή άρχουσας τάξης. Την ίδια περίοδο ο ελληνισμός επεξέτεινε την ακτινοβολία του, πνευματική και οικονομική, σε ολόκληρο τον βαλκανικό χώρο, προπορευόμενος (μέσω των Φαναριωτών, εμπόρων, λογίων κλπ.) σε όλους τους τομείς.

“Βουλγαρική σημαία της συμμορίας Τσερνοπέεφ αλωθείσα εν Στρωμνίτση, υπό του εφέδρου δεκανέως Σταματίου, δημοσιογράφου, φέρουσα μεγαλοκέντητον επιγραφήν βουλγαρικοίς γράμμασι:”Εμπρός για την Αθήνα”. Η σημαία βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.
Το πλέον πρόωρο δείγμα αφύπνισης της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης, μάλλον απλοϊκό κατά τη σύλληψη, ήταν ένα σύγγραμμα το οποίο δημοσίευσε το 1762 ο Βούλγαρος μοναχός Παΐσιος, υπό τον τίτλο «Ιστορία Σλαβοβουλγαρική περί των βουλγαρικών λαών, βασιλέων και αγίων». Ο Παΐσιος μόνασε επί μακρόν στο Άγιο Όρος, συγκεκριμένα στη μονή Χιλανδαρίου. Στην εισαγωγή της σλαβοβουλγαρικής ιστορίας του διευκρίνιζε ότι σκοπός του ήταν, «… βλέποντας πολλούς από τους Βουλγάρους να πράττουν και να πορεύονται κατά τα ξένα έθνη… να σπεύσουν να γνωρίσουν για το έθνος και την γλώσσα τους».
Ο υπαινιγμός του Παϊσίου κατά του ελληνικού πνεύματος και της ελληνικής επιρροής, που κρατούσαν τους Βούλγαρους σε εθνικό λήθαργο, είναι σαφής και η ομολογία του καθιστά το έργο του εξ αρχής αντιεπιστημονικό, αφού τίθεται στην υπηρεσία της δημιουργίας εθνικού οράματος και ιδέας. Η οπτική του Παϊσίου δημιούργησε «σχολή» στη βουλγαρική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα, καλλιεργώντας την ελληνοφοβία και τον ανθελληνισμό στην πλειοψηφία των Βουλγάρων. Ο βουλγαρικός λαός εμφανιζόταν ως θύμα όχι πρωτίστως του Οθωμανού κατακτητή, αλλά της ελληνικής άρχουσας τάξης, που συναπαρτιζόταν από το εκκλησιαστικό κατεστημένο, τους προύχοντες και τους μεγαλεμπόρους.
Η οικονομική ευμάρεια των Ελλήνων αστών, που κρατούσαν τα σκήπτρα στο εμπόριο και τον πολιτισμό από τα Ιωάννινα ως τις παραδουνάβιες χώρες και την Κωνσταντινούπολη, επαύξανε κατά αρνητικό τρόπο τα αισθήματα μειονεξίας των βουλγαρικών μαζών. Αυτές, με ακατέργαστη ακόμη την εθνική τους συνείδηση και ταυτότητα, Θα ρυμουλκούντο καθ’ οδόν εύκολα προς την κατεύθυνση των πανσλαβιστικών οραμάτων. Τα κηρύγματα του Παϊσίου και των διαδόχων του έφεραν στη μνήμη των Βουλγάρων τις ξεχασμένες μορφές των παλαιών βασιλέων: του Συμεών, του Σαμουήλ και του Ιωάννη Ασάν Β’, επί βασιλείας του οποίου το βουλγαρικό Κράτος ισχυροποιήθηκε και ήκμασε.
Οι βουλγαρικές θεωρήσεις προσέδωσαν αίγλη στον τελευταίο τους βασιλιά, ακολουθώντας το πρότυπο με βάση το οποίο οι Έλληνες κατοχύρωσαν ως ιστορική υποθήκη τη μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου: τον Ιωάννη Σισμάν Γ’ (1371-1391) που πολέμησε τους Τούρκους, δίχως όμως να αποτρέψει την υποδούλωση της χώρας. Μέχρι το 1860 η ιστορία του Παϊσίου επανεκδόθηκε περισσότερες από 40 φορές στη Βουλγαρία, γεγονός που αποδεικνύει την απήχησή του και τη διάθεση των Βουλγάρων να αναζητήσουν ιστορικά ερείσματα και αναφορές, έστω και προς συχνά αντιεπιστημονικές κατευθύνσεις.
Τη σκυτάλη παρέλαβε από τον Παΐσιο, ως συνειδητός συνεχιστής του έργου του, ο μοναχός Νεόφυτος Μπόζβελ Η άρνηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να τον τοποθετήσει, το 1838, μητροπολίτη στο Τίρνοβο οδήγησε τον Μπόζβελ σε σκληρή ανθελληνική δραστηριότητα, που αποτυπώθηκε στο έργο του «Μητέρα Βουλγαρία». Εκεί αποκηρύσσεται κάθε ιδέα συνύπαρξης με τους Έλληνες. Οι σλαβόφωνοι γραικομάνοι χαρακτηρίζονται παραπλανηθέντες από την προπαγάνδα του Πατριαρχείου, οι οποίοι όφειλαν να επανέλθουν στους κόλπους του βουλγαρισμού. Σε συνάρτηση προς τα παραπάνω το 1835 ιδρύθηκε στην πόλη Γκάμπροβο η πρώτη Ακαδημία βουλγαρικής γλώσσας, από όπου αποφοίτησαν οι πρώτοι δάσκαλοι γλώσσας και ιστορίας, σαφώς εμποτισμένοι με τις παμβουλγαρικές θεωρήσεις και αποφασισμένοι να συμβάλουν στην αφύπνιση του βουλγαρικού έθνους.
Η ανυπαρξία σλαβικής παρουσίας στον μακεδονικό χώρο πριν από τον 6ο αιώνα μ.Χ. αποσιωπήθηκε από την ιστορική οπτική του αναδυόμενου βουλγαρικού εθνικισμού, με ισοπεδωτικούς αφορισμούς που αμφισβητούσαν, όπως ακριβώς και σήμερα, την ελληνικότητα του βορειοελληνικού χώρου και των κατοίκων του. Αναμφίβολα, οι διαδικασίες εθνικής αφύπνισης των Βουλγάρων τροφοδοτούντο από τα πανσλαβιστικά οράματα τα οποία διαχέονταν από τη Μόσχα σε κάθε γωνία του σλαβικού κόσμου. Οι αυτοκρατορικές βλέψεις της Ρωσίας στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή, οι οποίες είχαν ήδη αποκρυσταλλωθεί επί Αικατερίνης Β, οδήγησαν στην τραγική για τον ελληνισμό κατάληξη των Ορλωφικών. Το γεγονός ότι οι ρωσικοί σχεδιασμοί επιδίωκαν τη σύμπραξη των υπόδουλων Ελλήνων δεν συνεπαγόταν απαραίτητα την εύνοια της Μόσχας προς τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Τα λόγια του πρώιμου πανσλαβιστή Πορφύριου Ουσπένσκι, ακριβώς μετά την καταστροφή του 1770, φανέρωναν ακριβώς το αντίθετο: Η απόλυτη επικράτηση της Ρωσίας στις χώρες της Ανατολής, απαιτεί την εξουδετέρωση των Ελλήνων».
Στην ελληνική αντίληψη του πρώιμου 19ου αιώνα οι Βούλγαροι εμφανίζονταν μάλλον θετικά, παρότι διατηρούντο οι μνήμες των επιδρομών του Κρούμου και των διαδόχων του βαθιά στην ελλαδική χερσόνησο. Αν και μιλούσαν μια ιδιαίτερη γλώσσα. η ανυπαρξία εθνικής συνείδησης ωθούσε τις ελληνικές πηγές της εποχής στην άποψη ότι δεν ήταν αλλογενείς. Κατά την Επανάσταση του 1821 πολλοί Βούλγαροι κατήλθαν στη Μακεδονία και συνέπραξαν με τους εξεγερθέντες Έλληνες. Στις ελληνικές ιστορικές μαρτυρίες στα μέσα του 19ου αιώνα ή και λίγο μετά απαντούν οι όροι «Θρακοβούλγαροι», «βουλγαρόφωνου , «κρύφα» ή «αναφανδόν» βουλγαρίζοντες. Εμφανίζεται, λοιπόν, μια σύγχυση ως προς το πραγματικό στίγμα του βουλγαρικού λαού, η οποία επιτεινόταν από την αλλοφωνία πολλών ελληνικών πληθυσμών πέρα από τον Όλυμπο.
Παλαιότερα, στη θεώρηση του Ρήγα Φεραίου, ως Ελλάδα φάνταζε ολόκληρη η νοτιοανατολική Ευρώπη και τα παράλια της Μικράς Ασίας και η Μακεδονία σαφώς εντασσόταν σ’ αυτή. Αργότερα, το 1828, ο Ιωάννης Καποδιστρίας υποδείκνυε στις Μεγάλες Δυνάμεις ως επιθυμητά όρια του υπό σύσταση νεοελληνικού βασιλείου τις περιοχές μεταξύ των Ιωαννίνων, του Μετσόβου και του Ολύμπου, εξηγώντας τη θέση του ως εξής:
«Τούτο το όριον διεχώριζε και το πάλαι την Ελλάδα από τα βόρεια γειτονικά κράτη… Η Θεσσαλία εφυλάχθη πάντοτε ελληνική, ενώ η Μακεδονία εκυριεύθη από τους Σλάβους και από άλλας φυλάς». Η άποψη αυτή του Καποδίστρια, ασφαλώς υποδήλωνε άγνοια ή υποβάθμιση της παρουσίας συμπαγών ελληνικών πληθυσμών στη Μακεδονία, ελληνόφωνων στα αστικά κέντρα και σλαβόφωνων στην ύπαιθρο. Από την άλλη πλευρά, όμως, συνδέεται με την αγωνία του να εξασφαλίσει την ευρωπαϊκή συναίνεση σε όσο το δυνατό ασφαλέστερα σύνορα, για τα οποία ο Πρώτος κυβερνήτης γνώριζε ότι, ούτως ή άλλως, θα ήταν νότια του Ολύμπου.
Ενώ το ελεύθερο ελληνικό βασίλειο πορευόταν στα πρώτα του βήματα, ο πανσλαβισμός ανέπτυσσε μια δυναμική, έχοντας στον πυρήνα της ρητορικής του μια σλαβική αυτοκρατορία με ηγέτιδα δύναμη τη Ρωσία. Πανσλαβιστικές αναφορές μπορεί κανείς να συναντήσει σε πολλά κείμενα του 19ου αιώνα, ακόμη και με τη μορφή λογοτεχνικών ψηγμάτων. Ο Αλέξανδρος Πούσκιν απέδωσε λυρικά το κοινό ιδεώδες, γράφοντας ότι «όλα τα μικρά σλαβικά ρυάκια πρέπει να χύνονται στην απέραντη ρωσική θάλασσα».
Στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν εμφανέστατη πλέον η «υιοθέτηση» των Βουλγάρων από την τσαρική Ρωσία, παρότι αυτοί δεν ανταποκρίνονταν απόλυτα στα εθνοφυλετικά πρότυπα του πανσλαβισμού, λόγω της τουρανικής τους καταγωγής. Ρώσοι πανσλαβιστές ιστορικοί και εθνολόγοι εξαπέλυσαν μια εκστρατεία «εκσλαβισμού» των Βουλγάρων. Προς εξυπηρέτηση των μεγαλεπήβολων σχεδίων της Μόσχας προβλήθηκαν οι Βούλγαροι ως κυρίαρχοι περίπου της Βαλκανικής, έχοντας επιλεγεί από τη ρωσική πολιτική ως το όχημα της καθόδου προς τη Μεσόγειο.
Μια μελέτη δειγμάτων της ρωσικής βιβλιογραφικής παραγωγής εκείνης της εποχής είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Αναφέρεται ενδεικτικά η «Ιστορία των παλαιών και νέων Βουλγάρων», την οποία εξέδωσε το 1846 ο Ρώσος πανσλαβιστής Γεώργιος Ιβάνοβιτς. Στο έργο εξαιρούταν η σλαβική καταγωγή των Βουλγάρων, γενάρχες των οποίων ορίζονταν αυθαίρετα οι Όμηρος, Θουκυδίδης και Αλέξανδρος. Όπως ήταν φυσικό, η προπαγάνδα αυτή βρήκε πρόσφορο έδαφος μεταξύ του βουλγαρικού λαού, που ήταν χαμηλού πνευματικού επιπέδου. Φθονώντας το γειτονικό -ή και σύνοικο σε πολλές περιπτώσεις — ελληνικό στοιχείο. Οι Βούλγαροι εμβολιασθήκαν με την πεποίθηση της «βουλγαρικής Θεσσαλονίκης», αφού εκεί γεννήθηκαν οι απόστολοι των Σλάβων Κύριλλος και Μεθόδιος, ενώ οι Ρώσοι κήρυκες του πανσλαβισμού, που διέτρεχαν τη βουλγαρική ύπαιθρο, επεξέτειναν τα όνειρα του βουλγαρικού λαού μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Ένας από τους πρωτεργάτες της καλλιέργειας του βουλγαρικού εθνικισμού στην άνω Μακεδονία ήταν ο Ντιμίτρι Μιλαντίνωφ, δημοδιδάσκαλος από την Αχρίδα. Ο Μιλαντίνωφ ανέπτυξε από το 1845 έντονη προπαγανδιστική δραστηριότητα περιδιαβαίνοντας την ύπαιθρο και μιλώντας στους απλοϊκούς χωρικούς για τις παλαιές αυτοκρατορικές δόξες του βουλγαρικού έθνους. Η δράση του αυτή εντάθηκε καθ’ οδόν τόσο, ώστε το 1861 οι οθωμανικές Αρχές να τον συλλάβουν κατηγορώντας τον ως πράκτορα της Ρωσίας. Μαζί του συνελήφθη και ο αδελφός του, Κωνσταντίνος, στενός συνεργάτης του και το 1862 απεβίωσαν και οι δύο στη φυλακή, από τύφο. Ο Ντιμίτρι Μιλαντίνωφ εργάσθηκε μεθοδικά και επίμονα για την προώθηση της βουλγαρικής ιδέας, ενώ η σημαντικότερη προσφορά του σε αυτό τον σκοπό ήταν η έκδοση, το 1857, της Ιστορίας του Παϊσίου σε χιλιάδες αντίτυπα, τα οποία διένειμε σε όλη τη Μακεδονία με σκοπό τον επηρεασμό των σλαβόφωνων κατοίκων.
Η δραστηριότητα προσώπων όπως οι αδελφοί Μιλαντίνωφ σαφώς εκκολαπτόταν στο θερμοκήπιο του ρωσικού μεγαλοϊδεατισμού, ο οποίος δεν εμφανιζόταν μόνο σε θεωρητική μορφή και μέσω δυσνόητων ρητορειών. Αντίθετα, η άνοδός του συνοδευόταν από συγκεκριμένες κινήσεις που πρόδιδαν επεκτατικές ροπές. Η βασιλεία του Νικολάου Α’, ακόμη και κατά την ύστερη φάση της (έως το 1855), ακολούθησε απαρέγκλιτα την αρχή αυτή, προσδοκώντας την αύξηση του γεωπολιτικού βάρους της Ρωσίας. Έτσι, προσαρτήθηκαν η Μολδαβία και η Βλαχία και κατεστάλη η ουγγρική επανάσταση του 184. Ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) ανέκοψε αυτήν την πορεία, αλλά μόνο προσωρινά. Οι τσάροι Αλέξανδρος Β’ (1855-1881) και Αλέξανδρος Γ (1881-1894) σαφώς ανέχθηκαν (ή, μάλλον, υπέθαλψαν) τις πανσλαβιστικές δραστηριότητες, από τις οποίες αιμοδοτείτο και ο βουλγαρικός εθνικισμός.
Από το 1852 και εξής στέλνονταν ως υπότροφοι στη Μόσχα 100 νέοι Βούλγαροι σε ετήσια βάση. Την επιλογή έκαναν οι Ρώσοι πρόξενοι και, όπως ήταν φυσικό, μετά την επιστροφή τους στη Βουλγαρία, οι νέοι αυτοί αποκτούσαν σημαίνουσες θέσεις. Αρκετοί από αυτούς στελέχωσαν εν καιρώ τις βουλγαρικές επιτροπές (κομιτάτα) οι οποίες ανέλαβαν τον εκσλαβισμό (κατ’ αυτούς την απελευθέρωση) της Μακεδονίας. Λίγο αργότερα ιδρύθηκε το πρώτο πανσλαβιστικό κομιτάτο στη Μόσχα, ενώ ως το 1860 ανέπτυξαν δράση άλλα τρία, στην Αγ. Πετρούπολη, το Κίεβο και το Καζάν. Στο εξής ανάλογες πανσλαβιστικές εστίες ιδρύθηκαν μαζικά σε όλα τα Βαλκάνια, τη Μακεδονία και τη Θράκη, οι οποίες, κατά τις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, το 1903, είχαν υπερβεί τις 90.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ ΣΕ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ …2011
Παράλληλα με αυτές τις ενέργειες, το 1858 ιδρύθηκε στη Μόσχα η «Σλαβική Φιλανθρωπική Επιτροπή», της οποίας παραρτήματα ενεργοποιήθηκαν γοργά στις μεγάλες ρωσικές πόλεις. Κύριος σκοπός της επιτροπής ήταν η αναζωπύρωση της θρησκευτικής και, κυρίως, της εθνικής ταυτότητας των Βαλκάνιων Σλάβων. Το 1867 πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα με ρωσική πρωτοβουλία ένα πανσλαβιστικό συνέδριο υπό τον τίτλο «εθνογραφικό σλαβικό συνέδριο». Σ’ αυτό συμμετείχαν εκατοντάδες αντιπρόσωποι και κατά τη διάρκειά του κυριάρχησε η μορφή του μεγάλου θεωρητικού του πανσλαβισμού Νικολάου Ιγνάτιεφ.
Πολλοί συνέδεσαν — όχι άδικα — την απόσχιση της Βουλγαρικής Εκκλησίας και εν συνεχεία την πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας με το συνέδριο της Μόσχας, εκλαμβάνοντας τις ενέργειες αυτές ως συνέπεια της ραγδαίας ανόδου των πανσλαβιστικών ιδεωδών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σλαβολογικό συνέδριο της Μόσχας η Κωνσταντινούπολη ανακηρύχθηκε «σλαβική πόλη», την οποία στο εξής όλοι οι Σλάβοι θα όφειλαν να αποκαλούν «Τσάριγκραντ». Εξάλλου, ο νικηφόρος για τη Ρωσία πόλεμος του 1877 εκτόξευσε τις προσδοκίες των απανταχού Σλάβων στα ύψη. Ο Μιχαήλ Ντοστογιέφσκι, επίσης σκληρός πανσλαβιστής, σημείωσε τότε:
«Κωνσταντινούπολη και Κεράτιος θα γίνουν πλέον δικά μας. Κέντρο της πανσλαβιστικής μας αυτοκρατορίας θα είναι η Κωνσταντινούπολη».
Η πανσλαβιστική προπαγάνδα βρισκόταν στην ακμή της, με τους μεγάλους θεωρητικούς Νικόλαο Ιγνάτιεφ και Νικόλαο Ντανιλέφσκι να προσδίδουν βάθος στην ιδεολογική συγκρότηση των Σλάβων. Τα ποικίλα (και όχι πάντοτε απολύτως ταυτόσημα) ρεύματα του πανσλαβισμού μορφοποιήθηκαν και ενοποιήθηκαν στην κατεύθυνση που επιθυμούσε η Μόσχα. Ως υψηλή μορφή του πανσλαβισμού θεωρείται από πολλούς ο κόμης Ιγνάτιεφ. Η επιδεξιότητά του και η ρητορική του δεινότητα διαφαίνονται στα εξής λόγια του, που εξηγούν τον βαθύ εμποτισμό του βουλγαρικού λαού με τα πανσλαβιστικά οράματα που αυτός αντιπροσώπευε: ‘Έμαθα να αγαπώ τη Βουλγαρία και τους Βουλγάρους. Αγαπώ όμως προ παντός τον δούλο Μακεδόνα. Εγώ, ο κόμης Ιγνάτιεφ, ζων ή όχι, εξορκίζω τον βουλγαρικό λαό όπως εργασθεί και πολεμήσει για την Μεγάλη Βουλγαρία, όπως απαγορεύσει να αποσπασθεί από αυτήν ένα έστω χωρίο, ένας έστω άνθρωπος».
Ο Νικόλαος Ντανιλέφσκι, εξάλλου, οραματιζόταν τη Μακεδονία και τη Βουλγαρία ως ημιαυτόνομες χώρες στο πλαίσιο μιας μεγάλης ρωσικής ομοσπονδίας, η οποία θα περιέκλειε όλους τους Σλάβους. Τα κηρύγματα αυτά είχαν ως αποδέκτες Βούλγαρους διανοούμενους, οι οποίοι με τη σειρά τους τα αναμετέδιδαν στον λαό. Ο Βούλγαρος πανσλαβιστής Ατανάς Σόπωφ σημείωνε το 1880: «Το μεγαλείο αλλά και η ενότητα του βουλγαρικού έθνους, διακυβεύονται στη Μακεδονία. Δεν νοείται βουλγαρικό κράτος χωρίς τη Μακεδονία. Πύλη του Κράτους μας θα είναι η Θεσσαλονίκη, που Θα κάνει όλο το βουλγαρικό οικοδόμημα να λάμπει».
Δεν ήταν, όμως, μόνο η βουλγαρική πλευρά που έπλαθε όνειρα για διέξοδο στο Αιγαίο και για εδαφική επέκταση. Μετά το 1878-1880 παρατηρήθηκε μια άνοδος της ρουμανικής δραστηριότητας, η οποία διεκδικούσε τους βλαχόφωνους του δυτικομακεδονικού κυρίως χώρου, προς εξυπηρέτηση των πολιτικών στόχων του Βουκουρεστίου.
Η δραστηριότητα αυτή προσέκρουε στην ανυπαρξία, κατ’ ουσίαν, πληθυσμιακών ερεισμάτων. Αντίθετα με τη Βουλγαρία, η Ρουμανία δυσκολευόταν στην εξαγωγή αλυτρωτισμού και η αλήθεια αυτή γινόταν παραδεκτή ακόμη και στο ίδιο το Βουκουρέστι. Τον Αύγουστο του 1880 η εφημερίδα «Ανεξαρτησία» του Βουκουρεστίου έγραφε χαρακτηριστικά ότι η Ρουμανία «…δεν μπορούσε να τρέφει ελπίδες για κατακτήσεις στην Μακεδονία, καθ’ όσον δεν το επέτρεπε αυτή η ιδία η γεωγραφία». Η εφημερίδα προφήτευε την επικείμενη ελληνοβουλγαρική διαμάχη, δίδοντας προβάδισμα μελλοντικής υπεροχής στην ελληνική πλευρά, «…η οποία αντιπροσώπευε ανέκαθεν τον πολιτισμό».
Πολλά χρόνια αργότερα (τον Νοέμβριο του 1905) ο Μαξ Νορντάου έγραφε σχετικά με τον εθνικό προσανατολισμό των Βλάχων προς την Ελλάδα: «Οι βλαχόφωνοι της Πίνδου ιδρύουν παντού ελληνικά σχολεία και αυτό είναι η πιο σαφής και καθαρή εκδήλωση του πραγματικού τους αισθήματος. Τα ρουμανικά σχολεία είναι άδεια και οι Βλάχοι, που οι Ρουμάνοι χαρακτηρίζουν ως αλύτρωτους, τόσο λίγη συνείδηση έχουν του ρουμανισμού τους, ώστε με φανατισμό αποκαλούν τους εαυτούς τους Έλληνες».
Σε τι, όμως, αποσκοπούσε η ρουμανική δραστηριότητα στον μακεδονικό χώρο, αφού η ουσιαστική διεκδίκηση ενός μέρους του προσέκρουε στη γεωγραφική παρεμβολή της παλαιάς Βουλγαρίας; Κατά μια εκδοχή, η εξωτερική πολιτική του Βουκουρεστίου απέβλεπε στην προσέλκυση των βλαχόφωνων της Πίνδου και της δυτικής Μακεδονίας, ώστε να αξιώσει σε εύλογο χρόνο ανταλλαγή πληθυσμών με το ελληνικό στοιχείο στη Ρουμανία. Έτσι η τελευταία θα απαλλασσόταν από την ενοχλητικά ισχυρή γι’ αυτή παρουσία των Ελλήνων, οι οποίοι διατηρούσαν επί αιώνες τον έλεγχο του εμπορίου. Η οικειοποίηση, λοιπόν, των βλαχόφωνων του βορειοελλαδικού χώρου, έστω αυθαίρετα και δίχως τεκμηρίωση, θα εξυπηρετούσε μελλοντικά το Βουκουρέστι σε τέτοιου είδους διευθετήσεις.
Η Μόσχα, εν τω μεταξύ, συνέχιζε το προπαγανδιστικό της έργο. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η δράση του ρωσικού Προξενείου Θεσσαλονίκης. Με μυστικά κονδύλια, τα οποία εμβάζονταν από το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, δωροδοκήθηκαν επανειλημμένα κατά τη δεκαετία του 1880 Οθωμανοί επίσημοι, ώστε να επιτρέψουν την ίδρυση σχολείων και τον διορισμό Βούλγαρων επισκόπων. Ο εθισμός των αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης στη λογική του «μπαξίς», κατ’ ουσίαν του χρηματισμού τους, διευκόλυνε τη ρωσική — και άκρως φιλοβουλγαρική — δραστηριότητα.
Ο Ρώσος πρόξενος Γιαστρέμπωφ έφθασε στο σημείο να εξαπολύει ελεύθερα πράκτορές του στα χωριά της κεντρικής Μακεδονίας με σκοπό τη στρατολόγηση νέων. Οι δεκτικότεροι από αυτούς στάλθηκαν στη ρωσική Στρατιωτική Ακαδημία, ως υπότροφοι. Ο απώτερος στόχος, όμως, ήταν η μύησή τους στον πανσλαβισμό, τις ιδέες του οποίου θα μετέφεραν και θα διέδιδαν επιστρέφοντας στη Μακεδονία. Ο Γιαστρέμπωφ διατηρούσε στενή επαφή με τον βουλγαρικό παράγοντα και ασκούσε ρόλο καθοδηγητή για τις ενέργειες των πρώτων κομιτάτων στις περιοχές της Στρώμνιτσας και του Περλεπέ. Προωθούσε με επιμονή την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων ενισχύοντας τα οικονομικά, ενώ το 1887, σε μια συνάντησή του με τον παραιτηθέντα Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, επιχείρησε να τον στρέψει προς συνεργασία με την Εξαρχία (άρα σε αναγνώρισή της).
Η γενική απογραφή πληθυσμού στην οποία προέβη το 1884 η οθωμανική διοίκηση ανέδειξε τις υφέρπουσες αντιθέσεις που προκαλούσε η ανοδική τροχιά του βουλγαρικού αλυτρωτισμού και η σύζευξή του με τις επιταγές του πανσλαβισμού. Έτσι, απαιτήθηκε από τη Σόφια η διάκριση του πληθυσμού κατά την απογράφη βάσει της γλώσσας και όχι του θρησκεύματος, ώστε να θεωρηθούν όλοι οι σλαβόφωνοι Βούλγαροι. Η αποδοχή του βουλγαρικού αιτήματος προκάλεσε την άμεση αντίδραση των Ελλήνων. Στις αρχές του 1885 η Θεσσαλονίκη και οι πόλεις της ανατολικής Μακεδονίας σείσθηκαν από διαδηλώσεις. Οι αντιπρόσωποι των μεγαλύτερων μακεδονικών Πόλεων απέστειλαν υπόμνημα διαμαρτυρίας προς τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις και την Υψηλή Πύλη, «… διαμαρτυρόμενοι εντόνως κατά κακοβούλων εισηγήσεων, αίτινες προδήλως παραπλανώσι την κοινήν γνώμην τείνουσαι να παραστήσωσι την Μακεδονίαν ως σλαυικήν, και, ως διακηρύττουσιν οι διαστροφείς της αληθείας, μέρος της Βουλγαρίας».
Περί το 1885 η Σόφια είχε αποφασίσει να προβεί πλέον σε δυναμικές ενέργειες, αφού διαπίστωνε ότι με την ίδρυση σχολείων και εκκλησιών δεν μπορούσε να επιτευχθεί ο εκβουλγαρισμός της Μακεδονίας. «Τα μέσα αυτά εξαντλήθηκαν, έγραφε ο πρόξενος στα Σκόπια, Ρίζωφ, προς τον Φερδινάνδο, ενώ ο εκ των δυναμικότερων εκφραστών του παμβουλγαρισμού, Μπόρις Σαράφωφ, προεξοφλούσε: «Η Μακεδονία δεν έχει πια ανάγκη από παπάδες και δάσκαλους. Τώρα χρειάζονται όπλα και άνδρες». Εκείνη την περίοδο ο Σαράφωφ ανέπτυσσε έντονη δραστηριότητα στο εξωτερικό, Κυρίως περιοδεύοντας και δίδοντας διαλέξεις, ενώ δημιούργησε ερείσματα στο Λονδίνο. Εκεί ίδρυσε έναν φιλοβουλγαρικό σύλλογο και απέκτησε προσβάσεις στον πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο, ιδίως στην εφημερίδα «London Times». Ο Μπόρις Σαράφωφ καταγόταν από το Νευροκόπι και σπούδασε στη Σόφια, για να τοποθετηθεί στη συνέχεια διευθυντής του βουλγαρικού Γυμνασίου Θεσσαλονίκης.
Η ραγδαία άνοδος του βουλγαρικού αλυτρωτισμού κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα επιστεγάσθηκε το 1893 με την ίδρυση στη Σόφια της ΒΜRΟ (ελληνιστί ΕΜΕΟ = Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση). Ιδρυτής της ΕΜΕΟ και ιθύνων νους της κατά τα πρώτα της βήματα ήταν ο Δαμιανός Γκρούεφ, από το Σμίλεβο του Μοναστηρίου. Ήταν εκπαιδευτικός και είχε φυλακισθεί, μάλιστα, επί τρία χρόνια στο Μοναστήρι από τις οθωμανικές Αρχές για φιλοβουλγαρική δραστηριότητα. Ενώ αρχικά προβλήθηκε στους κύκλους της ΕΜΕΟ ως απαρέγκλιτη αρχή η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, στη συνέχεια υπήρξαν διαφοροποιήσεις. Ο ίδιος ο Σαράφωφ, ενώ στην αρχή υπήρξε ένθερμος προπαγανδιστής της άνευ όρων προσάρτησης στη Βουλγαρία, στη συνέχεια μεταστράφηκε και τάχθηκε υπέρ μιας αυτόνομης Μακεδονίας.
Έτερος υποστηρικτής του ιδίου στόχου ήταν ένας άλλος εκ των κορυφαίων της ΕΜΕΟ, ο στρατηγός Τσόντσεφ. Ο Ιβάν Τσόντσεφ ανέλαβε ανώτατος στρατιωτικός διοικητής σε συντονιστικό επίπεδο και αρχηγός της Βαρχόφ Κομιτέτ (= ανώτατης Αρχής) των κατά τόπους κομιτάτων (επιτροπών). Ο Τσόντσεφ, ο οποίος επιθυμούσε να καταλάβει κάποιο σημαντικό αξίωμα, πιθανόν υπουργικό, σε μια αυτόνομη ή και πλήρως ανεξάρτητη Μακεδονία, ήταν στενός συνεργάτης του Φερδινάνδου και διατηρούσε πυκνές επαφές με τη Μόσχα.
Στους κόλπους της οργάνωσης αναπτύχθηκαν γοργά δύο τάσεις, που επιβιώνουν ως σήμερα στη ΦΥΡΟΜ: οι βερχοβιστές εκπροσωπούσαν τη μια. Σκληροί εθνικιστές, έθεσαν ως στόχο την ενσωμάτωση ολόκληρης της Μακεδονίας, από τις Πρέσπες και τον Όλυμπο ως τη Θάσο και τον Νέστο, σε μια ενιαία, μεγάλη Βουλγαρία. Στην άλλη πλευρά, οργανώθηκαν και ανέπτυξαν προπαγάνδα οι σεντραλιστές, όσοι επιδίωκαν, δηλαδή, αυτόνομο ή και ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος. Αμέσως μετά ανατράπηκε η κυβέρνησή του Στέφαν Σταμπούλωφ στη Σόφια, με αποτέλεσμα συγκρουσιακή λογική της Βουλγαρίας να καταστεί ακόμη σφοδρότερη.
Η αντίδραση της Αθήνας εκφράσθηκε με την ίδρυση της «Εθνικής Εταιρείας», τον Νοέμβριο του 1894, «…εν ονόματι της σωτηρίας του Έθνους και των ελληνικών συμφερόντων, όπως προσδιοριζόταν στην ιδρυτική της πράξη. Ο σκοπός, όμως, ήταν πολύ πιο συγκεκριμένος: η διατήρηση και η ενίσχυση του εθνικού φρονήματος στους πληθυσμούς του βόρειου ελληνικού χώρου και η δημιουργία συνθηκών προς αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, εν ευθέτω χρόνω.
Μια από τις πρώτες ενέργειες της «Εθνικής Εταιρείας» ήταν να οργανώσει και να στείλει στη Μακεδονία το πρώτο ένοπλο σώμα, με αρχηγό τον Δυτικομακεδόνα Αθανάσιο Μπρούφα. Παράλληλα, το 1896, ο Δημήτριος Καλαποθάκης άρχισε την έκδοση στην Αθήνα της εφημερίδας «Εμπρός», η οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα μετέπειτα γεγονότα και ταυτίσθηκε με τον Μακεδονικό Αγώνα.
Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 έθεσε φραγμό στα όνειρα των Αθηναίων μεγαλοϊδεατιστών, σκορπίζοντας την απογοήτευση στο πανελλήνιο. Η ηττημένη Ελλάδα υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση 4.000.000 τουρκικών λιρών στην Τουρκία, δέχθηκε διεθνή οικονομικό έλεγχο και απέφυγε με δυσκολία εδαφικό ακρωτηριασμό, ενώ οι όποιες βλέψεις της βόρεια του Ολύμπου φάνηκαν να περιθωριοποιούνται. Ανεξαρτήτως, όμως, της ήττας του 1897, το αδύναμο ελληνικό βασίλειο φαινόταν να έχει μειωμένες δυνατότητες παρέμβασης βόρεια των συνόρων του, σε όλη την ύστερη φάση του 19ου αιώνα. Στερείτο αξιόμαχου στρατεύματος και φυσικών πόρων, η δε προσοχή του παλαιοελλαδικού πολιτικού κόσμου ήταν στραμμένη προς την Κρήτη. Στα μάτια των πολλών η Μακεδονία φάνταζε ως μια υπόθεση δύσκολη ως χαμένη, η δε σημασία της μάλλον δεν είχε γίνει αντιληπτή από την αναιμική πολιτική της Αθήνας.
Στο μεταξύ η ΕΜΕΟ προετοίμαζε εντατικά αντάρτικες ομάδες, οι οποίες θα αναλάμβαναν δράση στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία. Παρότι υπέβοσκε στους κόλπους της η διαμάχη μεταξύ σεντραλιστών και βερχοβιστών, που ενισχυόταν από τα προσωπικά κίνητρα των ηγετών της, η οργάνωση συνέχισε να εργάζεται παραγωγικά, ενώ τα πρώτα ένοπλα βουλγαρικά σώματα συγκροτούντο για να προωθηθούν στη δυτική Μακεδονία. Στη δυναμική που δημιουργείτο συνέβαλε κατ’ αρχάς η νέα κυβέρνηση, η οποία ανήλθε στην εξουσία στη Σόφια το 1894 και έδειχνε ζωηρή διάθεση για την υλοποίηση των βουλγαρικών βλέψεων προς τον Νότο. Επιπλέον, έναν χρόνο αργότερα συστήθηκε στη Σόφια η «Ανώτατη Μακεδονική Επιτροπή», υπό την ηγεσία του Κρίστο Τατάρτσωφ, η οποία τελούσε υπό την ψιλή εποπτεία του ηγεμόνα της χώρας, Φερδινάνδου.
Την άνοιξη του 1895 οι Βούλγαροι πέρασαν από τη θεωρία στην πράξη και εξαπέλυσαν τα πρώτα ένοπλα σώματα στις περιοχές της Δράμας και των Σερρών. Επικεφαλής τους ήταν αξιωματικοί του στρατού, υπό τη γενική αρχηγία του Μπόρις Σαράφωφ, ο οποίος γνώριζε τον χώρο. Προτού, όμως, εξετασθεί η οργάνωση και ο ρόλος των βουλγαρικών κομιτάτων και των ένοπλων σωμάτων που οργάνωναν, πρέπει να αναλυθούν οι θρησκευτικοί (Εξαρχία) και διπλωματικοί (συνθήκες Αγίου Στεφάνου και Βερολίνου) παρονομαστές που θα καθόριζαν το σκηνικό στη στροφή του αιώνα…
ΠΗΓΗ: Σταύρος Καρκαλέτσης «Μακεδονικός Αγώνας» εκδ. περιοδικού Ιστορικά θέματα.
Πηγή: e-istoria