Από τον Πλοίαρχο (Ο) Α. Τσιλιβίγκο ΠΝ
Η εμφύλια Ναυμαχία
στη Σαλαμίνα το 1909
Κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, το ελληνικό κράτος, που απαριθμούσε 2,5 εκατομμύρια κατοίκους, ευρισκόταν σε κρίση.
Οι παράγοντες της κρίσης εντοπίζονται στις δυσμενείς υλικές και ηθικές συνέπειες του «ατυχούς» ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, στα εκκρεμή εθνικά ζητήματα της Μακεδονίας και της Κρήτης καθώς οι περιοχές αυτές δεν είχαν ακόμη ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό και τέλος στη βεβαρημένη εθνική οικονομία που τελούσε υπό καθεστώς Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ).
Ειδικότερα ο πόλεμος του 1897 υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει στην οθωμανική αυτοκρατορία πολεμική αποζημίωση, επαναφέροντας έτσι την ανάγκη για νέο εξωτερικό δανεισμό με επακόλουθο η Ελλάδα να τεθεί σε καθεστώς ΔΟΕ, γεγονός που δικαίως θεωρήθηκε ως περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας της.
Είναι αληθές ότι η πίεση που εξασκούσε ο ΔΟΕ οδήγησε στην εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών μεγεθών και κατά συνέπεια στη δημιουργία πλεονασματικών προϋπολογισμών. Έτσι κατά την δεκαετία 1898-1908 καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια για τη μείωση των κρατικών δαπανών και την αύξηση των δημοσίων εσόδων.
Η αύξηση των δημοσίων εσόδων επιτεύχθηκε με την αύξηση των φορολογικών βαρών και ιδίως των φόρων κατανάλωσης, οι οποίοι έπλητταν τα φτωχά λαϊκά στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου σε αντιδιαστολή με τις υψηλότερες εισοδηματικά κοινωνικές ομάδες που παρέμειναν ουσιαστικά αφορολόγητες.
Παράλληλα η μείωση των κρατικών δαπανών και ιδιαίτερα των αμυντικών, επέφερε πλήγμα στο αξιόμαχο του Στρατού Ξηράς και του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ η ενεργή ανάμιξη της βασιλικής οικογένειας στη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων έθιγε το γόητρό τους.
Επιπλέον κατά την προμνησθείσα δεκαετία (1898-1908), επικρατούσε ένα κλίμα γενικευμένης δυσαρέσκειας για τον τρόπο λειτουργίας του κράτους, το πελατειακό πολιτικό σύστημα και την επαχθή φορολογία, η οποία προοριζόταν κυρίως για την χρηματοδότηση του γραφειοκρατικού κρατικού μηχανισμού.
Η δυσαρέσκεια αυτή δημιούργησε μια δυναμική για την έξοδο του ελληνικού κράτους από τη συνεχιζόμενη παρακμή και την είσοδο της ελληνικής κοινωνίας στη διαδικασία της εξυγίανσής της.
Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1908 μια μυστική οργάνωση κατωτέρων Αξιωματικών με την επωνυμία Στρατιωτικός Σύνδεσμος (ΣΣ), την ηγεσία του οποίου ανέλαβε ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς. Το πρόγραμμα του ΣΣ δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της εποχής στις 15 Αυγούστου 1909 και σύμφωνα μ΄ αυτό οι μυημένοι Αξιωματικοί
Πρώτον: δήλωναν ότι στόχος τους δεν ήταν η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, ωστόσο απαιτούσαν την απομάκρυνση της βασιλικής οικογένειας από τη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων και την τοποθέτηση στις θέσεις των Υπουργών Στρατιωτικών και Ναυτικών Ανώτερων Αξιωματικών και όχι πολιτικών προσώπων.
Δεύτερον: αποδοκίμαζαν τους εξευτελισμούς που υπέστη το ελληνικό έθνος εξαιτίας της ήττας του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, επισημαίνοντας ότι αυτοί θα είχαν αποφευχθεί εάν οι Ένοπλες Δυνάμεις ήταν πλήρως εξοπλισμένες, εκπαιδευμένες και ετοιμοπόλεμες, δεδομένου ότι η κρατική εξουσία δεν επέδειξε ιδιαίτερη μέριμνα προς τούτο, προφασιζόμενη αδικαιολογήτως την ανεπάρκεια των κρατικών εσόδων, τα οποία όμως στην πραγματικότητα υπήρχαν, αλλά διατίθεντο για τη συντήρηση μιας μη χρηστής διοίκησης.
Τρίτον: επεσήμαναν ότι πρέπει η κρατική διοίκηση να γίνει χρηστή και έντιμη, η δικαιοσύνη να αποδίδεται ταχέως με αμεροληψία και ισότητα, η εκπαίδευση να είναι λυσιτελής για τον πρακτικό βίο και τις στρατιωτικές ανάγκες και τέλος η διαχείριση των δημοσίων εσόδων- εξόδων να σχεδιαστεί εκ νέου έτσι ώστε αφ΄ ενός μεν ο πενόμενος λαός να ανακουφισθεί από την επαχθή φορολογία, αφ΄ ετέρου τα δημόσια έσοδα να μην κατασπαταλώνται για τη διατήρηση περιττών δημοσίων υπηρεσιών και κυρίως να καθορισθούν τα όρια εντός των οποίων δύνανται να αυξηθούν οι κρατικές δαπάνες για τη δημιουργία ενός αξιόμαχου και ετοιμοπόλεμου Στρατού Ξηράς και Πολεμικού Ναυτικού.
Οι Αξιωματικοί που ενστερνίστηκαν τις ιδέες του ΣΣ διακρίνονταν στους μετριοπαθείς που ήταν υπέρ της διατήρησης της κοινοβουλευτικής τάξης και στους ριζοσπάστες (εξτρεμιστές) που επιζητούσαν την επιβολή μιας άμεσης στρατιωτικής δικτατορίας.
Οι μετριοπαθείς ήταν τελικά εκείνοι που υπερίσχυσαν καθ΄ όλη τη διάρκεια ύπαρξης του ΣΣ. Το πρόγραμμα και οι κινήσεις των μετριοπαθών μελών του ΣΣ έμειναν στην ιστορία γνωστά ως «Το Κίνημα στο Γουδή» από την περιοχή των Αθηνών Γουδή, όπου συγκεντρώθηκαν στον εκεί ευρισκόμενο στρατώνα το βράδυ της 14ης – 15ης Αυγούστου 1909, προκειμένου να ασκήσουν πιέσεις προς την πολιτική ηγεσία για την μεταρρύθμιση του ελληνικού κράτους.
Το Κίνημα στο Γουδή αποτιμήθηκε από την πλειονότητα των ερευνητών ως μείζον συμβάν της ελληνικής ιστορίας, καθώς αποτέλεσε την αφετηρία για τις μετέπειτα θετικές εξελίξεις (ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος της Μακεδονίας, της Κρήτης και των νήσων του Αιγαίου).
Υπό την πίεση του Κινήματος στο Γουδή, η Βουλή ενέκρινε σταδιακά το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του ΣΣ. Παρ΄ όλα αυτά στις αρχές Οκτωβρίου του 1909, ο εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής μερίδας του ΣΣ, Υποπλοίαρχος Κων/νος Τυπάλδος, εξέφρασε την ανησυχία του για την πορεία του μεταρρυθμιστικού έργου που επαγγελλόταν ο ΣΣ και ειδικότερα για την κατάσταση του Πολεμικού Ναυτικού, η οποία είχε επιδεινωθεί εξ αιτίας της αναβλητικότητας του Υπουργού των Ναυτικών Ι. Δαμιανού.
Συγκεκριμένα στις 12 Οκτωβρίου 1909 ο Υποπλοίαρχος Κ. Τυπάλδος γνωστοποίησε στο ΣΣ δύο αιτήματα της ομάδας των ριζοσπαστών, τα οποία αφορούσαν:
Πρώτον: στην αποστράτευση όσων Ανωτέρων Αξιωματικών (κυρίως Πλοιάρχων- Αντιπλοιάρχων) δεν προέρχονταν από τη Ναυτική Σχολή Δοκίμων (εκτός των Πλοιάρχων Π. Κουντουριώτη, Π. Γκίνη και Ι. Δαμιανού) με παράλληλη κατάργηση των θέσεών τους, ώστε να μην θεωρηθεί ότι απώτερος στόχος των ριζοσπαστών ήταν η κατάληψη από τους ίδιους των κενών θέσεων.
Δεύτερον: στην μετάκληση ξένων εκπαιδευτών για την εκπαίδευση του προσωπικού του Πολεμικού Ναυτικού.
Την επομένη ημέρα (13 Οκτωβρίου) ο Υποπλοίαρχος Κ. Τυπάλδος από κοινού με τον αρχηγό του ΣΣ Συνταγματάρχη Ν. Ζορμπά έθεσαν υπόψη του Υπουργού Ναυτικών Ι. Δαμιανού τα ανωτέρω αιτήματα.
Ο Υπουργός Ναυτικών στις 14 Οκτωβρίου προθυμοποιήθηκε να καταθέσει νομοσχέδιο στη Βουλή, με το οποίο θα μειωνόταν το όριο ηλικίας των Πλοιάρχων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τον επόμενο χρόνο να αποστρατεύονταν οι περισσότεροι απ΄ αυτούς που ζητούσε ο Υποπλοίαρχος Κ. Τυπάλδος.
Πέραν των Πλοιάρχων οι ριζοσπάστες επιθυμούσαν και την αποστράτευση 12 Αντιπλοιάρχων, για τους οποίους ο Υπουργός των Ναυτικών πρότεινε τη σύσταση επιτροπών κρίσεων, καθώς το όριο ηλικίας των δεν επέτρεπε την άμεση αποστρατεία, εξ άλλου δε μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν και δύο συγγενικά πρόσωπα του Πρωθυπουργού.
Ο αρχηγός του ΣΣ, Συνταγματάρχης Ν. Ζορμπάς, ήταν εν πολλοίς σύμφωνος με τα ανωτέρω αιτήματα των ριζοσπαστών, ωστόσο η πολιτική που σκόπευε να ακολουθήσει απαιτούσε χειρισμούς εντός των πλαισίων της νομιμότητας, τους οποίους ο Υποπλοίαρχος Κ. Τυπάλδος δεν ήταν διατεθειμένος να αναμείνει.
Κατόπιν των εξελίξεων αυτών στις 15 Οκτωβρίου, ο επικεφαλής της ριζοσπαστικής μερίδας του ΣΣ, Υποπλοίαρχος Κ. Τυπάλδος, μαζί με 25 κατώτερους Αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού κινήθηκε προς το Ναύσταθμο Σαλαμίνας, συνέλαβε τον Διευθυντή του Ναυστάθμου Υποναύαρχο Δ. Βουδούρη, κατέλαβε τη νησίδα Λέρο πλησίον του Ναυστάθμου όπου φυλάσσονταν τα πυρομαχικά και απέκτησε τον έλεγχο επί των αντιτορπιλικών πλοίων (Σφενδόνη, Ναυκρατούσα, Ασπίς, Θύελλα, Βέλος).
Η αντίδραση του ΣΣ σ΄ αυτές τις εξελίξεις ήταν άμεση. Τα θωρηκτά του Στόλου (Ύδρα, Σπέτσαι, Ψαρά) υπό τον Ναύαρχο Ι. Μιαούλη, που ήταν αγκυροβολημένα στο Κερατσίνι, απέκλεισαν το Ναύσταθμο.
Το απόγευμα της 15ης Οκτωβρίου τα αντιτορπιλικά υπό τον Υποπλοίαρχο Κ. Τυπάλδο προσπάθησαν να διέλθουν από το στενό μεταξύ Σαλαμίνας και Κερατσινίου.
Ακολούθησε ναυμαχία μεταξύ εμφυλίων δυνάμεων, η οποία διήρκησε 20 λεπτά της ώρας και στη συνέχεια οι ριζοσπαστικές δυνάμεις του ΣΣ αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς το Ναύσταθμο Σαλαμίνας.
Ο απολογισμός αυτής της εμφύλιας ναυμαχίας ήταν τέσσερις νεκροί και αρκετοί τραυματίες, ενώ τα αντιτορπιλικά Σφενδόνη, Ναυκρατούσα, Ασπίς και το Θωρηκτό Ύδρα έπαθαν σημαντικές ζημιές, οι οποίες εκτιμήθηκαν στο ύψος των 150.000 δρχ.
Οι ριζοσπάστες, εγκαταλείποντας τα αντιτορπιλικά στο Ναύσταθμο, κατόρθωσαν και διέφυγαν, αλλά εντός της επόμενης εβδομάδος συνελήφθηκαν, προφυλακίστηκαν και στη συνέχεια παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της ανταρσίας.
Ωστόσο πριν τη δίκη τους χορηγήθηκε αμνηστία, καθώς οι ενέργειές τους θεωρήθηκε ότι αποσκοπούσαν στην προώθηση και υλοποίηση των αρχών του ΣΣ, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί με το Κίνημα στο Γουδή.
Όσον αφορά τη μετέπειτα πορεία του Υποπλοιάρχου Κ. Τυπάλδου, αυτή υπήρξε λαμπρή, καθώς έλαβε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις των δύο βαλκανικών πολέμων όπου ανέπτυξε σημαντική δράση, προβιβάστηκε το 1920 στο βαθμό του Υποναυάρχου, διετέλεσε στη συνέχεια Υπουργός των Ναυτικών και τοποθετήθηκε το 1926 στη θέση του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Ναυτικού μέχρι το 1931 που αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Αντιναυάρχου (απεβίωσε στις 28/2/1945).
Η εμφύλια ναυμαχία το 1909 προξένησε μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες και μάλιστα στην πρώτη τους σελίδα αναφέρονταν σ΄ αυτό το θλιβερό γεγονός.
Χαρακτηριστικό είναι το πρωτοσέλιδο της γαλλικής εφημερίδας Ματιέν: «Ναυμαχία μεταξύ Ελλήνων». Επίσης ο ελληνικός τύπος της εποχής (εφημερ. ¨Χρόνος¨) αναφέρθηκε λεπτομερώς σ΄ αυτήν την εμφύλια διαμάχη, η οποία χαρακτηρίστηκε σκωπτικά ως «Η Δεύτερη Ναυμαχία της Σαλαμίνας».
Έτσι το όνομα της Σαλαμίνας γνωστότατο σ΄ όλο τον κόσμο από την ομώνυμη ναυμαχία το 480 π.Χ. μεταξύ Ελλήνων και Περσών, επανήλθε στην επικαιρότητα αυτή τη φορά δυστυχώς για μια ναυμαχία που έγινε μεταξύ των Ελλήνων.
Μετά απ΄ αυτά τα γεγονότα και την εξουδετέρωση της ριζοσπαστικής μερίδας του ΣΣ, το ενδεχόμενο κήρυξης δικτατορίας είχε απομακρυνθεί, πλην όμως το κύρος του ΣΣ υπέστη σοβαρό πλήγμα.
Εν τούτοις οι επιπτώσεις της εμφύλιας διαμάχης για τις μετέπειτα εξελίξεις υπήρξαν θετικές.
Το ιδρυτικό μέλος του ΣΣ, Ανθυπολοχαγός Θ. Πάγκαλος και μετέπειτα Στρατηγός, εκτιμά ότι η ναυμαχία της Σαλαμίνας μεταξύ ομοεθνών ωφέλησε γενικότερα την Ελλάδα, καθώς επιταχύνθηκε, λόγω αυτής, η προώθηση νόμων που τελικά βελτίωσαν την κατάσταση στις Ένοπλες Δυνάμεις.
Προς επίρρωση τούτου ενδεικτικά και μόνον αναφέρεται ότι στις 20 Νοεμβρίου 1909 εγκρίθηκε από την ελληνική βουλή η αγορά του θωρηκτού Αβέρωφ έναντι του ποσού των 23.600.000 δρχ, το 1/3 εκ του οποίου προήλθε από τον Γ. Αβέρωφ, ενώ το υπόλοιπο ποσό καλύφθηκε με εσωτερικό δάνειο.
Ωστόσο και προϊόντος του χρόνου τα θλιβερά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας το 1909 λησμονήθηκαν και παρέμειναν μόνο στις υποσημειώσεις της ιστορίας στο οικείο κεφάλαιό της που αναφέρεται στο κίνημα στο Γουδή, το οποίο άλλωστε σημάδεψε την Ελλάδα του 20ου αιώνα.
Εξ αυτού του λόγου η ναυμαχία της Σαλαμίνας το 1909 δύναται να χαρακτηριστεί και ως «αφανής ναυμαχία».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γ.Β. Δερτιλής «Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση 1880-1909», Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, 1985, σελ. 186-187.
Κ. Παναγούλιας «Ιστορία των Ελλήνων- Το Κίνημα στο Γουδή», Εκδόσεις ΔΟΜΗ ΑΕ (Β΄ Έκδοση 2005), Τόμος 14ος, σελ. 360-411.
Πλοίαρχος (Ο) Ν. Τσαπράζης «Ο Πολεμικός Ναύσταθμος Σαλαμίνος», Εκδόσεις Ιστορική Υπηρεσία Ναυτικού, 1991, σελ. 104-108.
Ειδική Έκδοση για την Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ «Έξι Στιγμές του 20ου Αιώνα- Το Κίνημα στο Γουδή», 2010:
(α) Σ. Πλουμίδης «Το Κίνημα του 1909, Συλλογικά Υποκείμενα και Γεγονότα», σελ. 16-80.
(β) Ν. Ποταμιάνος «Από το Κίνημα του 1909 στην Άνοιξη του 1910», σελ. 91-103.
(γ) Α. Φραγκιάδης «Το Οικονομικό και Κοινωνικό Πλαίσιο του Κινήματος στο Γουδή», σελ. 105-122.
– Τ. Κατσιμάρδος «Η Άγνωστη Ναυμαχία της Σαλαμίνας»
πηγή: armyvoice.gr
ΦΩΤΟ από την ιστοσελίδα αφιερωμένη στο Ναύαρχο Γ. Μεζεβίρη