ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ
Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Η μεγάλη Δεσποτική εορτή της «κατά σάρκα Γεννήσεως» του Χριστού μας, γνωστή σε μας με την ονομασία «Χριστούγεννα», ούτε ανέκαθεν εορτάζετο, ούτε και εξ αρχής επετελείτο, όπως σήμερα, στις 25 Δεκεμβρίου. Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο να ρίψουμε ένα βλέμμα στο απώτατον ιστορικόν παρελθόν της, γιατί η εορτή αυτή έχει… τη δικήν της ιστορίαν.
Προκαταρκτικά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι η Εκκλησία, κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, γενικότερα δεν συνήθιζε να εωρτάζει τη γέννηση, αλλά μόνον τον θάνατον των ιερών προσωπικοτήτων της. Θεωρούσε μάλιστα τον θάνατον αυτών των προσώπων ως την αληθινή γενέθλιον ημέραν των, διότι επίστευεν ότι ακριβώς δια του θανάτου των έφυγαν από την απατηλήν αυτή ζωήν και «εγεννήθησαν» εισερχόμενοι στην αληθινήν, τη μεταθανάτια ζωήν.
Αυτός πρέπει να ήταν και ο κυριότερος λόγος, για τον οποίον οι πρώτοι χριστιανοί δεν έδιναν, γενικότερα, σημασία στην ημερομηνία της γέννησης, ούτε προκειμένου και γι’ αυτή την ημερομηνία Γέννησης του ίδιου του Ιησού Χριστού και, πολύ περισσότερο, φυσικά, ούτε, την εώρταζαν. Την αγνοούσαν, μάλιστα, και χρειάστηκε να περάσουν τρεις ολόκληροι αιώνες, για να αρχίσουν οι χριστιανοί να ενδιαφέρωνται γι’ αυτή την ημερομηνία.
Το μετά τρεις αιώνες αφυπνισθέν ενδιαφέρον των Χριστιανών για την ημερομηνία «της Γεννήσεως του Ιησού», δημιουργήθηκε, στην αρχή, ανεξάρτητα από κάθε σκέψη για τυχόν εισαγωγή στην Εκκλησία αναλόγου εορτής, δηλαδή μιας εορτής Χριστουγέννων. Αλλά και όταν καθιερώθηκε εορτή Γέννησης του Χριστού, αυτό έγινε πάλιν ανεξάρτητα από μια πράγματικήν ή υποτιθέμενην ημερομηνία Γέννησής του. Μόνον εκ των υστέρων ανεζητήθη δικαιολογία της ημερομηνίας της εορτής, με την υπόθεση ότι τότε δήθεν και εγεννήθη ο Ιησούς.
Η αρχαιότερη, εκτός Καινής Διαθήκης, γνωστή σε μας πληροφορία για το έτος και την ημέρα «της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού» ανάγεται περίπου στο 210 μ.Χ. και προέρχεται από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (+215), ο οποίος για μεν το έτος «Γεννήσεως» του Ιησού σημειώνει σαν και δική του γνώμη, την εξής: «Εγεννήθη δε ο Κύριος ημών τω ογδόω και εικο-στώ έτει ότε πρώτον εκέλευσαν απογραφάς γενέσθαι επί Αυγούστου» (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, Α’, XXI.), για δε την ημερομηνία της «Γεννήσεως», γράφει στη συνέχεια: «Εισί οι περιεργότερον τη Γενέσει του Σωτήρος ημών ου μόνον το έτος, αλλά και την ημέραν προστιθέντες, ην φασιν έτους κη’ Αυγούστου εν Πέμπτη Παχών και εικάδι» (= 20 Μαΐου), άποψη που δεν φαίνεται να υιοθετεί ο Κλήμης, διότι την αναφέρει κάπως μειωτικά («εισί δε οι περιεργότερον… φασίν»).
Στη συνέχεια, ο ίδιος Κλήμης αναφέρει και κάποιους άλλους, οι οποίοι υποστήριζαν ως ημερομηνία γέννησης του Ιησού την 19ην ή την 20ην Απριλίου («και μην τινές αυτών φασί Φαρμουθί γεγενήσθαι κδ’ η κε’»).
Το γιατί, λοιπόν, μέχρι τον γ’ αιώνα δεν ενδιαφέρθηκαν οι Χριστιανοί για την ακριβή ημερομηνίαν της γέννησης του Χριστού, το είπαμε ήδη. Για ποιον, όμως, λόγο από τον τρίτον αιώνα και μετά άρχισε το ενδιαφέρον τους σχετικά με αυτό το ζήτημα, ενδιαφέρον που κατέληξε στην καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων;
Όπως είναι γνωστόν, τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, η διαδοχή ημέρας-νύχτας, οι κινήσεις των πλανητών, η εναλλαγή των τεσσάρων εποχών του έτους, οδήγησαν τον ειδωλολατρικό, κόσμο σε μια θρησκευτική εκδοχή και σημασιολόγηση των φαινομένων αυτών. Έτσι. π.χ., γνωρίζουμε ότι οι ειδωλολάτρες της Αιγύπτου εώρταζαν θρησκευτικώς το χειμερινόν ηλιοστάσιον. Επειδή δε κατ’ αυτό η ημέρα άρχιζε να μεγαλώνει, θεωρούσαν ότι τούτο αποτελεί νίκην της ημέρας κατά της νύχτας, του φωτός κατά του σκότους και γι’ αυτό το εώρταζαν. Είναι, εξ άλλου γνωστόν, ότι στην Ανατολή, γενικότερα, ως ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου εθεωρείτο, εσφαλμένως βέβαια, η 6η Ιανουαρίου, και ότι ετελούντο την ημέραν αυτή λαμπρές εορτές. Στη Ρώμην, αντίστοιχα, λόγω ενός κάπως ακριβέστερου αστρονομικώς υπολογισμού, ως ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου εθεωρείτο η 25η Δεκεμβρίου, ημέρα, κατά την οποίαν και εωρτάζετο μεγαλοπρεπώς η γέννηση του αήττητου Ήλιου-Θεού.
Η εκκλησία πάντα φρόντιζε να μη επηρεάζωνται οι πιστοί της από τη μεγαλοπρέπεια των πράγματι εντυπωσιακών ειδωλολατρικών εορτών. Για να τους προφυλάξει, μάλιστα, απ’ αυτές, δεν εδίστασε να τις αντικαταστήσει με χριστιανικές, δηλαδή να τις εκχριστιανίσει.
Έτσι έγινε και στη συγκεκριμένην περίπτωση της εορτής, για την οποίαν κάνουμε λόγον. Η Εκκλησία αντικατέστησε την ειδωλολατρικήν εορτήν της γέννησης ειδωλολατρικών θεοτήτων, που ετελείτο κατά την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου. Θα πρέπει, όμως, να σημειώσουμε, ότι σ’ αυτήν της την προσπάθειαν η Εκκλησία ήλθε δεύτερη, διότι προηγήθηκαν αυτής κάποιοι αιρετικοί, γνωστοί στην Ιστορία με την ονομασία «Γνωστικοί».
Οι αιρετικοί, λοιπόν, αυτοί έκαναν το πρώτο βήμα, για τους ίδιους με την Εκκλησία λόγους, για να προστατεύσουν δηλαδή κι αυτοί τους οπαδούς τους από την επίδραση της ειδωλολατρικής εορτής. Έτσι, στους κύκλους των αιρετικών «Γνωστικών» πρωτοεμφανίστηκε μια εορτή με το όνομα «Επιφάνια», την οποίαν αυτοί εώρταζαν στις 6 Ιανουαρίου, ημέρα δηλαδή της ειδωλολατρικής εορτής του χειμερινού ηλιοστασίου στην Ανατολή. Φαίνεται, μάλιστα, ότι αυτή η εορτή των «Γνωστικών» πρωτοεμφανίστηκε στην Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου και την εγνώριζε γύρω στο 210 μ.Χ. ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματείς A, XXI).
Ποιο ήταν, όμως, το εορτολογικό περιεχόμενον της «γνωστικής» αυτής εορτής των «Επιφανίων»; Ποιο, δηλαδή, γεγονός της ζωής του Χριστού ήθελαν να εορτάσουν με αυτήν την εορτή οι «Γνωστικοί»; Αυτό μπορούμε να το δούμε, αν λάβουμε υπ’ όψει μας μερικά σημεία της διδασκαλίας τους:
Οι αιρετικοί «Γνωστικοί» υποστήριζαν, ότι ο Ιησούς, που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, ήταν μόνον άνθρωπος. Κατά δε τη Βάπτισή του στον Ιορδάνη κατέβηκε από τους ουρανούς η Θεότητα, ή, όπως αυτοί την έλεγαν, ο «Αιών» και ενώθηκε με τον άνθρωπον Ιησούν, έτσι ώστε αυτός, από απλός άνθρωπος-Ιησούς, που ήταν, να γίνει Ιησούς-Χριστός. Οι «Γνωστικοί», λοιπόν, με τα «Επιφάνια» εώρταζαν αυτήν την εκ των ουρανών κάθοδον του «Αιώνος» πάνω στον άνθρωπον-Ιησούν, κάτι που το συνέδεαν χρονικώς με το γεγονός της Βάπτισης του Ιησού στον Ιορδάνην.
Κατά τη Βάπτιση στον Ιορδάνη, έλεγαν, έγινε αυτή η κατά κάποιον τρόπον ενσάρκωση της «Θεότητος-Αιώνος» μέσα στον άνθρωπον Ιησούν. Εώρταζαν, δηλαδή, μιαν ενσάρκωση δικής τους έμπνευσης, που δήθεν έγινε κατά τη Βάπτιση του Ιησού και όχι την ενσάρκωση του Λόγου του Θεού, που, όπως διδάσκει η Εκκλησία μας, έγινε κατά τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου. Επίσης, επίστευαν, ότι η πιο σημαντική και άξια λόγου και αληθινή γέννηση του Ιησού δεν ήταν η εν Βηθλεέμ, δηλαδή, η «κατά σάρκα», αλλ’ η «εν Ιορδάνη», η πνευματική, που ήταν, κατ’ αυτούς, και «Ενσάρκωσις» και αληθινή-πνευματικη «Γέννησίς» του.
Στη Βηθλεέμ, δηλαδή, γεννήθηκε ο άνθρωπος Ιησούς, στον Ιορδάνη αναγεννήθηκε ο Ιησούς σαν Χριστός. Έτσι συνέδεαν Βάπτιση και πνευματική Γέννηση του Ιησού. Αυτή, λοιπόν, ήταν η διδασκαλία των «Γνωστικών», αυτό και το εορτολογικόν περιεχόμενον της δικής τους εορτής, των «Επιφανίων».
Γύρω, όμως, στο έτος 300 μ. Χ., στη χριστιανικήν Εκκλησίαν εισήχθη μια καινούργια εορτή με την ονομασίαν «Επιφάνια». Ίδιο, δηλαδή, όνομα, ίδια ημερομηνία εορτασμού (6 Ιανουαρίου) με την εορτή των «Γνωστικών», με άλλο, όμως, εορτολογικό περιεχόμενον.
Η εκκλησιαστική αυτή εορτή φαίνεται, ότι καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και ότι από κει εξαπλώθηκε και σε όλην την Ανατολήν, αλλά και στη Δύση, η οποία, ήδη από το 335, είχε καθιερώσει ειδικήν εορτή για τη Γέννηση του Χριστού. Για την εισαγωγή της εκκλησιαστικής εορτής των «Επιφανίων» στη Δύση έχουμε τη μαρτυρία του Αμμιανού Μαρκελλίνου (Rerum Gestarum, XX, 2, 5), γύρω στο 400 μ.Χ. Κατ’ αυτόν, λοιπόν, ο Ιουλιανός ο «Παραβάτης», μεταβάς το 361 εις Βιένναν της Γαλλίας, παρευρέθη στην εκεί εκκλησιαστικήν εορτήν των Επιφανίων. Πάντως πιθανολογείται, ότι τα εκκλησιαστικά Επιφάνια εισήχθησαν εκεί ήδη από το 336 μ.Χ., έτος κατά το οποίο μετέβη στη Δύση «ο εξ Αλεξανδρείας Μέγας Αθανάσιος», ο οποίος και διέσωσε στη Δύση την ανατολικής προέλευσης εορτή των Επιφανίων.
Επειδή όμως η Ρώμη είχεν ήδη από το 335 μ.Χ. ειδικήν εορτή για τη Γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, οι δυτικοί δεχθέντες τα Επιφάνια εώρταζαν με αυτά τη Βάπτιση του Ιησού, ή την προσκύνηση των Μάγων, κ.λπ., ανάλογα με την περιοχήν, όπου ετελείτο η εορτή. Όμως, οι χριστιανοί της Ανατολής δεν είχαν ακόμη ειδικήν εορτή για τα Χριστούγεννα και συνεώρταζαν τη Γέννηση του Χριστού με τη Βάπτιση, στις 6 Ιανουαρίου. Ότι δε οι ανατολικοί εώρταζαν, στις 6 Ιανουαρίου, και Βάπτιση και Γέννηση του Χριστού, φαίνεται και από τη μαρτυρία του μοναχού Ιωάννου Κασσιανού, ο οποίος στο έργον του Collationes Patrum (Χ,2), ομιλεί για μιαν εκκλησιαστικήν εορταστικήν ημέραν, εκείνην των Επιφανίων, η οποία ετελείτο στην Αίγυπτον, όπου οι ιερείς της Εκκλησίας ώριζαν αυτήν την εορτήν είτε ως ημέραν της του Κυρίου Βαπτίσεως, «είτε ως ημέραν της Αυτού κατά σάρκα Γεννήσεως».
Απ’ αυτό, λοιπόν, φαίνεται, ότι τέτοιος συνεορτασμός επέφερε συχνά αμφιταλάντευση, ίσως και σύγχυση για το ποιο απ’ τα δύο γεγονότα της ζωής του Χριστού εωρτάζετο: η Γέννηση, ή η Βάπτιση; Το σημαντικό σ’ αυτήν την ιστορική μαρτυρίαν του μοναχού Ιωάννου Κασσιανού είναι ότι υπογραμμίζει ποια γέννηση του Κυρίου εώρταζε με τα Επιφάνια η Εκκλησία στις 6 Ιανουαρίου, ότι, δηλαδή, εώρταζεν την «κατά σάρκα εν Βηθλεέμ Γέννησιν» και όχι την δήθεν πνευματική Γέννηση, την κατά τη Βάπτιση, όπως την επρέσβευαν και την εώρταζαν οι «Γνωστικοί». Έτσι καθαρίζεται το ιστορικό τοπίο και βλέπουμε ποια ακριβώς γεγονότα της ζωής του Κυρίου εώρταζεν η Εκκλησία με τα Επιφάνια στις 6 Ιανουαρίου.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η Εκκλησία στην Ανατολήν από το 300 μ.Χ. άρχισε μεν να εορτάζει τη γέννηση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου, όχι όμως αυτοτελώς και ανεξάρτητα, αλλά σε συνδυασμό με τη Βάπτιση του Χριστού. Εστερείτο δηλαδή ιδιαίτερης και ειδικής εορτής Χριστουγέννων. Η ειδική εορτή «Χριστουγέννων» για τις 25 Δεκεμβρίου πρωτοκαθιερώθηκε στη Ρώμην το 335 μ.Χ. και από κει διαδόθηκε σ’ όλη τη Δύση και, στη συνέχεια, στην ίδια την Ανατολήν.
Ετσί, στη μεν Ρώμην εισήχθη εκ της Ανατολής η εορτή των Επιφανίων, στη δε Ανατολήν εκ της Ρώμης η ειδική εορτή των Χριστουγέννων. Δηλαδή σημειώθηκε μια αμφίδρομη πορεία των δύο αυτών εορτών. Πότε όμως και πως εισήχθη στην Ανατολήν η εκ της Δύσεως ειδική αυτή εορτή των Χριστουγέννων; Γνωρίζουμε, ότι το έτος 386 μ.Χ., ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκφώνησε στην Αντιόχειαν ένα λόγον (Migne P.G. 49,353), όπου λέγει, ότι πέρασαν δέκα έτη από τότε που καθιερώθηκε ειδική εορτή για τα Χριστούγεννα.
Άρα η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων στην Ανατολή θα πρέπει να είχε γίνει γύρω στο 376 μ.Χ. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι οι γνώμες των ιστορικών διχάζονται ως προς το εξής ζήτημα: Σε ποιαν, άραγε, Εκκλησία της Ανατολής πρωτοεισήχθησαν τα Χριστούγεννα; Κατά τους μεν, πρωτοεισήχθησαν από το Μέγα Βασίλειο στην Καισάρειαν της Καππαδοκίας. Κατά τους δε, πρωτοεισήχθησαν στην Εκκλησία της Αντιόχειας, και μάλιστα σε δύο φάσεις. (Πρώτη φάση: το 376 μ.Χ. στο ναΐσκο των λεγομένων Ευσταθιανών, που είχαν σαν επίσκοπον τον Παυλίνον. Δεύτερη φάση: το 386 μ.Χ., στο μεγάλο ναόν της Αντιόχειας, που τον κατείχαν οι λεγόμενοι Μελετιανοί, με επίσκοπον τον Φλαβιανόν.)
Η δεύτερη άποψη, για την Αντιόχεια δηλαδή, φαίνεται πιθανότερη, διότι γνωρίζουμε, ότι ο επίσκοπος των Ευσταθιανών ανεγνωρίζετο από τη Ρώμη ως ο κανονικός και ορθόδοξος επίσκοπος και, επομένως, είχε επικοινωνία με τη Ρώμην. Είναι, λοιπόν, φυσικότερο λόγω αυτών των στενών επαφών Ρώμης-Αντιόχειας, να δεχθούμε, ότι στα πλαίσια αυτών των εγκαρδίων σχέσεων μετέδωσαν οι Δυτικοί στους Ανατολικούς και την ειδικήν εορτής των Χριστουγέννων.
Περαιτέρω, στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης η ειδική εορτή των Χριστουγέννων εισήχθη από τον άγιο Γρηγόριον τον Ναζιανζηνό το 379 μ.Χ., στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας περί το 433 μ.Χ. και στα Ιεροσόλυμα κατά τα τέλη του έκτου αιώνος.
Τέλος, μετα τα ανωτέρω, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε, ότι, στην ουσία, το 376 μ.Χ. δεν έγινε πραγματική εισαγωγή από τη Δύση στην Ανατολή μιας άγνωστης στην Ανατολή εορτής Γέννησης του Χριστού, αφού η Ανατολή και πριν την εγνώριζε, μόνον που την συνεώρταζε με τη Βάπτιση. Πρόκειται μάλλον για μια εξειδίκευση της εορτής της Γέννησης του Χριστού και για μετάθεσή της από τις 6 Ιανουαρίου, στις 25 Δεκεμβρίου.
Αυτό σημαίνει ότι δεν εγνώρισε η Δύση στην Ανατολή την εορτή της Γέννησης του Χριστού εν γένει. Τούτο πάλιν ουδόλως σημαίνει και ότι η Ανατολή ανέκαθεν εώρταζεν τη Γέννηση του Χριστού. Η πραγματική αρχή για τον εορτασμό της Γέννησης του Χριστού στην Ανατολή είναι το 300 μ.Χ., οπότε πρωτοκαθιερώθηκε στην Ανατολή, όπως εσημειώσαμεν, η εορτή των εκκλησιαστικών Επιφανίων, με τα οποία συνεωρτάζετο Γέννηση και Βάπτιση του Χριστού, σε μια εποχή (300 μ.Χ.), κατά την οποίαν καμιά εορτή Γεννήσεως του Χριστού, σε καμιά μορφή της, δεν ήταν γνωστή στη Δύση. Πρώτη η Ανατολή συνεώρταζε Γέννηση με Βάπτιση.
Η Δύση τα αγνοούσε και τα δύο αυτά και μόλις το 335 μ.Χ η Ρώμη καθιέρωσε κατ’ ευθείαν μια ειδική εορτή Χριστουγέννων, που την τοποθέτησε στις 25 Δεκεμβρίου. Αυτή η τελευταία ημερομηνία είναι που εισήγαγεν η Ρώμη στην Ανατολή και όχι η ίδια η εορτή της Γεννήσεως.
Χρίστος Βασιλειάδης Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1940. Ἔκανε τὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τὸ 1958-59 στὴν Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς. Εἰσῆλθε σὲ δύο Πανεπιστημιακὲς Σχολὲς (Θεολογία & Φιλολογία) μὲ κρατικὴ ὑποτροφία κὰθ΄ὅλην τὴν φοίτησή του. Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς τὸ 1963. Ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ μὲ διαγωγὴ ἄριστη. Μετέβην στὴν Γερμανία γιὰ μετεκπαίδευση (Φιλοσοφία) καὶ στὴ Γαλλία (Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ). Στὴ Γαλλία ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος ἐπὶ 7ετία στὴν Κρατικὴ Γαλλικὴ Τηλεόραση & Ραδιοφωνία. Ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1974 καὶ δούλεψε ὡς κλητήρας σὲ Ἀσφαλιστικὴ ἐταιρία. Διορίστηκε στὸ Δημόσιο σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν ἀπ’ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε παρατηθεῖς τὸ 2005 λόγω τῆς ἐπαράτου ἀσθενείας του καὶ ὡς ἐκ τούτου λαβῶν μειωμένη σύνταξη. |