ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 399 μ.Χ
Είναι δυνατόν να τα ανεχθώ αυτά; Είναι δυνατόν να τα υποφέρω; Θέλω να κάμω κριτάς του εαυτού σας εσάς τους ίδιους. Έτσι έκαμε και ο Θεός με τους Εβραίους· απευθυνόμενος προς αυτούς τους ίδιους έλεγεν· «απαντήσατέ μου, εσείς που είσθε ο αγαπητός μου λαός, ποιον κακόν σας έκαμα, με ποιον τρόπον σας ελύπησα ή πότε σας παρηνώχλησα;» · Και πάλιν· «Ποίον παράπτωμα εύρον οι πατέρες σας εις την συμπεριφοράν μου απέναντί των;». Αυτόν λοιπόν (τον Θεόν) θα μιμηθώ και εγώ και θα σας ερωτήσω πάλιν· είναι δυνατόν να τα ανεχθώ και να τα υποφέρω αυτά; Έπειτα από τόσας μακράς ομιλίας και τόσον μεγάλην διδασκαλίαν μερικοί, αφού εγκατέλειψαν την εκκλησίαν, εστράφησαν προς τους αγωνιστικούς ίππους, και εκυριεύθησαν από τόσην μανίαν, ώστε εγέμισαν όλην την πόλιν από θόρυβον και ανάρθρους κραυγάς που προκαλούν τον γέλωτα ή μάλλον μεγάλον θρήνον.
Εγώ λοιπόν καθήμενος εις το σπίτι μου και ακούων να εκσπούν εις φωνάς, υπέφερα χειρότερα από αυτούς που ευρίσκονται εις την θάλασσαν και κινδυνεύουν από στιγμής εις στιγμήν να ναυαγήσουν. Διότι όπως ακριβώς εκείνοι όταν τα κύματα προσκρούουν εις τας πλευράς του πλοίου φοβούνται ότι διατρέχουν τον έσχατον κίνδυνον, έτσι και εγώ ένοιωθα πιο άσχημα, όταν έφθαναν εις τα αυτιά μου αι κραυγαί αυταί και έσκυβα το κεφάλι και εκάλυπτα το πρόσωπόν μου, διότι άλλοι μεν ευρίσκοντο εις τας κερκίδας του ιπποδρόμου και προέβαινον εις τας ασχημίας αυτάς άλλοι δε συγκεντρωμένοι καθ’ ομάδας επευφημούσαν τους ηνιόχους και εκραύγαζαν με μεγαλυτέραν μανίαν από τους προηγουμένους.
Όμως ποίαν απάντησιν θα δώσωμεν; Ή τι θα προβάλωμεν ως δικαιολογίαν, αν τυχόν κάποιος ξένος, από οποιοδήποτε μέρος, έλθη και μας κατηγορήση λέγων· αυτά πράττει η πόλις των αποστόλων· αυτά τα έργα επιτελεί αυτή που είχε τόσον μεγάλον διδάσκαλον; Αυτά κάμει ο φιλόχριστος λαός, το ανυπόκριτον θέατρον, το πνευματικόν; Ούτε την ημέραν αυτήν εσεβάσθητε, κατά την οποίαν εορτάζονται τα σύμβολα της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Αλλά την Παρασκευήν, όπου ο Κύριός σου εσταυρούτο δια να λυτρώση την οικουμένην όλην, και προσεφέρετο τέτοια θυσία, και ηνοίγετο ο παράδεισος, και επανήρχετο ο ληστής εις την αρχαίαν πατρίδα, και καταργείτο η κατάρα, και εξηφανίζετο και έπαυεν ο μακροχρόνιος πόλεμος και εγίνετο η συμφιλίωσις του Θεού με τους ανθρώπους και μετεβάλλοντο όλα προς το καλύτερον· εκείνην την ημέραν κατά την οποίαν έπρεπε να νηστεύης και να δοξάζης τον Θεόν και να αναπέμπης ευχαριστηρίους προσευχάς δια τα αγαθά που εδόθησαν εις την οικουμένην προς εκείνον που έκαμεν όλα αυτά, τότε εσύ εγκατέλειψες την εκκλησίαν και την πνευματικήν θυσίαν, την συγκέντρωσιν των αδελφών και την σοβαρότητα της νηστείας και εσύρθης αιχμάλωτος από τον διάβολον προς το θέαμα εκείνο;
Είναι δυνατόν να τα ανεχθώ και να τα υποφέρω αυτά; Διότι δεν θα παύσω να επαναλαμβάνω αυτά και να απαλύνω την λύπην μου με αυτόν τον τρόπον, δηλαδή με το να μη την καταπιέζω με την σιωπήν, αλλά να την φέρω εις το μέσον και να την παρουσιάσω προ των οφθαλμών σας.
Πως λοιπόν θα ημπορέσω να κινήσω την ευσπλαχνίαν του Θεού;
Πώς θα τον καταπραΰνω, όταν οργίζεται; Πριν από τρεις ημέρας έβρεχε κατακλυσμιαία και η βροχή παρέσυρε τα πάντα, αρπάζουσα την τράπεζαν, όπως ημπορούμεν να είπωμεν, από το στόμα των γεωργών με το να ρίπτη καταγής τα μεστωμένα στάχυα και όλα τα άλλα να τα σαπίζη από την πολλήν υγρασίαν. Έγιναν λιτανείαι και παρακλήσεις και ολόκληρος η πόλις σαν χείμαρρος έτρεχεν εις τον ναόν οπού και τα λείψανα των αποστόλων και ελάμβανε συνηγόρους τον άγιον Πέτρον και τον μακάριον Ανδρέαν και την δυάδα των αποστόλων, δηλαδή τον Παύλον και τον Τιμόθεον. Και μετά τας εκδηλώσεις αυτάς, όταν έπαυσεν η οργή του Θεού και διεπλεύσαμεν το πέλαγος της καταιγίδος και ενικήσαμεν τα κύματα, ετρέχαμεν προς τους κορυφαίους των αποστόλων, τον Πέτρον, την βάσιν της πίστεως, τον Παύλον, το σκεύος της εκλογής, επιτελούντες πνευματικήν πανήγυριν και διακηρύσσοντες τους άθλους, τα τρόπαια και τας νίκας των κατά των δαιμόνων.
Όμως ούτε ο φόβος της καταιγίδος μας συνέτισεν, ούτε το μέγεθος των κατορθωμάτων των αποστόλων μας εδίδαξε και έτσι δια μιας ύστερα από μίαν ημέραν σκιρτάς και κραυγάζεις και δεν προσέχεις την ψυχήν σου που σύρεται αιχμάλωτος από τα πάθη της;
Αν όμως ήθελες να παρακολουθής «κούρσες» αλόγων, δια ποιον λόγον δεν έζευσες τα ιδικά σου άλογα πάθη, τον θυμόν και την επιθυμίαν, και δεν τα έθεσες τον ζυγόν της ευλαβείας που είναι μαλακός και ελαφρός και δεν τα επέβαλες ορθήν σκέψιν και δεν τα έφερες προς το βραβείον που μας επιφυλάσσει η πρόσκλησίς μας προς τον ουρανόν υψηλά, σπεύδων όχι από ασέβειαν εις ασέβειαν, άλλ’ από την γην προς τον ουρανόν; Πράγματι αυτό το είδος της ιπποδρομίας προσφέρει μεγάλην ευχαρίστησιν και ωφέλειαν. Αλλά αφού εγκατέλειψες τα ιδικά σου ζητήματα να γίνωνται τυχαία, ενδιαφέρεσαι δια την νίκην των άλλων και χάνεις το μεγαλύτερον μέρος της ημέρας εις το κακόν άσκοπα και ανώφελα.
Ή μήπως δεν γνωρίζεις ότι όπως εμείς όταν εμπιστευώμεθα χρήματα εις τους υπηρέτας μας, ζητούμεν λογαριασμόν από αυτούς και δια την τελευταίαν δραχμήν, έτσι και ο Θεός θα ζητήση ευθύνας δια τας ημέρας της ζωής μας, με ποίον δηλαδή τρόπον επεράσαμεν την κάθε ημέραν μας; Τι θα ειπούμεν; Τι θα απολογηθούμεν όταν μας ζητηθούν ευθύναι δια την ημέραν εκείνην;
Ο ήλιος ανέτειλε δια σε και η σελήνη εφώτισε την νύκτα και έλαμψεν ο χορός των διαφόρων αστέρων· έπνευσαν άνεμοι δια την εξυπηρέτησίν σου και έτρεξαν τα ποτάμια· εβλάστησαν σπόροι δι’ εσέ και ηυξήθησαν φυτά και ο δρόμος της φύσεως εκράτησε την τάξιν του και εφάνη η ημέρα και επέρασεν η νύκτα· και όλα αυτά έγιναν δι’ εσέ· συ όμως, ενώ όλα τα δημιουργήματα σε υπηρετούν, εκπληροίς την επιθυμίαν του διαβόλου; Και παρά το ότι έχεις ενοικιάσει από τον Θεόν ένα τόσον ωραίον σπίτι, εννοώ αυτόν τον κόσμον, εν τούτοις δεν επλήρωσες το ενοίκιον. Και δεν σου ήρκεσεν η προηγουμένη ημέρα, αλλά και την επομένην, όταν ήτο ανάγκη να αναπαυθής ολίγον από την κακίαν που διέπραξες, πηγαίνεις πάλιν εις τα θέατρα, τρέχων από καπνόν εις φωτιάν, και ρίπτεις τον εαυτόν σου εις άλλο χειρότερον βάραθρον. Οι γέροντες εντρόπιαζαν τα άσπρα μαλλιά τους, οι νέοι έρριπτον την νεότητά τους εις τον κρημνόν, και οι πατέρες έπαιρναν εις τα θεάματα αυτά τα παιδιά των, ρίπτοντες την ηλικίαν αυτήν, που αγνοεί το κακόν, εις τα βάραθρα της κακίας, από πολύ ενωρίς, ώστε δεν θα σφάλλη κανείς αν ονομάση τους ανθρώπους αυτούς παιδοκτόνους αντί πατέρας, που με την κακίαν καταστρέφουν την ψυχήν των παιδιών.
Και ποία είναι η κακία; Hμπορεί να ερωτήση κανείς.
Δια τούτο λοιπόν αισθάνομαι οδύνην, διότι, μολονότι είσαι άρρωστος, εν τούτοις δεν γνωρίζεις ότι ασθενείς, δια να επιδιώξης να εύρης τον κατάλληλον ιατρόν. Εβυθίσθης εις την μοιχείαν, και ερωτάς ποία είναι η κακία; Ή μήπως δεν ήκουσες τον Χριστόν που λέγει· «ο καθένας που βλέπει οιανδήποτε γυναίκα δια να την επιθυμήση προς αμαρτίαν ήδη εμοίχευσεν αυτήν»; Τι λοιπόν εάν δεν την βλέπω δια να την επιθυμήσω προς επιτέλεσιν της αμαρτίας; Πώς θα με πείσης ότι δεν την βλέπεις με πονηράν επιθυμίαν; Διότι αυτάς που δεν είναι εις θέσιν να συγκρατήση τα μάτια του, αλλά φροντίζει τόσον πολύ δια το θέαμα, κατά ποιαν λογικήν, μετά από την παρατήρησίν του θα ημπορέση να παραμείνη αγνός; Μήπως είναι το σώμα σου πέτρινον; Μήπως είναι σιδερένιον; Περιβάλλεσαι από σάρκα, από σάρκα ανθρωπίνην, η οποία ανάπτει από την επιθυμίαν ευκολώτερα από ξερό χορτάρι.
Αλλά διατί ομιλώ μόνον δια το θέατρον; Αφού πολλάκις και μέσα εις την αγοράν, όταν συναντήσωμεν γυναίκα, ταρασσόμεθα και θορυβούμεθα· συ δε καθισμένος εις την κατάλληλον θέσιν του θεάτρου, που προσφέρει τόσας αφορμάς δια την διάπραξιν της ασχημίας, όταν βλέπης την πόρνη γυναίκα με ακάλυπτον την κεφαλήν και με μεγά- λην αναίδειαν να εμφανίζεται εις την σκηνήν, να είναι ενδεδυμένη με χρυσά ενδύματα, να κινήται με ηδυπάθειαν, να λικνίζεται με προκλητικότητα, να τραγουδά πορνικά άσματα, να προβαίνη εις άλλας παρόμοιας ασχημίας, τας οποίας ημπορείς να καταλάβης συ που τας παρηκολούθησες· τολμάς λοιπόν να ειπής ότι δεν παθαίνεις ό,τι οι άλλοι άνθρωποι όταν παρατηρής την πόρνην γυναίκα; Μήπως είναι το σώμα σου λίθος; ή μήπως σίδηρος; Διότι δεν θα παύσω να σου επαναλαμβάνω τα ίδια. Μήπως είσαι συ ανώτερος από τους γενναίους εκείνους άνδρας, οι οποίοι ενικήθησαν από ένα απλό βλέμμα; Δεν ήκουσες τι λέγει ο Σολομών· «είναι δυνατόν να βαδίση κανείς επάνω εις τα αναμμένα κάρβουνα και να μη κατακαύση τα πόδια του; Ημπορεί να τοποθετήση κανείς φωτιά εις τα στήθια του χωρίς να καύση τα ρούχα του; Έτσι και όποιος θα πλησιάση ξένην γυναίκα». Διότι, και αν ακόμη δεν ήλθες εις σαρκικήν επαφήν με την πόρνην, αλλά με την επιθυμίαν ευρέθης κοντά της, και κατ’ αυτόν τον τρόπον διέπραξες την αμαρτίαν εις την ψυχήν σου. Και όχι μόνον κατά την ώραν εκείνην της παραστάσεως, αλλά και μετά τα τέλος του θεάτρου κατά την απομάκρυνσίν της, η εικόνα της μένει εις το μυαλόν σου, τα λόγια της, τα ενδύματά της, τα βλέμματά της, το βάδισμά της, τα καμώματά της, η συμπεριφορά της, τα πορνικά τραγούδια και αφού τραυματισθής αποχωρείς από εκεί. Δεν καταστρέφονται από εδώ αι οικογένειαι; Από εδώ δεν χάνεται η εγκράτεια; Από εδώ δεν διαλύονται οι γάμοι; Δεν προκαλούνται από εδώ πόλεμοι και διαμάχαι; Από εδώ δεν προέρχονται αι αηδίαι που είναι έξω από την λογικήν; Όταν σε κυριεύση αυτή και πηγαίνης εις το θέατρον σαν αιχμάλωτος, τότε και η γυναίκα σου σου φαίνεται αηδεστέρα και τα παιδιά σου φέρνουν βάρος και οι υπηρέται φορτικοί, και το σπίτι το θεωρείς ανώφελον, και αι καθημερινοί φροντίδες δια την τακτοποίησιν των αναγκαίων ζητημάτων φαίνεται να σε ενοχλούν και κάθε ένας που σε πλησιάζει σου γίνεται φορτικός και ενοχλητικός.
Η αιτία όλων αυτών είναι το ότι δεν επιστρέφεις μόνος σου εις το σπίτι σου, αλλά μαζί με την πόρνην, που έρχεται μαζί σου όχι φανερά αλλά κρυφά. Βέβαια αν ήτο ορατή θα ήτο ευκολοτέρα η κατάστασις διότι γρήγορα θα την εξεδίωκεν η σύζυγός σου· όμως έρχεσαι έχων θρονιασμένην την πόρνην εις το μυαλόν σου και την ψυχήν σου και σου ανάπτει από μέσα την Βαβυλώνιον κάμινον και μάλιστα πολύ περισσότερον από αυτήν· διότι εδώ δεν υπάρχουν στουπιά και νέφτι και πίσσα, αλλά αυτά που έχω αναφέρει παραπάνω γίνονται τροφή της φωτιάς και όλα αναστατώνονται. Και όπως ακριβώς αυτοί που βασανίζονται από πυρετόν, ενώ δεν έχουν να διατυπώσουν κανένα παράπονον δι’ αυτούς που τους εξυπηρετούν, εν τούτοις εξ αιτίας της σοβαρότητος της ασθενείας γίνονται δυσάρεστοι προς όλους, με το να αρνούνται την τροφήν, να κατηγορούν τους ιατρούς, να αγανακτούν προς τους συγγενείς των και να κατέχωνται από κακίαν δι’ αυτούς που τους φροντίζουν και τους εξυπηρετούν, έτσι λοιπόν και όσοι υποφέρουν από την φοβερόν αυτήν νόσον, δυσανασχετούν, αγανακτούν, επειδή βλέπουν συνέχεια εκείνην. Πράγματα ακατανόητα, αλήθεια! Ο λύκος και το λεοντάρι και τα άλλα θηρία όταν κτυπηθούν με το τόξον αποφεύγουν τον κυνηγόν, ο δε άνθρωπος, που είναι πιο λογικός, όταν δεχθή το τραύμα, τριγυρίζει αυτήν που τον επλήγωσεν, ώστε να υποστή βαρύτερον τραυματισμόν, και νοιώθει ευχαρίστησιν από το τραύμα, πράγμα που είναι χειρότερον και καθι- στςί αθεράπευτον την νόσον. Διότι πράγματι αυτός που δεν αποφεύγει την πληγήν, και δεν επιθυμεί την θεραπείαν, πως είναι δυνατόν να ζητήση τον ιατρόν;
Δια τούτο λοιπόν βασανίζομαι και με κυριεύει η λύπη, διότι αν και υφίστασθε τόσην μεγάλην πνευματικήν ζημίαν, εν τούτοις συχνάζετε εκεί και χάριν μικράς και πρόσκαιρου απολαύσεως υπομένετε συνεχή λύπην. Καθ’ όσον και προτού να ρηφθήτε εις την γέενναν και την κόλασιν εκείνην, και εδώ εις την γην τιμωρείσθε αυστηρά από τον ίδιον τον εαυτόν σας. Ή μήπως δεν είναι μεγαλυτέρα τιμωρία, ειπέ μου, το να τρέφης αυτού του είδους την επιθυμίαν και να φλέγεσαι συνεχώς και να φέρης μαζί σου εις κάθε μέρος την κάμινον του παρανόμου έρωτος και την κατηγορίαν της συνειδήσεως; Πώς θα πλησιάσης εις τα ιερά εκείνα πρόθυρα; Πώς θα εγγίσης την ουράνιον τράπεζαν; Πώς θα ακούσης τους λόγους που συνιστούν την εγκράτειαν, όταν είσαι γεμάτος από τόσα τραύματα και πληγάς και είναι το μυαλόν σου υποδουλωμένον εις το πάθος;
Και διατί πρέπει να συνεχίσω; Από όσα σας είπα ημπορείτε να αντιληφθήτε την λύπην της ψυχής μου. Τώρα, βλέπων κατά την διάρκειαν των λόγων αυτών να κτυπάτε τα μέτωπά σας, σας ευγνωμονώ, διότι είσθε τόσον ευσπλαχνικός λαός. Πιστεύω δε ότι πολλοί από αυτούς που δεν έχουν διαπράξει παρομοίαν αμαρτίαν κάμουν αυτό, επειδή λυπούνται δια τα τραύματα των συνανθρώπων των. Δι’ αυτό λοιπόν στενοχωρούμαι και βασανίζομαι επειδή φθείρει μίαν τόσον άξιαν ποίμνην ο διάβολος…
Αν όμως θέλετε αμέσως θα του αποφράξωμεν την είσοδον. Πως και με ποιον τρόπον; Εάν ίδωμεν τους ασθενείς υγιαίνοντας· εάν απλώσωμεν τα δίκτυα της διδασκαλίας και εξέλθωμεν εις αναζήτησιν αυτών που είναι εις τα νύχια του θηρίου και τους λυτρώσωμεν από το στόμα του λέοντος. Μη μου ειπής ότι είναι ολίγοι αυτοί που απεμακρύνθησαν από την ποίμνην. Είτε είναι μόνον δέκα, είτε πέντε, είτε δύο, είτε ένας και πάλιν η ζημία δεν είναι ασήμαντος. Επειδή, και ο ποιμήν εκείνος δι’ αυτό εγκατέλειψε τα ενενήκοντα εννέα πρόβατα και έτρεχε δια να εύρη το ένα, και δεν επέστρεψε μέχρις ότου το επανέφερε, και έτσι με την αποκατάστασιν του πλανηθέντος συνεπλήρωσε τον αριθμόν των εκατόν προβάτων, που ήτο ελλιπής με την απώλειαν εκείνου. Μη μου ειπής λοιπόν ότι είναι ένας, αλλά συλλογίσου ότι είναι μία ψυχή, χάριν της οποίας εδημιουργήθη ο κόσμος ολόκληρος· δι’ αυτήν εδόθησαν οι νόμοι, ωρίσθησαν αι τιμωρίαι, η κόλασις, τα αναρίθμητα θαύματα και τα ποικίλα έργα του Θεού· δι’ αυτήν δεν ελυπήθη ούτε τον Μονογενή Υιόν του ο Θεός.
Σκέψου πόση μεγάλη αξία επληρώθη και δια τον ένα μόνον, και να μη αδιαφορής δια την σωτηρίαν του, αλλά πήγαινε να τον επαναφέρης και να τον πείσης να μη ξαναπέση πλέον εις τα ίδια αμαρτήματα και τότε θα έχωμεν ικανοποιητικήν απολογίαν. Εάν όμως δεν ανέχεται ούτε εμένα να τον συμβουλεύσω, ούτε εσάς να τον νουθετήτε, θα χρησιμοποιήσω λοιπόν την εξουσίαν που μου έδωκεν ο Θεός, όχι βέβαια δια να σας βλάπτω, αλλά δια να σας οικοδομώ.
Δι’ αυτό σας το προλέγω και το φωνάζω με φωνήν δυνατήν, ότι, αν κανείς μετά την παραίνεσιν αυτήν και την διδασκαλίαν στραφή οικειοθελώς προς την παράνομον φθοράν που προκαλούν τα θέατρα, δεν θα τον δεχθώ εις το εξής εις τον ναόν αυτόν, δεν θα του μεταδώσω τα άγια μυστήρια, δεν θα του επιτρέψω να εγγίση την ιεράν τράπεζαν, αλλά όπως οι βοσκοί απομακρύνουν από τα υπόλοιπα πρόβατα όσα έχουν προσβληθή από ψώραν, δια να μη μεταδοθή και εις τα άλλα η ασθένεια, έτσι θα ενεργήσω και εγώ εις την προκειμένην περίπτωσιν.
Διότι, αν παλαιότερα ο λεπρός ήτο ηναγκασμένος να κάθεται έξω από το στρατόπεδον, ακόμη και αν ήτο βασιλεύς, απεμακρύνετο με το βασιλικόν στέμμα, πολύ περισσότερον ημείς θα εκδιώξωμεν από τον ιερόν αυτόν τόπον, αυτόν που η ψυχή του πάσχει από λέπραν. Διότι όπως εις την αρχήν εχρησιμοποίησα την παραίνεσιν και την συμβουλήν, έτσι και τώρα ύστερα από τόσην παραίνεσιν και διδασκαλίαν είναι ανάγκη. Πλέον να επιφέρω και την αποκοπήν. Καθ’ όσον έχω ένα χρόνον που εξελέγην αρχιεπίσκοπος της πόλεώς σας και δεν έπαυσα πολλάς φοράς να σας δίδω αυτάς τας συμβουλάς.
Επειδή όμως μερικοί εξακολουθούν να παραμένουν εις την σαπίλαν, ελάτε λοιπόν τώρα να πραγματοποιήσωμεν την εγχείρησιν αυτήν. Βέβαια δεν έχω μαχαίρι, αλλά έχω τον λόγον που είναι πιο κοπτερός και από το μαχαίρι· και αν δεν κρατώ φωτιάν, έχω την διδασκαλίαν που είναι θερμοτέρα και από την φωτιάν και ημπορεί να καυτηριάζη πιο αποτελεσματικά από αυτήν. Λοιπόν μη περιφρονής την απόφασίν μας. Διότι αν εγώ είμαι ασήμαντος και ελάχιστος, όμως έχω λάβει από την χάριν του Θεού την αξίαν που ημπορεί να πραγματοποιήση αυτό. Ας απομακρυνθούν λοιπόν από την εκκλησίαν οι αμετανόητοι, δια να γίνουν πιο υγιείς οι υγιείς και να ημπορέσουν οι ασθενείς να αποκτήσουν εκ νέου την υγείαν των απαλλασσόμενοι από την νόσον. Αν όμως εδοκιμάσατε φρίκην, όταν ηκούσατε αυτήν την απομάκρυνσιν (διότι βλέπω ότι όλοι δυσφορείτε και αντιδράτε εντός σας), ας αλλάξουν διαγωγήν και τότε δεν ισχύει η απόφασις. Διότι όπως έχω λάβει την δύναμιν να δεσμεύω, έτσι έχω και την δικαιοδοσίαν να λύω και να επαναφέρω πάλιν εις την εκκλησίαν.
Δεν θέλω να απομακρύνω βέβαια τους αδελφούς από την εκκλησίαν, αλλά να διαφυλάξω την εκκλησίαν από την εντροπήν. Τώρα και οι ειδωλολάτραι θα μας περιγελάσουν και οι Ιουδαίοι θα μας διακωμωδήσουν, όταν αδιαφορούμεν κατ’ αυτόν τον τρόπον κάθε φοράν που αμαρτάνομεν. Αν όμως εκδιώξωμεν τους αμετανοήτους τότε και αυτοί θα μας επαινέσουν και θα θαυμάσουν την εκκλησίαν, επειδή θα εντραπούν τους νόμους που ισχύουν εις ημάς.
Κανείς λοιπόν από αυτούς που επιμένουν εις αυτήν την πορνείαν να μη εισέρχεται εις τον ναόν, αλλά και από σας να δέχεται επιπλήξεις και να θεωρήται κοινός εχθρός μας. Διότι λέγει «αν κανείς δεν υπακούη εις τον λόγον μας, που σας γράφομεν με την επιστολήν αυτήν, σημαδεύτε τούτον και μη τον συναναστρέφεσθε με οικειότητα». Να κάμετε δηλαδή το εξής· ούτε να του ομιλήτε, ούτε να τον δέχεσθε εις τα σπίτια σας, ούτε να συντρώγετε με αυτόν, ούτε να έχετε δοσοληψίας με αυτόν, ούτε εις την αγοράν να επικοινωνήτε με αυτόν· και έτσι ευκολότερα θα τους επαναποκτήσωμεν. Και όπως ακριβώς οι κυνηγοί τα θηρία που δύσκολα συλλαμβάνονται όχι μόνον από ένα τόπον, αλλά από παντού τα καταδιώκουν και τα κατευθύνουν προς την παγίδα, έτσι και ημείς αυτούς που έχουν εξαγριωθή ως θηρία, ας τους παρωθήσωμεν ημείς από εδώ και σεις από εκεί και γρήγορα θα τους ρίψωμεν εις τα δίκτυα της σωτηρίας.
Και δια να γίνη αυτό αγανακτήσατε και σεις μαζί μου, ή μάλλον να αισθανθήτε λύπην δια τους νόμους του Θεού που παραβαίνονται, και να αποστραφήτε δι’ ολίγον χρόνον εκείνους από τους αδελφούς που πάσχουν από την ασθένειαν αυτού του είδους και δεν υπακούουν εις τας θείας εντολάς, δια να τους κερδίσετε παντοτινά. Εξ άλλου δεν θα έχετε μικρόν ευθύνην, όταν δείξετε αδιαφορίαν δια την απώλειαν αυτήν των αδελφών, αλλ’ αντιθέτως θα υποστήτε μεγάλην τιμωρίαν. Αφού, αν εις τα σπίτια των ανθρώπων συλληφθή κάποιος από τους υπηρέτας να κλέπτη κάτι χρυσόν ή ασημένιον αντικείμενον, δεν τιμωρείται μόνον ο κλέπτης, αλλά και όσοι τον εγνώριζαν και δεν τον κατήγγειλαν, πολύ περισσότερον ισχύει αυτό δια την εκκλησίαν. Διότι θα σου ειπή αυτά περίπου ο Θεός· όταν έβλεπες ότι από τον οίκον μου εκλάπη όχι αργυρούν ή χρυσούν αντικείμενο, αλλά η σωφροσύνη, και ότι ο κοινωνών του Τίμιου Σώματος και μετέχων εις την ανάλογον θυσίαν εσύχναζεν εις τους χώρους του διαβόλου και διέπραττε τόσον μεγάλην παρανομίαν, διατί δεν ωμίλησες; Διατί το ηνέχθης; Διατί δεν το κατήγγειλες εις τον ιερέα; Και βέβαια δεν θα σου ζητηθούν δι’ αυτό ασήμαντοι ευθύναι.
Δι’ αυτό λοιπόν και εγώ, αν και πρόκειται να σας κάμω να λυπηθήτε, δεν θα αποφύγω τίποτε απ’ όσα σας στενοχωρούν περισσότερον. Είναι πολύ καλύτερα να σας στενοχωρώ εδώ εις την γην και να σας λυτρώσω με τον τρόπον αυτόν από την μελλοντικήν καταδίκην, παρά να σας ευχαριστήσω με τα λόγια μου και να τιμωρηθώ τότε μαζί με εσάς. Διότι δεν είναι καλόν δι’ εμέ, ούτε ακίνδυνον, το να ανέχωμαι αυτά χωρίς διαμαρτυρίαν, καθ’ όσον ο καθένας σας θα λογοδοτήση μόνον δια τον εαυτόν του, ενώ εγώ είμαι υπεύθυνος δια την σωτηρίαν όλων σας.
Δια τούτο λοιπόν δεν θα παύσω να κάμω και να λέγω το κάθε τι, είτε πρέπει να σας λυπήσω, είτε πρέπει να καταστώ βαρετός και φορτικός, ώστε να ημπορέσω να σταθώ εις το φοβερόν εκείνο βήμα, χωρίς να έχω σπίλον ή ρυτίδα ή κάτι από τα παρόμοια ελαττώματα. Μακάρι δε με τας ευχάς των αγίων να επιστρέψουν γρήγορα εις την εκκλησίαν όσοι έχουν διαφθαρή και όσοι έμειναν αγνοί να προοδεύσουν περισσότερον εις την κοσμιότητα και την σωφροσύνην, ώστε και σεις να εξασφαλίζετε την σωτηρίαν και εγώ να ευχαριστούμαι και ο Θεός να δοξάζεται τώρα και πάντοτε και εις τους ατελεύτητους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ – ΕΠΕ ΤΟΜΟΣ 31
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ