Κομμουνισμός – Φασισμός – Εθνικοσοσιαλισμός
Πώς χειρίστηκε ο Ολοκληρωτισμός τις Εκκλησίες
FRIEDRICH JOACHIM CARL
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ (ΝΗΣΙΔΕΣ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΥ) ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ:
ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ (1956 ) ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΡΟΠΗ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Ένα διάσημο σύνθημα του μαρξιστικού κινήματος χαρακτηρίζει τη θρησκεία ως όπιο για το λαό. Σε αυτή τη διαπίστωση περιέχεται ένα μεγάλο μέρος της ολοκληρωτικής στάσης απέναντι στη θρησκεία. Ιδιαίτερα οι κομμουνιστές έχουν την τάση να θεωρούν τις εκκλησίες συνεργούς της υπάρχουσας καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι’ αυτούς η θρησκευτική πίστη δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια δεισιδαιμονία, η οποία διατηρείται προκειμένου να παραπλανά τον απλό άνθρωπο. Η πίστη σε έναν θεό που δεν υπάρχει και ο φόβος μπροστά σε μια μη υπάρχουσα μελλοντική ζωή χρησιμοποιούνται σύμφωνα με την άποψή τους, προκειμένου να εμποδίσουν το λαό να διαμορφώσει μια έλλογη αντίληψη για το κράτος, την ιστορία και την κοινωνία. Οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές, οι οποίοι όσον αφορά αυτό όπως και σε κάποια άλλα ζητήματα βρίσκονται ιδεολογικά σε οξύτατη αντίθεση με τους κομμουνιστές, καταδίκασαν αυτή τη θεωρία του μαρξισμού, και κατά συνέπεια θεωρήθηκαν από πολλούς ως υπερασπιστές της εκκλησίας και της θρησκείας, μολονότι τόσο ο Μουσολίνι όσο και ο Χίτλερ είχαν πολλές φορές απερίφραστα εκφράσει την εχθρική τους στάση απέναντι στη θρησκεία. Από κάθε άποψη είναι ανάγκη να αντιληφθούμε καθαρά αυτή την αξεπέραστη αντίθεση ανάμεσα σε χριστιανική πίστη και χριστιανική εκκλησία από τη μια πλευρά και στους ολοκληρωτικούς από την άλλη, μολονότι τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία αυτή παραγνωρίστηκε από υψηλούς αξιωματούχους της καθολικής και της προτεσταντικής εκκλησίας.
Παρά αυτή την ομοιότητα είναι σωστό, ότι οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές ακολούθησαν από την αρχή μια εκκλησιαστική πολιτική, η οποία βρισκόταν σε σφοδρή αντίθεση με το γνωστό αθεϊστικό κίνημα των μπολσεβίκων. Διότι με αυτό το αθεϊστικό κίνημα ο μπολσεβικισμός επιτέθηκε από την αρχή στη χριστιανική εκκλησία με τον πιο σφοδρό τρόπο, προβαίνοντας έτσι σε μια εκτεταμένη εξολόθρευση των χριστιανικών οργανώσεων. Στην εκκλησιαστική τους πολιτική οι μπολσεβίκοι ακολούθησαν την μαρξιστική αντίληψη που σημειώσαμε παραπάνω, όπως αυτή εκφράστηκε σε σφοδρές δηλώσεις του Λένιν. Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε δύο απ’ αυτές: «Η θρησκεία είναι ένα είδος κακής ποιότητας αλκοόλ, μέσα στο οποίο οι σκλάβοι του κεφαλαίου πνίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους και την αξίωσή τους για μια λίγο πολύ αξιοπρεπή ύπαρξη».
«Όλες οι καταπιεστικές τάξεις – χωρίς εξαίρεση -για τη διατήρηση της εξουσίας τους χρειάζονται δύο κοινωνικές λειτουργίες: αυτή του δήμιου και αυτή του παπά. Ο δήμιος πρέπει να καταπνίγει τις διαμαρτυρίες και την εξέγερση των καταπιεσμένων, ενώ ο παπάς πρέπει να τους περιγράφει με ωραία χρώματα προοπτικές που στοχεύουν στον μετριασμό των βασάνων και των θυσιών με σκοπό τη διατήρηση της ταξικής κυριαρχίας … ώστε ακριβώς με αυτόν τον τρόπο να συμφιλιώνονται με αυτή την κυριαρχία, να απέχουν από επαναστατικές πράξεις, να υπονομεύουν τον επαναστατικό τρόπο σκέψης τους και να καταστρέφουν την επαναστατική τους αποφασιστικότητα».
Με βάση αυτή την αντίληψη οι μπολσεβίκοι πραγματοποίησαν τον εξολοθρευτικό τους αγώνα κατά της θρησκείας, ο οποίος διήρκησε μέχρι τα τέλη της μεγάλης εκκαθάρισης της περιόδου 1936-1938. Οι περίοδοι της πιο σφοδρής καταδίωξης είναι τα χρόνια 1922/23, 1929/30 και 1937/38. Η πρώτη βασική επίθεση έπρεπε να εξαλείψει την ελληνορθόδοξη ιερατική εξουσία. Τότε συνέλαβαν τον πατριάρχη και εκτόπισαν τους πατριάρχες που εμφανίστηκαν στη θέση του. Την ίδια εποχή οι μπολσεβίκοι ενθάρρυναν ακτιβιστές κομμουνιστές να προβούν σε αυθόρμητες τοπικές ενέργειες, οι οποίες κατέληξαν στη λεηλασία και το κλείσιμο πολλών εκκλησιών. Οι ίδιες οι ενορίες παροτρύνθηκαν να κλείσουν τις εκκλησίες τους και να τις μεταβάλουν σε μουσεία. Το 1925 οργανώθηκε η Λίγκα των Ερασιτεχνών Αθεϊστών, η οποία φρόντιζε για αυτή την εκστρατεία. Ακολούθησε μια όξυνση του αγώνα εναντίον της θρησκείας μέσα στα σχολεία. Ιδιαίτερα βίαιες ήταν οι συνθήκες την περίοδο των εκκαθαρίσεων. Τότε πολλοί ιερείς κατηγορήθηκαν για αντεπαναστατικό σαμποτάζ. Λόγω όλων αυτών των εξελίξεων η ελληνορθόδοξη εκκλησία εκφοβίστηκε και καταστράφηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε δεν μπορούσε πλέον να θέσει κανένα εμπόδιο στην ολοκληρωτική εξουσία.
Οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές ισχυρίζονταν, ότι θέλουν να πολεμήσουν ενάντια σε αυτή την πολιτική, και μάλιστα αυτό που είχε αρχικά σημασία γι’ αυτούς ήταν να νομιμοποιήσουν μέσω αυτού του αγώνα τη δικτατορία τους εκείνοι, οι οποίοι δεν ανήκαν στο κίνημα. Όμως στην πραγματικότητα και αυτοί κατέστησαν τη θρησκεία μια απλή λειτουργία πολιτικών καθηκόντων. Απαιτούσαν μια πολιτική ομολογία πίστης, η οποία πρέπει να τίθεται πάνω από κάθε θρησκεία.
Ο Άντολφ Χίτλερ το είχε ήδη εκφράσει αυτό σαφώς και ξεκάθαρα στο Mein Kampf.
«… για μένα όπως και για όλους τους αληθινούς εθνικοσοσιαλιστές υπάρχει μονάχα ένα δόγμα: λαός και πατρίδα. Αυτά για τα οποία πρέπει να αγωνιστούμε είναι η εξασφάλιση της ύπαρξης και της αναπαραγωγής της φυλής μας και του λαού μας, η διατροφή των παιδιών του, η διατήρηση της καθαρότητας του αίματος και η ελευθερία και ανεξαρτησία της πατρίδας, ώστε ο λαός μας να μπορέσει σιγά-σιγά να ωριμάσει για την εκπλήρωση της αποστολής που έχει ανατεθεί επίσης σε αυτόν από τον δημιουργό του σύμπαντος. Κάθε σκέψη και ιδέα, κάθε διδασκαλία και γνώση πρέπει να υπηρετούν αυτόν τον σκοπό».
Ο Μουσολίνι ήταν ακριβώς εξίσου ξεκάθαρος όσον αφορά την αντίληψή του για μια «κοσμική θρησκεία». Στη Θεωρία του φασισμού διαβάζουμε τα εξής: «Ο φασισμός είναι μια θρησκευτική ιδέα, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος θεάται ως προς την εσωτερική του σχέση με έναν ανώτερο νόμο, με μια έσχατη βούληση, η οποία ξεπερνάει το μεμονωμένο ον ως τέτοιο και το ανυψώνει σε συνειδητό μέλος μιας πνευματικής κοινωνίας … Ο άνθρωπος του φασισμού είναι, ακριβώς ως ατομικότητα, ταυτόχρονα λαός και πατρίδα, ένας ηθικός νόμος, ο οποίος ενώνει μεμονωμένους ανθρώπους και γενιές σε μια παράδοση και σε μια αποστολή … Το έθνος δημιουργείται μέσω του κράτους, το οποίο δίνει στο λαό που είναι προσηλωμένος στη δίκιά του εσωτερική ενότητα μια θέληση και επομένως επίσης μια πραγματική ύπαρξη … Το έθνος ως κράτος είναι μια ηθική ουσία, η οποία υπάρχει και ζει μονάχα όταν αναπτύσσεται. Η ακινησία σημαίνει γι’ αυτή θάνατος … Κοντολογίς, ο φασισμός δεν είναι μόνο νομοθέτης και ιδρυτής θεσμών, είναι επίσης παιδαγωγός και παρακινητής για μια πνευματική ζωή».

προπαγανδιστική αφίσα του 1933 γράφει: «Ο αγώνας του Χίτλερ και η διδασκαλία του Λούθηρου είναι η καλύτερη άμυνα για τον γερμανικό λαό».
Όμως αυτές οι απόψεις από μόνες τους δεν αποκλείουν το γεγονός, ότι κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει τη θρησκεία και ακόμα και τις εκκλησίες ως ωφέλιμους βοηθούς στον αγώνα για την εξουσία μέσα στο κράτος. Τόσο ο Χίτλερ όσο και ο Μουσολίνι καθόρισαν την αξία της θρησκείας σύμφωνα με τέτοιους πολιτικούς σκοπούς. Ο Μουσολίνι την τόνισε κατηγορηματικά: «Στο φασιστικό κράτος η θρησκεία θεωρείται ως μία από τις πιο βαθιές μορφές έκφρασης του πνεύματος. Γι’ αυτό και αυτή όχι μόνο χαίρει σεβασμού, αλλά επίσης προστασίας και υπεράσπισης». Αυτά έγραφε ο Μουσολίνι και πρόσθετε, ότι ο φασισμός δεν προσπαθεί άσκοπα να διώξει τη θρησκεία από τα κεφάλια των ανθρώπων, όπως επιχειρεί ο μπολσεβικισμός.
Όμως τι προκύπτει, όταν η θρησκεία ή οι εκκλησίες με τις απαιτήσεις τους έρχονται σε αντίθεση με το φασιστικό κράτος; Η πάλη που ξέσπασε μεταξύ φασισμού και εκκλησίας, εξαιτίας της ανατροφής των νέων, είναι χαρακτηριστική γι’ αυτή την περίπτωση, και οι ολοκληρωτικοί είχαν αντιληφθεί από την αρχή την πιθανότητα μιας τέτοιας αντιπαλότητας. Θρησκεία και εκκλησία είναι ακριβώς μια περαιτέρω «νησίδα αποχωρισμού», η οποία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, αλλά πρέπει να υποταχθεί και να ευθυγραμμιστεί. Αντίθετα η Σοβιετική Ένωση με το πέρασμα του χρόνου έμαθε, ότι θρησκεία και εκκλησιαστική οργάνωση έχουν μια ορισμένη πολιτική αξία και ότι κάποιος θα πρέπει να τις προωθεί, όταν αυτές είναι πρόθυμες να υποταχθούν στην ολοκληρωτική δικτατορία. Έτσι λοιπόν αποδεικνύεται, ότι, μολονότι οι δύο ιδεολογίες αρχικά ήταν διαμετρικά αντίθετες όσον αφορά τη θρησκεία και την εκκλησία, η εκκλησιαστική πολιτική των κομμουνιστών και των φασιστών τελικά συμπίπτει όσον αφορά έναν εργαλειακό, έλλογο ως προς τους σκοπούς του εκφυλισμό της εκκλησιαστικής οργάνωσης και της θρησκευτικής ζωής. Όμως οι σκοποθεσίες αυτού του είδους, όσο δυναμικές κι αν είναι, συναντούν εδώ στη θρησκεία και την οικογένεια όρια, τα οποία προκύπτουν από τη φύση της ίδιας της θρησκείας. Γι’ αυτό οι χριστιανικές εκκλησίες αμύνθηκαν κάνοντας αντιπολίτευση, αντίσταση και θυσίες ενάντια στις απαιτήσεις των ολοκληρωτικών δικτατοριών. Ένας συγγραφέας διατύπωσε το θέμα πολύ σύντομα και περιεκτικά ως εξής: «Αν αυτός (ο Χίτλερ) γνώριζε τη χριστιανική εκκλησία, μάλιστα, αν γνώριζε πραγματικά τον εαυτό του και τη φύση του κόμματός του, τότε βέβαια θα υπήρχε μια θανάσιμη έχθρα από την πρώτη μέρα». Όπως είδαμε, ο Χίτλερ δεν γνώριζε, αλλά πίστευε, ότι πρέπει να υπερασπίσει την εκκλησία εναντίον του μαρξισμού, όπως επίσης εναντίον της δικιάς της διαφθοράς. Μάλιστα, κάποια στιγμή προχώρησε τόσο πολύ ώστε να ισχυριστεί, ότι καθήκον του είναι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια πραγματικά βαθιά, εσωτερική θρησκευτικότητα.
Αυτό όμως που πρέπει να κρατήσει κανείς από αυτόν τον ζήλο του Χίτλερ για μια πραγματική εσωτερική θρησκευτικότητα, συνάγεται από τις συζητήσεις με τον Ράουσνινγκ: «Ρ.: -Τι πιστεύετε, θα γίνουν οι μάζες ποτέ ξανά χριστιανικές; X.: -Ποτέ ξανά … Οι παπάδες … θα εγκαταλείψουν εξαιτίας μας τον αγαπημένο τους Θεό … θα αντικαταστήσουν τον σταυρό με τη σβάστικα. Θα κάνουν τελετές για το καθαρό αίμα του λαού μας αντί για το αίμα του μέχρι τώρα λυτρωτή τους».
Εντελώς τις ίδιες ιδέες βρίσκουμε επίσης στις μυστικές του συνομιλίες, όπου λέει τα εξής: «Το κόμμα κάνει καλά που κρατάει απόσταση από την εκκλησία». «Δεν με ενδιαφέρουν τα θρησκευτικά δόγματα, όμως επίσης δεν ανέχομαι ένας παπάς να νοιάζεται για επίγεια ζητήματα». Σε αυτή τη συνάφεια ο Χίτλερ κριτίκαρε τον X. Σ. Τσάμπερλαιν εξαιτίας της πίστης του στον χριστιανισμό ως ενός πνευματικού κόσμου, καθώς και τον Μουσολίνι, επειδή αυτός έκανε συμβιβασμούς με την εκκλησία. Έτσι ενώ είπε γι’ αυτόν ότι είναι «ένα ελεύθερο πνεύμα», με το οποίο φυσικά ήθελε να πει, ότι ο Μουσολίνι συμφωνεί μαζί του, ότι ο χριστιανισμός είναι «ένα κλαδί που μαραίνεται», εν τούτοις ο ίδιος «θα έκανε εισβολή στο Βατικανό και θα έβγαζε έξω ολόκληρη την κοινωνία».
Είναι απαραίτητο να έχουμε γερά κατά νου αυτές τις βάρβαρα ειλικρινείς διαπιστώσεις του Χίτλερ, αν θέλουμε να καταλάβουμε την πραγματική σημασία τέτοιων ισχυρισμών όσον αφορά την τακτική, όπως ότι η θρησκεία είναι ένας σημαντικός παράγοντας στη ζωή του λαού. Στο Mein Kampf ο Χίτλερ είχε γράψει αρχικά, ότι «το κίνημα» βλέπει «και στις δύο εκκλησίες εξίσου πολύτιμα στηρίγματα» για την περαιτέρω ύπαρξη του λαού. Όμως παρ’ όλα αυτά στη συνέχεια προέκυψαν σημαντικές αμφιβολίες σε αυτόν όσον αφορά αυτή τη λειτουργία των εκκλησιών, και ο Χίτλερ σκόπευε, μετά τον πόλεμο, να καταπιαστεί με το πρόβλημα της εκκλησίας ως το τελευταίο μεγάλο πρόβλημα. Μάλιστα σκόπευε να τη μετατρέψει σε ιδρύματα, στα οποία θα τελούταν κατάλληλα η φυλετική πίστη.
Βέβαια κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί, αν η ανοικτή μετωπική επίθεση κατά της θρησκείας, σαν αυτή που έκαναν αρχικά οι μπολσεβίκοι, δεν είναι το μικρότερο κακό. Διότι ούτε στη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του ’20, ούτε πρόσφατα στα δορυφόρα κράτη, υπήρχε ο κίνδυνος οι εκκλησίες να διαφθαρούν από μια εμπλοκή με τον ολοκληρωτισμό. Μόνο πρόσφατα, όπως δείξαμε, εμφανίστηκαν τέτοιες τάσεις στην ελληνορθόδοξη εκκλησία. Όμως αυτό είναι ακριβώς το αποτέλεσμα του ότι οι Σοβιετικοί σήμερα όσον αφορά την εκκλησιαστική τους πολιτική μοιάζουν με τους φασίστες και τους εθνικοσοσιαλιστές. Επίσης ενώ αυτοί επιτρέπουν στις εκκλησίες να λειτουργούν μέσα σε στενά πλαίσια, εν τούτοις τις αναγκάζουν να κρατούν απόσταση από όλες τις πολιτικο-κοσμικές υποθέσεις και να υποστηρίζουν το καθεστώς. Σε αυτή την περίπτωση η παραδοσιακή δουλοπρέπεια της ελληνορθόδοξης εκκλησίας έσπευσε προς βοήθεια του σοβιετικού καθεστώτος. Διότι ένας κλήρος, ο οποίος είχε υποστηρίξει με ασθενή τρόπο την αυταρχία των τσάρων, μετά τις μεγάλες διώξεις δεν ήταν πλέον ικανός να καταπολεμήσει το σοβιετικό καθεστώς.
Η στροφή στις σχέσεις ανάμεσα σε εκκλησία και κράτος, ή ίσως θα έπρεπε κανείς να πει ανάμεσα σε εκκλησία και κόμμα, στη Σοβιετική Ένωση εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τότε οι Σοβιετικοί έκαναν την εκκλησιαστική τους πολιτική πιο ανεκτική, αναμένοντας ότι δεν θα απογοητευτούν, ότι η εκκλησία θα ευλογήσει τον μεγάλο πόλεμο της πατρίδας εναντίον του ξένου κατακτητή. Εκείνη την εποχή ο Στάλιν σε μια συνέντευξη με έναν Αμερικανό, καθολικό κληρικό, χαρακτήρισε τον εαυτό του ως «έναν εκπρόσωπο της ελευθερίας της συνείδησης και της ελευθερίας της λατρείας του Θεού». Αυτός μάλιστα προχώρησε τόσο πολύ, ώστε μίλησε για τη δυνατότητα μιας συνεργασίας με τον Πάπα στον κοινό αγώνα εναντίον της δίωξης της καθολικής εκκλησίας». Αυτή η συνεργασία ωστόσο δεν έγινε. Όμως η μεταχείριση της ελληνορθόδοξης εκκλησίας δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στην παλιά αυστηρότητα, και έτσι η εκκλησία έγινε όλο και περισσότερο ένα παράρτημα του κόμματος. Πριν τις εκλογές του 1953 ο ανώτατος πατριάρχης της Μόσχας δεν δίστασε να δηλώσει, ότι πουθενά στον κόσμο η εκκλησία δεν είναι τόσο ελεύθερη όπως στη Σοβιετική Ένωση, και αμέσως μετά ευλόγησε εκείνους οι οποίοι θα έδιναν τις ψήφους τους υπέρ του κομμουνιστικού εκλογικού συνασπισμού. Παρόμοια ο κλήρος χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα από τους Σοβιετικούς για προπαγανδιστικούς σκοπούς, ιδιαίτερα σε σχέση με τις εκστρατείες ειρήνης, τα ψηφίσματα των οποίων υποστηρίχθηκαν από τους πατριάρχες και τους κληρικούς της ελληνορθόδοξης εκκλησίας.
Η ελληνορθόδοξη εκκλησία δικαιολόγησε τη συνεργασία της με το σοβιετικό καθεστώς – η οποία πιθανώς σε πάρα πολλά μέλη της εκκλησίας μπορεί να φαινόταν εντελώς ανεπιθύμητη – με το ότι το καθεστώς είναι θέλημα Θεού και με το «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Τα θεολογικά σοφίσματα, με τα οποία δικαιολογείται η υποταγή στον κομμουνισμό, αποτυπώνονται σε ένα άρθρο ενός κληρικού, του Β. Ραντσιάνκο (W. Radsjanko), το οποίο δημοσιεύτηκε σε μια εφημερίδα του πατριάρχη της Μόσχας. Εκεί λέγονται τα εξής: «Δόξα τω Θεώ που πραγματοποιήθηκαν ο χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, η απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής γης και περιουσίας, όπως επίσης και οι διώξεις και το κλείσιμο των εκκλησιών. Διότι όλα αυτά συνέβησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ένας αγώνας εναντίον τους θα σήμαινε αντίσταση ενάντια στις προθέσεις του Θεού». Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις διαπιστώσεις, δεν είναι να απορούμε που το 1955 η σοβιετική κυβέρνηση «στόλισε με παράσημα» υψηλούς ελληνορθόδοξους κληρικούς για «το πατριωτικό τους έργο και το ρόλο τους στο ειρηνιστικό κίνημα».
Και παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να υπάρχει μια αντιπολίτευση ενάντια στη σοβιετική εκκλησιαστική πολιτική. Από τη δεκαετία του ’20 μαθαίνουμε για πολλά θρησκευτικά παράνομα κινήματα και για γενναίους κληρικούς της πιο διαφορετικής αντίληψης, οι οποίοι δίδαξαν το Λόγο του Θεού με κίνδυνο τη ζωή τους· επίσης μαθαίνουμε για ενορίες, οι οποίες συναντιούνταν κρυφά, για ομάδες νεολαίας, οι οποίες διατήρησαν την πίστη τους. Μάλιστα, ένα διάστημα υπήρχαν μυστικές θεολογικές ομάδες εργασίας, οι οποίες προσπαθούσαν να καλύψουν το κενό που είχε δημιουργηθεί λόγω της σύλληψης και του εκτοπισμού τόσο πολλών κληρικών. Ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα να ανοίξουν ξανά πολλές εκκλησίες και μάλιστα μια φορά υπό γερμανική κατοχή, όμως επίσης και λόγω μιας φιλελευθεροποίησης της σοβιετικής εκκλησιαστικής πολιτικής. Με αυτόν τον τρόπο η θρησκευτική δραστηριότητα αφυπνίστηκε ξανά. Όμως οι Σοβιετικοί μάλλον πίστεψαν ότι η θρησκεία σύντομα θα ξαναεξαφανιστεί, επειδή βέβαια η εκκλησία ελεγχόταν από το κράτος και η νεολαία δεν διδασκόταν κανένα θρησκευτικό μάθημα. Όμως είναι ολοφάνερο ότι η θρησκεία συνεχίζει να ζει μέσα στο λαό, διότι ειδάλλως η επίσημη προπαγάνδα των Σοβιετικών δεν θα ασχολούταν διαρκώς μαζί της. Σύμφωνα με μια πρόσφατη επίσημη διακήρυξη των Σοβιετικών, η ύπαρξη μιας εκ νέου θρησκευτικής αφύπνισης μπορεί να εξηγηθεί με βάση τα ακόλουθα γεγονότα:
«Η συνείδηση του λαού τρέχει κουτσαίνοντας πίσω από τις αλλαγές που συντελούνται στη ζωή μιας κοινωνίας. Αυτή η σκέψη αποδεικνύεται αληθινή ιδιαίτερα όσον αφορά τη θρησκεία, αφού αυτή είναι μια μορφή κοινωνικής συνείδησης, η οποία τρέχει κουτσαίνοντας πίσω από την ανάπτυξη της βάσης περισσότερο απ’ ό,τι όλα τα άλλα στοιχεία του εποικοδομήματος, επειδή κατέχει έναν ορισμένο βαθμό ανεξαρτησίας. Ένας άλλος λόγος για το ότι η θρησκεία επιμένει να συνεχίζει να ζει, είναι η επιρροή της καπιταλιστικής περικύκλωσης».
Παλιά θρησκευτικά έθιμα, ιδιαίτερα στις μουσουλμανικές περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης, αντιστάθηκαν στον επίσημο σοβιετικό αθεϊσμό. Υπάρχουν συνολικά περίπου 30 εκατομμύρια μουσουλμάνοι. Η Σοβιετική Ένωση έκανε επανειλημμένως πολύ βίαιες εκστρατείες, προκειμένου να εξουδετερώσει την επιρροή των μουλάδων και να κλείσει όλα τα τζαμιά. Έτσι π. χ. το 1941 στην Κριμαία ούτε ένα τζαμί δεν ήταν πλέον ανοικτό. Όμως αμέσως μετά τη γερμανική κατοχή οι κοινότητές τους άνοιξαν αυθόρμητα ξανά 50 τζαμιά. Επίσης πριν από λίγο καιρό σοβιετικοί προπαγανδιστές συσχέτισαν το Ισλάμ με τον αποικιοκρατισμό και τον ιμπεριαλισμό και ισχυρίστηκαν, «ότι το Ισλάμ καθρεφτίζει τον ζυγό και την αντίληψη των εκμεταλλευτών». Όμως και εδώ εμφανίστηκε μια απότομη στροφή ως συνέπεια της σοβιετικής πολιτικής απέναντι στους Άραβες.
Το 1954 η εκστρατεία εναντίον της θρησκείας οξύνθηκε ξανά. Η κεντρική επιτροπή του κόμματος εξέδωσε μια απόφαση, σύμφωνα με την οποία τα μέλη και οι οργανώσεις της Κομσομόλ καλούνται να κάνουν πιο δραστήρια αντιθρησκευτική προπαγάνδα και να καταπολεμήσουν τα τελευταία απομεινάρια της θρησκείας. Εν τούτοις αυτή η απόφαση είχε τον τίτλο «Σφάλματα όσον αφορά τη διεξαγωγή της επιστημονικο-αθεϊστικής προπαγάνδας στη δημοσιότητα», και δεν έπρεπε να προκαλέσει καμιά καινούρια, ανοικτή καταστολή, αλλά πολύ περισσότερο σκοπός της ήταν να ενισχύσει τα μέλη του κόμματος όσον αφορά την αθεϊστική τους αντίληψη χωρίς ταυτόχρονα να διαταράξει τις σχέσεις κράτους, κόμματος και εκκλησίας. Γι’ αυτό κάποιοι ερμήνευσαν αμέσως αυτό το διάταγμα ως εξής, ότι αυτή η αντιθρησκευτική προπαγάνδα δεν πρέπει να εκφυλιστεί σε βία, επειδή ίσως κάτι τέτοιο θα είναι πολύ επιζήμιο για το κόμμα. Ως εκ τούτου λοιπόν το περιοδικό της κεντρικής επιτροπής, το Partijnajashisn, τόνιζε, ότι η μέθοδος είναι τώρα πλέον αυτή της εκπαίδευσης και όχι του καταναγκασμού.
Το καθεστώς σήμερα είναι εντελώς σε θέση να αποκτήσει μια τέτοια αυτοσυγκράτηση, διότι οι βιαιότητες του παρελθόντος, όπως δείξαμε, έχουν εξουδετερώσει την αντίσταση του ανώτερου κλήρου με τέτοιο τρόπο, ώστε τώρα να είναι εντελώς έτοιμος να υπηρετήσει το κράτος. Η αυξανόμενη οστεοποίηση έχει διαλύσει τις κοινότητες των χωριών, στις οποίες ήταν ριζωμένη η λατρεία του Θεού. Στα σημερινά κέντρα των πόλεων οι κομμουνιστικές μορφές ζωής προσφέρουν λίγη ευκαιρία για θρησκευτικές λειτουργίες, ιδιαίτερα αφού η Σοβιετική Ένωση προσπαθεί διαρκώς να τις εμποδίσει. Συνεπώς ακόμα και αν συνεχίζει να υπάρχει θρησκευτικό συναίσθημα στο λαό, εν τούτοις σήμερα στη Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει καμιά πραγματική μορφή έκφρασης γι’ αυτή τη θρησκευτικότητα, η οποία θα ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την επικράτηση ή πολύ περισσότερο το μονοπώλιο του ίδιου του κόμματος στους μη υλικούς τομείς της ζωής·
Η θρησκευτική πολιτική στα κομμουνιστικά δορυφόρα κράτη δείχνει να έχει μάθει πολλά από τις εμπειρίες στη Σοβιετική Ένωση. Όπου το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν αδύναμο και η εκκλησία δεν ήταν σημαντική, τα κατέστειλαν. Σε μια χώρα όπως η Πολωνία αντίθετα, στην οποία η εκκλησία είναι βαθιά ριζωμένη λόγω μιας μακράς ιστορίας, ενήργησαν πιο προσεκτικά. Γι’ αυτό παρά τη φυλάκιση εκατοντάδων κληρικών το θρησκευτικό έργο της καθολικής εκκλησίας συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό· νέες εκκλησίες κατασκευάστηκαν και παλιές ξαναεπισκευάστηκαν. Μάλιστα υπάρχει ένα καθολικό πανεπιστήμιο στο Λούμπλιν. Όμως το κομμουνιστικό καθεστώς φυσικά εργάζεται διαρκώς προκειμένου να υπονομεύσει την ανεξαρτησία της εκκλησίας. Έτσι δημιουργήθηκε μια ομάδα συνεργατών, οι οποίοι ονομάζονται πατριώτες ιερείς και πρέπει υποτίθεται να υπερασπίζονται την Πολωνία ενάντια σε γερμανικές επιθέσεις. Ο παραλογισμός μιας τέτοιας αποστολής δείχνει ξεκάθαρα, ότι ουσιαστικά πρόκειται για άλλα καθήκοντα. Ο ανώτατος κληρικός της Πολωνίας, ο καρδινάλιος Βιτσίνσκι (Wyszynski), ο οποίος είναι γνωστός ως ένας ανοικτός αντίπαλος του κομμουνισμού, εξορίστηκε σε ένα μοναστήρι. Το 1952 και το 1953 φυλακίστηκαν οι πρώτοι επίσκοποι και πάρα πολλοί κατηγορήθηκαν ότι είναι αμερικανοί κατάσκοποι. Η κυβέρνηση μετά απ’ αυτό διόρισε στη θέση τους πατριώτες ιερείς. Και σε αυτή την περίπτωση αποδεικνύεται η πρόοδος όσον αφορά την υποταγή της εκκλησίας, μολονότι αυτή δεν έχει προχωρήσει τόσο πολύ όσο στη Γιουγκοσλαβία ή στην Ουγγαρία, όπου ως γνωστόν και καρδινάλιοι έχουν ριχτεί στη φυλακή .
Αυτή η σημαντική προσπάθεια της εκκλησίας στα δορυφόρα κράτη θυμίζει αυτό που επιχείρησαν οι εκκλησίες ή πολύ περισσότερο ομάδες μέσα στην προτεσταντική και καθολική εκκλησία υπό το καθεστώς των εθνικοσοσιαλιστών (σε ένα πολύ περιορισμένο βαθμό επίσης υπό το καθεστώς του Μουσολίνι). Η ιστορία αυτής της εκκλησιαστικής αντίστασης είναι πολύ περίπλοκη. Τις πρώτες μέρες του κινήματος και αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας αυτή η προσπάθεια υποστηρίχτηκε από ένα μεγάλο μέρος του προτεσταντικού κλήρου. Λόγω της σύνδεσής του με την αυτοκρατορική Γερμανία αυτός ο κλήρος ήταν πρόθυμος, ήδη λόγω της αντισοσιαλιστικής και αντικαθολικής του αντίληψης, να χαιρετήσει ένα κίνημα, το οποίο ισχυριζόταν ότι επιδιώκει την επανίδρυση μιας συντηρητικής χριστιανικής κοινωνικής οργάνωσης. Παρά την παραδοσιακά ακλόνητη πίστη του στο αλάθητο της αυθεντίας ο κλήρος ήταν πρόθυμος να παραβλέψει τις μη χριστιανικές ιδέες και πράξεις του κινήματος, και μάλιστα, ένας σημαντικά μεγάλος αριθμός αυτού του προτεσταντικού κλήρου παρέμεινε μέχρι το τέλος εθνικοσοσιαλιστικός.
Όμως πολύ σύντομα μέσα στις γραμμές του προτεσταντικού κλήρου γεννήθηκε μια σφοδρή αντιπολίτευση. Ο αγώνας άναψε εν μέρει λόγω ενός ζητήματος, το οποίο βρισκόταν στο κέντρο της χιτλερικής ιδεολογίας, δηλαδή του φυλετικού ζητήματος. Κανένας χριστιανός, ο οποίος γνωρίζει τις διδασκαλίες της εκκλησίας, και ιδιαίτερα κανένας κληρικός δεν μπορούσε να δεχτεί την εθνικοσοσιαλιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ένα καλό μέλος της ενορίας πρέπει να αποκλείεται από την εκκλησία και τη λατρεία της, επειδή αυτό το ίδιο ή απλώς επειδή κάποιος πρόγονός του υπήρξε Εβραίος. Άνθρωποι όπως ο πάστορας Νίμελερ, ο οποίος ο ίδιος αρχικά υπήρξε εθνικοσοσιαλιστής, καταπολέμησαν αυτή την ολοφάνερη προσβολή της χριστιανικής διδασκαλίας.
Όμως εξίσου σημαντικό ήταν σίγουρα το ζήτημα της εκκλησιαστικής αυτονομίας. Η ανάμιξη του κόμματος σε εκκλησιαστικές υποθέσεις προκάλεσε αντίσταση. Για τους προτεστάντες το ζήτημα έγινε ακόμα πιο σημαντικό λόγω του ότι δημιουργήθηκε ένα κίνημα Γερμανών Χριστιανών, το οποίο κορυφώθηκε με την ομιλία κάποιου Κράουζε (Krause) στο αθλητικό μέγαρο στις 26/9/1933. Οι Γερμανοί Χριστιανοί ήταν ουσιαστικά εθνικοσοσιαλιστές, οι οποίοι υπεράσπιζαν μία μόνο κατ’ όνομα χριστιανική ομολογία πίστης, η οποία στην πραγματικότητα ήταν ένα κακέκτυπο της ιδεολογίας των εθνικοσοσιαλιστών: αγώνας κατά του μαρξισμού, αγώνας κατά των Εβραίων, κατά των ελευθεροτεκτόνων, αγώνας για την καθαρότητα της φυλής κοκ. Ο αγώνας του προτεσταντικού κλήρου στράφηκε εναντίον αυτών των διαστρεβλώσεων της χριστιανικής πίστης, και επειδή οι Γερμανοί Χριστιανοί είχαν το προνόμιο της πολιτικής υποστήριξης από το εθνικοσοσιαλιστικό κράτος και το κόμμα, αυτή η αντίσταση σχηματίστηκε πολύ δύσκολα και με επικίνδυνο τρόπο. Όμως παρ’ όλα αυτά πραγματοποιήθηκε με μεγάλες προσωπικές θυσίες. Και όταν οι Γερμανοί Χριστιανοί απέκτησαν την εξουσία πάνω στην εκκλησία και εξέλεξαν τον επίσκοπο του ράιχ, ο κλήρος συναντήθηκε τον Μάρτιο του 1934 στην Ομολογιακή Εκκλησία, η οποία διεξήγαγε την πρώτη της Σύνοδο στο Μπάρμεν-Βούπερταλ από τις 29 μέχρι τις 31 Μαΐου 1934. Αυτή η Σύνοδος κατέληξε στην ακόλουθη διατύπωση της αντιστασιακής της θέσης: «Η θρησκευτική Σύνοδος αντιτίθεται στις προσπάθειες να επιβληθεί η ενότητα της Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας μέσω μιας λανθασμένης θεωρίας, μέσω της χρήσης βίας και αθέμιτων διαδικασιών: Η ενότητα των ευαγγελικών εκκλησιών της Γερμανίας μπορεί να προέρθει μονάχα από το Λόγο του Θεού και την πίστη στο Άγιο Πνεύμα».
Εκτός αυτού η Σύνοδος διαπίστωσε, ότι η εισαγωγή ξένων αρχών απειλεί την ενότητα του προτεσταντικού χριστιανισμού και ότι μονάχα αυτοί, οι οποίοι παραμένουν πιστοί στην Αγία Γραφή και στην ομολογία πίστης της εκκλησίας, αντιπροσωπεύουν τη νόμιμη εκκλησία. Αφού καταδίκασε τους Γερμανούς Χριστιανούς, αυτή έλεγε παρακάτω: «Εμείς απορρίπτουμε αυτή τη λανθασμένη διδασκαλία, λες και η εκκλησία γνωρίζει και θεωρεί ως πηγή του κηρύγματος της … εκτός από τον έναν και μοναδικό Λόγο του Θεού επίσης και άλλες … αλήθειες ως θεϊκή αποκάλυψη … Απορρίπτουμε αυτή τη λανθασμένη διδασκαλία, λες και υπάρχουν περιοχές της ζωής μας, όπου εμείς θα έπρεπε να ανήκουμε όχι στον Ιησού Χριστό, αλλά σε άλλους κυρίους … Απορρίπτουμε αυτή τη λανθασμένη διδασκαλία, λες και θα έπρεπε και θα μπορούσε το κράτος να γίνει πέραν της ιδιαίτερής του αποστολής η μοναδική και ολική οργάνωση της ανθρώπινης ζωής».
Αυτό ήταν ολοφάνερα μια διακήρυξη πολέμου στην ολοκληρωτική δικτατορία, και το συμβούλιο αδελφών χριστιανών, το οποίο σχηματίστηκε, για να ηγηθεί του αγώνα, σήμαινε ένα πραγματικό αντιστασιακό κίνημα. Εκτός από τον Νίμελερ, ηγέτες αυτού του κινήματος ήταν ο επίσκοπος Μάιζερ (Meiser) της Βαυαρίας και ο επίσκοπος Βουρμ (Wurm) της Βυρτεμβέργης, όπως επίσης ο Καρλ Κοχ (Karl Koch), ο οποίος ηγούταν της ομάδας Εκκλησία και Ομολογία Πίστεως. Εδώ εμείς δεν πρέπει να αποφύγουμε να αναπτύξουμε λεπτομερώς την πολύπλοκη ιστορία αυτής της αντίστασης. Η αντίσταση διήρκεσε από την αρχή μέχρι το τέλος του χιτλερικού καθεστώτος και παρά τις επανειλημμένες υποτροπές και ήττες ουσιαστικά διατήρησε τη χριστιανική διδασκαλία. Η Ομολογιακή Εκκλησία ήταν υπεύθυνη για το ότι μια σημαντική πλειοψηφία των προτεσταντών κληρικών υπήρξε μη φιλικά, αν όχι εχθρικά διακείμενη απέναντι στο καθεστώς, για το ότι το 1935 από τους 18.000 προτεστάντες πάστορες σχεδόν 10.000 εκφράστηκαν κατά του εκκλησιαστικού νόμου του καθεστώτος και για το ότι μάλιστα 11.000 απέρριψαν την προσπάθεια να λάβουν μέρος στη σύγκρουση το 1939. Σχεδόν 6.000 αδελφοί της Ομολογιακής Εκκλησίας αντιτάχθηκαν στους 2.000 Γερμανούς Χριστιανούς μέσα στον κλήρο, και μάλιστα μολονότι αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια πολύ μεγάλη καταδίωξη και πολλοί έχασαν τη ζωή τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γενικά μιλώντας, κάποιος μπορεί πράγματι να πει, ότι μονάχα περίπου το 10% των προτεσταντών παστόρων υποστήριξαν το χιτλερικό καθεστώς, ενώ περίπου το ένα τρίτο ήταν στην αντιπολίτευση. Ως απόδειξη εκτός από τους αριθμούς, οι οποίοι έγιναν γνωστοί από την εποχή του πολέμου, μπορούμε να αναφέρουμε μια έκθεση της Γκεστάπο από τον Φεβρουάριο του 1938: «Το Ομολογιακό Μέτωπο περιλαμβάνει κατά πολύ τη μεγαλύτερη πλειονότητα των προτεσταντών θεολόγων και ακριβώς έτσι μια πλειοψηφία των πιστών μελών της εκκλησίας». Καμιά άλλη οργάνωση, αν εξαιρέσουμε την καθολική εκκλησία, δεν κατόρθωσε να οργανώσει μια παρόμοια μεγάλη αντιπολίτευση, η οποία για 12 χρόνια αντιστάθηκε στο ολοκληρωτικό σύστημα. Αυτή υπήρξε μια πραγματική νησίδα αποχωρισμού, η οποία στηριζόταν στη δύναμη της χριστιανικής πεποίθησης και η οποία αφύπνισε τον προτεσταντισμό για μια νέα ζωή και αληθινή αφοσίωση.
Όμως τι γίνεται με την καθολική εκκλησία; Εδώ εμφανίζεται μια κάπως διαφορετική εικόνα. Λαμβάνοντας υπόψη τον ηγετικό ρόλο του κόμματος του Κέντρου στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, καθώς και τη μεγάλη ζωτικότητα της δράσης των καθολικών λαϊκών, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που ο καθολικός κλήρος από την αρχή έλαβε όχι μονάχα μια απόμακρη, αλλά πολλές φορές μια ανοικτά εχθρική στάση απέναντι στον εθνικοσοσιαλισμό. Αυτή μάλιστα προχώρησε τόσο πολύ, ώστε το 1932 κάποιοι έλεγαν, ότι ένας καλός καθολικός δεν μπορεί να είναι μέλος του κόμματος. Έτσι η καθολική εκκλησία ενωμένη ως προς την ιεραρχία της με έναν τρόπο, ο οποίος είναι αδιανόητος για τους προτεστάντες, αντιπολιτεύθηκε σφόδρα το κίνημα μέχρι την πραγματική κατάληψη της εξουσίας. Ωστόσο μετά την κατάληψη της εξουσίας οι καθολικοί προσπάθησαν αρχικά να προσαρμοστούν, όπως το είχε κάνει αυτό μάλιστα επίσης η εκκλησία στην Ιταλία, διότι ήλπιζαν ότι μπορεί να κατορθώσουν να επιφέρουν μια πραγματική αλλαγή στον ολοκληρωτικό στόχο του κινήματος. Μάλιστα, με πρωτοβουλία του Χίτλερ και με τη βοήθεια του Φραντς φον Πάπεν (Franz von Papen), στις 20 Ιουλίου 1933 συνήφθη ένα κονκορδάτο ανάμεσα στο ράιχ και την εκκλησία. Όμως η εμπειρία ήταν η ίδια όπως αυτή στην Ιταλία. Οι διατάξεις του κονκορδάτου, οι οποίες έπρεπε να εγγυούνται την αυτονομία της εκκλησίας, πολλές φορές παραβιάστηκαν. Έτσι στο εκπαιδευτικό σύστημα η εκκλησία μόνο με πολύ μεγάλη δυσκολία μπόρεσε να διατηρήσει μερικές από τις διασφαλίσεις, τις οποίες είχε προβλέψει το κονκορδάτο. Επίσης ο καθολικός τύπος και οι εκκλησιαστικές ενώσεις δέχθηκαν τόσο μεγάλη πίεση, ώστε οι επίσκοποι το 1934 αναγκάστηκαν να διαμαρτυρηθούν με μια ποιμαντορική επιστολή. Και στο βαθμό που το καθεστώς γινόταν όλο και πιο ολοκληρωτικό, οι συγκρούσεις πολλαπλασιάζονταν, μέχρι που τελικά τον Ιανουάριο του 1935 οι εθνικοσοσιαλιστές επιχείρησαν μια μεγάλη επίθεση ενάντια στην καθολική εκκλησία. Με αυτή την επίθεση προσπάθησαν να καταστρέψουν τον καθολικό τύπο και το καθολικό εκπαιδευτικό σύστημα, τις καθολικές ενώσεις και ακόμα και την επιρροή των κληρικών στους πιστούς τους. Η επίθεση στον τύπο, στο εκπαιδευτικό σύστημα και στις ενώσεις ήταν επιτυχημένη. Όμως όσον αφορά τις ενορίες, αυτές στάθηκαν γερά στο πλευρό του κληρικού τους όπως συνέβη με τον προτεσταντισμό. Ο τύπος καταργήθηκε ή λογοκρίθηκε, η θρησκευτική εκπαίδευση παραμερίστηκε από τα σχολεία και τα θρησκευτικά σχολεία ως επί το πλείστον καταργήθηκαν, ενώ οι καθολικές ενώσεις ευθυγραμμίστηκαν με τον εθνικοσοσιαλισμό. Οι προφάσεις που χρησιμοποίησαν οι εθνικοσοσιαλιστές σε αυτές τις επιθέσεις, ήταν, πρώτον, παραβάσεις συναλλαγματικών διατάξεων από εκκλησιαστικά όργανα και, δεύτερον, σεξουαλικά αδικήματα από την πλευρά των ιερέων, των μοναχών και των λαϊκών. Όπως συμβαίνει πάντοτε με την ολοκληρωτική προπαγάνδα, η μικρή έκταση του πραγματικού κακού, το οποίο αποτέλεσε τη βάση αυτών των κατηγοριών, διογκώθηκε τόσο πολύ, ώστε έλαβε την όψη ενός οριστικού χαρακτηριστικού γνωρίσματος. Αυτή η εκστρατεία δυσφήμισε την εκκλησία μέχρι έναν ορισμένο βαθμό. Όμως κατόπιν μια ομάδα αξιωματούχων υπό την ηγεσία του Clemens August Graf von Galen, επισκόπου του Μύνστερ, και του Konrad Graf von Preysing, επισκόπου του Βερολίνου, απαίτησε να ακουστεί. Στον αγώνα μπήκαν επίσης ο επίσκοπος Sproll του Ρότενμπουργκ, ο επίσκοπος Bomewasser του Τρίερ και ο καρδινάλιος- αρχιεπίσκοπος του Μονάχου Michael Faulhaber. Ο επίσκοπος Galen έκανε την κριτική του στο σύστημα ακόμα πιο πικάντικη με παρατηρήσεις όπως «αυτοί μπορούν να πάρουν το κεφάλι μου, όμως όχι τις πεποιθήσεις μου».
Ο μεγάλος αριθμός των απλών κληρικών, μοναχών και καλογριών, οι οποίοι υπέστησαν πραγματικά περισσότερη δίωξη, εύκολα θα ξεχάσει αυτούς τους υψηλούς αξιωματούχους, και μάλιστα απλά για το λόγο, διότι οι εθνικοσοσιαλιστές δεν τόλμησαν ποτέ αληθινά να επέμβουν βίαια εναντίον των υψηλών αξιωματούχων της εκκλησίας. Όμως είναι πιθανό ότι θα το είχαν κάνει μετά από μια νίκη. Ο Χίτλερ πάντως στις συζητήσεις του τραπεζιού μιλάει πολλές φορές γι’ αυτό. Επίσης τα ημερολόγια του Γκαίμπελς περιέχουν ανάλογες εκφράσεις. Σε κάθε περίπτωση οι εθνικοσοσιαλιστές δεν άσκησαν καμιά πίεση στον υπόλοιπο κλήρο. Μέχρι τα τέλη του 1939 είχαν συλλάβει σχεδόν 5.700 κληρικούς, και περίπου οι μισοί απ’ αυτούς ήταν τότε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτό είναι περίπου το ένα πέμπτο ολόκληρου του καθολικού κλήρου. Κοντολογίς, ο αγώνας διεξήχθη εντελώς ανοικτά και η καθολική εκκλησία είχε ακριβώς όπως η προτεσταντική οργανώσει μια πραγματική αντίσταση. Ανώτεροι και κατώτεροι κληρικοί μίλαγαν με οξύτητα εναντίον των αισχρών πράξεων των εθνικοσοσιαλιστών και της αποδοκιμαστέας θεωρίας τους. Μάλιστα, υπήρξε ένας καθολικός Νίμελερ, ο ιησουΐτης ιερέας Μάιερ (Maier), ο οποίος παρά την προστασία που είχε από τον καρδινάλιο Faulhaber, το 1937 συνελήφθη. Ο καρδινάλιος μετά απ’ αυτό επέτρεψε να διαβαστεί μια διαμαρτυρία από όλους τους άμβωνες της επισκοπής του.
Όμως ο καθολικός αγώνας ήταν διαφορετικός από τον προτεσταντικό. Διότι βασίστηκε στην αυθεντία της επισκοπικής εξουσίας και της ιεραρχικής οργάνωσης της εκκλησίας. Γι’ αυτό και έλαβε πιο ξεκάθαρες και πιο αποφασιστικές μορφές, αφότου ο Πάπας Πίος XI. είχε δημοσιεύσει την Εγκύκλιό του με τον τίτλο Με φλογερή ανησυχία. Αυτή η Εγκύκλιος διαβάστηκε από όλους τους καθολικούς άμβωνες στις 21 Μαρτίου 1937. Ο Πάπας έλεγε σε αυτή:
«Με φλογερή ανησυχία και αυξανόμενη έκπληξη παρατηρούμε εδώ και πολύ καιρό τον δρόμο των παθών της εκκλησίας, τις αυξανόμενες δυσκολίες των ομολογητών και ομολογητριών που παραμένουν πιστοί σε αυτή ως προς το φρόνημα και την πράξη». … «Όποιος αποσπά τη φυλή, το λαό, το κράτος, το πολίτευμα, τους φορείς της κρατικής εξουσίας ή άλλες βασικές αξίες του ανθρώπινου κοινοτικού σχηματισμού – οι οποίες διαφυλάσσουν μια θέση ουσιαστική και σεβάσμια μέσα στην επίγεια τάξη – από αυτή την επίγεια αξιακή τους κλίμακα, κατόπιν τις μετατρέπει σε ανώτατο κανόνα όλων, ακόμα και των θρησκευτικών αξιών, και τις αποθεώνει με ένα ειδωλολατρικό τρόπο, διαστρέφει και παραχαράσσει την τάξη των πραγμάτων που έχει δημιουργήσει και διατάξει ο Θεός».
Ο Πάπας έλεγε επιπλέον, ότι οι προσπάθειες της εκκλησίας για έναν συμβιβασμό με τους εθνικοσοσιαλιστές έγιναν με την ελπίδα, ώστε με αυτόν τον τρόπο κάποιος να μπορεί να λάβει τις ουσιαστικές βάσεις και έτσι να μπορεί να εργαστεί για τη χριστιανική εκκλησία. Μόνο που όμως είναι σαφές, ότι η αληθινή πρόθεση των εθνικοσοσιαλιστών είναι να καταστρέψουν τον χριστιανισμό.
Κάποιος θα υπέθετε, ότι η αλλαγή μετώπου των καθολικών προκλήθηκε τουλάχιστον εν μέρει λόγω της ισχυρής αντίστασης που πρόβαλε η Ομολογιακή Εκκλησία εναντίον των εθνικοσοσιαλιστών. Πιθανώς. Όμως οι εθνικοσοσιαλιστές με τις επιθέσεις τους στην καθολική εκκλησία είχαν δώσει αρκετή αφορμή, προκειμένου να προκληθεί μια αλλαγή στη στάση της εκκλησίας. Επίσης κάποιος δεν πρέπει να ξεχνάει, ότι ο καθολικός κλήρος εξ αρχής ήταν διασπασμένος ακριβώς όπως ο προτεσταντικός. Έτσι είναι καλύτερα να υποθέσουμε, ότι επρόκειτο για μια ενδοεκκλησιαστική αντιπαράθεση, στη διάρκεια της οποίας η μειοψηφία που είχε την τάση να αντισταθεί πέτυχε την υποστήριξη της Αγίας Έδρας. Κάποιος βλέπει εδώ το μεγάλο πλεονέκτημα της καθολικής εκκλησίας, το οποίο πράγματι αναπληρώνει την έλλειψη σε δύναμη κρούσης: Μόλις οι εκκλησιαστικές αρχές έλαβαν μια σαφή και ξεκάθαρη θέση, εξασφαλίστηκε η ομοφωνία όσον αφορά την τακτική ολόκληρου του καθολικού κλήρου.
(…)
Σε ό,τι αφορά τώρα την Ιταλία η εικόνα που έχουμε είναι ξανά διαφορετική. Η καθολική εκκλησία δεν βοήθησε τον φασισμό να νικήσει, όμως αργότερα είχε μια αρκετά στενή και λίγο ευχάριστη σχέση μαζί του. Πολλοί καθολικοί έγιναν φυσικά φασίστες, αλλά και μια σειρά υψηλών αξιωματούχων, ιδιαίτερα ο καρδινάλιος Σούστερ (Schuster) του Μιλάνου, έγιναν πολύ ιδιαίτεροι οπαδοί του κόμματος. Η συνθήκη του Λατερανού το 1929 αποτελεί από πολλές απόψεις το αποκορύφωμα αυτών των σχέσεων. Ιδωμένη από καθαρά τυπική άποψη αυτή η συνθήκη φαίνεται ευνοϊκή για την εκκλησία, όμως για την ακρίβεια σήμαινε μια αναγνώριση του φασιστικού καθεστώτος από την πλευρά της εκκλησίας. Αυτό δεν κράτησε επίσης πολύ καιρό, κι έτσι δημιουργήθηκαν δυσκολίες όσον αφορά το ζήτημα της εκπαίδευσης της νεολαίας (βλ. κεφάλαιο 12)· ωστόσο οι σχέσεις παρέμειναν τόσο καλές, ώστε πολλοί ιερείς χαιρέτησαν με ενθουσιασμό την έκρηξη του πολέμου της Αιθιοπίας. Ο Σούστερ δεν δίστασε τότε να πει, ότι πρόκειται να μεταδώσουμε σε έναν βαρβαρικό λαό τη χριστιανική κουλτούρα (μολονότι οι Αιθίοπες είναι χριστιανοί). Σύντομα μετά απ’ αυτό έλαβαν χώρα νέες αντιπαραθέσεις εξαιτίας της φυλετικής θεωρίας, αφού ο Πάπας Πίος ΙΑ’ μίλησε σφόδρα εναντίον αυτών των ριζοσπαστικών απόψεων. Αυτός σκέφτηκε μάλιστα να ακυρώσει τη συνθήκη του Λατερανού, όμως πέθανε προτού μπορέσει να κάνει κάτι τέτοιο. Παρ’ όλα αυτά ο κλήρος υποστήριξε το φασιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια ολόκληρου του πολέμου. Ωστόσο μέσα στην εκκλησία υπήρξε επίσης μια αξιοσημείωτη μειοψηφία, η οποία οργάνωσε ένα αντιστασιακό κίνημα. Αυτό έπαιξε ένα ρόλο κλειδί στην απελευθέρωση της Ιταλίας από τον φασισμό, και απ’ αυτό προήρθε μια ολόκληρη σειρά καθολικών ηγετών της μεταπολεμικής Ιταλίας. Η σχέση της εκκλησίας με τον φασισμό μπορεί συνεπώς να χαρακτηριστεί ως διφορούμενη, και η εκκλησιαστική ιεραρχία διατήρησε το δικαίωμα να κάνει κριτική στο καθεστώς, μάλιστα ακόμα και να το καταδικάζει. Συνεπώς και στην Ιταλία η θέση της εκκλησίας είναι εντελώς διαφορετική από αυτή της ορθόδοξης εκκλησίας στη Ρωσία με την πλήρη εξάρτησή της και δουλοπρέπεια.
Ανακεφαλαιώνοντας κάποιος μπορεί να πει, ότι οι χριστιανικές εκκλησίες αποδείχτηκαν ένα πραγματικό ανάχωμα ενάντια στην απαίτηση της ολοκληρωτικής δικτατορίας για απεριόριστη εξουσία. Μάλιστα η αντίστασή τους ήταν ίσως σημαντικότερη από αυτή οποιωνδήποτε άλλων ομάδων. Ανεξάρτητα αν είναι κάποιος προτεστάντης ή καθολικός, ο αληθινός χριστιανός δεν μπορεί να ανεχτεί τον ολοκληρωτισμό. Διότι ο χριστιανισμός αξιώνει ολόκληρο τον άνθρωπο, αξιώνει πάνω απ’ όλα την τελική απόφαση σε σχέση με τις ανθρώπινες αξίες και τον ανθρώπινο προορισμό. Μια τέτοια αξίωση οι ολοκληρωτικοί δεν μπορούν να την ανεχτούν. Αυτοί μπορούν από καιρό σε καιρό να επιδιώκουν έναν συμβιβασμό, όμως στην περίπτωση που θα ανέχονταν ποτέ μια τέτοια αξίωση, τότε θα έπαυαν να είναι ολοκληρωτικοί.
Ο Καρλ Γιοακίμ Φρήντριχ γεννήθηκε στη Λειψία το 1901 και πέθανε στο Λέξινγκτον (Μασαχουσέτη) των ΗΠΑ το 1984. Σπούδασε φιλοσοφία και φυσικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Μαρβούργου, της Φρανκφούρτης και της Βιέννης. Επίσης πήρε διδακτορικό στην ιστορία και την πολιτική οικονομία από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου είχε καθηγητή τον Άλφρεντ Βέμπερ, αδελφό του Μαξ Βέμπερ. Με την άνοδο των ναζί στην εξουσία μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου είχε μια λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα ως καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ο Φρήντριχ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς επιστήμονες του 20ού αιώνα και ένας από τους πρωτοπόρους θεωρητικούς του ολοκληρωτισμού. Από τα έργα του αναφέρουμε τα εξής : The Age of Baroque: 1610 -1660 (1952) · Der Vetfassungs-staat der Neuzeit ( 1953 ) · Totalitarian Dictatorship and Autocracy (μαζί με τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι) (1956) · Man and His Government: An Empirical Theory of Politics (1963 ) · Tradition and Authority ( 1972).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ( ΝΗΣΙΔΕΣ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΥ) ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ (1956 )του FRIEDRICH JOACHIM CARL – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΡΟΠΗ – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ – ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ