π. Ανανίας Κουστένης
ΣΥΝΑΞΑΡΙ 17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
Αγία Σοφία
Πάμε στις 17, έχομε την αγία Σοφία και τις τρεις κόρες της. Την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη. Τα λέω με τη σειρά που μαρτύρησαν και με τη σειρά της ηλικίας των. Κι ήσαν κι αυτές στο 2ο χριστιανικό αιώνα, με μεγάλη αγάπη στον Κύριο και μ’ αρετή και με πίστη και με χάρη, πήγαν στη Ρώμη για κάποια υπόθεση, και τις εθαύμασαν. Αλλά, οι ειδωλολάτραι οι κακοί, τις κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα Αδριανό, 117-138, 2ος αιώνας, κι εκείνος τότε τις κάλεσε, θαμπώθη από την ομορφιά τους και τη χάρη τους, ξεχώρισε τη μάνα από τις κόρες, προσπάθησε να την αλλάξει, αλλά εκείνη δεν άλλαζε. Είχε τετοια πίστη, είχε τέτοια δύναμη και τετοια ομολογία, που παραιτήθηκε αμέσως ο Αδριανός. Σου λέει, «Δεν τα βγάζεις πέρα μ’ αύτη. Κάτσε να πάω στα παιδιά.» Βάνει τη μάνα στην άκρη, την κρύβει, θα λέγαμε, την απομονώνει, και τι κάνει; Παίρνει τα παιδάκια.
Αγία Πίστη
Η Πίστη ήταν δώδεκα χρονών, η Ελπίδα δέκα και η Αγάπη εννιά. Αλλά είχαν τέτοια χάρη, τέτοια πίστη, τέτοια δύναμη, που νίκησαν τον φοβερό αυτοκράτορα Αδριανό. Τις απομόνωσε, μετά, την κάθε μια, προσπάθησε, τίποτα. Και τις υπέβαλε, με τη σειρά που σας είπα, στα φρικωδέστερα των μαρτυρίων. Και μόνο που τα διαβάζομε, και μόνο που τ’ ακούμε, σηκώνεται η τρίχα μας. Πόσο μάλλον να τα υποστείς αυτά τα πράγματα. Και η Πίστη, λοιπόν, αφού άντεξε όλα τα φοβερά δεινά, απεκεφαλίσθη στο τέλος. Γιατί ο αυτοκράτωρ εξευτελίσθη από τη δύναμη της πίστεως της, που ακύρωνε όλα τα βάσανα. Όλα τα βασανιστήρια. Και την πήγαν έξω απ’ την πόλη, να της κόψουν την κεφαλή. Κι από κοντά η μητέρα της την παρακινούσε: «Παιδί μου, μην αλλάξεις. Παιδί μου, να πεθάνεις για τον Χριστό μας.» Τι μανάδες κι αυτές!
Αγία Ελπίδα
Και στη συνέχεια μαρτύρησε και η δεύτερη κόρη, η Ελπίδα, με τα ίδια και χειρότερα βάσανα, απεκεφαλίσθη στο τέλος, γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο ο Αδριανός. Αυτή είναι η πίστη! Ένα κοριτσάκι δέκα χρονών, παρακαλώ! Που ν τα παιδιά μας τώρα, που τα ‘χουμε δυσκολέψει τόσο πολύ, στα σχολεία και στη ζωή, εν πολλοίς; Που ‘ν’ τα παιδάκια μας; Αλλά ο Χριστός δεν τ’ αφήνει. Δεν είναι άδικος ο
Θεός. Δεν τ’ αφήνει ο Χριστός, ο πανταχού παρών. Δεν τ’ αφήνει ο άγγελος της ψυχής. Δεν τ’ αφήνουν οι άγιοι. Η Εκκλησία μας είναι ζωντανή, ο,τι κι αν γίνεται, ο,τι κι αν συμβαίνει, ο Χριστός κυβερνά και οι καλοί πάντοτε σώζονται. Βρίσκει τρόπους ο Χριστός. Τώρα, οι υιοί του πονηρού κι η φυτεία του διαβόλου, άστα να πάνε. Ας μην το λέμε.
Αγία Αγάπη
Και μαρτύρησε και η τρίτη κόρη, η εννιάχρονη Αγάπη, με τον ίδιο τρόπο. Τις πήρε η μανούλα σφαγμένες και τις έθαψε, με πόνο και με χαρά. Αυτή είναι η Εκκλησία. Χαρμολύπη. Και κάθισε τρία ημερόνυχτα απάνω στα μνήματα τους. Και τι έκανε ‘κεί που ήταν; Που ήταν και αυτή μάρτυς και μεγαλομάρτυς τη προαιρεσει; Παρακαλούσε τον Χριστό και του ‘λεγε: «Καλέ μου, Χριστέ. Πάρε και μένα κοντά στα παιδιά. Και στις τρεις μέρες απάνω, έσκυψε, ήλθε ο Χριστός και την πήρε κοντά Του. Έθαψαν κι εκείνη κοντά στα παιδάκια της. Κι Έχουμε μέχρι σημέρα και μέχρι τη συντέλεια του αιώνος και στον παράδεισο, τις τέσσερεις μεγαλομάρτυρες. Τη μητέρα τους Σοφία, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη.
Αγία Αγαθόκλεια
Έχουμε κι άλλους αγίους στις 17, την ‘Αγαθόκλεια, που ‘ταν υπηρέτρια και η κυρά της την βασάνιζε με όλα τα μέσα. Μέχρι που την έκαψε ζωντανή, επειδή ήταν χριστιανή.
Αγία Θεοδότη
Την αγία Θεοδότη από τον Πόντο. Αυτή κι αν έκανε μεγάλα θαύματα. Μεγάλα κατορθώματα. Μεγάλη πίστη.
Και στο τέλος πια, αφού δεν μπόρεσαν να την νικήσουν με τίποτε, είπε σ’ έναν ειδωλολάτρη στην Άγκυρα, που την έβαλε στη φωτιά: Ας έλθει μέσα κι ο ειδωλολάτρης, αυτός ο Δωρόθεος», λέει. «Κι αν δεν καεί, να κάνω εγώ θυσία στα είδωλά σας». Και ο Σιμπλίκιος, τότε, ο τύραννος, του λέει: «Πηγαίνεις;» «Πηγαίνω.» Και πάει μες στη φωτιά, κι αυτός κάηκε αμέσως. Κάηκε αμέσως. Και τίποτα δεν έπαθε η Θεοδότη. Μέχρι που ‘ρθε στη Νίκαια της Βιθυνίας κι εκεί πήγαν να την πριονίσουν, αφού της έκαναν κι άλλα μαρτύρια κι αφού πήγε στον ναό κι έριξε όλα τα είδωλα κάτω με την προσευχή της. «Να πάω εγώ να προσευχηθώ στους Θεούς σας. Θέλετε;» «Ναι», λενε αυτοί. Αυτό περίμεναν, άλλωστε. Πάει εκεί, προσεύχεται, όλα τα είδωλα κάτω. «Και τι να την κάνουμε, τώρα;» λενε. Ορίστε!» Την τεντωσαν εκεί με τα όργανα, πήγαν να την πριονίσουν, σαν τον Ησαία, «επρίσθησαν», που λέει η Γραφή, επριονίσθησαν, «επεφάσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απεθαναν.» Τι ωραία ο Παύλος! Ο ύμνος της πίστεως των πιστών. Τίποτα. Σταμάτησαν τα πριόνια εκεί. Ακινητοποιήθηκαν όλα. Λενε τώρα, έχουνε όργανα, έχουνε πολεμικές μηχανές, τίποτα δεν είναι, άμα θέλει ο Κύριος. Μια κουβεντα να πει, σταματάνε όλα. Όπως στον Ορχομενό, που πήγαν οι Γερμανοί να εξαφανίσουν την πόλη, σταμάτησαν τα μηχανήματα τους στη μεση. Τα σταμάτησε η Παναγία και τελειώσαμε. Ναι. Μια κουβέντα μόνο. Ένα νεύμα μόνο να κάνει ο Χριστός.
Αυτή είναι η πίστη μας. Μόνο εμείς είμαστε ολιγότερο πιστοί. Γι’ αυτό δεν Έχουμε τόσα θαύματα μεγάλα. Αλλά ας γίνουμε πιστοί. Ο δρόμος είναι ανοιχτός, και ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν. Πω, Πω, Πω! Πέρασε η ώρα! 42 λεπτά πήγαμε, αδελφοί. Σε δυο λεπτά πρέπει να κλείσουμε. Λοιπόν. Και περνάνε τόσο εύκολα. Κι είναι τόσο όμορφα. Αυτό μου λεν. Παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε: «Πάτερ, τι ωραία είν’ αυτά!» Ωραία. Οι Βίοι των αγίων είναι το ευαγγέλιο στην πράξη. Και τώρα τι αισθανόμεθα εδώ που καθόμαστε και λέμε γι’ αυτούς; Έρχονται κι αυτοί εδώ πέρα. Το ξέρετε αυτό; Α…. Έρχονται. Χαίρονται οι άγιοι να τους μνημονεύουμε. Κι όταν τους μνημονεύουμε τους αγίους, τι κάνουνε; λεν κι αυτοί τ’ όνομα μας στον Χριστό. Έτσι λέει ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης. Άλλος μεγάλος άγιος της ρωσικής ορθοδοξίας. Βέβαια. Μνημονεύουν και λένε τ’ όνομα μας στον Χριστό.
Φθινοπωρινό Συναξάρι τόμος Α΄, του π. Ανανία Κουστένη,
Για την αντιγραφή: Παναγιώτης Κακάμπουρας
Χειμερινό Συναξάρι τόμος Β΄, του π. Ανανία Κουστένη, – Ζωηφόρος (zoiforos.gr)