π. Θεόκλητος Διονυσιάτης
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΤΩΝ
ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
Ο πλήθος των θαυμάτων του θεοφόρου Πατέρα μας είναι ένα… θαύμα. Είναι τόσα πολλά τα «σημεία», τόσες οι ιάσεις ανιάτων αρρωστημάτων και ανορθώσεις παραλύτων και ανακλήσεις από την πορεία προς το θάνατο, τόσες οι εμφανίσεις «στον ξύπνιο και στον ύπνο», τόσα τα εκβληθέντα δαιμόνια από τις ψυχές των πλασμάτων του Θεού, και προ της εν Χριστώ τω Θεώ Κοιμήσεως του, αλλά κυριώτατα μετά την κοίμησή του, ώστε να δημιουργούνται ευσεβή ερωτήματα.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Τη διάσωσή του από τον κίνδυνο του ναυαγίου, το λόγο του στην απλοϊκήν: «άφησε τόπο για ένα τάφο», το μαρμάρωμα του φιδιού, την ευλογημένη άγρα των ψαριών, την ανεύρεση νερού, εκεί που κανείς δεν ήλπιζε, το άνοιγμα των καταρρακτών του ουρανού στη διψασμένη επί δυόμιση χρόνια Αίγινα, την απελευθέρωση του παιδιού της Αίγινας από το πνεύμα του πύθωνος, τα θαύματα που περιγράφει, εν ζωή, ο ασκητικώτατος Κρητικός μοναχός Αβιμέλεχ στο βιβλίο του; Κι’ ύστερα τα μετά θάνατον, κάνοντας αρχή από την ανόρθωση του συνασθενούς του παραλύτου επάνω στον οποίο πέταξαν τη φανέλλα του Αγίου!
Η αφθαρσία του σκηνώματος του επί είκοσι ολόκληρα χρόνια, η μυρόβλυση σε μορφή ιδρώτος, η υπερφυσική ευωδία που ποτέ δεν ελαττώθηκε! Κι’ έπειτα τα αναρίθμητα θαύματα, τα οποία «εξαριθμήσομαι και υπέρ ψάμμον πληθυνθήσονται», που περιλαμβάνονται σε τρία – τέσσερα βιβλία (Δ. Παναγοπούλου, Μ. Κουφάκη μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου) και που εξακολουθούν κάθε ημέρα να γίνωνται! Και όσα μένουν άγραφα και άγνωστα, που είναι τα περισσότερα, όπως είναι σε θέση ο γράφων να το βεβαιώσει! Και όλα αυτά με επώνυμες μαρτυρίες.
Λοιπόν φυσικώτατα ανακύπτει το ερώτημα: Τι συμβαίνει με την περίπτωση του Αγίου της Αιγίνης, αφού τα τελεσθέντα θαύματά του είναι τόσο απτά, ώστε να μη χωράει αμφισβήτηση ή άλλη ερμηνεία, παρά μόνο αναγνώριση και κατάφαση και δοξολογία στον «θαυμαστόν εν τοις αγίοις αυτού»; Ήδη γράψαμε μερικές σκέψεις επάνω στο εκπληκτικό αυτό φαινόμενο, που από την άποψη βέβαια του ποσού δεν δημιουργεί καμιά αμφιβολία, ως προς τη φύση του θαύματος. Ασχολούμενοι όμως με τα θαύματα του θεοφόρου Νεκταρίου, πρέπει να σημειώσωμε με βραχύτητα τη θέση του θαύματος μέσα στην Εκκλησία.
Κατ’ αρχήν θαύμα είναι το αποτέλεσμα μιας υπερφυσικής ενεργείας. Ένα αποτέλεσμα ορατό που δεν έχει ορατή αιτία. Εάν το αποτέλεσμα είναι φυσικό, επόμενο είναι και η αιτία να είναι φυσική. Εάν η αιτία δεν βρίσκεται στο χώρο της φύσεως. τότε πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή των «υπέρ την φύσιν». Οπότε, αν η αιτία φυσικού αποτελέσματος βρίσκεται στο χώρο των «υπέρ φύσιν», τότε έχουμε διάσπαση σχέσεως αιτίου και αποτελέσματος, έχουμε θέαμα θαυμαστό, που προκαλεί το θαυμασμό, αφού δεν εξηγείται με καμία γνωστή αιτία, έχουμε το θαύμα.
Στο Θεό βέβαια «δεν αδυνατεί παν ρήμα» δηλαδή στο Θεό όλα είναι δυνατά, που ανατρέπουν ή αναστέλλουν τη φυσική τάξη, αφού δημιουργεί τα σύμπαντα εκ του μηδενός. Έχει μάλιστα λεχθεί άτι το θαύμα στη γη είναι φύση στον ουρανό, θαύματα βέβαια με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού απ’ ευθείας και δια μέσου ανθρώπων υπάρχουν άφθονα και θαυμαστά στην Π. Διαθήκη. Αλλά και η Καινή με θαύματα αρχίζει και συνεχίζεται με θαύματα, θαύματα είναι όλα μέσα στην Εκκλησία, θαύματα όμως μη ορατά. Δεν παρέχουν τη δυνατότητα να οραθούν για να τα θαυμάσουμε γι’ αυτό και δεν λέγονται θαύματα, αλλά μυστήρια.
Ο χώρος της πίστεως είναι πεπληρωμένος από μυστήρια, και ο Χριστιανός ζει συνεχώς σε ατμόσφαιρα μυστηρίου.
Η μυστική σχέση του με το Θεό δια της προσευχής, με την οποία συνομιλεί με τον Πλάστη του και επηρεάζει τις βουλές του, είναι ένα μυστήριο. Μυστήρια ατελείωτα ενεργούνται συνεχώς στη σφαίρα του αοράτου και ορατού κόσμου. Όπου ο Θεός, εκεί και μυστήρια και θαύματα. Κι’ επειδή ο Θεός είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» με τις αδιάλειπτες άκτιστες ενέργειές του, τελεί συνεχώς μυστήρια και θαύματα και έξω και μέσα στις ψυχές. Όπως στην Π. Διαθήκη έδωσε σε προφήτες τη Χάρη της θαυματουργίας, έτσι και στην Καινή που περιλαμβάνει ολόκληρη την Εκκλησία έδωσε τη Χάρη αυτή, αλλά πλουσιώτερη και αφθονώτερη. Και ο ίδιος ο Κύριος τελούσε θαύματα, και στους Αποστόλους έδωσε τη Χάρη των θαυμάτων. Οι εβδομήκοντα «υπέστρεψαν μετά χαράς λέγοντες· Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματί σου» (Λουκ. ι’ 17).
Και οι Πράξεις είναι γεμάτες από θαύματα των Αποστόλων. Και όταν ο Κύριος απέστειλε τους Αποστόλους για να ευαγγελισθούν τον κόσμο, όχι μόνο εξόπλισε τους ίδιους με τη Χάρη ποικίλων θαυμάτων, αλλά και τους πιστεύοντας στο κήρυγμά τους, που εβαπτίζοντο και εγένοντο μέλη της Εκκλησίας: «Σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει· εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς· όφεις αρούσι καν θανάσιμον τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει· επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν» (Μάρκ. ις’, 16-17).
Ο ερμηνευτής της Εκκλησίας, ο Χριστοφόρος Απόστολος Παύλος, αναλύοντας τη θεότευκτη σύνθεσή της, στην πρώτη Επιστολή του προς τους Κορινθίους, λέει ότι για την οικοδομή της Εκκλησίας το Άγιο Πνεύμα δίνει, κατ’ αναλογία προς τη δεκτικότητα του καθενός, σε άλλον λόγο σοφίας, σε άλλον λόγο γνώσεως, σε άλλον χαρίσματα ιαμάτων, ενεργήματα δυνάμεων, προφητεία, διακρίσεις πνευμάτων, γένη γλωσσών, ερμηνεία γλωσσών, χαρίσματα σε διάφορα μέλη ενός σώματος, γιατί είμαστε «σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α ‘ Κορ. ιβ’, 8-30). Όλα αυτά τα χαρίσματα ενεργούμενα παράγουν θαυμασμόν, είναι ένα θαύμα. Πλείστα δε από τα χαρίσματα αυτά αποσκοπούσαν να προκαλέσουν έντονη εντύπωση στο βυθισμένο στην άγνοια και στην αμαρτία κόσμο, που με τη βοήθεια της Χάρης αισθανότανε συγκλονισμό και στη συνέχεια «πίστευε» στο Ευαγγέλιο του Χριστού. Γράφω «πίστευε», μέσα σε εισαγωγικά, και όχι απλώς πίστευε, γιατί η αποδοχή του κηρύγματος δεν οφείλετο εξ ολοκλήρου στη δεκτικότητα της ψυχής και στην ενέργεια της Χάρης, αλλά και στον εντυπωσιασμό από το θαύμα. Οπότε η πίστη δεν ήταν κυριολεκτικά πίστη, αλλά κατά ένα μέτρο καταναγκασμός της βουλήσεως.
Γι’ αυτό και πολλοί από τους πιστούς της Αποστολικής εποχής δεν παρουσίαζαν συνέπεια στη ζωή τους. Άλλοι βέβαια, που βοηθήθηκαν και από τον μερικόν αυτό καταναγκασμό, έγιναν υποδείγματα αγίων πιστών.
Με αλλά λόγια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα διάφορα υπερφυσικά ενεργήματα της Χάρης δια μέσου των πιστών ήταν ένα είδος συμβόλων προς απόδειξη της αλήθειας, ήταν εξωτερικές και αισθητές μορφές της παρουσίας του Θεού, προορισμένες να επηρεάσουν τους παχυλούς εθνικούς ή Ιουδαίους, που ζητούσαν «σημείον» προς πίστωση, ή και να ενισχύσουν τους αδύνατους στην πίστη Χριστιανούς.
Μονάχα οι ψυχές, που είχαν την «εν Χάριτι πληροφορίαν» της ενοικήσεως σ’ αυτές του Χριστού, θεωρούσαν περιττά τα εξωτερικά σύμβολα τουλάχιστο για τον εαυτό τους. Οι αδύνατες όμως ψυχές τα ήθελαν. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος έλεγε «τα θαύματα τοις απίστοις», δηλαδή χρειάζονται μόνο στους μη έχοντες πίστη, γιατί οι αληθινά πιστοί έχουν στην καρδιά τους τις μη δυνάμενες να αμφισβητηθούν ενέργειες του Αγίου Πνεύματος.
Ύστερα από αυτά γίνεται σαφές ότι τα θαύματα — όσα φυσικά δεν έχουν άλλο σκοπό — αποβλέπουν στην προσέλκυση των απίστων, των ψυχρών, ή αυτών που απίστησαν στην αλήθεια του Χριστού, ενώ παράλληλα ευεργετείται και εκείνος, στον οποίο ενεργείται το θαύμα. Ένας βαριά και ανίατα άρρωστος, καθ’ υπόθεση, παρακαλεί το Θεό να θεραπευθεί, γιατί πιθανόν να τελείωσε τον «κανόνα» του για παλιές αμαρτίες — που δημιούργησαν στην ψυχή πληγές και έπρεπε να θεραπευθούν με την οδύνη ή με την αρρώστια — να σταμάτησε να αμαρτάνει οπότε ο Θεός από φιλανθρωπία του χαρίζει πάλι την υγεία. Στη συνέχεια όμως ακούει: «ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται». Ο σκοπός όμως κυρίως του θαύματος δεν είναι η θεραπεία της νόσου του σώματος, αλλά η θεραπεία της ψυχής, δια της μετανοίας, και του ιδίου και όσων άλλων έμαθαν για το θαύμα.
Και τα θαύματα του αγίου Νεκταρίου πρέπει να τα δούμε μέσα στην περιοχή της οικονομίας του Θεού. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής φωτίζει όλο το θέμα της διανομής χαρισμάτων με τη διατύπωσή του ότι «το Άγιον Πνεύμα ενεργεί κατά την υποκειμένην τη ψυχή διάθεσιν». Δηλαδή ο Θεός, αναλόγως προς τις διαθέσεις της ψυχής των Αγίων, χορηγεί τα χαρίσματα, τα οποία ενεργούν και μετά θάνατον.
Επειδή λοιπόν ο θεοειδής Πατέρας μας πονούσε τους πάσχοντες, θα ζήτησε από το Θεό τη Χάρη των ιάσεων. Με την προσφορά όμως των ιάσεων στους ανίατα ασθενείς, τόσο ο Θεός όσο και ο Άγιός μας θέλουν τη μετάνοια, την αλλαγή του βίου προς το θέλημα του Θεού από τους θεραπευομένους, αλλά και από όσους μαθαίνουν ότι υπάρχει Θεός και αγαπά τους ανθρώπους. Και νομίζουμε, όπως ήδη εγράψαμε, ότι στις σημερινές συνθήκες της ηθικοπνευματικής ζωής οι άπειρες θεραπείες θανατηφόρων νόσων αποβαίνουν το αποτελεσματικότερο κήρυγμα σε μεγάλα στρώματα του λαού μας, που «βαρέως ακούουσι τοις ωσί», γι’ αυτό και «σημείον αιτούσι», το οποίο τους το δίνει ο Θεός.
Τώρα δημιουργείται η υποχρέωση ν’ απαντήσουμε σε ένα άλλο ερώτημα: Τι έγιναν οι τόσοι θαυματουργοί Άγιοι της Εκκλησίας; Γιατί δεν ακούγονται και επισκιάσθηκαν από τον άγιο Νεκτάριο; Φαίνεται πράγματι ότι ακόμη και πρώτου μεγέθους αστέρες στις θαυματουργίες, σαν τον άγιο Νικόλαο και τους Αναργύρους, έπαθαν κάποια έκλειψη.
Στην ουσία όμως παραμένουν οι ίδιοι, οι μεν Ανάργυροι «πηγήν ιαμάτων έχοντες, τας ιάσεις παρέχουσι πάσι τοις δεομένοις…», ο δε άγιος Νικόλαος «ξένα και φρικτά εργάζεται τεράστια εν πάση τη γη και εν θαλάσση μακράν, κινδυνεύουσι, ταχυδρόμοις λιταίς εφιστάμενος, ασθενούντων ιατρός και πεινώντων τροφεύς…».
Δεν αλλάξαν οι Άγιοι, αλλά μόνο οι Χριστιανοί, οι οποίοι μαζί με το Θεό έριξαν στη λήθη και τους Αγίους του.
Κι’ αφού δεν τους επικαλούνται με θέρμη και δάκρυα, επόμενο είναι κι’ αυτοί να σιωπούν. Γιατί η παρέμβαση των Αγίων προϋποθέτει πρόσκληση, ικεσία και στεναγμούς, σαν τεκμήρια μετανοίας για τις αμαρτίες, από τις οποίες κατά κανόνα προέρχονται οι ασθένειες και οι συμφορές των ανθρώπων.
Κι’ έτσι φαίνεται ότι μόνος θαυματουργός είναι ο άγιος Νεκτάριος, γιατί οι πάσχοντες ανίατα και οι συμπάσχον- τες συγγενείς των άκουσαν για τα θαύματά του και πλέουν προς την Αίγινα.
Και πραγματικά θεραπεύονται, και άνθρωποι ακόμη που διέκοψαν τις σχέσεις τους με την Εκκλησία και το παραδοξώτατο, ορισμένοι απ’ αυτούς πιθανόν και να μη πιστεύουν στο Θεό εν Χριστώ Ιησού, ίσως μάλιστα, πέρα από τη θεραπεία που κερδίζουν, να μη τους ενδιαφέρει καν ο Χριστός, που με τη δοθείσα Χάρη του στον άγιο Νεκτάριο τους εθεράπευσε.
Το φαινόμενο άλλωστε δεν είναι νέο: «ραββί, πότε ώδε γέγονας; Απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς και είπεν, αμήν αμήν λέγω υμίν, ζητείτε με, ούχ άτι είδετε σημεία, αλλ’ ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε» (Ιωάν. ς’ 26). Δεν τους ενδιέφερε ο Ιησούς ως Θεός, που επιστοποιείτο από τα «σημεία – θαύματα, αλλά του ζητούσαν να επαναλάβει το θαύμα των άρτων και των ιχθύων για να φάνε! Εδώ έχομε ένα κατώτερο επίπεδο από την παραπάνω περίπτωση.
Γιατί το να πιστεύεις μόνο τον Άγιο, που σε θεραπεύει κι’ αυτόν να λατρεύεις μονάχα, αγνοώντας τελείως την πηγή της Χάρης, είναι πάντως ολιγότερο ταπεινό από την αχρειότητα να αναζητείς το Χριστό για να σού δώσει «την βρώσιν την απολυμένην»! Αυτό είναι μάλλον κτηνώδες.
Ο άγος Νεκτάριος υπήρξε βέβαια ένας λόγιος και σοφός Ιεράρχης, πολυμαθής θεολόγος και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Ο Θεός όμως με το χάρισμα των ιαμάτων, που συγκινεί κυρίως το λαό του, τον κατέστησε λαϊκό Άγιο στην εποχή μας, αλλά και όργανο ανανεώσεως της μαραμένης πίστεως στις καρδιές των πολλών. Για άλλους επίσης τον ανέδειξε σε τεκμήριο εξωτερικό της υπάρξεώς του και για άλλους σαν φως της Ορθοδοξίας, αφού όπως είπαμε, «επαχύνθη η καρδία του λαού αυτού» και αντί να αναζητούν μέσα τους το Θεό, με τη βίωση της πνευματικής παραδόσεως, «σημείον αιτούσι». Και η άκρα του Θεού φιλανθρωπία τους δίνει «σημείον». Ο λαός θα είναι πάντα λαός.
Εδώ τώρα θυμάμαι ένα ερώτημα, που μου απηύθυνε ένας μακαρίτης γέροντας, άγιος και πολυμαθής Ιερομόναχος· γιατί η Εκκλησία καθιέρωσε να ψάλλωνται υμνολογικοί κανόνες κάθε Πέμπτη στη μνήμη του αγίου Νικολάου; Να ψάξεις, αδελφέ, και να μη δώσεις «ύπνον τοις οφθαλμοίς σου και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις σου», έως ότου βρεις το λόγο και την αιτία.
Γέλασα κάπως στο ερώτημα, επειδή θεωρούσε ο φίλος μου σαν πρόβλημα ένα απλό θέμα. Όπως ήδη εγράψαμε, ο άγιος Νικόλαος είναι θαυματουργός και ο λαός ήθελε κάποιον στον οποίο να στηρίξει την ικανοποίηση των αναγκών του και την ελπίδα της θεραπείας των νόσων του. Αφού, όπως λέει και το τροπάριο που παρέθεσα, ο Άγιος είναι επί πλέον «ορφανών προστάτης τε και χηρών». Κι’ έτσι ο λαός απηύθυνε με εμπιστοσύνη τις προσευχές του στο θείο ιεράρχη Νικόλαο. Κάπως έτσι απάντησα στο φίλο μου. Όσο κανείς δεν έχει στην ψυχή του την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, ώστε να υπερβεί την πίεση των αναγκών και την οδύνη των ασθενειών του, είναι αδύνατο να απαλλαγεί από προσωποκεντρικά αισθήματα, που τον οδηγούν σε αναζήτηση ικανοποιήσεως των στενής εννοίας συμφερόντων του και φιλοζωικούς υπολογισμούς. Αντίθετα με αυτόν ο άγιος άνθρωπος θέλει να υποφέρει για τον αγαπημένο του Ιησού, θέλει να θυσιάζεται για να δοξάζεται μόνο ο Θεός, αυτός δε ο ίδιος να ταπεινώνεται, να χάνεται, να μη υπάρχει.
Κλείνοντας το κεφάλαιο θα επιθυμούσα να πω τα εξής: Υπάρχει στη Δυτική θρησκευτική ζωγραφική —- είναι περιττό να σημειώσω ότι τη θεωρώ ως αντιπνευματική — ένας νατουραλιστικός πίνακας με την Παναγία σε νεαρή ηλικία, που βαστάζει στις άχραντες αγκάλες της το θείο βρέφος σε ηλικία δύο – τριών ετών. Τα πρόσωπα βλέπουν κατ’ ευθείαν προς το θεατή. Η καινοτομία που κάνει ο ντα Βίντσι στον πίνακα είναι ότι τα μάτια της Θεοτόκου βλέπουν έτσι προς τα κάτω, ώστε να φαίνονται σαν κλειστά, καλυμμένα τελείως από τα βλέφαρα.
Δεν έχω ασχοληθεί με το θέμα και δεν γνωρίζω το σκοπό της ιδιοτυπίας του ζωγράφου της ψευτο-Αναγεννήσεως. Από χρόνια όμως, που έχω δει τον πίνακα αυτό, έδωσα μια ερμηνεία: Ότι η Παρθένος Μαρία θέλει να «κρυφθεί» η ίδια, από ταπείνωση, για να φαίνεται μόνο ο Υιός της. Σαν να λέει: «Μη βλέπετε εμένα· εγώ είμαι δούλη Κυρίου… Τον Υιό μου κοιττάτε, που αυτός είναι, ως Θεός, ο μόνος υπάρχων, ο κτίστης των πάντων, που σαρκώθηκε για τη σωτηρία μας. Εγώ είμαι απλώς κτίσμα, όργανο της των πάντων θεώσεως, αλλά και κατά σάρκα Μητέρα του, «πολλήν παρρησίαν προς αυτόν κεκτημένη». Η πρεσβεία μου είναι σωστική, αλλ’ ο Υιός μου σώζει».
Νομίζω ότι ο θεοφόρος Πατέρας μας Νεκτάριος, βλέποντας τους πιστούς που προσέρχονται για τις ανάγκες τους στο θείον του τέμενος και προσκυνούν τα ευωδιάζοντα από τη Χάρη άγια λείψανά του, θα ήθελε να τους πει κάτι ανάλογο με την Παναγία και οπωσδήποτε ανάλογο με τη διαφορά τους. Γιατί, για τους λόγους που ήδη εκθέσαμε, υπάρχει κίνδυνος σε πολλούς να απομονώσουν το πρόσωπό του από το Θεό και να του απονείμουν λατρεία ανεξάρτητη από την πηγή της αγιότητος, που είναι ο Θεός, με τη Χάρη του οποίου χορηγούνται τα δώρα.
Και τώρα βέβαια δεν μιλάει στους ευεργετουμένους, όμως έχει διδάξει ότι λατρεία πρέπει «μόνη τη θεία φύσει», τιμή δε απλώς στους Αγίους. Και ότι θέλημά του είναι να μην αρκούνται στις ιάσεις, αλλά να αποφασίζουν να ζήσουν εν μετανοία, ευαρεστούντες έτσι το Θεό και ελπίζοντες σ’ αυτόν σταθερά για τη σωτηρία τους. Γιατί αν θεραπευόμενοι δεν ζουν πνευματικά, με φόβο Θεού, με εργασία των εντολών του και με συνέπεια στη χριστιανική τους ιδιότητα, τότε είναι βέβαιο ότι δεν τους συνέφερε η ίαση για την οποία παρεκάλεσαν με δάκρυα.
Ο θαυματουργός άγιος της Αιγίνης, θεραπεύοντας το άρρωστο σώμα και εκβάλλοντας τα δαιμόνια, έχει την αξίωση από τους ιωμένους, να μετανοούν και να γίνωνται καλύτεροι πνευματικώς.
Αλλοιώς θα ήταν προτιμότερη η επώδυνη αρρώστια και ο βασανισμός από τους δαίμονες, αλλά και ο ίδιος ο θάνατος, παρά η υγεία που επιτρέπει την ενέργεια αμαρτιών, γιατί τότε κολάζονται αιωνίως και χάνουν το Χριστό και τα ανέκφραστα αγαθά. Γι’ αυτό και πολλοί δεν θεραπεύονται, επειδή γνωρίζει ο Θεός ότι χωρίς ασθένεια οδηγούνται στις αμαρτίες, ενώ με το σωματικό πόνο και με υπομονή κερδίζουν την αιωνιότητα.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ»
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΝΤΑΣΣΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ
Διανέμεται ως ευλογία υπό της Ι. Κοινότητας του Αγίου Όρους
Υπεύθυνος: Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, Καρυαί – Αγ. Όρος
ΤΕΥΧΗ 61-62 – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ/ΜΑΡΤΙΟΣ 1979
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Συγκλονιστική αφήγηση για την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγ.Νεκταρίου
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ