π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου
ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η άσκηση της αρετής στηρίζεται στη δογματική πίστη της Εκκλησίας. Τα δόγματα προσδιορίζουν την πνευματική ζωή των πιστών και αποτελούν γι’ αυτούς γνώμονα και σημείο προσανατολισμού. “Η δογματική συνείδηση συνδέεται οργανικά με την απλή πορεία της πνευματικής ζωής”, λέγει ο π. Σωφρόνιος και καταλήγει: “Αλλάξτε κάτι από τη δογματική σας συνείδηση και αναπόφευκτα θα αλλάξει στο αντίστοιχο μέτρο και η πνευματική σας πράξη, και γενικά η μορφή της πνευματικής σας υπάρξεως. Και αντιστρόφως, παρέκκλιση από την αλήθεια στην εσωτερική πνευματική ζωή θα επιφέρει μεταβολή στην πνευματική συνείδηση”. Το ευαγγέλιο του Χριστού είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα” (Ρωμ. α’ 16).
Η Αγία Γραφή υπογραμμίζει πως “ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσέβειας μυστήριον Θεός εφανερώθη εν σαρκί… ανελήφθη εν δόξη” (Α’ Τιμ. γ’16) “αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκουσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν” (Ιω. ιζ’ 3) “και ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω” (Α’ Κορ. ιβ’ 2).
Το Τριαδικό και το Χριστολογικό δόγμα ταυτίζεται με το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου. Οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, στις οποίες διατυπώθηκε από την Εκκλησία η πίστη που εκηρύττετο πάντοτε σ’ αυτήν, ονομάζονται “όροι”, όρια δηλαδή, μέσα στα οποία πρέπει να βρίσκεται κανείς εάν επιθυμή την εν Χριστώ σωτηρία. Εάν αυτή η πίστη δεν προσεβάλλετο από τους αιρετικούς, δεν θα είχε η Εκκλησία κανένα λόγο να την οριοθετήσει, γιατί πάντοτε εκηρύττετο και επιστεύετο από τον λαό του Θεού ορθοδόξως.
Ο κίνδυνος όμως νοθεύσεως της ορθοδόξου δογματικής συνειδήσεως, δηλαδή σοβαρά ποιμαντική φροντίδα, ανάγκασε την “Εκκλησία να διατυπώσει αυτήν την πίστη σε “όρους”. “Εκείνος που κινείται μέσα σ’ αυτά τα όρια λογίζεται ορθόδοξος, όποιος βγαίνει έξω από αυτά, είναι αιρετικός.
“Όποιος προσβάλλει τη δογματική πίστη της Εκκλησίας, προσβάλλει το “μυστήριον της ευσέβειας” και θέτει σε κίνδυνο τη σωτηρία του άνθρωπου. Γι’ αυτό και η Εκκλησία επολέμησε την αίρεση.
Η αγία Γραφή μιλάει για καταστρεπτικές αιρέσεις, που προκαλούν “ταχινήν απώλειαν” (Β’ Πέτρ. β’ ι) η κρίση δεν θα γίνει μόνο με βάση τα έργα, αλλά και με βάση τη διδαχή και “κατά το ευαγγέλιον” (Ματθ. ε’ 19. ζ’ 24. Ρωμ. β’ 16. Β’ Θεσ. α’8
Ο απόστολος Παύλος μιλάει για “τύπον διδαχής”, ο οποίος παρεδόθη στις χριστιανικές Εκκλησίες από τους αποστόλους (Ρωμ. στ’ 17).
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος χαρακτηρίζει τα δόγματα της Εκκλησίας, τη “θεωρία”, όπως τα ονομάζει, “συνέκδημον”, δηλαδή σύντροφο της πράξεως, και την πράξη “θεωρίας επίβασιν”, δηλαδή υποστήριγμα του δόγματος. “Εις ημάς δε”, λέγει, “ευδοκιμούν και αι δύο παραλλήλως, διότι την θεωρίαν κάμνομεν σύντροφον προς την εκείθεν”, δηλαδή την άλλη, την πραγματική ζωή, “την δε πράξιν υποστήριγμα της θεωρίας, διότι δεν είναι δυνατόν να μετέχωμεν της σοφίας χωρίς να έχωμε συναναστροφή με σοφίαν”. “Απόκτα βίον ενάρετον μετά ορθής πίστεως διότι τις των ανθρώπων δεν μακαρίζει τον τοιούτον άνθρωπον;” (Ισαάκ ο Σύρος). “Δέχου και εργάζου το καλόν επάνω σ’ αυτό το θεμέλιον των δογμάτων. Διότι “πίστις χωρίς έργων νεκρά” (Ιακ. β’ 20), όπως και τα έργα χωρίς την πίστιν” (Γρηγ. Θεολ.).
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει πως τα δόγματα είναι ο στολισμός της Εκκλησίας. Σχολιάζοντας το Ψαλμ. μδ’10/με’ 9 λέγει πως η “βασίλισσα” που παρέστη εκ δεξιών σου”, είναι η “Εκκλησία, η οποία τοποθετεί τους ευσεβείς στα δεξιά του Χριστού, εκείνους που έχουν ολόχρυσον ενδυμασία τα “θεία καλοϋφασμένα δόγματα”, που είναι “ποικίλα και πολύπλοκα και περιέχουν τους ηθικούς και φυσικούς και τους λεγόμενους εποπτικούς λόγους”. Δια τούτο λέγει ότι ο ιματισμός της νύμφης είναι πεποικιλμένος”.
Κατά τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, σε τίποτε δεν ωφελεί “ο καθαρός βίος, εάν τα διδάγματα είναι διεφθαρμένα, όπως ακριβώς βέβαια ούτε και το αντίθετον δεν ωφελούν τα υγιή δόγματα, εάν ό βίος είναι διεφθαρμένος”, “ουδέν γαρ όφελος βίου καθαρού, δογμάτων διεφθαρμένων ώσπερ ουν ουδέ τουναντίον, δογμάτων υγιών, εάν βίος η διεφθαρμένος”.
Ο ίδιος πατέρας παρακινεί τους πιστούς να πιστεύουν στην Αγία Γραφή και να αποθηκεύουν στις ψυχές των “τας ορθάς διδασκαλίας και μαζί με αυτάς να επιδεικνύουν και ακρίβειαν εις την ζωήν, ώστε και η ζωή μας να επιβεβαιώνη τας διδασκαλίας και αι διδασκαλίαι να αποδεικνύουν περισσότερον αξιόπιστον την ζωήν μας. Διότι ούτε εάν έχωμεν μεν τας ορθάς διδασκαλίας, και αδιαφορούμε δε δια την ζωήν, θα πρόκυψη δι’ ημάς κάποιο όφελος, ούτε εάν έχοντες ενάρετον ζωήν, αδιαφορούμε δια τας ορθάς διδασκαλίας, θα ημπορέσωμε να κερδίσωμε κάτι χρήσιμον και δια την σωτηρίαν μας… πρέπει να κοσμούμεθα και από τα δύο, δηλαδή και από ορθότητα διδασκαλιών και από φροντίδα ενάρετου ζωής.
Διότι ειπέ μου, ποιον το όφελος, όταν το δένδρον δεν φέρη καρπούς, αν και είναι πολύ υψηλόν και έχη πλούσιον φύλλωμα; Έτσι και τον χριστιανόν δεν ωφελούν καθόλου αι ορθαί διδασκαλίαι εάν αδιάφορη δια την συμπεριφοράν κατά την ζωήν του. Δι’ αυτό και ο Χριστός εμακάριζεν αυτούς λέγων “ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών” (Ματθ. ε’ 19) (Χρυσ).
Η αρετή του άνθρωπου, λέγει ο ίδιος Πατέρας, είναι η ακριβής εμμονή εις την αληθινήν πίστιν και ο ορθός τρόπος ζωής. Αυτά δε ούτε ο Διάβολος θα ημπορέση να τα αφαιρέση, αν αυτός που τα έχει τα διαφυλάττη με την πρέπουσαν προσοχήν”.
Με αυτή τη βάση κατανοούμε αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν ότι η αίρεση έχει την πηγή της στο Διάβολο, καθώς και τον όλο αγώνα τους εναντίον των αιρέσεων, που νόθευαν τα δόγματα της Εκκλησίας.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται στο Γαλ. α’ 7 και υπογραμμίζει γι’ αυτούς που μεταστρέφουν το ευαγγέλιο του Χριστού:
“Διότι όπως και εις τα βασιλικά νομίσματα όποιος κόψει ολίγον από ότι έχει χαραχθεί επάνω, καθιστά κίβδηλον όλον το νόμισμα, έτσι και εκείνος που διαστρέφει και το ελάχιστον από την υγιή πίστιν, καταστρέφει τα πάντα, εκπίπτων εις χειρότερα από ό,τι πριν πιστέψη. Που είναι λοιπόν όσοι μας κατηγορούν δια φιλονικίαν εξ αιτίας της προς τους αιρετικούς διαστάσεως; Που είναι τώρα όσοι λέγουν ότι ουδεμίαν διαφοράν έχομεν με εκείνους άλλ’ η διαφορά δημιουργείται από φιλαρχίαν; Ας ακούουν τι λέγει ο Παύλος, ότι διέστρεψαν το ευαγγέλιον και κατ’ ελάχιστον μόνον καινοτομούντες”.
Ο Διάβολος χρησιμοποιεί τις αιρέσεις για να οδηγήσει τον άνθρωπο στην απώλεια, λέγει ο ίδιος πατέρας της Εκκλησίας. Αυτούς που πείθονται σ’ αυτόν τους “βγάζει έξω από τα όρια που μας εδόθησαν από τον Θεόν, δήθεν δια πολύ ανώτερα” και αφού τους δελεάσει με τέτοιες ελπίδες, “τους βγάζει έξω από την χάριν του Θεού” και δεν τους επιτρέπει να επιστρέψουν στην προηγούμενη ασφάλεια και βεβαιότητα, “αλλά τους περιφέρει πλανωμένους παντού χωρίς να έχουν που να σταθούν”, όπως ακριβώς έκαμεν και με τον πρωτόπλαστο. “Διότι, αφού τον εξηπάτησε με την προσδοκίαν μεγαλύτερας γνώσεως και τιμής, τον απεγύμνωσε έπειτα με ευκολίαν και από εκείνα που είχε. Διότι όχι μόνον ισόθεος δεν έγινε, αλλά υπετάγη και εις την τυραννίαν του θανάτου. Και όχι μόνον δεν επήρε τίποτε περισσότερον από την βρώσιν του δένδρου, αλλά έχασε και μέγα μέρος από την γνώσιν που είχε, με την ελπίδα της περισσότερης γνώσεως”
Τα ίδια περίπου υπογραμμίζει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για όσους δεν διαθέτουν σταθερό έδαφος κάτω από τα πόδια τους και αφήνονται να καθοδηγούνται “από κάθε λόγον και από κάθε διδασκαλίαν, δια να διαλέξουν τάχα από όλα αυτά το καλύτερον και το πιο σωστό”, εμπιστευόμενοι τον εαυτό τους σε “κακούς κριτάς της αληθείας”.
Αυτοί, λέγει, στρέφονται και γυρίζουν από τη μία πιθανότητα στην άλλη και υφίστανται πλύση εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να συντρίβουν “από λογής λογής διδασκαλίες (Εφεσ. δ’ 14) και αφού αλλάξουν πολλούς διδασκάλους και πολλά σχολεία, αποτινάσσουν τα πάντα με ευκολίαν, όπως διώχνει ο άνεμος την σκόνην, και τέλος καταλήγει ο νους και η ακοή των εις αποχαύνωσιν, ώστε να αποστρέφονται το ίδιο κάθε λόγον, να γεμίζουν από μοχθηρίαν και να περιφρονούν και να ειρωνεύωνται την ιδίαν την πίστιν μας”.
Η χριστολογική αίρεση για τον Μ. Βασίλειο και τους άλλους πατέρες της Εκκλησίας ήταν το πιο φρικτό έγκλημα κατά του Θεού, το οποίο θα μπορούσε να διάπραξη ο άνθρωπος. Γι’ αυτό και κανονίζει:
“Ο αρνηθείς τον Χριστόν και παραβιάσας το μυστήριον της σωτηρίας, οφείλει να προσκλαίη ολόκληρον το χρόνον της ζωής του, και χρεωστεί να είναι εν μετάνοια, θ’ αξιωθή δε των μυστηρίων κατά τον χρόνον της εξόδου του από τον παρόντα βίον με την πεποίθησιν εις την φιλανθρωπίαν του Θεού”.
Άγιοι άνθρωποι και γεμάτοι ταπείνωση ήσαν έτοιμοι να παραδεχθούν πως είναι οι χειρότεροι από όλους τους αμαρτωλούς, όμως δοκίμαζαν φρίκη στην σκέψη πως θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν αιρετικοί.
Έτσι μερικοί, που ήθελαν να δοκιμάσουν τον Αββά Αγάθωνα, του είπαν:
“Συ είσαι ο Αγάθων; Ακούσαμε για σένα ότι είσαι ακόλαστος και περήφανος. Και εκείνος τους λέγει: ναι, έτσι είναι. Και του λέγουν Συ είσαι ο Αγάθων ο φλύαρος και φιλοκατήγορος; Και τους αποκρίνεται: εγώ είμαι, του λέγουν πάλι: Συ είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός; Και αποκρίθηκε: Δεν είμαι αιρετικός.
Τον παρεκάλεσαν λοιπόν, λέγοντας: Πες μας γιατί τόσα σου είπαμε και τα παραδέχθηκες και το τελευταίο δεν το άντεξες; Τους λέγει: Τα πρώτα τα παίρνω επάνω μου. Αλλά το αιρετικός είναι χωρισμός από τον Θεό. Και εκείνοι, ακούοντάς τον, εθαύμασαν τη διάκρισή του και έφυγαν οικοδομημένοι”.
Το δόγμα λοιπόν προσδιορίζει τη ζωή του πιστού, αποτελεί σημείο προσανατολισμού του στη ζωή και εγγυάται το γεγονός της σωτηρίας. Έξω από τα όρια της δογματικής διδαχής της Εκκλησίας υπάρχει μόνο η καταστρεπτική αίρεση, που οδηγεί στην απώλεια.
από το βιβλίο (Το νόημα της ζωής στο φως της Ορθοδοξίας)