ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Σήμερα, στο λεγόμενο δυτικόν κόσμο θεωρούμεν και γιορτάζουμε σαν «Πρωτοχρονιάν» την πρώτην τού Γενάρη κάθε πολιτικού έτους. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ούτε ότι ανέκαθεν ήσαν έτσι τα πράγματα, ούτε και ότι σε όλους τους λαούς υπήρχεν ή υπάρχει ομοιομορφία στο ζήτημα τού προσδιορισμού και γιορτασμού της αρχής τού έτους.
Θα επιχειρήσουμε, λοιπόν, μίαν ιστορικήν αναδρομή, μίαν περιήγηση στο μακρινόν παρελθόν, ενα ταξείδι σε απόμακρες χώρες στις εσχατιές της υδρογείου, που ελπίζομε θα μας αφήσει έκπληκτους, γιατί θα διαπιστώσουμεν έτσι αρκετές διαφορές ανάμεσα στο παρελθόν και στο γνώριμό μας παρόν, πάνω στο ζήτημα της «Πρωτοχρονιάς».
Και ποια θάναι η χρησιμότητα ή και η ωφέλεια από μιαν τέτοιαν περιπλάνηση στα βάθη της Ιστορίας και στα πέρατα της γης;
Πιστεύομεν, ότι η τέτοια εκ της Ιστορίας εμπειρία, αγαπητέ αναγνώστα, ασφαλώς θα μας καταστήσει πιο ανεκτικούς απέναντι σε ο,τι τυχόν το «διαφορετικόν», έναντι σε κάθε τι το «άλλον». Διαπιστώνοντας, δηλαδή, πόσο συμβατικά και σχετικά είναι αρκετά, από όσα παραδεχόμεθα στις μέρες μας, συνήθως ελαφρά τη καρδία και τη συνειδήσει και ότι ανεπιγνώτως τα αντιμετωπίζουμε ψυχολογικά μεν σαν «ταμπού» και διανοητικά τα θεωρούμε σαν αιωνόβια, αμετακίνητα, απολύτως σταθερά, όσον και «απλανή» και αλάνθαστα, θα βάλουμε «νερό στο κρασί» μας. Αυτή, δηλαδή, η γνώση θα πρέπει να μας κάνει, οπωσδήποτε, λιγότερο φανατικούς, μετριότερον πάσχοντας από εκείνον το είδος θρησκευτικής, πνευματικής και ψυχολογικής ακαμψίας και αγκύλωσης, που δυστυχώς συχνά συναντάμε στην εποχή μας και στον τόπο μας, αφού πολλά απ’ αυτά τα πράγματα είναι απλώς και μόνον ανθρώπινες επινοήσεις, εφευρέσεις και κατασκευάσματα και, γι’ αυτό, πράγματα μεταβλητά, καιρικά και, γιατί όχι, επουσιώδη, που δεν αποτελούν την καρδίαν, το μεδούλι, την ουσίαν, το νεύρον της ορθόδοξης Πίστης και Πνευματικότητας.
Η «Πρωτοχρονιά» στα πλαίσια της ημερολογιακής δραστηριότητας
των αρχαιοτάτων μεγάλων Πολιτισμών της Ανατολής
α) Βαβυλωνιακόν ημερολόγιον και «Πρωτοχρονιά»:
Με βάση τα αρχαία βαβυλωνιακά κείμενα και τα ευρήματα των ανασκαφών κυρίως στο Nuffur της Μεσοποταμίας και σε άλλες αρχαίες πόλεις της, των οποίων τις επιγραφές, γραμμένες σε σφηνοειδή γραφήν, αποκρυπτογράφησεν ο καθηγητής τού Πανεπιστημίου της Φιλαδέλφειας Herman v.Hilprecht, μαθαίνουμε για τους αρχαιότερους κατοίκους της Μεσοποταμίας, τους Σουμέριους και Ακκάδιους, και τους αρκετά μεταγενέστερους, Ασσύριους και Χαλδαίους, που όλοι τους μαζί ανέπτυξαν τον αξιολογότατον συνολικόν «βαβυλωνιακόν Πολυ-πολιτισμόν», όπως αυτός ονομάστηκεν από τη σημαντικότερην πόλη και πρωτεύουσαν, τη Βαβυλώνα, η οποία, σημειωτέον, οφείλει αυτήν την ονομασίαν της στους Έλληνες.
Έτσι πληροφορούμεθα απ’ τις αρχαιολογικές και ιστορικές πηγές, ότι οι Βαβυλώνιοι επιδίδονταν, μεταξύ άλλων επιδόσεών τους και διέπρεπαν στη μελέτη τού ουρανού και των ουράνιων σωμάτων και φαινομένων και ότι ήδη από το 4000 π.Χ. χρησιμοποιούσαν σεληνιακά ημερολόγια και είχαν ακριβή γνώση της διάρκειας τού συνοδικού σεληνιακού μήνα. Παράλληλα δε, είχαν και ηλιακόν πολιτικόν ημερολόγιον, με έτος αποτελούμενον από 12 μήνες των 30 ημερών.
Η ιεροποίηση, μάλιστα, τού ημερολογίου απ’ τους ιερείς τους, οι οποίοι ήσαν και αστρονόμοι, είχαν δε υπολογίσει τα ηλιοστάσια και τις ισημερίες με εκπλήσσουσαν ακρίβεια, φαίνεται απ’ την πεποίθησή τους, ότι ο βαβυλωνιακός θεός Μαρντούκ ήταν αυτός, που, αμέσως μετά την επιβολήν της τάξης στο χάος τού Σύμπαντος, υπήρξεν, ωσαύτως, ο δημιουργός και τού ημερολογίου τους.
Ειδικότερα και αναφορικά προς την «Πρωτοχρονιά», γνωρίζομεν ήδη, ότι, ενώ αρχικά το βαβυλωνιακόν έτος άρχιζεν τη φθινοπωρινήν ισημερίαν (22 Σεπτέμβρη), όμως κατά τους χρόνους κυριαρχίας των Ακκαδίων στη Βαβυλώνα, την αρχήν τού έτους προσδιόριζεν η θέση της Αίγας, τού πιο λαμπρού άστρου τού αστερισμού τού Ηνίοχου, ως προς τη σελήνην κατά την εαρινήν ισημερίαν.
Έπειτα γύρω στο 2000 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι σταθεροποίησαν και παγίωσαν, με την ισχύν, που διέθεταν, το σεληνιακόν έτος, οικειοποιούμενοι το σεληνιακόν ημερολόγιον της πόλης Νιπούρ, η οποία, ως φαίνεται, διέθετεν κύρος θρησκευτικόν και επεβάλλετο πνευματικώς στους λοιπούς λαούς της Μεσοποταμίας, σαν η ιερή πόλη της Μεσοποταμίας, σουμεριακής καταγωγής και προέλευσης. Η δε επιβολή τού σεληνιακού αυτού ημερολογίου, που άσκησαν οι ισχυροί Βαβυλώνιοι σε όλους τους Μεσοποτάμιους, έκαμεν, ώστε όλοι αυτοί να γιορτάζουν την αρχήν τού σεληνιακού έτους κατά την εαρινήν Ισημερίαν, για την οποίαν αυτοί εγνώριζαν, ότι συνέβαινεν την 21 Μάρτη.
Η δε βαβυλωνιακή «Πρωτοχρονιά», η 1η τού βαβυλωνιακού μήνα Νισάνου, «παλινδρομούσεν περί την εαρινήν ισημερίαν εντός χρονικής διαρκείας 27 ημερών».
Αυτή η βαβυλωνιακή «Πρωτοχρονιά» αποτελούσεν τη μεγαλύτερήν τους γιορτήν και ονομαζόταν Ακιτού. Η δε 1η τού μήνα Νισάνου ήταν η ημέρα της εαρινής ισημερίας, η πρώτη ημέρα τού βαβυλωνιακού έτους. Η γιορτή Ακιτού διαρκούσεν τέσσαρες ημέρες, κατά τις οποίες οι ιερείς εκφωνούσαν το περίφημον «Έπος της Δημιουργίας» (το «Ενούμα Ελίς»). Η Ακιτού δε, εκτός που ήταν η Πρωτοχρονιά τού βαβυλωνιακού ημερολογίου, ήταν και η γιορτή της ανάστασης της Φύσης και συνδεόταν «με τη δραματικήν αναπαράσταση τού θανάτου και της ανάστασης της ζωής».
β) Αιγυπτιακά ημερολόγια και «Πρωτοχρονιά»
Όπως στη χώραν τη μεταξύ δύο ποταμών, δηλαδή τη Μεσοποταμίαν, ανεπτύχθη υψηλός πολιτισμός, έτσι και μάλιστα παράλληλα μ’ αυτόν, στην κοιλάδα τού αιγυπτιακού πόταμου Νείλου, αναπτύχθηκεν ο αξιόλογος αιγυπτιακός Πολιτισμός με ποικίλες εκφάνσεις, επομένως και ημερολογιακές. Η δε ιδιαίτερη σημασία της ημερολογιακής δραστηριότητας των Αιγυπτίων έγκειται κυρίως στο γεγονός, ότι σ’ όλον τον κόσμον, πρώτοι αυτοί εγκατέλειψαν τον προϋπάρχοντα σεληνιακό μήνα και συσχέτισαν τον ημερολογιακόν υπολογισμό με την εμφάνιση τού λαμπρότερου ουράνιου άστρου, τού Σείριου, που είναι 25 περίπου φορές φωτεινότερος και αυτού τού ήλιου.
Αργότερα, βέβαια, οι αιγύπτιοι ιερείς παρενέβαλαν ένα 13ον εμβόλιμο μήνα, πράγμα που σημαίνει εισαγωγήν μεικτού, δηλαδή σεληνο – ηλιακού ημερολογίου, που, τελικά, κατέληξε σε αμιγή ηλιακό, με έτος αποτελούμενον από 12 ίσους μήνες των 30 ημερών.
Προκαλεί, πάντως, εντύπωση το ότι οι Αιγύπτιοι ιερείς – αστρονόμοι, παρά το ετήσιο σφάλμα τού ημερολογίου (= διαφορά 1/4 της ημέρας, ή, 6 ώρες, ή, 1 αιγυπτιακόν έτος κάθε 1.460 τροπικά, ή, κάθε 1.461 αιγυπτιακά έτη, δηλαδή, κάθε μία «Σωθιακήν περίοδον», όπως ονομάστηκε), δεν προέβησαν σε διόρθωση, παρά μόνον πολύ αργότερα, όταν, το 238 π.Χ., έγινεν από τον Πτολεμαίον Γ’ τον Ευεργέτην, η λεγόμενη «Τανινική Μεταρρύθμιση», δηλαδή, προσθήκη μιας 6ης επαγόμενης ανά τετραετίαν ημέρας. Σημειώνομεν, ότι αυτή η προσθήκη ήταν ο πρόδρομος των δίσεκτων ετών, που θα εισαγάγει αργότερα, το 45 π.Χ., ο Έλληνας αστρονόμος από την Αλεξάνδρεια Σωσιγένης στο λεγόμενον Ιουλιανόν ημερολόγιόν του της Ρώμης. Οι Αιγύπτιοι ιερείς – αστρονόμοι δεν κατέφυγαν στην επινόηση τού Σωσιγένη ( = δίσεκτον έτος κάθε τετραετίαν), αλλά επινόησαν σύστημα παρεμβολής ενός ολοκλήρου έτους κάθε 1.460 τροπικά έτη ( = «Σωθιακή περίοδος»).
Στο πρωτογενές αιγυπτιακόν ημερολόγιον, που ήταν σεληνιακόν, ο πρώτος μήνας του, όπως και εκείνος τού μετέπειτα «ηλιακού», ήταν αφιερωμένος στο Μέγαν διαιρέτην τού Χρόνου και θεόν της Αστρονομίας Θωθ. Και το όνομά του, ο πρώτος μήνας, το πήρε απ’ αυτόν το θεόν και ονομάστηκε κι’ αυτός Θωθ. Αυτή η θεότητα αντιστοιχεί στον Ερμήν τον Τρισμέγιστον των αρχαίων Ελλήνων.
Αναφορικά, τώρα, προς την αιγυπτιακήν Πρωτοχρονιάν, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν διπλήν τοιαύτην: Τη φυσικήν αρχήν της χρονιάς αφ’ ενός και την ημερολογιακήν πρώτην τού έτους, αφ’ ετέρου. Η μεν αρχή της χρονιάς ήταν η «εώα επιτολή» τού Σείριου, καθώς και η συνοδευτική πλημμύρα τού Νείλου, δηλαδή προσδιοριζόταν από «φαινόμενα φυσικά», ενώ η πρώτη τού έτους, η πολιτική Πρωτοχρονιά, καθοριζόταν «από το κοίλον ημερολόγιόν» της.
Οι Αιγύπτιοι ιερείς ήδη απ’ το 4241 π.Χ. είχαν παρατηρήσει, ότι κατά την 15ην Ιουλίου, οπότε άρχιζαν οι πλημμύρες τού Νείλου, ταυτόχρονα, συνέβαινεν η «εώα επιτολή» τού Σείριου, δηλαδή ο Σείριος ανέτελλε συγχρόνως με τον Ήλιον.
Προσπαθούσαν, λοιπόν, οι ιερείς -αστρονόμοι να εντοπίσουν πότε η Πρωτοχρονιά τους, η 1η τού μήνα Θωθ και η αρχή τού κυνικού έτους συγχρονίζονται με την «εώαν επιτολήν» τού Σείριου. Κατά ιστορικές πληροφορίες τού 3ου (Censorinus) και 4ου μ.Χ. αιώνα (Θέων ο Αλεξανδρεύς) τέτοια σύμπτωση διαπίστωσαν οι Αιγύπτιοι το έτος 139 μ.Χ.
Γνωρίζοντας, λοιπόν, τη λεγόμενη «Σωθιακήν περίοδον» των 1.460 τροπικών ετών, μπορούμε να υπολογίσουμε και τις προηγούμενες επισυμβάσες αστρονομικές συμπτώσεις. Έτσι, οι προ τού 139 μ.Χ. επιτολές τού Σείριου την 1η Θωθ είχαν επισυμβεί τα έτη: 1321 π.Χ., 2781 π.Χ. και 4241 π.Χ. Μάλιστα, η τελευταία αυτή, θεωρείται και «η αρχαιότερη βεβαιωμένη ιστορική χρονολογία».
Αυτά ίσχυαν στην Αίγυπτο μέχρι το 331 π.Χ., οπότε ο Μέγας Αλέξανδρος εισέβαλεν ως ελευθερωτής της χώρας απ’ την περσικήν κατοχήν (525 – 331 π.Χ.) και της επέβαλεν το μακεδονικόν ημερολόγιον, ένα σεληνοηλιακόν, εις το οποίον το έτος άρχιζεν κατά τη φθινοπωρινήν ισημερίαν.
Επί δε των διαδόχων τού μακεδόνα στρατηλάτη, των Πτολεμαίων, διατηρήθηκαν και το αιγυπτιακόν και το μακεδονικόν, για να μη δυσαρεστηθεί καμία απ’ τις δύο πλευρές. Τελικά, όμως, επεκράτησεν και πάλιν το αιγυπτιακόν, το οποίον πρώτος ο Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης προσπάθησε, όπως προαναφέραμε, να διορθώσει καλύπτοντας την ετήσια διαφοράν του, των 6 ωρών, από το τροπικόν έτος με παρεμβολήν μιας 6ης επαγόμενης ημέρας ανά τετραετίαν. Αυτη ήταν και ο πρόδρομος τού μετέπειτα δίσεκτου έτους που εισήγαγεν ο Σωσιγένης στο Ιουλιανόν ημερολόγιον.
Η προσπάθεια, πάντως, τού Πτολεμαίου Γ’ δεν καρποφόρησεν. Μόνον αργότερα, το 26 – 23 π.Χ., επί ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, προστέθηκε μία ημέρα στο τέλος τού αιγυπτιακού έτους 23 – 22 π.Χ., στις 29 Αυγούστου τού Ιουλιανού ημερολογίου, κι’ έκτοτε στο τέλος κάθε τέταρτου αιγυπτιακού έτους. Έτσι, το διορθωμένον αιγυπτιακόν, πήρε την ονομασίαν «αλεξανδρινόν». Σ’ αυτό η αρχή τού έτους, δηλαδή η 1η Θωθ, ήταν η 30η Αυγούστου για κείνα τα αλεξανδρινά έτη, «που ακλουθούν την εμβόλιμην ημέραν», ενώ «αντίστοιχα άρχιζε στις 29 Αυγούστου για τα άλλα έτη». Στην Αίγυπτον, περαιτέρω, και μέχρι το 238 μ.Χ., βάδιζαν παράλληλα και συνυπήρχαν το αρχαίον αιγυπτιακόν, που γνωρίζομεν και που από μερικούς εξετιμάτο και ήταν ακτικείμενον προτίμησής τους, και το αλεξανδρινόν ημερολόγιον.
γ) Το εβραϊκόν ημερολόγιον: από που επηρεάστηκεν αυτό;
Ως γνωστόν, ο Γενάρχης και Πατριάρχης των Εβραίων, ο Αβραάμ, καταγόταν απ’ την πόλη Ούρ της Μεσοποταμίας, χώρας τού προαναφερθέντος «βαβυλωνιακού Πολιτισμού» και πατρίδας της αστρονομίας. Από κει ξεκίνησεν ο Αβραάμ, κατ’ εντολήν τού αληθινού Θεού, για να εγκατασταθεί στη Χαναάν. Φαίνεται δε, ότι ο ίδιος είχεν και αστρονομικές γνώσεις, αλλά και δεξιότητες να παρατηρεί, να υπολογίζει και με βάση τις φάσεις της σελήνης να μετράει το χρόνον.
Αλλά και για τους απογόνους τού Αβραάμ, τους Εβραίους, θα πρέπει να δεχθούμεν, ότι πρωιμότατα ήσαν γνώστες και χρήστες σεληνιακού ημερολογίου 354 ημερών. Το εβραϊκό, μάλιστα, ιερό βιβλίον Ταλμούδ αναφέρει, ότι οι πρώτοι Εβραίοι είχαν «ζωδιακόν ημερολόγιο με 12 σεληνιακούς μήνες» αντίστοιχους στις 12 φυλές τους.
Ιστορικά, ο Πολιτισμός των Εβραίων, αναπτυσσόμενος και περιβαλλόμενος από υψηλούς Πολιτισμούς ισχυρότατων Αυτοκρατοριών (βαβυλωνιακής, αιγυπτιακής, κ.λπ.) υπέστη την επιρροήν και δέχθηκε την επίδρασή τους. Και ήταν φυσικόν, αυτονόητον και επόμενο να σημειωθεί επήρεια εκ μέρους των πέριξ Πολιτισμών και στο ζήτημα τού εβραϊκού ημερολογίου. Χρονικά, πάντως, προηγήθηκεν η βαβυλωνιακή επίδραση (απ’ τον 18ον αιώνα και προς τα πίσω), εμεσολάβησεν η αιγυπτιακή επιρροή (18ος – 12ος αιώνας π.Χ.) και ακολούθησεν η πολιτιστική – ημερολογιακή επήρεια μετά το διχασμόν της χώρας σε δύο κράτη, στο βασίλειον τού Ισραήλ, που καταστράφηκεν από τους Ασσύριους το 722 π.Χ., οπότε και απήχθη ο πληθυσμός του στην Ασσυρίαν και στο βασίλειον τού Ιούδα, που καταστράφηκεν από τους Βαβυλώνιους το 586 π.Χ. και τού οποίου ο πληθυσμός επίσης απήχθη στη Βαβυλώνα.
Πιο συγκεκριμένα, επηρεασμένοι οι Εβραίοι απ’ το περισσότερον ακριβές αιγυπτιακόν ημερολόγιον, προσπάθησαν να συμβιβάσουν το πρωτογενές δικό τους σεληνιακόν ημερολόγιον των 354 ημερών, με το αντίστοιχον αιγυπτιακόν, που ήταν ηλιακόν. Μετά όμως την έξοδόν τους απ’ την Αίγυπτον, χρησιμοποιούσαν δύο ημερολόγια. Αυτά διέφεραν μεταξύ τους μόνον ως προς την έναρξή τους εντός τού δωδεκάμηνου σεληνιακού έτους. Είχαν, δηλαδή, αφ’ ενός το θρησκευτικόν έτος, το οποίον άρχιζεν το μήνα Αβίβ και το πολιτικόν, αφ’ ετέρου, το οποίον άρχιζεν τον 7ον μήνα Tishri, (λέξη ακκαδικής προέλευσης), μήνα της φθινοπωρινής ισημερίας και της Πρωτοχρονιάς.
Ο Μωυσής ήταν που διέταξεν την εισαγωγήν, τήρηση και χρήση σεληνιακού έτους σε συνδυασμό με ένα αντίστοιχον ηλιακόν. Έτσι, το μεν έτος ήταν ηλιακόν με 365 και 1 /4 ημέρες, οι δε μήνες ήσαν σεληνιακοί και άρχιζαν με κάθε νουμηνία (νέα Σελήνη). Αυτό είναι το περίφημο Μωσαϊκόν, ή, Νομικόν ημερολόγιον. Ο ίδιος, λοιπόν, ο Μωυσής όρισεν ως πρώτο μήνα τού πολιτικού έτους τον αντίστοιχον έβδομο μήνα των Αιγυπτίων, τον και επίσης έβδομον μήνα τού εβραϊκού θρησκευτικού έτους, το μήνα Tishri, που συμπίπτει με τους δικούς μας 15 Σεπτέμβρη – 15 Οκτώβρη τού Γρηγοριανού ημερολογίου. Είναι, δηλαδή, ο μήνας της φθινοπωρινής ισημερίας (22 Σεπτέμβρη), ο μήνας της εβραϊκής Πρωτοχρονιάς (1η τού μήνα Tishri), η οποία και ονομάζεται Rosh – Ha -Shanah, που σημαίνει «ημέρα τού έτους».
Ο δε έβδομος μήνας του πολιτικού έτους και πρώτος τού θρησκευτικού ήταν ο Αβίβ (λέξη χαναανιτικής προέλευσης), ο οποίος αργότερα μετονομάστηκε σε Nisan (λέξη βαβυλωνιακής προέλευσης), ο οποίος αντιστοιχεί στους δικούς μας 15 Μάρτη – 15 Απρίλη. Είναι δε αυτός, ο μήνας της εαρινής ισημερίας, της εξόδου των Εβραίων απ’ την Αίγυπτον, της γιορτής, δηλαδή, τού εβραϊκού Πάσχα, επομένως και της εαρινής πασχαλινής Πανσελήνου.
Άρα η αρχή τού θρησκευτικού εβραϊκού έτους είναι, κατά διαταγήν τού Μωυσή, η εαρινή ισημερία, όπως ακριβώς και στο βαβυλωνιακόν έτος, το οποίον άρχιζεν τον αντίστοιχον και ομώνυμο βαβυλωνιακό μήνα Nisannu.
Μετά όμως απ’ την επιστροφήν απ’ την άλλην αιχμαλωσίαν, την βαβυλώνιαν (538 π.Χ.), οι Εβραίοι επηρεασμένοι απ’ τους Χαλδαίους αστρονόμους και απ’ τις βαβυλωνιακές συνήθειες, επανέφεραν σε χρήση το αμιγώς σεληνιακόν ημερολόγιον, προσαρμοσμένο στις δικές τους θρησκευτικές αντιλήψεις και γιορτές. Η αρχή όμως τού πολιτικού έτους παρέμενε σταθερά στον 7ο σεληνιακό μήνα Tishri, (Σεπτέμβρης – Οκτώβρης). Η δε Πρωτοχρονιά έπεφτε πάντα Σάββατον και ήταν Ιερή μέρα, όπως και όλος ο 7ος μήνας (Λευίτ. κγ’, 24-25).
Τέλος, παρατηρούμεν, ότι, μολονότι η χριστιανική Εκκλησία χρησιμοποίησεν το ηλιακόν ημερολόγιον της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, παράλληλα και προφανώς εξ επιδράσεως εβραϊκής, χρησιμοποιεί και το σεληνιακόν έτος,
τουλάχιστον για τον εορτασμόν τού Πάσχα και των συναφών μ’ αυτό εορτών.
Η ίδια η Α’ Οικουμενική Σύνοδος ώριζεν να εορτάζεται το χριστιανικόν Πάσχα, την πρώτην Κυριακήν όχι μόνον μετά την εαρινήν ισημερίαν (ηλιακόν έτος), αλλά και μετά την πανσέληνόν της (σεληνιακόν έτος). Διότι, βέβαια, ο υπολογίζων την Πανσέληνον, ασχολείται με φάσεις της σελήνης και με συνοδικό σεληνιακό μήνα και σεληνιακόν έτος, άρα με σεληνιακόν ημερολόγιον. Επομένως, η Χριστιανική Εκκλησία, επισημότατα, χρησιμοποιεί δύο ημερολόγια, ένα ηλιακόν και ένα σεληνιακόν.
Ελληνικά ημερολόγια,
τα μεταγενέστερα ανατολικά και η «Πρωτοχρονιά»
Απ’ τα αρχαιοελληνικά ημερολόγια αναφερόμαστε επιτροχάδην στο Αττικόν, το οποίον είχε σαν αρχή τού έτους μάλλον την 1ην ού μήνα Εκατομβαιώνα αντιστοιχούντα περίπου στον Ιούλιον και το μακεδονικόν σεληνο-ηλιακόν ημερορολόγιον εκ 12 μηνών με 30 και 29 ημέρες εναλλάξ, το οποίον άρχιζε κατά την φθινοπωρινήν Ισημερίαν. Αυτό το ημερολόγιο διεδόθη στην Ανατολή με την εκστρατείαν τού Αλεξάνδρου, όπως θα δούμε. Στην ιδίαν τη Μακεδονίαν, όταν αυτή κατακτήθηκε απ’ τη Ρώμην, τελικά, μετά μακρόχρονην και αργήν προσαρμογήν, έγινε δεκτόν το ρωμαϊκόν ημερολόγιον και μάλιστα το Ιουλιανόν, δηλαδή ηλιακόν. Όμως αν και έτσι μεταμορφωμένον το μακεδονικόν έτος, εξακολούθησε να έχει την αρχήν του το φθινόπωρον (15 Οκτώβρη). Για την είσοδον τού Μακεδονικού ημερολογίου στην Αίγυπτον ήδη ομιλήσαμε. Εσταδιοδρόμησεν, όμως, αυτό, όπως ήταν φυσικόν και στη Μ. Ασίαν και Συρίαν. Με την άνοδον της Ρώμης πάντως και την επικράτησή της σ’ αυτές τις περιοχές, το Μακεδονικόν ημερολόγιον ήλθε σε ανταγωνισμό με το αντίστοιχο ρωμαϊκόν: Κατά μαρτυρίαν τού Μαλάλα (VIII, εκδ. Βόννης, 202), ο Σέλευκος Νικάτορας επεχείρησε να το επιβάλει δια διατάγματος. Επιγραφή εν Φρυγία, έπειτα, τού έτους 66 π.Χ. μαρτυρεί την ύπαρξή του εκεί και τότε. Αλλά, τελικά επεκράτησεν το ηλιακόν ρωμαϊκόν (Ιουλιανόν). Λίγες είναι οι σχετικές ιστορικές πληροφορίες (Γαληνός Περγάμου, β’ αιώνα μ.Χ.). Κατά την πληροφορίαν, λοιπόν, τού Γαληνού, το έτος άρχιζεν την 24ην Σεπτέμβρη, ή, μάλλον την 23ην. Η δε αρχή τού έτους διέφερεν κατά περιοχές, στη Μ. Ασίαν και Συρίαν.
Ένα κείμενον ανεκτίμητης αξίας, που σώθηκε σε τρία χειρόγραφα (Φλωρεντίας Mediceus XXVIII, 28. Leidens. Gr. 78 και Vaticanus Gr. 1291) και ονομάζεται Φλωρεντινόν Ημερολόγιον, παρουσιάζει, εκτός τού ρωμαϊκού, και 16 διαφορετικά ημερολόγια Επαρχιών ή Πόλεων της Μ. Ασίας και της Συρίας. Είναι δε αυτές: η Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια της Συρίας, Τύρος, Επαρχία της Αραβίας, Σιδών, συριακή Ηλιούπολη, Λυκία, Ασία και Παμφυλία, Κρήτη, Κύπρος, Βιθυνία, Καππαδοκία, Γάζα, Ασκάλων και Σελεύκεια. (Ιδέ: Kubitschek, Die Kalenderpiicher von Wien, Philos. Hist. Klasse, 57 Β’, 3 Abhandl., 1915).
Το Ημερολόγιον, λοιπόν, της Φλωρεντίας μας πληροφορεί για τα διάφορα ημερολόγια της Ανατολής, που ανάγονται χρονικά τουλάχιστον στην εποχήν τού Οκταβιανού Αυγούστου.
Στα ημερολόγια της Ασίας και Παμφυλίας, η πρώτη τού έτους μετεφέρθη στη γενέθλιον ημέραν (dies natalis) του Οκταβιανού Αυγούστου, την 9η, μέρα πριν τις Καλένδες τού Οκτώβρη ( — 23 Σεπτέμβρη), την πρώτην τού πρώτου μήνα αυτού τού ημερολογίου, που είναι ο μήνας Δίος μετονομασθείς σε Καισάρειον.
Στα ημερολόγια Βιθυνίας, Κρήτης και Πάφου, που μοιάζουν με το της Ασίας, μεταρρυθμισμένον όμως, η αρχή τού έτους είναι επίσης η dies natalis τού αυτοκράτορα Αυγούστου. Πρόκειται για την πρώτη μέρα τού πρώτου μήνα, ο οποίος στη Βιθυνίαν ήταν ο Εραίος (άρχιζε την 23ην Σεπτέμβρη), στην Κρήτη ήταν ο Θεσμοφόριος (αρχή του η 23η Σεπτέμβρη) και στην Πάφον ο Αφροδίσιος (με αρχήν του στις 23η Σεπτέμβρη).
Σημειώνουμεν, ότι κατά μαρτυρίαν τού αγίου Επιφανίου υπήρχεν και δεύτερον ημερολόγιον στην Κύπρον. Και πριν απ’ τα δύο ημερολόγια, υπήρχε στην Πάφον τρίτον, τού οποίου η πρώτη μέρα τού έτους ήταν η 1η τού μήνα Σεβαστού, αντίστοιχη στην 1ην Οκτώβρη τού Ιουλιανού.
Στο ημερολόγιον της Λυκίας, εξ άλλου, ήταν πρώτος μήνας ο Δίος και Πρωτοχρονιά η 1η τού Δίου, αντίστοιχη με την πρώτην Γενάρη. Είναι το πλησιέστερο στο ρωμαϊκόν Ημερολόγιον.
Στο ημερολόγιον της Καππαδοκίας, που ήταν ηλιακόν και μόνον, πρώτος μήνας τού έτους ήταν ο Λυτανός (η Artana), κατά την ανάγνωση τού Βατικανού χειρογράφου από τον Kubitschek. Η πρώτη τού μήνα αυτού, που συνέπιπτε με την 12η Δεκέμβρη τού ρωμαϊκού, ήταν η «Πρωτοχρονιά».
Τα ημερολόγια, έπειτα, της Συρίας διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Σ’ όσα μοιάζουν με το Αλεξανδρινόν και σ’ εκείνα, που προσεγγίζουν το Ιουλιανόν.
Της πρώτης κατηγορίας είναι της Γάζας και τού Ασκάλωνα. Στης Γάζας, ο πρώτος μήνας, ο Δίος αρχίζει την δική μας 28ην Οκτώβρη, που είναι και η Πρωτοχρονιά, και τού Ασκάλωνα ο Υπερβερεταίος, με πρώτην τού μήνα και της χρονιάς την 1ην Υπερβερεταίου (= 28 Οκτώβρη).
Τα της Αραβικής Επαρχίας είναι των πόλεων Βόστρων, Δαμάσκου και Ναβατινής που έχουν για πρώτο μήνα το Νισάν, αντιστοιχούντα στην μακεδονικήν ονομασία Ξανθικός και που έχει για πρώτη τού μήνα τη δική μας 22 Μάρτη.
Έπειτα, για το ημερολόγιον της Τύρου, για το οποίον το Φλωρεντινόν μας πληροφορεί ότι έχει την αρχήν τού έτους στις 19 Οκτώβρη (1η τού μήνα Υπερβερεταίου), όμως σύμφωνα με το μωσαϊκόν τού ναού τού Αγίου Χριστόφορου στο Kabr Hiran, πλησίον της Τύρου (576 μ.Χ.), η αρχή τού έτους προηγουμένως ήταν η 1η τού μήνα Δίου. Το ημερολόγιον της Τύρου απαντά σε επιγραφές μέχρι τον 6ον αιώνα και σε συνοδικά έγγραφα τού 5ου και 6ου αιώνα (Mansi, VII, 197; VIII, 1083).
Από τα ημερολόγια της δεύτερης κατηγορίας, που μοιάζουν με το Ιουλιανόν, το της Αντιόχειας ονομάζεται «ελληνικόν» (Hellenicum στο Ημερολόγιον της Φλωρεντίας) και από τον άγιον Επιφάνιον Κύπρου χαρακτηρίζεται: «κατά Έλληνας» ή «κατά Σύρους είτουν Έλληνας». (Κατά αιρέσ. 50, 24). Αρχή τού έτους εδώ η 1η Οκτώβρη. Οι Σύροι συγγραφείς χρησιμοποιούν τις αντίστοιχες συριακές ονομασίες των μακεδονικών ονομάτων των μηνών αυτού τού ημερολογίου.
Αυτό το ημερολόγιο χρησιμοποιεί ο Ευσέβιος Καισαρείας. Από δε τον 4ον αιώνα και μετά, απετέλεσεν το επίσημον ημερολόγιον τού πατριαρχείου Αντιοχείας. Πλην των Σύρων, και Άραβες συγγραφείς το χρησιμοποιούσαν με ονομασίες των μηνών αραβικές παρεμφερείς με τις των Σύρων. Στα ημερολόγια, εξ άλλου, Σελευκείας και Σιδώνας ο πρώτος μήνας τού έτους είναι αβέβαιος. Πιθανόν, για τη Σελεύκειαν, πλησιόχωρον της Αντιόχειας, να ήταν ο Κορώνιος, κατ’ εικασίαν Γκορπιαίος, αντίστοιχος με τον Οκτώβρη, στην πρώτην τού οποίου τοποθετείται η αρχή τού έτους. Ενώ, για τη Σιδώνα, πιθανόν να ήταν ο Δίος, αντίστοιχος τού Γενάρη.
Τέλος, το ημερολόγιον της συριακής Ηλιούπολης (Balbeck) δεν φαίνεται στο της Φλωρεντίας ποιάν αρχήν έτους είχεν.
Γενικώτερον παρατηρούμεν, ότι στην Ανατολήν ήταν διάχυτα ημερολόγια, που άρχιζαν το έτους τους, την diem natalem (= γενέθλιον ημέραν) τού αυτοκράτορα Αυγούστου. Αυτή η κατάσταση, κατά τον V. Grumel «δεν ήταν δυνατόν, παρά να επεκτείνεται και να ισχυροποιείται κατά τη διάρκειαν των τριών αιώνων, που χωρίζουν τους αυτοκράτορες Αύγουστον και Κωνσταντίνον» (La Chronoiogie, Paris 1958, p.197). Δεν είναι δε ασφαλώς άσχετον το γεγονός, ότι, όταν θεσμοθετήθηκεν η ινδικτιώνα, άρχιζεν αυτή στην αρχήν, ακριβώς από τις 23 Σεπτέμβρη.
Επειδή, όμως, το θέμα της αρχής τού έτους στο Βυζάντιον είναι εκτεταμένο, θα περιορισθούμε σ’ αυτήν και μόνον τη μνείαν και αναφοράν επιφυλασσόμενοι εν ευθέτω χρόνω να αναφερθούμεν ειδικά στο οπωσδήποτε λίαν ενδιαφέρον αυτό ζήτημα, που συμβαίνει και σχετίζεται με όλον το εκκλησιαστικόν έτος στο Βυζάντιον, το και λειτουργικόν της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η «Πρωτοχρονιά» στην αρχαία Ρώμην
Επειδή, όμως, τα σήμερον ισχύοντα γενικότερον ή μερικότερον ηλιακά «χριστιανικά» ημερολόγια, ως προς την καταγωγήν τους, έχουν τις ρίζες τους περισσότερο στην αρχαία Ρώμη, θα πρέπει να σημειώσουμεν, ότι στο ακόμη αρχαιότερον τού ηλιακού γνωστόν πολιτικόν (ή, κατ’ άλλους θρησκευτικόν) ημερολόγιον, που ήταν σεληνιακόν και το οποίον κατά το θρύλον, εισήγαγεν εκεί ο μυθικός Ρωμύλος, η πρωτοχρονιά γιορταζόταν την 1ην τού μήνα Μάρτη. Το έτος, δηλαδή, άρχιζεν, όταν ο αστερισμός τού Ταύρου ήταν μόλις ορατός στα δυτικά, δύοντας σχεδόν μαζί με τον Ήλιον. Γι’ αυτό και ο Βιργίλιος στον Πρώτο Γεωργικόν του αναφέρει ότι: «ο κάτασπρος Ταύρος με τα χρυσά του κέρατα ανοίγει το έτος». Και επειδή ο Μάρτης είναι ο μήνας της εαρινής ισημερίας, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες διατηρήθηκεν αυτός ο μήνας, σχεδόν μέχρι τέλος τού Μεσαίωνα, ως ο πρώτος τού πολιτικού έτους.
Επειδή δε μετά τον Ρώμυλον, στην ίδια Ρώμην, ο δεύτερος βασιλιάς της Νουμάς Πομπίλιος (715 – 672 π.Χ.) εισήγαγε νέον πολιτικόν ημερολόγιον, πρόσθεσε σ’ αυτό, σαν 11ο μήνα τού έτους, στο μέχρι τότε δεκάμηνον έτος των Ρωμαίων, το Γενάρην. Και από τού έτους 153 π.Χ. αυτός ο 11ος στη σειράν των μηνών τού ρωμαϊκού ημερολογίου μήνας μετατέθηκεν και θεωρήθηκεν ο πρώτος μήνας τού πολιτικού έτους, η δε 1η τού Γενάρη ως η Πρωτοχρονιά.
Δύο υπήρξαν μάλλον οι πιθανοί λόγοι αυτής της καθιέρωσης και μετάθεσης της Πρωτοχρονιάς στην 1ην τού Γενάρη:
Πρώτον: Ίσως, επειδή την ημέραν αυτήν ορκίζονταν στη Ρώμην οι Ύπατοι και οι Πραίτορες.
Δεύτερον: Πιθανόν, διότι τότε η γη βρίσκεται στο περιήλιον της τροχιάς της, ένδεκα δηλαδή ημέρες μετά το χειμερινόν ηλιοστάσιον (22 Δεκέμβρη), δηλαδή, στις αρχές τού Γενάρη.
Σχετικά με τη θρησκευτική σημασίαν της 1ης Γενάρη σαν Πρωτοχρονιάς, στην παγανιστική Ρώμην, έχομε να σημειώσουμεν και τα εξής:
Ως γνωστόν, η ονομασία τού μήνα «Ιανουαρίου» προέρχεται απ’ το όνομα τού διπλοπρόσωπου θεού των Ρωμαίων Ιανού (Janus), θεού της θύρας (Janua) και θεού των θεών, τού οποίου η λατρεία καθιερώθηκεν από το Νουμά σαν εκείνη τού θεού «κάθε αρχής και έναρξης». Επειδή δε αυτή η παγανιστική λατρεία τού Ιανού συνεχίστηκεν επί αιώνες και γιορταζόταν απ’ τους Ρωμαίους με οργιαστικές τελετές και ακόλαστες πράξεις μέχρι και τον έκτον αιώνα μ.Χ. (γιορτές χειμερινού ηλιοστασίου και Σατουρναλίων), η χριστιανική Εκκλησία θεωρούσα τις γιορτές αυτές «αρχαίαν πλάνην» τις κατεδίκασεν και απειλούσε με αφορισμόν ή και αφόριζεν όσους χριστιανούς συνεόρταζαν αυτές τις γιορτές με τους ειδωλολάτρες.
Τέλος, στο λεγόμενον Ιουλιανόν ημερολόγιον, που ο Έλληνας αστρονόμος Σωσιγένης κατασκεύασεν τη εντολή τού Ιουλίου Καίσαρα στη Ρώμη, και το οποίον ήταν αμιγώς ηλιακόν, ο Γενάρης και η γιορτή της Πρωτοχρονιάς την 1η αυτού τού μήνα, διατηρήθηκαν εις τη θέση τους. Το ίδιον ίσχυσεν και με την μεταρρύθμιση του ημερολογίου, που έκανε με τους αστρονόμους του Clavius και Lilius ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ‘ το 1582 μ.Χ. Και στο γρηγοριανό, δηλαδή, ημερολόγιο διατηρήθηκε μέχρι σήμερον η 1η Γενάρη σαν Πρωτοχρονιά.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να σημειώσουμε δι’ ολίγων και τις διάφορες απόψεις για την αρχήν τού έτους, οι οποίες παρατηρούνται απ’ τη διαφορετικήν, κατά χώρας ευρωπαϊκάς, εφαρμογή της χριστιανικής Χρονολογικής Εποχής, που εισηγήθηκε ο Διονύσιος ο Μικρός, μοναχός τού 6ου μ.Χ. αιώνα. Οι διάφοροι αυτοί τρόποι εφαρμογής της ονομάζονται: χρονολογικά styles, και είναι οι εξής:
α) Το χρονολογικό style της Γέννησης: σ’ αυτό, το έτος άρχιζεν κατά τη γιορτήν των Χριστουγέννων την 25ην τού Δεκέμβρη. Ονομάζεται δε αυτό και style ρωμαϊκόν, διότι εχρησιμοποιήθη κυρίως στη Ρώμην και στην παπική γραμματείαν.
β) Το χρονολογικό style τού Ευαγγελισμού, κατά το οποίον το έτος άρχιζε στις 25 Μάρτη.
γ) Το χρονολογικό style τού Πάσχα: σ’ αυτό, το έτος άρχιζεν τη μέρα τού Πάσχα, κινητής γιορτής. Διεδόθη ευρέως στη Γαλλίαν και γι’ αυτό ονομάστηκε και mos Gallicanus (= γαλλικόν έθος).
δ) Το χρονολογικό style της 1ης Μάρτη. Ήταν εν χρήσει επίσημα στη Βενετίαν και γι’ αυτό ονομάστηκε βενετσιάνικο style.
ε) Το χρονολογικό style της 1ης Γενάρη ή της Περιτομής. Διατηρήθηκε στην Ιβηρική Χερσόνησον και ήταν εν χρήσει και στη Γαλλία, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ και γενικεύθηκε μετά την επίσημην υιοθέτησή του απ’ τη Γαλλίαν (το 1563). Περιττόν να επαναλάβουμε ότι από τη μεταρρύθμιση τού Ιουλιανού ημερολογίου, που έγινεν το 1582 επί πάπα Γρηγορίου ΙΓ’, η Πρωτοχρονιά γιορταζόταν μέχρι σήμερα την 1ην τού Γενάρη.
Το κείμενο είναι πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέως κ.Χρίστου Βασιλειάδη και υπόκειται στο νόμο περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας (Ν. 2121/1993).Για αναδημοσιεύσεις επικοινωνήστε με την ιστοσελίδα μας