Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΗΤΤΑΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ
ΤΟ «ΝΕΝΙΚΗΜΕΘΑ» ΤΟΥ ΛΙΒΑΝΙΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
ΔΡ. ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ
Η πίστη των απαιδεύτων και η θρησκεία των λογίων…
Στην Ιστορία γενικά, και ίσως ακόμη περισσότερο στην ιστορία του πολιτισμού, οι σχηματοποιήσεις συμβαίνει συχνά να είναι όχι μόνο υπεραπλουστευτικές, αλλά και εξόχως παραπλανητικές, και να μας απομακρύνουν μάλλον από την αλήθεια, αντί να μας βοηθούν να την κατανοήσουμε.
Μια τέτοια υπεραπλουστευτική -αλλά και εξόχως παραπλανητική- σχηματοποίηση είναι αυτή που εμφανίζει τη σύγκρουση του χριστιανισμού με τον παγανισμό κατά τους πρώτους αιώνες ως σύγκρουση μιας πίστης των απαιδεύτων και των αμαθών (ως τέτοια εμφανίζεται ο χριστιανισμός) με τη θρησκεία των μορφωμένων, των λογίων, των φιλοσόφων (ως τέτοια εμφανίζεται το αρχαίο θρήσκευμα).
Αν θα έπρεπε να αναζητήσουμε έναν πυρήνα αλήθειας σε αυτή τη σχηματοποίηση, αυτός θα μπορούσε να βρεθεί στο γεγονός ότι οι απόστολοι του ευαγγελίου ήταν άνθρωποι απλοί, αμόρφωτοι ψαράδες της Γαλιλαίας. «Τα μωρά τού κόσμου εξελέξατο ο Θεός», διαβάζουμε, «ίνα καταισχύνη τους σοφούς».1 Έπειτα, το γεγονός ακριβώς ότι το ευαγγέλιο κηρυσσόταν από ανθρώπους απλούς και αμόρφωτους καθιστούσε σαφές ότι ήταν θεία αποκάλυψη και όχι δημιούργημα μιας ανθρώπινης διάνοιας.
Εξίσου αληθές είναι ότι οι λόγιοι και μορφωμένοι αντιμετώπισαν αρχικά με ανοικτή δυσπιστία τον χριστιανισμό.
Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το γιατί. Οι άνθρωποι που είχαν μάθει να τιμούν τη λαμπρή κληρονομιά της αρχαιότητας ήταν φυσικό και επόμενο να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τη νέα πίστη, που επαγγελλόταν να ανατρέψει τον παλαιό κόσμο. Χρειαζόταν μεγάλη τόλμη, οξύνοια και διορατικότητα, για να μπορέσει κανείς να διακρίνει τότε ότι η νέα πίστη όχι μόνο δεν αντιστρατευόταν και δεν καταργούσε ό,τι ευγενές και υψηλό είχε δημιουργήσει ο ελληνικός πολιτισμός, αλλά απεναντίας το οδηγούσε στην πληρότητα και την τελείωση.
Αν όμως τα παραπάνω απηχούν περίπου την πραγματικότητα μέχρι και τον δεύτερο αιώνα, στη συνέχεια το σκηνικό αλλάζει άρδην, καθώς ο χριστιανισμός προσελκύει στις τάξεις του τέτοια πνευματικά μεγέθη, ώστε να είναι πλέον τουλάχιστον ανόητο να επιμένει κανείς να τον βλέπει ως πίστη των απαιδεύτων και των αμαθών. Ήδη στις αρχές του τρίτου αιώνα, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ωριγένη, διανοητή τέτοιας εμβέλειας, που δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι εθνικοί δεν είχαν να επιδείξουν κανέναν εφάμιλλό του. Ο Hans Freiherr von Campenhausen γράφει χαρακτηριστικά ότι ο Ωριγένης βρισκόταν μπροστά από τις φιλοσοφικές εξελίξεις της εποχής του, τόσο στα ερωτήματα που έθετε όσο και στις απαντήσεις που έδινε.2 Και κανείς δεν δικαιούτο πλέον να λέει περιφρονητικά ότι ο χριστιανισμός ήταν μια θρησκεία των απαιδεύτων και των αμαθών, από τη στιγμή που μια προσωπικότητα της πνευματικής περιωπής και εμβελείας τού Ωριγένους τον είχε ασπασθεί με τέτοια θέρμη και τέτοιο ζήλο.
Τον τέταρτο αιώνα, με τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, το χάσμα παιδείας ανάμεσα στον χριστιανισμό και τον παγανισμό διευρύνθηκε περαιτέρω. Και οι τελευταίοι εθνικοί, όσο και αν το επιθυμούσαν, δεν μπορούσαν πλέον να αρνούνται για πολύ πως, σε ό,τι αφορά την παραγωγή πολιτισμού, ο χριστιανισμός ήταν πλέον αυτός που βρισκόταν στην πρωτοπορία.
Η ομολογία ήττας του Λιβανίου προς τον Βασίλειο
Μια πολύ γνωστή ομολογία ήττας των τελευταίων εθνικών βρίσκουμε στην αλληλογραφία του Βασιλείου με τον περίφημο εθνικό διδάσκαλο, ρήτορα και σοφιστή Λιβάνιο, ένα από τα καυχήματα εκείνη την εποχή του εθνικού κόσμου.
Είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σύντομα σε αυτή την αλληλογραφία. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είναι πολύ δύσκολο να γράψει κανείς οτιδήποτε για τη σχέση μεταξύ χριστιανών και εθνικών κατά τον τέταρτο αιώνα, χωρίς να λάβει υπόψιν του αυτή την τόσο σπουδαία αλληλογραφία. Αν κάποιος έχει συνηθίσει να θεωρεί ότι οι χριστιανοί και οι εθνικοί ήταν χωρισμένοι σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα που τα χώριζε ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία, είναι βέβαιον ότι θα εκπλαγεί, βλέποντας σε αυτή την αλληλογραφία τον Μέγα Βασίλειο να στέλνει τον ένα μετά τον άλλο νέους από την Καππαδοκία να μαθητεύσουν πλάι στον εθνικό διδάσκαλο (από επιστολή του Βασιλείου προέρχεται η πολύ γνωστή φράση «ιδού σοι και έτερος ήκει Καππαδόκης»), και όχι μόνο να μην βρίσκει σε αυτό τίποτε το προβληματικό, αλλά και να δηλώνει ότι ντρέπεται που στέλνει στον Λιβάνιο έναν-έναν τους Καππαδόκες, αντί να πείσει όλους τους νέους της Καππαδοκίας να σπεύσουν να έλθουν σε επαφή με την ελληνική παιδεία και να μαθητεύσουν πλάι σε αυτόν!3 Και σημειωτέον ότι ο Βασίλειος τα γράφει αυτά όντας ήδη επίσκοπος!4
Από την αλληλογραφία του Μεγάλου Βασιλείου με τον Λιβάνιο αξίζει να εστιάσουμε την προσοχή μας στο ακόλουθο, πολύ γνωστό περιστατικό:
Ο Λιβάνιος έλαβε κάποτε, όπως αφηγείται ο ίδιος, μια επιστολή του Μεγάλου Βασιλείου, ευρισκόμενος εν μέσω πολλών μαθητών και φίλων του, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο ανεψιός του Ιεροκλέους Αλύπιος, ο ίδιος τον οποίο ο αυτοκράτορας Ιουλιανός τιμούσε για την ανώτερη μόρφωσή του. Μόλις ο Λιβάνιος διάβασε σιωπηλά την επιστολή του Βασιλείου, αναφώνησε χαμογελαστός και περιχαρής: «Νενικήμεθα». Οι παρόντες τον ρώτησαν απορημένοι σε τι είχε ηττηθεί και πως δεν λυπόταν για την ήττα του. Ο Λιβάνιος τότε εξήγησε ότι είχε νικηθεί στο κάλλος του λόγου των επιστολών, και νικητής ήταν ο Βασίλειος, άνδρας φίλος, εξ ου και η χαρά του. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και έδωσε την επιστολή στον Αλύπιο να τη διαβάσει ενώπιον όλων, και όλοι με ένα στόμα συμφώνησαν ότι δεν είχε πέσει έξω στην κρίση του.5
Το ερώτημα που εντελώς φυσικά και αβίαστα έρχεται στη σκέψη μας είναι το εξής: Σε τι συνίστατο η «νίκη» του Βασιλείου, την οποία ο ίδιος ο Λιβάνιος αναγνώρισε τόσο πρόθυμα και ανοικτά; Προφανώς, όπως είναι φανερό και από τη διευκρίνιση του ίδιου του Λιβανίου, η «νίκη» αυτή συνίστατο στο γεγονός ότι η επιστολή του Βασιλείου ήταν γραμμένη σε έναν ελληνικό λόγο ακόμη πιο ωραίο από τον λόγο του περίφημου ρητοροδιδασκάλου.
Πράγματι, ο λόγος του Βασιλείου έχει μια ποιότητα που ξεχωρίζει αμέσως. Ο Μέγας Φώτιος, ο οποίος αρέσκεται να υποβάλλει τα έργα που διαβάζει σε υφολογική κριτική, και μάλιστα αποδεικνύεται αυστηρότατος κριτής, χαρακτηρίζει τον Βασίλειο «άριστο σε όλους τους λόγους του», και σχολιάζει ότι ο Βασίλειος χρησιμοποιεί λόγο «καθαρό και εύσημο και κυριολεκτικό», ότι είναι ο πρώτος και δεν τον ξεπερνάει κανένας στην τάξη και καθαρότητα των νοημάτων, ότι είναι εραστής της πειστικότητας και της γλυκύτητας και της λαμπρότητας και ότι έχει λόγο ρέοντα και πηγαίο. Ο Φώτιος μάλιστα προσθέτει ότι ο λόγος του Βασιλείου έχει τέτοια πειστικότητα, ώστε, αν κάποιος επιθυμούσε να γίνει πολιτικός ρήτορας, θα αρκούσε να πάρει ως πρότυπά του τους λόγους του Βασιλείου, χωρίς να χρειάζεται να μελετήσει ούτε τον Πλάτωνα, ούτε τον Δημοσθένη, ούτε κανέναν άλλο.6 Όταν λοιπόν ο Λιβάνιος αναγνωρίζει τη «νίκη» του Βασιλείου, προφανώς αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την ομορφιά του ελληνικού λόγου του, που επαινεί και ο Φώτιος.
Αυτό όμως δεν απαντά πλήρως το ερώτημά μας, το οποίο θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως εξής: Τι ήταν αυτό που έκανε τον ελληνικό λόγο του Βασιλείου ακόμη πιο ωραίο από αυτόν του Λιβανίου; Νομίζουμε ότι η απάντηση μπορεί να βρεθεί σε αυτό που γράφει ο Παναγιώτης Χρήστου: ότι ο Μέγας Βασίλειος υπερπήδησε την ανατολίζουσα Δεύτερη Σοφιστική με τους πλατυασμούς και τις υπερβολές, και συνέδεσε απευθείας τον χριστιανικό λόγο με το κλασικό ύφος.7 Αυτή ακριβώς η υπέρβαση και η επιστροφή στα κλασικά πρότυπα είναι που αναγνωρίζεται προθύμως από τον Λιβάνιο ως «νίκη» του Βασιλείου. Αν τα πράγματα έχουν έτσι, τότε φαίνεται ότι και εν προκειμένω, όπως και σε πλείστα όσα άλλα σημεία, οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όχι μόνο δεν απομακρύνθηκαν από την παράδοση της κλασικής αρχαιότητας, αλλά τουναντίον επέστρεψαν σε αυτήν, υπερβαίνοντας τα «ανατολίτικα» στοιχεία που κινδύνευαν να την πνίξουν.
Το σημαντικώτερο όμως, που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, είναι ότι το «νενικήμεθα» του Λιβανίου μοιάζει με ομολογία ήττας του παλαιού κόσμου, και μάλιστα στο πεδίο εκείνο για το οποίο κατεξοχήν επαίρονταν οι λόγιοι και μορφωμένοι εθνικοί: στη χρήση του ελληνικού λόγου. Για τους λόγιους και μορφωμένους εθνικούς, η άψογη χρήση του ελληνικού λόγου ήταν μια απτή απόδειξη της πνευματικής τους υπεροχής έναντι των χριστιανών. Και να που, ξαφνικά, ο κορυφαίος μεταξύ τους ομολογούσε ταπεινά την ήττα του από τον χριστιανό Βασίλειο, και δη ακριβώς στη χρήση του ελληνικού λόγου! Από αυτή την άποψη, το «νενικήμεθα» του Λιβανίου αντιπροσωπεύει πράγματι μια ομολογία ήττας των τελευταίων εθνικών, που έβλεπαν τους χριστιανούς να τους ξεπερνούν ακόμη και σε εκείνα τα πράγματα που ο ειδωλολατρικός κόσμος μέχρι προ τινός μόλις θεωρούσε καύχημά του!
Ο χριστιανισμός στην πρωτοπορία τού πολιτισμού
Γενικά, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο τέταρτος αιώνας απέδειξε και στους πλέον δύσπιστους ότι ο χριστιανισμός, και όχι ο εκφυλισμένος και αρρωστημένος παγανισμός, ήταν ο πραγματικός κληρονόμος του αρχαίου μεγαλείου. Σε αυτόν τον αιώνα δεν ετέθησαν απλώς τα θεμέλια, αλλά φάνηκαν και οι πρώτοι ώριμοι καρποί του νέου πολιτισμού, που γεννιόταν από τη σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού. Και αξίζει εδώ να προσέξουμε την πραγματικά εξαιρετικά εύστοχη και διεισδυτική παρατήρηση του Werner Jaeger στο πολύ γνωστό σύγγραμμά του για τον πρώιμο χριστιανισμό και την ελληνική παιδεία: Προκειμένου να επικρατήσει ο χριστιανισμός, γράφει ο Jaeger, δεν αρκούσε να προβάλλει κανείς συνθήματα ή να ανακηρύσσει τον Χριστό ως νέο Παιδαγωγό της ανθρωπότητας, όπως είχε κάνει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, και τον Χριστό ως τη μόνη αληθινή παιδεία· οι χριστιανοί έπρεπε να δείξουν τη δημιουργική δύναμη του πνεύματός τους σε έργα ανώτερου πνευματικού και καλλιτεχνικού διαμετρήματος, ώστε να μπορέσουν να παρασύρουν τη σκέψη των συγχρόνων τους στον ενθουσιασμό τους.8 Με άλλα λόγια, ο χριστιανισμός έπρεπε να αποδείξει ότι όχι μόνο δεν ήταν αρνητής πολιτισμού, όπως παλαιότερα φοβόντουσαν κάποιοι, αλλά ήταν και δημιουργός πολιτισμού.
Εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη προσφορά των Καππαδοκών Πατέρων και το κρίσιμο σημείο που έκανε τον τέταρτο αιώνα να είναι ο αιώνας της οριστικής επικράτησης του χριστιανισμού. Διότι οι Καππαδόκες προχώρησαν πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι οποιοσδήποτε άλλος χριστιανός διανοητής πριν από αυτούς. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Jaeger, ο Ωριγένης είχε δώσει στη χριστιανική θρησκεία τη δική της θεολογία με τη μορφή της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης, αλλά αυτό που είχαν κατά νουν οι Καππαδόκες ήταν ένας ολόκληρος χριστιανικός πολιτισμός.9 Και ο καθένας από τους Καππαδόκες Πατέρες και τις άλλες μεγάλες μορφές που ανέδειξε ο τέταρτος αιώνας, ο χρυσός αυτός αιώνας του χριστιανικού πνεύματος, έδωσε τη δική του απάντηση στον θνήσκοντα παγανισμό, ο οποίος είχε για ένα διάστημα πιστεύσει ότι θα μπορούσε να αμφισβητήσει την επικράτηση του χριστιανισμού, διεκδικώντας για τον εαυτό του τον τίτλο του συνεχιστή του υπέρλαμπρου πολιτισμού της αρχαιότητας.
Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας κολοσσός του πνεύματος, μία από τις πραγματικά μεγάλες μορφές του ανθρώπινου πολιτισμού. Η σκέψη του είχε όλη τη σπιρτάδα και διεισδυτικότητα της σκέψης των μεγάλων μορφών της κλασικής αρχαιότητας, και ο λόγος του είχε μια γοητεία και διαύγεια πιο γνήσια και αληθινή απ’ όλα τα φτιαχτά στολίδια με τα οποία παραφόρτωναν τους λόγους τους οι υπερήφανοι και κομπορρημονούντες για τη ρητορική τους παιδεία εθνικοί της ύστερης αρχαιότητας. Και βεβαίως, κανείς εθνικός δεν μπορούσε να αρνηθεί τις μεγάλες αυτές αρετές της σκέψης και του λόγου του Βασιλείου, όσο τυφλός ή προκατειλημμένος και αν ήταν. Εξ ου, άλλωστε, και το «νενικήμεθα» του Λιβανίου στην επιστολή του προς τον Βασίλειο.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, από την πλευρά του, αντιπροσωπεύει μία ακόμη περήφανη νίκη του πολιτισμού που γεννήθηκε από τη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού. Όπως παρατηρεί ο Werner Jaeger, στον Γρηγόριο η αναζωογόνηση των παλαιών ελληνικών γραμματειακών μορφών με την εισροή του χριστιανικού πνεύματος οδηγεί στη δημιουργία μιας χριστιανικής γραμματείας ικανής να συναγωνισθεί με τα καλύτερα προϊόντα της σύγχρονης παγανιστικής γραφής, και ακόμη να τα ξεπεράσει σε ζωτικότητα και εκφραστική δύναμη.10 Μολονότι ο Γρηγόριος είναι γνωστός ως ο «χριστιανός Δημοσθένης», θα ήταν σφάλμα να δούμε την υπεροχή του ως υπεροχή στη ρητορική τέχνη. Το θέμα δεν είναι ότι ο Γρηγόριος κατέχει την τέχνη του λόγου καλύτερα από τους συγχρόνους του εθνικούς, αλλά ότι ο δικός του, ο χριστιανικός λόγος, έχει μέσα του περισσότερη ζωή. Για να το πούμε και αλλιώς, η διαφορά ανάμεσα στον Γρηγόριο και τους συγχρόνους του εθνικούς μοιάζει με τη διαφορά ανάμεσα στον Παρθενώνα των Ελλήνων και τη «Βαλχαλλά των Ηρώων», την οποία οικοδόμησαν τον δέκατο ένατο αιώνα οι Γερμανοί σε ένα λόφο δίπλα στον Δούναβη ως πιστό αντίγραφο του Παρθενώνα, που θα είχε όλη τη μεγαλοπρέπεια του ελληνικού μνημείου, αλλά χωρίς τις ζημιές που είχε σωρεύσει σε αυτό ο χρόνος. Και όμως! ο Παρθενώνας των Ελλήνων, κατερειπωμένος και μισογκρεμισμένος, έχει μέσα του τόση ζωή, που μοιάζει να αναπνέει, ενώ η απαστράπτουσα «Βαλχαλλά των Ηρώων» έχει όλη την ψυχρή μεγαλοπρέπεια ενός τάφου. Έτσι ακριβώς και τα έργα του Γρηγορίου του Θεολόγου δονούνται από έναν αυθεντικό παλμό και μια γνήσια ποίηση, ενώ τα σύγχρονά του εθνικά συγγράμματα μοιάζουν με τις περίτεχνες ασκήσεις δεξιοτεχνίας ενός πιανίστα, από τις όποιες όμως λείπει η μουσική. Η τόσο έκδηλη αυτή υπεροχή του χριστιανικού λόγου του Γρηγορίου σήμαινε, πολύ απλά, ότι στο πρόσωπο του Γρηγορίου ο χριστιανισμός κατήγαγε μία ακόμη περιφανή νίκη επί του αντιπάλου του.
Ο Γρηγόριος Νύσσης, εξάλλου, ο φιλοσοφώτερος από τους τρεις Καππαδόκες, απέδειξε τοις πάσιν ότι ο χριστιανισμός δεν είχε να προσφέρει μόνον ανθρώπους λογίους και πεπαιδευμένους και φλογερούς εκκλησιαστικούς ρήτορες, αλλά και φιλοσόφους με σκέψη διεισδυτικώτερη και βεληνεκές μεγαλύτερο απ’ ό,τι οποιοδήποτε από τους συγχρόνους του εθνικούς. Η εις βάθος αυτή σύνθεση της χριστιανικής πίστεως με την ελληνική παιδεία στο έργο του Γρηγορίου Νύσσης σήμανε μία ακόμη περήφανη νίκη επί του θνήσκοντος παγανισμού. Οι εθνικοί δεν μπορούσαν πλέον να διεκδικούν για τον εαυτό τους το αποκλειστικό προνόμιο του να είναι και να ονομάζονται συνεχιστές της λαμπρής φιλοσοφικής παράδοσης της αρχαιότητας. Από τη στιγμή που ο χριστιανισμός είχε να επιδείξει ένα φιλόσοφο σαν τον Γρηγόριο Νύσσης, καθίστατο φανερό τοις πάσιν ότι ο χριστιανισμός μπορούσε να παραγάγει ένα φιλοσοφικό λόγο πολύ πιο γνήσιο και βαθύ από οτιδήποτε είχαν να αντιτάξουν οι σύγχρονοί του εθνικοί.
Ας μην παραλείψουμε να αναφερθούμε και στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος αντιπροσωπεύει μία ακόμη νίκη του χριστιανισμού επί του παγανισμού. Είναι γνωστό ότι ο Λιβάνιος, όταν πέθαινε και κάποιοι φίλοι του τον ρώτησαν ποιον θα άφηνε στη θέση του, φέρεται να απάντησε: «Τον Ιωάννη (ενν. τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο), αν δεν τον είχαν αρπάξει οι χριστιανοί».11 Όπως είναι φανερό, και αυτά τα λόγια επίσης αποτελούν μία ακόμη ομολογία ήττας του παλαιού κόσμου. Ο Λιβάνιος, ο οποίος, όσο ζούσε, είχε τάξει τον εαυτό του υπηρέτη της ελληνικής παιδείας, πεθαίνοντας δεν βρήκε μεταξύ των εθνικών ούτε έναν ικανό να συναγωνισθεί τον χριστιανό Ιωάννη Χρυσόστομο!
Ο θρίαμβος του χριστιανισμού, μάλιστα, δεν περιορίζεται μόνο στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Όπως παρατηρεί ο Warren Treadgold, όλοι οι εξέχοντες Έλληνες συγγραφείς του τετάρτου και των αρχών του πέμπτου αιώνα είναι χριστιανοί.12 Και γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν υπήρξε πεδίο της ανθρώπινης σκέψης και του ανθρώπινου πολιτισμού στο οποίο οι χριστιανοί του τετάρτου αιώνα δεν απέδειξαν την υπεροχή τους απέναντι στους αντιπάλους τους εθνικούς.
Έστω για παράδειγμα η ιστοριογραφία. Σε μια μελέτη του για την Ιστοριογραφία του τετάρτου αιώνα, ο Arnaldo Momigliano διεξέρχεται όλα τα μείζονα ιστορικά συγγράμματα της εποχής, χριστιανικά και παγανιστικά, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα πράγμα είναι «πεντακάθαρο», όπως λέει: ότι όλα τα πρωτοπόρα έργα στο πεδίο της χριστιανικής ιστοριογραφίας προηγούνται χρονικά απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αντίπαλον δέος στην παγανιστική ιστοριογραφία.13 Ο Momigliano συμπεραίνει κατά λέξιν τα εξής: «Γενικά, οι χριστιανοί προηγούνται από τους παγανιστές στη δημιουργική συγγραφή. Οι χριστιανοί επιτίθενται. Οι παγανιστές αμύνονται».14
Επίμετρο
Κλείνοντας, ας επανέλθουμε στην αλληλογραφία του Βασιλείου με τον Λιβάνιο, από την οποία ξεκινήσαμε. Μετά το «νενικήμεθα» του Λιβανίου, το πιο συγκλονιστικό ίσως σημείο αυτής της αλληλογραφίας είναι το τέλος της δεύτερης, ανταπαντητικής επιστολής του Λιβανίου προς τον Βασίλειο. Τα λόγια του προδίδουν ότι και ο ίδιος ο Λιβάνιος είχε πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι η ελληνική παιδεία είχε πλήρως αφομοιωθεί σε ένα νέο, χριστιανικό πολιτισμό, του οποίου θα αποτελούσε στο εξής αναφαίρετο συστατικό στοιχείο:
«Να είσαι αφοσιωμένος στα βιβλία των οποίων λες ότι η γλώσσα είναι κατώτερη αλλά η διάνοια ανώτερη, και κανείς δεν θα σε εμποδίσει· αλλά οι ρίζες αυτών που είναι δικά μας πάντοτε, και υπήρξαν δικά σου πρωτύτερα, μένουν και θα μένουν, και κανένας χρόνος δεν θα τις ξερριζώσει ποτέ, ακόμη και αν τις ποτίζεις έλάχιστα».15
Ο Λιβάνιος είχε ασφαλώς δίκιο. Η ελληνική παιδεία, την οποία οι τελευταίοι ρομαντικοί διδάσκαλοι της ύστερης αρχαιότητας σαν τον Λιβάνιο θεωρούσαν κτήμα τους, είχε πλέον συναντήσει τη χριστιανική πίστη, χάρη ακριβώς στους μεγάλους Πατέρες σαν τον Βασίλειο, και είχε ενωθεί με αυτήν σε έναν ενιαίο πολιτισμό. Η ελληνική παιδεία θα έμενε ζωντανή στους μακρούς βυζαντινούς αιώνες, κατακτώντας μάλιστα και νέες κορυφές. Και όταν η Βασιλεύουσα θα έπεφτε στα χέρια των βαρβάρων Τούρκων και μαζί της θα κατέρρεε η ελληνοχριστιανική αυτοκρατορία, η ελληνική αυτή παιδεία θα μεταλαμπαδευόταν στη Δύση, και με τη δική της βοήθεια ο δυτικός κόσμος θα έβγαινε από το σκοτάδι του μεσαίωνα και θα έκτιζε τον δικό του πολιτισμό.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΚΤΙΝΕΣ – ΕΤΟΣ 77ο – NOEMBΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 | ΑΡΙΘ. 748
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ