Πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΘΕΪΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΤΟΝ ΠΑΡΙΟ
Η έρευνα της περιόδου του «Ελληνικού Διαφωτισμού» (1700-1821) έχει ήδη στραφεί στη μελέτη της «γλώσσας», του γλωσσικού κώδικα, των εκπροσώπων των αντιπάλων παρατάξεων, διότι η ωφέλεια που προκύπτει από τη διακρίβωση του εννοιολογικού περιεχομένου της χρησιμοποιουμένης εκατέρωθεν ορολογίας, τόσο της εισαγόμενης από τον ευρωπαϊκό χώρο, όσο και της ελληνικής, συμβάλλει στην ορθή κατανόηση και αξιολόγηση της αποφασιστικής για την πορεία του Ελληνισμού ιδεολογικής αυτής διαπάλης. Η μελέτη των πολεμικών κειμένων του αγίου Αθανασίου του Παρίου με έπεισε, ότι κάποιοι όροι, που αναδύονται συνεχώς στο λόγο του ως termini προσφέρονται σε μία παρόμοια ερμηνευτική διερεύνηση, διότι κατέχουν καθοριστική θέση στο πολεμικο-απολογητικό οπλοστάσιό του. Τέτοιοι είναι λ.χ. οι όροι αθεΐα, μακαριότης, ευδαιμονία, ελευθερία, φιλοσοφία κ.α., που συνιστούν πραγματικά κλειδιά στην προσέγγιση της ιδεολογίας και ευρύτερα της σκέψεώς του. Με τον όρο «αθεΐα» και τα παράγωγά του, αλλά και τις χρηστικές προεκτάσεις και εφαρμογές του θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Βέβαια, ο Πάριος δεν είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο αθεΐα εν αναφορά προς την Ευρώπη ή τους μετακενωτές των ιδεών της στην καθ’ ημάς ανατολή. Στα έργα του όμως καταλαμβάνει κεντρική θέση. Στο βασικό πολεμικό του έργο, την «Απολογία Χριστιανική», η λέξη «αθεΐα» εμφανίζεται με μια εκφραστική διασάφηση στις πρώτες σελίδες: «Εσύνθεσα το βραχύ τούτο βιβλιάριον κατά των αθεωτάτων λεμπερτίνων (…) ωσάν ένα προφυλακτικόν ιατρικόν εις εκείνους, οπού θείω ελέει ακόμα δεν έπιον το βολταιρικόν φαρμάκι». Προλογίζοντας δε το έργο του «Αλεξίκακον φάρμακον» διευκρινίζει, ότι «αυτήν δη ταύτην ( = την αθεΐαν) το παρόν εγχειρίδιον (με τη διπλή σημασία της λέξεως!) υπόσχεται να καταπολεμήση».
Η ΑΘΕΪΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Ο άγιος Αθανάσιος προσδιορίζει την «δυσώνυμον και κακέμφατον» αθεΐαν ως «όντως άκραν και όντως μεγάλην κακίαν», διότι είναι «το έσχατον και ακρότατον των κακών», αφού στρέφεται κατά του ίδιου του Θεού. «Μόνη η αθεΐα… ούτω φανερά και αναφανδόν υβρίζει τον Θεόν». Δεν εντάσσεται στον ηθικό προβληματισμό ως «παράβασις των εντολών του Θεού» και «αθέτησις του θείου νόμου», κάτι στο οποίο εμπλέκεται κάθε άνθρωπος, αλλά αθετεί και απορρίπτει «τον Θεόν των όλων». Την ονομάζει «πολύμορφον» και δανείζεται από τους «σοφούς» τη διάκριση των «αθέων» σε «αποφατικούς» και «θετικούς». Οι πρώτοι «δεν έχουσιν ολότελα (καθόλου) εις την ψυχήν των ιδέαν της θεότητος» (ο Λώκ π.χ. αρνείται το έμφυτο της θρησκευτικότητας), ενώ οι δεύτεροι είναι «οι Θεού μεν ιδέαν έχοντες και Θεόν γινώσκοντες εξ αυτής γεννήσεως, κατά Θεού δε φερόμενοι και μηδέ όλως είναι Θεόν λέγοντες». Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή που προκαλεί τη συνείδηση του συγγραφέα μας και σ’ αυτήν κατατάσσει τους εξωτερικούς και εσωτερικούς αποδέκτες των βελών του. Και τούτο, διότι συνιστά αληθινή θεομαχία («αντίθεος αθεΐα»).
Ο Αθανάσιος διαφοροποιεί τη νεώτερη αθεΐα από την αρχαία ειδωλολατρία, με βάση τον Απ. Παύλο. Ο Απόστολος, παρατηρεί, «κατακρίνει τους παλαιούς Έλληνας (= εθνικούς), όχι ότι ηρνούντο ούτοι την ύπαρξιν του Θεού, αλλ’ επειδή γνόντες τον Θεόν (…), το φοβερόν όνομα του αληθινού Θεού το έδωκαν εις τα άψυχα και αναίσθητα κτίσματα και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον Κτίσαντα». Οι παλαιοί διώκτες του Χριστιανισμού («άθεοι τύραννοι») «δεν ήσαν άθεοι» κατ’ ουσίαν. Ο Παύλος εντούτοις τους αποκαλεί «αθέους», διότι «ζώσιν άνευ Χριστού», έχοντας υποκαταστήσει τον αληθινό Θεό με τους ψευδείς θεούς των ειδώλων. Αρνούμενοι, λοιπόν, οι σύγχρονοι άθεοι τη χριστιανική πίστη ζουν «καθώς ένα καιρόν τα έθνη, χωρίς Χριστού (…) ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν κοσμώ», κατά τον Απ. Παύλο. Τους αθέους ταυτίζει με τον «άφρονα» του Ψαλμού 13 (στ. 1), καταλογίζοντάς τους «μωρία», «παραφροσύνη», «μανία» και «φρενών έκσπασιν».
Η αθέτηση του Θεού από την ευρωπαϊκή αθεΐα κορυφώνεται, κατά τον Πάριο, στον «αδιαφορισμόν». Οι «αδιαφορίται», κατά την ορολογία του, ταυτίζονται με τους «αθέους» και εκπροσωπούν την έσχατη αθεΐα. Είναι η όψη του ευρωπαϊκού αθεϊσμού, που μεταδίδεται επικίνδυνα στην Ανατολή. Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθουμε.
Ο Αθανάσιος όμως δεν περιορίζει την κριτική του στη φανερή μορφή της Δυτικής αθεΐας, επεκτεινόμενος και σε μια άλλη, περίεργη τουλάχιστον για τις σημερινές διαχριστιανικές σχέσεις όψη της. Παράλληλα με τους Γάλλους, τους αδιαφιλονίκητα «άθεους» κατά τη δική του εκτίμηση, «τα αλλά μέρη της Ευρώπης» (ο λεγόμενος χριστιανικός κόσμος της) αυταπατώνται «πως τάχα είναι χριστιανοί», «ουδέ μόρφωσιν (εννοείται: “ευσεβείας”. Β’ Τιμ. 3,5) έχοντες», αλλά μένοντας στα φαινόμενα της θρησκείας (ναούς, καμπάνες, πυκνές λιτανείες, «τα βδελυκτά και θεοστυγή (μοναχικά) τάγματα, τα “λεγάμενα μοναστήρια”»), ενώ κατά τα αλλά είναι «γάλλοι αυτόχρημα», όπως και οι λοιποί, δηλαδή άθεοι. Θίγει, έτσι, και το πρόβλημα της γενικευμένης αθεΐας της πράξεως, με τη θρησκειοποίηση της πίστεως στη Δύση, που ορθότατα το ταυτίζει με την παύλεια έννοια της αθεΐας (Εφεσ. 2, 12). Στο σημείο δε αυτό ο Πάριος συμπίπτει με ανάλογη επισήμανση του Ευγενίου Βουλγάρεως: «…της παπικής (πως αν είποιμι) εκθεώσεως ή αθεΐας», στην «Προς Κλαίρκιον» επιστολή του.
Οι χαρακτηριζόμενοι από τον Αθανάσιο «άθεοι» κηρύσσονται «εχθροί του Χριστού», ένα είδος αντιχρίστων, που «με εωσφορικήν τόλμην ηρνήθησαν και απεκήρυξαν όλην ομού την θεότητα και το σέβας του αληθινού Θεού». Πρόκειται, κατά τα παραπάνω, για «θετική» αθεΐα. Όταν όμως αποκαλούνται «αθυρόστομοι εχθροί της χριστιανικής πίστεως», και με προϋπόθεση την παραπάνω θέση του για το δυτικό χριστιανισμό, δείχνει ότι δεν επεχείρησε να εισέλθει στην ταυτότητα του χριστιανισμού που απέρριπταν οι Ευρωπαίοι και στο ουσιαστικό υπόβαθρο της «αθεΐας» των. Σε καθαρά όμως αντιρρητικά-πολεμικά έργα, που απέκρουαν μια συγκεκριμένη νοοτροπία, δεν έμεναν περιθώρια για διεισδυτική ανίχνευση. Βέβαια, εντελώς αντικειμενικά ελέγχει την απάτη, όχι μόνο των ευρωπαίων διαφωτιστών, αλλά και πολλών από τους ιδικούς μας, διότι «εις το φαινόμενον (φαινομενικά), προς απάτην των απλουστέρων, θεϊσταί (δεχόμενοι την ύπαρξη του Θεού) μεν επαγγέλονται, τη δε αληθεία εισίν άθεοι».
Προσδιορίζοντας ακριβέστερα τον πνευματικό χώρο της σύγχρονης του αθεΐας, στρέφεται στους «ιλλουμινάτους χοίρους», τους αυτοκαλουμένους «πεφωτισμένους». Λόγω της στάσης τους όμως έναντι του Χριστού, «φιλόσοφοι μάλλον όντες ή φιλόχριστοι», «φιλάδελφοι μάλλον ή φιλόθεοι και μάλλον γηινόφρονες ή ουρανόφρονες». Η ευρωπαϊκή φιλοσοφία, κατά την εκπροσωπούμενη από τον Πάριο παράταξη, «απεκήρυξε τον χριστιανισμόν», αποβαίνοντας «ψευδώνυμος σοφία», οι δε εκπρόσωποί της «οδηγοί του ψεύδους». Έτσι ο Πάριος αυτο- κατατάσσεται στην ευθεία γραμμή μιας διαμορφωμένης παρατάξεως, στην οποία η επί αθεΐα κατηγορία συνιστούσε πράγματι «παραδοσιακά κλασικό μηχανισμό ιδεολογικού ελέγχου στη νεοελληνική κοινωνία».
Η διάγνωση του Αθανασίου για την προέλευση της δυτικής αθεΐας, μολονότι κινείται σταθερά στα ορθόδοξα πλαίσια, δεν παραβλέπει και τη δυτική ρωμαιοκαθολικίζουσα ερμηνεία (π.χ. τον Αντώνιον Νεαπολιτάνον-Γενουβέζην). Τα αίτια της ευρωπαϊκής αθεΐας, κατά τη δική του εκτίμηση, είναι πνευματικά και ηθικά, σε μια κίνηση όμως κυκλική, αλληλοπεριχωρητική. «Ποιητική αιτία» της αθεΐας ήταν η «αφοβοθεΐα», η απουσία «φόβου Θεού». Πάλι το υπόβαθρό του γραφικό. Αιτία της «αφοβοθεΐας» ήταν «η μιαρωτάτη και φαυλοτάτη αυτών πολιτεία». Σε άλλο σημείο αντιστρέφει αίτιο και αιτιατό: «Εθνική (= ειδωλολατρική) η πίστις, εθνική και η ζωή, ήγουν βρωμερά η πίστις, βρωμερά και η ζωή». Για να καταλήξει, πάλι σε συμφωνία με «τους ιερούς διδασκάλους» στη θέση, ότι «η μιαρά και ακάθαρτος ζωή τους εγέννησεν εις αυτούς και την μιαρωτάτην πίστιν» και στην ουσία «απιστίαν, αθεΐαν, ασέβειαν». «Βίος γαρ φαύλος -κατά την ορθόδοξη αυθεντία του- δόγματα τίκτει πονηρά».
Δεν πρέπει όμως να παραθεωρηθεί η θέση του Παρίου, που ανατρέπει όσα ληρώδη γράφονται κατά καιρούς για τη στάση του έναντι της παιδείας και φιλοσοφίας, ότι δεν εγέννησε η φιλοσοφία την αθεΐα, διότι ως φαυλόβιοι «και πρότερον άθεοι ήσαν, πλην αφανώς, απαρρησιάστως». Το φως της φιλοσοφίας απεκάλυψε τους «ιλλουμινάτους» αθέους, όχι πλέον ως άφρονες (πρβλ. Ψαλμ. 13,1), αλλά «παράφρονες». Άρα η φιλοσοφία, η παιδεία δηλαδή, συνέβαλε στο να αποκαλυφθεί η αρνητική σχέση τους με τη χριστιανική πίστη.
Στο σημείο αυτό κατανοείται, πιστεύουμε, και η διασύνδεση από τον Πάριο της αθεΐας με την «ελευθερία» («ποια είναι η θαυμαστή αιτία; η λιμπερτά… δια την λιμπερτάν ασέβεια, δια την λιμπερτάν αρνησιχριστία (= απόρριψη του Χριστού), δια την λιμπερτάν αθεΐα». Από «αρνησίχριστοι» καταντούν «από μιας άθεοι». Κατά τη δική μου κατανόηση αποκήρυξαν την παραδοσιακή πίστη τους, το χριστιανισμό, όπως έστω διαμορφώθηκε στη Δύση, δια να αποκτήσουν την «ελευθερία» (λιμπερτά), που προσέφερε η νέα διαφωτιστική πολιτική φιλοσοφία, απορριπτική κάθε έννοιας παραδόσεως. Εδώ βρίσκεται και η αφετηρία του Παρίου στη σύγκριση ευρωπαϊκής και «εν Χριστώ» ελευθερίας, για να καταλήξει στο χαρακτηρισμό των ευρωπαίων ως «ψευδολιμπερτίνων», αφού επέλεξαν την «ψευδή» ελευθερία. Η «ελευθερία» του Διαφωτισμού, που ενσάρκωσε η Γαλλική Επανάσταση, μόνο στο πλαίσιο της αθεΐας μπορούσε να υπάρξει.
Έτσι δικαιολογείται το συναφές συμπέρασμά του: «Και πάντοτε ήσαν τοιούτοι οι Φραντζέζοι (= Φράγκοι, όχι πια “Γάλλοι”) -άθεοι και φαύλοι- αλλ’ όμως τώρα η λιμπερτά τους αποτελείωσε».
Την αθεΐα διασυνδέει περαιτέρω ο άγιος Αθανάσιος με τη «θνητοψυχία» («… της θνητοψυχίας… με ένα λόγον της Αθεΐας»). Οι «θνητόψυχοι» δεν είναι παρά «επικούρειοι» («της επικούρου αγέλης θρέμματα»), έχοντας αποβάλει κάθε «φόβο» (Θεού) και «ελπίδα» (πρβλ. το του Παύλου: «…ως οι μη έχοντες ελπίδα» Α’ Θεσ. 4, 13), που συνιστά χριστιανικά την εσχάτη περίπτωση πτώσεως. Βέβαια, η «θνητοψυχία», η πίστη δηλαδή στη θνητότητα της ψυχής μετά θάνατον, είναι κατά τον Πάριο το αναγκαίο αίτημα της φαύλης διαγωγής («δια να έχωσι εντεύθεν αφορμήν και άδειαν να πράττουν αδεώς τα μη καθήκοντα, κρίσεως μη ούσης, κατ’ αυτούς, μηδέ ανταποδόσεως»).
Συνδέει επίσης την αθεΐα με το «θεϊσμό» («άθεοι και θεϊσταί»), θεωρώντας ότι ο δυτικός «θεϊσμός» (η «φυσική θρησκεία» του Διαφωτισμού) δε διαφέρει από την απόρριψη του Θεού, δηλαδή την άρνησή του. Θα αποτολμήσουμε, όμως, εδώ την απόδοση στον «θεϊσμό» της έννοιας του «δεϊσμού» (Deismus), όρος που δεν απαντά, απ’ όσο γνωρίζουμε, στα έργα του Παρίου. Παραπάνω είδαμε τη σαφή αναφορά του Παρίου στο «θεϊσμό», με την έννοια της αποδοχής «Θεού» ως αρχής των όντων. Στη διατύπωση όμως «άθεοι και θεϊσταί» τείνουμε να δεχθούμε ότι ο όρος έχει την έννοια του «Δεϊσμού», εφ’ όσον, ως γνωστόν, «η μετάβαση από το δεϊσμό στην αθεΐα είναι απόλυτα φυσική». Στην πνευματική μήτρα του «Δεϊσμού» μορφοποιήθηκε ουσιαστικά η «αθεΐα» της «φυσικής θρησκείας», με κατ’ ευθείαν απόληξη στο νιτσεϊκό «θάνατο του Θεού».
Έμμεσα συνεπάγεται και η διασύνδεση από τον Αθανάσιο της γαλλικής αθεΐας με τον τεκτονισμό. Είναι δε γνωστή η σχέση δεϊσμού-τεκτονισμού στα όρια της «λογικής θρησκείας» (Vemunftsreligion). Βέβαια, εννοούμε τη θρησκεία, που διαμορφώθηκε στα σπλάγχνα της Γαλλικής Επαναστάσεως (Ροβεσπιέρος), ως λατρεία του «Υπερτάτου Όντος». Σημειώνει ο Αθανάσιος: «Δια να μη λέγωνται τάχα άθεοι, κηρύττουσι πως φρονούσι ένα υπέρτατου ον, μίαν πανύψιστον ουσίαν. Και δημοσίαν εορτήν ενομοθέτησαν του Υπερτάτου Όντος, εις την οποίαν δύνανται να συνδράμουν όλα τα έθνη, ότι βέβαια κάθε έθνος φρονεί, πως είναι εις τον κόσμον ένα υπέρτατον ον». Παρ’ όλα αυτά, τους εντάσσει στους «αθέους» της Προς Εφεσίους (2,12), «διατί ζώσιν άνευ Χριστού», χωρίς τον Οποίο αντιχριστιανικά δεν μπορεί να υπάρξει θεογνωσία και σωτηρία, δηλαδή θέωση (Πραξ. 4,12).
Το πρόβλημα της δυτικής αθεΐας επικεντρώνεται κατά τον Πάριο στη μετεπαναστατική Γαλλία, η οποία στη συνείδησή του έχει καταστεί η εστία της ευρωπαϊκής παθογένειας. (Είναι η «δυσικωτέρα Ευρώπη»). Βλέπει δε όλο το γαλλικό έθνος συμμέτοχο σ’ αυτή την αποστασία, συνάγοντας τα συμπεράσματά του από τις αντιχριστιανικές πράξεις της Επαναστάσεως. «Ποία άλλη σκοτόμαινα, ποία άλλη καταδίκη ημπορεί να εξισωθή μ’ αυτήν της σημερινής Φράντζας». Η προσφυγή στο δυσώνυμο για την Ανατολή «Φραγκιά» λειτουργεί στο σημείο αυτό ιδεολογικά. Η Ευρώπη, λόγω της αθεΐας της, είναι γι’ αυτόν «το χάος της απωλείας» και «το βάραθρον του άδου».
Η ευρωπαϊκή αθεΐα, βέβαια, καθίσταται επικίνδυνη λόγω της ραγδαίας αυξήσεώς της («καθ’ εκάστην αυξάνει ο των άθεων αριθμός»), αλλά κυρίως λόγω της ευρείας επεκτάσεώς της στον υπόλοιπο κόσμο («τα δένδρα της αθεΐας πανταχού φυτεύονται και ριζώνουσι και ο σταυρός του Χριστού, φεύ, ξερριζώνεται»). Ο Πάριος κυριολεκτεί, φυσικά, μιλώντας για «δένδρα της αθεΐας», αν θυμηθούμε τα «δένδρα της ελευθερίας», που φυτεύονταν, όπου το πνεύμα της Γαλλικής Επαναστάσεως γινόταν δεκτό. Χρησιμοποιεί, έτσι, την εντονότερη κατά το δυνατόν ορολογία, για να υπογραμμίσει τον κίνδυνο για τις παραδοσιακές άξιες και γενικά τον κόσμο, στον οποίο αυτός ανήκει και που θέλει να διασώσει. Μιλεί έτσι, για «μεγάλον κίνδυνον», «πλημμύραν», «κατακλυσμόν από αθεΐας», που τείνει να μεταβληθεί σε «κατακλυσμόν όλης της οικουμένης» και «μεγαλώτατον σεισμόν της παγκοσμίου εκκλησίας», δηλαδή όλου του Χριστιανισμού. Δυτικός και Ανατολικός χριστιανισμός, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους, αντιμετωπίζουν ένα κοινό και επικίνδυνο αντίπαλο, το Διαφωτισμό και τις νοοτροπίες, που αυτός πραγματώνει.
Προσδιορίζει δε και τους διαύλους μεταφοράς της ευρωπαϊκής αθεΐας στην Ορθόδοξη Ανατολή. Είναι, πρώτα, αυτοί που καταφεύγουν στη Δύση λόγω σπουδών και αυτόματα μεθίστανται σε ένα πνευματικό κλίμα νοσηρών αναθυμιάσεων, ηθικών και πνευματικών («ένθα σωφροσύνη δεν πολιτεύεται, ευλάβεια δεν φαίνεται, φόβος Θεού δεν ευρίσκεται, λόγος περί ψυχικής σωτηρίας δεν ακούεται (…) εκεί οπού αναφανδόν και γυμνή τη κεφαλή παρρησιάζεται ο αθεϊσμός»). Κατηγορεί γι’ αυτό τους γονείς, όπως και τους κληρικούς, που μεταβαίνουν χάρη σπουδών στην Ευρώπη («πολλοί των ιερωμένων (…) αφήνοντες την τάξιν τους και την ευσχημοσύνην του επαγγέλματος των (= της αποστολής των), υπάγουν και κυλίονται εις τους βορβορώδεις τόπους των αθεωτάτων γενών της Ευρώπης, δια να παραλάβουν μαθήματα πάντη ανοίκεια και αλλότρια του ίδιου των επαγγέλματος»).
Θα το επαναλάβουμε και εδώ. Δεν πρόκειται, στο ελάχιστο, για πόλεμο κατά της παιδείας, αλλά εναντίον μιας παιδείας, που κατά τον κόσμο του Αθανασίου έχασε το νόημά της. Το κλίμα του Παρίου είναι καθαρά πατερικό (ας θυμηθούμε την ανάλογη στάση του χριστιανού Αριστοτέλους Μεγάλου Βασιλείου) και πρόκειται απλά για το σωτηριολογικό αίτημα της ιεραρχήσεως των γήινων. Ταυτιζόμενος δε με τον διδάσκαλό του Ιερόθεο Δενδρινό, δέχεται και αυτός, πάλι όχι αυθαίρετα, ότι «οι περισσότεροί ( = όχι όλοι) αναμφιβόλως γυρίζουν άθεοι» από τις Ακαδημίες της Ευρώπης, διότι «οι διδάσκαλοι όλοι (!) των Ακαδημιών είναι άθεοι» και η διδασκαλία τους, συνεπώς, πηγή αθεΐας.
Δεν είναι ανάγκη να αναζητεί κανείς, έτσι, κάποιο «μανιχαϊκό διπολισμό» σε παρόμοιες τοποθετήσεις. Με το δικό του ορθόδοξο κριτήριο, όπως προσδιορίσθηκε ήδη παραπάνω, κινούμενο σε καθαρά γραφικά και αγιοπατερικά πλαίσια, και μέσα στην ορθοδοξοπατερική σωτηριολογική προοπτική, το μόνο που μπορεί να κάμει κανείς είναι να θαυμάσει τον ησυχαστή -κολλυβά Αθανάσιο για την πιστότητά του στην παράδοση της Εκκλησίας και του Γένους του. Το πρόβλημα, λοιπόν, στην αποτίμηση των λόγων του, δεν έγκειται στον Πάριο, αλλά στους αναγνώστες του. Οι φορείς ενός γενικευμένου χριστιανισμού, συμπνιγόμενοι στα όρια μιας ενδοκοσμικής εσχατολογίας ή, το χειρότερο, οι έχοντες αποβάλει κάθε πρακτική σχέση με την πατροπαράδοτη πίστη και φορείς του πνεύματος του Διαφωτισμού είναι αδύνατο να κατανοήσουν το λόγο του Παρίου και, πολύ περισσότερο, να τον αποδεχθούν.
Είναι εύλογη, συνεπώς, η προτεινόμενη από τον άγιο Αθανάσιο στάση. Ως ο «μαχητικότερος» των Κολλυβάδων συνιστά, κατ’ αρχάς, αντίσταση «εναντίον των νοητών λύκων», δηλαδή των αθέων, και αποφυγή της Ευρώπης, «αν θέλουν να μένουν και να είναι χριστιανοί». Προκρίνει δε ως «τρόπο» αντιμετωπίσεως των «αθέων και θεϊστών» «όχι τους λόγους και τα δόγματα», αλλά «τα ενάρετα έργα», ακολουθώντας μεν τον «φιλόσοφο» «πάτρε Γενοβέζη», παπικό συγγραφέα, αλλά διότι συμφωνεί με το λόγο της παραδόσεως (Γρηγόριος ο Θεολόγος: «λόγω παλαίει πας λόγος, βίω δε τις;»). Βέβαια, ως γνήσιος ησυχαστής, στην κορυφή της θωρακίσεως των πιστών τοποθετεί τη σχέση με τον Θεό, μέσω της προσευχής. Με τη συχνή αναφορά στον Θεό «και η μνήμη του Θεού εις τον νουν μας εντυπώνεται και (…) μακράν αποδιώξετέ η αθεΐα, και η αδιαφορία, και η θνητοψυχία, και το πάσης κακίας αίτιον».
ΒΟΛΤΑΙΡΟΣ – ΒΟΛΤΑΙΡΙΣΜΟΣ – ΒΟΛΤΑΙΡΙΣΤΕΣ
Η ενασχόληση του Αθανασίου Παρίου με το φαινόμενο της αθεΐας, έστρεψε την προσοχή του, όπως ήταν ευνόητο, στον κύριο εκπρόσωπο του νεωτεριστικού ευρωπαϊκού πνεύματος, τον Βολταίρο. Πολλές σελίδες των πολεμικών του έργων, αλλά και ολόκληρα βιβλία, έχουν ως θέμα την αθεΐα του Βολταίρου και την καταλυτική επίδρασή του. Βέβαια, στην αντιβολταιρική κίνηση προηγήθηκαν άλλοι, από το 1793 όμως θα προστεθεί και ο Πάριος σ’ εκείνους, που ανέλαβαν την προστασία του Γένους από τον «μισόθεον Βολταίρ».
Ο Βολταίρος ονομάζεται συχνότατα «άθεος», χαρακτηριζόμενος «υπέρ άπαντας και παλαιούς και νέους αθεώτατος», «ο την αθεΐαν υπερέξοχος», «αρχηγός, προστάτης της αθεΐας». Το πάθος του κατά του Βολταίρου, κάτι που τεκμηριώνεται και από την χρησιμοποιούμενη γλώσσα, προκαλείται από τη στάση του Γάλλου σοφού έναντι του Ιησού Χριστού. Κατά τον Πάριο είναι υ Βολταίρος «εχθρός του Χριστού», διότι, «ο θρησκευόμενος (— λατρευόμενος) Χριστός -ο Χριστός «της πίστεως», όπως θα έλεγε η σύγχρονη μας δυτική θεολογία-, «δεν είναι Θεός, αλλ’ ένας πλάνος και απατεών». Αντιμετωπίζει δε και τον Βολταίρο με το εφαρμοζόμενο γενικότερα στο φαινόμενο της αθεΐας κριτήριό του, κατηγορώντας τον ως αρνητή της πίστεώς του: «Αλλ’ ούτος ο κατάρατος εγεννήθη χριστιανός και παιδιόθεν ένα μόνο Θεόν τρισυπόστατον εδιδάχθη». Η κρίση του δεν προχωρεί και εδώ σε κάποια βαθύτερη αναζήτηση, ούτε ενδιαφέρεται για το χριστιανισμό, που όντως «εδιδάχθη» ο γάλλος σοφός, αλλά μένει στα «κατά τεκμήριον» δεκτά.
Ευστοχεί όμως παρ’ όλα αυτά ο Πάριος, όταν τεκμαίρει την «αθεότητα» του Βολταίρου από τα όσα έγραψε κατά της Παλαιάς Διαθήκης, αυθεντικού φορέα της χριστιανικής παραδόσεως. Η απολογητική του στηρίζεται στους αναιρέτες του Βολταίρου, Κλήμεντα (Κλεμάνς) και Νικηφόρο Θεοτόκη. Από αυτούς αντλεί τα επιχειρήματά του. Όπως ορθά έχει επισημανθεί, «χωρίς αμφιβολία η γνώμη της Καθολικής Εκκλησίας για τον Βολταίρο αρκετά νωρίς έγινε ακουστή στην Πόλη». «Το όνομα του Βολταίρου είχε πλέον κατασταθεί σύνθημα, που χαρακτήριζε συλλογικά όλους τους εχθρούς της θρησκείας».
Θα μπορούσε όμως κανείς να κρίνει αρνητικά τον Πάριο για τη στάση του έναντι του Βολταίρου, αν περιοριζόταν άκριτα στην αναπαραγωγή της ρωμαιοκαθολικής αντιβολταιρικής κριτικής. Δεν έχουν όμως έτσι τα πράγματα. Δε χρειαζόταν να είναι κανείς ορθόδοξος ή ησυχαστής, όπως ο άγιος Αθανάσιος, για να αντιληφθεί τι σήμαινε ο Βολταίρος στην εποχή του. Ο Βολταίρος ήταν «συνεπής δεϊστής, εκλαμβάνοντας τον Θεό ως απλό αίτημα (Postulat) του ηθικού συναισθήματος» και συνάμα διακεκριμένος τέκτων. Εξέφραζε, δηλαδή, την ευρωπαϊκή «αθεΐα» κατά το σαφέστερο τρόπο. Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη και τον αντιχριστιανικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού τεκτονισμού, όπως επισημαίνει ο Στ. Ράνσιμαν, τότε επιβεβαιώνεται το εύρος της γνώσεως του Παρίου, πλήρως ενημερωμένου στα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του. Και μόνο η τεκτονική ιδιότητα του Βολταίρου ήταν αρκετή, για να διαθέσει αρνητικά τους Κολλυβάδες απέναντι του, χωρίς να χρειάζεται γι’ αυτό η βούληση της Οθωμανικής Πολιτικής.
Αυτά ισχύουν και για την οξύτητα της γλώσσας της αντιβολταιρικής πολεμικής του Παρίου, τόσο μάλιστα, που να εξαγριώνει το μεγάλο θαυμαστή του Βολταίρου Αδαμάντιο Κοραή.
Παραθέτουμε τη φρασεολογία του Παρίου για το γάλλο σοφό:
αθεώτατος (ΧΑ 104,116,117,135. Αλ. 11,14,19. ΕΨ351,356) ο πάντων αθέων αθεώτατος (Αλ. 19)
άθεων έξαρχος (Αλ. 19)
άπιστος (Αλ. 43) ασεβέστατος (Αλ. 53, 55, 64) βέβηλος (παμβέβηλος) (Αλ. 40)
επάρατος (ΑΧ 105) εχθρός του Θεού και της αληθείας (Αλ. 46, 64, 34) υιός της απωλείας (Αλ. 46) μίσους και αποστροφής άξιος (Αλ. 46)
κατά τον πατέραν του τον Σατανάν (Αλ. 46) κάθαρμα, ψεύστης, θνητόψυχος (Αλ. 47)
κατάρατος (Αλ. 55. ΑΧ98) θεήλατος (ΑΧ7, 99. Αλ. 10, 11)
κατάπτυστος σοφιστής (ΑΧ 98, 99) είρων, ψευδολόγος, απαταιών (ΑΧ 100)
κακοηθέστατος (ΑΧ 105) φαυλοβιώτατος (ΑΧ 105, Αλ. 55)
μιαρός, παμμίαρος (Αλ. 8, 39, 46) μιαρώτατος (ΑΧ 113, 115) βρομερώτατος (ΑΧ 135, Αλ. 14) θνητόψυχος χοίρος (ΑΧ 109) παρανομώτατος (Αλ. 55) εμπαθέστατος (ΑΧ 105) ασελγέστατος (ΑΧ 105) πορνοκόπος (ΑΧ 105) λαοπλάνος (Αλ. 47)
ανδράριον αμαθές, βέβηλον, κοιλιόδουλον, πορνικόν, ασελγές, εξωλέστατον (ΑΧ 108)
ψεύστης, συκοφάντης, γελοιαστής, χλευαστής, απατεών, κόλαξ των μεγάλων αυλών (ΑΧ 105).
Και η κορύφωση: «του σκύλου εκείνου δεν ηξεύρω πως αλλέως να ονομάσω αξίως τον λυσσάζοντα εναντίον εις την θείαν μεγαλειότητα του Ιησού».
Και πάλι αναγκαζόμεθα, για την υποβοήθηση της κατανοήσεως του Αθανασίου, να τονίσουμε, ότι στα πολεμικά του έργα ακολουθεί πιστά τη σχετική χριστιανική παράδοση. Οι λέξεις δεν λειτουργούν ως ύβρεις, όπως σήμερα, αλλά με τη βαρύτητά τους καταδεικνύουν το βάρος των κακουργημάτων του χαρακτηρίζομενου, εν προκειμένω του Βολταίρου. Η γαλατική «ευγένεια» δεν έχει για τους ανθρώπους αυτούς, που σκέπτονται και δρουν μέσα στην προοπτική της αιωνιότητας και σωτηρίας, καμμία σημασία, όσο ο «φόβος και τρόμος» για την «κατεργασία της σωτηρίας» (Φιλιπ. 2,12)!
Ποιος όμως σεβόμενος την αλήθεια θα θεωρήσει ύβρη το χαρακτηρισμό του Βολταίρου ως «πορνικωτάτου» και «ασελγεστάτου», όταν είναι γνωστό, ότι έμεινε «με την παλακίδα εις τα δίπλα του, έως την εσχάτην αναπνοήν»; Δεν πρόκειται για ηθικολογικές επιθέσεις, αλλά για συνέπεια του Αθανασίου στην αρχή που έθεσε, ότι ο φαύλος βίος γεννά τα άθεα δόγματα.
Το όνομα του Βολταίρου συνδέεται στη φρασεολογία του Παρίου με τους όρους «βολταιρισμός» και «βολταιρισταί». Μιλεί για τον «άθεον βολταιρισμόν. Τον θεωρεί δε δηλητήριο («το βολταιρικό φαρμάκι») και «απώλειαν ψυχής και πλάνην υπέρ πάσαν πλάνην». Προέρχεται δε από τα «άθεα (…) συγγράμματα» του Βολταίρου.
Οι «Βολταιρισταί», οι «προς βολταιρισμόν αποκλίνοντες», είναι «ασεβέστατοι», «άθεοι», «οπαδοί του αθεωτάτου Βολταίρ». Τον ακολουθούν, διότι «εκβάλλει τον φόβον της μελλούσης κρίσεως», διδάσκοντας ότι «δεν έχει να γένη ανάστασις νεκρών». Χαρακτηρίζονται «ψευδολιμπερτίνοι» και «αντίχριστοι», διότι «και με λόγους και με έργα αντιφέρονται εις την θεότητα και το ιερόν ευαγγέλιον». Το πρόβλημα για τον Πάριο είναι, ότι οι «βολταιριστές» γίνονται πρότυπα των «εδώ λεβαντίνων», οι οποίοι απομακρύνονται από τις πρακτικές του χριστιανικού βίου και τοποθετούν στη θέση των Αγίων τα δυτικά πρότυπά τους. Παραπονούμενος ο Πάριος, ότι «μόλις αρχινά και ζουγκρανίζει την γαλλικήν διάλεκτον» ο λεβαντίνος «και ευθύς θέλει να είναι άλλος Βολταίρ», συναντάται με τον Αλέξανδρο Κάλφογλου, άρα δεν είναι μόνος. Στο λεξιλόγιο καταχωρίσθηκε και το ρήμα «βολτερίζω», όπως και το προσηγορικό «Βολτεράνος», αναφερόμενα στους ανατολικούς οπαδούς του Βολταίρου και «ομόφρονάς» του. Σ’ αυτούς επικεντρώνεται η πολεμική του, και κυρίως στους επισημοτέρους εκπροσώπους της παρατάξεως.
Ανάμεσά τους συγκαταλέγει ο Πάριος πρώτα τον Κοραή, αποκαλώντας τον «ασεβή» και «άθεον», διότι δεν έχει «καμμίαν θρησκείαν». Ο Κοραής χαρακτηρίζεται «οπαδός γνήσιος και μιμητής τέλειος του συγγραφέως της τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης», δηλαδή του Βολταίρου. Επεξηγεί δε: «ότι απαραλλάκτως και ούτος, καθώς εκείνος, προς τον ίδιον σκοπόν μεταχειρίζεται την Αγίαν Γραφήν. Εκείνος (ο Βολταίρος), δια να ανατρέψη αυτήν την θείαν Γραφήν και ούτος (ο Κοραής), δια να αφανίση τον Χριστιανισμόν».
Ο Αθανάσιος και στην περίπτωση αυτή δεν απομακρύνεται από τα πράγματα. Η αγάπη του Κοραή για τον Βολταίρο είναι πολλαπλά τεκμηριωμένη, κάτι που σκανδάλισε πέρα από τον Πάριο και άλλους, όπως ο Απ. Μακράκης.
Εξ άλλου, έχει ήδη επισημανθεί ότι ο Κοραής κατέφευγε στη «χρήση των ιερών κειμένων της Εκκλησίας, για να καταστήσει δημοφιλέστερες τις θέσεις του και όχι, για να αποδεχθεί το μήνυμά τους. Η κατηγορία, ότι ο Κοραής ήθελε «να αφανίσει τον Χριστιανισμόν», είναι μεν υπερβολική λόγω του συντρέχοντας πάθους, αλλά όχι και τελείως εξωπραγματική. Ο Κοραής, ως «πατέρας» της Νεοελληνικής Θεολογίας και ευσέβειας, με τα «θεολογικά» του έργα είναι ο εισηγητής της μεταφυσικής θεολογήσεως και του ευσεβισμού στη νεοελληνική κοινωνία. Διαισθάνομαι, ότι ο Αθανάσιος το είχε συλλάβει.
Βολταιριστής χαρακτηρίζεται από τον Πάριο και ο Αθαν. Ψαλίδας, και γι’ αυτό «άθεος και του κοινού επίβουλος». Ο Αθανάσιος, όπως ομολογεί, «στηλιτεύει» την αθεΐα του. Ένα τετράδιο του Ψαλίδα, γεμάτο βλασφημίες, που ενεχείρισε σε κάποιο «καραβοκύρη», επιτρέπει στον Πάριο να τον αποκαλεί «κατάρατον» και «σκύλον βρωμερόν και όχι φιλόσοφον», όπως ο Βολταίρος. Χαρακτηρίζεται ακόμη «άθεος, άσοφος, ανεπιστήμων, αμαθέστατος», «εραστής της Φραγκοευρώπης». Καυτηριάζεται δε κυρίως ο ζήλος του Ψαλίδα, «του νέου φιλοζόφου μάλλον η φιλοσόφου (…) εις το να μεταδώση το φαρμάκι της αθεΐας». Κατά τον Πάριο ο Ψαλίδας «απεκήρυξε τον χριστιανισμόν (…) και εσήκωσε το φλάμπουρον της αθεΐας και του νατουραλισμού». Είχε, συνεπώς, τα στίγματα του βολταιρισμού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο άγιος Αθανάσιος, μαχόμενος κατά της δυτικής, και συγκεκριμένα της γαλλικής, αθεΐας δεν πρωτοτυπεί. Τα πρώτα ίχνη αυτής της στάσης απαντούν στον Αναστάσιο Γόρδιο (1729), συνεχίσθηκαν δε στα πρόσωπα εκείνα, που ζώντας την ορθόδοξη παράδοση, είχαν τη δυνατότητα να διακρίνουν τη νόσο της Ευρώπης. Διότι στο επαναστατικό ιδεώδες της τότε Ευρώπης υποκρυπτόταν όντως ο αθεϊσμός, όπως ακριβώς τον προσδιορίζει ο Αθανάσιος. Δεν μπορεί δε, να θεωρηθεί ως υπερβολή ο χαρακτηρισμός του νεωτεριστικού ευρωπαϊκού πνεύματος ως απειλής για το γένος. Αντιμαχόμενος όλος αυτός ο κύκλος των Ρωμηών τον εξευρωπαϊσμό, απέκρουε την «αθεΐα» της Ευρώπης. Δεν επρόκειτο, φυσικά, για «αδυναμία των πλείστων τότε εκπροσώπων (της Εκκλησίας) να προκαλέσουν ένα διάλογο Ορθοδοξίας και επιστήμης σε επίπεδο υψηλής γνωσιοθεωρίας και έσχατων οντολογικών ερωτημάτων», όπως έχει γραφεί. Διότι το αποκρουόμενο δεν ήταν η παιδεία, αλλά το νέο πρότυπο υπάρξεως και οι νοοτροπίες, που το συνόδευαν, πράγματα τα οποία μεταφέρονταν στην Ανατολή από τους ταυτιζόμενους με το πνεύμα της Ευρώπης.
Όπως και αλλού αναπτύξαμε, δεν ήταν πάλη ιδεών στο χώρο της επιστήμης, αλλά αγώνας περί υπάρξεως του κόσμου της Ορθοδόξου Ανατολής, που εκτοπιζόταν από τον κόσμο της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή αθεΐα ήταν «ενσάρκωση των κινδύνων του Γένους».
Το πρόβλημα του Παρίου, κατά τη δική μας κρίση, δεν ήταν τα «Μαθηματικά», αλλά οι «Μαθηματικοί» και οι ιδέες, που στο όνομα της επιστήμης προπαγάνδιζαν στην Ανατολή. Από το σημείο αυτό κάθε υπέρβαση ορίων είναι εύλογη. Η παραδοσιακότητα μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε συντηρητικότητα κατά περιπτώσεις και ο ζήλος σε ζηλωτισμό. Αυτά, που ο ερασιτεχνικά ασχολούμενος με τη θρησκειοποιημένη ευρωπαϊκή πίστη είναι ευνόητο να θεωρεί αθώα, ο ησυχαστής είναι αδύνατον να αποδεχθεί, κινούμενος στο αξίωμα της παραδόσεως μας: «εαυτούς και αλλήλους και ΠΑΣΑΝ την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
Στην προσπάθεια κατανοήσεως μορφών της περιόδου αυτής, όπως ο Αθανάσιος Πάριος, ταυτίζομαι απόλυτα με δύο διαπιστώσεις του συναδέλφου κ. Π. Κιτρομηλίδη: α) «η έμπνευσή του (του Αθανασίου) πήγαζε κυρίως από την αναβίωση της ορθόδοξης πνευματικότητας, που εκπορευόταν από το άγιον Όρος…» και β) «οι απόψεις του απηχούσαν την αυθεντική στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στις προκλήσεις της πολιτισμικής και κοινωνικής αλλαγής στην ελληνική κοινωνία».
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ- ΙΕΡΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΚΑΤΟΝΤΑΠΥΛΙΑΝΗΣ ΠΑΡΟΥ ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΠΑΡΙΟΣ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ (ΠΑΡΟΣ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ – 4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1998) – ΠΑΡΟΣ 2000
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΣΥΧΝΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΠΑΡΙΟ