Ἡμερήσιος Κῆρυξ (Ἀπρίλιος 1936)
Τό τελευταῖο Πάσχα
τῆς σκλαβιᾶς στή Σμύρνη
Εἶναι μερικές στιγμές πού δέν σβήνουν ποτέ ἀπό τή ζωή, ὅσα χρόνια κι ἄν περάσουν, ὅσο κι ἄν ἀσημώσουν τά μαλλιά. Θά θυμᾶμαι πάντα τό τελευταῖο Πάσχα πού ἔκανα στή σκλαβωμένη Σμύρνη, ἤ καλλίτερα τό τελευταῖο σκλαβωμένο Πάσχα τῆς Σμύρνης (1919) γιατί τά ἄλλα τρία πού γιόρτασα ἦσαν ἐλεύθερα καί ὕστερα πιά κανένα. Ἡ πλάκα κάλυψε τόν ἀπέραντο τάφο πού ἄνοιξε τόν Αὔγουστο τοῦ 1922.
Ἤμουν παιδί καί μόλις στό Μοῦδρο ὑπεγράφη ἡ ἀνακωχή (1918), ὁ πατέρας μου μέ πῆρε καί πήγαμε στή Σμύρνη, ὅπου εἴχαμε συγγενεῖς καί ὅπου ὁ πατέρας μου εἶχε κατάστημα, πού ἐγκατέλειψε λίγο πρίν ἀρχίσει ὁ πόλεμος.
Βρήκαμε τήν ἑλληνούπολη νά σφαδάζει κάτω ἀπό τήν ἀγωνία καί τήν προσδοκία. Οἱ Ἕλληνες κάτοικοι δέν ἤξευραν τί νά πιστέψουν καί ἡ καρδιά τους ἐσπάραζε. Οἱ διαδόσεις ὁλοένα ἐντείνονταν. Σήμερα ἔρχεται ὁ «Ἀβέρωφ», αὔριο τό «Κιλκίς», μεθαύριο καταλαμβάνεται ἡ Σμύρνη. Ὅλοι τὤχαν βέβαιο, ὅσο καί ἄν οἱ Τοῦρκοι ἐφαίνοντο δυστροπώτεροι.
Θυμᾶμαι πολύ καλά καί τή στιγμή πού χαράσσω τίς γραμμές αὐτές, ὕστερα ἀπό δεκαεπτά ὁλόκληρα χρόνια, τίς μορφές πού ἔβλεπα στούς δρόμους, τά λόγια πού ἄκουα, τό δράμα ἐκεῖνο τῆς προσδοκίας πού ἄρχισα νά τό συμμερίζομαι κι ἐγώ ἀπό λίγες ἑβδομάδες πού βρισκόμουν στή Σμύρνη. Τά ὄνειρα θά γινόντουσαν πραγματικότης; Πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς πάλι δικά μας θἄσαν;
Τή Μεγάλη Δευτέρα, ἔξαφνα, ἔκαμε τήν ἐμφάνισή του στούς δρόμους τῆς Σμύρνης ἕνας Σμυρνηός ἀξιωματικός τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ἀδειοῦχος. Πίσω του, ὅπου καί ἄν ἐμφανιζόταν ἀκολουθοῦσαν ἑκατοντάδες Ἑλλήνων καί ἔκλαιαν. Μικρά παιδιά τόν πλησίαζαν καί τοῦ φιλοῦσαν τό χέρι, γέροι ἐπήγαιναν κοντά του καί μέ τά δάκρυα στά μάτια τοῦ μιλοῦσαν γιά τήν Ἑλλάδα.
Κι ὅλοι περίμεναν τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως. Δέν σημαιοστόλισαν στίς 25 Μαρτίου. Θά σημαιοστόλιζαν τό Πάσχα καί τά ντουφέκια θ’ ἀντηλαλοῦσαν στά σοκάκια καί στούς αὐλογύρους τῶν ἐκκλησιῶν. Τήν Μεγάλη ὅμως Τρίτη ὁ Τοῦρκος νομάρχης ἔβγαλε μία διαταγή ἀπαγορεύοντας τούς πυροβολισμούς μέ ἀπειλή φυλακίσεως, προστίμου. Ταυτοχρόνως καί οἱ συμμαχικές ἁρμοστειακές ἀρχές ἔκαμαν συστάσεις νά τηρηθοῦν οἱ διαταγές τοῦ Τούρκου νομάρχου καί τῆς Τουρκικῆς ἀστυνομίας γιατί ἀλλιῶς, ὑπῆρχε κίνδυνος θλιβερῶν ἐπεισοδίων.
Τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως μοῦ εἶπε ὁ πατέρας μου:
–Ἀπόψε θ’ ἀναστήσουμε στήν Ἁγία Φωτεινή.
Θυμᾶμαι πώς τήν ὥρα πού πηγαίναμε πλησίαζαν μεσάνυχτα. Οἱ καμπάνες ἠχολογοῦσαν στόν ἀέρα καί στά στενά σοκάκια μέ τόν ἀνέμπορο φωτισμό ἐκινοῦντο 7 χιλιάδες Σμυρνηοί. Ἀνάμεσα ὅμως σ’ αὐτούς, καί πυκνές περιπολίες Τούρκων στρατιωτῶν, ἀστυνομικῶν καί ἴλες ἱππικοῦ. Ἐκύκλωναν σιγά σιγά ὅλη τήν ἔκταση τοῦ ναοῦ μέ τά ἐξαρτήματά του.
–Τοῦρκοι, εἶπα στόν πατέρα μου.
–Δέν βαριέσαι, μοῦ ἀπάντησε. Δέν κάνουν τίποτα. Αὐτοί εἶναι θρασύδειλοι. Περισσότερα θά κάνουν ἄν δέν ρίξουν οἱ χριστιανοί, παρά ἄν ρίξουν.
Τήν ὥρα πού περνοῦσε τό τρίστρατο, εἴμεθα ἀπό παντοῦ κυκλωμένοι. Ἡ λειτουργία εἶχε ἀρχίσει ἔξω στόν περίβολο. Ὁ μητροπολίτης Χρυσόστομος ἀνεβασμένος στήν ξύλινη ἐξέδρα, ἀστραποβολοῦσε ὅλος στά χρυσοποίκιλτα ἄμφιά του καί ἡ μορφή του εἶχε μία ἀφάνταστη αἴγλη.
Τήν ὥρα ἐκείνη κάποιο σούσουρο ἐσημειώθη μέσα στόν αὐλόγυρο. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν Τούρκων παρήγγειλε στό μητροπολίτη Χρυσόστομο νά μή πυροβολήσουν οἱ χριστιανοί, γιατί ἀλλιῶς θἄμπαινε στόν περίβολο καί δέν ἀνελάμβανε καμμία εὐθύνη. Ὁ Χρυσόστομος ἀπάντησε ὅτι κακά ἔκαμε ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικός νά τόν διακόψει στή λειτουργία κι ἐξακολούθησε.
Ἐπλησίαζε ἡ ὥρα ν’ ἀκουσθεῖ τό Χριστός Ἀνέστη καί ἡ προσοχή μου ἦταν στό ἐκκλησίασμα. Ὅλοι εἶχαν μάθει τήν παραγγελία τοῦ Τούρκου ἀξιωματικοῦ. Τί θά γινόταν; Στό καμπαναριό, ὅσοι εἶχαν ἀνέβει κρατοῦσαν τά σχοινιά στίς καμπάνες, ἄλλοι ἑτοίμαζαν τά πυροτεχνήματα.
Κι ἔξαφνα, ἡ καθαρή φωνή τοῦ Χρυσοστόμου ἀκούσθηκε σάν σάλπισμα μέσα στή νύχτα νά ψάλλει: «Χριστός Ἀνέστη…». Τίποτα ἄλλο δέν ἀκούστηκε. Οἱ μικροί ἄρχισαν νά κινοῦν τά ἑξαπτέρυγα, οἱ καμπάνες πῆγαν νά σπάσουν, χιλιάδες χέρια κατέβηκαν στίς τσέπες καί ὑψώθηκαν πάλι κρατώντας τό καθένα κι ἕνα πιστόλι. Καί ἡ ἀτμόσφαιρα ἐσείσθη ἀπό χιλιάδες πυροβολισμούς, ὁμοβροντίες, ἀδιάκοπες. Ἐκύτταζα πρός τό τρίστρατον περιμένοντας νά ἰδῶ τούς Τούρκους νά μπαίνουν καβάλα στά ἄλογά τους. Κανένας δέν ἐμπῆκε καί ἐπί πέντε, δέκα, εἴκοσι λεπτά ἐσείετο τό σύμπαν ἀπό τούς πυροβολισμούς…
Ὅταν ἐφεύγαμε μέ τόν πατέρα μου, ἐσκόρπιζαν μέσα στή νύχτα καί στά στενοσόκακα καί οἱ τελευταῖες τουρκικές περιπολίες.
–Δέν σοῦ τὤπα πώς δέν κάνουν τίποτα, μοῦ εἶπε.
Τήν ὥρα ἐκείνη εἶχα πιστέψει πώς τελείωσε γιά πάντα ἡ δύναμις τῶν Τούρκων.
Ἦταν τό τελευταῖο σκλαβωμένο Πάσχα τῆς Σμύρνης. Ποιός νά ἤξερε… Ὅτι ὕστερα ἀπό λίγα χρόνια γιά πάντα σκλαβωμένη ἡ νύμφη τῆς Ἰωνίας δέν θά ξαναγιόρταζε πιά Πάσχα.
* Τό κείμενο δημοσιεύθηκε ἀνωνύμως στήν ἐφημερίδα Ἡμερήσιος Κῆρυξ (Ἀπρίλιος 1936). Διατηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία τοῦ πρωτοτύπου. Εφημέριος Μάιος – ‘Ιούνιος 2022