Πρωτ. Ν. Ι. Λουδοβίκου
Καθηγ. Ἀνωτάτης Ἐκκλ. Ἀκαδημίας Θεσσαλονίκης
Ὠριγένης
Ανθρωπολογικές ἀνιχνεύσεις
Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Ὠριγένη, ὅπως καί τοῦ Αὐγουστίνου, ἔχει στόν πυρῆνα της βασικές ἔννοιες τοῦ πλατωνισμοῦ. Ὁ Ὠριγένης ἀκολουθεῖ τόν θεμελιώδη δρόμο τῶν πλατωνικῶν στή θεώρηση πώς ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μοῖρα Θεοῦ κι ἐπίσης ἀποτελεῖ τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, εἶναι ἡ ψυχή του.
Μ᾽ ἕναν ὁλόκληρο μύθο προΰπαρξης αὐτῶν τῶν ψυχῶν, σαφῶς πλατωνικῆς καταγωγῆς, ὁ Ὠριγένης περιγράφει τό δράμα τῆς δημιουργίας ὡς ἕνα δράμα μιᾶς θεμελιώδους καί μεγάλης πτώσης – ταυτίζει, δηλαδή τή δημιουργία μέ τήν πτώση. Σύμφωνα μέ τόν μύθο αὐτό, οἱ ψυχές προϋπάρχουν αἰωνίως καί βρίσκονται σέ θεωρία Θεοῦ, σ’ ἕνα εἶδος αἰώνιας σχέσης μέ τόν Θεό, πρό τῶν αἰώνων καί πρό τῆς δημιουργίας, σ᾽ ἕναν “πνευματικό”, μή ὑλικό χῶρο. Κάποια στιγμή δημιουργεῖται ἀναταραχή στόν πνευματικό αὐτό χῶρο, τήν ὁποία ὁ Ὠριγένης ὀνομάζει κόρο, κορεσμό, χορτασμό. Οἱ ψυχές χορταίνουν ἀπό τή θεωρία τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού ἀρχίζει νά σηματοδοτεῖ τήν ἐπιστροφή σ’ ἕνα εἶδος πρωτογενοῦς ναρκισσισμοῦ, τό ὁποῖο στή συνέχεια σηματοδοτεῖ μιά τιμωρητική πτώση. Ἡ πτώση εἶναι πτώση στήν ὑλικότητα.
Ἡ δημιουργία λοιπόν εἶναι μιά κίνηση ἀπό τήν πρωταρχική στάση τῆς θεωρίας καί ἡ κίνηση αὐτή εἶναι κάτι κακό, διότι σημαίνει τήν πρόσδεση στήν ὑλικότητα, στή σωματικότητα, μ’ ἕναν τρόπο σαφῶς τιμωρητικό. Ἀνάλογα μέ τό βάθος τῆς πτώσης τῶν ψυχῶν, ἔχουμε τή δημιουργία δαιμόνων, σέ περίπτωση πού ἡ πτώση εἶναι μεγάλη, ἀγγέλων, στήν περίπτωση πού ἡ πτώση εἶναι μικρή, καί ἀνθρώπων, κάπου στό μέσον. Ὑπάρχει μία καί μόνη ψυχή ἄπτωτη, τήν ὁποία θά ἀναλάβει ὁ Χριστός, ὅταν θά ἔλθει νά μπεῖ στόν κόσμο αὐτόν τῆς τιμωρίας, ὄχι γιά νά τόν μεταμορφώσει, ὅσο γιά νά μᾶς δείξει ξανά τήν ἔξοδο ἀπό αὐτόν στήν πρώτη κατάσταση, στήν κατάσταση δηλαδή τῆς πρώτης πνευματικῆς ὕπαρξης.
Κατά τόν Ὠριγένη, ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό τρία μέρη: τό πνεῦμα, τήν ψυχή καί τό σῶμα. Τό πνεῦμα εἶναι ἕνα εἶδος θείου στοιχείου –θά λέγαμε, κτιστῆς μετοχῆς στόν Θεό– πού ὑπάρχει μέσα σέ κάθε ἄνθρωπο καί ἔχει τόν ρόλο τοῦ παιδαγωγοῦ τῆς ἀνώτερης ψυχῆς. Ἡ ψυχή διακρίνεται σέ ἀνώτερη, πού εἶναι ἡ διάνοια (ὅπως καί στόν Πλωτῖνο), καί σέ κατώτερη, πού συνδέεται μέ τά συναισθήματα καί τίς ἐπιθυμίες, ἑπομένως μέ τό σῶμα. Τέλος, τό σῶμα, ἡ ὑλική πλευρά τοῦ ἀνθρώπου, δέν ὑπάρχει πρίν ἀπό τή δημιουργία-πτώση, ἐνῶ στά ἔσχατα ἤ δέν ὑπάρχει καθόλου ἤ ὑπάρχει ὡς αἰθέριο σῶμα. Τί εἶναι, ὅμως, αὐτό τό αἰθέριο σῶμα; Θά λέγαμε πώς εἶναι καί δέν εἶναι ὑλικό, εἶναι καί δέν εἶναι πραγματικό· στήν οὐσία ἀποτελεῖ ἕνα ἐπίθεμα. Αὐτή ἡ ἀμφιθυμία ὡς πρός τό σῶμα θά μεταδοθεῖ μέσα ἀπ’ αὐτό τό εἶδος τῆς πνευματικότητας ὡς ἕνα εἶδος ἐνοχῆς, ὡς ἕνα εἶδος ἀπώθησης τοῦ σωματικοῦ.
Ὡς χριστιανός, ὁ Ὠριγένης δέν μπορεῖ νά ἀπαλείψει ἐντελῶς τήν ὑλικότητα ἀπό τή δημιουργία, ὡστόσο πάντοτε μέσα στόν στοχασμό του ἡ ὑλικότητα ὑπάρχει ὡς μιά θεμελιώδης κρίσιμη καί ἐπίφοβη ἀμφιθυμία, μιά δυσκολία ἡ ὁποία θά ἐμποδίζει οὐσιαστικά τήν ὁλοκλήρωση τῆς δημιουργίας. Στήν προοπτική αὐτή, ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου λαβαίνει ἕνα χαρακτήρα πού δύσκολα μπορεῖ νά θεωρηθεῖ βιβλικός. Ἐν προκειμένῳ, ἡ εἴσοδος τοῦ Θεοῦ στή δημιουργία δέν γίνεται ἐπειδή ὁ Θεός ἀγαπᾶ τή δημιουργία. Ὁ Λόγος εἰσέρχεται στή δημιουργία, ὅπως κάποιος εἰσέρχεται σ’ ἕνα δεσμωτήριο, γιά νά ἐλευθερώσει ὅσους τό ἀξίζουν ἤ γιά νά παιδαγωγήσει σ᾽ ἕνα τέτοιο εἶδος ἐλευθερίας.
Ὁ Θεός Λόγος δέν ἀγαπᾶ τή δημιουργία, γιατί ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ἁμαρτίας, παρέκκλισης ἀπό τό ἀρχικό σχέδιο· ἑπομένως δέν σκεπτόμαστε στά σοβαρά νά βελτιώσουμε τό δεσμωτήριό μας, θέλουμε νά τό γκρεμίσουμε. Ἐδῶ ἡ σωτηρία εἶναι ἡ ἔκσταση, ἡ ἔξοδος ἀπό τή δημιουργία, πού εἶναι φυλακή, αὐτή ἡ θεμελιώδης σκοτεινή ὕλη, αὐτός ὁ ἑαυτός στήν ἐκδοχή τῆς ὑλικότητας, αὐτό τό κοσμικό σκοτεινό στοιχεῖο, πού γιά τούς πλατωνικούς εἶναι τό ἴδιο τό κακό. Ὁ Χριστός ἔρχεται, γιά νά φύγει ἀπό τόν κόσμο καί νά πάρει μαζί του ὅποιους ἀπό μᾶς ἀκολουθοῦμε σ’ αὐτό τό ξέφρενο ταξίδι τῆς ἐξόδου ἀπό τήν ὑλικότητα.
Ἐν τούτοις, αὐτή ἡ ἀντίληψη τῆς ἐνσαρκώσεως θέτει σέ ἀμφιβολία τήν ἴδια τήν πληρότητα τῆς δημιουργίας. Διότι, εἶναι σάν νά ἔγινε ἡ δημιουργία παρά τή θέληση τοῦ Θεοῦ. Καί φυσικά ἡ ἐνσάρκωση εἶναι μία ἀναγκαστική κίνηση ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ, ὄχι μία κίνηση εὐδοκίας, ὄχι μία κίνηση ὁλοκλήρωσης τῆς δημιουργίας, ἀλλά μία κίνηση περαιτέρω ἀμφισβήτησης, περαιτέρω ἀναίρεσης. Μία κίνηση ἐξόδου ἀπό τή δημιουργία στήν ὁποία πρωτοστατεῖ, ὑποτίθεται, ὁ ἴδιος ὁ αὐτουργός τῆς δημιουργίας. Τό σημεῖο αὐτό εἶναι πολύ κρίσιμο γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά ἀντιληφθοῦμε τή χριστιανική πνευματικότητα. Παρά τίς διορθώσεις πού θά γίνουν τούς ἑπόμενους αἰῶνες ἀπό τούς Καππαδόκες ἤ ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἤ τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, θά μείνουν κατάλοιπα αὐτῆς τῆς ἀντίληψης στή χριστιανική συνείδηση καί θά συνδεθοῦν μέ ἀνάλογα πλατωνικά στοιχεῖα, ἀπό τήν Αὐγουστίνεια παράδοση.
Ἀκόμη καί σήμερα, πολλοί ἄνθρωποι βιώνουν τή χριστιανική τους ὕπαρξη ὡς ἕνα εἶδος διχασμοῦ. Δέν μποροῦν νά προσλάβουν τή θετική πλευρά τῆς δημιουργίας, δέν μποροῦν νά ἀντιμετωπίσουν τήν πνευματικότητα, μέ τόν θεμελιώδη αὐτό θετικό τρόπο πού θά ὑπέβαλλε κανονικά ἡ ἐνσάρκωση. Ἀλλά, ὁ κόσμος δέν εἶναι πτώση, παρά δημιούργημα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, δῶρο ἐξαρχῆς, ἤδη στήν τάξη τῆς χάριτος ἐξαρχῆς. Συνεπῶς ὅλη αὐτή ἡ θετική ἀποδοχή τῆς δημιουργίας θά δενόταν καί θά ἀδέλφωνε πολύ ὄμορφα μέ μιά ἐκδοχή τῆς ἐνσάρκωσης, ἡ ὁποία δέν ἐπιδιώκει τήν ἔξοδο ἀλλά τή μεταμόρφωση, τήν περαιτέρω δηλαδή ἀφθαρτοποίηση αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος εἶναι κι ὁ μόνος πραγματικός καί ὁ μόνος ὑπάρχων.
Ἡ μεταβολή τοῦ κόσμου σέ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στόν Ὠριγένη καί, ἐν πολλοῖς, καί στόν Αὐγουστῖνο. Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς στό σημεῖο ἔχουμε τόν πειρασμό τῆς δημιουργίας ἑνός χριστιανικοῦ πλατωνισμοῦ· καί αὐτόν τόν χριστιανισμό καταδίκασε ὁ Νίτσε, ὅταν εἶπε ὅτι ὁ χριστιανισμός εἶναι ἕνας πλατωνισμός γιά τόν λαό – μόνο πού ὁ Νίτσε δέν γνώριζε κανέναν ἄλλο χριστιανισμό. Ὑπάρχει λοιπόν ἕνα εἶδος “χριστιανισμοῦ”, γιά τόν ὁποῖο ἡ δημιουργία εἶναι μιά πτώση, τό σῶμα σαρκώνει τήν πτώση αὐτή καί τή σκοτεινιά της, ὁ ἑαυτός ὀφείλει νά γίνει ἕνας μή-ἑαυτός, μέ τήν ἔννοια ὅτι πρέπει ν’ ἀπαρνηθεῖ τήν ὑλικότητά του καί νά βγεῖ πρός τά ἔξω, γιά νά συναντήσει ἕναν συνεχῶς ἐξερχόμενο μέσῳ τῆς ἐνσάρκωσης ἀπό τόν κόσμο αὐτό Θεό-Λόγο καί, κυνηγώντας αὐτήν τήν ἄσαρκη ὀπτασία, δηλαδή τόν ἴδιο τόν ἑαυτό, νά βρεθεῖ ξανά ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου δῆθεν ξεκίνησε, στήν πρώτη κατάσταση.
Σ᾽ αὐτό τό πλαίσιο ἡ αἰώνια ζωή ἤ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά διαδικασία ἐπιστροφῆς. Στήν πατερική θεολογία, ὅμως, δέν ὑπάρχει ἡ ἀντίληψη τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ ἔννοια τῆς κινήσεως εἶναι ἀπολύτως θετική, δημιουργεῖ ἕνα θετικό γεγονός, ἡ σωματικότητα εἶναι ἀπολύτως θετικό γεγονός, δέν πρόκειται γιά ἀρνητική κίνηση τοῦ Θεοῦ, οὔτε γιά πτώση, ἀλλά γιά μιά διαλογική πόρευση, πού ὁδηγεῖ συνεχῶς σέ καινούρια πράγματα. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά ἀνακάλυψη, κάτι πού ἔρχεται, κάτι καινούριο, πού δέν ξέρουμε τί εἶναι – πάντως δέν ἀποτελεῖ ἐπιστροφή. Γιατί ἡ ἐπιστροφή εἶναι μιά κατάσταση ἀτελής, ἡ πρωταρχική κατάσταση τοῦ Ἀδάμ· ἡ τελική κατάσταση θά εἶναι μία κατάσταση, θά λέγαμε, συνεχοῦς γνώσεως, μιᾶς τελειότητας πού ποτέ δέν τελειώνει καί πάντοτε, ἄν καί εἶναι πλήρης, ἔχει τά χαρακτηριστικά τῆς συνεχοῦς ἀνανέωσης, τοῦ συνεχοῦς γίγνεσθαι
ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ Νοέμβριος – Δεκέμβριος 202