15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ
Αρνησίκοσμος παις λιπών γης καλύβην, Εν ουρανοίς έπηξε καινή καλύβην.
ΙΩΑΝΝΗΣ ο Όσιος πατήρ ημών, ο επιλεγόμενος Καλυβίτης, εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει κατά τας ημέρας του βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 457—474. Ο πατήρ του ήτο άρχων τις πολύ πλούσιος, Συγκλητικός την αξία, ονόματι Ευτρόπιος, η δε τούτου ομόζυγος εκαλείτο Θεοδώρα, ευσεβείς και οι δύο, όχι μόνο κατά κόσμο περίβλεπτοι, αλλά και εις τα ήθη και τους τρόπους επιεικείς και χρηστότατοι. Ούτοι εγέννησαν τρεις παίδας, εξ ων τους μεν δύο ετίμησαν με λαμπρότατα αξιώματα και βιοτική ευδαιμονία. Ο δε νεώτερος, ο καλός ούτος Ιωάννης, έμεινε με τους γονείς του και επεμελείτο τα ιερά γράμματα, εις τα οποία επροτίμησε να πλουτήση μάλλον ή εις τα χρήματα, μη αποβλέψας, κατά τον Δαβίδ, εις ψευδείς και ματαίας δόξας. Όταν ήτο δώδεκα ετών, περισσοτέραν επιμέλεια είχε να ακούη τα θεία λόγια, παρά τα μαθήματα. Ως εκ τούτου εσύχναζε εις τας Εκκλησίας ημέραν και νύκτα, ποτίζων τη διψώσαν ψυχή του δια των θείων λόγων, ώσπερ φυτόν πεφυτευμένο παρά τας διεξόδους των υδάτων, όπερ ποτιζόμενο δι’ αυτών αποδίδει εν καιρώ τους καρπούς αυτού.
Τον καιρό εκείνο Μοναχός τις από τη μονή των Ακοιμήτων είχε πόθον να προσκυνήση τα Ιεροσόλυμα, και αρχίζων την οδοιπορία διήλθεν εκ Κωνσταντινουπόλεως δια τινά υπόθεσίν του, και παρέμενεν εις οικία τινά πλησίον της του Συγκλητικού. Ιδών δε αυτόν ο Ιωάννης, ηρώτησε πούθε ήτο και που επορεύετο, ο δε είπεν εις αυτόν πάσαν την αλήθεια. Ο δε Ιωάννης τον ηρώτα για τας τάξεις του ρηθέντος Μοναστηριού επιμελέστατα και ο Μοναχός, βλέπων αυτόν ότι είχε πόθον πολύν εις τα τοιαύτα, του διηγήθη καταλεπτώς άπασαν την τάξη της Μονής, περί νηστειών και ψαλμωδιών και των λοιπών αρετών. Οι λόγοι ούτοι εφαίνονταν εις τον Ιωάννη γλυκύτεροι μέλιτος, και τρωθείς την καρδία με τον πόθον της ασκήσεως επήρε τον Μοναχόν εις τόπο απόκρυφο και του λέγει «Ορκίζω σε εις τον εν Τριάδι Θεόν, όταν επιστρέψης δια το Μοναστήριον, να έλθης απ’ εδώ να με πάρης κρυφίως μαζί σου, να γίνω Μοναχός το συντομώτερο, πριν μάθουν οι γονείς μου που είμαι, διότι σκέπτονται να με υπανδρεύσωσι και να με τιμήσουν με αξιωμάτων αρχές και κοσμική φαντασία και ματαιότητα. Αλλά εγώ έχω πολύν πόθον για τη μοναδική πολιτεία, και διψώ να συναριθμηθώ στη συνοδεία σας, διότι τούτο νομίζω αληθή δόξαν και τιμήν βεβαία και σφραγίδα της εκείλθε μακαριότητας». Τότε ο Μοναχός του υπεσχέθη να εκπληρώση τον πόθον του. Αυτός λοιπόν απήλθεν στην οδόν του, του δε Οσίου ο θείος έρως και πόθος προς Χριστό ηύξανεν στην ψυχή του και ανεφλέγετο, και είχε χαρά να συνευρίσκεται καθ’ ώραν με τον ποθούμενο και να συνομιλή νοερώς με το Κυρίου.
Ταύτα σκεπτόμενος ο καλός Ιωάννης είπε καθ’ εαυτόν: «Πριν από τη αναχωρήσεώς μου ας υπάγω εις τους γονείς μου να ζητήσω ευλογία τινά παρ’ αυτών. Θα ζητήσω να έχω από τας χείρας των ένα Ευαγγέλιο για να δυνηθώ να μάθω τας παραδόσεις του Χριστού μου και να τελειώσω τα θελήματα αυτού». Ούτω σκεπτόμενος επήγεν εις τους γονείς του και εύρε πρόφασιν λέγων προς τη μητέρα του· «Μήτερ, δεν ημπορώ να υπάγω εις το σχολείον, διότι όλοι οι συμμαθηταί μου έχουν Ευαγγέλιο και κάθηνται και το αναγινώσκουν, εγώ δε κάθημαι μόνος μου καταφρονημένος, διότι δεν έχω Ευαγγέλιο. Δι’ αυτό πολύ σε παρακαλώ να μου κάμετε και έμενα ένα Ευαγγέλιο, να το κρατώ και εγώ εις τας χείρας μου να το αναγινώσκω». Τούτο ακούουσα η μήτηρ του εχάρη μεγάλως, διότι ο υιός της ηγάπα τοσούτον τα θεία και ιερά γράμματα και είπε· «Μετά πάσης χαράς, υιέ μου, όταν έλθη ο πατήρ σου, να του είπω να σου κάμη ένα Ευαγγέλιο, καθώς το θέλεις». Όταν δε ήλθε ο πατήρ του, είπεν εις αυτόν τους λόγους του υιού των Ιωάννου ως εξής: «Παρακαλώ σε, κύριέ μου, κάμε του υιού μας ένα Ευαγγέλιο και δώσε αυτό του χρυσοχόου να το χρυσώση και να το στολίση καλώς από έξωλθε, και να το δώσω μεν εις τον υιόν μας να το μελετά, για να πέση ο νους του και ο πόθος του εις αυτό, και να μανθάνει καλώς τα θεία και ιερά γράμματα». Ο δε πατήρ του μακαρίου Ιωάννου αμέσως εκάλεσε γραφέα επιτήδειο, όστις έγραψε το Άγιο Ευαγγέλιο μετά πάσης επιμελείας, έδωκε δε και πεντακόσια χρυσά φλωρία όπως και λίθους πολυτίμους και μαργαρίτας του χρυσοχόου να το κατασκευάση. Όταν το ετελείωσε, εκάλεσε τον υιό του Ιωάννη και του λέγει· «Λάβε, υιέ μου ηγαπημένε, το Ιερό τούτο Ευαγγέλιο και να γνωρίζης ότι για την αγάπη σου έδωσα πεντακόσια χρυσά φλωρία και πολυτίμους λίθους και μαργαρίτας και το εστόλισαν».
Ιδών ο θείος Ιωάννης το Ιερό Ευαγγέλιο κατά τον πόθον του, ησπάσθηκε τας χείρας του πατρός του και της μητρός του. Ως δε έλαβεν αυτό εχάρη πολύ και κατεφίλει αυτό. Το έφερε δε πάντοτε μεθ’ εαυτού αναγινώσκων τούτο μετά μεγάλου πόθου, δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών τους γονείς του, διότι εξεπλήρωσαν τον πόθον του, ανέμενε δε να επιστρέψη ο Αββάς από τα Ιεροσόλυμα για να αναχωρήσουν. Όταν λοιπόν ήλθε ο Αββάς και τον είδεν ο Ιωάννης, εχάρη και ηγαλλιάσατο ψυχικά και σωματικά. Συναντηθείς δε με αυτό τον ησπάσθηκε με πολλή ευφροσύνης και τον εδέχθη λέγων «Κύριέ μου, γνωρίζω πολύ καλά, ότι αν το μάθη ο πατήρ μου και η μήτηρ μου ότι θέλω να γίνω Μοναχός και ότι θέλω να έλθω εις το Μοναστήριο μαζί σου, από τα δάκρυά των θέλουν με εμποδίσει και θα μου κόψουν τον θεάρεστον δρόμο τον οποίο εξέλεξα. Δι’ αυτό παρακαλώ σε, Αββά, να αναχωρήσουμε μετά μεγάλης μυστικότητας για να μη το μάθη τις». Τότε ο Αββάς, θεωρών την τόσην αγάπη την οποίαν είχε Ιωάννης για την άσκηση, του λέγει· «Ο Θεός να εκπληρώση την επιθυμία σου, τέκνο μου, και κάμε εκείνο το οποίο απεφάσισας». Ο δε μακάριος Ιωάννης επήρε τον Αββάν και ήλθον εις τον αιγιαλό κρυφίως και ευρόντες πλοίον, λέγουν εις τον πλοίαρχο «Παρακαλούμε να μας ναυλώσης το πλοίον σου, και να μας υπάγης έως την αγία Μονή των Ακοιμήτων». Εκείνος δε είπεν «Εγώ δι’ αυτό κάθημαι, για να εύρω φορτίον να γεμίσω το πλοίον μου». Λέγει ο Ιωάννης· «και πόσον ναύλο παίρνεις;» «Εκατό φλωρία», απαντά εκείνος. Του λέγει ο Άγιος· «Ανάμεινόν με, αδελφέ, και εγώ εις τρεις ημέρας θα σου δώσω εκατό φλωρία δια τον ναύλο σου». Και ούτως έκαμαν συμφωνία με τον πλοίαρχο.
Τότε ο μακάριος Ιωάννης είπε προς τον Αββάν· «Και του πλοίου ο ναύλος είναι πολύς και ο πόθος μου να αναχωρήσω με αναγκάζει. Αλλ’ όμως ο Θεός και η ευχή σου να με κυβερνήση και να εκπληρώση τον πόθον μου». Λέγει ο Αββάς– «Ο Θεός να είναι μαζί σου, τέκνον». Τότε ο Ιωάννης επήγεν στην μητέρα του, και λέγει εις αυτήν· ηγαπημένη μου μήτερ, γνωρίζω ότι ποτέ δεν παρήκουσες το θέλημά μου δια τον πολύν πόθον, τον οποίο έχεις εις εμέ, και παν ζήτημα το οποίο σου εζήτησα το έκαμες. Ακόμη εν ζήτημα παρακαλώ να μου κάμης». Απεκρίθη η μήτηρ του και είπεν «Ω περιπόθητέ μου υιέ και φως των οφθαλμών μου, μετά πάσης χαράς ζήτησον ό,τι θέλεις και εγώ να κάμω τον λόγον σου». Τότε ο καλός Ιωάννης είπε· «Μήτερ μου, γνωρίζεις ότι εις το σχολείον πολλάκις με εφίλευσαν τα παιδία και έκαμαν μεγάλα έξοδα και πολλά είδη φαγητών. Εγώ ποτέ μου δεν κατηξιώθην να τους κάμω την ανταμοιβή, και τώρα από την εντροπήν μου δεν δύναμαι να υπάγω εις το σχολείον». Η δε μήτηρ του του είπε· «Γι’ αυτό συλλογίζεσαι και πικραίνεσαι, υιέ μου; Εγώ σήμερον να είπω του πατρός σου, όταν έλθη από τον βασιλέα, να σού δώση όσα θέλεις να τους φιλεύσης και μη πικραίνεσαι».
Όταν λοιπόν ήλθε ο πατήρ του, εκάθισε η μήτηρ του και διηγήθη εις αυτόν όσα της είπεν ο περιπόθητος υιός των Ιωάννης. Ο δε πατήρ του είπεν «Να του δώσουμε εκατό φλωρία και ένα υπηρέτην μαζί του να τον υπηρετή και να τον φυλάττη να μη τα χάση εις τον δρόμον». Η σκέψη αυτή ήρεσε και των δύο, και ούτω του έδωσαν εκατό νομίσματα και ένα υπηρέτην συνοδόν. Λοιπόν όταν έλαβεν ο Άγιος τα φλωρία εχάρη πολύ και εδόξασε τον Θεόν, και ευθύς ήλθε προς τον Αββάν και του είπε την υπόθεση. Επειδή όμως είχε και τον υπηρέτην, τον οποίο του έδωσαν μαζί του, είπε προς τον Αββάν «Κύριέ μου, αυτός ο υπηρέτης ας καθίση εδώ με σε ολίγον και εγώ να υπάγω εις τους συμμαθητές μου και αμέσως επιστρέφω, διότι πρέπει να τους είπω ότι θέλω να τους δεξιωθώ και να γνωρίζουν περί τούτου». Ο δε Άγιος ευθύς επήγεν εις τον πλοίαρχο και του είπεν «Αδελφέ, κατά τη συμφωνία, τη οποία έχουμε, ιδού ότι ήλθα και λάβε τα εκατό νομίσματα, και πάρε ταύτα μόνο από εμένα και απ’ εκείνο τον Μοναχόν μη ζητήσης. Μόνο παρακαλώ, όταν ίδης, ότι είναι καιρός επιτήδειος, να μη αμελήσης, αλλά να έχης κατά νουν να έλθης εις τον δείνα τόπο να μου κάμης νεύμα κρυφίως και ημείς θέλουμε έλθει και παρακαλώ σε, αδελφέ, δια τον Θεόν, να το έχης μυστικό, να μη το είπης εις κανένα». Τότε εκείνος, αφού έλαβε τα εκατό νομίσματα, είπεν «Ύπαγε εις το καλό, αυθέντα μου, και θα κάμω όπως μου είπατε, για να σας πάρω κρυφίως με τη βοήθεια του Θεού». Ελθών λοιπόν ο Άγιος εις τον Αββάν διηγήθη εις αυτόν τη με το πλοιάρχου συμφωνία, κρυφίως πάντοτε από τον υπηρέτην.
Την επομένη ημέραν λέγει ο μακάριος Ιωάννης· «Ας υπάγουμε εις τον αιγιαλό να αγοράσουμε ψάρια». Αφού ήλθον εις τον αιγιαλό, Θεού ευδοκία, έγινε καιρός ευνοϊκός και καλός άνεμος. Ο πλοίαρχος ίστατο επί του πλοίου παρατηρών μήπως ιδή αυτούς. Ιδών δε αυτούς μακρόθεν τους έκαμε νεύμα για να υπάγουν εκεί. Αυτοί, ως είδον τον καιρό ευνοϊκό και τον πλοίαρχο να τους αναμένη για να αναχωρήσουν, εσκέπτοντο πως να παραπλανήσωσι τον υπηρέτην και να τον απομακρύνουν για να έμβουν εις το πλοίον να αναχωρήσουν. Τότε λέγει ο Άγιος προς αυτόν «Ύπαγε, σε παρακαλώ, εις το σχολείον για να ίδης τι κάμνουν οι συμμαθηταί μου και να επιστρέψης πάλιν να μας εύρης εδώ». Ο υπηρέτης ανεχώρησε αμέσως δια το σχολείον για να εξετάση, όπως του είπον. Αυτοί αμέσως ανέβησαν εις το πλοίον, έκαμαν άρμενα και ανεχώρησαν. Επιστρέψας ο υπηρέτης εκ του σχολείου για να πληροφορήση τον αυθέντην του, δεν εύρεν αυτόν εις τον αιγιαλό όπως του είχε είπει. Νομίσας δε ότι θα έφυγε δια το σχολείον από άλλο δρόμο, επέστρεψε πάλιν εις το σχολείον αναζητών αυτόν. Μη ευρών αυτόν εις το σχολείον επέστρεψε και πάλιν εις τον αιγιαλό, και ούτω επέρασε όλη την ημέραν αναζητών αυτόν. Αφού λοιπόν έως την εσπέραν δεν τον ανεύρεν, επέστρεψε στην οικία του για να αναγγείλη στην μητέρα του Οσίου όσα του συνέβησαν.
Η μήτηρ του, ως ήκουσε δια τον υιό της ταύτα, εταράχθη φοβηθείσα μήπως έπαθε κακό τι και αμέσως απέστειλε και άλλους πολλούς υπηρέτας για να αναζητήσουν και να ανεύρουν τον υιόν της. Εκείνοι αναζητήσαντες αυτόν εις ολόκληρο την Κωνσταντινούπολιν και μη ευρόντες αυτόν επέστρεψαν την εσπέραν λέγοντες· «Περιήλθομεν όλη την πόλιν ερευνώντες εις αυτήν, αλλά δεν ευρήκαμεν αυτόν». Τότε ο πατήρ αυτού ήρχισε να κλαίη και να θρηνή λέγων «Ω τέκνο μου ηγαπημένο και γλυκύτατο, ω φως των οφθαλμών μου και παρηγοριά του γήρατός μου! Τι να την κάμω εγώ πλέον τη ζωήν χωρίς σε; Διατί μου απέκρυψας την αναχώρησή σου και δεν μου είπες που θα ευρίσκεσαι για να ερωτώ και να μαθάνω έστω και από μακρόθεν δια σε; Αλλοίμονο εις εμέ! Με επότισες με δηλητήριο, γι’ αυτό και δεν θέλει γλυκανθή ποτέ η καρδία μου! Με εβύθισες μέσα εις μία απέραντο λύπη, για τη οποία δεν θέλουν λείψει, εν όσω ευρίσκομαι στην παρούσαν ζωήν και σε ενθυμούμαι, τα δάκρυά μου από τους οφθαλμούς μου. Αυτό ήτο το φίλευμα το οποίο θα έκαμνες εις τους συμμαθητές σου; Δεν μου έλεγες τουλάχιστο να σού δώσω χρήματα αρκετά για να έχης μαζί σου; Τι θα σού κάμουν εκατό μόνο νομίσματα; που να ευρίσκεσαι τώρα για να έρχωμαι να σε βλέπω και να παρηγορούμαι;» Αυτά και άλλα παρόμοια λέγων ο πατήρ του έκλαιεν απαρηγόρητα.
Η δε μήτηρ του, ως είδεν ότι εξέλιπο πλέον αι ελπίδες για να ευρεθή ο υιός της, έκλαιε και αυτή απαρηγόρητα λέγουσα· «Ω ηγαπημένο μου τέκνο Ιωάννη, διατί εμίσησες την αγαπημένη σου μητέρα; διατί απηρνήθης τη σπλαγχνική σου μητέρα, που τόσον σε αγαπά; Εφ’ όσον ποτέ δεν ήνοιξα το στόμα μου για να είπω λόγον δια σε και να σε λυπήσω, διατί συ έφυγες και ουδέ καν με απεχαιρέτησες ως να ήμουν εχθρός σου θανάσιμος; Διατί δεν ηθέλησες να αφήσης την πονεμένη μητέρα σου να φιλήση το γλυκύτατό σου πρόσωπο δια τελευταία φορά; Τι κακό σου έκαμα και δεν ηθέλησες να με αποχαιρετήσης; Ας εγνώριζα ότι θα αναχωρούσες, ω υιέ μου. Εις ποιαν λύπη απαρηγόρητο εβύθισες την καρδία μου! πως να υπομείνω τον χωρισμό σου; πως να βλέπω τα πολύτιμά σου ενδύματα, τα οποία μετά μεγάλης χαράς έρραπτο για να φορής και ουδήλως εγνώριζον ότι θα αναχωρούσες και θα τα άφηνες στην πονεμένη μητέρα σου, για να βλέπη και ενθυμωνόμενη το αγαπητό της τέκνο να χύνη ποταμούς δακρύων; Δεν μου εζητούσες τουλάχιστον να σού είχα δώσει διπλά ενδύματα για να έχης στην ερημία και ξενητεία;» Αυτά και άλλα πολλά έλεγον ο πατήρ του και η μήτηρ του κλαίοντες και οδυρόμενοι για την απώλεια του ηγαπημένου τέκνου τους. Το δε πλοίον το μεταφέρον τον μακάριο Ιωάννη με τον Αββάν έφθασε μετά τρεις ημέρας στην Μονή των Ακοιμήτων.
Εξελθόντες λοιπόν του πλοίου ήλθον στην Μονή και πρώτον επήγαν εις τον Ναόν για να προσκυνήσουν και να ασπασθούν τας αγίας εικόνας. Κατόπιν επήγαν και έβαλον μετάνοιαν εις τον Ηγούμενο ασπασθέντες τη δεξιάν αυτού. Το αυτό έκαμαν και εις όλους τους αδελφούς. Διηγήθη δε ο Αββάς εις τον Ηγούμενον όλα τα περί Ιωάννου, ότι είναι εξ ευγενών γονέων και έχει μεγάλο πόθον να λάβη το αγγελικό σχήμα. Ο δε Ηγούμενος, ως είδε τον Ιωάννη τόσον νέον, εθαύμασε και λέγει προς αυτόν· «Ω παιδίον μου, είσαι πολύ νέος και δεν θέλεις δυνηθή να υποφέρης την άσκηση και τον κόπο των Μοναχών διότι όποιος θέλει να γίνη Μοναχός, πρώτον κάμνει ως δόκιμος ένα χρόνο δια να ιδούμε την αρετή του, και μετέπειτα κείρουμε την κόμην της κεφαλής αυτού». Λέγει δε προς αυτόν ο Ιωάννης· «Δέσποτά μου άγιε και τίμιε πάτερ, πολύ σε παρακαλώ εξ όλης μου της καρδίας, σήμερον να με κείρης Μοναχόν, διότι έχω πολύν πολύν πόθον και αγάπη να λάβω το αγγελικό σχήμα». Ταύτα έλεγε βιάζων πολύ τον Ηγούμενο. Ο δε λέγει προς τον νέον· «Τέκνο μου αγαπητό, μεγάλο δρόμο και τραχύν θέλεις οδεύσει και πρόσεχε καλώς τον αγώνα Στενή και τεθλιμμένη είναι η οδός, κατά το Ευαγγέλιο, και είσαι πολύ νέος και δεν θέλεις δυνηθή να την περιπατήσης».
Ο δε καλός Ιωάννης έκαμεν εις τον Ηγούμενο φρικτούς όρκους για να τον κάμη Μοναχόν και έκλαιε μετά δακρύων.
Τότε ο Ηγούμενος, ως είδε την αγάπη του νέου και τα πολλά δάκρυα τα οποία έχυνεν, ευσπλαγχνίσθη αυτόν και τον έκαμε Μοναχόν, ενδύσας αυτό το αγγελικό σχήμα, και ηυλόγησε αυτόν λέγων «Ο Θεός, η ελπίς πάντων και η ισχύς των αδυνάτων, να σε αξιώση, τέκνο μου, να φύλαξης τας ομολογίας όπου έκαμες έμπροσθεν των Αγγέλων αυτού, και να δυνηθής να νικήσης τον όφιν εκείνο, τον σκολιό δράκοντα, τον πολυμήχανο διάβολον». Ο δε Όσιος Ιωάννης, προσκυνήσας αυτόν, εζήτησε τας ευχές του και απεσύρθη εις το κελλίο το οποίον του έδωκεν. Και τις δύναται να διηγηθή τον κόπο και τη σπουδήν όπου έβαλε εις τας θείας αρετάς, την νηστεία, την εγκράτεια, την αγρυπνία, τας ολονυκτίους δεήσεις και προσευχές, τα δάκρυα και τας άλλας αρετάς; Την υποταγή εις όλους και την ταπείνωση, τη μελέτην των θείων Γραφών; Απλώς ειπείν έφθασε όλους στην άσκηση και επέρασε τους παλαιούς εις πάσαν αρετή.
Εκάθισε δε ο Όσιος τρεις χρόνους εις το Μοναστήριο εκείνο των Ακοιμήτων και από την πολλή εγκράτεια και νηστεία έγινεν αγνώριστος, και τον εθαύμαζον πάντες οι ευρισκόμενοι εις το Μοναστήριο. Ο δε Ηγούμενος τον καθωδήγει λέγων «Πολύν κόπο κάμνεις, ω τέκνο, και πολλή νηστεία και θέλεις ασθενήσει και δεν θα δύνασαι πλέον να κάμης τον κανόνα σου, να δοξάζης τον Θεόν κατά τη δύναμίν σου διότι ο Θεός δεν θέλει να κάμης τα υπέρ τη δύναμίν σου». Ταύτα έλεγεν ο Ηγούμενος προς τον Ιωάννη, διότι δεν έτρωγε παντελώς, ειμή μόνο την Κυριακή, οπότε, αφού μετελάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων, έπειτα έτρωγεν ολίγον άρτο και έπινεν ολίγον ύδωρ, τόσον ώστε να μη χορτάση ούτε ύδωρ. Θεωρών δε ταύτα ο φθονερός διάβολος δεν ηδυνήθη να υποφέρη να καταπατήται και να περιπαίζηται από τοιούτον νέον και να νικάται από άνθρωπο. Δι’ αυτό και βάλλει στην καρδία του Αγίου την ενθύμηση των γονέων του και την επιθυμία να υπάγη να τους ίδη.
Οσάκις λοιπόν του έφερε τοιούτους λογισμούς, ηγείρετο και προσηύχετο και παρεκάλει τον Θεόν να τους διαλύση. Άλλ’ ο διάβολος τον επείραζε ακόμη περισσότερο και εθάρρει να νικήση τον Όσιο, όστις ενθυμούμενος τους γονείς του και τους συμμαθητές του εκαίετο η καρδία του. Του ενεθύμιζε δε πάλιν ο διάβολος και τα καλά φαγητά και ωραία ποτά, τα μαλακά στρώματα, τα πολυτελή ενδύματα και του έδιδε μεγάλο πόλεμο, ώστε ως φλόγα πυρός έβγαινεν από την καρδία του η ενθύμηση τούτων. Πάλιν όμως ηγείρετο και προσηύχετο και έκαμνε τον σταυρό του και έλεγεν «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά, ότι σκάνδαλό μου ει· έχω τον Χριστόν βοηθό. «Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου από τίνος δειλιάσω;» Έχων όμως ο Όσιος αυτό τον πόλεμο καθημερινά από τον διάβολο εταλαιπώρει το σώμα του ακόμη περισσότερο και βλέπων αυτόν ο Ηγούμενος πάλιν τον ενουθέτει και του έλεγε να μη δίδη πολύν κόπο εις το σώμα του, διότι θέλει ασθενήσει, και τον εδίδασκε λέγων «Η πολλή νηστεία και άσκηση πολλάκις φέρει τον άνθρωπο και κολάζεται ωσάν φονεύς». Ο δε Όσιος, επειδή υπερβολικά κατετήκετο και μη υποφέρων πλέον, εξωμολογήθη προς τον Ηγούμενο λέγων «Ουχί, πάτερ τίμιε, η νηστεία δεν με ταλαιπώρησε ούτε η άσκησις, αλλά αι αμαρτίαι μου με βασανίζουσι, διότι ο φθονερός διάβολος έχει πολλάς ημέρας όπου ετάραξε την καρδία μου και μοι έβαλε πολύν πόθον να επιστρέψω να ίδω τους γονείς μου, και όταν τους ενθυμούμαι φλόγα πυρός εξέρχεται από την καρδία μου. Εκτός δε τούτων και άλλας πολλάς ενθυμήσεις μου ενθυμίζει ο εχθρός της ψυχής μου».
Ταύτα ακούων ο Ηγούμενος από τον Ιωάννη ανεστέναξε και είπε· «Τέκνο μου Ιωάννη, δεν σου έλεγα πως δεν θέλεις δυνηθή να υποφέρης τον κόπο της ασκήσεως, διότι ο διάβολος είναι φθονερός και πολύπλοκος, και έχει να εγείρη πολλάς παγίδας εναντίον των πολεμούντων αυτόν; Λοιπόν, τέκνο μου, τώρα τι έχεις κατά νουν να κάμης;» Αποκρίνεται ο Όσιος· «Να με συγχωρήσης να υπάγω εις τους γονείς μου και εκεί να τον νικήσω και να καταπατήσω τας μηχανάς του στηριζόμενος στη δύναμιν του Χριστού μου και εις τας αγίας σου ευχάς». Ο δε Ηγούμενος, ως ενάρετος άνθρωπος, προγνωρίσας χάριτι Χριστού το μέλλον του Οσίου και επειδή έβλεπεν αυτόν ότι εταλαιπωρήθη τόσον από τον πόλεμο του διαβόλου, ώστε εκινδύνευεν εις θάνατο, η ωραιότης του προσώπου του ηλλοιώθηκε, η σαρξ του εξηράνθη, τα μάτια του εβαθύνθησαν, και έμεινε μόνο το δέρμα με τα οστά, τον ελυπήθη και εδάκρυσε, διότι τον ηγάπα πολύ για τας αρετάς του. Την επαύριο λοιπόν εσύναξε πάντας τους Μοναχούς και Ασκητές του Μοναστηριού και έκαμαν παράκληση εις τον Θεόν υπέρ αυτού για να του δώση δύναμιν και νίκη κατά του διαβόλου, και του λέγει· «Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πορεύου εν ειρήνη και έχε τον Χριστόν συνοδοιπόρο να σε δυναμώνη και να σε οδηγή εις το θέλημά του». Τότε ηγέρθη ο Όσιος και ποιήσας μετάνοιαν ησπάσθηκε όλους τους αδελφούς και παρεκάλεσε αυτούς ίνα δεηθούν του Θεού υπέρ αυτού. Εσήκωσαν όλοι λοιπόν τας χείρας και τον ηυλόγησαν. Ο δε Όσιος είπε προς αυτούς· «Σώζεσθε, αδελφοί μου, σώζεσθε πατέρες μου, ευλογημένη μου συνοδεία, καλά με ανέθρεψαν αι, ευχές σας, αλλ’ εγώ ήμουν από όλους σας ελάχιστος και δεν εστάθην άξιος να ευρίσκωμαι στην αγία σας συνοδεία.
Ούτω λοιπόν μετά δακρύων εξήλθε του Μοναστηριού, και έλεγεν «Ο Θεός ο πλάσας με, φύλαξόν μετά από τας παγίδας του διαβόλου». Όταν δε απεμακρύνθη ολίγον από το Μοναστήριο, εγύρισε και είδε τα τείχη της Μονής του και καθίσας έκλαιε. Κλαίων ώραν πολλή εγονάτισε και έκαμε προσευχή εις τον Θεόν και υστέρα ήρχισε πάλιν και επεριπάτει τον δρόμο του για να έλθη εις τους γονείς του. Όταν έφθασε εις το μέσον του δρόμου, ευρίσκει ένα πτωχόν Μοναχόν με παλαιά ράσα και του λέγει «Χαίροις, αδελφέ και συνοδοιπόρε, θέλεις να περιπατούμε μαζί οι δύο μας;» «Μετά χαράς μου θέλω να περιπατούμε μαζί», απήντησε ο πτωχός Μοναχός. «Βλέπω, του λέγει ο Όσιος, ότι τα ενδύματά σου είναι πεπαλαιωμένα και δεν δύνασαι να περιπατής· αλλά έκβαλε τα ενδύματά σου, δώσε αυτά εις εμέ και βάλε συ τα ιδικά μου, για να περιπατούμε ευκολώτερον». Ο πτωχός εκείνος λοιπόν παρευθύς εξεδύθη τα παλαιά ενδύματα, τα οποία εφόρει και τα έδωσε εις τον Όσιο, και αυτός έβαλε του Οσίου. Αφού επεριπάτησαν μερικές ημέρας και έφθασαν εις τον τόπο εις τον οποίο έμελλο να αποχωρισθή ο ένας από τον άλλο και να υπάγη έκαστος εις τον δρόμο του, είπεν ο Μοναχός εις τον Όσιο «Λάβε, αδελφέ, τα ενδύματά σου και δος μοι τα ιδικά μου». Του λέγει ο Όσιος· «Ύπαγε, αδελφέ, εν ειρήνη και φθάνουν εις εμέ αυτά τα παλαιά, ο δε Θεός θέλει οικονομήσει και δι’ εμέ. Μόνο εύχου εις τον Θεόν να με ελευθερώνη πάντα από τας παγίδας του διαβόλου». Ευχηθέντες ο εις τον άλλο απεχωρίσθηκαν. Επεριπάτει δε πάλιν ο Όσιος μόνος και όταν επλησίασε και είδεν από μακρόθεν τον οίκον των γονέων του, εγονάτισε στη γην και μετά δακρύων έλεγεν «Υιέ του Θεού Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, μη εγκαταλίπης με μηδέ αποστής απ’ εμού, αλλά βοήθησαν μοι και εδώ στην οικία των γονέων μου, ίνα κατανικήσω τον φθονερό και μισόκαλο διάβολον».
Όταν έφθασε στη θύρα της οικίας, του ήτο νύκτα σκοτεινοτάτη, και πεσών κατά μέτωπο στη γην και κλαίων έλεγεν «Ιδού ότι έφθασες, Ιωάννη, και εις τον πατρικό σου οίκον». Και προσευχόμενος έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, διότι με κατηξίωσας να φθάσω εις τον πατρικό μου οίκον. Διό δέομαι, μη με αφήσης, αλλά ενίσχυσόν με με τη θεία χάριν σου για να νικήσω τελείως τον εχθρό μου, τον πονηρό διάβολο, και αξίωσόν με να τελειωθώ εις τούτον τον τόπον». Ούτως έμεινεν όλη την νύκτα προσευχόμενος. Όταν εξημέρωσε, ήλθε ο θυρωρός κατά τη συνήθεια και ήνοιξε τη θύραν και εξήλθε ένας δούλος του πατρός του· και ως είδε τον Όσιο ταλαιπωρημένο και ξεσχισμένο του λέγει «Ποιος είσαι, ω άνθρωπε, και τι γυρεύεις; Πως ετόλμησες και ήλθες εδώ τόσον πρωί; Ύπαγε απ’ εδώ, διότι ο οικοδεσπότης θέλει να εξέλθη για να υπάγη εις τον βασιλέα και, αν σε ίδη θέλει σε υβρίσει και ημάς θέλει τιμωρήσει». Τοιούτους λόγους έλεγεν ο δούλος προς τον αυθέντην, μη γνωρίζων ότι αυτός είναι ο Ιωάννης, δια τον οποίο κλαίουν και οδύρονται. Ο δε Όσιος Ιωάννης είπε προς τον δούλο εκείνο «Παρακαλώ σε, άνθρωπε, για την αγάπη του Χριστού, άφησέ με εδώ εις μία γωνία να παραμένω και δεν θέλω σε εμποδίζει εις τίποτε, και να είσαι βέβαιος ότι θέλεις έχει μισθό από τον Δεσπότη Χριστόν, διότι εσώθηκε πτωχός στη θύραν αυτήν». Ο άνθρωπος εκείνος λοιπόν τον ευσπλαγχνίσθη και τον άφησε και εκάθητο εις μία γωνία.
Όταν δε ηγέρθησαν οι γονείς αυτού το πρωί και τους είδεν ο Όσιος Ιωάννης, ευθύς εγέμισαν τα μάτια του δάκρυα και είπε καθ’ εαυτόν· «Ιδού όπου είδες, ω Ιωάννη, και τους γονείς σου με τη δύναμιν του Χριστού και Θεού σου, αλλ’ όμως αγωνίζου να καταπατήσης τας ενέδρας και τας μεθόδους του διαβόλου». Προσευχηθείς δε πάλιν εις τον Θεόν είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, μη εγκαταλίπης με». Εξελθών λοιπόν ο πατήρ του και ιδών εκεί τον Όσιο, πτωχόν, ξεσχισμένο και ταλαιπωρημένο, τον ελυπήθη και λέγει προς αυτόν «Πόθεν είσαι, πτωχέ;» Ο δε απεκρίθη προς τον πατέρα του· «Ξένος είμαι, και παρακαλώ την ενδοξότητά σου να μη με σιχαθής, αλλά κάμε έλεος και άφησέ με να παραμένω εις το προπύλαιον». Ο δε πατήρ του λέγει· «Ελθέ μέσα στην αυλή και κάθισε εις ένα δωμάτιον». Ο δε Όσιος είπε· «Φθάνει με εδώ, κύριέ μου, ευχαριστημένος είμαι μόνο παρακαλώ σε να προστάξης ένα υπηρέτην να μου κάμη μία καλύβην». Ο δε Ευτρόπιος επρόσταξε και έκαμαν την επιθυμία του, και το εσπέρας, όταν επέστρεψε εις τον οίκο του, είπε της συζύγου του δι’ αυτόν λέγων «Πολύ λυπούμαι αυτό τον πτωχόν, ο οποίος είναι έξω στη θύραν και υποφέρει τόσον ψύχος και τόσον χειμώνα και πάγους· αλλά όμως ίσως ο Θεός τον εξαπέστειλε για να σωθούμε και ημείς μέσω της προσευχής του».
Μία ημέραν, θέλουσα η μήτηρ του να υπάγη στην Εκκλησία, έτυχε ο Όσιος και εκάθητο έξω της καλύβης και ως τον είδεν ετρόμαξε και είπεν εις τους δούλους της· «Είπατε εις αυτόν να έμβη μέσα, διότι δεν δύναμαι να βλέπω την αγριότητα του προσώπου του». Και ευθύς ελθόντες οι δούλοι του είπο «Άνθρωπε, γι’ αυτό την έκαμε την καλύβην ο οικοδεσπότης, για να μη κρυώνης ούτε να σε καίη ο ήλιος. Πέρασε λοιπόν μέσα και κάθισε, διότι η κυρία μας θέλει να περάση και φοβείται την αγριότητα του προσώπου σου». Ο δε Όσιος εμβήκεν αμέσως στην καλύβην και εδάκρυσε λέγων «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ μου, ότι και η μητέρα μου, η οποία με εγέννησε, με εσιχάθη. Δος μοι υπομονή έως τέλους να μένω αγνώριστος από τους γονείς μου». Έκτοτε πλέον δεν έβγαινεν από την καλύβην παρά μόνο όταν ήθελε να υπάγη στην Εκκλησία. Ο δε πατήρ αυτού επρόσταξε να του δίδουν καθ’ ημέραν φαγητά και ποτά από την τράπεζάν του. Έφερον λοιπόν εις αυτόν πολλά είδη φαγητών και ποτών, αλλά όμως ο Όσιος δεν τα έτρωγεν, αλλά τα έδιδε εις τους δούλους και εις τους πτωχούς· έτρωγε μόνο ολίγον άρτο και ύδωρ, αφού μετελάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων. Τόσον δε εταλαιπωρήθη το σώμα του Οσίου, ώστε εφαίνονταν όλα του τα κόκκαλα και οι όρμοι των χειρών και των ποδών. Έκαμεν εκεί στη θύραν των γονέων του τρία ολόκληρα έτη και πολλάκις τον εσκανδάλιζε ο διάβολος και τον ηνάγκαζε να φανερωθή εις τον πατέρα του και τη μητέρα του, και πάλιν έλεγεν «Ουχί, διάβολε, δεν με πλανάς, διότι έχω τον Χριστόν βοηθόν».
Ιδών λοιπόν ο ενδοξαζόμενος εν βουλή Αγίων Θεός τον πολύν αγώνα και την ταλαιπωρία του Οσίου, διότι έγινε σχεδόν ημιθανής και υπερέβη στην άσκηση πάντας, και πως ετελείωσεν τον καλό αγώνα, μετά τρία έτη εφάνη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις τον ύπνο του και του λέγει· «Χαίροις, Ιωάννη, ότι άφησες όλα τα φθαρτά και πρόσκαιρα του κόσμου τούτου και με ηκολούθησες. Επλησίασε ο καιρός της τελειώσεώς σου. Φθάνουν αι νηστείαι και αι προσευχές. Φθάνουν αι ολονύκτιοι στάσεις σου με τα συνεχή δάκρυα. Φθάνει η υπομονή σου η πληγώσασα τον διάβολο και διαλύσασα τας παγίδας αυτού. Χαίρε λοιπόν από τη σήμερο και ευφραίνου, διότι ετελείωσες τον αγώνα σου. Χαίρε ότι ενίκησες και κατεπάτησες το κεφάλι του δράκοντος. Όντως μακάριος θέλεις είσαι και θέλει μένει ο βίος σου παράδειγμα εις τους αιώνες. Γνώριζε δε ότι μετά τρεις ημέρας έρχεσαι προς εμέ να χαίρης αιωνίως μετά των Αγγέλων και πάντων των Αγίων».
Όταν λοιπόν εξύπνησε ο Όσιος Ιωάννης ήρχισε να κλαίη και να προσεύχηται προς τον Θεόν λέγων ούτω· «Δόξα σοι, Χριστέ Βασιλεύ, ότι ανάξιο όντα με κατηξίωσας για την αγαθότητά σου να συναριθμηθώ μετά των ευαρεστησάντων σοι Αγίων αλλά δέομαι σου, Κύριε, να ενθυμηθής και τους γονείς μου, οίτινες με εγέννησαν και με εσπούδασαν τα θεία και ιερά γράμματα και μοι εγνώρισαν τη οδόν της σης αληθείας. Διο, δέομαι σου, συγχώρησον αυτούς δια το όνομά σου το Άγιον και μη ενθυμηθής ουδέ μνησθής των ανομιών αυτών. Άφες τας αμαρτίας αυτών, και ει τι ήμαρτο ως άνθρωποι έμπροσθέν σου. Διάρρηξον το χειρόγραφο των ανομιών αυτών, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός ημών και απόστρεψον αυτούς από των ματαιοτήτων του κόσμου τούτου». Όταν ετελείωσεν την ευχή ταύτην, προσεκάλεσε τον δούλο εκείνο, ο οποίος τον εδέχθη πρώτος και του έκαμε και την καλύβην και λέγει εις αυτόν «Κύριέ μου, εξ αρχής έκαμες έλεος εις εμέ τον πτωχόν και ξένο και ελεεινό παρακαλώ σε ακόμη να μοι κάμης και ένα άλλο ζήτημα, και ο Δεσπότης Χριστός θέλει σε ανταμείψει και εδώ εις τον επίγειο κόσμο και στην Βασιλεία του την αιώνιον». Ο δε δούλος εκείνος είπε· «Μετά πάσης χαράς είπε μοι ό,τι θέλεις και εγώ να το κάμω». Τότε είπεν εις αυτόν ο Όσιος· «Ύπαγε στην κυρίαν σου και αφού την προσκυνήσης εκ μέρους μου, είπε εις αυτήν «Ο πτωχός ξένος ο οποίος κείτεται στην καλύβην παρακαλεί την ενδοξότητά σου να μη τον περιφρονήσης δια τον πτωχεύσαντα δι’ ημάς τους αμαρτωλούς Χριστόν, αλλά να έλθης εις αυτόν εκεί, διότι έχει λόγον να σου είπη».
Μεταβάς ο δούλος είπε τους λόγους του Οσίου στην κυρία του, η δε είπεν· Άρα γε τί θέλει να μου είπη ο πτωχός εκείνος, ότι ο Θεός το γνωρίζει πως δεν δύναμαι να τον ίδω από την αγριότητα του προσώπου του». Όταν δε ήλθε ο Ευτρόπιος, του είπε την παραγγελία του Οσίου, ότι δηλαδή ζητεί να υπάγη να την ίδη, διότι θέλει να της είπη τι, άλλ’ αυτή φοβείται την αγριότητα του προσώπου του, ο δε Ευτρόπιος της είπεν· «Ύπαγε, ότι, εάν δεν υπάγης, έχεις αμαρτίαν». Ο δε Όσιος, ως ήκουσε εκ του δούλου εκείνου όσα είπεν η μήτηρ του δι’ αυτόν, τον στέλλει πάλιν εκ δευτέρου και του λέγει· «Ύπαγε πάλιν εις αυτήν και είπε, ότι μετά τρεις ημέρας αποθνήσκω, και εάν δεν έλθη, ύστερον θέλει μετανοήσει πολύ». Ως δε ήκουσε η Θεοδώρα, ότι μέλλει να αποθάνη, είπε προς τον δούλο εκείνον· «Ύπαγε πάρε και άλλους δύο δούλους, εγείρατε αυτόν και φέρετε εδώ». Έδωσε δε εις αυτόν και εν σινδόνιο να σκεπάσουν το σώμα του για να μη τον βλέπη. Επήγαν λοιπόν οι δούλοι και τον έφεραν έμπροσθέν της, χωρίς να γνωρίζη ότι αυτός ήτο ο περιπόθητος υιός της Ιωάννης, δια τον οποίο νυχθημερό έκλαιεν. Ο δε Όσιος είπε προς αυτήν· «Σήμερον επληρώθηκε ο Εύαγγελικός λόγος ο λέγων· «Εφ’ όσον εποιήσατε ένι τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Λοιπόν τη δεξίωσιν και την ελεημοσύνη, την οποίαν εκάμετε εις εμέ τον πτωχόν και ξένο και ελεεινό, εις τον Χριστόν την εκάματε, και αυτός θέλει πληρώσει τον μισθό σας. Αλλ’ όμως τώρα, παρακαλώ σε, να μοι κάμης και αυτό το οποίο θέλω σού είπει, πλην πρώτον να με βεβαιώσης μεθ’ όρκου ότι δεν θα παραβής τον λόγον μου και τότε θα σού το είπω».
Η δε μήτηρ του έκαμεν όρκον προς αυτόν, ό,τι και εάν της είπη, να μη παρακούση. Τότε είπεν ο Όσιος· «Πρόσεχε, κυρία μου, ίνα, όταν αποθάνω, να μη μου εκβάλης αυτά τα φορέματα όπου φορώ, ούτε άλλο ιμάτιο να μου βάλης, ούτε εις άλλο τόπο να με θάψης, αλλά στην καλύβην αυτήν, ίνα εκεί όπου ευρισκόμην ζων, να ευρίσκωμαι και μετά θάνατο, διότι εις αυτήν την καλύβην ενίκησα τον πονηρό διάβολον». Λέγων δε ταύτα τα λόγια της είπε· «Αν και πτωχός είμαι, πλην όμως έχω ένα τίμιο και πολυτελές δώρο να σού χαρίσω για την καλωσύνη την οποίαν μου εκάματε». Τότε βγάζει από τον κόλπο του το θείον και Ιερό Ευαγγέλιο και της το δίδει λέγων· «Δέξου τούτο το μέγα χάρισμα και είθε να γίνη τούτο αγάπη καθαρά και στερεά, χαρά και αγαλλίαση πνευματική, σού και του ανδρός σου». Αφού είπε ταύτα, ο μεν Όσιος επανήλλθε στην καλύβην του, η δε μήτηρ του, λαβούσα το Ευαγγέλιο και βλέπουσα αυτό άνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, ότι ήτο παρόμοιο του Ευαγγελίου το οποίο έκαμε του υιού της Ιωάννου, παρευθύς ετρώθηκε η καρδία της και σπεύσασα το δεικνύει του ανδρός της, λέγουσα εις αυτόν «Κύριέ μου, δεν είναι τούτο το Ευαγγέλιο το οποίο εδώσαμε του υιού μας Ιωάννου;» Ο δε Ευτρόπιος είπε· «Ναι, κυρία μου, τη αληθεία εκείνου ομοιάζει». Έστειλε όθεν αμέσως και έφερε τον γραφέα και τον χρυσοχόον και έδειξε τούτο εις αυτούς. Αυτοί δε εβεβαίωσαν ότι πραγματικά αυτό είναι. Ως το ήκουσε η μήτηρ του Οσίου ήρχισε να κλαίη, ο δε Ευτρόπιος είπε προς αυτήν «Ας υπάγουμε, κυρία μου, να τον βάλουμε εις όρκον να μας είπη που το εύρε, και ίσως αυτός γνωρίζει που είναι ο υιός μας».
Τότε ήλθον εις αυτόν και του λέγουν «Αδελφέ και άνθρωπε του Θεού, σε ορκίζουμε εις τον Τρισυπόστατο Θεόν του ουρανού και της γης, να μη μας κρύψης την αλήθεια, αλλά να μας ομολογήσης που εύρες αυτό το Ευαγγέλιο, διότι αυτό το εδώσαμε ενός υιού μας ονόματι Ιωάννου, και από τότε δεν είδαμεν ούτε ηκούσαμέν τι περί εκείνου. Επειδή δε το Ευαγγέλιο ευρέθη εις τας χείρας σου, θα γνωρίζης δια τον υιό μας τον περιπόθητο Ιωάννην». Και λέγοντες ταύτα έκλαιον. Ότε δε ο Ιωάννης είδε τον πατέρα του και τη μητέρα του κλαίοντας και γνωρίζων ότι ήτο η τελευταία του ώρα, δεν ηδυνήθη πλέον να υπομένη και μετά βίας δυνηθείς να λαλήση από τους θρήνους, είπεν ενώπιο πάντων μετά δακρύων «Εγώ είμαι ο υιός σας Ιωάννης και αυτό είναι το Ευαγγέλιο, το οποίο σας εζήτησα και μου εκάματε και επόθησα αυτό και εβάστασα τον ζυγόν αυτού». Διηγήθη δε τότε πάντα καταλεπτώς περί των εκατό φλωρίων, τα οποία τους εζήτησε για να φιλεύση τους συμμαθητές του, και περί του υπηρέτου, τον οποίο του έδωσαν να τον φυλάττη και όλα τα άλλα όσα συνέβησαν. Ταύτα ακούσαντες οι γεννήτορες είδον ακριβώς αυτού τους χαρακτήρας της όψης και γνωρίσαντες από τα σημεία, από την φωνή και άλλα παρόμοια, ότι αυτός ήτο κατά αλήθεια, έμειναν άφωνοι ώραν αρκετή, ώσπερ να έβλεπαν έκστασιν. Αφού δε συνήλθαν δεν εγνώριζον τι να πράξουν πρότερον: Να ευφρανθούν για την εύρεση του υιού των ή να θρηνήσουν αυτού το θάνατο.
Εναγκαλισθέντες τότε αυτόν έκλαιον και ωδύροντο σφοδρώς λέγοντες. «Ω περιπόθητο τέκνο και πολυώδυνο! ω λύπη στην οποία εβύθισας σήμερον την ψυχή μας! ω πόσον περισσότερο επλήγωσες την καρδία μας τώρα, ότε σε εύρουμε, παρά ότε μας έφυγες πρότερο! Ότι τότε μας έδιδε θάρρος κάποια ελπίς της επανόδου σου, ήτις εγλύκαινε της λύπης την πικρία και τη σφοδρότητα. Αλλά τώρα μας επήρες και αυτήν αυτή των ελπίδων παραμυθία και έστρεψας εις θλίψη την ολίγην παρηγοριάν μας. Κάλλιον να ήθελες τελευτήσει με σιωπήν, καθώς δεν μας το ομολόγησες ζώντος σου, ότι τότε δεν έκαμνες την πληγή πλατυτέραν και το πάθος δριμύτερο. Ω εύρεση δυσχερεστέρα της απώλειας! Ω όψη ποθουμένη, η οποία ελύπησας τόσον τους σε ποθήσαντας! Έπρεπε να φανερωθής, όταν ήλθες, τότε ότε είχομεν καιρό να χαρούμε και να ευφρανθούμε τη σην επάνοδον, παρά να τελευτήσης ούτω κρυφίως και να μη σε γνωρίσουμε. Αλλά τώρα αγνοούμε, τι να τελέσουμε οι τάλανες πρότερο την εύρεση να εορτάσουμε ή τον θάνατό σου να κλαύσουμε; Ω δυστυχέστατοι πάντων ημείς! Τον είχομεν εις τας χείρας μας, και εδιώκαμεν εκείνο, τον οποίο εζητούσαμε εις όλο τον κόσμο με τόσην ακρίβεια. Ω κύκλος αστέρων! Ω εκλαμπρότατε ήλιε! Τι φοβερό θέαμα βλέπετε! Πόσοι στεναγμοί και πηγές δακρύων να φθάσουν εις τοιούτον σκληρότατο πάθος; Τις λίθος ή σίδηρος ή ποία άλλη φύση ισχυροτέρα δύναται να βαστάση τοιούτον ανυπόφορο κακό;» Αυτά και έτερα όμοια έλεγον οι γονείς ώρας τέσσαρας, και εξαιρέτως η δυστυχής και πολυώδυνος μήτηρ, ήτις ενθυμωνόμενη το ακαταλόγιστο μίσος και την καταφρόνηση, την οποίαν του έκαμεν, ως άνωθεν είρηται, εθρήνει τότε ελεεινά και απαρηγόρητα ανασπώσα τας τρίχας της κεφαλής της και το στήθος και το πρόσωπο τύπτουσα.
Το γεγονός τούτο διεδόθη αστραπιαίως εις ολόκληρο την Κωνσταντινούπολη και πάντες συμμετείχαν της θλίψης και της χαράς των γεννητόρων. Συνεθρήνουν μεν εις τον πόνο των γεννητόρων και μετά τούτων συνέπασχαν κατά δε την ψυχή ηγάλλοντο εκπληττόμενοι για την τοσαύτην υπομονή του Οσίου την απαράμιλλο και αμίμητο. Ο δε Άγιος είπεν «Εγώ ακούω την υμνωδία των Αγγέλων και χαίρομαι, διότι ελευθερώνομαι από τον μάταιο και φθαρτόν τούτον βίο, για να υπάγω εις τον τόπο τον οποίο ο Χριστός μοι ητοίμασε για την άκραν του αγαθότητα. Μόνο ακούσατε, πάτερ μου και γλυκυτάτη του μήτερ, φθάνουν τα δάκρυά σας, διότι έφθασε ο καιρός της εξόδου μου. Και όπως σας προείπα, προσέξετε να μη μου βγάλετε αυτά τα ενδύματα, αλλά με αυτά να με κηδεύσητε, και εις αυτόν τον τόπο να με θάψητε». Τότε εσήκωσε τας χείρας προς τον ουρανό και προσηύξατο λέγων «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο κλίνας τους ουρανούς και καταβάς στη γην και γενόμενος τέλειος άνθρωπος για να μας ελευθερώσης από τας χείρας του διαβόλου, ευχαριστώ το Όνομά σου το Άγιο, το οποίο με εδυνάμωσε να νικήσω τον πονηρό διάβολο. Δέομαι σου, επάκουσόν μου και στην ώρα ταυτή, δος παρηγοριάν εις τους γονείς μου, δίδαξαν αυτούς τον λόγον της σης αληθείας και τον περιεστώτα λαόν ευλόγησον, και δος αυτοίς τα προς σωτηρία αιτήματα, αξίωσον αυτούς της ουρανίου σου Βασιλείας, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Και μετά το Αμήν παρέδωκε την αγία αυτού ψυχή εις χείρας του Θεού.
Η δε μήτηρ του, νικηθείσα από την αγάπη αυτού, εξέχασε την παραγγελία και τον όρκον και εκδύσασα αυτόν τον ενέδυσε ιμάτια λαμπρά και χρυσοΰφαντα. Αλλ’ ω του θαύματος! Ω του θερμού προς Χριστόν έρωτος! Ότι και αυτά των άθλων τα σύμβολα ωρέγετο ο Ασκητής και τα είχε ποθεινότερα παρά της μητρός τα πολύτιμα. Ευθύς εγένετο σεισμός μέγας και βροντή και ηκούσθη φωνή λέγουσα· «Βάλε τα ενδύματά του, τα οποία έβγαλες, για να μη παιδευθής μεγάλως». Ομού δε με την φωνή η μήτηρ του Αγίου έμεινε παράλυτος και άφωνος ώραν πολλή και εσυγχίσθη ο νους της. Ο δε πατήρ, βλέπων αυτήν παραλελυμένη και όλως ακίνητο, ενεθυμήθη την εντολή του παιδός και ευθύς προσέταξε και τον ενέδυσαν και πάλιν με τα ξεσχισμένα παλαιόρρασα και εθεραπεύθηκε η μήτηρ. Και ο παις γονέων σωφρονιστής εδείκνυτο, φανερώνοντας του Θεού, ότι όχι μόνο οι παίδες είναι υποχρεωμένοι να φυλάττουν τας εντολάς των γονέων, αλλά και αυτοί των παίδων, όταν είναι κατά Θεόν η αίτησις.
Την ώραν δε εκείνη κατά την οποία παρέδωκε την αγία αυτού ψυχή ο Άγιος, έγιναν πολλά και άπειρα θαύματα· τυφλοί ανέβλεψαν, χωλοί επεριπάτησαν, και άλλαι πολλαί ιάσεις εγένονταν την ημέραν εκείνη. Και τότε συνήχθη άπασα η πόλις και ο βασιλέας και όλη η σύγκλητος με το Πατριάρχου και των Κληρικών και ενεταφίασαν αυτόν στην καλύβην, καθώς ο ίδιος παρήγγειλε, μετά μεγάλης τιμής και ευλαβείας. Οι δε γονείς αυτού εξώδευσαν χρήματα πολλά και έκτισαν ιερό Ναόν στην καλύβην και καθιέρωσαν εις αυτό τα ήμιση των πραγμάτων τους, τα δε επίλοιπα διεμοίρασαν εις τους πτωχούς, για να είναι και το δένδρο παρόμοιο με τον καρπόν. Καλώς δε και εναρέτως βιώσαντες και αυτοί απήλθον εις Βασιλείαν την Ουράνιον να συνευφραίνωνται αιωνίως με το Πανοσίου και αγαπητού υιού αυτών και πάντων των Αγίων, δοξάζοντες Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα το Άγιον, την εν Μονάδι Τριάδα και εν Τριάδι Μονάδα, η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνηση εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ἐκ βρέφους τόν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τόν κόσμον κατέλιπες, καί τά ἐν κόσμῳ τερπνά, καί ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τήν καλύβην, πρό πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τῶν δαιμόνων, τάς ἐνέδρας παμμάκαρ· διό σε Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασεν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν Χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τόν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καί τό Εὐαγγέλιον ἐν χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Χριστῷ τῷ Θεῷ Ἰωάννη , πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΜΟΣ Α’
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Όσιος Πορφύριος:
”Ήθελα να ζήσω, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης που αγάπησα”
«Στην Εύβοια υπάρχει ένα χωριό, ο Άγιος Ιωάννης· απ’ αυτό το χωριό κατάγομαι.
Οι γονείς μου ήταν φτωχοί, γι’ αυτό ο πατέρας μου έφυγε απ’ το χωριό και πήγε στην Αμερική. Εκεί δούλευε ως εργάτης στη διώρυγα του Παναμά.
Εμείς τα παιδιά στο χωριό, από μικρά που ήμασταν κάναμε δουλειές. Ποτίζαμε τον κήπο, τα δέντρα, φέρναμε τα ζώα, τρέχαμε παντού, όπου μας λέγανε οι μεγάλοι. Εγώ μικρός έβοσκα τα ζώα στο βουνό. Ήμουνα κουτός και ντροπαλός.
Στο σχολείο πήγα μια μόνο τάξη και σχεδόν δεν μάθαμε τίποτα, γιατί ο δάσκαλος ήταν άρρωστος. Εκεί που φύλαγα τα πρόβατα, διάβαζα συλλαβιστά το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου κι από κει μου ήρθε ο ζήλος να φύγω και να γίνω μοναχός. Χωρίς να ξέρω τίποτα. Ούτε μοναχό είχα δει, ούτε μοναστήρι. Τίποτα.»
«Μια μέρα ήλθαν στο μπακάλικο που δούλευα δυο γέροι. Μου ζήτησαν δυο σαρδέλες και μισή οκά κρασί. Αμέσως τους τα πήγα. Σε μια στιγμή λέει ο ένας απ’ τους δυο γέρους:
› Πού να δεις το κρασί που ήπια στο Άγιον Όρος!
› Πήγες στο Άγιον Όρος; τον ρωτάει ο άλλος.
› Ναι, έφυγα μια φορά απ’ την πατρίδα μου, απ’ τη Μυτιλήνη, απ’ την Καλλονή κι επήγα στο Άγιον Όρος. Κι επίναμε εκεί και κρασί μονοξυλίτικο. Τι κρασί ήταν αυτό!
Τον ξαναρωτάει ο άλλος:
› Πήγες ν’ ασκητέψεις;
› Ναι, ήθελα να γίνω καλόγερος, αλλά δεν μπόρεσα, δεν άντεξα. Πόσο μετάνιωσα που δεν έμεινα εκεί!
Εγώ τ’ άκουγα με προσοχή, γιατί πριν από καιρό είχαν περάσει κάποιοι μοναχοί και μοιράζανε φυλλάδια. Ένα απ’ αυτά έγραφε για τη ζωή του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, που την είχα διαβάσει συλλαβίζοντας, όταν έβοσκα τα πρόβατα στο χωριό μου, όπως σας είπα.
Την είχα διαβάσει και πάλι στη σοφίτα με τη βοήθεια ενός κλεπτοφάναρου με δυσκολία, γιατί δεν ήξερα πολλά γράμματα. Τόσο μ’ ενθουσίασε η ζωή του Αγίου, που ήθελα να τον μιμηθώ· αλλ’ όμως για το Άγιον Όρος δεν ήξερα τίποτα. Σε λίγο φύγανε οι γέροι, αλλ’ εμένανε το μυαλό μου εκεί.
Μου ήλθε ένας ζήλος από εκείνη τη στιγμή να πάω κι εγώ εκεί που έλεγε αυτός. Μου κόλλησε στο νου ότι θα μπορούσα να πραγματοποιήσω τ’ όνειρό μου, να μιμηθώ τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη. Μου έγινε πόθος διακαής.
Πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουνα –δώδεκα-δεκαπέντε χρόνων, δεν θυμάμαι ακριβώς καλά– και, θέλοντας να τον μιμηθώ, με πολύν αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους.
Το απόγευμα που θα έφευγα για το Άγιον Όρος, άρχισαν να έρχονται και να μπαίνουν στο καράβι καλόγεροι. Τους εκοίταζα με θαυμασμό. Πρώτη φορά έβλεπα μοναχούς με τα ράσα.
Εγώ ήμουνα στη σκάλα. Εκεί που ήμουνα, τους έβλεπα όλους που περνούσαν. Σε μια στιγμή ανέβηκε ένας ψηλός γέρος, σεβάσμιος, με μακριά γενειάδα, φορτωμένος με τα δισάκια του. Με πλησίασε. Κάθισε σ’ έναν πάγκο και μου είπε να καθίσω κι εγώ.
› Πού πας, παιδί μου; μου λέγει.
› Πάω στο Άγιον Όρος, του απάντησα.
› Και τι πάεις να κάνεις εκεί;
Εγώ του έκρυψα την αλήθεια και του λέγω:
› Πάω να δουλέψω.
› Έλα στα Καυσοκαλύβια, μου λέει. Εκεί μένω με τον αδελφό μου σ’ ένα καλύβι στην έρημο. Έλα, παιδί μου, εκεί, να δοξάζομε όλοι μαζί τον Χριστό μας. Τι βιβλία διαβάζεις, παιδί μου; με ρώτησε.
› Την επιστολή του Χριστού, την επιστολή της Παναγίας, το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου. Δεν ξέρω πολλά γράμματα.»…
«Πολλοί στο Άγιον Όρος ζήσανε μυστικά. Πεθάνανε χωρίς κανείς να τους γνωρίζει. Κι εγώ ήθελα να ζήσω έτσι μυστικά. Ούτε ιεροκήρυκας ήθελα να γίνω, ούτε κάτι άλλο. Ούτε είχα ποτέ σκεφθεί να βγω έξω απ’ το Άγιον Όρος. Παιδάκι μικρό σε τέλεια ερημιά! Για να καταλάβω το έρημον και το αβοήθητον, ανέβαινα στο βουνό, έμενα ώρες εκεί κι ήθελα να ζω σαν ερημίτης. Έβρισκα αγριάδες και τις έτρωγα. Το έκανα για άσκηση.
Ήθελα να ζήσω μόνος μου, όπως ο άγιος που αγάπησα από μικρούλης, ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης. Αυτός είναι ο αγαπητός μου άγιος. Αυτόν εγώ μιμήθηκα. Μου έκανε εντύπωση πώς άντεξε να μείνει εκεί, κοντά στους γονείς του, κι έστησε την καλύβα του δίπλα τους χωρίς να αποκαλυφθεί και τους ενίσχυε συνεχώς: “Ἔπηξας τὴν καλύβην πρὸ πυλῶν σῶν γονέων”. Έτσι λέει το τροπάριό του:
“Ἐκ βρέφους τὸν Κύριον ἐπιποθήσας θερμῶς, τὸν κόσμον κατέλιπες καὶτὰ ἐν κόσμῳ τερπνὰ καὶ ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τὴν καλύβην πρὸ πυλῶν σῶν γονέων, ἔθραυσας τῶν δαιμόνων τὰς ἐνέδρας, παμμάκαρ· διό σε, Ἰωάννη, Χριστὸς ἀξίως ἐδόξασεν”.
Οι βίοι των αγίων, και πιο πολύ ο βίος του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου μού έκαναν εντύπωση.» «Αυτή η αγάπη προς τον Θεό και αυτός ο έρωτας και αυτός ο ενθουσιασμός σε φέρνει και στο μαρτύριο ακόμη. Σε κάνει να θυσιάζεσαι, να μη λογαριάζεις τίποτα. Να μη φοβάσαι τίποτα. Να φεύγεις μακριά, στα σπήλαια και στις οπές της γης. Αυτή τη θεία τρέλα είχε και ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης, ο Άγιος που μ’ ενέπνευσε…»