Μιχάλης Μαυροφοράκης
Ανάσταση Νεκρών
Ανάσταση δικαίων και αδίκων χωρίς εξαίρεση
Η Χριστιανική κλήση και η ανάσταση των νεκρών
Αγαπητοί ακροατές χαίρετε!
Στα πλαίσια της μελέτης μας περί της χριστιανικής κλίσεως, θα ήταν παράλειψη εάν δεν μελετούσαμε και το ζήτημα της αναστάσεως. Έτσι λοιπόν, με αυτό το θέμα θα ασχοληθούμε σήμερα και επομένως ο τίτλος της σημερινής εκπομπής είναι: “Η Χριστιανική κλήση και η ανάσταση των νεκρών”.
Κακόδοξες θεωρίες για την ανάσταση τών νεκρών
Ίσως πολλοί να αναρωτηθείτε τι σχέση έχει η χριστιανική κλήση με την ανάσταση των νεκρών;
Σε απάντηση αυτού του ερωτήματος θέλουμε να σας υπενθυμίσουμε ότι μία μερίδα αιρετικών και συγκεκριμένα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ισχυριζόμενοι ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές μεταξύ τους Χριστιανικές κλίσεις, υποστηρίζουν και κηρύττουν ότι οι ολίγοι και εκλεκτοί, (δηλαδή 144.000), ανίστανται με άυλα πνευματικά σώματα, και έχουν ουράνια ελπίδα, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητος, θα αναστηθούν με αυτά τα φθαρτά σώματα που είχαν προ του θανάτου τους, υποκείμενοι στις ίδιες φυσικές ανάγκες και στους ίδιους φυσικούς περιορισμούς για να ζήσουν επάνω στον πλανήτη γη που βλέπουμε σήμερα.
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι οι δύο διαφορετικές χριστιανικές κλήσεις που παραδέχονται οι αιρετικοί, αναπόφευκτα συνεπάγονται και δύο διαφορετικού τύπου αναστάσεις: Μία ανάσταση άυλων πνευματικών σωμάτων και μία ανάσταση φθαρτών, χωμάτινων σωμάτων, που δεν διαφέρουν καθόλου ως προς τις φυσικές ιδιότητες από τα σημερινά.
Με αφορμή όμως αυτή τη συγκεκριμένη κακοδοξία, θα μας δοθεί η ευκαιρία να επεκταθούμε περισσότερο σε αυτό το τόσο ενδιαφέρον ζήτημα της αναστάσεως των νεκρών, μια και αποτελεί βασικό στοιχείο της χριστιανικής πίστεως και ελπίδας και μέρος του χριστιανικού ευαγγελίου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή:
“Εάν ανάστασις νεκρών δεν είναι, ουδ’ ο Χριστός ανέστη. Και αν ο Χριστός δεν ανέστη, μάταιον άρα είναι το κήρυγμα ημών, ματαία δε και η πίστη σας”.
Και στη συνέχεια αναφέρει: “Εάν εν ταύτη τη ζωή μόνον ελπίζωμεν εις τον Χριστόν, είμεθα ελεεινότεροι πάντων τών ανθρώπων” (Α΄ Κορίνθιους ιε: 13,14 και 19).
Στην ανάσταση λοιπόν στηρίζεται ολόκληρη η πίστις μας, διότι αν δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών, άρα ούτε και ο Χριστός αναστήθηκε, ούτε και ενσαρκώθηκε, και έτσι χάνεται τελείως και σβήνει όλη η πίστις τών Χριστιανών. Αυτό όμως το τόσο σημαντικό και θεμελιώδες δόγμα, το δόγμα δηλαδή της αναστάσεως, επειδή φαίνεται αδύνατο πολλές φορές και επομένως απραγματοποίητο στα μάτια τών ολιγοπίστων, και όσων πολυπραγμονούν και στοχάζονται για το τι ο Θεός μπορεί να κάνει, γι’ αυτό και αμφισβητήθηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ήδη από την εποχή των Αποστόλων. Έτσι έχουμε το γνωστό πρόβλημα των Χριστιανών της Εκκλησίας της Κορίνθου οι οποίοι ενώ εδέχοντο τα υπόλοιπα δόγματα της πίστεως, εν τούτοις αδυνατούσαν να πιστέψουν και στο δόγμα της αναστάσεως, επειδή τους φαινόταν αδύνατη η ανάσταση των νεκρών.
Προκειμένου λοιπόν να τους στηρίξει σ’ αυτό το ζήτημα ο Απόστολος Παύλος, αφιερώνει το δέκατο πέμπτο κεφάλαιο της πρώτης προς Κορινθίους Επιστολής. Παράλληλα παρατηρούμε ότι επειδή ολόκληρη η ελπίδα των Χριστιανών στηρίζεται πάνω στην ανάσταση των νεκρών, γι’ αυτό ακριβώς ο διάβολος εκίνησε πάρα πολλούς εναντίον της. Αυτοί, άλλοτε μεν την αναιρούσαν παντελώς και δεν την παραδέχονταν καθόλου, και άλλοτε έλεγαν ότι η ανάστασις ήδη έγινε, όπως ο Υμέναιος και ο Φιλητός. Γι’ αυτούς τους τελευταίους, ο Απόστολος Παύλος έγραφε ότι: “απεπλανήθησαν από της αλήθειας, λέγοντες ότι έγινεν ήδη η ανάστασις”. (Β΄ Τιμόθεον β: 17).
Άλλοι πάλι έλεγαν ότι το σώμα δεν ανασταίνεται, αλλά ο καθαρμός της ψυχής, αυτό είναι η ανάστασις.
Βέβαια αυτός ο κατάλογος έχει γίνει αρκετά μακρύς στις μέρες μας και συμπεριλαμβάνει πολλές παράδοξες και περίεργες φιλοσοφικο-θρησκευτικές θεωρίσεις. Εμείς βέβαια δεν πρόκειται να ασχοληθούμε λεπτομερώς με την κάθε μία ξεχωριστά αλλά θα θίξουμε τις πιο αντιπροσωπευτικές από αυτές, που χονδρικά μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
1η: Η πλήρης αναίρεση τής αναστάσεως, δηλαδή η άποψις ότι δεν θα υπάρξει ανάστασις. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται και η θεωρία της μετεμψυχώσεως, ή καλύτερα της μετενσαρκώσεως των ψυχών.
2η: Η απόρριψη της ανάστασης των ανθρώπινων σωμάτων εξαιτίας της εσφαλμένης αντίληψης ότι το σώμα αποτελεί κατώτερο στοιχείο και επομένως δέσμευση και φυλακή της ψυχής. Έτσι προβάλλεται η άποψη ότι η ανάστασις υποδηλώνει την απαλλαγή της ψυχής από το φθαρτό σώμα και την επένδυσή της με υψηλότερες και αξιολογότερες ιδιότητες.
3η: Η αντίληψη ότι η ανάσταση των νεκρών δεν είναι τίποτε άλλο παρά ανάστασις των ίδιων φθαρτών σωμάτων, τα οποία φέρουμε και σήμερα. Δηλαδή μία απλή επανάληψη των αναστάσεων που έκανε ο Χριστός και οι υπόλοιποι άγιοι.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε αυτές τις τρεις μεγάλες κατηγορίες κακοδοξιών γύρω από το ζήτημα της αναστάσεως και να αντιτάξουμε σε αυτές την ορθή και γνήσια διδασκαλία της Εκκλησίας.
Αλλά πριν προχωρήσουμε στην εξέταση της πρώτης κατηγορίας, θέλουμε να επισημάνουμε ότι παραδόξως και περιέργως η αίρεσις των Μαρτύρων του Ιεχωβά έχει καταφέρει να υιοθετήσει (με τον δικό της τρόπο βέβαια), και τις τρεις αυτές κατηγορίες κακοδοξιών.
Η βασική διδασκαλία τους, που δρα σαν συγκολλητική ουσία για τις τρεις αυτές κακοδοξίες, είναι αφενός ότι ο άνθρωπος κατ’ αυτούς δεν αποτελείται από σώμα και ψυχή, αλλά είναι μόνο σώμα, διατηρούμενος στην ζωή από τις εσωτερικές φυσικές του δυνάμεις, και αφετέρου ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές κλήσεις, και επόμενως δύο διαφορετικές κατηγορίες σωζόμενων. Έτσι χονδρικά χωρίζουν τους ανθρώπους σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
Στην πρώτη ανήκουν οι πολύ ασεβείς όπως για παράδειγμα ήταν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι της εποχής του Χριστού, για τους οποίους λέγουν ότι δεν θα υπάρξει καθόλου ανάστασις. Δηλαδή υποστηρίζουν ότι αυτή η κατηγορία ανθρώπων δεν θα αναστηθούν για να κριθούν, όπως σαφώς κηρύττει το ευαγγέλιο, αλλά ότι ο θάνατός τους υπήρξε οριστικός.
Επειδή λοιπόν θεωρούν ότι η ψυχή είναι αυτή καθεαυτή η ζωή των ανθρώπων, και κατά συνέπεια θνητή, κηρύττουν λοιπόν εσφαλμένα γι’ αυτούς τους ασεβείς ότι δεν πρόκειται να τύχουν αναστάσεως προς κρίσιν και καταδίκην αιώνιον, αλλά ο σωματικός τους θάνατος, σήμανε και την οριστική τους ανυπαρξία.
Η πρώτη λοιπόν κακοδοξία, ότι δεν θα υπάρξει καθόλου εκ νεκρών ανάσταση, εφαρμόζεται από τους Μάρτυρες τού Ιεχωβά σε μία κατηγορία ανθρώπων.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά μόνον 144.000 Χριστιανούς και τον Ιησού Χριστό, δηλαδή 144.000 και έναν ακριβώς. Αυτοί κατά τούς Μάρτυρες τού Ιεχωβά είναι οι εκλεκτοί, οι οποίοι καλούνται σε ουράνια υπάρξει ούτως ώστε να αποτελέσουν την παγκόσμια κυβέρνηση τού Μέλλοντος Αιώνος, και να εξουσιάζουν ολόκληρο το σύμπαν, συμπεριλαμβανομένων των αναστημένων ανθρώπων αλλά και αυτών των αγγέλων.
Αυτοί λοιπόν, αποθέτουν οριστικά και αμετάκλητα το ανθρώπινο σώμα τους, που είναι φθαρτό, θνητό και υλικό, και αναλαμβάνουν πνευματικό, δηλαδή τρόπον τινά όμοιο με αυτό των αγγέλων.
Πίσω από αυτή τη θεωρία, υπάρχει συγκεκαλυμμένα πλην σαφώς, η αντίληψη ότι τα ανθρώπινα σώματα (όπως βεβαίως και η υπόλοιπη ορατή δημιουργία), είναι κατώτερου είδους και υποδεέστερη από την πνευματική δημιουργία, και ότι ποτέ, ακόμα και μετά την ανάσταση, δεν μπορεί να λάβει από τον Θεό δόξα και τιμή και νέες ιδιότητες τελειότητος και αφθαρσίας.
Είναι φανερή λοιπόν η αντίληψη που έχουν για τα ανθρώπινα σώματα ότι αυτά αποτελούν ατελείς και κατώτερες κατασκευές, που δεν μπορεί να τις αλλοιώσει ούτε η ανάστασις. Γι’ αυτό και αναγκάζονται τους εκλεκτούς τους να τους απαλλάξουν από τα ανθρώπινα σώματα τους, μετά από την ανάσταση, και να τους προικίσουν με σώματα που θα έχουν πράγματι υψηλότερες ενδοξότερες ιδιότητες, διότι μόνο με τέτοια ανώτερα σώματα θα μπορούν να ικανοποιήσουν τις διοικητικές τους ευθύνες και θα απολαμβάνουν την πλήρη μακαριότητα και την κοινωνία με τον Θεό, που φυσικά θα στερούνται οι υπόλοιποι. Δηλαδή κατά την αντίληψή τους δεν ανασταίνονται ως άνθρωποι.
Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν όλοι όσοι δεν ανήκουν στις δύο προηγούμενες. Δηλαδή η μεγάλη πλειοψηφία του ανθρώπινου γένους. Με άλλα λόγια συμπεριλαμβάνονται όλοι οι άνθρωποι που δεν ήταν ούτε πολύ άδικοι, ούτε και ανήκουν στην τάξη των 144.000 είναι δηλαδή άνθρωποι δίκαιοι και άδικοι όλων των εποχών, όλων των εθνικοτήτων και όλων των θρησκειών, συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανών, των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης και φίλων του Θεού, αλλά ακόμη και αυτών των ακραίων ειδωλολατρών. Αυτοί λοιπόν, (κατά τους Μάρτυρες τού Ιεχωβά πάντοτε), δεν έχουν την τύχη και την τιμή να λάβουν ένδοξο ανάσταση, και έτσι θα αναστηθούν με τα σώματα που είχαν πριν από το θάνατό τους. Δηλαδή τα σώματά τους θα έχουν τις ίδιες ιδιότητες και περιορισμούς που έχουν τα σημερινά ανθρώπινα σώματα. Η μόνη διαφορά, θα είναι ότι θα αναστηθούν σε ηλικία ώριμου ανθρώπου, αρτιμελείς, και ότι δεν θα γερνάνε και δεν θα προσβάλλονται από ασθένειες. Κατά τα άλλα, θα είναι πιστά αντίγραφα των σημερινών. Δηλαδή οι άνθρωποι που θα αναστηθούν με αυτά τα σώματα, θα υπόκεινται στις φυσικές ανάγκες της πείνας, τής δίψας, του ύπνου και τών υπολοίπων σωματικών αναγκών. Ταυτόχρονα θα διέπονται από τους ίδιους φυσικούς περιορισμούς, όπως για παράδειγμα η βραδύτητα στις μετακινήσεις, η αίσθηση τού βάρους, της πιέσεως, του ψύχους, τής θερμότητος, κλπ. Δηλαδή με άλλα λόγια, και πάντοτε σύμφωνα με την αντίληψη των Μαρτύρων του Ιεχωβά, θα έχουν ανάγκη μεταφορικών μέσων, θα ζεσταίνονται ή θα κρυώνουν, και ό,τι άλλο εν πάση περιπτώσει υφιστάμεθα και εμείς ως ατελείς άνθρωποι. Παράλληλα βέβαια, τα σώματά τους θα είναι φθαρτά, ως υποκείμενα στη συνεχή μεταβολή και αλλοίωση των συστατικών τους, και φυσικά θνητά, για να ζήσουν πάνω στη φθαρτή γη. Αυτή θα είναι η μοίρα τών ανθρώπων μετά την ανάσταση κατά τους Μάρτυρες τού Ιεχωβά.
Μάλιστα σημειώνουμε ότι σύμφωνα με την αιρετική αυτή αντίληψη, όσοι δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, θα είναι και οι μόνοι που θα διατηρήσουν την ταυτότητά τους ως άνθρωποι, διότι όσοι αναστηθούν και ανήκουν στην κατηγορία των 144.000, θα έχουν αποβάλλει τις ανθρώπινες ιδιότητές τους, και κυρίως το ανθρώπινο σώμα τους.
Όμως, πριν προχωρήσουμε, θέλουμε να επισημάνουμε την ευκολία με την οποία οι αιρετικοί δεν διστάζουν να πολυπραγμονούν γύρω από το σχέδιο του Θεού, να υπερφαλαγγίζουν τη Θεία αποκάλυψη, όπως εκφράζεται μέσα στην Αγία Γραφή, και ενώ οι ίδιοι στερούνται του Αγίου Πνεύματος και δεν έχουν καμία άμεση αποκάλυψη, (όπως άλλωστε και οι ίδιοι παραδέχονται), δεν διστάζουν να περιγράφουν με λεπτομέρειες και με αισθητές εικόνες, τα όσα ο Θεός άφησε συνεσκιασμένα, και οι Απόστολοι ομολόγησαν, ότι “κατά μέρος γινώσκομεν και κατά μέρος προφητεύομεν”.
Αυτή λοιπόν η τρίτη κατηγορία δεν έχει την τύχη της προηγούμενης, ώστε να ενδοξασθεί, να αφθαρτοποιηθεί, και να κυριεύσει επάνω σε όλη την κτίση, αλλά απλώς ανίσταται με θνητά και φθαρτά ανθρώπινα σώματα, και μπαίνει σε μια νέα περίοδο κρίσης, σε μια νέα περίοδο δοκιμής, που κατά τους Χιλιαστές Μάρτυρες τού Ιεχωβά θα διαρκέσει 1.000 χρόνια.
Παρατηρούμε λοιπόν με θαυμασμό, πώς οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, κατάφεραν να συνυφάνουν και τις τρεις βασικές κακοδοξίες γύρω από την ανάσταση των νεκρών σε μία μόνον θεωρία, και αυτή να υιοθετήσουν, σαν την “περί αναστάσεως” δογματική τους θέση.
Στη συνέχεια θα καταδείξουμε πόσο πολύ είναι αποστασιοποιημένες όλες αυτές οι αντιλήψεις περί αναστάσεως, από την Αγία Γραφή και τη γνήσια και Ορθόδοξη παράδοση της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Η αστήρικτη θεωρία ότι δεν θα αναστηθούν όλοι
Και ας ξεκινήσουμε από την πρώτη κατηγορία κακοδοξιών, που εν ολίγοις απορρίπτει την ανάσταση, ή με άλλα λόγια την αντίληψη ότι οι άνθρωποι δεν θα αναστηθούν.
Από όσα αναφέραμε προηγουμένως είναι σαφές ότι οι υποστηρικτές αυτής της άποψης είναι από τη μία μεριά όλοι όσοι προωθούν φιλοσοφίες και διδασκαλίες σχετικές με την μετενσάρκωση των ψυχών από την άλλη μεριά είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά με την δοξασία τους ότι δεν θα υπάρξει ανάσταση για μία μερίδα ανθρώπων, τους πολύ αδίκους.
Θα ασχοληθούμε λοιπόν με την κάθε μία ομάδα αυτής της κατηγορίας ξεχωριστά, και θα ξεκινήσουμε από την δεύτερη. Δηλαδή από την άποψη των Μαρτύρων Ιεχωβά ότι μια μερίδα ανθρώπων δεν θα αναστηθούν ποτέ.
Κατ’ αρχήν, ας δούμε σε ποια στοιχεία στηρίζουν αυτή τους την άποψη:
Τα επιχειρήματα που παρουσιάζουν για να υποστηρίξουν την κακοδοξία τους, ότι δεν θα υπάρξει ανάσταση για μία μερίδα ανθρώπων, δεν προέρχονται από την Αγία Γραφή αλλά από δικούς τους συλλογισμούς και λογικοφανείς υποθέσεις. Δεν υπάρχει ούτε ένα εδάφιο στη Βίβλο, που να συνηγορεί υπέρ αυτής τους της κακοδοξίας. Απεναντίας υπάρχουν πολλά που σαφώς αναφέρουν το αντίθετο για ανάσταση όλων των ανθρώπων δικαίων και αδίκων. Και μάλιστα ανάσταση τών ανθρώπινων σωμάτων τους με τα οποία εργάσθηκαν είτε το καλό, είτε το κακό επάνω σ’ αυτή τη γη.
Βέβαια τα σώματα αυτά θα έχουν πλέον άλλες ιδιότητες, και κυρίως δεν θα υπόκεινται στη φθορά. Αλλά αυτό θα το δούμε με λεπτομέρειες στη συνέχεια.
Έτσι οι αυτοαποκαλούμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά ξεκινούν και εδώ από μία αιρετική τους άποψη, η οποία δεν υποστηρίζεται πουθενά στην Αγία Γραφή, και στη συνέχεια προσπαθούν με κάθε μέσον κυρίως σοφιστείες και εξωφρενικούς συλλογισμούς, να πείσουν ότι όλα τα εδάφια της Βίβλου που είναι αντίθετα με την θεωρία τους, απλώς υποδηλώνουν κάτι άλλο.
Αγιογραφικές αποδείξεις ότι θα αναστηθούν όλοι ανεξαιρέτως
Ας δούμε όμως μερικά από αυτά εν συντομία, ξεκινώντας από το Ιωάννης ε: 28 και 29, όπου ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός λέει προς τους Ιουδαίους: “Μη θαυμάζετε τούτο, διότι έρχεται ώρα, καθ’ ην πάντες οι εν τοις μνημείοις, θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού, (δηλαδή τού Υιού τού Θεού), και θέλουσιν εξέλθει οι πράξαντες τα αγαθά εις ανάστασιν ζωής, οι δε πράξαντες τα φαύλα εις ανάστασιν κρίσεως”. Το χωρίο αυτό είναι σαφέστατο σχετικά με την ανάσταση που θα γίνει κατά τη δευτέρα παρουσία. Λέει ο Κύριος με σαφήνεια, ότι θα έλθει κάποια ώρα, (υπονοώντας την Δευτέρα Παρουσία), οπότε όλοι οι νεκροί που βρίσκονται στους τάφους, (πάντες οι εν τοις μνημείοις), θα ακούσουν τη φωνή του και θα αναστηθούν. Οι μεν για αιώνια ζωή, οι δε για αιώνια καταδίκη.
Αυτή είναι η αβίαστη και λογική ερμηνεία των λόγων τού Κυρίου. Αλλά επειδή αυτό το χωρίο ελέγχει την άποψη των Μαρτύρων του Ιεχωβά ότι δηλαδή δεν θα γίνει ανάσταση όλων των νεκρών ως αιρετική, για αυτό και μπερδεύουν το κείμενο και με λογικοφανή επιχειρήματα προσπαθούν να πείσουν ότι δεν εννοούσε αυτό ο Κύριος. Έτσι ισχυρίζονται ότι αυτό το χωρίο αναφέρεται, όχι στη Δευτέρα Παρουσία, ούτε στην κατά γράμμα ανάσταση, αλλά στην πνευματική ανάσταση όσων δεχθούν το χριστιανικό κήρυγμα, και το αιτιολογούν βάσει του εδαφίου Ιωάννης ε: 25, όπου πράγματι ο Χριστός αναφέρεται στην Πρώτη Ανάσταση. Ηθελημένα λοιπόν συγχέουν την ανάσταση τών σωμάτων, η οποία θα συμβεί κατά τη Δευτέρα Παρουσία, με την Πρώτη Ανάσταση που αρχίζει κατά το χριστιανικό βάπτισμα και ξεκίνησε μετά την Πρώτη Παρουσία του Κυρίου.
Ας θυμηθούμε όμως ότι μια ανάλογη σύγχυση είχαν και οι γραμματείς και οι φαρισαίοι της εποχής του Χριστού, μη μπορώντας να διακρίνουν την Πρώτη Παρουσία του Κυρίου από την Δεύτερη. Γεγονός που τους οδήγησε στο να τον απορρίψουν και μάλιστα να τον σταυρώσουν. Το εδάφιο είναι σαφέστατο, διότι περιέχει τη φράση: “πάντες οι εν τοις μνημείοις”, δηλαδή “όλοι όσοι βρίσκονται στους τάφους”. Αυτή η φράση αποτελεί τεράστιο πρόβλημα στην ερμηνεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Όπως είναι γνωστό, στην Πρώτη, την πνευματική ανάσταση, κανείς δεν θάβεται σε μνημείο, από το οποίο και εξέρχεται. Μόνο στην ανάσταση των σωμάτων εξέρχεται το σώμα από το μνημείο. Ανάλογο γεγονός συνέβη και μετά την ανάσταση του Κυρίου, όπως διαβάζουμε στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κζ: 52 και 53. “Και τα μνημεία ανεώχθησαν. Και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθησαν, (δηλαδή αναστήθηκαν), και εξελθώντες εκ τών μνημείων, (μετά την έγερσιν αυτού), εισήλθον εις την Αγίαν Πόλιν και εμφάνισαν πολλοίς”.
Δεν θέλουμε να σας κουράσουμε εκθέτοντας και τις υπόλοιπες κακόβουλες προσπάθειες που κάνουν προκειμένου να αλλοιώσουν το νόημα του εδαφίου, και να αποδυναμώσουν την ισχύ που έχει εναντίον των κακοδοξιών τους. Όμως σαν ένα τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα, αναφέρουμε ότι δεν διστάζουν να καταστρατηγούν και την κοινή λογική, και τους κανόνες της γραμματικής, λέγοντας ότι “τα μνημεία που αναφέρει το εδάφιο, δεν είναι οι τάφοι, αλλά η μνήμη του Θεού και επομένως ανίστανται μόνο όσοι βρίσκονται καταγεγραμμένοι στη μνήμη του Θεού. Δεν κάνουμε επ’ αυτού κανένα σχόλιο, αλλά αφήνουμε τα συμπεράσματα εξ ολοκλήρου σ’ εσάς.
Ένα άλλο εδάφιο που μαρτυρεί σαφέστατα για την καθολική ανάσταση όλων των νεκρών, δικαίων και αδίκων προς κρίσιν κατά την Δευτέρα Παρουσία είναι και το Πράξεις κδ: 15 όπου ο απόστολος Παύλος λέει για τον εαυτό του τα εξής: “ελπίδα έχων εις τον Θεόν, την οποίαν και ούτοι προσμένωσι, ότι μέλλει να γίνει ανάστασις νεκρών, δικαίων τε και αδίκων” Το νόημα αυτού τού εδαφίου είναι σαφέστατο. Όχι όμως και για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι προκειμένου να υπερασπίσουν την κακοδοξία τους, διδάσκουν ότι θα γίνει μεν ανάσταση των αδίκων, αλλά όχι των πολύ αδίκων.
Διερωτόμαστε και απορούμε: Πώς άραγε εξάγουν αυτό το συμπέρασμα; Πώς κάνουν αυτή την διάκριση; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Η ερμηνεία είναι τελείως εσφαλμένη, και φυσικά αυθαίρετη, αλλά μόνον αυτή τους βολεύει.
Ας δούμε όμως και μερικά ακόμη χωρία της Αγίας Γραφής που δηλώνουν σαφώς ότι θα γίνει κατά την Δευτέρα Παρουσία ανάσταση όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, όσο πονηροί και άδικοι και αν είναι, ώστε ο καθένας να λάβει σύμφωνα με τα έργα του.
Διαβάζουμε από το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο ιβ: 48, όπου ο Κύριος λέγει: “Ο αθετών εμέ και μη λαμβάνων τα ρήματά μου, έχει τον κρίνοντα αυτόν. Ο λόγος ον ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν, εν τη εσχάτη ημέρα”. Ώστε, όσοι αθετήσουν τον λόγο τού Κυρίου και εναντιωθούν σ’ αυτόν εσκεμμένα, δεν απαλλάσσονται με τον με τον θάνατό τους οδηγούμενοι την ανυπαρξία, αλλά θα εμφανιστούν εμπρός στον Κριτή την Έσχατη Ημέρα, δηλαδή τη Δευτέρα Παρουσία.
Το ίδιο δηλώνεται και στην προς Ρωμαίους επιστολή β: 5-9: “Δια δε την σκληρότητά σου και αμετανόητον καρδία, θησαυρίζεις εις εαυτόν οργήν, εν τη ημέρα τής οργής, και τής αποκαλύψεως τής δικαιοκρισίας τού Θεού. (Δηλαδή κατά τη δευτέρα κρίση που θα γίνει στην δευτέρα παρουσία), όστις θέλει αποδώσει εις έκαστον κατά τα έργα αυτού. Εις μεν τους ζητούντας δι’ υπομονής έργου αγαθού, δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν, ζωήν αιώνιον, εις δε τους φιλονίκους και απειθούντας μεν εις την αλήθειαν, πειθομένους δε εις την αδικίαν, θέλει είσθαι θυμός και οργή, θλίψις και στεναχωρία, επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου, τού εργαζομένου το κακόν”.
Ετσι λοιπόν, κάθε άνθρωπος που εργάζεται το κακό, δεν θα οδηγηθεί απλώς στην ανυπαρξία, όπως κακόδοξα υποστηρίζουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά θα παρευρεθεί στο βήμα του Κριτού κατά την Δευτέρα Παρουσία, για να λάβει τον μισθό των έργων του, δηλαδή την οργή και τον θυμό του Θεού, θλίψη και στενοχώρια. Αυτό μάλιστα είναι και μέρος του χριστιανικού ευαγγελίου, ότι δηλαδή ο Θεός διά του Ιησού Χριστού θα κρίνει τα κρυπτά όλων των ανθρώπων κατά την Δευτέρα Παρουσία, όπως φαίνεται στο εδάφιο 16.
Και αλλού όμως, στην ίδια επιστολή, ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι η μέλλουσα κρίση θα συμπεριλάβει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Και ασφαλώς απ’ αυτήν δεν θα εξαιρεθούν οι πολύ άδικοι, οι οποίοι κατά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά τότε απλώς δεν υπάρχουν. “Πάντες γαρ παραστησόμεθα τω βήματι τού Θεού. Γέγραπται γαρ: Ζω εγώ λέγει Κύριος. Ότι εμοί κάμψει παν γόνυ, και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται τω Θεώ”. (Ρωμαίους ιδ: 10 και 11).
Είναι φανερό ότι ο απόστολος δεν κάνει καμία διάκριση και καμία εξαίρεση, αλλά και ο Κύριος μέσω του προφήτου, μιλά για “παν γόνυ και πάσα γλώσσα”.
Άλλωστε όταν ο ίδιος απόστολος κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Αθηναίους, τους τόνισε το ίδιο πράγμα με άλλα λόγια, λέγοντας: “Τους μεν καιρούς της αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι. Διότι προσδιόρισε ημέραν, εν η μέλλει να κρίνει την οικουμένην” (Πράξεις ιζ: 30 και 31).
Εάν κάποιοι δεν πρόκειται να αναστηθούν για να κριθούν, τότε γιατί λέει ότι θα κρίνει την οικουμένη, και γιατί να τους παροτρύνει εις την μετάνοια, απειλώντας τους με την κρίση της Δευτέρας Παρουσίας, εάν δεν θα υπάρχουν για να την αντιμετωπίσουν; Άραγε εξαιρεί κανέναν ο απόστολος, όταν λέγει στην Β΄ προς Τιμόθεον επιστολή, δ: 1: “διαμαρτύρομαι ενώπιον του Θεού και Χριστού Ιησού, του μέλλοντος κρίνειν ζώντας και νεκρούς”; Υπάρχει άλλη κατηγορία εκτός από τους ζώντες και τους νεκρούς; Πού ομιλεί για τους ασεβείς και πολύ αδίκους, ότι δεν θα κριθούν, αλλά απλώς δεν θα υπάρχουν διότι δεν θα αναστηθούν, όπως κακόδοξα υποστηρίζουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Πουθενά!
Αντίθετα όμως, ο απόστολος Ιωάννης ρητά αναφέρει στην Αποκάλυψη κ: 12 και 13: “Και είδον τους νεκρούς, τους μεγάλους και τους μικρούς, εστώτας ενώπιον του θρόνου, και βιβλία ηνοίχθησαν· και άλλο βιβλίον ηνοίχθη, ό εστι της ζωής· και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών. Και έδωκεν η θάλασσα τους νεκρούς τους εν αυτή, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτοίς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών”.
Είναι σαφές ότι το χωρίο αυτό αναφέρεται στη Δευτέρα Παρουσία, οπότε θα γίνει και η τελική κρίση όλων των ανθρώπων. Βέβαια οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν και σε αυτό το τόσο ξεκάθαρο σημείο αντίθετη άποψη, επειδή γι’ αυτούς δεν συμπίπτει η τελική κρίση με τη Δευτέρα Παρουσία. Είναι αυτό που λέγαμε προηγουμένως, ότι έχουν μπλέξει τις Παρουσίες και τις Κρίσεις και τις Αναστάσεις, και τοποθετούν την τελική κρίση τουλάχιστον 1.000 χρόνια μετά την Δευτέρα Παρουσία, για την οποία μάλιστα υποστηρίζουν ότι έχει ήδη αρχίσει από το 1914.
Διαψεύδοντάς τους λοιπόν για άλλη μία φορά ο απόστολος Ιωάννης στο χωρίο που μόλις διαβάσαμε, λέγει ότι ενόψει της τελικής κρίσης, γίνεται γενική ανάσταση όλων των ανθρώπων. Χαρακτηριστικά λέει ότι “ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους εν εαυτοίς νεκρούς”. Άραγε αφήνει κανένα περιθώριο εδώ ο απόστολος, να υποθέσουμε ότι κάποιοι δεν αναστήθηκαν για να κριθούν; Όλοι λοιπόν κρίνονται και υφίστανται τις συνέπειες των έργων τους. “Και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών”.
Το ίδιο πράγμα φανερώνει με διαφορετική διατύπωση και ο απόστολος Παύλος στην Β΄ προς Κορινθίους επιστολή, ε: 10, όπου λέει: “Τους γαρ πάντας ημάς, φανερωθήναι δει έμπροσθεν τού βήματος του Χριστού, (δηλαδή τού δικαστικού βήματος), ίνα κομίσηται έκαστος, τα δια τού σώματος, προς ά έπαξεν. Είτε αγαθόν είτε φαύλον”.
Ας δούμε όμως και μερικά ακόμη χωρία της Αγίας Γραφής, από τα οποία εξάγεται άμεσα και αβίαστα το συμπέρασμα ότι θα αναστηθούν και θα κριθούν ακόμα και οι πλέον ασεβείς. Και ας ξεκινήσουμε από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη “τον υιό της απωλείας” όπως τον χαρακτήρισε ο ίδιος ο Χριστός, για τον οποίο είπε:
“Ουαί εις τον άνθρωπον εκείνον, δια του οποίου ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδεται. Καλόν ήτο εις τον άνθρωπον εκείνον, αν δεν ήθελε γεννηθεί”. (Ματθαίος κς: 24 και Μάρκος ιδ: 21). Εάν η ανυπαρξία μετά τον θάνατο είναι η μεγαλύτερη και βαρύτερη τιμωρία που μπορεί να υποστεί κάποιος, όπως ισχυρίζονται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, τότε γιατί είπε ο Κύριος για τον Ιούδα ότι θα ήταν καλύτερα να μην είχε γεννηθεί; Ανυπαρξία προ της γεννήσεως, ανυπαρξία και μετά τον θάνατο, κατά τους Μάρτυρες Ιεχωβά. Πώς αιτιολογούν το ότι θα ήταν καλύτερα αν δεν είχε γεννηθεί;
Ένα άλλο παράδειγμα ασεβών, ομοίων με τους γραμματείς και φαρισαίους, είναι και οι κάτοικοι των πόλεων Χοραζίν και Βηθσαϊδάν και Καπερναούμ, όπου ο Κύριος έκανε πολλά θαύματα όπως και ενώπιον τών Φαρισαίων, και όμως αυτοί τον απέρριψαν όπως και οι φαρισαίοι. Για αυτό και ο Κύριος απευθύνεται προς αυτούς με “ουαί”, όπως στην περίπτωση τών γραμματέων και φαρισαίων, και τους λέγει: “Ουαί εις σε Χοραζίν, ουαί εις σε Βηθσαϊδάν, διότι εάν τα θαύματα τα γενόμενα εν ημίν εγίνοντο εν τη Τύρο και Σιδώνη, (ειδωλολατρικές πόλεις), προ πολλού ήθελον μετανοήσει εν σάκκω και σποδώ. Πλην σας λέγω εις την Τύρον και Σιδώνα ελαφροτέρα θέλει είσθαι η τιμωρία εν ημέρα κρίσεως, παρά εις εσάς. Κι εσύ Καπερναούμ, η υψωθήσα έως τού ουρανού, θέλεις καταβιβασθεί έως άδου, διότι εάν τα θαύματα τα γενόμενα εν σοι, εγίνοντο εν Σοδόμοις, ήθελον μείνει μέχρι τής σήμερον. Πλην σας λέγω, ότι εις την γην τών Σοδόμων, ελαφρότερα θέλει είσθαι η τιμωρία εν ημέρα κρίσεως, παρά εις σε. (Ματθαίος ια 21 – 24). Είναι φανερό ότι για να υποστούν τιμωρία οι ασεβείς άνθρωποι αυτών των πόλεων κατά την ημέρα της κρίσεως, πρέπει βεβαίως να αναστηθούν. Επίσης παρατηρούμε ότι η τιμωρία των ασεβών δεν είναι για όλους η ίδια, δηλαδή η ανυπαρξία μετά τον θάνατο, όπως ισχυρίζονται οι αυτοαποκαλούμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά έχει διαβαθμίσεις ανάλογα τής ασεβείας των.
Ας διαβάσουμε όμως ένα άλλο χωρίο από την προς Εβραίους ι: 28 – 31: “Αθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρίς οικτιρμών επί δυσίν ή τρισί μάρτυσιν αποθνήσκει· πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον υιόν του Θεού καταπατήσας και το αίμα της διαθήκης κοινόν ηγησάμενος, εν ω ηγιάσθη, και το Πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας; οίδαμεν γαρ τον ειπόντα· εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος· και πάλιν· Κύριος κρινεί τον λαόν αυτού. Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος”.
Εάν ο θάνατος (που ήταν η εσχάτη τιμωρία κατά τον Μωσαϊκό Νόμο), ήταν η τελική τιμωρία των ασεβών, πώς ο απόστολος λέγει ότι οι ασεβείς θα υποστούν χειρότερη; Πώς ο Κύριος θα κάνει εκδίκηση και ανταπόδοση, αφού οι περισσότεροι από τους ασεβείς δεν θα αναστηθούν, αλλά θα είναι ανύπαρκτοι μετά τον θάνατό τους, όπως κηρύττουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Πότε και πώς θα πέσουν στα χέρια τού Θεού τού ζώντος οι ασεβείς, αφού δεν θα υπάρχουν, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται η εταιρία Σκοπιά;
Οι ίδιες ερωτήσεις μένουν αναπάντητες από τους Μάρτυρες τού Ιεχωβά, και για την προφητεία τού Ενώχ: “Προεφήτευσε δε και τούτοις έβδομος από Αδάμ Ενώχ λέγων· ιδού ήλθε Κύριος εν αγίαις μυριάσιν αυτού, ποιήσαι κρίσιν κατά πάντων και ελέγξαι πάντας τους ασεβείς αυτών περί πάντων των έργων ασεβείας αυτών ων ησέβησαν και περί πάντων των σκληρών ων ελάλησαν κατ’ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς.” (Ιούδας 14 και 15).
Πώς θα κρίνει και θα ελέγξει ο Κύριος ανύπαρκτους ασεβείς; Άραγε μπορούν να δώσουν καμία λογική εξήγηση οι αυτοαποκαλούμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Αλλά όπως διδάσκει η Αγία Γραφή, όχι μόνο θα αναστηθούν οι ασεβείς για να κριθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά ακόμη και οι ασεβείς και απειθήσαντες άγγελοι φυλάσσονται από τον Θεό, για να κριθούν και αυτοί τότε, όπως αναφέρεται στην Β΄ Πέτρου β: 4 “Ο Θεός δεν εφείσθη αγγέλους αμαρτήσαντας, αλλά ρίψας αυτούς εις τον Τάρταρον δεδεμένους με αλύσεις σκότους, παρέδωκεν δια να φυλάττωνται εις κρίσιν.”
Πιστεύουμε ότι τα λίγα χωριά που παραθέσαμε από την Αγία Γραφή (από την πληθώρα αυτών που υπάρχουν), αποδεικνύουν τελεσιδίκως ότι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου οπότε θα γίνει και η τελική κρίση, θα αναστηθούν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, καλοί και κακοί, δίκαιοι και άδικοι, ευσεβείς και ασεβείς, αγαθοί και πονηροί, ούτως ώστε να απολαύσουν δίκαια τους καρπούς των έργων τους: Είτε αιώνια αμοιβή, είτε αιώνια τιμωρία.
Δίκαια λοιπόν είναι πιθανό να αναρωτηθείτε αγαπητοί ακροατές, γιατί ενώ ολόκληρη η Αγία Γραφή είναι τόσο ξεκάθαρη στο ζήτημα αυτό, ωστόσο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά (και βεβαίως και άλλοι αιρετικοί), αρνούνται τόσο επίμονα να το παραδεχτούν, και κηρύττουν ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που δεν θα αναστηθούν ποτέ;
Όσο όμως εύκολη και απλή είναι η αναίρεσις τών κακοδοξιών τους, τόσο περίπλοκη είναι η απάντηση στο ερώτημα αυτό.
Θα επιχειρήσουμε όμως με την βοήθεια των πατέρων της Εκκλησίας, να εξιχνιάσουμε τις αιτίες στην επόμενη εκπομπή, (εάν επιτρέψει ο Κύριος), διότι δυστυχώς ο χρόνος και της σημερινής μας εκπομπής τελειώνει.
Σας ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε, ευχαριστούμε και τον Γιάννη Οδαμπάσογλου που είχε την επιμέλεια του ήχου.
Η καθολικότητα τής αναστάσεως και η αιωνιότητα τής κολάσεως
Η Χριστιανική κλήση και η ανάσταση των νεκρών
Στα πλαίσια της μελέτης μας περί της Χριστιανικής κλήσεως ξεκινήσαμε την προηγούμενη φορά να εξετάζουμε το θεμελιώδες κεφάλαιο της πίστεώς μας που περικλείει την βασική Χριστιανική ελπίδα δηλαδή την ανάσταση των νεκρών. Όπως είναι φυσικό δεν εξαντλήσαμε το ενδιαφέρον και σημαντικό αυτό θέμα στην προηγούμενη εκπομπή κι έτσι θα το συνεχίσουμε με τη βοήθεια του Θεού σήμερα. Επομένως ο τίτλος της σημερινής μας εκπομπής είναι: “Η Χριστιανική κλίσις και η ανάσταση των νεκρών μέρος 2ο”. Πριν όμως προχωρήσουνε στη μελέτη μας, ας μας επιτρέψετε μία πολύ σύντομη αναφορά των όσων ελέχθησαν στο πρώτο μέρος, έτσι ώστε να τα συνδέσουμε με όσα θα αναφέρουμε στη συνέχεια.
Γιατί εξετάζουμε αυτό το ζήτημα;
Η αιτία που εξετάζουμε το ζήτημα της αναστάσεως των νεκρών στα πλαίσια της γενικότερης μελέτης μας περί της Χριστιανικής κλήσεως είναι διπλή. Κατ’ αρχήν, επειδή η ανάστασις είναι κεντρική Χριστιανική ελπίδα και επομένως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Χριστιανικής πίστεως και κλήσεως. Διότι όπως έγραφε ο απόστολος Παύλος στους Χριστιανούς της Κορίνθου, “Εάν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, άρα ούτε και ο Χριστός αναστήθηκε, επομένως καταργείται όλη η ένσαρκος οικονομία, εμείς είμαστε ακόμα πνιγμένοι στις αμαρτίες μας, και τελικώς είμαστε και ελεεινότεροι πάντων των ανθρώπων, διότι ούτε τα παρόντα αγαθά απολαμβάνουμε, ούτε και τα μέλλοντα”. Α΄ Κορινθίους ιε: 13-19.
Η δεύτερη αιτία όμως που εξετάζουμε το ζήτημα της αναστάσεως τώρα, είναι επειδή ο διάβολος υποκίνησε πολλούς εναντίον της, οι οποίοι κατά καιρούς προωθούν διάφορες αιρετικές θεωρίες, και άλλοτε απορρίπτουν τελείως την ανάσταση, και άλλοτε πάλι παραποιούν το περιεχόμενό της.
Οι τρεις ομάδες κακοδοξιών περί τής αναστάσεως
Χωρίσαμε το σύνολο των αιρετικών κακοδοξιών εναντίον της αναστάσεως σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
Η πρώτη που έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό την πλήρη άρνηση της αναστάσεως, δηλαδή που προωθεί την άποψη ότι δεν θα γίνει ανάσταση των νεκρών. Σε αυτή την κατηγορία εντάξαμε και τις αντιλήψεις περί μετεμψύχωσης. Με το συγκεκριμένο αυτό πρόβλημα θα ασχοληθούμε στην επόμενη εκπομπή.
Η δεύτερη κατηγορία χαρακτηρίζεται από την διδασκαλία ότι το ανθρώπινο σώμα είναι ένα κατώτερο συστατικό τού ανθρώπου, και αποτελεί δεσμά και φυλακή της ψυχής. Έτσι κατά την ανάσταση δεν θα αναστηθεί το σώμα, αλλά η ψυχή θα ενδυθεί νέες, τέλειες ιδιότητες.
Η τρίτη κατηγορία, σε αντίθεση με την προηγούμενη, δίνει υπερβολική σημασία στο σώμα του ανθρώπου, και μάλιστα σε αυτό το φθαρτό και θνητό σώμα. Έτσι υποστηρίζουν ότι αυτό το ίδιο σώμα, με τις ίδιες ατελείς ιδιότητες, φυσικές ανάγκες και φυσικούς περιορισμούς, θα είναι εκείνο που θα αναστηθεί.
Ξεκινήσαμε λοιπόν την ανάλυση και αναίρεση αυτών των κακοδοξιών, κάνοντας τη διαπίστωση ότι οι αυτοαποκαλούμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά, έχουν καταφέρει στη θεωρία τους περί Αναστάσεως, να υιοθετήσουν και τις τρεις αυτές κακοδοξίες.
Την πρώτη, ότι δηλαδή δεν θα υπάρχει ανάσταση, την εφαρμόζουν αυθαίρετα σε μία μερίδα ανθρώπων, τους πολύ αδίκους, για τους οποίους λέγουν ότι ο θάνατος τους, σήμανε και την οριστική τους ανυπαρξία, και κατά συνέπεια δεν θα αναστηθούν ποτέ.
Την δεύτερη κακοδοξία, ότι το ανθρώπινο σώμα δεν αξίζει ενδόξου αναστάσεως, ως ατελές και περιοριστικό, την εφαρμόζουν στους εκλεκτούς, δηλαδή στους 144.000 για τους οποίους λένε ότι δεν θα αναστηθούν με τα ανθρώπινα σώματά τους, αλλά με άλλα αγγελικά σώματα, προκειμένου να κυβερνήσουν ολόκληρη την ορατή και αόρατη δημιουργία.
Την τρίτη κακοδοξία, ότι τα σώματα της αναστάσεως θα είναι ίδια με τα ατελή σώματα που τώρα ως φθαρτοί και θνητοί φέρουμε, την εφαρμόζουν στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, που περιλαμβάνει από τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, μέχρι τους αδίκους και ανόμους, και από τους καλύτερους χριστιανούς (που όμως δεν ανήκουν στην τάξη των 144.000), μέχρι τους ειδωλολάτρες και αμαρτωλούς.
Γιατί κάποιοι αμφισβητούν τα περί αναστάσεως δόγματα
Στην προηγούμενη εκπομπή ασχοληθήκαμε με την αναίρεση της πρώτης κατηγορίας, δηλαδή ότι έστω και για μερικούς, δεν θα υπάρξει καθόλου ανάσταση νεκρών. Είδαμε αναλυτικά ότι η άποψη τών αυτοαποκαλουμένων Μαρτύρων του Ιεχωβά, όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από την Αγία Γραφή και βέβαια τη λοιπή Παράδοση της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν υπάρχει κανένα χωρίο της Βίβλου που να υποστηρίζει ότι για μερικούς δεν θα υπάρξει ανάσταση, αλλά αντίθετα ολόκληρη η Αγία Γραφή στο σύνολό της, διδάσκει ότι θα γίνει ανάσταση δικαίων και αδίκων, αγαθών αλλά και πονηρών, έτσι ώστε έκαστος να λάβει κατά τα έργα αυτού, άλλοι αιώνια, και άλλοι αιώνια καταδίκη.
Αφού λοιπόν είδαμε αρκετά χωρία τής Βίβλου, όπου φαίνεται καθαρά και σαφέστατα, ότι θα υπάρξει γενική ανάσταση όλων των ανθρώπων, χωρίς βεβαίως να υπάρχει εξαίρεση για τους πολύ ασεβείς και αδίκους, είχαμε κλείσει την προηγούμενη εκπομπή με ένα ερώτημα στο οποίο δεν προλάβαμε να δώσουμε απάντηση. Το ερώτημα, το οποίο απορρέει λογικά από τη μελέτη που κάναμε, είναι το εξής: Γιατί ενώ η Αγία Γραφή είναι τόσο ξεκάθαρη και σαφής στο ζήτημα αυτό, ότι δηλαδή θα γίνει ανάσταση δικαίων και αδίκων, ανεξαρτήτως τού βαθμού τής αδικίας των, ωστόσο οι αυτοαποκαλούμενοι Μάρτυρες Ιεχωβά, (και μαζί με αυτούς και άλλοι αιρετικοί), αρνούνται τόσο επίμονα να το παραδεχτούν, και κηρύττουν ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που δεν θα αναστηθούν ποτέ;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, σε αντίθεση με την αναίρεση αυτής της εσφαλμένης διδασκαλίας, είναι αρκετά δύσκολη και περίπλοκη. Βέβαια μία πρώτη προσέγγιση στο πρόβλημα είναι αυτή που ταιριάζει σε κάθε κακοδοξία και σε πλάνη που αντιστρατεύεται τις αλήθειες της Χριστιανικής πίστεως. Κάθε πλάνη, προέρχεται από τον εχθρό τού ανθρώπου. Ο απόστολος Ιωάννης, στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, στίχο ιβ: 9, μας δίνει την ταυτότητά του:
“Ο δράκων ο μέγας, ο Όφις ο αρχαίος, ο καλούμενος διάβολος και σατανάς, ο πλανών την οικουμένην όλην”. Ο ίδιος απόστολος και ευαγγέλιό του, στίχο η: 44, μάς δίνει για τον διάβολο μία διαφορετική όψη της προσωπικότητάς του, αναφέροντας τα λόγια του Κυρίου προς τους Ιουδαίους που δεν επίστευαν σ’ Αυτόν: “Σεις είστε εκ πατρός του διαβόλου και τας επιθυμίας του πατρός σας θέλετε να πράττητε. Εκείνος ήτο απ’ αρχής ανθρωποκτόνος και δεν μένει εν τη αλήθεια, διότι αλήθεια δεν υπάρχει εν αυτώ. Όταν λαλεί το ψεύδος, εκ των ιδίων λαλεί. Διότι είναι ψεύστης και ο πατήρ αυτού του ψεύδους”.
Αλλά αν και ο διάβολος είναι ο πατέρας κάθε ψεύδους, και ο υπαίτιος κάθε πλάνης, ωστόσο δεν θα μπορούσε να πλανήσει κανέναν, αν δεν υπήρχε η δική μας συγκατάθεση και έλλειψη της χάρης του Αγίου Πνεύματος, του πνεύματος της αληθείας. Αυτή τη διάσταση μάς τη δίνει η Αγία Γραφή σε πολλά σημεία. Εμείς όμως θα αρκεστούμε λόγω έλλειψης χρόνου σε δύο μόνον.
Το πρώτο βρίσκεται στην Β΄ προς Κορινθίους δ΄ 3 και 4: “Εάν δε και είναι το ευαγγέλιον ημών κεκαλυμμένον, εις τους απολυμένους είναι κεκαλυμμένον, των οποίων, απίστων όντων, (δηλαδή επειδή ήταν άπιστοι), ο θεός του αιώνος τούτου ετύφλωσε τον νουν, δια να μη επιλάμψει εις αυτούς ο φωτισμός του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, όστις είναι εικών του Θεού”.
Ο απόστολος Παύλος λοιπόν, θεωρεί σαν πρωταρχική αιτία της πλάνης και τού σκοτισμού, την απιστία, δηλαδή την ηθελημένη και εκούσια απόφαση των ανθρώπων να αντιταχθούν στο Θεό και να μην πιστέψουν σε Αυτόν. Βλέποντας ο Θεός την διάθεση απιστίας που έχουν, επιτρέπει στον σατανά να πέμψει σ’ αυτούς ενέργεια πλάνης.
Ας το δούμε όμως και στο δεύτερο χωρίο, που βρίσκεται στην Β΄ προς Θεσσαλονικείς επιστολή, β: 9-12, όπου ο απόστολος Παύλος αναφέρεται βέβαια στην εποχή την αμέσως προ της Δευτέρας Παρουσίας, δηλαδή στην εποχή του Αντιχρίστου, αλλά το ίδιο εφαρμόζεται (σε μικρότερη όμως έκταση) σε κάθε εποχή. Διαβάζουμε:
“όστις, (δηλαδή ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απώλειας, με άλλα λόγια ο Αντίχριστος), θέλει ελθεί κατ’ ενέργειαν του σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους και εν πάση απάτη της αδικίας, μεταξύ των απολυμένων. Διότι δεν εδέχθησαν την αγάπην της αληθείας για να σωθώσι. Και διά τούτο θέλει πέμψει επ’ αυτούς ο Θεός ενέργειαν πλάνης, ώστε να πιστεύσωσιν εις το ψεύδος. Διά να κατακριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες εις την αλήθειαν, αλλά ευαρεστηθέντες εις την αδικίαν”.
Αίτια και συνέπειες τής πλάνης τής αιώνιας ανυπαρξίας
Μέχρι στιγμής, διαπιστώσαμε την πλάνη, δηλαδή την άποψη των Μαρτύρων του Ιεχωβά και άλλων αιρετικών ότι μία τουλάχιστον μερίδα ανθρώπων, και μάλιστα οι πολύ ασεβείς και άδικοι, δεν θα αναστηθούν ποτέ, αλλά ο φυσικός τους θάνατος σήμανε και την οριστική τους ανυπαρξία. Διαπιστώσαμε επίσης και ποιος είναι ο κύριος και γενικός υποκινητής αυτής της κακοδοξίας όπως και κάθε πλάνης. Αυτός δεν είναι άλλος από τον διάβολο, που στην Αγία Γραφή χαρακτηρίζεται ως “ο πλανών την οικουμένην όλην”. Ήρθε λοιπόν η ώρα να εξετάσουμε και τον στόχο αυτής της συγκεκριμένης πλάνης, δηλαδή ποια είναι η βαθύτερη σημασία της, και ποιες οι συνέπειές της
Ο Χρυσορήμων πατήρ της Εκκλησίας, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι αυτού του είδους οι απόψεις και οι λογισμοί, ότι δηλαδή δεν πρόκειται να αναστηθούν ορισμένοι προς κρίση, αλλά ότι ο θάνατος απετέλεσε και την τελική τους καταδίκη στην ανυπαρξία, είναι σατανική, και αποτελούν υποβολή του μισοκάλου διαβόλου διότι έχουν σαν αποτέλεσμα να μας καταστήσουν ραθύμους εις τα έργα της αρετής
Η κακοδοξία λοιπόν ότι οι ασεβείς και ακραίοι αμαρτωλοί, δεν πρόκειται να αναστηθούν για να κριθούν και να τιμωρηθούν, καλλιεργεί στην ψυχή την αφοβία, ούτως ώστε να μην οδηγηθούμε στην οδό της αρετής, για να αποφύγουμε τα βάσανα της κολάσεως. Είναι εφεύρημα του πονηρού, για να αμελήσουμε εδώ τη σωτηρία μας, και έτσι να ρίξουμε τους εαυτούς μας στον πυθμένα του Άδου.
Παρατηρούμε ότι ο Κύριος άλλοτε παρότρυνε τους όχλους που άκουγαν τη διδασκαλία του με τα αιώνια αγαθά της βασιλείας των ουρανών, και άλλοτε πάλι τους απειλούσε, σε περίπτωση ανυπακοής και αδιαφορίας, με τις αιώνιες τιμωρίες της κολάσεως. Άραγε οι απειλές αυτές ήταν ψεύτικες και μόνο σκοπό είχαν τον εκφοβισμό του πλήθους; Αλλά αν δεχθούμε κάτι τέτοιο η βλασφημία μας είναι μεγάλη, λέγοντας έμμεσα ότι ο Κύριος, η πηγή της αλήθειας, έγινε διάκονος του ψεύδους.
Η κρίση δεν γίνεται κατά τον θάνατο τού ασεβούς
Αλλά τι θα πούμε; Ότι η αιώνια κόλασις που αναφέρει ο Κύριος είναι η αιώνια ανυπαρξία που ακολουθεί τον θάνατο για ορισμένους; Αυτό είδαμε ξεκάθαρα και σαφέστατα ότι όχι μόνο δεν είναι η διδασκαλία της Αγίας Γραφής, αλλά είναι ολωσδιόλου αντίθετη μ’ αυτήν. Διότι ανεξάρτητα από τα πάμπολλα εδάφια της Αγίας Γραφής, που ορίζουν ρητά το αντίθετο, γεννάται εύλογα και το εξής ερώτημα: Άραγε η τελική κρίση δεν θα γίνει για όλους την ίδια στιγμή; Αλλά για ορισμένους πολύ αδίκους και ασεβείς, η τελική κρίσις λαβαίνει χώρα την ώρα του θανάτου τους;
Οι ίδιοι οι λόγοι του Κυρίου στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο κεφάλαιο κε: 31-46, δίνουν σαφώς αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Εκεί, ο Κύριος λέγει σαφώς ότι “όταν δε έλθει ο Υιός του Ανθρώπου εν τη δόξη αυτού”, (δηλαδή κατά την Δευτέρα του Έλευση στην Δευτέρα Παρουσία), “και πάντες οι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού. Και συναχθήσονται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφορίσει αυτούς απ’ αλλήλων, ώσπερ αφορίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από τών εριφίων και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εξ δεξιών αυτού: “Δεύτε οι ευλογημένοι τού Πατρός μου. Κληρονομήσατε την ητοιμασμένην ημίν βασιλείαν, από καταβολής κόσμου”. Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων: “Πορεύεστε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού”. Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον”.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι η κρίσις δεν γίνεται κατά το θάνατο κάθε ασεβούς, αλλά την ίδια στιγμή για όλο το ανθρώπινο γένος. Και αυτή η στιγμή είναι η Δευτέρα Παρουσία. Τότε, (λέγει), συνάγονται όλοι οι άνθρωποι, πάντα τα έθνη ενώπιον του κριτού, και γίνεται το ξεκαθάρισμα σε πρόβατα και ερίφια. Εάν ασεβείς και άδικοι έχουν οδηγηθεί με τον θάνατό τους στην ανυπαρξία, τότε, ποιοι, αλήθεια, είναι τα ερίφια, οι κατηραμένοι που πορεύονται στο πυρ το αιώνιο, που έχει ετοιμασθεί πρωτίστως και κυρίως για τον διάβολο και τους δαίμονες; Και όταν ο Κύριος αναφέρει ότι “αυτοί απέρχονται εις κόλασιν αιώνιον”, άραγε εννοεί την ανυπαρξία; Ασφαλώς όχι! Βεβαίως εννοεί τον θάνατο, τον πνευματικό θάνατο, επειδή η απομάκρυνση των δημιουργημάτων από τον Δημιουργό, τον δοτήρα της ζωής, επιφέρει τον πνευματικό θάνατο, όπως και η απομάκρυνση από τον Πατέρα τών φώτων, οδηγεί στο σκοτάδι όπου είναι ο κλαυθμός και ο βρυγμός τών οδόντων. Αλλά σίγουρα δεν εννοεί την ανυπαρξία.
Η ανευθυνότητα τής ανυπαρξίας
Αυτή λοιπόν η σατανική διδασκαλία περί της μη υπάρξεως αιωνίου κολάσεως και τιμωρίας, οδηγεί αναπόφευκτα τον άνθρωπο στην ανευθυνότητα και σίγουρα προωθεί και αντιλήψεις και σκέψεις του τύπου: “Αφού η μόνη μου τιμωρία θα είναι η ανυπαρξία μου μετά το θάνατό μου, άρα ας ζήσω αυτή τη ζωή που τη βλέπω, που την κρατώ τώρα στα χέρια μου, όπως την θέλω, και μετά ας πεθάνω. Γιατί να αγωνιστώ και να θλιβώ τώρα για τα μελλοντικά και αβέβαια; Ας επιλέξω αυτή την ζωή και αυτές τις αισθητές απολαύσεις και τα πρόσκαιρα αγαθά. Ας αδικήσω, ας κλέψω, ας σκοτώσω, προκειμένου τώρα να περάσω όσο καλυτέρα μπορώ. Ούτως ή άλλως τιμωρία δεν θα υπάρξει”. Ή (όπως χαρακτηριστικά λέει ο απόστολος Παύλος), “Ει, (δηλαδή εάν) νεκροί ου εγείρονται, φάγομεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν”. (Α΄ προς Κορινθίους ιε: 32).
Τέτοιες λοιπόν τρομερές σκέψεις μπορούν να καλλιεργηθούν κάτω από ένα κλίμα ατιμωρησίας, που οδηγούν κατ’ ευθείαν στην χαύνωση και στην ηθική αναλγησία. Και αυτές είναι μόνο μία μικρή γεύση των ηθικών συνεπειών που ακολουθούν μία τέτοια κακοδοξία. Αλλά ας προχωρήσουμε λίγο περισσότερο στη διερεύνηση των αιτίων που οδήγησαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά αλλά και άλλους αιρετικούς, να υιοθετήσουν μία τέτοια τόσο εσφαλμένη, αντίθετη με την Αγία Γραφή και τη λοιπή Παράδοση της Εκκλησίας μας και ηθικά επιζήμια άποψη.
Αυτοί που συστήνουν τη δική τους “δικαιοσύνη”
Μία βασική αιτία είναι η απιστία όπως είδαμε και στην αρχή. Η απιστία όμως τον Θεόν και τον λόγο του οδηγεί τον άνθρωπο στην αμφισβήτηση των θείων κρίσεων και αποφάσεων, στην περαιτέρω επεξεργασία τους από το πεπερασμένο λογικό του, στο φιλτράρισμά τους από την περιορισμένη και πρωτόγονη αντίληψη περί δικαιοσύνης που ο φυσικός άνθρωπος διαθέτει, και τέλος στην αλλοίωσή τους ώστε να ταιριάζουν με τις απόψεις του. Ο άνθρωπος λοιπόν ο οποίος δεν είναι διατεθειμένος να υποταχθεί στο σαφώς εκπεφρασμένο θέλημα του Θεού, αλλά έχοντας απολυτοποιήσει και σχεδόν θεοποιήσει τις πεπερασμένες του ικανότητες της κρίσεως και της λογικής, δεν ανέχεται δογματισμούς και αυθεντίες κι έτσι δημιουργεί προσωπικές θέσεις και απόψεις.
Βέβαια κάτι τέτοιο συνεπάγεται και την σιωπηρή έκπτωση του ανθρώπου αυτού από το σώμα του εκκλησιαστικού πληρώματος. Το πράγμα όμως συνήθως δεν σταματά εδώ, αλλά προχωρεί με την προσπάθεια που κάνει ο άνθρωπος να ντύσει με θεολογικό επένδυμα την προσωπική του κρίση που είναι αντίθετη με το θείο θέλημα, και να την παρουσιάσει σαν δόγμα της Αγίας Γραφής. Αυτό συμβαίνει κυρίως εξαιτίας της ανάγκης που έχει ο άνθρωπος να καθησυχάσει τη θρησκευτική του συνείδηση, και υποκινείται από την προσωπική του φιλοδοξία και υπερεκτίμηση ενώ βεβαίως έχει σιωπηρό καθοδηγητή το πνεύμα της πλάνης. Όμως τότε ο άνθρωπος αυτός γίνεται αιρετικός, και μάχεται πλέον την αλήθεια του ευαγγελίου, παρασύροντας ίσως και άλλους στον πνευματικό του κατήφορο.
Αυτή όλη τη διαδικασία μας την περιγράφει με πολύ λίγα λόγια ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή κεφάλαιο ι: 2,3, αιτιολογώντας τρόπον τινά, τον πνευματικό κατήφορο των συγχρόνων του ιδεών: “Διότι μαρτυρώ περί αυτών, ότι έχουσι ζήλον Θεού, αλλ’ ουχί κατ’ επίγνωσιν. Επειδή μη γνωρίζοντες την δικαιοσύνην του Θεού και ζητούντες να συστήσσωσι την ίδια αυτών δικαιοσύνη, δεν υπετάχθησαν εις την δικαιοσύνη του Θεού” Ο απόστολος λέγει ότι δυστυχώς τελικά οι Ιουδαίοι δεν υπετάχθησαν στην δικαιοσύνη του Θεού και αυτό είναι φανερό διότι αρνήθηκαν τον Χριστό που είναι η μοναδική οδός δικαιώσεως που παρέχει ο Θεός στον άνθρωπο, όπως αναφέρεται στον επόμενο στίχο.
Αιτίες που οδηγούν σε αιρέσεις
Εύλογα όμως θα ρωτήσει κάποιος: Γιατί δεν υπετάχθησαν οι Ιουδαίοι την δικαιοσύνη του Θεού;
Ο απόστολος μάς αναφέρει δύο αιτίες που έχουν κοινή ρίζα:
Η πρώτη είναι η άγνοια της δικαιοσύνης του Θεού. Όμως πώς είχαν οι Ιουδαίοι άγνοια της δικαιοσύνης του Θεού; Σ’ αυτούς δεν είχε εμπιστευτεί τον νόμο; Σ’ αυτούς δεν είχε στείλει προφήτες; Αυτοί δεν είχαν τα ιερά κείμενα επί τόσα χρόνια;
Η απάντηση είναι ότι πράγματι τα είχαν, αλλά “έκειτο κάλυμμα επί της καρδίας αυτών” όταν διάβαζαν τις Γραφές, όπως μας φανερώνει ο ίδιος απόστολος στην Β Κορίνθιους γ΄ 14, 15 διότι οι Γραφές δεν ερμηνεύονται, ειμί δια Πνεύματος Αγίου, που κατοικεί στους ταπεινούς δούλους του Θεού.
Η δεύτερη και σπουδαιότερη αιτία της ανυποταγής τους στην δικαιοσύνη του Θεού, είναι η επιθυμία τους “να συστήσουν την ιδίαν αυτών δικαιοσύνη”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται. Η υψηλοφροσύνη λοιπόν και η εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και όχι στον Θεό, τους έκανε να μην αποδεχθούν τη δικαιοσύνη του Θεού ως σκάνδαλο, για να φτιάξουν το δικό τους σύστημα δικαιώσεως, νομίζοντας ότι είναι πιο σωστό και πιο πλήρες. Ταυτόχρονα όμως, το έντυναν και με θεολογικό μανδύα και αυτοχαρακτηρίζονταν ως οι αυθεντικοί ερμηνευτές των Γραφών και οι μόνοι εκπρόσωποι του Θεού στη γη.
Οι ίδιες αυτές αιτίες ισχύουν διαχρονικά, και βεβαίως δεν γίνεται εξαίρεση ούτε σήμερα. Έχουμε λοιπόν τους αιρετικούς να πολυπραγμονούν γύρω από τα δόγματα της πίστεως, γύρω από τα ζητήματα της σωτηρίας, και ό,τι τους φαίνεται παράξενο ή ακόμα χειρότερα ακατανόητο, χωρίς πολλούς ενδοιασμούς, το αλλάζουν, και το σερβίρουν σαν την καινούργια αποκάλυψη του Θεού.
Ας δούμε όμως αναλυτικά, πώς οι γενικές παρατηρήσεις που κάναμε βρίσκουν εφαρμογή στο θέμα που εξετάζουμε.
Όπως μέχρι τώρα διαπιστώσαμε, το ζήτημα της καθολικής αναστάσεως των νεκρών και της τελικής κρίσης των ζώντων και των νεκρών, κατά την Δευτέρα Παρουσία, ούτως ώστε έκαστος να λάβει κατά τα έργα του, είναι σαφής, ξεκάθαρη, και ρητή κεντρική διδασκαλία της Αγίας Γραφής, γι’ αυτό και αποτελεί δόγμα της Χριστιανικής Εκκλησίας από πολύ παλιά.
Γιατί μερικοί αρνούνται την αιώνια κόλαση;
Διαβάσαμε την προηγούμενη φορά, την προφητεία τού Ενώχ από την επιστολή του Ιούδα. Αυτό το δόγμα είναι αναπόσπαστο τμήμα της πίστεως των Χριστιανών όλων των αιώνων, όπως η Αγία Γραφή μαρτυρά, αλλά και οι πάμπολλες μαρτυρίες των πατέρων της Εκκλησίας όπως διασώζονται από την Ιερά Παράδοση. Άλλωστε συμπεριλαμβάνεται ρητά και στο Σύμβολο της Πίστεως σε δύο διαφορετικά άρθρα ως εξής: “Και ανελθόντα εις τους ουρανούς, και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς”. Και στο τελευταίο άρθρο δηλώνουμε: “Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του Μέλλοντος Αιώνος”.
Τότε γιατί μια κατηγορία αιρετικών, με αντιπροσωπευτικό δείγμα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την Αγία Γραφή και την Εκκλησία, απορρίπτοντας αλλοιώνοντας αυτό το θεμελιώδες δόγμα; Η απάντήσις είναι ίδια και εδώ όπως και προηγουμένως: “Δεν θέλησαν να υποταχθούν στην δικαιοσύνη του Θεού, αλλά θέλησαν να συστήσουν τη δική τους δικαιοσύνη, η οποία τους φαίνεται πιο λογική και συνεπής από την δικαιοσύνη του Θεού. Πώς δηλαδή;
Σκέφτονται ότι η κόλασις δεν μπορεί να είναι αιώνια τιμωρία, διότι (λένε), αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αγαθότητα του Θεού. Προχωρώντας λίγο περισσότερο αυτή τους την σκέψη, την διανθίζουν με τα ακόλουθα ερωτηματικά: “Είναι ποτέ δυνατόν ο Θεός που είναι γεμάτος αγάπη για τα πλάσματά του, να ανέχεται ορισμένα από αυτά να βασανίζονται οικτρά και ανελέητα, στους ατελεύτητους αιώνες; Πώς, αφού είναι αγαθός και πάνσοφος και παντοδύναμος, θα επιτρέψει την διαιώνιση του κακού σ’ έναν εσχατολογικό δυϊσμό; Επιδοκιμάζει, επικροτεί ή αρέσκεται ο Θεός, στα μετά θάνατον φρικτά κολαστήρια τών αμαρτωλών; Κι αν όχι, τότε γιατί τα επιβάλλει;
Όλες όμως αυτές οι σκέψεις, είναι καθαρά ανθρώπινες και προέρχονται από έναν έντονο θρησκευτικό προβληματισμό. Κι ενώ παρουσιάζουν μια εξωτερική λογικοφάνεια, ωστόσο είναι παραπλανητικές και επικίνδυνες. Είναι παραπλανητικές καταρχήν, διότι θέτουν τα ανθρώπινα κριτήρια, πιο πάνω από τα κριτήρια του δογματικού λόγου της πίστεως.
Όπως είδαμε αναλυτικά στην προηγούμενη εκπομπή αλλά και σήμερα, περί καθολικής αναστάσεως δικαίων και αδίκων, περί τελικής κρίσεως και περί αιωνίου κολάσεως, ομιλεί σαφώς η Εκκλησία η οποία την δογματική της διδασκαλία, την στηρίζει πάντοτε στην αυθεντία των πηγών της θείας αποκαλύψεως. Και αυτό είναι αναμφισβήτητο. Οποιοσδήποτε και αν είναι ο προβληματισμός μας, οποιεσδήποτε και αν είναι οι δυσκολίες που συναντούμε στην κατανόηση του δογματικού λόγου της πίστεως, σε τελευταία ανάλυση τον κύριο λόγο έχει η αυθεντία του Θεού, στην οποία ο άνθρωπος με απλότητα, εμπιστοσύνη και αγάπη, καλείται και πρέπει να συγκατατεθεί. Και αυτό θα το κάνει δια της πίστεως. Όπου υπάρχει δογματική σαφήνεια, δεν χωρεί η έκφραση θεολογικών και φιλοσοφικών απόψεων, που πολλές φορές έρχονται τελικά σε σύγκρουση με τα παραδεδομένα δόγματα της πίστεως.
Ας θυμηθούμε τους Κορινθίους, που επειδή τους φαινόταν λογικά αδύνατη η ανάσταση των νεκρών, είχαν φθάσει στο σημείο να την απορρίπτουν. Αλίμονο αν με τα δικά μας κριτήρια θελήσουμε να σταθμίσουμε τις υπερφυσικές αλήθειες της πίστεως. Τίποτε τότε δεν πρόκειται να μείνει όρθιο από το οικοδόμημα της δογματικής μας πίστεως, διότι το μέτρο της ανθρώπινης λογικής, είναι πολύ μικρό για να μετρήσει, να κατανοήσει και να ερμηνεύσει το βάθος τής υπερφυσικής θείας αλήθειας.
Αυτή κατά κανόνα η απόπειρα, (όπως και προηγουμένως είπαμε), εγέννησε τις αιρέσεις, στη διαδρομή της ιστορικής ζωής της Εκκλησίας. Όμως οι λογικοφανείς αυτές σκέψεις, είναι παραπλανητικές και για έναν ακόμη λόγο. Διότι υπερτονίζουν το γεγονός ότι ο Θεός είναι αγαθός και γεμάτος αγάπη, ενώ παραβλέπουν ότι είναι άγιος και δίκαιος. Ως άγιος αποστρέφεται την αμαρτία, δηλαδή την ελεύθερη παράβαση του νόμου του, και ως δίκαιος επιβραβεύει το αγαθό και τιμωρεί το κακό. Αλήθειες που είναι διάχυτες στις πηγές της θείας αποκαλύψεως.
Εκτός όμως από παραπλανητικές αυτές οι σκέψεις είναι και επικίνδυνες, διότι όπως προηγουμένως με λεπτομέρεια αναφέραμε, μπορεί να έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην ηθική εξέλιξη των ανθρώπων, οδηγώντας τους στην ηθική αναλγησία και χαύνωση, εφ’ όσον προωθούν έναν Θεό αδύναμο να τιμωρήσει το κακό.
Παρ’ όλα αυτά, ας προσπαθήσουμε να δώσουμε ορισμένες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, αν και δεν είναι αναγκαίο, όπως είπαμε.
Συμβιβάζεται η κόλαση με έναν Θεό αγάπης;
Και ας ξεκινήσουμε από το πρώτο ερώτημα που τίθεται, δηλαδή το πώς μπορεί να συμβιβαστεί η αιώνια κόλαση με έναν Θεό αγαθό και γεμάτο αγάπη.
Πράγματι, ο Θεός είναι συγχωρητικός και μακρόθυμος απέναντι σ’ αυτούς που αμαρτάνουν σ’ αυτή τη ζωή επειδή μόνο τώρα υπάρχει καιρός διορθώσεως, ενώ η απόκτηση συγχωρήσεως εκ μέρους του Θεού, εξαρτάται από τη δική μας μετάνοια. Στη ζωή πέραν του τάφου όμως, δεν μπορούμε πλέον να μετανοήσουμε. “Ημάς δει εργάζεσθαι τα έργα τού πεμψαντός με, έως ημέρα εστίν. Έρχεται νυξ, ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι”. Ιωάννης η: 4. Εκεί λοιπόν, ο Θεός δεν θα κρίνει κατά την παντοδυναμία του και αγαθότητά του, αλλά κατά την δικαιοσύνη του, αποδίδοντας στον καθένα κατά τα έργα του. Ματθαίος κε: 35, και ι: 41.
Εάν ο Θεός συγχωρούσε όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων, τι νόημα θα είχε να μας απειλεί και να μας φοβίζει συνεχώς με την φρίκη των αιωνίων βασάνων, εάν αυτά δεν υπήρχαν; Και αν τα απορρίψουμε οδηγούμαστε σε βλασφημία, αποκαλώντας έμμεσα τον Θεό ψεύστη.
Εάν λοιπόν στην Πρώτη Παρουσία μέσω της άφατης κένωσης του Υιού και Λόγου του Θεού, εκφράζεται η βούληση του Θεού να λυτρώσει το απολολώς, να λυτρώσει το αποστατημένο πλάσμα του από το κράτος τής φθοράς και τού αιώνιου πνευματικού θανάτου, και αν στη σταυρική θυσία του Χριστού, στην ταπείνωση, τα πάθη και τη νέκρωση, εκφράζεται η απειρία της θείας αγάπης, στη θέλησή της να σώσει τον άνθρωπο από την αρπάγη της αμαρτίας, στην πράξη της θείας κρίσεως κατά την Δευτέρα Παρουσία θα εκφρασθεί μεγαλόπρεπη η δικαιοσύνη του βασιλέως Χριστού, η οποία με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να παραγνωρίζεται.
Ο Θεός δεν επιθυμεί την κόλαση των όντων. Το κακό δεν επλάσθη από τον Θεό. Έτσι κανένα πλάσμα δεν επλάσθη κακό, αλλά γίνεται καλό ή κακό, σύμφωνα με την προσωπική του ελεύθερη επιλογή. Κι αν προς στιγμήν ξεχάσουμε την δικαιοσύνη του Θεού που απαιτεί την επιβράβευση των δικαίων και την τιμωρία των αμαρτωλών, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι η αμαρτία από μόνη της, επιφέρει στον αμαρτωλό μια αλλοίωση και συσφίγγει γύρω του τον κλοιό του πνευματικού θανάτου, με επακόλουθα την αθλιότητα, την εσωτερική ταραχή, τη δυστυχία και τόσα άλλα.
Εάν λοιπόν ο αμαρτωλός δεν χρησιμοποιήσει σε αυτή τη ζωή το φάρμακο της μετανοίας που μας παρέχεται χάριν του λυτρωτικού έργου του Χριστού, τότε η αλλοίωση της αμαρτίας γίνεται μόνιμη και τον ακολουθεί και μετά θάνατον. Δεν μπορεί πλέον να αφανιστεί αλλά αποτελεί τρόπο ύπαρξης.
Μαρτυρίες τής Αγίας Γραφής για την αιώνια κόλαση
Ας δούμε όμως στο σημείο αυτό εν συντομία, ποια είναι η έννοια της κολάσεως:
Όπως έχουμε επισημάνει πολλές φορές, αποτελεί (μαζί με την έννοια του παραδείσου), μία υπερφυσική θεία αλήθεια, που κινείται αποκλειστικά στον μυστηριακό χώρο της πίστεως, όπου ο νους πέφτει σε εκστατική σιγή, όπου ο λόγος παραμένει άφωνος. Ακόμα όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχει κάποιος εξωτερικός τρόπος για να προσεγγιστεί το ιδεολογικό μυστήριο, και αυτός είναι η αναλογία, ή με άλλα λόγια η παραβολή, η εικόνα, το σύμβολο.
Αυτή τη συμβολική και μεταφορική γλώσσα χρησιμοποιεί η Αγία Γραφή όταν περιγράφει τις ποινές και τα βάσανα της κολάσεως. Έτσι μάς την περιγράφει σαν το πυρ το αιώνιο”, (Ματθαίος κε΄ 46), “εκεί όπου ο σκώληξ ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται”, (Μάρκος θ: 43-49), την “γέενα τού πυρός”, (Ματθαίος ιη: 8,9), “την κάμινον του πυρός”, (Ματθαίος ιγ: 42), “το σκότος το εξώτερον όπου είναι ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων”, (Ματθαίος κε: 30), και πολλά αλλά. Παράλληλα ας θυμηθούμε και την εικόνα που έδωσε ο Κύριος στην παραβολή του Πλούσιου και του Λάζαρου. (Λουκάς ις: 19-31).
Κίνδυνοι παρανόησης τής έννοιας τής κολάσεως
Αυτή όμως η γλώσσα της αναλογίας και του συμβολισμού που τόσο σοφά και διδακτικά έχει υιοθετήσει και χρησιμοποιεί η Εκκλησία, εγκυμονεί δύο σοβαρούς κινδύνους που γεννώνται αν εκλάβουμε και ερμηνεύσουμε τις συμβολικές αυτές εικόνες κατά γράμμα.
Ο πρώτος κίνδυνος είναι να εκλάβουμε τις διηγήσεις αυτές της Αγίας Γραφής ως φανταστικές, που δεν έχουν κανένα πραγματικό περιεχόμενο, δηλαδή με άλλα λόγια ότι είναι παραμύθια, πράγμα βεβαίως δύσκολο για έναν άνθρωπο πιστό.
Ο δεύτερος κίνδυνος, που αφορά κυρίως πολλούς απλοϊκούς χριστιανούς, είναι να ταυτίσουν την παραβολική εικόνα με το ουσιαστικό περιεχόμενο του πράγματος, λόγω ελλείψεως της απαιτούμενης διάκρισης και πληροφόρησης, και να φανταστούν το “πυρ της κολάσεως” σαν υλική φωτιά, όπως τη γνωρίζουμε τώρα στη φυσική μας ζωή, και τον “ακοίμητο σκώληκα” που θα κατατρώγει τους αμαρτωλούς, σαν το φυσικό σκουλήκι που βλέπουμε σήμερα.
Μια τέτοια πραγματιστική εκδοχή είναι πολύ επικίνδυνη, και μπορεί να προξενήσει πολλές παρεξηγήσεις και σκάνδαλα στην θρησκευτική συνείδηση πολλών, ενώ ταυτόχρονα τροφοδοτεί και τον χλευασμό των πολεμίων της πίστεως, όπως του αρχαίου φιλοσόφου Κέλσου και πολλών συγχρόνων αιρετικών.
Και σύμφωνα με αυτές τις συμβολικές εικόνες με τι θα μοιάζουν οι ποινές της κολάσεως;
Κατ’ αρχήν η εκδήλωση τής θείας δυσμένειας, και η στέρησις της θείας δόξας, συνιστούν βαριά και ανυπολόγιστη ποινή. Η απώλεια των αφράστων αγαθών, προξενεί τόσο μεγάλη οδύνη και στεναχώρια, ώστε και αν δεν επεφυλάσσετο καμία άλλη τιμωρία για τους αμαρτωλούς, αυτή θα ήταν αρκετή για να τους ποτίζει με αφάνταστη πίκρα. Έπειτα όλος αυτός ο ονειδισμός και η εντροπή που θα νιώσουν οι αμαρτωλοί, όταν ελεγχθούν ενώπιον πάντων των ανθρώπων και των αγγέλων για τα πονηρά τους έργα, και όταν θα ακούσουν την ετυμηγορία του κριτή, ο Οποίος θα απευθυνθεί προς αυτούς με ατιμωτικό τρόπο και θα τους πει: “πορεύεσθε απ’ εμού”, άραγε αποτελεί μικρή τιμωρία;
Αλλά οι ποινές δεν σταματούν εδώ. Ο αμετανόητος αμαρτωλός, θα ευρίσκεται παντοτινά συντροφευμένος, με εκείνους τους ίδιους τους εχθρούς του, τον διάβολο και τους δαίμονες, και αυτό είναι χειρότερο από όλα τα είδη της κολάσεως. Διότι αν εδώ οι δυστυχείς δαιμονισμένοι υποφέρουν και βασανίζονται τόσο, πόσο μάλλον εκεί που δεν θα υπάρχει καθόλου η θεϊκή παρέμβαση, και η οικείωση με τους δαίμονες θα είναι στενωτάτη και αιώνια; Και βέβαια μέσα σε όλα αυτά, θα υπάρχει και το βαθύ σκοτάδι από το θείο φως, και θα λείπει παντελώς η θεία παρηγοριά για να απαριθμήσουμε μερικά μόνο. Άραγε όλα αυτά δεν είναι πολύ χειρότερα από τους φυσικούς πόνους που προξενεί η φωτιά, και δεν κατατρώγουν την ψυχή χειρότερα απ’ ό,τι το σκουλήκι;
Αιώνια τιμωρία για πεπερασμένα αδικήματα;
Αλλά ας σταματήσουμε τον λόγο περί κολάσεως εδώ, και ας εκμεταλλευτούμε τον λίγο χρόνο που μας απομένει, για να εξετάσουμε και μία άλλη λογικοφανή ερώτηση που συνήθως προβάλλεται σαν αντεπιχείρημα, εναντίον της αιωνιότητας της κολάσεως. Λέγουν λοιπόν: Πώς γίνεται για μερικές αμαρτίες που διαπράχθηκαν την πρόσκαιρη αυτή ζωή, ο αμαρτωλός να βασανίζεται αιωνίως και χωρίς τέλος; Μία πεπερασμένης διάρκειας αμαρτία, δεν θα ήταν άδικο να τιμωρείται με χρονικά άπειρης διάρκειας τιμωρία;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά έχει δύο σκέλη:
Αν παίζει ρόλο η διάρκεια κατά την οποία διαπράχθηκε η πράξη, τότε κατά την ίδια λογική, ούτε και οι δίκαιοι θα πρέπει να απολαύσουν αιώνιας μακαριότητας, διότι και αυτών η ευσέβεια και η δικαιοσύνη δεν είναι αιώνια, αλλά διήρκεσε για λίγο σε αυτή τη ζωή. Ή είναι δυνατόν, ο μισθός και η μακαριότης τών δικαίων να είναι αιώνια, ενώ τα βάσανα και η τιμωρία των αμετανόητων αμαρτωλών να είναι προσωρινή;
Ο Θεός προσφέρει αιώνια χαρά για τους δικαίους που εργάστηκαν εδώ στη γη τα αγαθά έργα προσωρινά, αλλά ως δίκαιος Θεός, παιδεύει επίσης αιωνίως τους αμαρτωλούς που αμάρτησαν εδώ προσωρινά. Διότι τα τραύματα της αμαρτίας που δεν θεραπεύτηκαν στην εδώ ζωή με την κατάλληλη μετάνοια, παραμένουν αθεράπευτα αιωνίως, ενώπιον του Θεού.
Αλλά για να αποδείξουμε το παράλογο αυτών των ερωτήσεων, θα κάνουμε και μία αντιστοίχηση με την σημερινή ανθρώπινη δικαιοσύνη: Άραγε οι αξιόποινες πράξεις δικάζονται και καταδικάζονται σύμφωνα με τη διάρκεια στην οποία τελέσθηκαν; Εάν ένας με ένα αυτόματο όπλο θερίσει 100 ανθρώπους μέσα σε ένα λεπτό, θα καταδικαστεί γι’ αυτή την εγκληματική του ενέργεια μόνο για ένα λεπτό, ή για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του; Πρέπει να επαναλάβουμε ότι αυτός που πεθαίνει μέσα στις θανάσιμες αμαρτίες του, είναι χωρισμένος για πάντα από τον Θεό, και στην άλλη ζωή δεν μπορεί πλέον να διορθωθεί. Εκεί οι αμαρτίες του θα μένουν αιώνιες, και τα βάσανα θα είναι επίσης αιώνια.
Ο χρόνος όμως και της σημερινής εκπομπής έφτασε ήδη στο τέλος του. Σας ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε, ευχαριστούμε και τον πατέρα Δημήτριο Παπαγιάννη που φρόντισε με επιμέλεια τον ήχο. Χαίρετε και ο Θεός μαζί μας!
Απομαγνητοφώνηση: Ν. Μ. από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: “Ορθοδοξία και Αίρεση”, του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του. (Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 8-11-1991). Από την ΟΟΔΕ Ακούστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό Αρχείο MP3