π. Γρηγορίου Rogers
ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
ΑΠΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΣ, ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
Ίσως να υπήρξα πάντοτε πνευματικά πεινασμένος. Μεγαλώνοντας σ’ ένα αφοσιωμένο χριστιανικό σπίτι, δεν θυμούμαι ποτέ που να μην πίστευα στο Χριστό, ή που να μην ήθελα στο βάθος της καρδιάς μου να Τον ακολουθήσω και να κάνω το θέλημά Του. Όχι ότι ήμουν πάντοτε ικανός να εκπληρώνω αυτή την επιθυμία σε κάθε στιγμή, αλλά η επιθυμία υπήρχε πάντοτε εκεί.
Έκανα όλα τα πράγματα που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν τα καλά παιδιά των χριστιανών. Βαπτισμένος με ομολογία πίστης λίγο πριν τα εννιά μου χρόνια, παρακολουθούσα ακολουθίες, συναντήσεις νέων, κατηχητικό, πήγαινα σε εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις κάθε καλοκαίρι, συμμετείχα σε νεανικά συλλαλητήρια, προγράμματα κοινωφελών έργων, διάβαζα τις Γραφές και σχεδόν οτιδήποτε άλλο μπορούσα να βρω.
Από τον καιρό που ήμουνα στο Γυμνάσιο δεν υπήρχε αμφιβολία στο μυαλό μου ότι θα εισερχόμουν στην ιερωσύνη κατά κάποιο τρόπο, σχήμα ή μορφή. Έκανα το πρώτο μου κήρυγμα (για την προσευχή) στην ενάτη τάξη, δίδαξα στο κατηχητικό, και δίδαξα ακόμη τη σειρά μαθημάτων με θέμα «Γνώρισε την Πίστη σου», στη Χριστιανική Σύναξη στο Lake Region το καλοκαίρι μετά τον πρώτο μου χρόνο στο Λύκειο.
Μετά την αποφοίτησή μου, μπήκα σε χριστιανικό κολλέγιο στο Lincoln του Illinois, για να προετοιμαστώ για την ιερωσύνη στις Εκκλησίες του Χριστού (μια συντηρητική Ευαγγελική Προτεσταντική ομολογία, ιστορικά ριζωμένη στην Ανακαινιστική κίνηση που άρχισε με τον Alexander Campbell και άλλους στην Αμερικανική μεθόριο στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα). Πάντοτε ανήσυχος, όπως είναι συχνά φοιτητές, και επιθυμώντας να εφαρμόσω αυτά που μάθαινα με ένα πρακτικό τρόπο, πήρα θέση σαν Λειτουργός Νεότητας στην Εκκλησία του Χριστού στο Deep River στο Merrillville στην Ιντιάνα, στην τρυφερή ηλικία των 18, ενώ ήμουν ακόμη πρωτοετής φοιτητής.
Ίσως η καλύτερη λέξη για να περιγράφω την προσέγγισή μου στην ιερωσύνη τότε, ήταν «σοβαρή». Δεν ενδιαφερόμουν να καταστρώσω ένα νεανικό πρόγραμμα που θα βασιζόταν καθαρά πάνω σε κοινωνικά γεγονότα και τεχνάσματα σχεδιασμένα για να τραβήξουν κόσμο στην Εκκλησία σ’ ένα επιφανειακό επίπεδο. Η πιο σημαντική πτυχή της ζωής ήταν μια σχέση με τον Χριστό που θα άγγιζε το ίδιο το κέντρο της ύπαρξης κάποιου. Έτσι εργαζόμουν να σχηματίσω ένα δυνατό πυρήνα αφοσιωμένων νέων ανθρώπων, επιδιώκοντας να κάμω τον Ιησού Κύριο πάνω σε κάθε πτυχή της ζωής.
ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ ΒΑΘΥΤΕΡΑ
Σ’ αυτή την περίοδο, δύο θέματα δέσποζαν στη σκέψη και προσπάθειά μου: η πνευματικότητα και η Εκκλησία Ένα πρωινό, κατά τη διάρκεια των προσευχών μου, με όλη την ειλικρίνεια, αλλά χωρίς να συνειδητοποιώ τι πραγματικά έλεγα, είπα στον Κύριο: «Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, Κύριε, θέλω να είμαι ένας πνευματικός άνθρωπος. Είμαι πρόθυμος να πληρώσω οποιοδήποτε τίμημα ή να αντέξω κάθε φορτίο για να γίνω τέτοιος. Δεν γνωρίζω στην πραγματικότητα τι είναι ή τι σημαίνει αυτό, αλλά αυτό είναι που θέλω». Από πολλές απόψεις ένα μεγάλο μέρος της μετέπειτα ιστορίας της ζωής μου μπορεί να θεωρηθεί σαν μια απάντηση ή τουλάχιστο μια εξελισσόμενη απάντηση σ’ εκείνη την προσευχή. Ήθελα να γνωρίσω το Θεό, όχι απλώς να γνωρίσω κάτι γι’ Αυτόν. Ήθελα να βιώσω την αίσθηση της παρουσίας Του, να αυξάνω σε πίστη, ελπίδα και αγάπη. Ήθελα επίσης να δω τη δύναμή Του να εργάζεται σε άλλους δια μέσου μου, να δω θεραπεία και μετάνοια, αύξηση και μεταστροφή στη ζωή των ατόμων τους οποίους υπηρετούσα σαν ιερέας.
Η πνευματική μου αναζήτηση με οδήγησε σε αρκετές διαφορετικές κατευθύνσεις. Δοκίμασα τις διδασκαλίες του Watchman Nee. Διάβασα C.S. Lewis, Shaeffer Francis, Dietrich Bonhoeffer, Jacques Ellul και άλλους. Διάβασα τα έργα «χαρισματικών» ηγετών και αναζητούσα να αποκτήσω την εμπειρία της πραγματικότητας του Αγίου Πνεύματος που αυτοί φαινόντουσαν να αγγίζουν. Εργάστηκα να καλλιεργήσω μια ζωή προσευχής με ανάμεικτα αποτελέσματα. Φαινόμουν να είμαι ανίκανος να ικανοποιήσω τον πόθο που υπήρχε μέσα μου για την εμπειρία του Θεού, και αδύναμος να υπερνικήσω την αμαρτία που τόσο εύκολα με περικύκλωνε.
Ταυτόχρονα πάλευα με την όλη ιδέα του τι η Εκκλησία του Χριστού πραγματικά εκαλείτο να είναι. Οι αγιογραφικές περιγραφές της Εκκλησίας δεν ήσαν οπωσδήποτε σύμφωνες με ό,τι εγνώριζα εμπειρικά στη ζωή μου. Ο Απ. Παύλος καλούσε την Εκκλησία «σώμα Χριστού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» ( Εφ. α’ 23). Που βρισκόταν αυτή η πληρότης;
Η λατρεία στην παράδοσή μας ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, αδύνατη. Οι ακολουθίες μας αποτελούνταν από μερικά άσματα, μια σύντομη ακολουθία μεταλήψεως (που εκλαμβανόταν σαν μια διαλογισμική ανάμνηση του θανάτου του Χριστού), και ένα κήρυγμα. Τα κηρύγματα ήταν συνήθως καλά, διδακτικά, προτρεπτικά, ευαγγελικά. Αλλά οι ακολουθίες μας έμοιαζαν με καλές παραινετικές διαλέξεις, παρά με λατρεία. Που ήταν ο Θεός; Που ήταν η επίγνωση της παρουσίας Του; Γιατί είμαστε συναγμένοι μαζί;
Επίσης ποθούσα να βιώσω την κοινωνία μέσα στην Εκκλησία. Το σώμα του Χριστού είναι απεικόνιση αλληλεξάρτησης, διασύνδεσης. Σ’ ένα μεγάλο μέρος της χριστιανικής μου ζωής ένοιωθα μοναξιά. Στην εκκλησιαστική κοινότητα δεν νοιαζόντουσαν ο ένας για τον άλλο όπως θα έπρεπε. Το σύστημά μας της ποιμαντικής μέριμνας ήταν ανεπαρκές για να φροντίζει για τις ανάγκες του λαού του Θεού.
ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΗΔΕΝ
Για λίγο καιρό εργάστηκα για να αναμορφώσω και να αναπτύξω αυτά τα πράγματα στην Εκκλησία όπου υπηρετούσα. Όμως έγινε εμφανές ότι τα πράγματα που ποθούσα ουδέποτε μπορούσαν να βρεθούν στη δομή που ενυπήρχε στην εργασία μου. Οι εκφράσεις της λατρείας μπορούσαν να προχωρήσουν μόνο τόσο όσο οι παραδόσεις των Χριστιανικών Εκκλησιών θα επέτρεπαν. Και πίστευα ότι ο Θεός ήθελε να με πάρει σ’ ένα πνευματικό ταξίδι, όπως εκείνο του Αβραάμ, σε μια χώρα που δεν ήξερα.
Έτσι, τον Ιούλιο του 1977 η γυναίκα μου Πάμελα και εγώ αφήσαμε το ιερατικό μας λειτούργημα και χωρίς να το ξέρουμε αρχίσαμε το προσκύνημά μας προς την Ορθοδοξία. Συγκεντρώθηκαν γύρω μας λίγοι φίλοι και σχηματίσαμε ένα μικρό εκκλησίασμα αφοσιωμένο σ’ αυτό το προσκύνημα. Όλα μπορούσαν να αλλάξουν, έκτος από τη θεότητα του Χριστού και την αυθεντία των Γραφών. Συνειδητά αποφασίσαμε να επανεξετάσουμε όλα τα πιστεύω μας στο φως της Γραφής και της εμπειρίας των ανθρώπων του Θεού δια μέσου των αιώνων. Και υποσχεθήκαμε να κάνουμε ό,τι μπορούσαμε για να εφαρμόσουμε ό,τι μαθαίναμε.
Μέσω των σχέσεων που είχαμε με αγαπητούς φίλους από τον καιρό του Χριστιανικού Κολλεγίου του Lincoln, συνδεθήκαμε με την ομάδα των Εκκλησιών που συνδεόταν με το τότε Καινοδιαθηκικό Αποστολικό Τάγμα (τη μετέπειτα Ευαγγελική Ορθόδοξη Εκκλησία). Μαζί με αυτούς τους αδελφούς, εξετάσαμε αριθμό συγκεκριμένων τομέων που νομίζαμε ότι ήσαν πρωταρχικής σημασίας στο υπό ανάπτυξη κίνημά μας. Αυτοί οι τομείς περιλάμβαναν:
- Λατρεία. Εγώ έδειχνα προτίμηση προς ένα χαλαρό, αυθόρμητο, «χαρισματικό» είδος προσέγγισης της λατρείας και ανέμενα να βρω κάτι τέτοιο στη Γραφή και στην ιστορία. Προς έκπληξή μας ο ίδιος ο αυθορμητισμός μας άρχισε να μας οδηγεί σε μια τάξη στη λατρεία όλα να παίρνουν ένα οικείο σχήμα. Η μελέτη μας στα συγγράμματα του μάρτυρος Ιουστίνου (έζησε γύρω στα 150 μ.X.) μας έδειξε ότι η Εκκλησία πάντοτε είχε ένα είδος λειτουργικής τάξης στη λατρεία της. Ακόμη και η Καινή Διαθήκη παρείχε ενδείξεις αυτής της τάξης, στη χρήση ύμνων και στην περιγραφή των συνάξεων. Έτσι αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε λειτουργικές μορφές λατρείας.
- Αγιογραφική Ερμηνεία. Οι θεολογικές μας σπουδές μας οδήγησαν να αντιληφθούμε κάτι που ποτέ δεν με είχε απασχολήσει στο παρελθόν, ότι οι Γραφές έπρεπε να ερμηνεύονται στο πλαίσιο της Παράδοσης. Στην Εκκλησία που είχα ανατραφεί, ήταν συνήθως η φράση: «Κανένα πιστεύω εκτός του Χριστού, κανένα βιβλίο εκτός της Βίβλου, κανένα όνομα εκτός του Θεού». Κι όμως, στο πίσω μέρος κάθε κυριακάτικου δελτίου υπήρχε μια δήλωση που έλεγε, «Πιστεύουμε…» και κατάγραφε διάφορα θέματα που αναφέρονταν στη φύση της σωτηρίας, στο ποιος είναι ο Χριστός, και σε τι συνίσταται ένα έγκυρο χριστιανικό βάπτισμα. Τι άλλο είναι αυτό παρά ένα «σύμβολο πίστεως»; Στην πραγματικότητα το πιο πάνω τριμερές μας σύνθημα είναι ένα σύμβολο πίστεως. Και οι θέσεις μας είχαν πορθεί μέσα από το πλαίσιο μιας παράδοσης, της παράδοσης του Campbell.
Αντιληφθήκαμε ότι η Βίβλος δεν υπάρχει στο κενό, ούτε στέκεται από μόνη της μακριά από ερμηνεία. Η ερώτηση δεν ήταν «παράδοση ή όχι παράδοση» αλλά «ποια παράδοση». Πρέπει να δεχθούμε θεολογικές θέσεις που είναι παρμένες μόνο από τη δική μας περιορισμένη εμπειρία, ή πρέπει να εξετάσουμε και να δώσουμε αυθεντικό βάρος στις συναινετικές διδασκαλίες της Εκκλησίας καθ’ όλην την ιστορία της; Αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε πως έπρεπε να ερμηνεύουμε τις διδασκαλίες των Γραφών και με ποια βάση έπρεπε να αξιολογούμε τις παραδόσεις που βλέπουμε.
Βρήκαμε τουλάχιστο τη βάση μιας απάντησης στα συγγράμματα του αγίου Βικεντίου του Λερινίτου, ενός Λατίνου πατέρα του πέμπτου αιώνα. Στο έργο του «Commonitorium» αναφέρει τρία κριτήρια για τον καθορισμό του αν ένα δόγμα είναι σε συμφωνία με την αλήθεια του ευαγγελίου. Αυτά είναι: α) παγκοσμιότητα. Το δόγμα αυτό ήταν αποδεκτό παντού στο χριστιανικό κόσμο και πάντοτε από όλους ή σχεδόν όλους τους αναγνωρισμένους διδασκάλους της Εκκλησίας; β) αρχαιότητα. Μπορεί αυτό το δόγμα να ανευρεθεί, τουλάχιστον σε σπερματική μορφή, στις διδασκαλίες των Αποστόλων, και διατηρήθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας και γ) συναίνεσις. Το δόγμα αυτό έχει θεσπισθή από μια Οικουμενική Σύνοδο, ή από τη γενική ομοφωνία των Πατέρων της Εκκλησίας;
Χρησιμοποιώντας αυτή την ερμηνευτική δομή, αρχίσαμε να εξετάζουμε δόγματα και πράξεις τόσο των ιστορικών όσο και των συγχρόνων Εκκλησιών. Τα αποτελέσματα ήταν επαναστατικά. Ανακαλύψαμε ότι η λατρεία της Εκκλησίας πάντοτε υπήρξε λειτουργική βασισμένη στις πράξεις της ιουδαϊκής συναγωγής και στη λατρεία του Ναού. Έτσι η λατρεία μας έγινε λειτουργικά διαμορφωμένη κατά το πρότυπο που χρησιμοποιούσε η ιστορική Εκκλησία.
- Τα μυστήρια. Στην επανεξέταση των μυστηρίων της Εκκλησίας ανακαλύψαμε ότι η θεία Ευχαριστία είναι κάτι περισσότερο από απλή ανάμνηση του σταυρού του Χριστού: είναι μια συμμετοχή σε ένα μυστήριο της ένδοξής Του ανθρώπινης φύσης, ένας διαμοιρασμός του σώματος και αίματός Του, μια γεύση των δυνάμεων του μέλλοντος αιώνος. Μακράν του να είναι ένα συμπλήρωμα της λατρείας, η θεία Ευχαριστία είναι το κεντρικό σημείο της λατρείας μας, η στιγμή κατά την οποία επικοινωνούμε σε ύψιστο βαθμό με το Θεό και βιώνουμε την παρουσία Του στο βαθύτερο μέρος της ύπαρξής μας.
Το βάπτισμα είναι ένα μυστηριακό μέσο με το οποίο ενωνόμαστε με το Χριστό και μοιραζόμαστε το ομοίωμα του θανάτου Του και τη δύναμη της Αναστάσεώς Του. Δόγματα όπως αυτό της Αγίας Τριάδος και της Ενσαρκώσεως δεν ήταν πλέον δυσνόητα, αλλά έγιναν κεντρικά στην αντίληψή μας περί Θεού και ποιοι είμαστε σε σχέση με Αυτόν. Η σωτηρία μας απεκαλύφθη ότι είναι όχι απλώς μια διανοητική συγκατάθεση στην αλήθεια, αλλά μια ζώσα, μυστηριακή ένωση με Αυτόν, η οποία μεταμορφώνει το κάθε τι που είμαστε, σε εικόνα και ομοίωσίν Του.
- Η Εκκλησία. Οι μελέτες μας επίσης επικεντρώθηκαν πάνω στη φύση της ίδιας της Εκκλησίας. Αρχίσαμε να βλέπουμε ότι μια ανεξάρτητη τοπική εκκλησιαστική μορφή κυβέρνησης ήταν ξένη τόσο προς την Καινή Διαθήκη όσο και την πρώτη Εκκλησία. Πάνω απ’ όλα αρχίσαμε να βλέπουμε ότι η Εκκλησία χρειαζόταν ηγεσία κι από τις τέσσερις τάξεις: των επισκόπων, των ιερέων, των διακόνων και των λαϊκών. Είχαμε επηρεαστεί πολύ από τα συγγράμματα του αγίου Ιγνατίου Αντιόχειας στη διαμόρφωση της δομής των Εκκλησιών του δικού μας χώρου.
ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ
Το 1979 έγινε φανερό ότι είμαστε περισσότερο από μια χαλαρή συνομοσπονδία Εκκλησιών: στην πραγματικότητα ήμασταν μια θρησκευτική ομολογία με μια κυβερνώσα δομή και ένα κοινό σύνολο πεποιθήσεων. Έτσι οργανώσαμε την Ευαγγελική Ορθόδοξη Εκκλησία στις 15 Φεβρουάριου 1979, διακηρύττοντας ότι είμαστε, τόσο όσο το αντιλαμβανόμαστε, «Μια ομολογία μέσα στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».
Οι σπουδές μας και το προσκύνημά μας συνεχίστηκαν και κατά τα επόμενα λίγα χρόνια ενώ επεξεργαζόμασταν την πορεία μας δια μέσου των Επτά Οικουμενικών Συνόδων της αδιαιρέτου Εκκλησίας, και βρίσκαμε τους εαυτούς μας να συμφωνούν με τις διδασκαλίες εκείνων των Συνόδων. Αναλαμβανόμενοι ότι το δικό μας θεολογικό πλαίσιο μας τοποθετούσε στην ίδια κατηγορία σκέψης με την Ορθόδοξη Εκκλησία, αρχίσαμε δραστήρια να αναζητούμε ένα τρόπο να έλθουμε σε κοινωνία με την Ορθοδοξία. Συγχρόνως συνεχίσαμε να προαγόμαστε θεολογικά, φθάνοντας σε μια πληρέστερη κατανόηση του ρόλου της Θεοτόκου στη σωτηρία μας, και την ευλάβεια προς τους αγίους και τις εικόνες.
Το φθινόπωρο του 1981, σε μια προσπάθεια να προσεγγίσω τις ειδικές γνώσεις άλλων και να μάθω όσο το δυνατό πιο πολλά για την ιστορία της Εκκλησίας μετείχα σε ένα πρόγραμμα στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγου, με θέμα την Ιστορία του Χριστιανισμού. Το 1983 πήρα το Μ.Α. στη Θεολογία, και με το γράψιμο αυτού του άρθρου έχω συμπληρώσει τις μεταπτυχιακές εξετάσεις για το διδακτορικό (Ph.D.).
Κατ’ αυτή την περίοδο, αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε μερικά από τα πλούτη της ορθόδοξης πνευματικότητας. Μέχρι τώρα, είχαμε εμπειρία της ευλογίας του Θεού στη συλλογική μας λατρεία. Αρχίσαμε να Τον ανευρίσκουμε όλο και περισσότερο στην προσωπική μας λατρεία. Για χρόνια είχα αγωνιστεί με συνέπεια στην προσευχή, προσπαθώντας να προσεύχομαι πρωί και βράδυ. Μετά που απέτυχα σ’ αυτό, καλλιέργησα την άσκηση της προσευχής κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας, προσπαθώντας να εφαρμόσω αυτό που ο Απ. Παύλος ονόμασε αδιάλειπτη προσευχή.
Η ορθόδοξη πνευματικότητα μου έδειξε ένα δρόμο να πλησιάσω το Θεό με συνέπεια, ένα δρόμο που θα με έκανε ικανό να προσεύχομαι ανεξάρτητα από την ψυχική μου διάθεση, τη δημιουργικότητά μου, τον αυθορμητισμό μου. Η ορθόδοξη έμφαση σ’ ένα κανόνα προσευχής, ένα σταθερό σύνολο προσευχών για τακτική προσευχή, έκανε την προσευχή μου ελεύθερη από την υποδούλωση στον εαυτό μου και την πνευματική μου ικανότητα. Επιπλέον, η προσευχή του Ιησού ήταν ένας εμπλουτισμός στην προσπάθειά μου να καλλιεργήσω την παρουσία του Θεού καθ’ όλη την ημέρα. Με προθυμία διαβάζαμε τα έργα ορθόδοξων πνευματικών συγγραφέων όπως του Θεοφάνη του Εγκλείστου, του Μητροπολίτη Αντωνίου Μπλούμ, και φυσικά τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας και ιδιαίτερα τη Φιλοκαλία.
Όλο και περισσότερο γινόμασταν Ορθόδοξοι στη νοοτροπία, στη θεολογία, στη λατρεία, στην πνευματικότητά μας. Τα κυριότερα ζητήματα που αντιμετωπίζαμε τώρα ήταν η σχέση μας με την ιστορική Ορθόδοξη Εκκλησία. Για μερικούς από μας στην Ευαγγελική Ορθόδοξη Εκκλησία, φαινόταν αρκετό να συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι μπορούσαμε, για να επανακτήσουμε εκείνα τα πράγματα που βλέπαμε στην αρχαία Εκκλησία τα όποια ήταν αναγκαίο να επαναφερθούν στην εποχή μας. Κατά κάποιο τρόπο ήμασταν Προτεστάντες Ορθόδοξοι. Ορθόδοξοι σε πολλά, αλλά Προτεστάντες στην Εκκλησιολογία μας. Ακριβώς όπως πολλοί Προτεστάντες πιστεύουν ότι μπορούν να εξετάζουν τις Γραφές, να διακρίνουν το κατάλληλο πρόγραμμα για την εκκλησιαστική ζωή, να το θέτουν σε εφαρμογή, και να αυτοαποκαλούνται η Εκκλησία, έτσι και εμείς νομίζαμε ότι θα μπορούσαμε να αναπλάσουμε τις συνήθειες της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και κάνοντας έτσι θα μπορούσαμε να είμαστε μία τέτοια Εκκλησία
Αρχίσαμε όμως να βλέπουμε ότι η Εκκλησία δε δημιουργείτε με το να ακολουθεί κάποιο σχέδιο. Το σώμα του Χριστού είναι ένας ζωντανός οργανισμός που έχει μια συνεχή μυστηριακή ζωή πάνω από είκοσι αιώνες. Αν η Εκκλησία ήταν πράγματι «η πληρότης Εκείνου που πληρεί τα πάντα» δεν μπορούσε να έχει πεθάνει, για να επαναδημιουργηθεί και να αποκατασταθεί από μας μετά από τόσα χρόνια.
Έτσι η ερώτηση ήταν όχι τι είναι η Εκκλησία αλλά που είναι η Εκκλησία. Μια και ήρθαμε στο σημείο να δούμε ότι η αληθινή Εκκλησία βρίσκεται σε ιστορική συνέχεια με την Εκκλησία των Αποστόλων, την αδιαίρετη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία της πρώτης χριστιανικής χιλετηρίδας, αντιληφθήκαμε ότι έπρεπε να ενσωματωθούμε μυστηριακά στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν ήταν αρκετό να αντιγράφουμε τη δομή, τα δόγματα και τις πράξεις της. Έπρεπε να ενσωματωθούμε μέσα στη ζωή της, να συμμετάσχουμε στην ιστορία της, και να μοιραστούμε την ουράνιά της ζωή, βιώνοντας τη ζωή του Χριστού σε κοινωνία με αυτήν.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Με τη χάρη του Θεού, το 1987 παρουσιαστήκαμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όχι σαν μεταρρυθμιστές, όχι σαν επικριτές, αλλά σαν προσκυνητές που ήμασταν σε ένα μακρινό ταξίδι σε μια μακρινή χώρα, και επιστρέφαμε σπίτι, στη Μητέρα. Ο Μητροπολίτης Φίλιππος Salibamç Ορθοδόξου Χριστιανικής Αρχιεπισκοπής Αντιόχειας στη Βόρειο Αμερική μας άνοιξε την πόρτα με τα απλά λόγια ενός στοργικού πατέρα: «καλώς ήλθατε σπίτι». Η ενορία μου έγινε δεκτή στην Εκκλησία στις 21 Μαρτίου 1987, και χειροτονήθηκα ιερέας την επόμενη μέρα.
Το προσκύνημα υπήρξε μακρινό και δύσκολο. Μερικοί που άρχισαν το ταξίδι μαζί μας διάλεξαν άλλους δρόμους. Υπήρξαν διαψεύσεις ελπίδων και απογοητεύσεις, μαζί με τις χαρές. Υπήρξαν επικρίσεις και παρεξηγήσεις. Σχέσεις χάθηκαν και σχέσεις δημιουργήθηκαν. Αν αναζητούσα απλώς μια Εκκλησία όπου δεν υπάρχουν συγκρούσεις, δεν υπάρχουν θέματα προς συζήτηση, δεν υπάρχουν άνθρωποι με λάθη, σίγουρα δεν την βρήκα, και υποψιάζομαι ότι δε θα την βρω ποτέ σ’ αυτή τη μεριά του Ουρανού. Όπως είπε κάποιος κάποτε «Αν έβρισκα την τέλεια Εκκλησία ποτέ δε θα γινόμουν μέλος της, διότι αν γινόμουν μέλος της θα έπαυε να είναι τέλεια».
Αυτό που έχω βρει είναι ο Πολύτιμος Μαργαρίτης, η Βασιλεία του Θεού. Έχω βρει την αληθινή Πίστη, την αληθινή Εκκλησία του Χριστού, τα αληθινά μυστήρια, και την αληθινή κοινωνία με το Θεό. Αυτό είναι το μέτρο αυτού που έχει δώσει ο Θεός. Και όπως το κόστος εκείνου του μαργαρίτη στον έμπορο, αυτό έχει κοστίσει σε μένα την ζωή μου. Είναι ακριβώς αυτό που αναζητούσα. Μια σχέση με το Θεό, και μια εμπειρία του Θεού στην Εκκλησία, που θα μπορούσε να εξουσιάζει όλες μου τις ενέργειες, τη βαθύτερη ουσία μου. Τίποτε απατηλό, τίποτε ρηχό. Ο σκοπός μου είναι να γνωρίζω το Χριστό πραγματικά και να Τον κάνω γνωστό.
Σίγουρα το ταξίδι μας μόλις έχει αρχίσει. Όμως κάτι απέραντο έχει αλλάξει. Αντί να αναζητούμε την οικία «ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός», μαθαίνουμε να ζούμε εντός αυτής, μέχρι εκείνη την ημέρα όταν δεν θα βλέπουμε «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι αλλά πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορ. ιγ’ 12). Και εκείνη την ημέρα θα γνωρίσουμε πλήρως τι σημαίνει για την Εκκλησία να είναι «η πληρότης του τα πάντα πληρουμένου» διότι «όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψώμεθα Αυτόν καθώς εστί»(Α’ Ιωάννου γ’ 2).
Μετάφραση: π. Θ. ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ, Ιεροδιάκονος
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ