† Μητροπολίτου
Καρυστίας & Σκύρου Παντελεήμονος
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ ΠΤΩΣΙ ΣΤΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Άγιος νεομάρτυς και μεγαλομάρτυς
Κωνσταντίνος ο Υδραίος
Ναι μεν η μαύρη σκλαβιά είχε χυμένη σε όλες τις ελληνικές καρδιές μια μελαγχολία, μα η ελπίδα πως μια μέρα θα σπάσουν τα δεσμά, έδινε θάρρος και δύναμι στους σκλάβους να εργάζωνται κρυφά τη νύχτα στα υπόγεια των Μοναστηριών για να φτιάνουν μπαρούτι, βόλια, γιαταγάνια κοφτερά και καριοφύλλια, για τη ημέρα τη μεγάλη. Ήταν μια μελαγχολία, που η ελπίδα την είχε μεταβάλει σε κρυφή χαρά. Η μελαγχολία όμως, που είχε χυθή στις αγαθές και φιλότιμες καρδιές όλων των Υδραίων, ήταν ανείπωτη. Οι πιο πολλοί από αυτούς τότε εβάδιζαν με σκυμμένα τα κεφάλια χωρίς λέξι να μπορούν να ειπούν, άλλοι έσφιγγαν τα δόντια τους και τις γροθιές τους απειλητικά. «Ακούς εκεί να βρεθή Υδραίος να αλλάξη την πίστι του»!
Δεν ημπορούσαν να χωνέψουν την προσβολή που έγινε στο δοξασμένο τους νησί. Το πιο μεγάλο όμως φαρμάκι έπινε δίχως άλλο η άμοιρη μάννα του εξωμότου. Μόλις έμαθε πως ο γυιός της άλλαξε την πίστι του στη Ρόδο και εμπήκε στο παλάτι του πασά, εντύθηκε τα μαύρα, έβαψε και το σπίτι της μαύρο και εκλείσθηκε μέσα. Ούτε και στην Εκκλησιά μπορούσε να πάη. Πού να παρουσιασθή στον κόσμο; Όλοι θα την έδειχναν με το δάκτυλο και θάλεγαν μεταξύ τους: «να η μητέρα εκείνου, που άλλαξε την πίστι του!» Πώς θα μπορούσε να βαστήξη μια τέτοια προσβολή; Τη ζωή της δεν την ήθελε πια η δυστυχής Υδραία μάννα. Και έκλαιγε, έκλαιγε νύχτα και μέρα. Μάλιστα, όταν από τις σχισμές των κλειστών παραθύρων του σπιτιού της έβλεπε καμμιά φορά τους διαβάτες να κάνουν ανατριχιασμένοι το σταυρό τους μόλις αντίκρυζαν το σπίτι της, της ερχόταν να ξερριζώση τα μαλλιά της από την απελπισία.
* * *
Δεν πέρασε πολύς καιρός ωστόσο, που ο Κωνσταντής άρχισε να ταράσσεται από εφιάλτες στον ύπνο του. Έβλεπε πάντα τη μάννα του εμπρός του να κλαίη, άλλοτε να τον καταριέται, και ετιναζόνταν ορθός, αγριεμμένος. Και επί τέλους έλαβε την απόφασι. Πλούτη είχε όσα ήθελε. Έλυνε κι έδενε στου πασά το σπίτι. δόξες, τιμές και εξουσία άφθονη, θα φόρτωνε ένα καΐκι από όλα τα αγαθά της γης και θα τάφερνε στην Ύδρα, θα γέμιζε το πατρικό του σπίτι και θα καλόπιανε τη μάννα του. Όσο για τους Υδραίους ας τους να λένε ό,τι θέλουν!…
* * *
Είχε η νύχτα προχωρήσει αρκετά όταν αγκυροβόλησε το καΐκι του εξωμότου στο λιμάνι της Ύδρας. Τα σκυλιά των άλλων καϊκιών εγαύγιζαν άγρια και ούρλιαζαν αναστατώνοντας την ηρεμία του λιμανιού. Σε λίγο ένας Τούρκος με σαρίκι φορτωμένος δώρα κτυπούσε με το ρόπτρο την αυλόπορτα του μαυρισμένου σπιτιού. Ο αντίλαλος συνετάραξε όλη τη γειτονιά. Από το σπίτι ως τόσο απάντησις καμμιά. Ξανακτύπησε. και πάλι καμμιά απάντησις. Καλές γειτόνισσες ξύπνησαν από τον ύπνο και άνοιξαν τα παράθυρα να ιδούν ποιος κτυπάει τέτοια ώρα την πόρτα του ρημαγμένου σπιτιού και σαν είδαν Τούρκους με σαρίκια, έκαναν ανατριχιασμένες το σταυρό τους, έκλειναν με βία τα παράθυρα, άναβαν κεριά, έβαζαν λιβάνι και έκαναν μετάνοιες κλαίγοντας. «Ο καταραμένος ήλθε! Άμοιρη χήρα μάννα!»
Σε κάμποση ώρα ανοίγει δειλά-δειλά ένα παράθυρο ψηλά από το πονεμένο σπίτι. Ένα κεφάλι μαυροσκεπασμένο επρόβαλε και ρώτησε τρομαγμένο: «Ποιος είναι τέτοια ώρα; Εγώ δεν έχω κανένα σ’ αυτόν τον κόσμο. Τί θέλετε στο σπίτι μου τέτοια ώρα;» «Άνοιξε, μάννα μου», φωνάζει ο γυιος της χήρας. «Ο γυιος σου είμαι ο Χασάνης! Ήλθα δώρα φορτωμένος ένα ολόκληρο καΐκι για να σε κάνω ευτυχισμένη. Άνοιξε, μάννα μου, θέλω να πέσω στην αγκαλιά σου. Ο γυιος σου είμαι!»
Η Υδραία μάννα αγρίεψε και από το στόμα της άφησε να βγουν λόγια σαν κεραυνοί: «Ο γυιος μου ο Χασάνης; Καταραμένε! φύγε από τα άγια χώματα της Ύδρας. Εγώ είμαι χριστιανή. Εγώ γυιο Τούρκο δεν εγέννησα. Ο γυιος μου ο Κωνσταντής επέθανε για μένα.
Καταραμένε, φύγε από το σπίτι μου. Η γη να σε ξεράση. Καταραμένεε…!» Έκλεισε απότομα το παράθυρο και έπεσε λιπόθυμη με λυγμούς στο πάτωμα η άμοιρη μάννα. Ο εξωμότης εζαλίσθηκε, τον πήραν τα κλάματα και τρικλίζοντας από τη δυστυχία άρχισε να κατεβαίνη τα σκαλένια σοκάκια της Ύδρας για να γυρίση γρήγορα στο καΐκι και να φύγη, να φύγη μακρυά. Τα πατήματα των ποδιών στα καλντερίμια αντιλαλούσαν στους τοίχους των γύρω σπιτιών και τρομαγμένες οι νοικοκυρές άνοιγαν δειλά τα παράθυρα και βλέποντας τον εξωμότη έμπαιναν απότομα μέσα, αφήνοντας να ακούγεται η λέξις: «Ο καταραμένος» για να τον συνοδεύη εκείνη στη ζωή του. Και οι βράχοι της Ύδρας και τα κύματα, που ξεσπούσαν επάνω στο καΐκι, που έφευγε, ενόμιζε ο εξωμότης ότι όλα του έλεγαν «καταραμένε!» Ακούμπησε τότε το κεφάλι του βαρύ επάνω στις παλάμες του και βυθίσθηκε σε σκέψεις. Ήταν η πρώτη φορά, που άρχισε να νοιώθη σαν κάτι να του δαγκάνη την καρδιά. Χίλιοι δαίμονες ενόμισε πως τον κυνηγούσαν και έβαλε πλώρη για την Πόλι.
Ήταν τότε Πατριάρχης ο Άγιος Γρηγόριος ο Ε’. Μπροστά του γονατισμένος εξωμολογήθηκε την αμαρτία του την τρομερή και εζήτησε το έλεος της Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης τον αγκάλιασε και έκλαψαν και οι δυο ώρα πολλή. Το πρόσωπο του Κωνσταντή άστραψε από αγαλλίασι. Είχε λάβει την απόφασι να ξεπλύνη το ρύπο ακόμα και με το αίμα του. Επήγε λίγους μήνες στο Άγιον Όρος να ξανασάνη και να προσευχηθή και έπειτα ξαναγύρισε πάλι, χριστιανός τώρα, στη Ρόδο. Εκεί σαν εμπνευσμένος ιεραπόστολος εκήρυξε δημοσία την πλάνη του και εκάλεσε και τον ίδιο τον πασά να γίνη χριστιανός. Μήνες ολοκλήρους επάλαιψε στη Ρόδο ανάμεσα σε τρομερά μαρτύρια. Σηκώνεται η τρίχα του ανθρώπου, όταν διαβάζη τις λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας. Και επί τέλους στις 14 Νοεμβρίου του 1800 παρέδωσε Μάρτυς πλέον του Χριστού στα χέρια Του τη μαρτυρική ψυχή του «Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο εξ Ύδρας»!
* * *
Σείεται όλο το νησί από χαρά και κωδωνοκρουσίες. Η ένδοξη Ύδρα είναι στο ποδάρι. Ο Ιστορικός και μεγαλόπρεπος ναός της Παναγίας «το Μοναστήρι» είναι ολόκληρος στολισμένος σε σμυρτιές και δάφνες και με φασκομηλιές είναι στρωμένος και ο ναός και η προκυμαία όλη του νησιού και ο δρόμος, που οδηγεί στο σπίτι του Αγίου. Όλα τα καΐκια στο λιμάνι είναι σημαιοστολισμένα και τα σπίτια της Ύδρας όλα. Ο Δεσπότης ντυμένος τη στολή του και οι παπάδες όλοι με τα εξαπτέρυγα περιμένουν στην προκυμαία. Τί γίνεται! Μάτι δεν μένει αδάκρυτο. Οι Υδραίες νοικοκυρές και οι κοπέλλες είναι όλες ντυμένες με τις ολόχρυσες στολές. Ο Ηγούμενος κρατεί στα χέρια του τα άγια Λείψανα και κλαίει. Η λιτανεία πηγαίνει προς το σπίτι του Αγίου. Όλη η πόλις είναι χωμένη στα σύννεφα του μοσχολίβανου και μυρωμένη με το άρωμα της φασκομιλιάς, της δάφνης και της μυρτιάς. Η πόρτα του σπιτιού της ευτυχισμένης τώρα χήρας μάννας μένει ακόμα κλειστή, για να ανοίξη μεγαλόπρεπα σε λίγο. Ο Δεσπότης ο ίδιος κρούει τώρα τη θύρα. Κοπέλλες χωμένες στα χρυσά την ανοίγουν διάπλατα στο κτύπημα του Δεσπότη και γονατίζουν κρατώντας λιβανιστήρια στα χέρια τους και κλαίγοντας: «Έλα, ευτυχισμένη μάννα, να υποδεχθής το γυιο σου», της είπε ο Δεσπότης, ενώ η φωνή του εκοβόταν από τους λυγμούς.
Η μάννα του Αγίου ντυμένη στα ολόχρυσα, περιτριγυρισμένη και από άλλες αρχόντισες της Ύδρας στα ολόχρυσα κι’ αυτές ντυμένες, ανοίγει την αγκαλιά της και παίρνει τα άγια Λείψανα από τα χέρια του Ηγουμένου, που έκλαιγε σαν μικρό παιδί, και ξεφωνίζει με κλάματα: «Καλώς το το παιδί μου! Έτσι σε ήθελα παιδί μου, νάρθης στην πατρίδα! Καλώς το το παιδί μου…!» Ώρες ολόκληρες οι λυγμοί και τα κλάματα εδονούσαν τις καρδιές των Υδραίων, κλάματα, που τους έκαναν να καυχώνται και να τα αισθάνωνται δροσιά στις καρδιές των. Καμμιά συγκίνησις, καμμιά ικανοποίησις στο δοξασμένο νησί σαν κι’ αυτή…
* * *
Κάθε χρόνο αυτές τις ημέρες, που εορτάζεται η μνήμη του νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου, έρχονται στο νου μου οι συγκινητικές αυτές σκηνές. Τις βλέπω ζωντανές με τα ψυχικά μου μάτια και περνούν και στο δικό μου το κορμί τα ίδια ρίγη, που περνούν και τα κορμιά των αγαθών Υδραίων κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες και ανακουφίζεται από το ίδιο ψυχικό ξεκούρασμα και η δική μου ψυχή.
Και σας, αγαπητοί μου φίλοι, παρακαλώ σήμερα να σταθήτε μαζί μου με σεβασμό πρώτα-πρώτα μπρος στη μεγάλη Υδραία μητέρα, στην οποία κυρίως οφείλεται η επιστροφή και η δόξα του Αγίου, και έπειτα και προ παντός να δοξάσετε το όνομα του Παναγάθου Θεού, που γνωρίζει να ανορθώνη τους συντετριμμένους και από την πιο τρομερή πτώσι τους να τους ανεβάζη στα ύψη της αγιωσύνης και να τους στεφανώνη με το μαρτυρικό, αθάνατο στεφάνι.
Από το βιβλίον της ζωής, Αθήναι 1939.
ΠΗΓΗ: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
https://www.impantokratoros.gr/9DCDEC4E.el.aspx
ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ένας από τους εξισλαμισμένους χριστιανούς αγίους Νεομάρτυρες είναι και ο άγιος Νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος, ο οποίος πλήρωσε με το μαρτυρικό του θάνατο την απόφασή του να εγκαταλείψει το Ισλάμ και να επιστρέψει στην Εκκλησία.
Γεννήθηκε στην Ύδρα το 1770, από ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ και την Μαρίνα Δημαρά. Όταν έγινε δεκαοχτώ χρονών αποφάσισε να φύγει από το άγονο νησί και να πάει στη Ρόδο για καλλίτερη ζωή, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις της μητέρας του. Εκεί συνάντησε κάποιους πατριώτες του και άλλαξε διάφορες εργασίες. Κατέληξε στη δούλεψη ενός παντοπώλη, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει πολλούς Τούρκους και Εβραίους και έκανε μαζί τους παρέα. Μάλιστα ένας τούρκος, ονόματι Χασάν Κιρζά, του πρότεινε να παντρευτεί την αδελφή του Μενιρέμ. Ύστερα από αυτό ο παντοπώλης τον απέλυσε και ο Κωνσταντίνος έμεινε άνεργος. Ένας φίλος του Τούρκος μεσολάβησε να γνωρισθεί με τον Τούρκο διοικητή της νήσου Χασάν Καπιτάν, να τον πάρει στην υπηρεσία του στο αρχοντικό του. Ο εργοδότης του εκτίμησε τα χαρίσματά του και τον έκαμε ιπποκόμο του.
Έμεινε κοντά του τρία χρόνια, όπου έζησε στην τρυφή, με τιμές και απολαύσεις. Σε ένα τρικούβερτο γλέντι, κατά τη διάρκεια ενός Ραμαζανιού, μέθυσε και τότε βρήκαν την ευκαιρία οι τούρκοι να τον ντύσουν μουσουλμάνο και να του κάμουν περιτομή, δίνοντάς του το μουσουλμανικό όνομα Χασάν. Το γεγονός μαθεύτηκε σε όλη τη Ρόδο και έφτασε μέχρι την Ύδρα, γεμίζοντας με πίκρα τους γονείς του. Ο πατέρας του δεν άντεξε και πέθανε σε λίγο καιρό και έμεινε η μητέρα του μόνη να θρηνεί μέρα και νύχτα το χαμένο παιδί της! Κάποια χρήματα που της έστειλε δεν τα δέχτηκε και του τα επέστρεψε.
Σε λίγο καιρό αποφάσισε να μεταβεί στην Ύδρα, ντυμένος με τα μουσουλμανικά ενδύματα. Όμως συνέβη το απροσδόκητο, κανένας δεν του μιλούσε. Οι γυναίκες στα σοκάκια έκλειναν τις πόρτες τους να μην τον δουν. Όταν έφτασε στο πατρικό του η μητέρα του δεν του άνοιξε και του είπε: «φύγε ξένε εγώ δεν γέννησα γιο Χασάν, ο γιός μου ο Κωσταντής πέθανε»! Η στάση της μητέρας του τον συγκλόνισε. Αισθάνθηκε ίλιγγο και ζήτησε λίγο νερό από μια γειτόνισσα, εκείνη του έδωσε, αλλά έσπασε τη στάμνα γιατί τη θεώρησε μολυσμένη από τον εξωμότη! Αυτό ήταν, συνήλθε και συνειδητοποίησε το μεγάλο κρίμα του!
Γύρισε στη Ρόδο και έκλαιγε απαρηγόρητα για την άρνηση της πίστης του στον αληθινό Θεό. Τα χρήματά του τα μοίραζε στους φτωχούς. Μέσα στην αφόρητη θλίψη του πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξεπλύνει με το αίμα του την άφρονα επιλογή του. Βρήκε έναν καλό πνευματικό στον οποίο εξομολογήθηκε το σφάλμα του και του κοινοποίησε την απόφασή του να ομολογήσει δημόσια την μεταστροφή του στο Χριστό. Ο εξομολόγος τον συμβούλεψε να φύγει μακριά και να αποφύγει το μαρτύριο, διότι φοβόταν πως δεν θα άντεχε τα μαρτύρια και θα εξισλαμίζονταν για δεύτερη φορά.
Ο Κωνσταντίνος υπάκουσε, πέταξε την τούρκικη αμφίεση και έφυγε για την Κριμαία, όπου δεν υπήρχαν τούρκοι, ζώντας ως συνειδητός Χριστιανός με προσευχή, νηστεία και ασταμάτητα δάκρυα μετανοίας. Μετά από καιρό κατέβηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αναζήτησε έμπειρο πνευματικό να τον συμβουλευτεί πως θα έφτανε στο μαρτύριο. Εκείνος τον παρουσίασε στον Πατριάρχη, άγιο Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος τον άκουσε με προσοχή και του σύστησε να μεταβεί στο Άγιο Όρος για να ενισχυθεί πνευματικά και να πάρει δύναμη, αποτρέποντάς τον να οδηγηθεί στο μαρτύριο, με το φόβο μήπως δειλιάσει.
Ακολουθώντας τις προτροπές του αγίου Πατριάρχη, πήγε στο Άγιο Όρος το 1799, στη Μονή Ιβήρων, όπου έμεινε πέντε μήνες προσευχόμενος και κλαίγοντας νυχθημερόν. Είχε την ευλογία να γνωρίσει τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη (1749-1809), ο οποίος έγινε ο «αλείπτης» του, δηλαδή αυτός που τον προετοίμασε για το μαρτύριό του. Έλαβε μάλιστα και το μοναχικό σχήμα.
Τον επόμενο χρόνο πήρε τις ευλογίες των πατέρων της Μονής και αψηφώντας στις νουθεσίες τους να μείνει κοντά τους, αναχώρησε για τη Ρόδο, για να τακτοποιήσει τη μεγάλη εκκρεμότητά του, έχοντας μαζί του τη δύναμη της Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταΐτισσας. Τράβηξε ίσια για το αρχοντικό του Χασάν, στον οποίο γνωστοποίησε ότι είναι ο Κωνσταντίνος και πρώην Χασάν, που ξανάγινε Χριστιανός. Ο τούρκος αξιωματούχος προσπάθησε να τον πείσει να ασπασθεί ξανά το Ισλάμ, τάζοντάς του χρήματα, τιμές και αξιώματα. Εκείνος όμως έμεινε αμετάπειστος και μάλιστα παρότρυνε τον Χασάν να γίνει και αυτός Χριστιανός, για να απολαύσει την Βασιλεία των Ουρανών! Ο τούρκος έγινε έξαλλος από το θυμό του και έδωσε εντολή να τον ρίξουν στη φυλακή του «Ζιντανίου» στον Πύργο των Ιπποτών και να αρχίσουν τα πιο φρικτά βασανιστήρια, ώσπου να αλλάξει γνώμη.
Σε τρείς ημέρες τον οδήγησαν πάλι μπροστά του, αλλά και πάλι δοκίμασε την απόλυτη άρνηση του Μάρτυρα να μείνει πιστός στο Χριστό. Τότε έδωσε εντολή για πιο επώδυνα βασανιστήρια. Του ξερίζωσαν τα μαλλιά του, του ξέσκισαν τις σάρκες του με σιδερένια νύχια, του έσπασαν τα σαγόνια με πέτρες. Τον λοιδορούσαν λέγοντάς του: «Ας έλθει ο Χριστός σου, να σε σώσει»! Του φόρεσαν χονδρές αλυσίδες και τον έριξαν ξανά στη φυλακή. Κάθε μέρα τον ρωτούσαν αν άλλαξε γνώμη και τον ράβδιζαν ανελέητα πεντακόσιες φορές. Του ξερίζωσαν τα νύχια και τον πέταξαν αιμόφυρτο στη φυλακή, όπου αξιώθηκε να δει ένα βράδυ τον Κύριο, ο Οποίος τον θεράπευσε από τις πληγές του! Μάλιστα το θαύμα αυτό το είχαν δει και οι άλλοι κρατούμενοι, όπως και τούρκοι, οι οποίοι απέδωσαν το θαύμα της θεραπείας του στον Αλλάχ, για να εξισλαμισθεί! Όμως ο μάρτυρας έμεινε εδραίος! Ένα άλλο βράδυ ουράνιο φως έλουσε το κελί του. Το φως αυτό το είδαν όλοι και το πληροφορήθηκε και ο Χασάν. Κάποιος Χριστιανός του πήγαινε κρυφά τη Θεία Κοινωνία στη φυλακή.
Το μαρτύριο κράτησε πέντε μήνες. Ο Χασάν τον κάλεσε για τελευταία φορά να αρνηθεί το Χριστό. Αλλά εκείνος ομολόγησε με μεγαλύτερη δύναμη την χριστιανική του πίστη. Έτσι αποφάσισε να τον θανατώσει, δι’ απαγχονισμού. Ο τριαντάχρονος Μάρτυρας ζήτησε και κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης και έλαβε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου. Ήταν 14 Νοεμβρίου του 1800. Πάνω από το κρεμασμένο άψυχο τίμιο λείψανό του φάνηκε φωτεινός σταυρός. Το σώμα του αγόρασαν οι πιστοί της Ρόδου, το οποίο έθαψαν με τιμές. Το 1803 ήρθες η μητέρα του στη Ρόδο να παραλάβει τα ιερά λείψανα του Μάρτυρα γιού της. Με καμάρι τα μετέφερε στην Ύδρα. Αλλά την ώρα που τα απίθωνε στο μητροπολιτικό ναό ξεψύχησε αγκαλιά με αυτά! Η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Νοεμβρίου, την ημέρα του μαρτυρίου του.