π. Δαυίδ Smith
ΔΙΩΓΜΕΝΟΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΠΙΣΤΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Δεν ετίθετο ζήτημα ποια χριστιανική ομολογία να υπηρετήσω, όταν το Μάρτιο του 1980 αποφάσισα να σπουδάσω για να γίνω πάστορας. Η οικογένειά μου ήταν Ενωμένοι Μεθοδιστές, όπως και όλοι οι θρησκευόμενοι φίλοι μου και οτιδήποτε συνέβαινε στην πνευματική μου ζωή διαδραματιζόταν στους κόλπους της ενορίας των Ενωμένων Μεθοδιστών στα προάστια των Συρακουσών της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.
Με την πνευματική καθοδήγηση του μεθοδιστή πάστορα κατάλαβα τι σημαίνει να έχω το Χριστό ως Κύριο και Σωτήρα μου. Μου άρεσε να μεγαλώνω ως μέρος μιας ομάδας νεαρών στελεχών κοντά στην Εκκλησία και είχα βιώσει μαζί τους τη χαρά της απομόνωσης, των βιβλικών σπουδών, των κοινωνικών συναθροίσεων και άλλων εκδηλώσεων των νέων.
Όταν ανακοίνωσα την απόφασή μου να γίνω πάστορας, η σχέση μου με την Εκκλησία ξαφνικά άρχισε να παίρνει μία νέα διάσταση. Καθώς οι άνθρωποι μάθαιναν για τα σχέδιά μου, έπαιρνα ολοένα και περισσότερες προσκλήσεις να μιλήσω -μου ζητούσαν να κάνω κηρύγματα, να είμαι επικεφαλής ομίλων της Αγίας Γραφής, να διδάσκω σε κατηχητικά σχολεία και μου δόθηκαν και άλλες ηγετικές υπευθυνότητες.
Προέκυψε η ανάγκη για μένα να βάλω την προσωπική μου σφραγίδα προβάλλοντας τη δική μου ταυτότητα σαν μια τουλάχιστον δυνάμει πνευματική αυθεντία. Αυτό σήμαινε περισσότερο πράξη παρά θεωρία. Τώρα έπρεπε να ανακαλύψω αν πράγματι είχα κάτι να πω. Ως εκ τούτου άρχισα να δίνω περισσότερη προσοχή στην προσευχή μου, στην προσωπική μελέτη της Αγίας Γραφής. Ανακάλυψα πως έπρεπε να κάνω πολύ προσεκτικές σκέψεις για την πίστη μου.
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΔΙΛΗΜΜΑ
Ταυτόχρονα διαπίστωσα πως η χριστιανική ομολογία στην οποία ανήκα ήταν πολύ διαφορετική από το τοπικό Εκκλησίασμα. Όταν μίλησα σε μερικές ομάδες Ενωμένων Μεθοδιστών για το ζήλο μου για την Εκκλησία και το Θεό, αντιμετώπισα δυσπιστία και αδιαφορία.
Στο πανεπιστήμιο που σπούδαζα και του οποίου χορηγός ήταν η Μεθοδιστική Εκκλησία συνάντησα περιφρόνηση για το υπερφυσικό. Κάποτε οι εκκλησιαστικές αρχές έδιναν έμφαση στα επαγγελματικά ζητήματα και κορόιδευαν το ενδιαφέρον μου για την πνευματική ανάπτυξη. Βρέθηκα στο μέσον δύο αντιθέτων κατευθύνσεων -της πνευματικής εναντίον της νομοτυπικής- και αυτό ήταν αποτέλεσμα της εκδηλωθείσης επιθυμίας μου να γίνω πάστορας. Ήταν μια εποχή μεγάλης οδύνης και συγχύσεως.
Το πράγματα έφτασαν στο αποκορύφωμά τους το καλοκαίρι του 1983. Διατηρούσα φιλικές σχέσεις με την γυναίκα – πάστορα που επέβλεπε τις σπουδές μου. Πλην όμως διαφωνούσαμε σχεδόν σε οτιδήποτε αφορούσε την Εκκλησία και τον Ιησού Χριστό. Μια μέρα μου είπε: «Γιατί δεν κοιτάζεις την περίπτωση να πας σε άλλη ομολογία; Δεν νομίζω ότι θα είσαι ευτυχισμένος μέσα στη Μεθοδιστική Εκκλησία και δεν πιστεύω πως και εμείς θα είμαστε ευτυχισμένοι να σε έχουμε μαζί μας». Ήταν μια πολύ ισχυρή δήλωση που ερχόταν από ένα άνθρωπο μετριοπαθή.
Τα λόγια της με κτύπησαν σαν αστροπελέκι. Ποτέ δεν είχα υποθέσει ότι θα γινόμουν κάτι άλλο πέραν από Μεθοδιστής. Τα πρώτα μου συναισθήματα ήταν φόβος. Ήταν σαν οι γονείς μου να μου έλεγαν «δεν σε θέλουμε μαζί μας πια, γιατί δεν ψάχνεις να βρεις κάποιον άλλο τόπο να ζήσεις;» Όμως ήξερα πως είχε δίκιο. Είχα διαισθανθεί εδώ και λίγο καιρό πως θα έπρεπε να κάνω αυτήν την επιλογή, αλλά ποτέ δεν τόλμησα να την εκφράσω με λέξεις. Εκείνη καθόταν απλά απέναντί μου εκείνη την ημέρα και έλεγε τα λόγια που ήξερα πως ο Θεός ήθελε να ακούσω.
ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
Μέχρι να μπω στη θεολογική σχολή του Άσμπουρυ το 1984 τα πράγματα άλλαξαν δραματικά αναφορικά με τη ζωή μου. Ήμουνα ένας ευτυχισμένος σύζυγος. Είχα εργαστεί για δύο χρόνια ως διευθυντής ενός ευαγγελικού χριστιανικού κατασκηνωτικού κέντρου. Έχοντας εγκαταλείψει τη Μεθοδιστική Εκκλησία, ήμουν τώρα προσκολλημένος στη «Χριστιανική και Ιεραποστολική Συμμαχία». Κατά βάθος ήξερα πως οι απορίες μου που επικεντρώνονταν σε ζητήματα ομολογίας δεν είχαν εξ ολοκλήρου απαντηθεί. Όμως με όλες τις δυσκολίες του προγράμματος της μετεκπαίδευσης να με αναμένουν, κάποιος βαθμός βοήθειας από το θρήσκευμα θα ήταν πολύ σημαντικός. Οι θεολογικές μου σπουδές ήταν σαν ένα όνειρο που γινόταν πραγματικότητα. Ποτέ δεν είχαμε χρήματα, ήμαστε πάντοτε απασχολημένοι και ποτέ δεν είχαμε αρκετό ύπνο, αλλά και η συναδελφικότητα και η πνευματική ανάπτυξη χώλαιναν. Κάθε φορά που επέστρεφα από τα μαθήματά μου, στο μικρό μας αφρόντιστο διαμέρισμα ευχαριστούσα το Θεό που με βοήθησε να επιβιώσω και να ζήσω αυτή την εμπειρία.
Κάτι άλλο που με επηρέασε στη θεολογική σχολή ήταν η γνωριμία με ανθρώπους από ένα μεγάλο φάσμα ομολογιών που όλοι ήσαν πολύ κοντά στις δικές μου θεολογικές πεποιθήσεις. Σύντομα μετά την άφιξή μου στο Άσμπουρυ είχα αποφασίσει να εξετάσω «όλες τις δυνατότητες», καθώς συνήθιζε να λέγει ένας καθηγητής μου της Βίβλου, και να επιλέξω μία ομολογία στην οποία θα μπορούσα να αφιερώσω όλη μου την ενεργητικότητα και το υπόλοιπο της ζωής μου. Σε μια φάση της ζωής μου που έκανα τις περισσότερες έρευνες, τις περισσότερες σπουδές και είχα τη μεγαλύτερη πνευματική ανάπτυξη αυτή η διαδικασία επιλογής φαινόταν να είναι μία ιδανική κατάσταση. Δεν είχα αισθανθεί ποτέ τόση μεγάλη αυτοπεποίθηση και τόσο γεμάτος από προσδοκίες από τον καιρό που αποφοίτησα από το γυμνάσιο, όταν ο καθηγητής μας του επαγγελματικού προσανατολισμού μας διακήρυξε: «μπορείτε να γίνετε οτιδήποτε εσείς θελήσετε».
Όμως πραγματικά κατά κάποιο τρόπο δεν μπορούσα, να αποφασίσω. Ο καθένας φαινόταν πως είχε μια μικρή γωνιά της θεολογικής αγοράς και υπεραμυνόταν έντονα των δικών του απόψεων, συχνά παραγνωρίζοντας αλλά σημεία που ήταν εξ ίσου σπουδαία. Οι καθηγητές της θεολογικής σχολής, νομίζοντας προφανώς ότι η τάξη που είχαν μπροστά τους ήταν γεμάτη από ανθρώπους που αισθάνονταν δογματική ασφάλεια, υποδείκνυαν τις μικρές αντιφάσεις που υπήρχαν στα διάφορα θεολογικά πλαίσια. Ήξερα ότι είχαν δίκιο. Έπρεπε να σκεφθώ κάποιο τρόπο με τον οποίο θα υπηρετούσα το Θεό σαν πάστορας σε μια οργάνωση. Όχι μια οργάνωση η οποία απλά είχε τις πλησιέστερες με τις δικές μου πεποιθήσεις, αλλά μια που να ήταν πλησιέστερα στην αποκάλυψη του Θεού που έγινε μέσα από τις Γραφές και την οποία ακολουθούσαν οι δούλοι του δια μέσου των αιώνων. Που μπορούσε να υπάρχει αυτή;
ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Σκέφτηκα για κάποιο χρονικό διάστημα να ανοίξω τη δική μου Εκκλησία και να οικοδομήσω τη Χριστιανοσύνη εξ υπαρχής. Μερικά ερωτήματα με βασάνισαν. Τι θα κάνουμε εκεί; Αν το μόνο που θα κάνουμε είναι να τραγουδάμε, να προσευχόμαστε και να κηρύσσουμε, τότε γιατί να μην πάμε σε μια από τις «Συναθροίσεις του Θεού,» που θα βρούμε στο δρόμο; Αν θα κάνουμε κάποια άλλη ιεροτελεστία πέραν από αυτά, τότε τι θα είναι; Άρα γε ψάχνω για κάτι διαφορετικό για να προσελκύσω την προσοχή ή πραγματικά αναζητώ την αλήθεια; Αυτά τα ερωτήματα με βασάνιζαν τόσο, που ευτυχώς με ανάγκασαν να εγκαταλείψω τα σχέδιά μου να ανοίξω ή να υπηρετήσω μια ανεξάρτητη Εκκλησία.
Αργότερα στο μάθημα που αφορούσε παλαιές Εκκλησίες επισκεφθήκαμε διάφορες πόλεις για να κάνουμε επιτόπιες εργασίες. Είδα πολλές Εκκλησίες. Καμμιά δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσα (και βέβαια τόσο μοναδική!) όσο η Ευαγγελική Ορθόδοξη Εκκλησία που συνάντησα καθ’ οδόν. Εδώ υπήρχε μια αφοσιωμένη ομάδα Ευαγγελικών Χριστιανών που βρισκόταν στο δρόμο προς την Ορθοδοξία. Είχα μια μόνο σύντομη επαφή με την Εκκλησία αυτή τον Οκτώβρη του 1985, αλλά η εντύπωση αυτής της επίσκεψης και το ταξίδι που επιχειρούσε η Ευαγγελική Ορθόδοξη Εκκλησία έμειναν μαζί μου. Τι συναρπαστική προοπτική! Για να ανακαλύψουν την πραγματική έννοια της καινοδιαθηκικής Χριστιανοσύνης, μελέτησαν την Εκκλησία που γεννήθηκε στην Καινή Διαθήκη και την ιστορική της πορεία.
ΣΚΑΜΠΑΝΕΒΑΣΜΑΤΑ
Για τον υπόλοιπο χρόνο των θεολογικών μου σπουδών αισθανόμουνα ως κρυπτο-ορθόδοξος. Όταν έγραφα μελέτες, προσπαθούσα να ενδιατρίψω σε θέματα που αναφερόντουσαν στην Ορθοδοξία. Όταν μελετούσα τις Γραφές, πάλευα με τα ενδιαφέροντά μου για την Ορθόδοξη Θεολογία. Ακόμα θυμάμαι μια μελέτη τριμήνου πάνω στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή ια’ 23-26, το εδάφιο που αναφέρεται στη θεία ευχαριστία. Καθώς μετέφραζα, μελετούσα και έγραφα, ο Θεός σα να αφαίρεσε ένα πέπλο από τα μάτια μου που αφορούσε τις μηδενιστικές μου ιδέες και θεωρίες αναφορικά με τη θεία ευχαριστία, που για πολύ καιρό πίστευα.
Δοκίμασα κύματα χαράς εναλλασσόμενα από φόβο με τη σκέψη του τι πραγματικά σημαίνει για τους Χριστιανούς το «σώμα και αίμα». Στη μνήμη μου όμως ξεχωρίζει μια σημαντική αρνητική εμπειρία. Μετά από αρκετό καιρό μελέτης για την Ορθοδοξία, η γυναίκα μου και εγώ αποφασίσαμε ότι ήταν καιρός να παρακολουθήσουμε μαζί μια λειτουργία. Συχνά περνούσαμε με το αυτοκίνητο στο δρόμο μας για τη δουλειά έξω από μια ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι μια Παρασκευή σταματήσαμε να παρακολουθήσουμε τη θεία λειτουργία. Ένας νεαρός μας συνάντησε στα σκαλοπάτια και μας είπε πως η λειτουργία είχε μόλις τελειώσει, αλλά θα υπήρχε ακόμη μια λειτουργία το άλλο πρωί, γιατί ήταν η μέρα πριν το Πάσχα Καθώς φεύγαμε αποφασίσαμε να πάμε να λειτουργηθούμε στην επομένη, αλλά συγχρόνως λυπηθήκαμε για εκείνη την καημένη ψυχή που δεν είχε αντιληφθεί ότι το Πάσχα εκείνης της χρονιάς είχε ήδη εορταστεί.
Όταν την επομένη μέρα παρακολουθήσαμε τη θεία λειτουργία, δοκιμάσαμε σύγχυση και απογοήτευση. Ακούσαμε πολύ λίγα αγγλικά, με εξαίρεση τις στιγμές που ο ιερέας φώναζε με τους ψάλτες ή το Εκκλησίασμα. Όλοι τους ήλθαν αργά και προσπαθούσαν να φύγουν νωρίς. Πολύ λίγοι χαιρετούσαν. Ήταν αυτό αντιπροσωπευτικό;
Αργότερα την επομένη εβδομάδα καθώς καθόμουνα στη βιβλιοθήκη του Άσμπουρυ, έριξα μια ματιά στο ράφι των περιοδικών δίπλα μου. Πρόσεξα ένα έντυπο, το περιοδικό «Ξανά», το οποίο είχα ξαναδεί στην Ευαγγελική Ορθόδοξη Εκκλησία που είχα επισκεφθεί. Η γυναίκα μου, στενοχωρημένη από την εμπειρία μας της περασμένης Κυριακής, θύμωσε όταν έφερα σπίτι το περιοδικό και είπα πως υπάρχει ακόμα ελπίδα. Μερικούς μήνες αργότερα, όταν έφθασε το επόμενο τεύχος στη θεολογική σχολή, τόλμησα να πάρω τη μεγάλη απόφαση, έγραψα στον διευθυντή εκδότη, διάκονο Ρέυ Τσελλ. Μου απάντησε πολύ γρήγορα για να μου πει ότι ο πατήρ Γκόρτον Γουώλκερ βρισκόταν μόλις μία Πολιτεία νοτιότερα, στο Τενεσσύ, και με προέτρεψε να πάω να τον δω.
Το Νάσβιλ του Τενεσσύ μπορεί να φαίνεται πολύ κοντά στο Λέξινγκτον του Κεντάκυ σε κάποιον από την Δυτική Ακτή, αλλά για ένα ζευγάρι που είχε ήδη απογοητευθεί από μια ορθόδοξη Εκκλησία, το τεσσάρων ωρών ταξίδι με το αυτοκίνητο φαινόταν παράλογο! Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι να γίνει η κλήση από το Άγιο Πνεύμα πολύ δυνατή. Τελικά η σύζυγός μου και εγώ πήγαμε να περάσουμε ένα Σαββατοκύριακο στην Εκκλησία του Αγίου Ιγνατίου στο Φράνκλιν του Τενεσσύ.
Με ποια λόγια να περιγράφω την πρώτη λειτουργία, δηλ. την πρώτη λειτουργία στα αγγλικά που συμμετείχα και μπορούσα να κατανοήσω; Ειλικρινά ήταν σαν να ξαναζούσα την Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννη στην Πάτμο. Αυτή τη φορά δεν διάβαζα απλώς τις αποκαλύψεις- τις βίωνα. Όταν κοίταξα προς το μέρος της συζύγου μου, πρόσεξα πως είχε και αυτή την ίδια αντίδραση. Την ώρα που ο κόσμος στεκόταν στη γραμμή για να κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων αισθάνθηκα μια έλξη που σχεδόν με συνεπήρε.
Αν αυτή τη μέρα ήταν η ορθόδοξή μας γέννηση σύντομα ακολουθήθηκε από τους αυξανόμενους πόνους της εφηβείας. Αποφοίτησα από τη θεολογική σχολή με το πτυχίο Μάστερ στη Θεολογία- το πιο αχρείαστο δίπλωμα στον κόσμο για κάποιον που δεν είναι πάστορας και δεν έχει Εκκλησία μέσα στην οποία να το χρησιμοποιήσει. Αντίθετα βρέθηκα να εργάζομαι στην υπηρεσία αστέγων στο κέντρο της Νέας Υόρκης, ενώ άρχισα να μαθαίνω εξ υπαρχής την πράξη της Ορθοδοξίας υπό την καθοδήγηση του πατρός Χάννα Σακκάμπ στην Εκκλησία του Αγίου Ηλία στις Συρακούσες.
Υπήρχαν τόσα πολλά πράγματα να μάθω, μερικά από αυτά δεν γινόντουσαν εύκολα κατανοητά από τον νεαρό απόφοιτο του Άσμπουρυ που μόλις πρόσφατα είχε μάθει για την ύπαρξη της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης. Ανεξάρτητα όμως με το πόσο δύσκολα ήσαν μερικά από αυτά τα μαθήματα, ποτέ δεν κοίταξα πίσω. Έχω μία αδιάσειστη πίστη την οποία θέλω να προσφέρω στα παιδιά μου. Προσεύχομαι με σοφά και αρχαία λόγια. Λατρεύω τον Θεό.
Η ΝΕΑ ΑΡΧΗ
Όταν επέστρεψα από τις διακοπές τον Ιούλιο του 1991 βρήκα μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή από τον επίσκοπο Αντώνιο της Αρχιεπισκοπής του Πατριαρχείου Αντιόχειας για τη Βόρειο Αμερική. Θα χειροτονούμουν ιερέας για να υπηρετήσω την ιεραποστολή της Μεταμορφώσεως στο Λάντον του Οντάριο. Τι σπουδαία αρχή ήταν αυτή!
Δεν μπορώ να πιστέψω πως κάθε βδομάδα καλούμαι να αγγίξω το σώμα του Χριστού με τα ίδια μου τα δάκτυλα και να προσευχηθώ με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί- είναι υπερβολικά ωραίο για να είναι αληθινό- αλλά υποθέτω η θεία χάρις πάντοτε είναι.
Οι σπουδές μου στη θεολογική σχολή του Άσμπουρυ μου έδωσαν τα εργαλεία που χρειαζόμουνα για να ανακαλύψω αυθεντικά την αλήθεια του Θεού, και συνεχίζω να το χρησιμοποιώ για τη διάδοση της Βασιλείας του. Εξακολουθώ να ευχαριστώ τον Θεό που με κάλεσε στο Άσμπουρυ, γιατί αναμφίβολα, αυτό ήταν το μέσο που διάλεξε για να με οδηγήσει στην θαυμάσια χαρά και πληρότητα που έχω τώρα βρει στην Ορθόδοξη πίστη.
Μετάφραση από το αγγλικά: ΣΑΒΒΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ, Διδάκτωρ φιλοσοφίας, Καθηγητής Αγγλικής φιλολογίας
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ