π. Alistair Anderson
ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Συνέβη το καλοκαίρι του 1955. Εσωτερικός φοιτητής επί πτυχίω στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Νότου, στο Σουάνυ του Τενεσή, είχα να κάμω κάποια ανάγνωση αργά το βράδυ στη βιβλιοθήκη. Δεν ήταν κανένας άλλος στο κτίριο, έκτος από το βιβλιοθηκάριο, που είχε ήδη αρχίσει να κλείει για τη νύκτα. Ξαφνικά είχα το πιο παράξενο συναίσθημα, πως κάποιος με παρακολουθούσε. Όσο περισσότερο προσπαθούσα να διαβάσω, τόσο περισσότερο έμμονο γινόταν αυτό το συναίσθημα.
ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
Τελικά αισθάνθηκα αναγκασμένος να σηκωθώ από την καρέκλα μου και να περπατήσω προς ένα αμυδρά φωτισμένο χώρο οπού, σκέφτηκα, μπορεί να ήταν εκείνα τα αθέατα μάτια. Όταν η όρασή μου προσαρμόστηκε στις σκιές, είδα στον τοίχο, πάνω από μένα, ένα μεγάλο πορτραίτο επισκόπου των Επισκοπελιανών (αγγλικανών της Αμερικής). Διάβασα το όνομά του στη μπρούντζινη πλάκα, πιο κάτω.
Χιού Μίλλερ Τόμπσον (1830 – 1902)
Δεύτερος Επίσκοπος Μισισιπή
Ανακαλώ ακόμη στη μνήμη μου ολοζώντανα τη συγκίνηση που με σάρωσε. Ξαναδιάβασα την πλακέτα, και αναγνώρισα αυτό το όνομα σαν ένα στο οποίο είχα κατά καιρούς ακούσει να γίνεται αναφορά κατά τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας και εφηβείας. Ο προπάππος μου Χιού Μίλλερ Τόμπσον, ήταν αυτός ο Επισκοπελιανός επίσκοπος. Ποτέ δεν συνειδητοποίησα ότι ήταν στο Σουάνυ. Οι γονείς μου σπάνια μιλούσαν γι’ αυτόν ή (για τον ίδιο λόγο) για τον παππού μου Φράνκ Τόμπσον, ένα Επισκοπελιανό ιερέα που υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας στο Ναυτικό για σαράντα χρόνια. Αντ’ αυτού, με ήθελαν να ακολουθήσω τα βήματα του πατέρα μου και να γίνω αξιωματικός του Ναυτικού, συγκεκριμένα στο εμπορικό Ναυτικό.
Ενώ κοίταζα το πορτραίτο, αισθάνθηκα μία έντονη απογοήτευση ότι οι γονείς μου δεν μου είχαν μιλήσει για τους προγόνους μου. Ήμουν εξ ίσου απογοητευμένος με τον εαυτό μου, διότι απέτυχα να κάνω τη δική μου οικογενειακή έρευνα. Τα αισθήματα, όμως, αυτά υποχώρησαν γρήγορα μέσα από την περηφάνεια και τη χαρά που αισθάνθηκα, γνωρίζοντας ότι καταγόμουν από τέτοιους διακεκριμένους κληρικούς. Για πρώτη φορά στη ζωή μου αντιλήφθηκα πως οι αγαπημένοι μου πρόγονοι με καλούσαν, μέσω της προσευχής, στην ιερωσύνη εντός της Επισκοπελιανής Εκκλησίας. Η χριστιανική πραγματικότητα της κοινωνίας των άγιων με είχε δέσει μαζί τους, μέσα σε μια πνευματική ένωση που υπερβαίνει όλο το γήινο χρόνο και χώρο.
ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ.
Η ενήλικη ζωή μου άρχισε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Αποφοίτησα από τη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠA στην Αννάπολη του Μαίρυλαντ, και τοποθετήθηκα σ’ ένα καταδρομικό στον Ειρηνικό Ωκεανό. Κατά τη διάρκεια των χρόνων εκείνων, εκτελώντας τα καθήκοντά μου στο ναυτικό (επάγγελμα) άρχισα να γίνομαι πολύ ανήσυχος. Με τον καιρό, είχα πεισθεί ότι η ανησυχία μου ήταν αποτέλεσμα πνευματικής πείνας, που μέχρι τότε δεν είχα πάρει στα σοβαρά.
Τελικά, το φθινόπωρο του 1947, παραιτήθηκα από το Ναυτικό και αποτάθηκα για έγγραφή σε Ιερατική Σχολή. Μια και οι γονείς μου δεν ανήκαν σε οποιοδήποτε δόγμα, αποφάσισα να πάω στην Πολιτειακή Ιερατική Σχολή, ένα διαδογματικό ίδρυμα που βρισκόταν στην καρδιά της πόλεως της Νέας Υόρκης.
Ήταν στην Πολιτειακή, μέσω της επιρροής αρκετών μελών της σχολής, όπου επεζήτησα χειροτονία εντός της Επισκοπελιανής Εκκλησίας. Εκεί, έμαθα για την αγγλικανική θεία λειτουργία, τα εφτά μυστήρια, το δόγμα της Εκκλησίας που είναι ριζωμένο στην Αγία Γραφή, τα Θρησκεύματα, την Ιερά Παράδοση και τα γραπτά των Εκκλησιαστικών Πατέρων, όπως διατυπώθηκαν από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους της αδιαίρετης Εκκλησίας. Εμπνεύστηκα ιδιαίτερα από δυο Προτεστάντες θεολόγους, τον Δρ. Πώλ Σιέρε και τον Δρ. Ράϊνχολντ Νίμπουρ, για να διδάξω Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών.
Εμπνεύστηκα επίσης από δύο Επισκοπελιανούς θεολόγους τον Δρ. Ουόλτερ Μπάουι και τον Δρ. Σύριλ Ρίτσιαρντσον να αγαπώ το δόγμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και να πιστεύω και να τιμώ αυτό το δόγμα στην προσφορά των αγίων μυστηρίων, μέσω της αγγλικανικής λειτουργίας.
Κατά, τη διάρκεια της ίδιας περιόδου αισθάνομαι τυχερός που άκουσα αρκετές διαλέξεις από τον ξακουστό Ορθόδοξο θεολόγο, π. Γεώργιο Φλωρόσφκυ, που δίδασκε στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Βλαδιμήρου, ακριβώς στην απέναντι μεριά του δρόμου. Εκείνες τις μέρες υπήρχε μεγάλη ελπίδα μεταξύ πολλών Επισκοπελιανών ότι οι Αγγλικανοί και οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι πιθανόν να πραγματοποιούσαν μια αμοιβαία αναγνώριση των εκκλησιαστικών τάξεων, με μία μορφή εκκλησιαστικής κοινωνίας (intercommunion).
Η ΜΕΣΗ ΟΔΟΣ.
Το 1951 χειροτονήθηκα ιερέας από τον Επισκοπελιανό επίσκοπο του Μαίρυλαντ και πήγα στην πρώτη μου ενορία, πεπεισμένος ότι πρέπει να κηρύξω και διδάξω τη via media δηλ. τη μέση οδό. Πολλοί από τους κληρικούς και λαϊκούς εκείνες τις μέρες αισθάνονταν ότι η αγγλικανική θεία κοινωνία ίσως να ήταν το μόνο μέσο με το οποίο τόσο τα ευαγγελικά όσο και τα καθολικά δόγματα της Εκκλησίας θα μπορούσαν να ενωθούν. Πιστεύαμε ότι μια τέτοια μέση οδός θα μπορούσε να συγκροτήσει μια ένωση των Εκκλησιών, μέσω μιας κατανόησης χωρίς συμβιβασμούς.
Η ιδέα της «μέσης οδού», που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από αγγλικανούς θεολόγους του δεκάτου έκτου και δεκάτου έβδομου αιώνα, και αργότερα επεξηγήθηκε από τον πατέρα Τζών Χένρυ Νιούμαν, πρόσφερε την ελπίδα ότι τελικά θα μας οδηγούσε ανατολικά, από την Καντερβουρία και τη Γενεύη στην Κωνσταντινούπολη.
Η Εκκλησία είχε την εμπειρία μιας εκρηκτικής ανάπτυξης στα χρόνια αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Σε δύο ακριβώς χρόνια, βάφτισα σχεδόν τριακόσια παιδιά και ενήλικες στις ενορίες μου. Δυστυχώς, αυτή η εντυπωσιακή ανάπτυξη τέλειωσε τόσο γρήγορα όσο είχε αρχίσει. Οι δηλητηριώδεις σπόροι του κοσμικού ανθρωπισμού που διαγράφονται στο Ουμανιστικό Μανιφέστο του 1933 του Αμερικανικού Ουμανιστικού Συνδέσμου βρήκαν τις ρίζες τους στα ιεροδιδασκαλεία μας. Σε λίγα χρόνια πολλοί Επισκοπελιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, άρχισαν να προσβλέπουν στην κοσμική κουλτούρα για έμπνευση και καθοδήγηση και εισχώρησαν βαθειά στα ήθη και τις αξίες τους.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ.
Ευτυχώς, τα χρόνια μεταξύ 1956 και 1977 με βρήκαν να προστατεύομαι κάπως από αυτή την τραγική επιδείνωση των δογματικών και ηθικών αξιών της Εκκλησίας. Είχα προσφερθεί εθελοντικά να υπηρετήσω ως στρατιωτικός ιερέας στον Αμερικανικό Στρατό και δεν υποχρεώθηκα από τον επίσκοπο των Ενόπλων Δυνάμεων να χρησιμοποιήσω τη νέα Επισκοπελιανή θεία λειτουργία και να αποδεχθώ τις πρωτοποριακές θεολογικές ιδέες και ήθη που είναι του συρμού στους Επισκοπελιανούς.
Τα χρόνια που ήμουν στρατιωτικός ιερέας ήταν μια πρόκληση για μένα και μου πρόσφεραν μια προσωπική ικανοποίηση, μέχρις ότου αγκάλιασα την Ορθοδοξία. Διακόνησα άνδρες σε μάχη, σε καιρό πολέμου και άνδρες και γυναίκες και τις οικογένειές τους σε καιρούς ειρήνης. Η διακονία αυτή με έφερε σε στενή επαφή με όλα τα είδη και καταστάσεις ανθρώπων. Βίωσα τη χαρά της αίσθησης ότι σε χρειάζονται και σε εκτιμούν σαν ιερέα και μου δόθηκε η ευκαιρία να μοιραστώ κάθε πλευρά της ζωής τους.
Συχνά συναντούσα Ορθόδοξους Χριστιανούς, στους οποίους είχαν πει οι ιερείς τους, όταν ήταν στα σπίτια τους, να αναζητούν κάποιο Επισκοπελιανό στρατιωτικό ιερέα, αν δεν έβρισκαν Ορθόδοξο ιερέα. Γι’ αυτό και συνάντησα και γνώρισα πολλούς Ορθόδοξους στρατιώτες και τις συζύγους τους κατά τη διάρκεια των εικοσιένα χρόνων της υπηρεσίας μου. Δυστυχώς για την Επισκοπελιανή Εκκλησία, η πρακτική αυτής της συνεργασίας διακόπηκε. Αιρετικά διδάγματα και η κατάρρευση της ηθικής των Γραφών σε μεγάλα τμήματα της Αγγλικανικής Κοινωνίας κατέστησε αδύνατη οποιαδήποτε μορφή συνεχούς οικουμενικού διαλόγου και ενδοεπικοινωνίας με τους Ορθόδοξους.
Όταν αφυπηρέτησα από το Σώμα των Στρατιωτικών Ιερέων, έλπιζα να υπηρετήσω σε ενορίες όπου θα μπορούσα να αναχαιτίσω την προέλαση των ουμανιστικών διδασκαλιών που κύκλωσαν την Εκκλησία μου. Ήθελα να διδάξω την πίστη και το δόγμα των Αγγλικανών Θεολόγων και να υποστηρίξω την αρχαία χριστιανική αλήθεια «lex credendi est lex orandi» δηλ. ο νόμος της πίστης είναι ο νόμος της προσευχής. Μετά από εργασία εφτά χρόνων σε ενορία, τελικά αναγκάστηκα να παραδεχθώ ότι αυτή η συλλογική πρόταση δεν είναι πια εφικτή στην Επισκοπελιανή Εκκλησία. Οι επίσκοποι απαίτησαν όπως όλες οι ενορίες χρησιμοποιούν το νέο Βιβλίο Προσευχών και θα εστέλλετο μια γυναίκα ιερέας να υπηρετήσει σαν «ιέρεια» στην ενορία όπου υπηρετούσα.
Όπως τόσοι ιερείς, ζήτησα να απαλλαγώ από τις ποιμαντικές μου ευθύνες στην Επισκοπελιανή Εκκλησία και πληροφόρησα τον επίσκοπο ότι θα γινόμουν δεκτός σε μια από τις Επισκοπελιανές Εκκλησίες που συνέχιζαν, και οι οποίες επιχειρούσαν να διατηρήσουν το παραδοσιακό αγγλικανικό δόγμα και λατρεία. Ήλπιζα ότι η Αγγλικανική Καθολική Εκκλησία, στην οποία είχα γίνει δεκτός ως ιερέας και υπηρέτησα για έξι χρόνια, θα μπορούσε να παραμείνει μια αληθινά «εναπομένουσα» Εκκλησία μέχρι τη στιγμή που η αλαζονεία και ο παραλογισμός της Επισκοπελιανής Εκκλησίας θα μπορούσαν να αντικατασταθούν και οι ουσιώδεις αλήθειες της αγγλικανικής πίστης και λατρείας θα συγχωνεύονταν γύρω από τον αφοσιωμένο υπόλοιπο πυρήνα.
Δυστυχώς, ακόμη κι αυτή η ελπίδα αποδείχτηκε πως ήταν μάταιη. Οι παραμένουσες Αγγλικανικές Επισκοπελιανές Εκκλησίες με τις οποίες ήλθα σε επαφή, διαφώνησαν ανοικτά πάνω στο δόγμα και το εκκλησιαστικό πολίτευμα. Αντί να διατηρήσουν την ενότητα και την ισχύ εντός της παραδοσιακής Αγγλικανικής Κοινωνίας, απλά διαιρέθηκαν και χωρίστηκαν σε ολοένα και περισσότερα εκκλησιαστικά σώματα.
Λοιπόν, αυτό ήταν που με ένα μεγάλο βάρος στην καρδιά με ανάγκασε να παραδεχτώ ότι η Εκκλησία των προγόνων μου είχε εγκαταλείψει πάρα πολλά από τα βιβλικά, θεολογικά, λειτουργικά, αφιερωματικά και ηθικά κληροδοτήματά της. Είχα έλθει στο σημείο όπου έπρεπε να πάρω την πολύ δύσκολη απόφαση να αφήσω πίσω μου όλα εκείνα που υπήρξαν τόσο γνώριμα, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΪΤΗ.
Το 1988 ανανέωσα μια παλιά φιλία με τον αιδεσιμότατο π. Μιχαήλ Γκραίηβς που είναι Ορθόδοξος ιεραπόστολος, ιερέας και αρχιερατικός επίτροπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Καραϊβική. Είχε διατελέσει βοηθός μου στην Επισκοπελιανή Εκκλησία στη Νέα Υερσέη και πάντοτε έλεγε ότι η θητεία μου ως εφημέριου εκεί τον ενέπνευσε να σπουδάσει την ιερωσύνη.
Κάλεσα τον π. Μιχαήλ για να τον ρωτήσω τι έπρεπε να κάνω για να γίνω Ορθόδοξος ιερέας. Μου εξήγησε τι έπρεπε να κάνω, και στη διαδικασία που ακολούθησε με εισήγαγε στα γραπτά κείμενα του επισκόπου Καλλίστου Γουέαρ, του π. Αλεξάντερ Σιέρμαν, του π. Αντωνίου Κόνιαρη και του π. Αλέξη Γιάγκ που όλο ενδυνάμωσαν την πίστη μου στην Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. Μέσω των προσευχών μας, της αλληλογραφίας, περιοδικών συναντήσεων, και της ευγενικής αγαπώσας πειθούς του, έμαθα ότι η ιστορική Ορθόδοξος Χριστιανοσύνη ήταν η μόνη οδός για μένα.
Στο τέλος, μόνο ένα πράγμα με εμπόδιζε από του να αγκαλιάσω την Ορθοδοξία. Για μένα, δεν ήταν η ούτω καλούμενη «εθνική διαφορά» που δυστυχώς απομακρύνει πραγματικά μερικούς από την Εκκλησία Δεν ήταν από διστακτικότητα η θλίψη, στο να αφήσω κατά μέρος την μεγαλόπρεπη αγγλικανική θεία λειτουργία. Ήταν μάλλον το γεγονός ότι, ο θαυμασμός μου για τα έργα του Θωμά του Ακυνάτου είχε αποφράξει και επισκιάσει τη βαθύτερη κατανόηση που είχα για τους πρώτους Εκκλησιαστικούς Πατέρες.
Περιγράφοντας τα αποτελέσματα της πτώσης του ανθρώπου, για παράδειγμα, ο Ακυνάτος πρόβαλε ότι ενώ η θέληση του ανθρώπου ήταν διεφθαρμένη, η διάνοιά του δεν ήταν (διεφθαρμένη). Η δύναμη της διανοητικής λογικής του ανθρώπου ανυψώνεται σε τέτοιο υψηλό επίπεδο στη διδασκαλία του Ακυνάτου, που ο κόσμος δελεάζεται στο να πιστέψει ότι μπορεί να αντικαταστήσει την αποκάλυψη του Θεού με την ανθρώπινη λογική.
Ο Θωμάς ο Ακυνάτος αθέλητα άνοιξε την πόρτα στο λάθος του Έλληνα φιλοσόφου Πρωταγόρα που είπε: «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Αυτό εξηγεί γιατί τόσοι άνθρωποι πιστεύουν ότι η χριστιανική αλήθεια δεν χρειάζεται πια να είναι προοδεμένη στην αποκάλυψη, αλλά μπορεί να αναμιχθεί με τα διδάγματα μη χριστιανών φιλοσόφων. Στις μελέτες μου εμπνεύστηκα και παρηγορήθηκα συνειδητοποιώντας ότι δεν χρειαζόταν ποτέ να υπάρξει η Μεταρρύθμιση στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι πιστεύει και σήμερα τα ίδια πράγματα που ο Ιησούς είπε και έκαμε, όταν έζησε ανάμεσά μας σαν άνθρωπος.
Μετά από μια εμπνευσμένη εβδομάδα στην Αϊτή, όπου παρατήρησα την έντονη επίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε πολλούς ανθρώπους, ρώτησα τον π. Μιχαήλ που θα μπορούσα να λάβω την κατήχηση και το χρίσμα. Με έστειλε στον αιδεσιμότατο Γεώργιο Ράτο, πρωθιερέα του ναού των Αγίων Πέτρου και Παύλου της Βηθεσδά του Μαίρυλαντ. Η ευγένεια του π. Γεωργίου, η πνευματική καθοδήγηση και η πλήρης κατήχηση με ενθάρρυναν να υποβάλω αίτηση προς την ιεραρχία της Εκκλησίας του για χειροτονία.
Η αυτού πανιερότης ο μητροπολίτης Φίλιππος (του Πατριαρχείου Αντιόχειας) ενέκρινε την αίτησή μου, όπως επίσης την παράκληση του π. Γεωργίου να χειροτονηθώ ως βοηθός του στην Εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Χειροτονήθηκα ιερέας από τον θεοφιλέστατο Επίσκοπο Αντώνιο τον Ιανουάριο του 1992. Αισθάνθηκα ότι με καλωσόριζαν στο ίδιο μου το σπίτι! Τα σαράντα χρόνια περιπλάνησής μου σ’ αυτό που κατάντησε να είναι μια εκκλησιαστική έρημος τέλειωσαν. Τώρα έχω αρχίσει ένα νέο και θαυμάσιο προσκύνημα στην Ορθοδοξία, όχι μόνο με την Εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου αλλά και με τούς ναούς των Αγίων Ιγνατίου, Γρηγορίου, Βασιλείου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Βαρβάρας, Θέκλας, Μητέρας Μαρίας Σκόπτσοβα και πολλών άλλων.
Τον Ιανουάριο του 1992, αμέσως μετά τη χειροτονία μου, είχαμε τη χαρά να φιλοξενήσουμε στο ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου, το χρίσμα μιας ομάδας πρώην Πρεσβυτεριανών και τη χειροτονία του πάστορά τους Κένεθ Χάϊνς. Την ίδια μέρα, ο Δρ. Πάτρικ Ρίαρντον, ένας Επισκοπελιανός Θεολόγος και πρώην ιερέας, χειροτονήθηκε ως ορθόδοξος ιερέας, και ο Δρ. Ρόυ Στέφενς, εκπαιδευτικός από τη Βιργινία και πρώην Ρωμαιοκαθολικός, χειροτονήθηκε ως διάκονος, για να ηγηθεί μιας κοινότητας αποτελούμενης από νεοφώτιστους στο Βιρτζίνια Μπήτς. Και ο κατάλογος συνεχίζεται…
Το λέγω αυτό με πολλή σοβαρότητα. Κατά κάποιο τρόπο διαισθάνομαι ότι εκείνα τα μάτια στη βιβλιοθήκη του Σουάνυ με εγκρίνουν και με λαμβάνουν υπ’ όψιν. Πιστεύω ότι ο προπάππος μου και ο παππούς μου με επευφημούν και προσεύχονται για την ευημερία μου ως ορθόδοξου ιερέα. Διότι πραγματικά επιζητώ να ακολουθήσω τα αχνάρια τους, για να λατρεύσω τον Χριστό εντός της Εκκλησίας του, και να τον υπηρετήσω εκεί, με όλη μου την καρδιά και την ψυχή.
Μετάφραση: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΗΣ, Καθηγητής των Αγγλικών
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ