Αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου
Η προσευχή τής μητέρας τού προφήτη Σαμουήλ
Ας δούμε λοιπόν αν αυτό συνέβαινε και σ’ αυτή τη γυναίκα. Γιατί αν μεν τη δεις να καταφρονείται, να μη τιμάται, να υβρίζεται, να μην έχει παρρησία προς τον άνδρα, ούτε να χαίρεται πολλή εύνοια, θα μπορέσεις να στοχαστείς ότι γι’ αυτό επιθυμούσε παιδί, για να έχει παρρησία πολλή κι ελευθερία και για να γίνει πιο αγαπητή στον άντρα. Αν όμως τα βρεις όλα αντίθετα, αυτήν να είναι αγαπητή περισσότερο από εκείνη που έχει τα παιδιά και να χαίρεται περισσότερη εύνοια, είναι προφανές ότι επιθυμούσε παιδί, όχι για κάποιο ανθρώπινο λόγο, ούτε για ν’ αποσπάσει περισσότερο τον άντρα, αλλά για την αιτία που είπαμε.
Από πού λοιπόν είναι αυτό φανερό; Άκου τον ίδιο το συγγραφέα να λέει το εξής· (γιατί δεν το είπε αυτό επιπόλαια αλλά για να γνωρίσεις την αρετή της γυναίκας). Τι λοιπόν λέει αυτός; “Επειδή ο Ελκανά αγαπούσε την Άννα περισσότερο από τη Φενάννα”.
Ύστερα, μετά από αυτά, βλέποντάς τη να μη τρώει αλλά να κλαίει, λέει: “Γιατί κλαις; και γιατί δεν τρως; και γιατί η καρδά σου είναι θλιμμένη; δεν είμαι εγώ σ’ εσένα καλύτερος από δέκα γιούς;”
Βλέπεις πώς ήταν συνδεδεμένος μ’ αυτή, και για κείνη υπόφερε περισσότερο, όχι επειδή δεν έχει παιδιά, αλλά επειδή την έβλεπε ν’ αθυμεί και να κατέχεται από βαθειά θλίψη; Αλλ’ όμως δεν την έπεισε να πάψει ν’ αθυμεί. Γιατί δεν επιζητούσε το παιδί γι’ αυτόν, αλλά για να επιδείξει κάποιο καρπό στον Θεό.
“Και σηκώθηκε”, λέει, “αφού αυτοί έφαγαν στο Σηλώμ, και αφού ήπιαν, και στάθηκε μπροστά στον Κύριο”. Ούτε κι αυτό ειπώθηκε έτσι απλά, ότι “αφού έφαγαν και αφού ήπιαν” αλλά για να μάθεις, ότι τον καιρό που άλλοι χρησιμοποιούν για άνεση και σχόλη, τον ίδιο αυτό καιρό, αυτή τον έκανε καιρό προσευχής και δακρύων, για μεγάλη νήψη και εγρήγορση.
“Και στάθηκε μπροστά στον Κύριο· Και ο Ηλεί ο ιερέας, (λέει), καθόταν σε καθέδρα κοντά στον παραστάτη της πύλης του ναού του Κυρίου”.
Ούτε αυτό ειπώθηκε απλά, ότι “ο Ηλεί ο ιερεύς καθόταν κοντά στην πύλη του ναού του Κυρίου”· αλλά για να δείξει τη θέρμη της γυναίκας. Γιατί όπως ακριβώς χήρα γυναίκα πολλές φορές υπάρχοντας απροστάτευτη κι έρημη, επηρεαζόμενη, κακομεταχειρισμένη, σε πολλά αδικούμενη, ενώ πρόκειται να μπει ορμητικά βασιλιάς, ενώ συναντάει μπροστά της δορυφόρους, ασπιδοφόρους, καβαλλάρηδες και πολλή άλλη συνοδεία, δεν καταπλήσσεται, ούτε έχει ανάγκη από προστάτη· αλλά αφού διασχίσει όλους αυτούς με πολλή παρρησία συναντά το βασιλιά, με την ανάγκη που την χειραγωγεί, να διεκτραγωδεί τη συμφορά της. Έτσι λοιπόν κι αυτή η γυναίκα δεν κοκκίνισε, δε ντράπηκε, ενώ ο Ιερέας καθόταν, να ζητήσει αυτή για τον εαυτό της και να προσέλθει στο βασιλιά με πολλή παρρησία. Αλλά έχοντας αναπτερωθεί από τον πόθο, κι έχοντας με τη διάνοια ανέβει προς τον ουρανό, σαν αυτή να βλέπει τον Ίδιο τον Θεό, έτσι συνομιλούσε μ’ Αυτόν με κάθε θερμότητα.
Και τι λέει; Μάλλον τίποτα δεν λέει νωρίτερα, αλλ’ αρχίζει από οδυρμούς κι αφήνει (να χυθούν) θερμές πηγές δακρύων. Κι όπως, ενώ πέφτουν βροχές δυνατές, και η πιο σκληρή γη αφού καταβραχεί και γίνει εντελώς μαλακή, εύκολα γίνεται γόνιμη για τους καρπούς, έτσι έγινε και για τη γυναίκα αυτή. Γιατί απ’ τη βροχή των δακρύων μαλαζόταν η μήτρα, και θερμαινόταν από την οδύνη, κι ετοιμαζόταν για κείνη την καλή τεκνογονία.
Ας ακούσουμε όμως κι αυτά τα λόγια κι αυτή την καλή ικεσία. “Κλαίγοντας έκλαψε” (λέει), “και ευχήθηκε ευχή στον Κύριο, λέγοντας: ” “Αδωνάι Κύριε Ελωί Σαβαώθ (Κύριε, Κύριε Θεέ τών δυνάμεων)”. (Α’ Βασ. 1, 10-11).
Τα λόγια φοβερά και γεμάτα φρίκη· κι έκανε καλά ο συγγραφέας μη μεταγράφοντάς τα στη δική μας γλώσσα· γιατί δεν μπόρεσε με τη δική τους έννοια να τα μεταφέρει στην Ελληνική γλώσσα. Και δεν Τον φώναξε η γυναίκα με μια λέξη αλλά με τα πολλά προσόντα γι’ Αυτόν, δείχνοντας τον πόθο γι’ Αυτόν και την θερμή διάθεση. Κι όπως εκείνοι που γράφουν τις αιτήσεις στο βασιλιά, δεν βάζουν μέσα μονάχα ένα όνομα, αλλά τον τροπαιούχο, τον αύγουστο, τον αυτοκράτορα κι αφού προτάξουν πάνω και άλλα τέτοια πολλά, τότε διατυπώνουν το αίτημα. Έτσι κι αυτή αναφέροντας στον Θεό κάποια δέηση, βάζει στο προοίμιο της δέησης πολλά ονόματα, και τη δική της διάθεση δείχνοντας, όπως ακριβώς είπα πιο πάνω, και την τιμή προς Εκείνον στον Οποίο απευθύνεται η παράκληση. Κι αυτή τη δέηση υπαγόρευσε η οδύνη· γι’ αυτό, κι επειδή τη σύνθεσε με πολλή σύνεση, γινόταν αμέσως εισακουστή.
Επειδή τέτοιες είναι οι προσευχές που γίνονται απ’ οδύνη ψυχής. Γιατί, αντί για χαρτί μεν ήταν η διάνοια της, αντί για κοντύλι δε η γλώσσα, αντί για μελάνι τα δάκρυα· για τούτο κι ως σήμερα έμεινε η δέηση. Γιατί τα τέτοια γράμματα γίνονται ανεξάλειπτα αν βέβαια γραφούν με κείνο το μελάνι.
Και τέτοια είναι τα προοίμια της δέησης· ποια όμως είναι τα επόμενα; “Εάν επιβλέψεις πράγματι, (λέει), στην ταπείνωση της δούλης σου”. Έτσι τίποτα δεν έλαβε, κι άρχισε την προσευχή με υπόσχεση. Προσφέρει αμοιβή στον Θεό, ενώ δεν έχει τίποτα στα χέρια. Έτσι φλεγόταν κι υπόφερε περισσότερο γι’ αυτό παρά για κείνο, και για τούτο προσευχήθηκε να αποκτήσει το παιδί. “Εάν επιβλέψεις πράγματι, (λέει), στην ταπείνωση της δούλης σου”. Δυο δικαιώματα έχω, λέει, την δουλεία και τη συμφορά. “Και δώσε σ’ εμένα τη δούλη σου σπέρμα ανδρός· και θα το δώσω μπροστά Σου δοτό”.
Τι σημαίνει “μπροστά Σου δοτό”; Παραδομένο κι ολόκληρο δούλο. “Παραιτούμαι από κάθε εξουσία. Γιατί τόσο πολύ θέλω μόνο μητέρα να γίνω, όσο το να λάβει την αρχή του από μένα το παιδί, κι όλα τ’ άλλα τα απομακρύνω και τα παραχωρώ”.
Πηγή: “Ιωάννου τού Χρυσοστόμου έργα”. Κείμενον Μετάφρασις. Τόμος Έβδομος Ερμηνευτικά Β. Εκδόσεις “Ο Λόγος” Αθήνα 1972. (Στην οποία στηρίξαμε κυρίως και τη μετάφραση).