ΠΑΝΤΕΛΗ I. ΚΑΨΗ
Προλογικό σημείωμα ιστοσελίδος: 1912-1913 η νεοτουρκική κυβέρνηση εγκαινιάζει σκληρή πολιτική ανθελληνικών διωγμών. Ο Χρυσόστομος καταγγέλλει τις βιαιοπραγίες και την συνακόλουθη μαζική εκδίωξη, των ελληνικών πληθυσμών και επιτυγχάνει την αποστολή στην Σμύρνη Διεύθυνσης ανακριτικής επιτροπής από τους πρέσβεις των μεγάλων δυνάμεων. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και προικοδοτημένος με οξύ πολιτικό αισθητήριο καθώς έχει, αντιλαμβάνεται τους κλυδωνισμούς του οθωμανικού κράτους και απευθύνει έκκληση στον ελληνικό πληθυσμό της τουρκικής ενδοχώρας για παραμονή του στα πατρέα εδάφη της Σμύρνης, μέχρι της αποσυνθέσεως του τουρκικού κράτους. Παράλληλα οργανώνει την περίθαλψη και προστασία των εκτοπισμένων πληθυσμών της Παλαιάς Φωκαίας, της Κρήνης, της Περγάμου και της Μαινεμένης, στην Μητρόπολη της Σμύρνης, σε συνάρτηση με την πετυχημένη προσπάθειας διεθνοποίησης της τουρκικής καταπίεσης. Τούτη η πολύμορφη προσπάθεια του για μιαν ακόμα φορά εξοργίζει τους Τούρκους και με την κήρυξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου ο Ραχμή βέης βρίσκει την πολυπόθητη ευκαιρία για να διατάξει την απομάκρυνση του Χρυσοστόμου από την Μητρόπολη της Σμύρνης. Έτσι τον Αύγουστο του 1914 απελαύνεται στην Κωνσταντινούπολη. Επέστρεψε στη Σμύρνη τέσσερα χρόνια αργότερα (1918) μετά την ανακωχή του Μούδρου.
Η επάνοδος του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου
στη Σμύρνη (1918)
Ολίγας ημέρας μετά τον κατάπλουν του «Λέοντος» εις τον λιμένα της Σμύρνης ένα άλλο γεγονός επίσης ευχάριστο ήλθε να γιγαντώσει τον ενθουσιασμό και την χαρά των Σμυρναίων.
Όπως είπα ανωτέρω, την εποχή κατά την οποίαν ελάμβαναν χώρα τα ανωτέρω γεγονότα, ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος ήτο απών. Ευρίσκετο εξόριστος εις την Κωνσταντινούπολη από των αρχών του πολέμου κατά σύστασιν και επιμονήν του διαβοήτου τότε νομάρχου Σμύρνης Ραχμή πασά του Τουρκοεβραίου εκείνου μεγιστάνος, του οποίου το όνομα μετά φρίκης μνημονεύουν όλοι οι Σμυρναίοι. Τώρα βεβαίως επετράπη η επάνοδος του αειμνήστου εκείνου ιεράρχου εν μέσω του ποιμνίου του.
Ο Χρυσόστομος, δεν ήτο κοινός άνθρωπος: Ήτο πράγματι ανώτερος. Ανώτερος και ως άνθρωπος και ως ιεράρχης και ως Έλλην. Η απέραντος μόρφωσίς του δεν μείωνε ποσώς την πίστιν του. Την πίστιν του προς τον ιδρυτήν της Χριστιανικής θρησκείας και προς τα πεπρωμένα της Φυλής. Επίστευε πολύ. Πίστευε εις την επικράτησιν της Χριστιανικής πίστεως και της Ελληνικής φυλής.
Οι χριστιανοί της Σμύρνης τον λάτρευαν κυριολεκτικώς και δια τούτο όταν ηκούσθη η επικειμένη επάνοδός του ολόκληρος ο ελληνισμός της Σμύρνης εκινήθη προς υποδοχήν Αυτού.
Ενθυμούμαι ακόμη με συγκίνησιν την ημέρα της επανόδου του αειμνήστου εκείνου ιεράρχου εις Σμύρνην και μία από τας ευτυχεστέρας αναμνήσεις της ζωής μου είναι ότι εγώ πρώτος, μεταβάς επί τούτω εις την Μαινεμένην είχα το ευτύχημα να τον χαιρετήσω και να ασπασθώ την τιμίαν δεξιάν του.
—Όλα τα μεγάλα και θαυμαστά που γίνονται εις τας ημέρας μας — μού έλεγε— είναι φυσικά και εγώ τα επερίμενα. Ένα πράγμα μόνον δεν επερίμενα. Να συναντηθώ καθ’ αν συνηντήθην τρόπον με τον διώκτην μου Ραχμή πασάν.
Πράγματι, η Μοίρα ηθέλησεν ώστε καθ’ οδόν, εις τον σταθμόν Αξαρίου, να συναντήση τον αιμοβόρο Ραχμή, αναχωρούντα εν σπουδή εκ Σμύρνης περίτρομον και συντετριμμένον.
Εις τον σταθμόν τούτον όπου αι δύο αντιθέτως βαίνουσαι αμαξοστοιχίαι εστάθμευσαν ολίγα λεπτά, οι δύο εχθροί ευρέθησαν ο εις απέναντι του άλλου. Ο Ραχμή, χωρίς άλλο ανέμενε ν’ ακούση από τον Μητροπολίτην απειλές ή ύβρεις. Ο αείμνηστος όμως Χρυσόστομος περιωρίσθη εις το να του ειπή ότι τον συγχωρεί.
—Είμαι αντιπρόσωπος της θρησκείας της αγάπης και της συγγνώμης, του είπεν.
Εις τον σταθμόν τού Βασμαχανέ, από όρθρου βαθέως είχον συγκεντρωθεί χιλιάδες χιλιάδων χριστιανών δια να υποδεχθούν τον Μέγαν επανερχόμενον.
Ο Νουρεδδίν, έστειλε εις τον σταθμόν τιμητικήν φρουράν, εις τον επί κεφαλής της φρουράς αξιωματικόν εσυστήθη υπό του πλήθους ότι το καλύτερον που είχε να κάνη ήτο να πάρη τους άνδρας του και να φύγη. Ο αξιωματικός φρονίμως ποιών συνεμορφώθη προς την υπόδειξιν.
Την τιμητικήν θέσιν εις το αναμένον πλήθος κατείχον οι αντιπρόσωποι της Ελληνικής Κυβερνήσεως κ.κ. Ζαμάνος και Μαυρουδής. Όταν το τραίνο, πού έφερε τον Μητροπολίτη έφθασεν εις τον σταθμόν, ολόκληρον το αναμένον πλήθος εκινήθη ως εις άνθρωπος και αι ουρανομήκεις ζητωκραυγαί έκαναν το έδαφος να τρέμη. Ο αείμνηστος ιεράρχης εξήλθε τού τραίνου δακρύων, ωχρός από την συγκίνησιν και εξησθενημένος από τας κακουχίας της εξορίας. Ερρίφθη αμέσως εις τας αγκάλας των Ελλήνων αντιπροσώπων οίτινες ησπάζοντο την χείρα του.
Ο Δεσπότης τους κατεφίλει ψιθυρίζων :
—Ποιος να μου’ λεγε ότι γυρνώντας από την εξορίαν, θα έπεφτα στην αγκάλη των αντιπροσώπων της Ελληνικής πατρίδος…
Και αφού ευλόγησε το πλήθος, επέβη της αναμενούσης αμάξης ήτις συρομένη ουχί υπό ίππων, αλλά υπό στιβαρών βραχιόνων ευσταλών νέων της Σμύρνης, εναλλασσομένων εκ περιτροπής, ωδηγήθη θριαμβευτικώς εις την Μητρόπολιν.
Ο εύροι, περίβολος της Μητροπόλεως ήτο και πάλιν κατάμεστος κόσμου, όπως την ημέραν που ο Δεσπότης έφευγε δια την εξορίαν. Αλλά την φοράν αυτήν το πλήθος δεν ήτο λυπημένον, δεν ήτο φοβισμένον, ούτε ταπεινόν.
Ο Μητροπολίτης, βαδίζων πάντοτε εν μέσω των Ελλήνων αντιπροσώπων, εισήλθε εις τον ναόν της αγίας Φωτεινής.
Και ηκούσθησαν πάλιν σαν άλλοτε εις τους παλαιικούς θόλους τού γηραιού ναού, οι γλυκείς τόνοι των ψαλμικών στίχων. Αλλά την φοράν αυτήν οι στίχοι δεν ήσαν μελαγχολικαί και δεν ικέτευον και δεν επεκαλούντο την σωτηρίαν. Η σωτηρία επετεύχθη.
Ο Θεός είχεν ευσπλαγχνισθή και είχε σώση από των χειρών των Ασσυριών τον Λαόν του. Είχε δωρήση την νίκην τοις ευσεβέσι κατά βαρβάρων.
Και τώρα ο Λαός του ανέπεμπε προς Αυτόν τας ευχαριστίας του και εδοξολόγει τον υπέρμαχον στρατηγόν.
Και όταν οι χοροί των ψαλτών εσιώπησαν, ηκούσθη από τού δεσποτικού θρόνου η φωνή του Μητροπολίτου :
—«Ουκ εκλείψει αρχών εκ φυλής Ιούδα, ουδέ ηγούμενος εκ των μηρών αυτού».
Η επάνοδος του Μητροπολίτου εις την Σμύρνην, έδωσε νέον τόνον και νέαν ζωήν και νέαν κίνησιν. Η περίδοξος Μητρόπολις μετεβλήθη και πάλιν εις ένα Εθνικόν Κέντρον όπως ήτο και άλλοτε. Υπό τας εμπνεύσεις του Μητροπολίτου ήρχισε μία εθνική εργασία εντατική. Όλα τα δεινά, όλα τα μαρτύρια που υπέστησαν οι Χριστιανοί διαρκούντος του πολέμου από τους Τούρκους και τους Γερμανούς, περιεγράφοντο και διεξετραγωδούντο εις εκθέσεις και υπομνήματα τα οποία μετεφράζοντο εις όλας τας γλώσσας και εστέλλοντο εις όλα τα πολιτικά και φιλανθρωπικά κέντρα της Ευρώπης.
Και εκ τούτου πανταχόθεν συνέρρεον εις την Σμύρνην ανταποκριταί μεγάλων ευρωπαϊκών εφημερίδων ως ο κ. Ρενέ Πυώ, ο κ. Μελλαί κ.α... όπως αντιληφθώσι το μέγεθος της συμφοράς τού χριστιανικού στοιχείου. Όλους αυτούς ο Μητροπολίτης τους εφιλοξένει, τους επεριποιείτο και οι Έλληνες αντιπρόσωποι επειδή οι ίδιοι δεν ήθελον να φαίνωνται, έθετον εις την διάθεσιν τού Μητροπολίτου ό,τι απητείτο ίνα ευοδωθή το έργον της εθνικής μας προπαγάνδας.
Άπαντες αυτοί οι ανταποκριταί, Γάλλοι, Άγγλοι και Αμερικανοί, περιγράφοντες την κατάστασιν των χριστιανών της Τουρκίας ετόνιζον ότι δέον να καταλυθή οριστικώς η τουρκική κυριαρχία επί της Μ. Ασίας.
Ενθυμούμαι το εξής γεγονός :
Μίαν ημέραν έτυχε να παρευρίσκομαι εις μίαν συνδιάλεξη του Μητροπολίτου μετά τού ευγενούς Γάλλου· δημοσιογράφου κ. Ρενέ Πυώ, εις το γραφείον τού Μητροπολίτου. Ο κ. Πυώ είχεν επανέλθει από μίαν μικράν περιοδείαν του εις το εσωτερικόν όπου ιδίοις όμμασιν αντελήφθη το μέγεθος της συμφοράς τού χριστιανικού στοιχείου.
Ποιους — ερώτα ο κ. Πυώ τον Μητροπολίτην,— νομίζετε, Σεβασμιώτατε, ως κυριωτέρους υπευθύνους των κατά του χριστιανικού στοιχείου διωγμών ;
—Όλους τους Τούρκους. Απαντά αμέσως ο αρχιερεύς.
Όλοι οι Τούρκοι, από τον Σουλτάνον μέχρι τού τελευταίου γιουρούκου είναι δολοφόνοι.
— Είμαι σύμφωνος μαζύ σας. Προσέθεσεν ο διάσημος δημοσιογράφος.
Από το βιβλίο: Δημοσιογραφικαί αναμνήσεις του κ. Π. I. ΚΑΨΗ
«Πως επήγαμε στη Σμύρνη Και πως εφύγαμε» Έκδοσις: της «Εφημερίδος των Αθηνών» Αθήναι 1934
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Βίντεο ντοκουμέντο από τη Σμύρνη στο οποίο εμφανίζεται και ο άγιος Χρυσόστομος