(+) Αρχιμ. Αυγουστίνος Μύρου
Η ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ μοῦ ἀνακοινώθηκε ἡ ἀνάθεση τοῦ θέματος τῆς ὁμιλίας γιὰ τὴν σημερινή μας ἱερὴ Σύναξη, τὸ σχετικὸ μὲ τὸ Πάσχα, ἐπεσήμανα τὴν δυσκολία γιὰ τὴν διαπραγμάτευσή του. Ἡ δυσκολία προκύπτει ἀπὸ τὸ ἀνεξερεύνητο ἀνθρωπίνως μέγα Μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψη ποὺ ἐπικρατεῖ στοὺς πολλοὺς γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Σήμερα ὀφείλω νὰ τονίσω συγχρόνως καὶ τὴν μεγίστη σημασία τοῦ θέματος γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανούς, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ μᾶς τοὺς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε κληθῆ νὰ ἀναλάβουμε μὲ εὐθύνη τὴν διακονία τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἡ δὲ μεγίστη σημασία του ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Μυστήριο αὐτὸ σχετίζεται μὲ τὴν λύση τοῦ πιὸ σημαντικοῦ ὑπαρξιακοῦ προβλήματος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς.
Τὸ Πάσχα, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἀσχοληθοῦμε στὴν ἱερή μας αὐτὴ σύναξη, εἶναι μία ἐκκλησιαστικὴ ἑορτή. Θὰ ἤθελα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ ἐπισημάνω κάποια χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν, ποὺ τὶς διακρίνουν ἀπὸ τὶς πολλὲς κοσμικὲς ἑορτές. Οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἑορτὲς εἶναι ἑορτὲς συγκεκριμένων θείων ἤ ἁγιασμένων προσώπων καὶ ἱστορικῶν γεγονότων (Ἁγίας Τριάδος, Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Εὐαγγελισμοῦ, Ἀναλήψεως, Ἁγίου Νικολάου, Ἁγίου Γεωργίου, Ἁγίας Ἀναστασίας, Ἁγίας Μαρίνης Ἁγίας Σκέπης), σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς κοσμικὲς ἑορτές, οἱ ὁποῖες εἶναι ἑορτὲς γενικῶν ὁμάδων ἀνθρώπων, ὑλικῶν πραγμάτων καὶ ἀφηρημένων ἰδεῶν ἤ κοσμικῶν προσώπων (τῆς γυναίκας, τῆς μητέρας, τοῦ ἐργάτη, τῆς γῆς, τῶν νερῶν, τοῦ ροδάκινου, τῆς πατάτας, τοῦ κάστανου, τοῦ περιβάλοντος, τοῦ καρναβάλου, τῆς ποίησης). Οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἑορτὲς ἔχουν ὑπαρξιακὸ καὶ πνευματικὸ χαρακτήρα (ἀναφέρονται στὴν βαθύτατη ἀνάγκη τῆς ὑπάρξεώς μας, ποὺ εἶναι ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἡ αἰώνια ἀποκατάστασή μας), ἐνῶ οἱ κοσμικὲς ἑορτὲς ἔχουν ἐνδοκοσμικό, κοινωνικὸ καὶ ὑλιστικὸ χαρακτήρα (κοινωνικὴ ἐκδήλωση, προσωρινὴ ἀπόλαυση ὑλικῶν ἡδονῶν, ἐξυπηρέτηση ἐνδοκοσμικῶν συμφερόντων). Καὶ κάτι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ πολὺ οὐσιαστικό· οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἑορτὲς εἶναι πάντα καὶ ἀπαραίτητα συνδεδεμένες μὲ τὴν Θεία Λειτουργία, ἐνῶ οἱ κοσμικὲς ἑορτὲς δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὴν Θεία Λειτουργία ( ὅπως τῆς πρωτομαγιᾶς, τοῦ Πολυτεχνείου, τῶν γενεθλίων, της γῆς, τοῦ φασολιοῦ κ.λπ.).
Καὶ μία ἀκόμη σημαντικὴ παρατήρηση· οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἔχουν ἑορτὲς γιὰ ὅλα τὰ γεγονότα τοῦ βίου (γέννηση, ἐνηλικίωση, ἐπαίτιο τοῦ γάμου, γιὰ τὰ ἐπαγγέλματά τους, γιὰ τὶς κοινωνικὲς καὶ στρατιωτικὲς ἐπαναστάσεις), δὲν ἔχουν ἑορτὴ γιὰ τὸν θάνατο. Κι αὐτὸ, διότι δὲν ἔχουν τὴ λύση γιὰ τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ποὺ ἔχει ἑορτὴ γιὰ τὸν θάνατο, ἐπειδὴ εἶναι ἡ μόνη ποὺ κατέχει τὴ λύση στὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου. Καὶ ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν…».
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα συνδέεται μὲ τὴν πιὸ βαθιὰ ὑπαρξιακὴ ἐπιθυμία καὶ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιθυμία γιὰ ζωή. Ὅλοι θέλουμε νὰ ζήσουμε. Κανένας δὲν θέλει νὰ πεθάνη. Κι ἐπειδὴ ὁ θάνατος εἶναι γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους χειροπιαστὴ καὶ φοβερὴ πραγματικότητα, ἡ μεγαλύτερη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν ἱστορία εἶναι νὰ νικήση τὸν θάνατο, νὰ περάση ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐκφράζει ὁ λαϊκὸς στίχος, «νὰ βρῶ τ’ ἀθανατο νερό, νὰ πιῶ νὰ μὴν πεθάνω». Ὅλες οἱ Θρησκεῖες καὶ οἱ Φιλοσοφίες εἶχαν καὶ ἔχουν ὡς ἔσχατο σκοπὸ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Ὅμως τὸ μόνο ποὺ πέτυχαν ἦταν κάποια μικρὴ, ἀσήμαντη παράταση τοῦ βίου καὶ προσωρινὴ βελτίωση, νὰ κάνουν κάποιους ἀνθρώπους λίγο καλύτερους στὸν παρόντα κόσμο. Στὸν κύριο σκοπό τους ἀπέτυχαν ἀπόλυτα. Τὸν θάνατο δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν νικήσουν. Ὅλοι οἱ λεγόμενοι ἀρχηγοὶ Θρησκειῶν ἔμειναν μέσα στοὺς τάφους τους. Ὅμως, αὐτὸ ποὺ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μπόρεσε νὰ πετύχη, τὸ κατόρθωσε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του καὶ κυρίως μὲ τὴν σταυρική του θυσία καὶ τὴν ἀνάστασή του.
Αὐτὰ τὰ δύο γεγονότα, ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση, ἀποτελοῦν τὶς δύο ὄψεις ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ νομίσματος. Στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, ζωὴ καὶ λατρεία ἐμφανίζονται πάντοτε ἀλληλένδυτα. Στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο εἰκονίζεται στὴν μία ὄψη ἡ Στύρωση καὶ στὴν ἄλλη ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐπίσης πολὺ γνωστοὶ οἱ ὕμνοι, «τὸν σταυρὸν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα καὶ τὴν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν», «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, διὰ παντὸς εὐλογοῦντες τὸν Κύριον ὑμνοῦμεν τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ…». Τόσο πολὺ συμπλέκονται τὰ δύο αὐτὰ γεγονότα, ὥστε τὸ λατρευτικὸ πρόγραμμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος παρουσιάζει παραδοξότητες. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζεται πρὶν ἀκόμη γίνη. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς καταβάσεως τῆς ψυχῆς τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς Μ. Παρασκευῆς, ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας παίρνει χαρακτήρα ἀναστάσιμο.
Τὰ δύο αὐτὰ γεγονότα, ἄρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους ἀποτελοῦν τὸν πυρήνα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Ἡ λέξη ‘πάσχα’ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ λέξη ‘φάσκα’, ποὺ σημαίνει διάβαση, πέρασμα, ὅπως εἶναι τὸ πέρασμα σ’ ἕνα ποτάμι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στὸ ἄλλο, ὅπως συνέβη μὲ τοὺς ἰσραηλίτες στὴν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης. Αὐτὸ τὸ πάσχα, ἡ διάβαση τῆς ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, δὲν ἦταν τὸ ἀληθινὸ πάσχα, τὸ ἀληθινὸ πέρασμα. Ἦταν ἡ προτύπωση τοῦ ἀληθινοῦ περάσματος. Καὶ τὸ ἀληθινὸ πέρασμα, αὐτὸ ποὺ ὅλους μᾶς ἐνδιαφέρει, εἶναι τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο πρὸς τὴν ζωή. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ μόνος κατόρθωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως τὸ διατύπωσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ ἐμεῖς τὸ ψάλλουμε στὸν ἀναστάσιμο Ὄρθρο, «Πάσχα Κυρίου πασχα. Ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωὴν καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ἄδοντας».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ἔχοντας τὴν δική μας ἀνθρώπινη φύση ἑνωμένη μὲ τὴν δική του θεία φύση, ἀπέθανε ὡς ἄνθρωπος (ὄχι ὡς Θεός), ὅπως ψάλλουμε στὸ τροπάριο τῆς Θ’ Ὥρας, «Ὁ ἐν τῇ ἐνάτῃ ὥρᾳ σαρκί τοῦ θανάτου γευσάμενος…». Θάνατος γιὰ τὸν Χριστὸ σήμαινε ὅτι χωρίσθηκε ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἡ θεότητα ἔμεινε καὶ στὸ σῶμα, ποὺ τοποθετήθηκε στὸν τάφο, καὶ στὴν ψυχή, ποὺ κατέβηκε στὸν Ἅδη, γιὰ νὰ κηρύξη στὰ «ἐν φυλακῇ πνεύματα». Κι ὕστερα, τὴν Τρίτη ἡμέρα, ἀκολούθησε ἡ Ἀνάσταση.
Ἕνα ζήτημα, ποὺ τίθεται στὸ σημεῖο αὐτὸ, εἶναι ὁ ὑπολογισμὸς τῶν τριῶν ἡμερῶν, ποὺ ἔμεινε ὁ Κύριος στὸν Ἅδη. Ἀπὸ τὴν Παρασκευὴ τὸ ἀπόγευμα, ποὺ ἐξέπνευσε, μέχρι τὴν Κυριακὴ τὸ πρωῒ, ποὺ ἀναστήθηκε, δὲν συμληρώνονται οὔτε δύο 24ωρα. Πῶς τότε γίνεται λόγος γιὰ τρεῖς ἡμέρες; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπαντοῦν κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες, κι ἐγὼ σᾶς μεταφέρω τὴν ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Λέγει ὁ ἅγιος ὅτι στοὺς Ἑβραίους ἡ ἡμέρα ὑπολογιζόταν ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας καὶ τὸ φῶς τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Ὅταν ἐξέπνευσε ὁ Κύριος ἔγινε σκοτάδι ἐπὶ τρεῖς ὧρες καὶ μετὰ ἐπανῆλθε τὸ φῶς. Αὐτὴ λογίζεται ὡς πρώτη ἡμέρα. Τὸ σκοτάδι τῆς νύκτας τῆς Παρασκευῆς καὶ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου θεωρεῖται ὡς ἡ δεύτερη ἡμέρα. Καὶ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας τοῦ Σαββάτου μὲ τὸ πρῶτο φῶς τῆς Κυριακῆς, ὅταν ἔγινε ἡ Ἀνάσταση, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα.
Μὲ ὅλη τὴν παραπάνω διαδικασία τοῦ ‘πάθους καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸ πραγματικὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Ἡ ἀνθρωπίνη φύση, ἡ δική μας κτιστὴ, καὶ ἑπομένως θνητὴ φύση, ἑνωμένη μὲ τὴν θεία φύση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἄκτιστη καὶ ἀθάνατη, πέθανε καὶ ἀναστήθηκε. Πόσο ὑπέροχα ἐκφράζει αὐτὴν ἀλήθεια ἕνας ἄλλος πασχάλιος ὕμνος· «Χθὲς συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι· συνεσταυρούμην σοι χθές· αὐτὸς με συνδόξασον, Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀνάσταση, ποὺ ἔγινε στοὺς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀλλὰ καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς ἀληθινὸς Θεός, ἀνέστησε τὸν ἑαυτό του μόνος του. Ἡ ἀνθρωπίνη φύση του ἀναστήθηκε ἀπὸ τὴν θεία του φύση.
Κι ἐδῶ τίθεται ἕνα ἄλλο θεολογικὸ ζήτημα. Γιατὶ στὶς Ἅγιες Γραφὲς ἄλλοτε λέγεται ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστησε μόνος τὸν ἑαυτό του (Ἰω. 6,39· Α’ Θεσ. 4,14), καὶ ἄλλοτε ὅτι τὸν ἀνέστησεν ὁ Θεὸς Πατήρ (Πρξ. 2,24· 13,33,34· 17,31); Τὸ ζήτημα λύνεται μὲ τὴν Ὀρθόδοξη θολογία γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Αὐτὸ ποὺ τονίζεται ἀπὸ ὅλους τοὺς ἁγίους πατέρες εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλες οἱ ἐνέργειες τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κοινές. Ὅ,τι γίνεται ἀπὸ τὸ ἕνα Πρόσωπο γίνεται μὲ τὴν συνέργεια καὶ τῶν ἄλλων δύο. «Ὁ πατὴρ δι Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τὰ πάντα» ( Μ. Ἀθανάσιος ; ).Ἔτσι καὶ στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συνεργοῦν καὶ τὰ τρία Θεία Πρόσωπα. Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει καμμία ἀντίφαση ὅταν λέγεται ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸν ἑαυτό του ἤ ὅτι τὸν ἀνέστησε ὁ Θεὸς Πατήρ.
Ἐπανέρχομαι στὴν οὐσία τοῦ θέματός μας, ποὺ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι μὲ τὴν σταυρικὴ θυσία, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συντελέστηκε τὸ ἀληθινὸ Πάσχα, ἡ διάβαση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή.
Καὶ τώρα τίθεται ἕνα ἄλλο καίριο ἐρώτημα, ποὺ ἐνδιαφέρει ὅλους ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἀπέχουμε χρονικὰ ἀπὸ τὴν ἐπίγεια παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεώς του. Τὸ ἐρώτημα εἶναι: Πῶς ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ἀξιοποιήσουμε τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τοῦ Πάσχα τοῦ Χριστοῦ, τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή;
Αὐτὴν τὴν δυνατότητα μᾶς τὴν ἔδωσε πάλι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθωπος Κύριος μὲ ἕνα ἐκπληκτικὸ καὶ ἀνεπινόητο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους γεγονὸς· μὲ τὸ νὰ ἀφήση στὸν κόσμο μας τὸ ἴδιο του τὸ Σῶμα ζωντανὸ καὶ ἄφθαρτο. «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμεράς ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Αὐτὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν Ἐκκλησία παρέδωκεν ὁ Χριστὸς τὸ Μυστήριο τοῦ Πάσχα. Ἔδωκε, δηλαδή, στὴν Ἐκκλησία τὴν δυνατότητα νὰ ἐνεγῆ ἀδιάκοπα μέσα στοὺς αἰῶνες τὴν διάβαση, τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωή. Πιὸ συγκεκριμένα αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καὶ κατ’ ἐξοχὴν μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Γι αὐτὸ ἀπὸ τὰ πιὸ καίρια καὶ σημαντικὰ ἱστορικὰ γεγονότα τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ παράδοση αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου. Ὁ γνωστὸς λόγος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του, «ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ πάσχα φαγεῖν μεθ’ ἡμῶν» (Λκ 22,15) εἶναι ἰδιαίτερα φορτισμένος, ὄχι ἁπλῶς συναισθηματικά, ἀλλὰ κυρίως μυστηριακά. «Ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα» εἶναι ἑβαϊσμὸς καὶ σημαίνει, πολὺ πολὺ, λαχταριστὰ ἐπεθύμησα. Ἡ μεγάλη ἐπιθυμία τοῦ Χριστοῦ νὰ φάγη αὐτὸ τὸ πάσχα μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του δὲν εἶναι τόσον, ἐπειδὴ ἀμέσως μετὰ θὰ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους του φίλους, ὅσον διότι φλέγεται ἀπὸ τὴν θεϊκή του ἀγάπη πρὸς τὰ πλάσματά του καὶ ἐπείγεται νὰ τοὺς δώση τὴν δυνατότητα νὰ περάσουν ἀπὸ τὸν θάντατο στὴ ζωή. Αὐτὸ δηλαδή, ποὺ θὰ γίνη στὸ ὑπερῶο μὲ τὴν παράδοση τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «δὲν ἄφησε στὸν κόσμο ἁπλῶς μία ἠθικὴ διδασκαλία, ἤ κάποιες κοινωνικὲς συνταγές (ὅπως οἱ διάφοροι ἄνθρωποι ‘μεσσίες’. Ἄν διαβάση κάποιος τὸ βιβλίο τῶν Βουδδιστῶν ‘Ἀβαντάνας’, ἤ τῶν Ἰνδουϊστῶν ‘Βαγκανάντ Γκιτά’ καὶ τὶς ‘Βέδδες’, ἤ τὸ ‘Κοράνιο’ τῶν Μωαμεθανῶν, θὰ βρῆ μόνον φανταστικὲς ἀποκαλύψεις καὶ ἠθικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐντολές). Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς ἄφησε τὸν ἑαυτό του, τὸ ἴδιο του τὸ Σῶμά του, καὶ καθένας ποὺ θέλει νὰ σωθῆ (νὰ περάση δηλαδή ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή) δὲν ἔχει παρὰ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸ σῶμα τοῦ ἀναστάντος Κυρίου» (π. Γεωργίου Καψάνη, σ. 57). Αὐτὸ δείχνουν οἱ ἀποκαλυπτικοὶ λόγοι τοῦ Χριστοῦ, «ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. 6,53), καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ ἰδρυτικοὶ λόγοι τοῦ Μυστηρίου, «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου…Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου…» (Μτθ. 26,26-28). Αὐτὸ οὔτε τὸ εἶπε, οὔτε τὸ ἔκανε κάποιος ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Χριστό. Αὐτὸς ἄφησε τὸ Σῶμά του στὸν κόσμο, γιὰ νὰ θυσιάζεται καὶ νὰ ἀνασταίνεται μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων. Αὐτὸς εἶναι ὁ θύτης καὶ τὸ θῦμα. Ὁ ἴδιος θυσιάζει τὸν ἑαυτό του. Κι αὐτὸ εἶναι ἀδιανόητο γιὰ τοὺς λεγομένους ἱδρυτὲς Θρησκειῶν. Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πάσχα, ὅπως τὸ ψάλλουμε πάλι στὸν ἀναστάσιμο Κανόνα· «Ὦ πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ, ὦ σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ δύναμις…». Αὐτὸς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ παραδίδων καὶ ὁ παραδιδόμενος. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ὁρθοδόξου Ἱερᾶς Παραδόσεως. Δὲν εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἡ παράδοση κάποιων ἀνθρωπίνων συνηθειῶν καὶ ἐθίμων, ὅπως τὴν κατανοεῖ ὁ πολὺς κόσμος. Ἡ Ἱερὰ Πράδοσις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κυρίως καὶ πρωτίστως ἡ παραλαβὴ καὶ ἡ παράδοση αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀναστημένου Κυρίου, ἡ παράδοση τοῦ μόνου ἀληθινοῦ πάσχα. Αὐτὸν τὸν Χριστό, αὐτὸ τὸ πάσχα, παρέλαβαν καὶ παρέδωκαν οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὅ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς τῇ νυκτὶ ῇ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε· λάβετε, φάγετε, τοῦτό μου ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον…» (Α’Κορ. 11,23-26). Εἶναι αὐτὸ τὸ ἴδο ποὺ γίνεται σὲ κάθε χειροτονία, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος παραδίδει τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ στὸν νεοχειροτονηθέντα πρεσβύτερο· «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην καὶ φύλαξον αὐτὴνἕως τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὅτε παρ’ αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν».
Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὡς τὸ μόνο ἀληθινὸ πάσχα, εἶναι τὸ κέντρο τῆς κάθε Θείας Λειτουργίας. Ὅλα τὰ ἄλλα στὴ θεία Λειτουργία (αἰτήσεις, εὐχές, ἐκφωνήσεις, εἴσοδοι, ἀναγνώσματα) ὑπάρχουν ὡς προετοιμασία ἀρχικὰ καὶ ὕστερα ὡς δοξολογία γιὰ τὸ μέγιστο γεγονὸς τῆς θείας Κοινωνίας. Γι αὐτὸ ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἕνα ἀληθινὸ πάσχα. Ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ δόκιμος Ὀρθόδοξος θεολόγος καὶ προηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, π. Γεώργιος Καψάνης, «Ὁταν ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀγωνιζόμαστε μὲ ταπείνωση καὶ προσευχή, συμμετέχουμε στὰ ἅγια Μυστήρια καὶ πρὸ πάντων στὴν Θεία Κοινωνία, ποὺ εἶναι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἀποκτοῦμε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωοποιήσεως τοῦ θνητοῦ μας σώματος, τῆς διαβάσεως ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀληθινὸ πάσχα» (Ἀνάστασιν Χριστοῦ Θεασάμενοι, σ. 57).
Ἡ προσωπικὴ συμμετοχὴ στὸ πάσχα τῆς θείας Λειτουργίας, στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γίνεται μὲ κάποιες προϋποθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐπισημαίνουν οἱ ἅγιοι πατέρες. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἡ προηγηθεῖσα ἔνταξή μας στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Γι αὐτὸ ποτὲ δὲν μεταδίδουμε τὰ Ἅγια Μυστήρια σὲ ἀβάπτιστους. Οὔτε μνημονεύουμε στὴν προσκομιδὴ ἀβάπτιστους. Καὶ πάλι δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀρχικὴ σύνδεση. Εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ διατήρηση αὐτῆς τῆς ἔνταξης μὲ τὴν διατήρηση τῆς ὀρθῆς Πίστεως. Χωρὶς αὐτὴν δὲν ὑπάρχει δυνατότητα μεταδώσεως τοῦ σώματος καὶ τοὺ τιμίου Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ μετάδοση τῆς τροφῆς καὶ τοῦ αἵματος ἑνὸς σώματος σὲ μέλος ἑνὸς ἄλλου σώματος ἤ ἑνὸς μέλους ποὺ ἔχει ἀποκοπῆ ἀπὸ τὸ σῶμα. Γι αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ μεταδώσουμε τὰ Ἅγια Μυστήρια σὲ αἱρετικούς, διότι αἱρετικὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα.
Μία ἄλλη προϋπόθεση εἶναι ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια γιὰ τὰ πάσης φύσεως ἁμαρτήματά μας, μικρὰ καὶ μεγάλα. Ἡ ἁμαρτία μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα καὶ ἡ μετάνοια μᾶς ἐπανασυνδέει. Ἡ μετάνοια ποὺ ἐπικυρώνεται μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ἡ μετάνοια ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν κατηγορηματικὴ ἀποφασιστικότητα νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἄσκηση. Μ’ αὐτὴν τὴν λογικὴ ἀποκτοῦν νόημα οἱ προγραμματισμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νηστεῖες, ἀγρυπνίες, μετάνοιες. Κι ὅλα αὐτὰ γίνονται ὅταν ὁ πιστὸς διακατέχεται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδή σὲ κάθε ἐνέργειά του ὑπολογίζει τὸν Θεό, ὅταν γιὰ τὸ κάθετὶ ἐρωτᾶ, τί θέλει ὁ Θεός;
Τελικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν προσωπική μας συμμετοχὴ στὸ πάσχα τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Θεία Κοινωνία σημαίνει συμμετοχὴ στὸ Δεσποτικὸ Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εὐφρανθῆ κάποιος καθήμενος στὸ τραπέζι ἑνὸς οἰκοδεσπότη, τὸν ὁποῖο δὲν ἀγαπᾶ; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καθήση κάποιος στὸ ἴδιο τραπέζι ἔχοντας δίπλα σου καθήμενον συνάνθρωπό του, σύνδουλό του, τὸν ὁποῖο μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται; Μᾶς τὸ δίδαξε ἄλλωστε αὐτὸ μὲ ἄλλον τρόπο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. «Ἐὰν οὖν προσφέρης τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, κακεῖ μησθῆς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου» (Μτθ. 5,23-24).
Ὅλες οἱ παραπάνω προϋποθέσεις εὑρίσκονται συμπυκνωμένες στὴν πρόσκληση τοῦ ἱερουργοῦ στὴν Θεία Λειτουργία· «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Γι αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιμένει στὴν συχνὴ θεία Κοινωνία ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ ποτὲ ἀπροϋπόθετα. Πάντα μὲ τὶς προϋποθέσεις ποὺ ἐκείνη ἔχει θέσει. Τὸ λεπτὸ αὐτὸ ζήτημα τὸ ξεκαθαρίζει μὲ θαυμαστὴ διάκριση ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀναφορὲς του στὸ ζήτημα παραθέτω μία μικρὴ περικοπή, ἡ ὁποία νομίζω ὅτι καταγράφει περιληπτικὰ τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας. «Ἀλλ’ ἐπειδὴ μνημόνευσα τὴ θυσία αὐτή, θέλω νὰ πῶ λίγα λόγια σὲ σᾶς τοὺς μυημένους, λίγα βέβαια ὡς πρὸς τὴν ἔκταση, μεγάλα ὅμως ὡς πρὸς τὴν δύναμη καὶ τὴν ὠφέλεια· διότι δὲν εἶναι δικά μας λόγια αὐτὰ ποὺ θὰ λεχθοῦν, ἀλλὰ τοῦ θείου Πνεύματος. Ποιὰ λοιπόν εἶναι αὐτά; Πολλοὶ μεταλαβαίνουν τὴ θυσία αὐτή μιὰ φορὰ τὸν χρόνο, ἐνῶ ἄλλοι δύο καὶ ἄλλοι πολλὲς φορές. Ὁ λόγος αὐτὸς ἀπευθύνεαι πρὸς ὅλους μας, ὄχι μόνον σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦν στὴν ἔρημο· διότι ἐκεῖνοι μεταλαβαίνουν μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, καὶ πολλὲς φορὲς καὶ κάθε δύο ἔτη. Τὶ λοιπόν; ποιοὺς θ’ ἀποδεχθοῦμε; Αὐτοὺς ποὺ μεταλαβαίνουν μιὰ φορά; Αὐτοὺς ποὺ μεταλαβαίνουν πολλὲς φορές; Αὐτοὺς ποὺ μεταλαβαίνουν λίγες φορές; Οὔτε αὐτοὺς ποὺ μεταλαβαίνουν μιὰ φορά, οὔτε αὐτοὺςποὺ μεταλαβαίνουν πολλὲς φορές, οὔτε αὐτούς ποὺ μεταλαβαίνουν λίγες φορές, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ μεταλαβαίνουν μὲ καθαρὴ συνείδηση, μὲ καθαρὴ καρδιὰ καὶ βίο ἀνεπίληπτο. Ὅσοι εἶναι ἔτσι, ἄς πλησιάζουν πάντοτε, ἐνῶ ὅσοι δὲν εἶναι ἔτσι, ἄς μὴν προσέρχονται οὔτε μία φορά. Γιατὶ ἄραγε; Διότι λαμβάνουν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καταδίκη καὶ κατάκριση καὶ τιμωρία» (Εἰς Ἑβραίους 17,… ΕΠΕ 25,38. PG 63,131).
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες,
Ἡ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ πάσχα, τῶν Ἁγίων Παθῶν καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, «γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν εἶναι κάτι ἁπλῶς ἐξωτερικό, ἱστορικό, ψυχολογικό, κοινωνικό, ἀλλὰ μυστική, χαρισματικὴ μέθεξη τῶν μεγάλων καὶ σωτηρίων γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου μας μέσω τῆς θείας Κοινωνίας, μὲ τὴν ὁποία ἀληθινὰ μεταβαίνομε ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή» (π. Γεωργίου Καψάνη, Ἀνάστασιν…, σ. 49).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος ὁμιλεῖ γιὰ τρία πάσχα. Πρῶτο εἶναι τὸ νομικὸ πάσχα τῶν Ἑβραίων γιὰ τὴν μετάβασή τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, τὴν χώρα τῆς αἰχμαλωσίας τους, στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας μὲ τὴν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ πάσχα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ πάθη καὶ τὴν ἀνάστασή του, μὲ τὸ ὁποῖο δόθηκε ἠ δυνατότητα στοὺς ἀνθρώπους νὰ μεταβοῦν ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ἀληθινὴ, τὴν αἰώνια ζωή. Τὸ τρίτο, τέλος, εἶναι τὸ πασχα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, αὐτὸ ποὺ θὰ ἑορτάζεται μὲ ὁλοκληρωμένη πλέον τὴ μετάβασή μας ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουν οἱ ἅγιοι στὴν ἐν οὐρανοῖς ἐκκλησία, τὰ πνεύματα τῶν «δικαίων τετελειωμένων» (Ἑβρ. 12,23), «τὸ τελειώτερον καὶ καθαρώτερον», στὸ ἀπερίγραπτο μὲ ἀνθρώπινη γλῶσσα πανηγύρι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ γύρω ἀπὸ τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένο (Ἀπ. 5,6). Εἶναι αὐτὸ τὸ πάσχα ποὺ λαχταροῦμε ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ παρακαλοῦμε τὸν ἀναστημένο Κύριο νὰ μᾶς τὸ χαρίση· «δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας σου» (Ἀναστάσιμος Κανών).
Βαβαί! Θὰ ἀναφωνοῦσε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Πώ, πώ, πώ, Τὶ μᾶς χάρισε ὁ Θεός μας, ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός! Τὶ φοβερὰ μυστήρια! Τὶ ἀνεκτίμητες δωρεές! «Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν», θὰ ἀνέκραζε ὁ προφητάναξ Δαυῒδ.
Κι ἄν ἔρθουμε τώρα σ’ ἐμᾶς τοὺς κληρικούς, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ νὰ μείνουμε ἐκστατικοὶ καὶ νὰ θαυμάσουμε. Πόσο μᾶς τίμησε ὁ Θεός… Σὲ ποιὰ θέση μᾶς ἔβαλε…, ἐμᾶς τοὺς μικρούς, τοὺς χωματιένιους, τοὺς ἀκάθαρτους καὶ ἁμαρτωλούς… Μᾶς ἔκανε διακόνους τῶν φρικτῶν καὶ ἀσυλλήπτων αὐτῶν Μυστηρίων. Ὅλες αὐτὲς οἱ μεγάλες καὶ οὐσιαστικὲς ἑορτὲς τοῦ Πάσχα, τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως, τελοῦνται ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν παρουσία καὶ συνέργεια κληρικῶν, τοῦ ἐπισκόπου, τῶν πρεσβυτέρων, τῶν διακόνων καὶ τῶν κατωτέρων κληρικῶν, ὅπως εἶναι οἱ ὑποδιάκονοι καὶ οἱ ἀναγνῶστες. Ἀφαιρέστε τὴν παρουσία τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ παπᾶ καὶ τοῦ διάκου καὶ φαντασθῆτε τὶς ἑορτὲς τοῦ πάσχα. Χωρὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Χωρὶς Θεία Λειτουργία. Χωρὶς Μυστήρια. Χωρὶς πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Αὐτὸ θὰ ἦταν μία γελοιογραφία τοῦ πάσχα, ἕνα τίποτε, ἕνα πολύχρωμο μπαλόνι γεμάτο κούφιο ἀέρα, ὅπως εἶναι συνήθως οἱ ἑορτές τοῦ κόσμου. Μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν συνέργεια τῶν κληρικῶν, τῶν οἰκονόμων τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ ἡ ἑορτὴ τοῦ πάσχα, καὶ κάθε ἐκκλησιαστικὴ ἑορτή, παίρνει ἄλλη οὐσιαστικὴ καὶ αἰώνια διάσταση, καθὼς μὰς διαβιβάζει ἀληθινὰ ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή.
Αὐτῆς καὶ μόνον τῆς ἀλήθειας ἡ συνειδητοποίηση ἀναδεικνύει τὴν εὐθύνη μας ὡς κληρικῶν ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ διακονήσουμε κι αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ πάσχα τοῦ Κυρίου, νὰ τελέσουμε τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ νὰ σταθοῦμε μπροστὰ σὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἁγνὸ φόβο Θεοῦ, μὲ Ὀρθόδοξη πίστη καὶ μὲ ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Ἀμήν.