Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ.
Ευλογημένοι μας Χριστιανοί,
Ανώνυμος χριστιανός των πρώτων χριστιανικών χρόνων σε επιστολή του προς κάποιον Διόγνητο, μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: «οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους, ούτε ως προς τον τόπο που κατοικούν, ούτε ως προς τη γλώσσα, ούτε ως προς τον τρόπο ζωής. Γιατί δεν κατοικούν σε ξεχωριστές πόλεις, ούτε χρησιμοποιούν κάποια παραλλαγμένη διάλεκτο. Φέρουν σάρκα, αλλά δεν ζούν κατά τις επιθυμίες της σαρκός. Στη γη μένουν, αλλά είναι πολιτογραφημένοι στον ουρανό. Υπακούουν στους καθορισμένους νόμους και με τον δικό τους τρόπο υπερβαίνουν τους νόμους. Όλους τους αγαπούν, αλλά απ’ όλους διώκονται…με λίγα λόγια, ό,τι είναι η ψυχή για το σώμα, αυτό είναι και οι χριστιανοί για τον κόσμο».
Το συγκεκριμένο κείμενο εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τη θέση των χριστιανών μέσα στον κόσμο. Οι χριστιανοί ζώντας μέσα στον κόσμο, νιώθουν ότι βρίσκονται στον οίκο του Πατρός τους διότι ο κόσμος έχει δημιουργηθεί από το Θεό. Ταυτόχρονα νιώθουν ότι είναι πάροικοι και παρεπίδημοι, (Α΄Πετρ.2,11), διότι από τη μια ο τελικός προορισμός τους είναι η Βασιλεία του Θεού, και από την άλλη ο κόσμος έχει λησμονήσει τον προορισμό του.
Οι Χριστιανοί είναι η ψυχή του κόσμου, διότι ζωοποιούν, ενοποιούν και συνέχουν τον κόσμο, όπως η ψυχή το σώμα. Οι Χριστιανοί είναι οι προφήτες οι οποίοι δείχνουν στον κόσμο την ορθή πορεία, όντες μάρτυρες της αλήθειας.
Οι Χριστιανοί στέκονται στο κέντρο του κόσμου και ως αληθινοί ιερείς ( Α΄Πετρ. 2,5), ευλογούν και εξαγιάζουν τον κόσμο με την ίδια την παρουσία τους.
Οι Χριστιανοί στέκονται στο κέντρο του κόσμου, ερμηνεύουν τα σημεία των καιρών, όντες προφήτες της παρουσίας του Θεού ανάμεσά μας και πολεμώντας το πολύμορφο κακό αναδεικνύουν τη βασιλική τους ιδιότητα.
Οι Χριστιανοί δεν καταδικάζουν, αλλά αγιάζουν τον κόσμο δεν τον απορρίπτουν, και του δείχνουν τον ορθό προορισμό του. Το κακό που διαβρώνει τις δομές και την ύπαρξη του κόσμου είναι η πολύμορφος νόσος που κυρίευσε το ανθρώπινο γένος κατά την ανατολή της ύπαρξής του, όπως αναφέρει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας και αυτή θεραπεύεται μέσα στην Εκκλησία Η ασθένεια δεν τιμωρείται αλλά θεραπεύεται, έτσι και η Εκκλησία προσλαμβάνει τον κόσμο και τον θεραπεύει, διότι ο κόσμος χρήζει θεραπείας. Όπως ο Υιός του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θεράπευσε, την θέωσε, κατά τον ίδιο τρόπο η Εκκλησία προσλαμβάνει τον κόσμο και τον θεραπεύει, τον οδηγεί στη σωτηρία, τον αποκαθιστά στην αρχική του ωραιότητα, τον λαμπρύνει και τον εξαγιάζει.
Ο Χριστός θυσιάστηκε «υπέρ της του κόσμου ζωής», δοξάστηκε, αναλήφθηκε στους ουρανούς, και η φανέρωση του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, είναι η πλήρης φανέρωση της αλήθειας. Το γεγονός της Πεντηκοστής με την αποστολή του Αγίου Πνεύματος φανερώνει το γεγονός της Εκκλησίας. Μέσα σ’ αυτή πραγματοποιείται το μυστήριο της σωτηρίας των ανθρώπων και διαφυλάσσεται ανόθευτος η διδασκαλία του Ιησού Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων.
Η Εκκλησία είναι ο καινούριος κόσμος του Θεού, τόπος φανέρωσης της ουράνιας βασιλείας του και της άκτιστης δόξας του, το έσοπτρο δια του οποίου καταυγαζόμεθα από το άκτιστο και αϊδιο Φώς της δόξας του, κοινωνία Θεού και κτιστών όντων, πρόγευση των εσχάτων, η νέα κοινωνία, οι καινοί ουρανοί και η καινή γη. (Αποκ. 21,1) Χωρίς το Άγιο Πνεύμα δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία. Το Πνεύμα του Θεού « όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας» και παρέχει την ποικιλία των χαρισμάτων.
Ο Απ. Παύλος παρέστησε την Εκκλησία με την εικόνα του σώματος του Χριστού, κεφαλή του οποίου είναι ο Ιησούς Χριστός , μέλη οι πιστοί , ψυχή και συνεκτική δύναμή το Άγιο Πνεύμα το οποίο οικοδομεί το δεσμό της ενότητας μεταξύ των πιστών ( Α΄Κορ. 12 , 13).
Η Εκκλησία είναι το ιστορικό σώμα του Χριστού, στο οποίο ανακεφαλαιώνεται, ανακαινίζεται και τελειώνεται το ανθρώπινο γένος και όλη η δημιουργία. Με την εικόνα αυτή τονίζεται ότι η Εκκλησία είναι ένα οργανικό σύνολο, ένας ζωντανός οργανισμός, τα μέλη του οποίου βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση και αμοιβαιότητα μεταξύ τους. Η ενότητα αυτή του σώματος στηρίζεται στο βάπτισμα, συγκροτείται με το Άγιο Πνεύμα και εκφράζεται με τη Θεία Ευχαριστία, το κατεξοχήν μυστήριο της Εκκλησίας (Α΄ Κορ. 10 , 17). Με την εικόνα της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού εκφράζεται η άποψη ότι η ενότητα της ανθρωπότητας αποτελεί δωρεά του Θεού και αποτέλεσμα της εν Χριστώ επεμβάσεώς του στον κόσμο, ότι ο χριστιανός δεν αποτελεί μεμονωμένη στον κόσμο ύπαρξη αλλά ζεί σε κοινωνία με τα άλλα μέλη της Εκκλησίας και ότι ο Χριστός ως κεφαλή εξασφαλίζει την ενότητα της Εκκλησίας και την αρμονική σχέση των μελών μεταξύ τους.
Η ενότητα της Εκκλησίας εκφράζεται και βιώνεται με την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας ως πράξη της τοπικής εκκλησίας δια του επισκόπου. «Βεβαία Ευχαριστία» είναι μόνον «η υπό τον επίσκοπον» Ευχαριστία, όπως αναφέρει ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας.
Η ενότητα του σώματος των επισκόπων προϋποθέτει και εκφράζει τη βαθύτερη ενότητα των εκκλησιών στη Θεία Ευχαριστία , όπως και η ενότητα στη Θεία Ευχαριστία προϋποθέτει και εκφράζει την ενότητά τους στην ορθή πίστη και στην αγάπη. Η ενότητα και η κοινωνία του σώματος των επισκόπων αποτελούν την ορατή ανάκλαση της μυστικής ενότητας και κοινωνίας όλων των εκκλησιών στη θεία ευχαριστία , εφόσον οι επίσκοποι δεν νοούνται χωρίς την οργανική τους ενότητα με τις υπ’ αυτού εκκλησίες.
Πρωτοχριστιανικό κείμενο, η Διδαχή των Αποστόλων, παρομοιάζει τα μέλη της Εκκλησίας με τους κόκκους του σίτου οι οποίοι αν και σπαρμένοι σε διαφορετικά μέρη μαζεύτηκαν και απετέλεσαν έναν άρτο. Κατά τον ίδιο τρόπο, εκφράζουν στην προσευχή τους οι πιστοί την ελπίδα να συναχθούν όλοι οι άνθρωποι από τα πέρατα της γης στην Εκκλησία και να αποτελέσουν το ένα Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία ακριβώς αποτελεί τη δυνατότητα επισυναγωγής του σύμπαντος κόσμου. Ο εκκλησιασμός του κόσμου νοείται ως σύναξη όλων των όντων σε μια ενότητα, ώστε κανένα από αυτά να μη βρίσκεται σε αντίθεση ή σύγκρουση ή εχθρική στάση απέναντι σε κάποιο άλλο. Γι’ αυτό το λόγο η διάσπαση μέσα στην εκκλησία αποτελεί άρνηση της αποστολής της.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εργάζεται για την ενότητα των χριστιανών υπακούοντας στην προτροπή του Ιησού «ίνα παντες έν ώσιν» έχοντας όμως υπόψη ότι η Ορθοδοξία δεν είναι μια επιμέρους χριστιανική ομολογία, αλλά έχει καθολικό και διαχρονικό χαρακτήρα. Η Ορθοδοξία δεν δημιουργήθηκε με αφαιρέσεις και διαιρέσεις, αλλά είναι η ενιαία και ενοποιός αλήθεια. Δεν είναι ιδεολογία, αντικειμενοποιημένη αξία αλλά η αλήθεια της Εκκλησίας, η αλήθεια του σώματος του Χριστού. Η Ορθοδοξία είναι η αλήθεια όπως τη δίδαξε ο Κύριος και οι άγιοι Απόστολοι, όπως την ανέλυσαν και διετύπωσαν οι άγιοι Πατέρες στα συγγράμματά τους και στους όρους των συνόδων, όπως την έζησαν, την διατήρησαν και την κυοφόρησαν οι μάρτυρες, οι όσιοι και οι απλοί πιστοί.
Εφόσον η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού κατά συνέπεια υπάρχει λειτουργική ενότητα των μελών, ποικιλία των χαρισμάτων η οποία επιβάλλεται από την ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπινου προσώπου που είναι μέλος και αγαπητική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των μελών η οποία οικοδομεί τη συνέχιση της ενότητας του σώματος. Ως εκ τούτου «είτε πάσχει εν μέλος συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη»(A’ Κορ 12,26). Η προσφορά αγάπης λοιπόν προς τον πάσχοντα αδελφό, τον εξαρτημένο νέο, την άγαμη μητέρα, την πολύτεκνη μητέρα, την κακοποιημένη γυναίκα, τον κατατρεγμένο μετανάστη, τον ασθενούντα αδελφό, δεν στηρίζεται πάνω σε μια ένδειξη απλώς συμπάθειας και λύπης αλλά έχει σαφώς εκκλησιολογική βάση.
Η αληθινή αγάπη, που εκφράζεται στην ενότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος, έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα την ανιδιοτέλεια. Κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι τέλειος Θεός. Συνεπώς και η κοινωνία της αγάπης των προσώπων της Αγίας Τριάδος δεν είναι δυνατό να νοηθεί ως κίνηση για ιδιοτελή λήψη, αλλά ως έκφραση πληρότητας και ανιδιοτελούς κοινωνίας. Με βάση το γνώρισμα της αγάπης του Θεού, ο άνθρωπος καλείται να αναπτύξει κοινωνία αγάπης με τον συνάνθρωπό του ο οποίος είναι ο πλησίον.
Αναμφίβολα ζούμε σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία όπου κυριαρχεί η διαφορετικότητα. Φιλοξενούμε στην πατρίδα μας οικονομικούς μετανάστες και η Εκκλησία μας από την πρώτη στιγμή αγκάλιασε και υποδέχτηκε όλους αυτούς τους ανθρώπους , πολλές φορές ενισχύοντάς τους και οικονομικά, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι πολλοί απ’ αυτούς ανήκουν σε άλλη θρησκεία, στηριζόμενη όχι σε κάποιον αλτρουισμό αλλά στην βαθιά της πεποίθηση ότι όλοι αποτελούμε αδέλφια έχοντας κοινό Πατέρα το Θεό. Γι’ αυτό το λόγο η προκατάληψη ,η μισαλλοδοξία και ο ρατσισμός δεν έχουν θέση εντός της εκκλησίας.
Η εξάλειψη των διακρίσεων μεταξύ των ανθρώπων, που ανήκουν σε διαφορετικές εθνότητες, κοινωνικές τάξεις, σε διαφορετικά φύλα αποτελεί το γνώρισμα της νέας εποχής που εγκαινίασε ο Ιησούς Χριστός την εποχή της αναδημιουργίας του ανθρώπου, του κόσμου και της κοινωνίας. Οι χριστιανοί αποτελούμε ένα «νέο γένος», το γένος των χριστιανών το οποίο τοποθετείται πέρα από εθνικές, φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις.
Η αναγνώριση της ιερότητας του σώματος του ανθρώπου επιβάλλει και αναγνώριση των σωματικών αναγκών του ανθρώπου. Ο κάθε άνθρωπος πορεύεται προς τη βασιλεία του Θεού μέσα στο μεταπτωτικό κόσμο και ως εκ τούτου έχει ανάγκη την τροφή, την ενδυμασία. Πολλές φορές κάποιοι αδελφοί μας λόγω κάποιων συγκυριών της ζωής βρίσκονται όχι απλά σε δύσκολη οικονομική θέση αλλά σε δεινή οικονομική κατάσταση μέχρι ελλείψεως των στοιχειωδών μέσων επιβίωσης. Ο Χριστιανισμός όχι μόνο δεν αδιαφόρησε για τα κοινωνικά προβλήματα αλλά και βοήθησε άμεσα ή έμμεσα στη συνειδητοποίηση και την επίλυσή τους μέσα στα πλαίσια της κοινής εν Χριστώ ζωής. Και επειδή τα κοινωνικά προβλήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν υπαρκτά, πριν αναγνωριστούν ως προβλήματα από την κοινωνία, μπορούμε να πούμε ότι ο Χριστιανισμός, κάνοντας συνειδητές τις αρνητικές κοινωνικές καταστάσεις, συντέλεσε και στην φανέρωση των κοινωνικών προβλημάτων.
Η Εκκλησία δεν μπορεί να έχει κομματικό λόγο διότι από τη φύση της ενώνει και δεν κομματιάζει, έχει όμως κοινωνικό λόγο και επικρίνει την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση του συνανθρώπου. Όταν τοποθετούμε την Εκκλησία στο περιθώριο της πορείας του κόσμου, των κάθε είδους γεγονότων του και ισχυριζόμαστε ότι ενδιαφέρεται μόνο για τη μεταθανάτια ζωή τότε αρνούμαστε την αποστολή της. Στην Εκκλησία δεν είμαστε απλοί θεατές του κοινωνικού κακού , αλλά υπεύθυνοι για την ιστορία του ανθρώπου, μ’ όλο το βάρος μιας χαρισματικής παρουσίας. Άλλωστε ο χριστιανικός Θεός που αποκαλύπτεται μέσα στα βιβλικά κείμενα δεν είναι ένας Θεός που μένει απαθής μπροστά στις συμφορές του ανθρωπίνου γένους, ένας Θεός αμέτοχος του ανθρωπίνου δράματος, αλλά ένας Θεός που επεμβαίνει δυναμικά μέσα στην ιστορία για να σώσει τον άνθρωπο (Ιωάν.1,1) ( Φιλιπ. 2,8). Κατά τον ίδιο τρόπο και η χριστιανοί εργάζονται και για τη κοινωνική δικαιοσύνη. Ασφαλώς η Εκκλησία δεν υποστήριξε τη βία ως μέσο τρόπο αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων, αυτό δεν αρμόζει στη φύση της, αλλά προτρέπει σε προσωπική μεταμόρφωση και αλλαγή.
Με πολύ σοφία και σύνεση η Εκκλησία τοποθετείται στα σύγχρονα προβλήματα που απασχολούν το πλήρωμά της. Με υπευθυνότητα αγκαλιάζει κάθε ελπίδα, από όποιον χώρο και αν προέρχεται, με όποια ιδεολογική απόχρωση και αν παρουσιάζεται. Δεν αρνείται το διάλογο γιατί από τη φύση της είναι διαλεκτική αλλά είναι επικριτική όταν δεν συνδυάζεται η οποιαδήποτε πρωτοβουλία με σεβασμό απέναντι στον άνθρωπο, συνοδεύεται από αλαζονεία, υποκινείται από οικονομικά συμφέροντα και εν τέλει δεν προάγει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Η Εκκλησία είναι η ζύμη που ζυμώνει και μεταμορφώνει αθόρυβα το φύραμα του κόσμου, που κάνει τον σύμπαντα κόσμο αυτό που είναι , δηλαδή δημιουργία του Θεού. Η Εκκλησία είναι η καρδιά του κόσμου, ο μυστικός άξονας της συμμετρίας του κόσμου που δεν τον αφήνει να οδηγηθεί στην καταστροφή και την απώλεια.
Από την ίδρυσή της, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής ( Πράξ. 2, 3εξ ) και κατά τη διάρκεια των αιώνων η Εκκλησία καλείται να αντιμετωπίσει τις φθοροποιές δυνάμεις του κόσμου. Ο αγώνας αυτός συνεχίζεται σήμερα και θα συνεχίζεται έως της κατάργησής των κατά τον μέλλοντα αιώνα. Αυτή η δραματική πορεία της Εκκλησίας παρουσιάζεται μέσα στα ιερά κείμενα και υπενθυμίζεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο από τους μάρτυρες, τούς κατεξοχήν νικηφόρους αγωνιστές εναντίον των δαιμονικών και φθοροποιών δυνάμεων.
Ζούμε σε εποχή γενικότερης κρίσης. Παλαιότερα πολλοί άνθρωποι είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο μέλλον της ανθρωπότητας στην τεχνολογία. Όμως σήμερα διαπιστώνουν πως έκαναν τρομακτικό λάθος. Η νόσος της αυτοκαταστροφής του κόσμου που έχει ενσκήψει και έχει εισχωρήσει σε όλα τα επίπεδά του, αγγίζει όλες τις μορφές της, και αποτελεί πνευματική μόλυνση σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Ο σεβασμός στον άνθρωπο και τη ζωή του, η αξιοπρέπεια, η πίστη στη ζωή, η ελπίδα στο Θεό, ο σεβασμός της κτίσεως, η εμμονή στην αλήθεια, η αγκίστρωση στην ηθική που μας δίδαξε ο Χριστός, υποχωρούν. Είμαστε μάρτυρες μίας άνευ προηγουμένου κατάστασης, μιας ζοφερής για το ανθρώπινο γένος κατάστασης, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη βιολογική και πνευματική του συνέχεια. Ο σεβασμός στον άνθρωπο και τη ζωή του, δίνει τη θέση του στην απάρνησή τους, η πίστη στο Θεό δίνει τη θέση του σε μία απόγνωση και απελπισία που οδηγεί στο θάνατο, ο σεβασμός της κτίσεως δίνει τη θέση του σε μία ανελέητη εκμετάλλευσή της για την αποκόμιση οικονομικών οφελών, η εμμονή στην αλήθεια, δίνει τη θέση της σε μια σειρά από αλλοπρόσσαλες παραθρησκευτικές κινήσεις που κυοφορούν τον πνευματικό και πολλές φορές τον σωματικό θάνατο, η αγκίστρωση στην χριστιανική ηθική δίνει τη θέση της σε μία άηθη «ηθική» η οποία μαθαίνει στους ανθρώπους να εκμεταλλεύονται και να θέτουν στην υπηρεσία του «εγώ» τους, τον συνάνθρωπο και το περιβάλλον. Αυτός είναι ο αλλοτριωμένος από το Θεό κόσμος. Ταυτόχρονα «η γήϊνη ατμόσφαιρα αποπνέει οσμήν αίματος. Η οικουμένη τρέφεται καθ’ εκάστην δι’ ειδήσεων περί φόνων ή βασανισμών των ηττηθέντων εις αδελφοκτόνους συγκρούσεις. Οι άνθρωποι μόνοι δημιουργούν δι’ εαυτούς την κόλασιν αυτών» αναφέρει σύγχρονος θεολόγος.
Είμαστε μάρτυρες μιας άνευ προηγουμένου καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος. Η μόλυνση των ποταμών, των θαλασσών και της ατμόσφαιρας, η καταστροφή των δένδρων και η μετατροπή δασών σε σεληνιακά τοπία, η συσσώρευση ραδιενεργών καταλοίπων σε ζωντανά όντα, το φαινόμενο του θερμοκηπίου μαρτυρούν παράχρηση και βιασμό της φύσεως από τον άνθρωπο, πέρα από την αδυναμία της επιστήμης να διατηρήσει την ισορροπία στον κόσμο, φανερώνουν πρωτίστως και βαθύτατη πνευματική κρίση
Η οικολογική κρίση είναι πρωτίστως κρίση πνευματική και ηθική. Δεν οφείλεται στα πράγματα ή τις ιστορικές συγκυρίες, ούτε στην επιστήμη ή την τεχνολογία. Οφείλεται στον άνθρωπο. Η οικολογική κρίση συνδέεται με το σύνολο της προσωπικής και της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου. Η λατρεία της ανέσεως, η ασέβεια προς τα πράγματα, η αλόγιστη σπατάλη, η απουσία του μέτρου, η ανευθυνότητα, η αδικία, η εκμετάλλευση, η αισχροκέρδεια, ο ευδαιμονισμός, που εκδηλώνονται σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας, είναι παράγοντες που την προκαλούν. Η οικολογική κρίση φανερώνει την κρίση της επιστήμης, της τεχνολογίας, της οικονομίας, της πολιτικής, του δικαίου, της ηθικής, της θρησκείας. Αποκαλύπτει την κρίση του φρονήματος, της στάσεως και συμπεριφοράς του ανθρώπου μέσα στην κτίση. Είναι η ύστατη έκφραση της εσωτερικής κρίσεως του ανθρώπου όπως και όλων των μορφών δράσεως και εκδηλώσεώς του. Η οικολογική κρίση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μετάσταση της πνευματικής και ηθικής κρίσης από τον μικρόκοσμο στον μακρόκοσμο, από τον άνθρωπο στην κτίση. Εκφράζει την κρίση της παρουσίας και της διαγωγής του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.
Ταυτόχρονα γινόμαστε μάρτυρες της περιφρόνησης της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας. Η προέλευση και η προοπτική της ζωής και της υπάρξεως του ανθρώπου, αποκαλύπτουν την ιερότητά του. Και η αναγνώριση της ιερότητας του ανθρώπου αποτελεί την προϋπόθεση για το σεβασμό της ζωής και της υπάρξεώς του. Η περιφρόνηση του ανθρώπου, που κυριαρχεί στις ημέρες μας, συνδέεται με την περιφρόνηση της αιτίας της υπάρξεώς του, που είναι ο Θεός, και της προοπτικής του, που είναι η μετοχή στη θεία ζωή.
Είναι όντως φιλότιμες και αξιοθαύμαστες οι προσπάθειες των ερευνητών που, μέσα στα επιστημονικά εργαστήρια, μοχθούν για να εξιχνιάσουν μυστήρια απροσπέλαστα σχετιζόμενα με τη ζωή, τη δομή και την εξέλιξή της, τη μοριακή βιολογία και τη γενετική. Το αγωνιώδες ερώτημα που υψώνεται κάθε φορά που πανηγυρίζουμε κάποιο θετικό βήμα στην πορεία των ανακαλύψεων είναι αν οι επιτυχίες αυτές θα χρησιμοποιηθούν για το καλό του ανθρώπου, οπότε μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, ή αν, αντιθέτως, θα χρησιμοποιηθούν απερίσκεπτα, χωρίς αρετή, σκέψη και επίγνωση, για το κακό του, ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου και προκαλώντας κυματισμούς πρωτόγνωρων προβλημάτων. Δυστυχώς η βαβελική αλαζονεία εμφανίζεται με νέο πρόσωπο στην εποχή μας.
Στην καρδιά των βιοηθικών προβλημάτων βρίσκεται η αυτονόμηση της κτίσεως από τον Δημιουργό της. Από τη στιγμή που γίνεται η αυτονόμηση, η κτίση αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως ένα εργαλείο ικανοποίησης των ανθρωπίνων αναγκών. Η αυτονόμηση αυτή μπορεί να έχει πολύ τραγικότερες συνέπειες στην εποχή της γενετικής τεχνολογίας, η οποία ανατέλλει. Όταν εκτός από την κτίση αυτονομείται και ο ίδιος ο άνθρωπος και απογυμνώνεται από κάθε υπερβατική διάσταση, τότε δεν πρέπει να προκαλεί απορία η εφαρμογή ακόμη και της πιο ακραίας γενετικής τεχνολογίας.
Πολλά έχουν γραφεί για την πνευματική κρίση του σύγχρονου πολιτισμού και ειδικότερα γι’ αυτήν του 19ου και 20ου αιώνα. Δεν πρόκειται απλά για κρίση αξιών μιας ιστορικής εποχής στον ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο χώρο, αλλά για την κρίση του ίδιου του Είναι και της ύπαρξης του ανθρώπου. Ουσιαστικά έχουμε κρίση της ίδιας της ιστορίας.
Εν μέσω των κοσμοϊστορικών γεγονότων του εικοστού αιώνα που σήμαναν μία κρίσιμη καμπή στην πορεία της ανθρωπότητας, στην μελαγχολική δύση της παρελθούσης χιλιετίας και στην ανατολή και στην πορεία πλέον της νέας στην ανατολή του 2015 μ. Χ., ο άνθρωπος ζει μέσα σε μία δίνη επαναπροσδιορισμού των ιδανικών, των ιδεολογιών και των πίστεων που μέχρι τώρα τον βοηθούσαν να πορεύεται στη ζωή. Η κατάσταση είναι εκρηκτική. Ποτέ άλλοτε μέχρι τώρα ο σύγχρονος άνθρωπος δεν γνώρισε μία τόσο εκτεταμένη κρίση νοήματος. Ποτέ άλλοτε μέχρι σήμερα το κενό που βίωνε η ανθρώπινη ύπαρξη δεν ήταν τόσο μεγάλο. Ποτέ άλλοτε μέχρι σήμερα δεν έχουν εμφανιστεί τόσοι αυτόκλητοι «σωτήρες» οι οποίοι επαγγέλονται ψεύτικες υποσχέσεις αναγέννησης της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο εικοστός αιώνας επεφύλαξε τραγικές εκπλήξεις στο ανθρώπινο γένος. Οι απαρχές του ήταν έντονα διαποτισμένες από την αισιοδοξία για την πραγμάτωση μίας απεριόριστης προόδου που θα μπορούσε να λύσει όλα τα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το κίνημα του Διαφωτισμού προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει τη στάση της ανθρώπινης ύπαρξης απέναντι στα θεμελιώδη υπαρξιακά προβλήματα. Η πίστη στον εγκόσμιο λόγο και στην πρόοδο όπως και στις φυσικές δυνατότητες των ανθρώπων, αποδυνάμωνε το θρησκευτικό συναίσθημα και την εσχατολογική αντιμετώπιση του κόσμου, δίνοντας ταυτόχρονα μία απεριόριστη ώθηση στις διαδικασίες του εξορθολογισμού και της εξατομίκευσης που αποτέλεσαν τις καθοδηγητικές αξίες του νεότερου πολιτισμού. Η ίδια η θρησκεία γινόταν πλέον αντιληπτή ως μία αλληγορία υψηλής μεν ηθικής αξίας, προσαρμοσμένης δε στην αφελή πνευματικότητα του παλαιού ανθρώπου και ακατάλληλη, ως εκ τούτου, για το ορθολογικό πνεύμα του νεοτερικού χειραφετημένου υποκειμένου.
Οι προσδοκίες πολλών ότι η πίστη στον ορθό λόγο και την επιστήμη έτσι όπως αυτή διαμορφωνόταν από την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών, θα οδηγήσει στην καλυτέρευση της κοινωνίας, διαψεύστηκαν. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του εικοστού αιώνα, οι περιφερειακές πολεμικές συγκρούσεις και η ανάδυση κάθε είδους μορφής βαρβαρότητας, η ατομική βόμβα, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος στο βωμό του κέρδους, η αλόγιστη χρήση των φυσικών πόρων, η ανισοκατανομή του πλούτου, η πείνα και η φτώχεια του τρίτου κόσμου, η κάθε είδους εκμετάλλευση της ανθρώπινης ύπαρξης, το πνευματικό και ψυχολογικό κενό που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, έχουν πείσει ότι η κρίση είναι πνευματική.
Από την εποχή του διαφωτισμού και μετέπειτα, κάποιοι οραματίστηκαν έναν κόσμο απαλλαγμένο από κάθε είδους θρησκευτικότητας προσπαθώντας να περιθωριοποιήσουν ή και να καταργήσουν κάθε είδους θρησκευτικής εκδήλωσης. Όμως η προσπάθεια τους διαψεύσθηκε διότι στις εκτιμήσεις τους δεν έλαβαν υπόψιν μια βασική διάσταση της ανθρώπινης ψυχολογίας: ο άνθρωπος, ως λογικό όν που θέτει υπαρξιακά ερωτήματα, είναι θρησκευτικό όν, και εκείνο που τον ξεχωρίζει από τα άλογα όντα δεν είναι τόσο η κοινωνικότητα, όσο η θρησκευτικότητα του. Η προσπάθεια περιθωριοποίησης του Χριστιανισμού και της μη χριστιανικής διαπαιδαγώγησης της νεολαίας έφερε πικρά αποτελέσματα των οποίων είμαστε μάρτυρες όλοι μας. Στη θέση του περιθωριοποιημένου Χριστιανισμού η ανθρώπινη ψυχή αναζητά υποκατάστατα κάποιας εξωτερικής αναφοράς , μια πηγή από την οποία θ’ απορρέει η πληρότητα της ζωής. Ο λόγος και η αιτία είναι απλή. Ο άνθρωπος ,όντας θρησκευτικό ον έχει ανάγκη αναφοράς σε κάτι έξω από αυτόν , έστω και εγκόσμιο, όμως ιδεατό, και ανώτερο από αυτόν. Μια ανάγκη υπέρβασης του εαυτού του.
Ο άνθρωπος αναζητώντας την πληρότητα της ζωής πολλές φορές επινοεί είδωλα. Ειδωλολατρία είναι το αποτέλεσμα της υποδούλωσης του ανθρώπου στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον , ύστερα από τη ματαίωση του καθ’ ομοίωσιν. Αποτελεί μια μεταπτωτική κατάσταση. Η έκπτωση του ανθρώπου από τη δημιουργική τελείωση τον οδηγεί κατ’ ανάγκη συνειδητά ή ασυνείδητα στην αντιμετώπιση του μηδενός. Καθώς ο άνθρωπος καθρεφτίζεται στη «φαντασματική» περιοχή του μηδενός και διαισθάνεται πως αποτελεί ένα εκμηδενιζόμενο είδωλο, επιδιώκει πάση θυσία, όταν αποφεύγει την αυτοκαταστροφή του, το στέριωμα της ζωής του. Στη θέα όμως των εκμηδενιζόμενων πραγμάτων δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο παρά να επινοήσει είδωλα. Και δυστυχώς η σύγχρονη κοινωνία μας έχει να επιδείξει πολλά σύγχρονα είδωλα όπως τα ναρκωτικά που ταλανίζουν ιδιαίτερα τη νεολαία μας της οποίας της αρνηθήκαμε το όνειρο και το όραμα.
Όταν ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κάλεσε τους νέους μας να έρθουν στην εκκλησία όπως είναι, εξέφρασε την μεγάλη ευαγγελική αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν είναι αυτό που φαίνεται αλλά το βαθύ μυστικό της καρδιάς του. Απέναντι στον αυτοδικαιωμένο και υποκριτή άνθρωπο το ευαγγέλιο αντιτάσσει τον αγνό άνθρωπο ο οποίος απογοητεύεται από τις μέχρι τότε επιλογές του και αναζητά την πληρότητα της ζωής.
Είναι καιρός επιτέλους να κατανοήσουμε ότι τα «πρέπει» και τα «μη» θα πρέπει να τα φυλάξουμε για εμάς τους ενήλικες για να γίνουμε παραδείγματα για τους νέους , ενώ στους νέους θα πρέπει να δώσουμε αγάπη , πολλή αγάπη και μόνον τότε θα γίνουμε ακουστοί. Ελάχιστη αξία έχει να τονίζει κανείς στα παιδιά την ανάγκη για ανεκτικότητα και συμπάθεια , όταν εμείς με τη συμπεριφορά μας δείχνουμε σκληρότητα και έλλειψη κατανόησης . Είναι δύσκολο να διδάξουμε την ευγένεια όταν εμείς δεν είμαστε ευγενικοί. Σεβόμαστε και ανεχόμαστε τα συναισθήματα και τις ευαισθησίες των νέων έστω και αν δεν συμφωνούμε .Άλλο ανέχομαι και υπομένω και άλλο επικροτώ . Οι νέοι θα μας ακούσουν και θα εφαρμόσουν τους κανόνες που τους γνωστοποιούμε όταν τα σεβόμαστε Ο σεβασμός που κερδίζεται έχει πιο μεγάλη αξία από αυτόν που παραχωρείται εξαιτίας της θέσης του και μόνο.
Οι νέοι έχουν ανάγκη από ελευθερία, ασφάλεια, εμπιστοσύνη και κατανόηση από σεβασμό και εκτίμηση της οντότητάς τους Έχουν ερωτήματα και απορίες και θέλουν απαντήσεις και εξηγήσεις. Όταν σε όλα τα παραπάνω οι νέοι δεν βρουν ανταπόκριση και συμπαράσταση ,τότε ο κατάλογος των προβληματικών και παθολογικών συμπτωμάτων και εκδηλώσεων μεγαλώνει. Το κυριότερο από όλα όμως είναι ότι σφόδρα επιθυμούν να αγαπούν και να τους αγαπούν. Οι προσπάθειές μας για το χτίσιμο προσωπικοτήτων θα πέσουν στο κενό αν δεν αγαπούμε τους νέους. Και η αγάπη είναι ένα περίεργο συναίσθημα που ακόμη και όταν δεν λέγεται γίνεται αντιληπτό.
Η προοπτική της Εκκλησίας αν και δεν είναι εξωκοσμική ή υπερκοσμική είναι όμως εσχατολογική· και επειδή είναι προφητική και εσχατολογική, είναι και δυναμική και ιστορική. Οι χριστιανοί δεν είναι έξω από τα δεινά του κόσμου και τις θλίψεις των ανθρώπων. Είναι μάρτυρες και θεατές του θεάτρου του δαιμονικού και του παραλόγου με το κακό να λαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις, όντας πρόκληση για την αποστολή τους. Η ηθική και πνευματική κρίση της εποχής μας , η εξάπλωση και ο παροξυσμός του κακού δεν σημαίνει καθόλου το θρίαμβό του, αλλά μάλλον την έκφραση της απελπισμένης αγωνίας του. Το κακό δεν είναι θέση, αλλά άρνηση. Δεν είναι ύπαρξη αλλά ανυπαρξία, μια παρασιτική δύναμη στη δημιουργία, και γι’ αυτό αν και βασιλεύει όμως «ουκ αιωνίζει».
Το ενδιαφέρον των χριστιανών δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο των ιστορικών εξελίξεων, αλλά επεκτείνεται πέρα από αυτόν: «Ού γάρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13,14) Η μέλλουσα αυτή πόλη που ταυτίζεται με την βασιλεία του Θεού, δεν είναι μακριά από τους πιστούς, αλλά βρίσκεται μέσα στην καρδιά τους (Λουκ. 17,21). Μπροστά στη βασιλεία του Θεού ο κόσμος και τα πράγματα του κόσμου σχετικοποιούνται. Μαζί με αυτά σχετικοποιείται και ο χρόνος . (Α΄Κορ.7,29-31)
Έτσι ο Χριστιανισμός συνδέει το παρελθόν με το μέλλον όπου αναμένει και την καταξίωση του παρελθόντος. Η πρώτη έλευση του Χριστού, που τοποθετείται χρονικά στο παρελθόν, προαναγγέλει τη δεύτερη έλευσή του, που αναμένεται στο μέλλον. Αλλά και το μέλλον δεν εντοπίζεται στην ιστορία. Το μέλλον, στο οποίο αναφέρεται η χριστιανική προσδοκία, υπερβάλλει το χρόνο και την ιστορία όπου υπάρχουν μόνο σκιές και σύμβολα. Ακόμα και η παρουσία του Χριστού στην ιστορία αναγνωρίζεται ως σκιά και σύμβολο της ένδοξης δεύτερης Παρουσίας του. Ο Χριστός, που είναι «ο ών και ό ήν και ο ερχόμενος» (Απ. 1,8), οδηγεί από τις σκιές και τα σύμβολα στην πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού. Έτσι ο χρόνος και η ιστορία, όπως και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτά, υποτάσσονται στη βασιλεία του Θεού. Ο Χριστός είναι ο Παντοκράτωρ Κύριος.
Και εμείς πορευόμαστε προς το τέλος της ιστορίας και του κόσμου έχοντας ως εφόδιο την ελπίδα ή όπως την ονομάζει ο Παύλος «αποκαραδοκία» η οποία δεν ταυτίζεται απλώς με μια αισιοδοξία για θετική έκβαση των πραγμάτων αλλά με την απόλυτη βεβαιότητα περί πραγματοποιήσεως των επαγγελιών του Θεού. Η έντονη αυτή ελπίδα περιέχει τρία βασικά στοιχεία: την έντονη αναμονή του μέλλοντος, την εμπιστοσύνη στο Θεό και την υπομονή.