Απόστολου Βακαλόπουλου
Μετά την έναρξη της εκστρατείας των Τούρκων εναντίον της Κύπρου άρχισε μια νέα δύσκολη περίοδος για την Κρήτη. Οι συχνές ναυτικές επιδρομές τους εναντίον της είναι φανερά προμηνύματα του κινδύνου που την απειλούν. Και μετά την κατάκτηση της Κύπρου εντείνεται η αγωνία των Κρητικών. Πιστεύουν πως έρχεται πια η σειρά του μεγάλου νησιού τους, που έχει μεταβληθή στον ακροτελεύτιο προμαχώνα των Βενετών προς την Ανατολή. Οι κάτοικοί του βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Στον ορίζοντα συσωρεύονται τα σύννεφα της μελλοντικής θύελλας, που θα ξεσπάση ύστερ’ από 70 χρόνια. Η μάχη της Κρήτης είναι πια εν όψει.
Πνευματικό προϊόν της ταραγμένης αυτής ψυχολογίας είναι και η εμφάνιση και η διάδοση προφητειών για την τύχη της Κρήτης. Μία λέγει: «Ουαί σοι νήσος Κρήτη, όταν οι Αγαρηνοί έλθωσι και κυριεύσωσι και πόλεμος γενήσεται αναμέσον Ισμαηλιτών και Ρωμαίων εις τόπον λεγόμενον του Αγ. Ιωάννου του Μέλικος». Αργότερα άλλη που παρουσιάζεται ως του προφήτη Δανιήλ προοιωνίζει «πολλούς φόνους», «ανδρών μεγιστάνων απώλειαν», κλαυθμούς και οδυρμούς των κατοίκων• η κατάσταση όμως αυτή θα διαρκέση τρία μόνο χρόνια και ύστερα θα χαρή ο λαός: «Ουαί, ουαί σοι Κρήτη πολιορκουμένη, ότι αίματα πολλά χυθήσονται υπέρ σου και ο λαός σου εις φυγήν τραπήσεται και αι εκκλησίαι σου ερημία ερημωθήσονται έως ενιαυτούς. Τότε γαρ έσται σοι χαρά και αγαλλίασις και ευφρανθήσονται οι μεγιστάνοι σου οι ορθώς βιούντες και ο λαός σου ο πολυφανής» .
Αν λοιπόν η Γαληνότατη Δημοκρατία θέλη να κρατήση την θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο και γενικά το κύρος της μέσα στον ευρωπαϊκό κόσμο, πρέπει να μην χάση τον μεγάλον εκείνο προμαχώνα μέσα στην ανοικτή θάλασσα. Η κατάσταση όμως μέσα στο νησί δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Οι κάτοικοι, ιδίως της υπαίθρου, είναι ταλαιπωρημένοι και αγανακτισμένοι από τις αλλεπάλληλες αγγαρείες και στρατεύσεις των Βενετών. Γι’ αυτούς τους λόγους η στάση τους απέναντι του νησιού και των κατοίκων πρέπει ν’ αλλάξη. Και πραγματικά από τώρα και στο εξής-παρά τους εσωτερικούς και εξωτερικούς περισπασμούς των αποστέλλουν εκεί ικανούς αξιωματικούς με οδηγίες για τα καθήκοντά τους, για την συμπεριφορά τους απέναντι των κατοίκων και ιδίως των φεουδαρχών, για την στάση τους απέναντι των Τούρκων, για τις επιθεωρήσεις που πρέπει να κάνουν. Η Κρήτη, όπως γράφει ο Moro στα 1602, «είναι ο σφυγμός και το κυριότερο νεύρο των θαλασσινών δυνάμεων» της Βενετίας. Μεγάλο όμως κίνδυνο παρουσιάζουν οι απέραντες ακτές, ο ανοικτές στον εχθρό, με τους πολλούς όρμους και τα λιμάνια και είναι αδύνατο να τις υπερασπιστούν, γιατί χρειάζονται πολλά στρατεύματα, πολύ περισσότερα απ’ όσα είναι διαθέσιμα. Ούτε είναι εύκολο να μεταφερθούν γρήγορα οι άνδρες από το να μέρος στο άλλο, το τυχόν απειλούμενο, γιατί οι δρόμοι είναι πανάθλιοι και, ωσότου γίνη η μετακίνηση, ο εχθρός θα έχη αποβιβαστή και θα έχη εισδύσει στο εσωτερικό. Μολαταύτα κατανοείται η ανάγκη να ληφθούν μέτρα, ώστε να εμποδισθή η απόβαση, τουλάχιστο στις παραλίες εκείνες, που βρίσκονται κοντά στις μεγάλες πόλεις, στον Χάνδακα και στα Χανιά.
Στα 1571 γενικός προνοητής του νησιού διορίζεται ο Marino Cavalli με απόλυτη εξουσία στην ξηρά. Η θέση αυτή είναι ανώτερη από του δούκα της Κρήτης, γιατί αυτός τώρα από πρώτος διοικητής γίνεται ουσιαστικά μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Ο Cavalli φτάνει στο νησί στις 17 Μαρτίου 1571 και μένει εκεί 22 μήνες . Βρήκε τους Κρητικούς, προ πάντων τους χωρικούς, πολύ ερεθισμένους, γιατί οι Βενετοί είχαν αρματώσει 20 γαλέρες (αντί για τις 10 η 12 που εξόπλιζαν πριν) και από τους 9.000 άνδρες, που είχαν επιβιβάσει σ’ αυτές, λίγοι είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους. Άλλοι είχαν σκοτωθή, άλλοι είχαν πεθάνει από αρρώστιες και άλλοι είχαν μείνει στα καράβια, χωρίς καμιά ελπίδα ν’ απολυθούν. Και σα να μην έφτανε αυτό, ήλθε νέα διαταγή να εξοπλίσουν 40 ακόμη γαλέρες. Οι κάτοικοι αγανακτισμένοι αντιδρούσαν στην νέα στρατολογία και πολλοί απ’ αυτούς, που στρατολογούσαν με ψεύτικες υποσχέσεις, λιποτακτούσαν και έφευγαν στα βουνά. Έτσι αναγκάζονταν οι Βενετοί να πιάνουν όσους τριγύριζαν ξένοιαστοι στους δρόμους, άνδρες συνήθως μεγάλης ηλικίας, γεγονός που μεγάλωνε ακόμη περισσότερο τον ερεθισμό των πνευμάτων. Ακόμη στρατολόγησαν 1.000 άνδρες για τις επισκευές των φρουρίων, αλλά πολλοί απ’ αυτούς έφευγαν από την εργασία. Με αυτούς τους τρόπους στρατολογήθηκαν – εκτός από τα πληρώματα το στόλου (για 40 Κρητικές και 20 βενετικές γαλέρες) – και συγκεντρώθηκαν στο Μεγάλο Κάστρο (Χάνδακα) 5.000 Έλληνες, που συχνά δημιουργούσαν ταραχές και συμπλοκές στις πλατείες και στην αγορά , ενώ ο εχθρικός κίνδυνος ήταν άμεσος.
Τον ίδιο κιόλας χρόνο (1571) οι Τούρκοι με πολλά καράβια αποβιβάζονται στην Σούδα, περνούν από περιοχή σε περιοχή λεηλατώντας, καίοντας και αιχμαλωτίζοντας και έρχονται στο Ρέθυμνο στις 7 Ιουνίου, την μέρα που γιόρταζαν στο νησί το Corpus Cristi. Οι Έλληνες οπλοφόροι που αποτελούσαν την μικρή φρουρά του Ρεθύμνου βλέποντας τους Τούρκους δεν έδειξαν καμιά προθυμία να υπερασπίσουν την πόλη και σκορπίστηκαν. Αλλά και οι κάτοικοι της περιοχής που είχαν στρατολογηθή για να την υπερασπίσουν, όπως γράφει στην έκθεσή του ο φρούραρχος του Χάνδακα Latinus Orsini, βρίσκοντάς την εγκαταλελειμμένη, για να εκδικηθούν «τους Βενετούς αρχόντους και κυρίους των» για τις καταπιέσεις τους λεηλάτησαν οι ίδιοι την πόλη κι’ έπειτα βγήκαν έξω στα χωριά, για να σκοτώσουν τους άρχοντες που θα έβρισκαν στον δρόμο τους.
Πραγματικά οι διάφορες υπερβασίες των Βενετών είχαν φτάσει την εποχή εκείνη στα άκρα. Οι καταχρήσεις των υπαλλήλων, η βαριά φορολογία (ο λαός κατέβαλλε το τρίτο της παραγωγής του, σε μερικά μέρη και περισσότερο), που είχε ως αποτέλεσμα την τοκογλυφία των προνοητών και των Βενετοκρητικών, φαίνεται, αρχόντων, καθώς και η μαύρη αγορά με το αλάτι, είδος πρώτης ανάγκης για τον γεωργικό πληθυσμό (για το αλάτισμα των κρεάτων, ψαριών, ελιών, τυριού κ.λ.), συνετέλεσαν, ώστε την εποχή εκείνη να ξεσηκωθούν οι χωρικοί του Ρεθύμνου και γεμάτοι εκδικητικά αισθήματα να προβούν σε λεηλασίες και φόνους (Αύγουστος 1571). Απελπισμένοι ύστερα θέλησαν να έλθουν σε συνεννοήσεις με τους Τούρκους, αλλά ο στόλος τους είχε φύγει. Οι αρχές έπειτα, όπως γράφει ο Cavalli, έδωσαν αμνηστία στον λαό, αλλά τιμώρησαν σκληρά τους αρχηγούς της ανταρσίας: 8 παπάδες και ένας λαϊκός, από τους πρώτους του τόπου, κρεμάστηκαν. Σοβαρή αναταραχή παρατηρήθηκε και στα Σφακιά, αλλά ο Cavalli φέρθηκε με μεγάλη σκληρότητα και κατόρθωσε να επιβάλη και εκεί την τάξη. Υπεύθυνος των αναταραχών και των διαρπαγών στην Μεσαρέα, το Ψυχρό, στις περιοχές Ρεθύμνου και Χανιών θεωρούσε τις μεγάλες οικογένειες των Πατέρων και Παπαδοπούλων, που ανταγωνίζονταν η μια την άλλη και οι οποίες, κατά την γνώμη του, έπρεπε «να βγουν από την μέση», για να ησυχάση η Κρήτη. Από τα συμπληρωματικά στοιχεία που μας δίνει η έκθεση του Jac. Foscarini (ήλθε τρία χρόνια αργότερα με ευρεία εξουσιοδότηση, όπως θα ιδούμε παρακάτω) μαθαίνουμε ότι ο Cavalli λεηλάτησε και έκαψε την περιοχή των Σφακιών, ώστε ν’ αναγκαστούν ο κάτοικοι χρόνια ολόκληρα να τριγυρίζουν άστεγοι και νηστικοί στα φαράγγια της Περιοχής. Ότι εκτόπισε στην Κέρκυρα να ολόκληρο καράβι από Σφακιώτες• Ότι οι περισσότεροί τους βρήκαν τον θάνατο στο ταξίδι από τις στερήσεις, κακοποιήσεις και από την απελπισία και ότι οι λίγοι που πάτησαν το έδαφος πέθαναν από την λύπη η από την σιδερένια πειθαρχία που τους επέβαλαν οι φύλακές τους.
Η έκθεση που υποβάλλει στον δόγη ο Cavalli είναι διαποτισμένη από μίσος και εμπάθεια εναντίον των Κρητικών και παραβλέπει τα πραγματικά αίτια της ανταρσίας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, ο πληθυσμός της Κρήτης ανεβαίνει σε 160.000, από τις οποίες 40.000 στις πόλεις. Κατηγορεί τον κλήρο ως αγράμματο, αμαθή και τεμπέλη και ότι δεν ασκεί ηθικοθρησκευτική επίδραση στον λαό, αλλά τον σπρώχνει προς την ανυπακοή και την ανταρσία, του αποδίδει δηλαδή την ίδια κατηγορία που του προσήπταν πάντοτε οι βενετικές αρχές, η οποία όμως μαρτυρεί την πρωτοβουλία του στους εθνικούς αγώνες. Ο λαός, εξακολουθεί ο Cavalli, είναι επίσης τεμπέλης, έχει χαρακτήρα άστατο και, όταν ακόμη είναι ειρήνη, ρέπει προς την ληστεία, τις ταραχές και τις επαναστάσεις δεν είναι πιστός στην «Αυθεντία». Γι’ αυτό δεν πρέπει να οπλοφορή ούτε και να ευπορή, γιατί «ο πλούτος είναι κακός σύμβουλος». Γι’ αυτό ακόμη η Βενετία πρέπει να διορίζη εκεί «καλούς ρέκτορες, καλούς όμως και όχι σκιές, γιατί η Κρήτη θέλει άνδρες με γροθιά» Και σε καιρό πολέμου οι επιστρατευόμενοι Κρητικοί να είναι λιγότεροι κατά το ένα τρίτο από τους Βενετούς η καλύτερα οι μισοί. Άπιστες είναι ακόμη οι 12 ευγενείς οικογένειες οι καταγόμενες από την Κωνσταντινούπολη, «οι αρχοντορωμαίοι», της περιοχής Ρεθύμνου (Φωκάδες, Βλαστοί, Βαρουχαίοι, Λιτίνοι, Χορτάτζηδες, Σκορδίληδες, Αγιοστεφανίτες, Αρχολέοι, Μουσούροι, Καλαφάτες, Γαβαλάδες και Μελισσηνοί, συνολικά 400 περίπου άτομα), που είχαν πάρει τιμάρια από τους Βενετούς και οι οποίοι εξαιρούνται από αγγαρείες και στρατολογούνται μόνον ως ναύτες καταστρώματος στις γαλέρες. Είναι γενικά φτωχοί και η οικονομική τους κατάσταση λίγο διαφέρει από την αντίστοιχη των χωρικών, με τους οποίους είναι αλληλέγγυοι. Πιστοί στην «Αυθεντία» είναι οι Βενετοί της Κρήτης, στους οποίους δίδονται τα περισσότερα αξιώματα. Χαρακτηριστικό είναι, λέγει ο Cavalli, ότι αυτοί, είτε είναι πλούσιοι είτε είναι μέσοι η φτωχοί, συμπεριφέρονται καλά απέναντι των χωρικών. Ως προς το τελευταίο αυτό θέμα ο γενικός προνοητής ψεύδεται ασύστολα, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε στα παρακάτω κεφάλαια. Αντίθετα αξιόπιστη είναι η είδησή του ότι οι μόνοι Έλληνες πιστοί στην «αυθεντία» είναι οι κάτοικοι των πόλεων, οι οποίοι επιδίδονται στην ναυτιλία και στο εμπόριο. Οι αστοί αυτοί όχι μόνον είναι απαλλαγμένοι από αγγαρείες και άλλες καταπιέσεις, αλλά μετέχουν και στα αγαθά του πολιτισμού. Επομένως δεν έχουν πολλούς και βασικούς λόγους να καταφέρωνται εναντίον των Βενετών και πρόθυμα παίρνουν μέρος ως ναυτικοί στους αγώνες εναντίον των Τούρκων. Μετά την ναυμαχία μάλιστα της Ναυπάκτου ορισμένοι Κρητικοί καπετάνιοι θέλουν να εμπλακούν στους αγώνες αυτούς με μεγαλύτερη ελευθερία δράσης. Έτσι 4 από αυτούς – και ανάμεσά τους ο Μανούσος Θεοτοκόπουλος, ο αδελφός του ζωγράφου – ζητούν τον Οκτώβριο του 1571 από την βενετική γερουσία να τους παραχωρήση με ορισμένους όρους από ένα πειρατικό σκάφος (φούστα), για να το εξοπλίσουν και να το χρησιμοποιήσουν εναντίον των Τούρκων. Η αίτησή τους γίνεται δεκτή και με την ευκαιρία αυτή λαμβάνεται η γενική απόφαση, «ίνα οιασδήποτε θελήση να εξοπλίση πλοία πειρατικά η οποιουδήποτε άλλου είδους η ιδιότητος, δύναται να το πράξη».
Γενικά η διάκριση που κάνει ο Cavalli μεταξύ Ελλήνων υπαίθρου και πόλεων ως προς την νομιμοφροσύνη τους απέναντι της βενετικής δημοκρατίας είναι ορθή και πρέπει να την υπογραμμίσουμε και να την έχουμε υπ’ όψη, όταν θα έλθουμε να εξετάσουμε την εκστρατεία των Τούρκων εναντίον της Κρήτης, οπότε θα παρατηρήσουμε με πόση ευκολία οι κατακτητές εξαπλώθηκαν στην ύπαιθρο, αντίθετα προς την αντίσταση που βρήκαν στις πόλεις. Αλλά για να γνωρίσουμε καλύτερα την αξιοθρήνητη πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική κατάσταση στην Κρήτη είναι ανάγκη να μελετήσουμε τις ειδήσεις που μας δίνουν ορισμένες τουλάχιστον εκθέσεις γενικών προνοητών, όπως π. χ. του Jac. Foscarini και του Zuanne Mocerigo.
2. Η Κρήτη μεταξύ 1573-1588, σύμφωνα με τις εκθέσεις του Jac. Foscarini.
Η Βενετία, μετά την υπογραφή της συνθήκης της 7 Μαρτίου 173 με την Τουρκία, αναζητεί ικανό άνδρα, που θα έπαιρνε τα κατάλληλα μέτρα, στρατιωτικά, οικονομικά και κοινωνικά, για την άμυνα του νησιού και για την εισαγωγή ριζικών μεταρρυθμίσεων σ’ αυτό. Και τα βλέμματά της έπεσαν στο κατάλληλο πρόσωπο, στον Jac. Foscarini, που τον ονόμασε γενικό προνοητή, εξεταστή και σύνδικο του Βασιλείου.
Ο Foscarini ξεκινώντας για την Κρήτη αναλαμβάνει μία πολύ δύσκολη αποστολή. Έπρεπε να προστατέψη και ν’ ανακουφίση τον λαό, που στέναζε από τις καταπιέσεις των Βενετών ευγενών, αλλ’ αν στρεφόταν εναντίον τους, θα δημιουργούσε αμέσως γύρω του έναν εχθρικό κύκλο που θα δυσχέραινε αφάνταστα το έργο του. Πως θα συμβίβαζε τ’ ασυμβίβαστα; Έπρεπε επίσης ν’ αυξήση τα δημόσια έσοδα του Βασιλείου, που εκείνη την εποχή ξόδευε μεγάλα ποσά για την φρούρηση του νησιού εξ αιτίας της απειλής των Τούρκων. Πως θα μπορούσε να ισοσκελίση τον προϋπολογισμό του;
Με τις σκέψεις αυτές έφτασε ο Foscarini στην Κρήτη στις 10 Οκτωβρίου 1574. Αμέσως ανακοίνωσε στους διοικητές του νησιού τις εντολές της δημοκρατίας και κάλεσε όσους είχαν παράπονα για καταπιέσεις, αυθαιρεσίες και κακή μεταχείριση να καταγγείλουν τους ενόχους κατώτερους η ανώτερους υπαλλήλους. Και άρχισαν αμέσως οι δίκες: οι καταπιεστές των φτωχών και αδυνάτων τιμωρούνταν με φυλακή η με εξορία, η αναγκάζονταν ν’ αποδώσουν πίσω στους ιδιοκτήτες τους τα κτήματα που είχαν αποκτήσει με αδικίες. Επίσης έδειξε μεγάλη σύνεση ως προς την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων διευκολύνοντας τους φτωχούς και τιμωρώντας τους ισχυρούς. Με τον τρόπο αυτόν κέρδισε την εμπιστοσύνη του κόσμου.
Ο Foscarini επίσης προσπάθησε να θέση τέρμα στην αστάθεια του νομίσματος. Έτσι όρισε την αξία του χρυσού τσεκινιού σε 22 υπέρπυρα. Με το μέτρο αυτό έμειναν όλοι ευχαριστημένοι. Στην πραγματικότητα ο μόνος κερδισμένος ήταν το κράτος. Επίσης, αποβλέποντας στην αύξηση των εσόδων του νησιού, όρισε νέο δασμολόγιο με την εφαρμογή των άμεσων φόρων, που βάρυναν τους εμπόρους εξαγωγής, και διατίμησε τα προϊόντα. Ως την εποχή εκείνη επιβαρύνονταν με φόρους μόνο τα προϊόντα που εισάγονταν.
Έλαβε ακόμη μέτρα, για ν’ αντιμετωπίση ορισμένα κοινωνικά προβλήματα, η επίλυση των οποίων θα διευκόλυνε την στρατιωτική οργάνωση και την άμυνα του τόπου. Όπως είναι γνωστό, οι Έλληνες χωρίζονταν σε τρεις τάξεις: 1) στους αρχοντορωμαίους, που χάρη στην δύναμή τους διατηρούσαν τα παλαιά τους προνόμια και κατά την βενετοκρατία• 2) στους παροίκους, που ήταν απελευθερωμένοι δουλοπάροικοι και γι’ αντάλλαγμα αυτής της ελευθερίας πλήρωναν κεφαλικό φόρο ένα τσεκίνι• και 3) στους δουλοπαροίκους, που ήταν δεμένοι με την γη, έπαιρναν μικρό μερίδιο των προϊόντων και υποχρεώνονταν να εκτελούν τις αγγαρείες. Καθώς οι δύο τελευταίες τάξεις δεν ήταν καθαρά χωρισμένες, ο Foscarini διέταξε να ξαναγίνουν κατάλογοι, στους οποίους να γραφούν ως πάροικοι, όσοι διέθεταν επίσημα χαρτιά, που πιστοποιούσαν την απελευθέρωσή τους, και ως δουλοπάροικοι οι υπόλοιποι. Στο εξής όποιος δουλοπάροικος αποκτούσε την ελευθερία του μετεγγραφόταν στον κατάλογο της νέας τάξης του. Με τους παροίκους ο Foscarini ίδρυσε πολιτοφυλακή που έφθανε τους 14.000 άνδρες (sernidi). Έτσι ουσιαστικά η υπηρεσία που κρατούσε τους καταλόγους των παροίκων ήταν ένα είδος στρατολογικού γραφείου.
Ιδιαίτερα φρόντισε για το ναυτικό που βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Η δύναμή του ήταν μόνο 4.000 άνδρες, ενώ θα έπρεπε να φθάνη τις 8.000. Αιτία της λειψανδρίας αυτής ήταν η συνήθεια των τιμαριούχων ν’ αποκρύπτουν τους στρατευσίμους, για να τους χρησιμοποιούν στα κτήματά τους. Το πολύ πολύ έστελναν ως αντικαταστάτες τους χειρότερους εργάτες. Για ν’ αντιμετωπίση τις περιπτώσεις αυτές ο Foscarini, διέταξε να καταρτιστούν στρατολογικοί κατάλογοι και απαγόρευσε την αντικατάσταση όσων ήταν γραμμένοι σ’ αυτούς. Ακόμη, επειδή οι 25 γαλέρες που έπρεπε να συντηρή η Κρήτη βρίσκονταν σε ελεεινή κατάσταση, ανέθεσε την διοίκησή τους σε ευγενείς, έναν για κάθε γαλέρα, με το δικαίωμα να διορίζουν τον ύπαρχο και τους άλλους αξιωματικούς της. Η μισθοδοσία των ανδρών αυτών θα γινόταν από τα πλούσια εισοδήματα του νοσοκομείου των Χανιών, που ως τότε τα σπαταλούσαν οι διευθυντές του, από τους δημόσιους μύλους του Χάνδακα και από το 10% του προστίμου των ποινικών υποθέσεων.
Για να πάψουν οι καταχρήσεις στον ναύσταθμο της Κρήτης, διέταξε να γίνη καταγραφή όλου του υλικού και φρόντισε ν’ αντικαταστήση τους ανάξιους αποθηκαρίους που χρησιμοποιούσαν μέτρα λειψά, για να κερδίζουν οι ίδιοι. Μάλιστα τους ανάγκασε να επιστρέψουν όσα καταχράστηκαν η να πληρώσουν την αξία τους. Ακόμη για ν’ αναστείλει την εξάπλωση της καλλιέργειας του αμπελιού, που ήταν περισσότερο επικερδής από του σταριού, διέταξε να ξεριζωθούν τ’ αμπέλια από τις περιοχές, όπου πρώτα καλλιεργούνταν σιτηρά .
Ο Foscarini δεν απασχολήθηκε πολύ με το θέμα της οχύρωσης της Κρήτης, γιατί δεν ήταν και τόσο σοβαρό. Τα μόνα ασθενή σημεία ήταν η Σούδα και η Σπιναλόγγα. Συνάντησε όμως δυσκολίες στην προσπάθειά του να εξασφαλίση τον απαραίτητο στρατό, γιατί οι εντόπιοι, από παλαιά συνήθεια, φρόντιζαν ν’ αποφεύγουν με κάθε τρόπο την στρατολογία Αλλά και οι παλαιοί Βενετοί τιμαριούχοι που ήταν υποχρεωμένοι να έχουν πάντοτε έτοιμα δύο άλογα πολεμικά, κάθε φορά που καλούνταν για επιθεώρηση έστελναν στην θέση τους δουλοπαροίκους με όποια άλογα είχαν στην διάθεσή τους. Οι διοικητές της Κρήτης έκαναν τα στραβά μάτια, γιατί δεν ήθελαν να δημιουργήσουν εχθρούς και ανάμεσα στους Βενετούς ευγενείς. Ο Foscarini τα έλαβε όλ’ αυτά υπ’ όψη του και προσπάθησε με καλό τρόπο ν’ αναγκάση τους τιμαριούχους να δείξουν συνέπεια στις υποχρεώσεις τους. Τους κάλεσε λοιπόν όλους και τους έδωσε να καταλάβουν, πως με αυστηρότητα θα εφαρμόση τους παλαιούς νόμους, καθώς και τους νέους που θέσπισε σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής. Έδωσε μάλιστα και πανηγυρικό χαρακτήρα στην ετήσια επιθεώρηση, που ως τότε ήταν αληθινή αγγαρεία, οργανώνοντας κονταρομαχίες και άλλους αγώνες και θεσπίζοντας βραβεία.
Επίσης, επειδή με το πέρασμα των χρόνων οι τιμαριούχοι είχαν πολλαπλασιαστή και τα τιμάρια η είχαν κατατμηθή σε μικρότερα κτήματα, παρά τους τιμαριωτικούς κανονισμούς, η ανταλλαχθή με άλλα και επομένως είχε παρατηρηθή κάποια ανωμαλία στην τάξη των τιμαριούχων, διέταξε να γίνη νέα καταγραφή η μάλλον αναγραφή (anagrafi), όπως λεγόταν τότε, των κτημάτων τους και καθορισμός των ανάλογων υποχρεώσεων τους, που συνήθως ήταν πολεμικές: οι καβαλαρίες (φέουδα) έπρεπε να συντηρούν ένα η δύο άλογα πολεμικά η ένα πολεμικό και να μεταγωγικό, και οι σερβενταρίες (το 1/6 της καβαλλαρίας) πεζούς, σε αριθμό ανάλογο με την έκτασή τους. Σε τοπικές επιθεωρήσεις, που γίνονταν τρεις φορές τον χρόνο και στην γενική, που γινόταν μια φορά στα δύο χρόνια, οι τιμαριούχοι έπρεπε οπωσδήποτε να παρουσιάζουν τα άλογα και τους πεζού που συντηρούσαν. Η παράλειψη η απουσία θα τιμωρούνταν πολύ αυστηρά, ακόμη και με στέρηση του τιμαρίου. Έτσι πέτυχε ο Foscarini ν’ αυξηθούν από 600 σε 1.200 τα πολεμικά άλογα, που αποτελούσαν και την μόνη δύναμη του βενετικού ιππικού, γιατί δεν επιτρεπόταν στους Έλληνες να διατρέφουν τέτοια εξ αιτίας του φόβου των επαναστάσεων.
Το ιππικό το διαίρεσε σε 24 ίλες με 50 αλόγα την κάθε μία και με επικεφαλής ίλαρχους και αξιωματικούς που τους διάλεξε από όλα τα μέρη της Κρήτης. Έτσι ο Foscarini με το να αναγκάση τους τιμαριούχους να γυμνάζωνται και να είναι έτοιμοι για κάθε απρόοπτο κατόρθωσε, ώστε να οργανώση την άμυνα της Κρήτης.
Με την τάξη όμως που μπήκε στα στρατιωτικά ζητήματα και με την αύξηση του τακτικού στρατού έγινε αισθητή η έλλειψη στρατώνων. Ως τότε οι στρατιώτες, που στέλνονταν από την Βενετία, κατέλυαν σε σπίτια ιδιωτών, κυρίως φτωχών – οι πλούσιοι κατάφερναν να ξεφεύγουν – και αναστάτωναν την ζωή τους. Τα παράπονα των νοικοκυραίων ενισχύονταν και από το ότι οι ταμίες δεν τους πλήρωναν το νοίκι. Ο Foscarini διέταξε να πληρωθούν τα νοίκια. Κατόπιν, ύστερ’ από κοινή συνέλευση του λαού, αποφάσισε να επιβάλη έκτακτη φορολογία των ιδιοκτητών σπιτιών, ανάλογη με την αξία τους, ώστε με τα χρήματα που θα συγκέντρωνε να κτίση στρατώνες. Έτσι, με την επιβολή και πολλών αγγαρειών, κτίστηκαν στρατώνες για 4.000 άνδρες με χωριστά δωμάτια για τους αξιωματικούς. Το μέτρο αυτό εφαρμόστηκε σε πολλές πόλεις της Κρήτης.
Ύστερ’ από την επίλυση των ζητημάτων αυτών, ο Foscarini έκανε περιοδεία στο νησί και βρήκε εγκαταλελειμμένες τις αλυκές της Κρήτης και τα γύρω τους κτίρια ερειπωμένα. Αμέσως έβαλε αγγαρείες και άρχισε την παραγωγή το αλατιού. Όλα πήγαν πολύ καλά, και η Κρήτη, που πρώτα έπαιρνε αλάτι από την Μήλο και άλλα νησιά, έφθασε στο σημείο τώρα να κάνη εξαγωγή. Ονομαστές έγιναν μάλιστα οι αλυκές της Ελούντας. Επειδή ακόμη παρατήρησε ότι μεγάλες εκτάσεις της Κρήτης έμεναν ακαλλιέργητες από έλλειψη βοδιών – όσοι είχαν τέτοια ζώα τα πουλούσαν στο σφαγείο, γιατί ήταν πολύ υψηλή η τιμή του κρέατος και κέρδιζαν έτσι περισσότερα -διατίμησε το κρέας σε ένα σολδί την λίτρα και απείλησε τους παραβάτες με αυστηρές ποινές και εξορία. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε πλήθος βόδια για την καλλιέργεια των χέρσων εκτάσεων.
Ο Foscarini έλαβε αυστηρά μέτρα και για ορισμένα ζητήματα που αφορούσαν την ιδιωτική ζωή των κατοίκων: δεν είδε με καλό μάτι την επιμειξία χριστιανών με Εβραίες, που ασκούσαν συνήθως το επάγγελμα της πόρνης, και απαγόρευσε αυστηρά τις μεταξύ τους σχέσεις. Για τους παραβάτες ορίστηκαν αυστηρές ποινές: ο χριστιανός, ανεξάρτητα σε ποια κοινωνική τάξη ανήκε, καταδικαζόταν να τραβά κουπιά 10 χρόνια στις γαλέρες η – αν ήταν ανίκανος να πληρώση 500 λίρες – σε ισόβια εξορία, ενώ η Εβραία που ερχόταν σ’ επαφή με χριστιανό θα θανατωνόταν αμέσως και το σώμα της θα ριχνόταν στην πυρά. Δύο τέτοιες δυστυχισμένες που κάηκαν σαν λαμπάδες έδειξαν την ωμή αποφασιστικότητα του νέου γενικού προνοητή και νέκρωσαν τις αμαρτωλές εκείνες επικοινωνίες.
Ο Foscarini επενέβηκε ακόμη και στα θρησκευτικά ζητήματα. Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της Γερουσίας για την ανασύσταση των ορθόδοξων μητροπόλεων και επισκοπών της Κρήτης έκρινε ότι δεν συνέφερε κάτι τέτοιο στην Βενετία• τι μάλλον έπρεπε να καταργηθή η ορθόδοξη εκκλησία της Κρήτης. Ένα βήμα μάλιστα για την επιτυχία του σκοπού αυτού θα ήταν να περιορισθή ο αισθητά αυξημένος από την αμέλεια των διοικητών αριθμός των παπάδων, που βρίσκονταν κάτω από μην επιρροή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος με την σειρά του εξυπηρετούσε τα σχέδια των Τούρκων. Η Κρήτη έπρεπε ν’ απαλλαγή από τέτοιου είδους επικίνδυνες επιδράσεις. Η Γερουσία συμμορφώθηκε με την υπόδειξή του και έδωσε διαταγή να πλυθούν παπάδες που δεν είχαν δική τους ενορία.
Στα θρησκευτικά ζητήματα παρασύρεται από τον φανατισμό του καθολικού και κατορθώνει να πείση το Συμβούλιο των Δέκα, ώστε να μην επιτρέψη στον Γαβριήλ Σεβήρο, αρχιεπίσκοπο Φιλαδελφείας, και σε άλλους ορθοδόξους επισκόπους να παραμείνουν στην Κρήτη για την εξυπηρέτηση των πνευματικών αναγκών του λαού και του κατώτερου κλήρου. Με την ευκαιρία αυτή – για να πείση τις προϊστάμενες αρχές – κάνει με την έκθεσή του του 1584 μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, για να δείξη ότι δεν υπήρχε ποτέ στην Κρήτη επί Βενετοκρατίας ορθόδοξος επίσκοπος και ότι καλά θα ήταν να έλειπαν και οι παπάδες, γιατί αυτοί ήταν οι αίτιοι των επαναστάσεων και των σκανδάλων. Την δυσάρεστη αυτή για τον Γαβριήλ απόφαση την χρυσώνει το Συμβούλιο με τα 200 σκούδα, που αποφασίζει να του δίνη κάθε χρόνο έφ’ όρου ζωής. Το ίδιο άλλωστε είχε κάνει και για τον Μάξιμο Μαργούνιο, επίσκοπο Κυθήρων. Γι’ αυτό ακόμη δεν έκαναν δεκτό το αίτημα των Ζακυνθινών και Κερκυραίων να ‘χουν δικούς των επισκόπους. Ο Foscarini γράφει: «Είναι βέβαιον ότι οι Έλληνες επίσκοποι δεν θα διδάξωσι ποτέ ούτε και θα συστήσωσιν εις τους ορθοδόξους να αναγνωρίσωσι τον ποντίφηκα ως ανωτέραν κεφαλήν της Εκκλησίας. Δεν θα διδάξωσι τους λαούς τούτους να πιστεύωσι ότι εις την άλλην ζωήν υπάρχει το Καθαρτήριον, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού, ότι εις τον Ουρανόν δεν υπάρχουσι Άγιοι ή ότι δύνανται να υπάρξωσι προ της εσχάτης Κρίσεως, ότι δεν επιτρέπονται τα διαζύγια, ούτε ο γάμος των παπάδων, ούτε η πώλησις των εκκλησιών η παραχώρησις αυτών ως προίκα εις τας θυγατέρας των, και εν γένει τόσα άλλα, τα οποία είναι ακριβώς τα πρώτα κεφάλαια της διδασκαλίας και διαπαιδαγωγήσεως του λαού».
Τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά δεν είναι ανεκτή η παραμονή επισκόπων στην Κρήτη, γιατί είναι ενδεχόμενο οι Τούρκοι να υποδαυλίσουν εξεγέρσεις στο νησί προβάλλοντας κάποιον Έλληνα πρίγκιπα και μαζί με τους Μολδαβούς, Βλάχους και Καταλάνους στην ανάγκη και με μόνο τους αρχοντοπούλους, που είναι τώρα ταπεινωμένοι και εξαθλιωμένοι οικονομικά, να κυριέψουν τον τόπο και να δημιουργήσουν ένα ελεύθερο κράτος υποτελές στον σουλτάνο, του τύπου της Βλαχίας και Μολδαβίας. Κατόπιν συνεχίζοντας τις σκέψεις του λέει πως, αν γίνη δεχτός κάποιος Έλληνας επίσκοπος στο νησί, σε λίγο χρόνο θα καταφθάσουν και άλλοι. Για να σχηματίση κανείς μια ιδέα για το τι είναι δυνατόν να επιτελέσουν οι ευπαίδευτοι και ευφραδείς αυτοί ανώτεροι ορθόδοξοι κληρικοί, ας σκεφθή ότι οι απαίδευτοι και αμαθείς παπάδες κατώρθωσαν να προσηλυτίσουν στο παρελθόν 20.000 καθολικούς, οι παπάδες αυτοί που δεν θέλουν να συμμορφώνωνται προς τις διαταγές του Λατίνου επισκόπου και οι οποίοι μόνο με την βία και με τις απειλές διαβάζουν το ευαγγέλιο στις λιτανείες και στις γιορτές του δόγη. Και έχοντας υπ’ όψη τους σύγχρονους θρησκευτικούς πολέμους της Δυτικής Ευρώπης συμπεραίνει: «Ακριβώς τα θρησκευτικά ζητήματα είναι εκείνα, τα οποία ανέκαθεν διαταράττουσι τας χώρας και τα βασίλεια, διότι η θρησκεία έχει την δύναμιν να καθιστά τους λαούς απειθείς προς τους ηγεμόνας των και υπό το θρησκευτικόν ένδυμα να καλύπτη επαναστάσεις».
Το ζήτημα της παραμονής ορθοδόξων επισκόπων στην Κρήτη επανέρχεται ύστερ’ από λίγα χρόνια, στα 1593. Ο γενικός προνοητής Franc. Mocenigo προτείνει να στέλλωνται με έξοδα των ορθόδοξων μοναστηριών και του κλήρου κάθε 5 – 6 μήνες επίσκοποι στο νησί, για να συμβουλεύουν τους παπάδες και τον λαό να πειθαρχούν στην κρατούσα δύναμη, αλλά η πρότασή του απορρίπτεται.
Στα 1632 ο γενικός προνοητής Molino, έχοντας υπ’ όψη του την τότε κατάσταση, θέτει το ζήτημα γενικότερα και εκφράζει την γνώμη να εκλέγωνται από κοινού με τον οικουμενικό πατριάρχη ορθόδοξοι επίσκοποι – όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στα άλλα βενετοκρατούμενα νησιά -Έλληνες κληρικοί πιστοί και αφοσιωμένοι στην Βενετία, αλλά και η πρόταση αυτή απορρίπτεται με την δικαιολογία ότι οι επίσκοποι αυτοί θα είναι όργανα ενός πατριάρχη που θα διατελή κάτω από την επιρροή του σουλτάνου.
Θετικές και ενδιαφέρουσες ειδήσεις μας δίνει ο Foscarini για την σύνθεση της κοινωνίας της Κρήτης, για την κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει οι αρχοντόπουλοι η αρχοντορωμαίοι, για τους οποίους κάποιο λόγο είχαμε κάνει πρωτύτερα, για την πολιτική του απέναντι των Σφακιανών, για ζην παρακμή και αποσύνθεση του τιμαριωτικού συστήματος, που είχαν εγκαινιάσει οι Βενετοί μετά την κατάληψη της Κρήτης στα 1211, για την βαθμιαία γλωσσική και θρησκευτική αφομοίωση, για τον εξελληνισμό και την οικονομική κατάπτωση των παλαιών μεγάλων τιμαριωτικών οικογενειών της υπαίθρου, όπως των Venieri, Contarini, Barbarigi, Morosini, Dandoli, Boni, Foscarini κ. λ., για την καλύτερη βέβαια θέση των εξελληνισμένων Βενετών εγγενών μέσα στις πόλεις που είχαν ενστερνιστή τα ελληνικά ήθη και είχαν αρχίσει να ντύνωνται με ελληνικά ρούχα και να μιλούν ελληνικά για τις γυναίκες που – μολονότι φανατικά αφοσιωμένες στο καθολικό τους δόγμα ακολουθούσαν τις Ελληνίδες στις συνήθειές τους, για την πτώση του πνευματικού επιπέδου, ιδίως στον Χάνδακα (αισθητή είναι η υπεροχή των Χανιών), για τον κατατεμαχισμό των τιμαρίων και τις συνέπειές του, ιδίως για την κάμψη του μαχητικού πνεύματος των εγγενών, για την αποξένωση πολλών από τα τιμάριά τους και τις σχετικές καταχρήσεις κ. λ., για τις προσπάθειές του να επαναφέρη σε ισχύ τις παλαιές υποχρεώσεις των Τιμαριούχων κ. λ., να δώση επίσης πνοή – με αλλεπάλληλα ρυθμιστικά διατάγματα – στους παλαιούς θεσμούς, που ενσάρκωναν το πνεύμα των εντοπίων ευγενών της Κρήτης (nobili Gretensi), να καθορίση τους προνομιούχους, αυτούς δηλαδή που είχαν απαλλαγή από την αναγκαστική υπηρεσία τις γαλέρες και την συμμετοχή στις οχυρωματικές εργασίες, για την διαφοροποίηση της σύνθεσης της κοινωνίας, και ειδικά για την βελτίωση της θέσης των παροίκων.
Αν εξαιρέσουμε την σκληρή θρησκευτική πολιτική του Foscarini, τα όσα άλλα έκανε για ν’ ανακουφίση τον Κρητικό λαό και να οργανώση το νησί, ήταν αρκετά και αισθητά. Έτσι, όταν ύστερ’ από τους 40 μήνες της δικτατορικής του διοίκησης βγήκε σε νέα περιοδεία, έγινε δεκτός παντού με θερμά αισθήματα φιλίας και αγάπης. Με τον ίδιο ενθουσιασμό έδειξε την ευγνωμοσύνη του ο Κρητικός λαός και όταν ύστερ’ από λίγους μήνες αναχωρούσε από την Κρήτη για την πατρίδα του. Αντίθετα, οι Βενετοί ευγενείς αισθάνθηκαν μεγάλη ανακούφιση, γιατί γλύτωναν από έναν τιμωρό των αδικιών τους. Επίσης και οι Εβραίοι, γιατί απαλλάσσονταν από έναν σκληρό καταπιεστή. Το έργο του Foscarini για πολλές δεκάδες χρόνια έπειτα έμεινε ανεξάλειπτο στην μνήμη των μεταγενεστέρων.
Είναι αλήθεια ότι οι μεταρρυθμίσεις του προκάλεσαν ευεργετικές ζυμώσεις μέσα στον λαό και επέδρασαν στην εξέλιξη και διαμόρφωση της Κρητικής κοινωνίας, αλλά δεν σταθεροποιήθηκαν παρά μόνο για το μικρό χρονικό διάστημα που έμεινε στην Κρήτη. Μετά την αναχώρησή του σημειώνεται βαθμιαία παλινδρόμηση προς την παλαιά κακή παράδοση, ιδίως στον κοινωνικό τομέα. Άλλωστε τα θεσπίσματα του Foscarini δεν ήταν δυνατόν ν’ αλλάξουν την μορφή της κοινωνίας και να την επαναφέρουν στο παλαιό αυστηρό σχήμα της, προς το οποίο έτεινε με νοσταλγία ο μεταρρυθμιστής. Οι νέες συνθήκες είχαν προκαλέσει την βαθμιαία διάβρωση του παλαιού εκείνου καθεστώτος που έβαινε προς την αποσύνθεση και δεν ήταν δυνατόν πια ν’ ανασυστηθή. Την σήψη αυτή θα την ιδούμε κυρίως στην έκθεση του Zuanne Mocenigo, αφού προηγουμένως παραθέσουμε τα στοιχεία τα αναφερόμενα στα ζωτικά στρατιωτικά θέματα του νησιού.
3. Η έκθεση του Zuanne Mocenigo (1589).
1. Τα κύρια μέσα για την άμυνα των παραλίων της Κρήτης και για την παρεμπόδιση των αποβάσεων του εχθρού στις απέραντες ακρογιαλιές του είναι μόνον οι επαρκείς ναυτικές δυνάμεις, και αυτές είναι κυρίως ελληνικές. Σύμφωνα με την έκθεση του Mocenigo του 1589, τα στελέχη τους τ’ αποτελούν ο εντόπιοι Έλληνες και οι Βενετοί ευγενείς, οι οποίοι επιστρατεύονται ως ανώτεροι αξιωματικοί των γαλερών (sopracomiti), η ως nobili όταν είναι νεαροί και δεν έχουν ακόμη πείρα. Τα πληρώματα όμως είναι σχεδόν απόλυτα ελληνικά: οι κάτοικοι των πόλεων, που είναι πολύ καλοί ναυτικοί, ιδίως του Χάνδακα και των Χανιών.
Αυτοί οι ναυτικοί, που στον καιρό της ειρήνης ταξιδεύουν με διάφορα καράβια στην Συρία, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Νησιά και στα διάφορα μέρη της τουρκικής αυτοκρατορίας, έχουν τόσο εξοικειωθή με τους κινδύνους της θάλασσας, ώστε στον καιρό του πολέμου προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες ως ακόλουθοι (compagni), καραβοκύρηδες (paroni), πιλότοι (peotti) και υπαξιωματικοί. Τόση γενικά είναι η εμπειρία των Κρητικών στα ναυτικά, ώστε μια παροιμία έλεγε: όταν στην Κρήτη γεννιέται ένας χωρικός, γεννιέται ένας γαλεότος (άνδρας για τις γαλέρες). Οι ναυτικοί Κρητικοί κατά την εποχή αυτή φτάνουν τους 4.827 άνδρες, δηλαδή ο αριθμός τους δεν έχει σχεδόν καθόλου αυξηθή από την εποχή, που είχε έλθει ο Foscarini στην Κρήτη. Και η κατάσταση των πληρωμάτων είναι η ίδια και χειρότερη, γιατί, όπως γράφει στα 1594 ο τέως καπετάνιος του Χάνδακα F. Pasqualigo, όχι μόνο δεν δείχνουν καμιά προθυμία για την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, αλλά και συχνά αντιδρούσαν και κατέφευγαν στα βουνά η σε ξερονήσια. Επίσης «παρ’ όλο που χρεωστούν πολλές αγγαρείες, δεν θέλουν ν’ ακούσουν για την υποχρέωση αυτή και για την προσωπική δουλεία».
Κατώτερος ως προς την ικανότητα και την πειθαρχία είναι ο εντόπιος πεζικός στρατός, «αι ορντινάντζαι», που ανέβαινε στους 8.3216. Τα τάγματα των επαρχιών απαρτίζονται κατά το πλείστον από χωρικούς, που είχαν απαλλαγή από αγγαρείες, καθώς και από υπηρεσίες στις γαλέρες. Ανάμεσα στους χωρικούς αυτούς συγκαταλέγονται και μερικοί ευγενείς, που είχαν ξεπέσει. Και αυτό που φόβιζε τους άλλους ευγενείς και ιππότες ήταν μήπως τα όπλα που έπαιρναν οι χωρικοί τα στρέψουν κάποια μέρα εναντίον τους. Κατά την γνώμη του Mocenigo η μαχητική τους αξία είναι μικρή: δεν πειθαρχούν, δεν γυμνάζονται στα όπλα με προθυμία, δεν τα συντηρούν, αλλά τ’ αφήνουν να καταστρέφωνται• τα φροντίζουν μόνον όταν πρόκηται να γίνη επιθεώρηση. Οι περισσότεροι δεν έχουν σπαθί και δεν γνωρίζουν την χρήση των αρκεβουζίων. Επομένως ο στρατός αυτός μάλλον σύγχυση και βλάβη θα φέρη παρά ωφέλεια. Γενικά οι χωρικοί αυτοί απεχθάνονται τα όπλα και φαίνονται δειλοί. Ο Mocenigo όμως αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει ορθά την κατάσταση: οι Κρητικοί αντιδρούν παθητικά η και ενεργητικά εναντίον των ξένων κυριάρχων, γιατί τους μεταχειρίζονται σαν σκλάβους και σαν όργανά τους για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Γι’ αυτό πιστεύει τι η δειλία τους δεν είναι φυσικό ελάττωμά τους, όπως νομίζουν μερικοί. Ίσα – ίσα στο παρελθόν οι Κρητικοί είχαν την φήμη πολεμιστών και ευφυών ανθρώπων. Επομένως η εξαθλίωση, στην οποία τους έφεραν οι ιππότες, τους έκανε ν’ αδιαφορούν για την υπεράσπιση του νησιού, και να ποθούν μία αλλαγή του κυριάρχου, η οποία ίσως να μετέβαλλε την σημερινή τους κατάσταση και να τους βοηθούσε να ζήσουν καλύτερα. Έπειτα, παρατηρούσε ο Mocenigo, πως την σύγχρονη εποχή οι Βενετοί, όταν παρουσιαζόταν ανάγκη, φρόντιζαν να υπερασπίσουν το νησί με ξένα στρατεύματα και έτσι άφηναν τους εντόπιους άνδρες στο περιθώριο• φυσικό λοιπόν ήταν να ξεπέσουν σε μια νωθρότητα και αδιαφορία για τα στρατιωτικά και να μην είναι κατάλληλοι για την στρατιωτική εκπαίδευση. Αλλά σ’ αυτό φταίουν οι υπαξιωματικοί και κυρίως οι καπιτάνοι, που έχουν παραμελήσει τα καθήκοντά τους.
Καλύτερος είναι ο στρατός των πόλεων, αλλά χρειάζεται μεγαλύτερη πειθαρχία και εκγύμναση. Απαραίτητες ιδίως είναι οι συχνές επιθεωρήσεις, τις οποίες απεχθάνονται οι κάτοικοι. «Δεν είναι δυνατόν, παρατηρεί λίγο αργότερα, στα 1594, ο Pasqualigo, ούτε για φαινομενική επίδειξη, να οδηγηθή στις παραλίες η πολιτοφυλακή, ούτε και οι προνομιούχοι, γιατί ισχυρίζονται πως ενδιαφέρονται περισσότερο να θερίσουν τα κριθάρια, τα κουκιά, τα σιτάρια και να κρατήσουν τ’ αμπέλια παρά να κάνουν γυμνάσια για την άμυνα από τις αποβάσεις».
Το άλλο σκέλος των δυνάμεων της ξηράς του νησιού, το ιππικό, το πιο αποτελεσματικό όπλο της εποχής, παρά την φήμη του, δεν είναι επίσης στο ύψος του. Από τα 1.331 άλογα που είναι υποχρεωμένοι οι φεουδάρχες να συντηρούν υπάρχουν μόνο 1.021 και απ’ αυτά 200 είναι άλογα λογχοφόρων (da lanza) και 300 περίπου στρατιωτών κατώτερης αξίας. Τα υπόλοιπα είναι ροντσίνοι, δηλαδή μικρόσωμα και αδύνατα. Οι ιππείς επίσης δεν είναι καθόλου γυμνασμένοι. Κατανέμονται σε 11 ίλες, από τις οποίες 6 στρατωνίζονται στον Χάνδακα, 1 στην Σητεία, 2 στο Ρέθυμνο και 2 στα Χανιά. Οι ελλείψεις του στρατιωτικού σώματος οφείλονται κυρίως στην αδιαφορία των φεουδαρχών, οι οποίοι – αν εξαιρέση κανείς ορισμένους – δεν αισθάνονται κανένα ενδιαφέρον η κλίση προς την εκγύμνασή τους και την προετοιμασία τους εμπρός σε ενδεχόμενα πολεμικά απρόοπτα. Το ζήτημα αυτό ανησυχεί τον Mocenigo, ο οποίος προβάλλει και συζητεί διάφορες σκέψεις για την βελτίωση του ιππικού. Τελικά καταλήγει στην απόφαση να συμμεριστή την γνώμη πολλών, ότι για να οργανώσουν το ιππικό, δεν πρέπει να στηριχθούν στους ευγενείς, αλλά να βρουν κάποιον άλλο τρόπο. Και αυτός είναι: «Να αντικαταστήσωμεν τους 400 ίππους των φεουδαρχών δια ισαρίθμων ιππέων (stradioti) και να υποχρεώσωμεν τους φεουδάρχας να καταβάλουν ανάλογον ποσόν χρημάτων. Κατά τα άλλα, να διατηρηθούν τα φέουδα, χωρίς να επέλθη μεταβολή τις εις αυτά. Εκ του μέτρου τούτου, εξ όσων ηδυνήθην να εννοήσω, θα ευχαριστηθούν οι περισσότεροι των εγγενών, οι οποίοι ευχαρίστως θα καταβάλουν τα χρήματα, και μάλιστα εάν τα ποσά ταύτα πληρωθούν δι’ αναλόγου ποσότητος σίτου και κριθής, κυρίως δε κατά τον χρόνον της συγκομιδής». Ο Mocenigo προτείνει επίσης και άλλα συμπληρωματικά μέτρα για την αναδιοργάνωση του ιππικού και για τον εφοδιασμό του με άλογα καλής ράτσας. Δεν γνωρίζουμε όμως ποια από τα μέτρα αυτά έγιναν δεκτά και ποια τελικά πραγματοποιήθηκαν. Το θέμα μένει προς διερεύνηση.
Επίσης χαμηλό είναι και το ηθικό του ιταλικού στρατού, των 3.000 μισθοφόρων, οι οποίοι υπηρετούν στα 8 κάστρα του νησιού (4 στην ξηρά, Χανιά, Ρέθυμνο, Χάνδακα, Παλαιόκαστρο, και 4 σε νησάκια που δεσπόζουν τα λιμάνια), τα οποία θα πρέπει να επισκευάζωνται κατά καιρούς και ν’ ανεφοδιάζωνται με τα απαραίτητα τρόφιμα και πολεμοφόδια. Οι περισσότεροι διοικητές των κάστρων είναι ξένοι, μη Βενετοί. «Οι περισσότεροι τούτων, γράφει ο Mocenigo, δια να είπωμεν την αλήθειαν, είναι πτωχοί, άσημοι, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνην, στερούνται στρατιωτικής εμπειρίας, και δεν είναι δοκιμασμένοι μέχρι σήμερα». Επίσης οι καπιτάνοι είναι πολύ φτωχοί και, επειδή ο μισθός δεν τους επαρκεί, φροντίζουν να βρίσκουν άλλους τρόπους πλουτισμού. Έτσι π. χ. έχουν γραμμένους στους λόχους των καταστηματάρχες, υπηρέτες ορισμένων προσώπων κ. α., οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν προσφέρουν καμιά υπηρεσία. Οι καπιτάνοι με αυτούς δικαιολογούν 4 – 6 λίρες τον μήνα και μαζί τους κάνουν εμπόριο όπλων και υφασμάτων, πράγμα που τους εξευτελίζει στα μάτια του κόσμου. Οι ίδιοι κάτι αφαιρούν και από τον γλίσχρο μισθό των στρατιωτών, οι οποίοι για όλους αυτούς τους λόγους τους μισούν φοβερά.
Έπειτα οι στρατιώτες μισθοφόροι των φρουρών της Κρήτης δεν είναι οι κατάλληλοι, γιατί η Κρήτη θεωρείται ως εσχατιά της δημοκρατίας και τόπος εξορίας. Γι’ αυτό οι καλοί στρατιώτες δεν δέχονται να στρατολογηθούν για τον τόπον αυτόν. Οι περισσότεροί τους είναι άνθρωποι του σχοινιού και του παλουκιού και κάνουν ποικίλες παρανομίες, ενώ οι αξιωματικοί τους, επειδή και οι ίδιοι ενέχονται σε άλλου είδους κακές πράξεις, καμώνονται πως δεν βλέπουν τα παραπτώματά τους η είναι ελαστικοί και επιεικείς, όταν πρόκειται να τους τιμωρήσουν. Άλλωστε παράδειγμα των στρατιωτών είναι οι ίδιοι οι καπιτάνοι.
Η σύνθεση των λόχων είναι η εξής: 150 πεζοί στρατιώτες (fanti), ο δεκανέας (caporali) με μισθό διπλάσιο από τον αντίστοιχο του στρατιώτη (ανάμεσα στους δεκανείς συμπεριλαμβάνεται και ο λοχίας με τριπλάσιο μισθό), σημαιοφόρος (alfiere) με παχυλό μισθό.
Οι στρατιωτικές δαπάνες και γενικά η κατοχή της κτήσης αυτής στοιχίζει στην Βενετία τεράστια ποσά. Συγκεκριμένα μεταξύ 1586 – 1588 τα ετήσια έσοδά της ανεβαίνουν σε 72.617 δουκάτα κατά μέσον όρο, ενώ τα έξοδα είναι τρομερά: 210.173 δουκάτα κάθε χρόνο. Τα έσοδα προέρχονται από τα λιβέλα (έγγειοι πρόσοδοι), από τα μισθώματα καταστημάτων, από την είσπραξη σταριού ορισμένων περιοχών, όπως π. χ. του Λασιθιού, από τους τελωνειακούς δασμούς και από τις αλυκές. Δεν επιβάλλεται ούτε δεκάτη, ούτε και άλλοι φόροι. Από τα έξοδα ένα μέρος αφορά τις τακτικές δαπάνες, δηλαδή τα έξοδα των δημόσιων υπηρεσιών, τις συντάξεις, τα έξοδα του στρατού, του ιταλικού και του ντόπιου, των πυροβολητών και των 4 γαλερών της φρουράς, ενώ το άλλο τις έκτακτες, δηλαδή τα έξοδα για τα ναυπηγεία, τα διάφορα στρατιωτικά κτίρια κ. λ.. Το κακό είναι ότι τα έξοδα είναι συνεχή και αυξάνονται με το πέρασμα των χρόνων, ενώ τα έσοδα όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στην αύξηση, αλλά με δυσκολία κρατιούνται στο ίδιο επίπεδο. Την αιτία του φαινομένου αυτού δεν μπορεί να την εξηγήση ο Mocenigo. Έχει όμως την γνώμη ότι η αύξηση των εξόδων οφείλεται στην έλλειψη ικανών διοικητικών υπαλλήλων και στην κακή διαχείριση των ταμείων, ενώ η στασιμότητα των εσόδων στην διακοπή των εμπορικών συναλλαγών με την Αγγλία, που άλλοτε έκαναν εξαγωγή μεγάλων ποσών κρασιού. Οι δασμοί του προϊόντος αυτού αποτελούσαν το σπουδαιότερο έσοδο.
Κατόπιν ο Mocenigo εξετάζει διεξοδικά τα μέσα, τα αμυντικά ερείσματα (κάστρα, τάφροι, υπόνομοι κ.λ.), καθώς την τακτική, με την οποία θ’ αντιμετωπίσουν οι Βενετοί τον εχθρό, αν τολμήση και κατορθώση ν’ αποβιβαστή στο νησί.
2. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, αποκαλυπτικές θα έλεγα, είναι οι ειδήσεις του Mocenigo, που αναφέρονται στην κοινωνική κατάσταση μέσα στην Κρήτη. Και στην εποχή αυτή, όπως και στην προηγούμενη, συνεχίζεται η βαθμιαία αφομοίωση των εγγενών Βενετών, εξ αιτίας των μεικτών γάμων και, όπως ορθά αναλύει ο Mocenigo, «λόγω της ισχυράς επιδράσεως των ηθών του τόπου, λόγω σεβασμού προς την εθιμοτυπίαν και προς τας γυναίκας των, αι οποίαι εκτός της ελληνικής γλώσσης, την οποίαν ομιλούν, ακολουθούν κατά το πλείστον και το ορθόδοξον δόγμα». Και προσθέτει τα εξής χαρακτηριστικά, που δείχνουν την τεράστια αφομοιωτική δύναμη του Κρητικού περιβάλλοντος: «Εάν δεν υπήρχεν η απαγόρευσις, κατά την οποίαν οι ευγενείς Βενετοί, οι ζώντες ελληνοπρεπώς, θα χάνουν τα προνόμια της τάξεώς των, πιστεύω ότι ελάχιστοι θα ηκολούθουν το λατινικόν δόγμα».
Η αφομοιωτική αυτή δύναμη των Κρητικών εντυπωσιάζει τον ερευνητή, αν σκεφθή κανείς ότι ο ισχυρός πολιτιστικός παράγοντας της εποχής εκείνης, ο ορθόδοξος κλήρος, βρισκόταν σε χαμηλό πνευματικό και ηθικό επίπεδο. Αρκετοί υποψήφιοι ιερείς μολονότι δεν ήταν κατάλληλοι, έρχονται να χειροτονηθούν μόνο και μόνο γιατί ήθελαν να εξαιρεθούν από την στράτευση και από τις δημόσιες αγγαρείες και άλλες υποχρεώσεις. Έπειτα δεν ήταν δύσκολο ν’ αποσπάσουν την έγκριση των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών, αρκεί να έδιναν μερικά τσεκίνια στον πρωτοπαπά και στον γραμματέα της λατινικής επισκοπής. Ακόμη και η χειροτονία από τον ορθόδοξο επίσκοπο δεν παρουσίαζε δυσκολίες: πήγαιναν σε επισκοπικές έδρες της Μ. Ασίας, όπου χειροτονούνταν οπωσδήποτε, και έτσι γλύτωναν από την αυστηρή εξέταση, στην οποία θα υποβάλλονταν στην Ζάκυνθο και Κεφαλληνία από τον εκεί ορθόδοξο επίσκοπο, για να διαπιστωθή αν ήταν οι κατάλληλοι για το λειτούργημα. Πραγματικά οι υποψήφιοι αυτοί ιερείς, και αν ακόμη τους έκρινε κανείς με σχετική επιείκεια, θα ήταν αδύνατο ν’ ανταποκριθούν στην αποστολή τους: οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι και αμαθείς, ενώ άλλοι διατηρούσαν ερωμένες, μεθούσαν, χαρτόπαιζαν, βλαστημούσαν και με μεγάλη επιπολαιότητα και απερισκεψία πάντρευαν η έδιναν διαζύγια. Μερικοί μάλιστα ήταν τόσο αγράμματοι, ώστε στην πραγματικότητα να μην ιερουργούν, αλλά να «μουρμουρίζουν και σουσουρίζουν κατά την θείαν μυσταγωγίαν». Για ν’ αποφευχθή λοιπόν η τελευταία αυτή αταξία, προτείνει ο Mocenigo να περισυλλεγούν και να εκδοθούν σ’ ένα βιβλίο όλες οι διατάξεις του ορθόδοξου δόγματος, «η ακολουθία της θείας λειτουργίας, οι θρησκευτικοί κανόνες, ο τρόπος των ιεροπραξιών και η τέλεσις των θείων μυστηρίων, το τυπικόν των εκκλησιών και των εκκλησιαστικών ακολουθιών».
Οι αγράμματοι όμως αυτοί ιερείς εξακολουθούσαν να ενσαρκώνουν την αντίσταση εναντίον των κατακτητών και του καθολικού κλήρου: «δεν υπάρχει αμφιβολία, λέγει ο Mocenigo, ότι όσον αμαθείς και κακοήθεις είναι οι ιερείς ούτοι, τόσον περισσότερον εξερεθίζουν τον λαόν, υποδαυλίζουν τας αιτίας των διαφορών, των αντιθέσεων και του μίσους μεταξύ του ενός και του άλλου δόγματος».
Ο λαός σέβεται τους αντιπροσώπους του θεού, οποιοιδήποτε και αν είναι αυτοί, και φοβάται ιδίως τους αφορισμούς των. Υπερβολικά, νομίζω, είναι όσα γενικά αναφέρει ο Mocenigo σχετικά με την θρησκευτική κατάστασή του: ότι λίγοι – και αυτοί χωρικοί – πηγαίνουν στις εκκλησίες, ότι ελάχιστοι εξομολογούνται, ότι δεν ξέρουν ούτε τον σταυρό τους να κάνουν, ότι δεν έχουν στα σπίτια τους καμιά σχεδόν εικόνα του Χριστού, της Παναγίας η και άλλων αγίων και ότι οι γυναίκες ακόμη, που θα έπρεπε να δείχνουν μεγαλύτερη ευλάβεια, σπάνια εκκλησιάζονται, σχεδόν καμιά φορά τον χρόνο.
Τότε όμως πως δικαιολογείται την εποχή περίπου αυτή, στα 1596, να ονομάζη τους Κρητικούς ο συμπατριώτης τους Μελέτιος ο Πηγάς «της ορθοδόξου πίστεως γνησίους παίδας»;
Ως προς την σύνθεση της Κρητικής κοινωνίας ο Mocenigo μας δίνει τις παρακάτω ενδιαφέρουσες ειδήσεις. Οι ευγενείς, τόσον οι Βενετοί όσο και οι Κρητικοί, αλληλομισούται, αλλά και αυτοί πάλι είναι μισητοί από τους χωρικούς, γιατί δεν φέρονται καθόλου καλά απέναντί τους. Το μίσος βέβαια των χωρικών είναι μεγαλύτερο απέναντι των ευγενών Βενετών, γιατί αυτοί αντιπροσωπεύουν την τάξη των κατακτητών και ανήκουν σε διαφορετικό δόγμα. Έπειτα είναι πιο πιεστικοί από τους Έλληνες ευγενείς.
Όταν οι ευγενείς πρόκηται να εγκαταστήσουν χωρικούς στα κτήματά τους, τους δίνουν μια έκταση εκχερσωμένη και γόνιμη, αλλά κοντά σ’ αυτήν και διπλάσια η τριπλάσια χέρσα. Αυτήν, μολονότι οι αγρότες πληρώνουν την εντριτεία (terzaria), αναγκάζονται να την αφήσουν ακαλλιέργητη, γιατί βρίσκεται πολύ μακριά από το χωριό τους η και γιατί αποδίδει ελάχιστα.
Έπειτα συμβαίνει και το άλλο: πολλοί φεουδάρχες την χέρσα αυτή έκταση την παίρνουν πίσω, μόλις την ιδούν καλλιεργημένη ή αυξάνουν το μίσθωμα. Μερικοί μάλιστα κάνουν την αύξηση αυτή αδιαφορώντας για τις συνήθειες του τόπου και περιφρονώντας τους αντιπροσώπους, τους δικαστικούς άρχοντες. «Οι περισσότεροι χωρικοί, όπως σημειώνει και ο Pasqualigo, είναι φτωχοί και ζητιάνοι και κοιμούνται τον περισσότερο καιρό πάνω στο χώμα».
Λίγοι σχετικά ήταν οι χωρικοί που είχαν αποκτήσει δικά τους χωράφια και σπίτια με την μακροχρόνια κατοχή και με τις συνεχείς μισθώσεις. Αυτοί, ονομαζόμενοι γονικάροι, ζουν υποφερτά, γιατί δεν επιβαρύνονται με τις βαριές υποχρεώσεις των άλλων χωρικών, που ήταν στην απόλυτη διάθεση των εγγενών.
Ουσιαστικά οι χωρικοί είναι δουλοπάροικοι, γιατί όχι μόνο δεν είναι κύριοι των γαιών τους, αλλά ούτε και των σωμάτων τους. Οι ευγενείς (ιππότες) τους ορίζουν, όπως αυτοί θέλουν: δεν τους επιτρέπουν π. χ. να πουλούν τα προϊόντα (σιτάρι, κρασί, λάδι, τυρί κ. λ.) από τα δικά τους μερίδια, χωρίς την άδειά τους. Ο σκοπός τους είναι να διαθέσουν πρώτα τα δικά τους προϊόντα σε καλή βέβαια τιμή, όπως συνήθως έκαναν οι Τούρκοι μπέηδες και σπαχήδες στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ακόμη και οι γυναίκες ορισμένων ιπποτών θέλουν και αυτές ν’ απομυζούν τις γυναίκες των παροίκων, να ζητούν όρνιθες, αυγά, φρούτα κ. λ. Έπειτα όσα προϊόντα πουλούν στους ιππότες, τα πουλούν με την τιμή που ορίζουν αυτοί. Αν πάλι οι ιππότες δεν μπορούν να διαθέσουν ορισμένα προϊόντα στην πόλη, καταναγκάζουν τους χωρικούς να τ’ αγοράσουν, έστω και αν αυτοί δεν έχουν καμιά ανάγκη απ’ αυτά. Και ορίζουν βέβαια την τιμή, με την οποία πουλιέται η καλύτερη ποιότητα και μάλιστα στην τρέχουσα τιμή κατά την εποχή της συγκομιδής. Το αντίτιμο, επειδή είναι αδύνατο να το εισπράξουν σε ρευστό χρήμα, το παίρνουν σε λάδι, κρασί κ. λ.
Ακόμη οι ευγενείς νοίκιαζαν τους αγρούς των ως «τριτάρικους», οπότε ο αγρότης, που διέθετε σπόρο και εργασία, έπαιρνε το 1/3 της εσοδείας από τα σιτηρά, κρασί, λάδι και ξυλεία, αλλ’ όμως ήταν αναγκασμένος να δίνη τόσα δώρα (regalie), ώστε ουσιαστικά πλήρωνε διπλό νοίκι. Κοντά σ’ αυτά, εκείνοι που είχαν υποζύγια έπρεπε να κάνουν υποχρεωτικά τρεις ημερήσιες αγγαρείες, που τις ακριβοπλήρωναν αν επιχειρούσαν να τις εξαγοράσουν. Όσοι πάλι δεν είχαν ζώα και ήθελαν να εξαγοράσουν τις αγγαρείες, υποχρεώνονταν να πληρώνουν τα διπλά, δηλαδή 3 ημερομίσθια για τους εαυτούς των και 3 τα ζώα. Εκτός όμως απ’ αυτές τις αγγαρείες, υπήρχαν και άλλες επίσης υποχρεωτικές, όταν π. χ. οι φεουδάρχες ήθελαν να στείλουν στην πόλη επιστολή η πράγματα η όταν πήγαιναν κυνήγι, οπότε ξεσήκωναν 30 – 50 η και περισσότερους χωρικούς και τους καταπονούσαν όλη την ημέρα «για ένα κομμάτι ψωμί», που κάποτε δεν το έδιναν και αυτό. Επίσης τους έπαιρναν μαζί τους, όταν ήθελαν οι ίδιοι η οι γυναίκες τους να πάγουν στο αγρόκτημά τους η να γυρίσουν πίσω στην πόλη.
Μερικοί φεουδάρχες έφταναν να μη τους αφήνουν ήσυχους ούτε και στις παραμικρές τους προσπάθειες για την συντήρηση της ζωής τους: δεν τους επέτρεπαν να στήνουν παγίδες για τα πουλιά η να κυνηγούν χωρίς την άδειά τους• τους απαγόρευαν να ψαρεύουν, αν δεν παραχωρούσαν ένα μερίδιο από τα ψάρια που θα έπιαναν. Άλλοι πάλι δεν τους άφηναν να κόβουν ούτε τ’ αγκάθια των αγρών η να καίουν τους φούρνους των χωρίς την σχετική άδεια. Πολλές επίσης καταχρήσεις και αυθαιρεσίες έκαναν μερικοί ευγενείς σε βάρος των χωρικών και κατά την έκθλιψη των σταφυλιών στα πατητήρια. Χώρια τα υποχρεωτικά δώρα που τους έπαιρναν με διάφορες προφάσεις. Ακόμη όταν ο χωρικός έσφαζε η πουλούσε ένα γουρούνι, ήταν υποχρεωμένος να δώση ένα χοιρομέρι η να πληρώση την αξία του: για κάθε γέννα έδινε γουρουνάκι.
Το θράσος και η κακότητα ορισμένων φτάνει ως το σημείο να υποβλέπουν και να ατιμάζουν τις γυναίκες των κατοίκων. Αλίμονο μάλιστα στους γονείς, αδελφούς η συζύγους, που θα ήθελαν ν’ αντισταθούν να παραπονεθούν. Αμέσως διώχνονται από τα σπίτια και τους αγρούς τους και δεν βρίσκουν πουθενά άσυλο: δεν θα γίνουν δεκτοί σε κανενός άλλου φεουδάρχη το κτήμα, επειδή ο καθένας είναι αλληλέγγυος με τον άλλο. Έπειτα οι ιππότες φροντίζουν να συντηρούν στα χωριά μερικούς κακοποιούς, οι οποίοι ανακατώνονται στην ζωή των χωρικών, γνωρίζουν τις διαφορές μεταξύ τους και έτσι μπορούν να τους τρομοκρατούν, όταν θέλουν. Αναγκάζονται λοιπόν οι δυστυχισμένοι χωρικοί να κάνουν πως δεν βλέπουν, δεν αντιδρούν και υποφέρουν κάθε ατιμία. Επομένως σπάνια οι ατιμαζόμενοι εγείρουν αγωγές• αλλά και στην περίπτωση αυτή, καμιά αγωγή δεν φτάνει στα δικαστήρια, γιατί οι φεουδάρχες, οι οποίοι έχουν μεγάλη δύναμη μέσα στον Χάνδακα, επεμβαίνουν στις εργασίες των ανακριτικών γραφείων και στην διεξαγωγή των δικών. Έτσι τελικά η οι δίκες παρελκύονται η οι χωρικοί καταφοβισμένοι αποσύρουν τις αγωγές.
Χειρότερη είναι η κατάσταση εκείνων των χωρικών που ζουν μέσα σε κτήματα που ανήκουν σ’ ένα μόνον ιππότη, γιατί αυτός είναι ανεξέλεγκτος. «Επειδή, γράφει σχετικά στην έκθεσή του ο Mocenigo, ουδείς ευρίσκεται εκεί, ο οποίος τυχόν θα έβλεπε η θα παρηκολούθει τας ανοσιουργίας των δια να τον σεβασθούν, διαπράττουν άνευ φόβου η προσποιήσεως εκείνο το οποίον υπαγορεύει εις αυτούς η συνείδησίς των και μόνον». Καλύτερη είναι η θέση εκείνων που κατοικούν σε χωριά που τα εξουσιάζουν πολλοί φεουδάρχες, γιατί ο ένας ντρέπεται τον άλλο και έτσι είναι λιγότερο ακόλαστοι και άσεμνοι και «προβαίνουν εις τας τοιαύτας πράξεις μετά τινος προφυλάξεως».
Υπάρχουν βέβαια και ιππότες που μεταχειρίζονται ηπιώτερα τους χωρικούς, επειδή σέβονται τους εαυτούς των και κρίνουν τα πράγματα καλύτερα, αλλά πάλιν «υπερβάλλουν εν τη διαπράξει τινών εκ των προαναφερομένων ατόπων, ουχί διότι είναι εκ φύσεως κακοί, αλλά εξ απομιμήσεως των άλλων, και λόγω συνηθειών, αι οποίαι, εάν εις την παλαιοτέραν εποχήν ίσως ηδύναντο να θεωρηθούν χρήσιμοι και καλαί, σήμερον διατηρούμεναι διαφθείρουν τον λαόν εις τρόπον, ώστε να θεωρούνται χείρισται και λίαν επιζήμιαι».
Τα τελευταία αυτά είναι ενδιαφέροντα, γιατί επισημαίνουν την βαθμιαία αλλαγή του φεουδαλικού πνεύματος και των συνηθειών του μεσαίωνα και τα έκδηλα αποτελέσματα της επιτολής των νέων χρόνων.
Αλλά οι ιππότες δεν είναι οι μόνοι που εκμεταλλεύονται τους χωρικούς και τους καταπιέζουν. Ακολουθούν οι ποικίλοι δημόσιοι υπάλληλοι, καστελλάνοι, καπιτάνοι, γραμματείς και άλλοι κατώτεροι λειτουργοί, οι οποίοι χρηματίζονται με αχόρταγη απληστία. Κύρια αιτία των εκβιασμών σε βάρος του λαού είναι ότι αυτοί που εκλέγονται για τις δημόσιες υπηρεσίες – και είναι κυρίως Βενετοί – από τις τοπικές αρχές (reggimento), δεν υπηρετούν οι, ίδιοι, αλλά πουλούν τις θέσεις η τις παραχωρούν σε άλλους παίρνοντας τα μισά η τις νοικιάζουν με αποτέλεσμα, ώστε οι αντικαταστάτες τους να καταπιέζουν τον λαό και να μηχανεύωνται πως να βγάλουν όσα μπορούν περισσότερα. Και δεν ντρέπονται να δικαιολογούνται λέγοντας, ότι την ευθύνη για τα ανομήματά τους την έχουν αυτοί, που τους νοικιάζουν τις υπηρεσίες. Έτσι με προφάσεις για δήθεν ανυπακοή και παράβαση νόμων καταδικάζουν τους κατοίκους για τα πιο ασήμαντα πράγματα. Και αυτοί μέσα στην ανέχεια και στην απελπισία τους, για να βρουν τα απαραίτητα χρήματα, αναγκάζονται να ενεχυριάζουν η και να πουλούν τα διάφορα σκεύη τους. «Εκ της ενεχυριάσεως ταύτης, γράφει ο Mocenigo, δημιουργούνται ακολούθως έξοδα υπέρ των υπαλλήλων και των άλλων λειτουργών. Τοιουτοτρόπως οι χωρικοί η χάνουν το ενέχυρον, το οποίον πωλείται, η αναλαμβάνοντες του το πληρώνουν διπλάσια δια τον κυρίως φόρον και δια τα έξοδα, εκτός του τόκου, τον οποίον υποχρεούνται να πληρώνουν δια να εξευρίσκουν τα χρήματα, τα οποία πολλοί εκ των ιπποτών τους δανείζουν μόνον εντόκως, υποχρεούντες αυτούς να τους υποθηκεύουν όλα τα εισοδήματά των». Αν αυτά που ενεχυριάζουν η πουλούν είναι πολύτιμα, κυρίως ασημικά, τότε προθυμοποιούνται να τ’ αγοράσουν οι ίδιοι οι υπάλληλοι προσφέροντας βέβαια εξευτελιστικές τιμές. Τα δικαστήρια είναι αδύνατο ν’ ανακουφίσουν τους χωρικούς, γιατί – ανάμεσα σε άλλα αίτια – οι ποινές που επιβάλλουν στους ενόχους δεν ήταν ανάλογες προς τα αδικήματα και τα εγκλήματά τους.
Οι χωρικοί ακόμη ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν τρόφιμα στους δημοσίους υπαλλήλους που περνούσαν από τα χωριά τους, καθώς επίσης βρώμη και άχυρα στους stradioti. Οι υποχρεώσεις αυτές έδιναν λαβή σ’ ένα σωρό νέους εκβιασμούς σε βάρος των χωρικών.
Κοντά σε όλα αυτά ας προστεθούν και οι αγγαρείες για το δημόσιο, δηλαδή η επιστράτευση των χωρικών για την κατασκευή οχυρωματικών έργων στις πόλεις. Επειδή όμως πολλοί κατοικούσαν πολύ μακριά από αυτές, ως 50 μίλια, έχαναν από τις εργάσιμες μέρες τους όχι μόνο τις ημέρες των αγγαρειών, αλλά και άλλες που ξόδευαν για το «πήγαινε κι’ έλα». Για να υπολογίση κανείς τις ζημίες για τις αγροτικές κοινότητες, ας σημειώση ότι από μερικές οικογένειες έφευγαν για αγγαρείες ο πατέρας με τα 3, 4, η και 5 αγόρια. Οι αγγαρείες αυτές ήταν τόσο μεγάλη επιβάρυνση, ώστε οι χωρικοί κοίταζαν με κάθε τρόπο να τις αποφύγουν καταβάλλοντας σε χρήμα το τίμημα της αντίστοιχης εργασίας. Και γι’ αυτό ήταν πρόθυμοι όχι μόνο να στερηθούν το ψωμί τους, αλλά να δώσουν και το αίμα ακόμη της καρδιάς τους, που λέγει ο λόγος. Και δεν ήταν δυνατόν να μη συγκινηθή κάθε ευαίσθητος άνθρωπος ως τα μύχια της ψυχής του, αν τους έβλεπε να έρχωνται να πληρώνουν το τίμημα των αγγαρειών, που για πολλούς ήταν το μόνο ρευστό χρήμα που είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν στο σπίτι τους. Οι αγγαρείες αυτές εξαγοραζόμενες έδιναν στο δημόσιο 15 δουκάτα τον χρόνο κατά οικογένεια , ποσό αρκετά σοβαρό για μια αγροτική οικογένεια της εποχής εκείνης. Και να σκεφθή κανείς ότι οι χωρικοί αυτοί έχυναν άφθονο τον ιδρώτα και εργάζονταν με άλλους για να υψώσουν τείχη, που δεν θα ασφάλιζαν τους εαυτούς των και τις οικογένειές τους, αλλά τους κατοίκους των πόλεων, οι οποίοι όμως δεν επιβαρύνονταν γι’ αυτά ούτε με χρήματα ούτε και με αγγαρείες. Αυτοί πλήρωναν μόνον ένα μικρό φόρο επιτηδεύματος, που δεν τον κατέβαλλαν πάντοτε. Και όμως οι χωρικοί σε κατάσταση πολέμου θα έμεναν στην ύπαιθρο, εκτεθειμένοι στην διάθεση του εχθρού. Η τραγική αυτή πραγματικότητα, που τους ήταν συνειδητή, τους πίκραινε και τους αναστάτωνε.
Και ο Mocenigo, που συγκινείται και αγανακτεί για την κατάσταση αυτή, γράφει στην βενετική γερουσία, ότι πρέπει πρώτα να φροντίσουν να τελειώσουν τα οχυρωματικά έργα, για να μπορέσουν έτσι ν’ απαλλάξουν τους χωρικούς από το τόσο ενοχλητικό και μεγάλο βάρος των αγγαρειών, «γιατί, προσθέτει, όστις δεν είδε την αθλιότητα του λαού εκείνου δεν δύναται να την πιστεύση».
Τέλος, «εάν τούτο, όπως γράφει ο Mocenigo, είναι κατ’ αριθμόν το τελευταίον κακόν», βαρύτατο ήταν και το αντισήκωμα που πλήρωναν οι κάτοικοι για να μην επιστρατευθούν. Και ευχάριστα πλήρωναν, όσοι μπορούσαν, το αναγκαίο ποσό, για να γλυτώσουν από την βαριά εργασία των γαλερών και να υπηρετήση κάποιος άλλος στη θέση τους (andiscari).
Οι χωρικοί λοιπόν υποφέρουν περισσότερο από όλους, γιατί βασανίζονται και επιβαρύνονται από όλους. Ο Mocenigo πιστεύει ότι λίγοι λαοί ζουν κάτω από χειρότερες συνθήκες. Ανησυχεί λοιπόν πολύ, γιατί ξέρει ότι ο αντίκτυπος της ανωμαλίας αυτής θα έχη δυσάρεστα αποτελέσματα σε στιγμές κρίσιμες για την Βενετία. Άλλωστε πρόσφατη ήταν η πείρα τους από την Κύπρο, όπου οι διαδόσεις για την κακοδιοίκηση και τις καταπιέσεις των χωρικών ήταν μια από τις κύριες αιτίες που παρακίνησαν τους Τούρκους στην εκστρατεία για την κατάληψη του νησιού.
Η κατάσταση όμως αυτή έχει φοβερά αποτελέσματα στις ψυχές των δουλοπαροίκων. Το μίσος τους βαθαίνει τόσο περισσότερο, όσο τους αφαιρείται η δυνατότητα να εκδικηθούν. Θεόφτωχοι, καταπονημένοι και ατιμασμένοι βλέπουν ότι δεν έχουν κανένα λόγο να μην εύχωνται και να μην ποθούν την αλλαγή των κυρίων τους, έστω και αν οι νέοι θα ήταν αλλόθρησκοι. Μερικοί μάλιστα δεν κρύβουν τα αισθήματά τους αυτά και τα εξωτερικεύουν λέγοντας: «Στο τέλος θα προτιμήσουμε να πάμε να βρούμε εκείνους τους σκύλους», εννοώντας ότι θα πάγουν στις τουρκικές χώρες ίσως θα συνταχθούν μαζί τους.
Πάντως γεγονός είναι ότι τεχνίτες της Κρήτης εκπατρίζονται την εποχή αυτή σε άλλες χώρες και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. «Δια τούτο, σημειώνει ο Mocenigo, εφ’ όσον υπάρχει ακόμη καιρός, παρίσταται ανάγκη να ευρεθή ο τρόπος, δια του οποίου θ’ ανακουφισθή και θα καθησυχάση ο λαός ούτος, να έχη την διάθεσιν, οσάκις παραστή ανάγκη, να προσφέρη υπηρεσίαν τινά. Διότι δεν δύναταί τις να πιστεύση, ότι οι ευγενείς ιππόται θα δυνηθούν εν καιρώ πολέμου να αναγκάσουν τον λαόν να υπηρετήση εις τα κάτεργα (εις τας γαλέρας), ως έπραξαν άλλοτε, προς μεγάλον έπαινον αυτών, οι πρόγονοί των. Το κύρος όμως εκείνο, το οποίον εις άλλους χρόνους επήγαζεν εκ της αγάπης, την οποίαν έτρεφον οι χωρικοί προς τους κυρίους των, οι οποίοι τους μετεχειρίζοντο καλύτερον, δέον να θεωρηθή εξ ολοκλήρου απολεσθέν. Αυτοί ούτοι οι ευγενείς, ως οι ίδιοι ομολογούν, δεν θα τολμήσουν τότε ούτε εις τα χωρία των να μεταβούν, έχοντες υπ’ όψει όσα δύνανται να πάθουν, δικαίως εκ μέρους των χωρικών. Θα φοβηθούν δηλαδή ότι οι χωρικοί θα επωφεληθούν της ευκαιρίας να εκδικηθούν δια του αίματος και της ζωής των ιπποτών τας αδικίας εκείνας τας οποίας διέπραξαν εις βάρος των, και αίτινες, ιδίως μετά τον τελευταίον πόλεμον, ηυξήθησαν και εδιπλασιάσθηκαν, ως φαίνεται, λόγω της έκτοτε ασκουμένης υπό των ιπποτών τούτων συναλλαγής. Συναλλαγής την οποίαν ελάχιστοι εκ τούτων ήσκουν προηγουμένως, διότι τότε εθεωρείτο τούτο αισχρόν, ενώ σήμερον ολίγοι είναι οι μη ασκούντες ταύτην, και κυρίως εις τα χωρία και εις βάρος των χωρικών των, εις τας οικίας των οποίων δεν βλέπει τις πλέον ούτε τα αργυρά εκείνα σκεύη (tazze e boccali d’argento), ούτε τα χρυσά κοσμήματα και τας βαρυτίμους ενδυμασίας, τας οποίας εχρησιμοποίουν παλαιότερον αι γυναίκες των. Πάντα ταύτα τα έχουν αποστραγγίσει οι ιππόται, διπλασιάζοντες ούτω τα εισοδήματά των, όπως επίσης αποστραγγίζουν και παν ο,τι δύνανται να αποκτήσουν οι χωρικοί».
Ο Mocenigo αναφέρει ότι σε πολλούς ευγενείς συνέστησε να φέρωνται με καλοσύνη και αγάπη στους χωρικούς για το ίδιο το συμφέρον τους και για την διατήρηση του «Βασιλείου της Κρήτης» (που έχει τόση σημασία για την ίδια την ύπαρξη της Βενετίας) και μερικούς αναγκάστηκε να τιμωρήση προς παραδειγματισμό, ιδίως εκείνους που επιβαρύνονταν για κατάχρηση του δημοσίου χρήματος. Σημειώνει ακόμη ότι τιμώρησε σκληρότατα μερικούς από τους καστελλάνους που χρηματίζονταν και εκβίαζαν τον λαό, καθώς και ότι εξέδωσε τις αναγκαίες, κατά την κρίση του, διαταγές για την εξάλειψη τον περιορισμό των ποικίλων αυθαιρεσιών και καταπιέσεων σε βάρος του λαού.
Ύστερ’ από όλα αυτά ο Mocenigo προβαίνει σε υποδείξεις ριζοσπαστικών μέτρων στην γερουσία για την βελτίωση της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης στην Κρήτη: προτείνει να καταργηθούν οι αγγαρείες και να παραχωρηθούν στους χωρικούς, έστω και λίγο καλλιεργήσιμο έδαφος αγρού, αμπέλια, η άλλου είδους κτήματα, για να ενδιαφερθούν γι’ αυτά και να είναι έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους υπερασπίζοντας το νησί. Ενώ έτσι, όπως έχουν τα πράγματα, με την αλλαγή κυριάρχου, δεν θα είχαν να χάσουν τίποτε άλλο εκτός από την σκλαβιά και την αθλιότητα.
Προτείνει ακόμη να έλθη στην Κρήτη τριμελής επιτροπή από εκλεκτούς ευγενείς που να γνωρίζουν την μεγαλόνησο και να περιοδεύση από χωριό σε χωριό, για ν’ αντιληφθή επί τόπου τους όρους ζωής των χωρικών και να λάβη άμεσα και ριζικά μέτρα, για να τους απαλλάξη από τους εκβιασμούς και τις καταπιέσεις των ιπποτών. Τα μέτρα αυτά, που θ’ αφορούν την καταβολή ενός νόμιμου και λογικού ενοικίου των χωρικών, χωρίς την δυνατότητα ν’ αυξηθή στο μέλλον, θα φανούν σκληρά βέβαια στους ιππότες, αλλά δεν πρέπει να λησμονούν ότι όλ’ αυτά αποβλέπουν τελικά στα συμφέροντα τόσον αυτών των ιδίων, όσον και της Βενετίας. Πρέπει ακόμη να έχουν υπ’ όψη – και ο φτωχός λαός το γνωρίζει καλά – ότι τα χωριά τα παραχώρησε η δημοκρατία στους ιππότες με τον όρο να φέρωνται καλά προς τους χωρικούς. Σχετικά με την διοίκηση των χωριών προτείνει ο Mocenigo να «υπαχθούν τα χωρία ταύτα εις κοινότητας, καθ’ ον τρόπον θα ενόμιζον ούτοι (δηλ. οι τρεις ευγενείς της επιτροπής) καλύτερον προς τον σκοπόν να δυνηθούν ούτω να επικοινωνούν (να συνεδριάζουν) οσάκις θα παρίστατο ανάγκη, και να αναθέτουν την εντολήν εις εκείνον, τον οποίον θα έκρινον καταλληλότερον, όστις, εν ονόματι όλων των αδικουμένων, θα δύναται να επιδιώκη την, δια καταλλήλων μέσων, ανακούφισιν αυτών εκ των καταπιέσεων των εντοπίων Αρχών και των λοιπών αρχόντων ως συμβαίνει εις τα χωρία της Ιταλίας. Δια του τρόπου τούτου θα δύνανται να υποστηρίζουν το δίκαιόν των με περισσότερον θάρρος, δεν θα φοβούνται τόσον την ισχύν των αρχόντων (gradi), και θα δύνανται καλύτερον ν’ αντεπεξέρχωνται εις τα απαιτηθησόμενα έξοδα. Πάντες δε, και οι ιππόται και οι λοιποί άρχοντες, θα είναι περισσότερον επιφυλακτικοί, οσάκις θα πρόκηται να προβούν εις καταπιέσεις και βασανιστήρια εις βάρος των χωρικών τούτων».
Όπως βλέπουμε, με ευθυκρισία και διορατικότητα παρατηρεί ο Mocenigo τα σημάδια της αλλαγής των καιρών και την ανάγκη της εισαγωγής πολλών μεταρρυθμίσεων, στρατιωτικών, πολιτικών και κυρίως κοινωνικών, προσαρμοσμένων προς τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Σε πολλά σημεία της μακριάς του έκθεσης υπογραμμίζει την αναγκαιότητα αυτή, για να μπορέσουν οι Βενετοί να προσελκύσουν την συμπάθεια των Κρητικών και ιδίως των χωρικών, για να τους συναγείρουν ομόθυμους σε ενδεχόμενη εισβολή των Τούρκων.
Η αμυντική όμως δύναμη της Κρήτης μειώθηκε τόσο στα 1592 – 1593 εξ αιτίας της πανούκλας, που προκάλεσε τον θάνατο χιλιάδων κατοίκων του Χάνδακα και χωρικών της περιοχής του, ώστε ο Pasqualigo να σκέπτεται και να προτείνη στον δόγη τον εποικισμό της πόλης με 2 – 4 οικογένειες εμπόρων χωρικών, των γονικάρων, από κάθε χωριό. Από την απογραφή του νησιού που έγινε μετά την λήξη της επιδημίας, δηλαδή μετά τον Ιούλιο του 1593 η στα 1594, ο πληθυσμός του νησιού ανέβαινε σε 203.123 άτομα κατανεμημένος ως εξής στις 4 διοικητικές περιφέρειες με τα αντίστοιχα κέντρα του: του Χάνδακα 86.075, Χανιών 49.461, Ρεθύμνου 50.594 και Σητείας 16.813. Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι στα 1571 η Κρήτη αριθμούσε 160.000, πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο πληθυσμός της – παρά την θραύση της επιδημίας – σημείωσε σημαντική αύξηση μέσα σε 20 χρόνια.
3. Εξαρτήματα του αμυντικού συστήματος της Κρήτης, κυρίως επίκαιρες στρατηγικές σκοπιές, πρέπει να θεωρηθούν τα Κύθηρα και ιδίως τα Αντικύθηρα.
Ως τα 1572 στα Κύθηρα, όπου έμενε ο διοικητής, Βενετός ευπατρίδης με διετή θητεία και με τον τίτλο του προνοητή και φρουράρχου, επικρατούσε ανωμαλία και ακαταστασία. Οι διοικητές πίεζαν τους νησιώτες με δυσβάστακτα φορολογικά βάρη, ενώ η εκεί στρατιωτική δύναμη δεν άφηνε να της ξεφύγη ευκαιρία για αρπαγές. Το κακό μεγάλωνε με τις απαιτήσεις και έριδες των προκρίτων. Τέλος στα 1572, όταν ο γενικός προνοητής του Βασιλείου της Κρήτης Δανιήλ Βενιέρης, επισκέφθηκε τα Κύθηρα, με πρωτοβουλία του προνοητή Κυθήρων Σεβαστιανού Μαλιπιέρο συντάχθηκε κανονισμός για την διοίκηση του νησιού, και τους όρους του υποσχέθηκαν να τηρήσουν οι νησιώτες. Σύμφωνα με αυτόν, ορίσθηκε το Συμβούλιο, που υπήρχε και παλαιότερα, ν’ αποτελήται από 30 μέλη, τα οποία έπρεπε να έχουν ορισμένα προσόντα. Από το ίδιο Συμβούλιο διαλέγονταν οι εγχώριες αρχές (δύο δικαστές, δύο πάρεδροι του προνοητή, τρεις επιτετραμμένοι επί του υγειονομείου, δύο ταμίες, ένας γραμματέας) με μονοετή θητεία, εκτός από τους δημόσιους λειτουργούς επί των τροφίμων που είχαν εξάμηνη θητεία. Επίσης το Συμβούλιο ήταν το μόνο αρμόδιο για τον διορισμό και την αποστολή πρέσβεων στην Βενετία, Κρήτη η όπου αλλού χρειάζονταν, για την διευθέτηση των ζητημάτων που προέκυπταν .
Τα Αντικύθηρα θεωρούνται «sreculatorie et sentinelle» της Κρήτης, γιατί πραγματικά οποιαδήποτε μοίρα του τουρκικού στόλου επρόκειτο να πλεύση προς τα δυτικά ευρωπαϊκά προς τα βόρεια αφρικανικά παράλια, θα έπρεπε να συμπληρώση τα εφόδιά της στην Χαλκίδα, να διασχίση το σύμπλεγμα των Κυκλάδων και κατόπιν να παρακάμψη τον Μαλέα, και να περάση ανάμεσα από τις πελοποννησιακές ακτές και τα Κύθηρα, Αντικύθηρα και την Γραμβούσα της Κρήτης, οπότε θα γινόταν οπωσδήποτε αντιληπτή από τις βενετικές φρουρές. Αν πάλιν ο στόλος έβγαινε νύχτα, εφοδιασμένος με όλες τις αναγκαίες προμήθειες η ακολουθούσε άλλη πορεία, ώστε να φανή εμπρός στην Κρήτη απροσδόκητα, θα έπρεπε να τεθή σ’ εφαρμογή το σχέδιο για την φρούρηση των παραλίων (guardie elle sriaggie), που άρχισε πραγματικά να εφαρμόζεται από τα 1573 και συμπλήρωνε την ασφάλεια του παλαιότερου συστήματος με τις περιπολίες τεσσάρων ειδικών γαλερών για την αντιμετώπιση των επιδρομών των μουσουλμάνων η συχνότερα των δυτικοευρωπαίων πειρατών. Αργότερα, στα 1582, ο Contarini επρότεινε και φαίνεται ότι αργότερα έγινε δεκτό να ενισχυθή το σύστημα της ασφάλειας των ακτών και με το κτίσιμο ειδικών πυργίσκων (βιγλών) με μόνιμα καταλύματα για τους βιγλάτορες στις διάφορες ακτές τόσο των παραπάνω νησιών, όσο και της Κρήτης. Φυσικά για την αντιμετώπιση των δαπανών αυτών επιβαρύνονταν οι παράλιες κοινότητες και ιδίως εκείνοι που είχαν κτήματα κοντά στις βίγλες. Έτσι με τον συνδυασμό των δυνάμεων της ξηράς και της θάλασσας οι ακτές προφυλάγονταν βέβαια καλύτερα, αλλά οι κάτοικοι γόγγυζαν από τις νέες φορολογικές καταπιέσεις.
Οι συχνοί όμως αυτοί συναγερμοί με τις μετακινήσεις των στρατιωτικών σωμάτων, πλοίων, με την αποστολή τροφίμων, πολεμοφοδίων κ. λ. προκαλούσαν δαπάνες που εξαντλούσαν συνεχώς την Βενετία. Έπειτα και οι ιππείς έπρεπε να δαπανούν συνεχώς για τα άλογα και τις πανοπλίες τους, ενώ οι κάτοικοι έπρεπε να διαθέτουν τα σπίτια τους ως καταλύματα για τους στρατιώτες που έπαιρναν θέσεις στις ακτές .
Επειδή λοιπόν οι στρατιωτικοί παραπονούνταν για τα συνεχή τους έξοδα, η Δημοκρατία έκανε μια γενική αύξηση των μισθών τους. Βρίσκεται έτσι στην ανάγκη να επιβάλη νέους φόρους σε είδη πρώτης ανάγκης: στα μοσχάτα κρασιά, στις ελιές, τυριά, αλάτι και κατόπιν στις σταφίδες . Από το άλλο όμως μέρος ενδιαφέρθηκε, όπως είδαμε, ν’ αυξήση την γεωργική παραγωγή της Κρήτης, ιδίως των σιτηρών, ώστε στην κρίσιμη στιγμή που θα κλείνονταν ο κάτοικοι στα κάστρα να έχουν αποθέματα τροφών και να μην εξαρτώνται από τις εισαγωγές απ’ έξω. Επίσης κατανοεί πολύ καλά ότι πρέπει να εξασφαλίση την ομόθυμη συμπαράσταση του Κρητικού λαού και συστήνει στους υπαλλήλους να φέρωνται πολύ καλά απέναντί του. Παράλληλα προσπαθεί να πατάξη τους εκβιασμούς σε βάρος των φτωχών χωρικών, τις καταχρήσεις παντού, όπου παρουσιάζονται, στους λογαριασμούς του σταριού και της βρώμης που εισάγονται από την Βενετία, στους μισθούς των στρατιωτικών.
Πηγή: Απόστολου Βακαλόπουλου Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968.